Ενα μικρό στενό δωμάτιο μέ ἀσβεστωμένους τοίχους... Ἕνα τζάκι κοντά στό παράθυρο, πού βλέπει πρός τό αὐλάκι... Ἀντίς ἀπό κρεβάτι, μέσα σ’ ἕνα εἶδος ντουλάπας τοῦ τοίχου, κάτι κηλίμια στό πάτωμα. Στό τζάκι λίγη ζεστή ἀκόμα στάχτη. Ἔξω τό κρύο εἶναι δυνατό. Κατάχαμα πάνω στά κηλίμια ὁ κύρ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης ἀναρριγεῖ. Φώναξε τόν ἀρχιμανδρίτη Μπούρα καί τοῦ ζήτησε νά τοῦ διαβάσει ἀπό τό ὡραῖο καί ἱστορημένο χειρόγραφο, ὅπου ἔχει μαζί τίς λειτουργίες τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου καί τοῦ Βασιλείου τοῦ μεγάλου, τήν ὡραία προσευχή τῶν μεγάλων ἁμαρτωλῶν πού μετανοοῦν. Μέρες τώρα δέ μποροῦσε νά ἡσυχάσει, τόσο πονεμένο ἦταν ὅλο του τό κορμί. Εἶχε μία ἄσχημη γρίπη, πνευμονία λένε. Δέν ἤθελε νά τόν ἰδεῖ γιατρός. Ἦταν τοῦ ἁγίου Βασιλείου, ἀνήμερα τῆς Πρωτοχρονιᾶς. Θέλησε νά σηκωθεῖ, μά δέν βρῆκε τή δύναμη, τά μάτια του γέμισαν δάκρυα.
Τή νύχτα ζήτησε ἀπό τίς ἀδελφές του κάποιο βιβλίο. Αὐτό πού τοῦ ἔφεραν, δέν ἦταν αὐτό πού ζητοῦσε. «Μπά, δέ πειράζει», εἶπε. Τό παίρνω αὔριο». Τί νά ’ταν ἄραγε; Ὁ Ὅμηρος, τά Εὐαγγέλια, ὁ Θουκυδίδης, ὁ Σαίξπηρ - αὐτό τό βιβλίο, πού στίς στερνές ἐκεῖνες ὧρες τόν εἶδαν νά θωπεύει σάν τυφλός, ἀδύναμος ἀκόμα, καί νά τό κρατάει στά πυρετικά του χέρια. Εἶπε στίς ἀδελφές καί στούς φίλους του νά τόν ἀφήσουν καί, γυρνώντας πρός τόν τοῖχο, ἄρχισε νά ψάλλει χαμηλόφωνα τό δοξαστικό τῆς ἐνάτης ὥρας τῶν Θεοφανίων. «Τήν χεῖρα σου τήν ἁψαμένην τήν ἀκήρατον κορυφήν τοῦ Δεσπότου... ἔπαρον ὑπέρ ὑμῶν πρός αὐτόν Βαπτιστά...»
Στή μία μετά τά μεσάνυκτα, οἱ ἀδελφές του τόν βρῆκαν κοιμισμένο, μέ τά μάτια κλειστά, παγωμένο. Ὁ κύρ Ἀλέξανδρος εἶχε πετάξει! Ἡ ἐξόδιος ἐψάλη τήν ἑπομένη, 3 Ἰανουαρίου τοῦ 1911. Ἔξω χιόνιζε. Κατά τό ἔθος τόν πῆγαν στήν ἐκκλησία καί μετά στό κοιμητήριο μέ τό φέρετρο ἀνοικτό. Οἱ νιφάδες ἔπεφταν στό μέτωπό του καί στά μαλλιά του, γιά νά παρουσιαστεῖ θαρρεῖς ἀκόμα καθαρότερος καί λευκότερος ἐνώπιον τοῦ δικαίου κριτοῦ. Καί ἡ φύση πού τόσο ἐρωτικά τήν ὕμνησε συνηγόρησε σ’ αὐτό...
Κάθε λογοτεχνία, μεγάλη ἤ μικρή, ἀκολουθεῖ ἕνα νόμο πού στάθηκε ἀκατάλυτος στούς αἰῶνες. Παρουσιάζει ποικιλία ἐκδηλώσεων καί συνάμα καταμερισμό δυνάμεων. Ἔχει τίς μεγάλες δυνάμεις της, τίς ἀναμφισβήτητες μεγαλοφυίες της ἤ ἰδιοφυίες, ἔχει τούς ἐκλεκτούς της, ἀλλά καί τούς μετρίους καί βλαβερούς. Ἡ Νέα Ἑλληνική Λογοτεχνία ἔχει κάτι ἀκόμα: τόν Ἅγιό της. Καί τό μικρό τοῦτο μνημόσυνο εἶναι ἀφιέρωμα καί συνάμα προσκύνημα στό ὄνομά του καί στό θαῦμα πού προσέφερε, στό ἱλαρό φῶς πού ἔριξε καί μέ αὐτό παραμέρισε ἀρκετά ἀπό τά σκοτάδια πού σκέπαζαν καί κράταγαν στή νάρκη ἢ τήν πλάνη τόν τόπο μας.
Ὁ κύρ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης πέθανε τό βράδυ τῆς 2ας πρός 3η Ἰανουαρίου τοῦ 1911. Μέ ἀφορμή αὐτή τή μέρα τοῦ Γενάρη γράφουμε τίς λίγες αὐτές ἀράδες. Δέν τόν ξεχάσαμε οὔτε μία στιγμή, παρά τά 94 χρόνια πού μεσολάβησαν ἀπό τό θάνατό του. Ἀντίθετα, νιώθουμε μία νοσταλγία καί μία ἀνάγκη νά πᾶμε ὅσο τό δυνατό πιό κοντά του, νά ἀκούσουμε τόν ἤρεμο καί βαθύ παρηγορητικό του λόγο καί νά ἐπικοινωνήσουμε μέ μία ἀπό τίς πιό γνήσιες πνευματικές δυνάμεις, γιά νά πάρουμε θάρρος καί αἰσιοδοξία. Καί τρέμει πραγματικά τό χέρι τοῦ καθενός, πού θά προσπαθήσει, ἔστω καί γιά λίγο, νά ἀσχοληθεῖ μέ τόν κύρ Ἀλέξανδρο, μήν τύχει καί ἀδικήσει τόν τιμώμενο. Χριστέ μου, δώστου τή χαρά, τή μόνη πού θά μποροῦσε νά σοῦ ζητήσει, ἀπάνω ἐκεῖ νοσταλγικά ἡ ψυχή του. Κάνε τό θάμα κι ἄσε τον νά ζήσει ὅπως ἐζοῦσε, σέ μιά μεριά πού τάχατες νά μοιάζει τό νησί του.
Τή νύχτα ζήτησε ἀπό τίς ἀδελφές του κάποιο βιβλίο. Αὐτό πού τοῦ ἔφεραν, δέν ἦταν αὐτό πού ζητοῦσε. «Μπά, δέ πειράζει», εἶπε. Τό παίρνω αὔριο». Τί νά ’ταν ἄραγε; Ὁ Ὅμηρος, τά Εὐαγγέλια, ὁ Θουκυδίδης, ὁ Σαίξπηρ - αὐτό τό βιβλίο, πού στίς στερνές ἐκεῖνες ὧρες τόν εἶδαν νά θωπεύει σάν τυφλός, ἀδύναμος ἀκόμα, καί νά τό κρατάει στά πυρετικά του χέρια. Εἶπε στίς ἀδελφές καί στούς φίλους του νά τόν ἀφήσουν καί, γυρνώντας πρός τόν τοῖχο, ἄρχισε νά ψάλλει χαμηλόφωνα τό δοξαστικό τῆς ἐνάτης ὥρας τῶν Θεοφανίων. «Τήν χεῖρα σου τήν ἁψαμένην τήν ἀκήρατον κορυφήν τοῦ Δεσπότου... ἔπαρον ὑπέρ ὑμῶν πρός αὐτόν Βαπτιστά...»
Στή μία μετά τά μεσάνυκτα, οἱ ἀδελφές του τόν βρῆκαν κοιμισμένο, μέ τά μάτια κλειστά, παγωμένο. Ὁ κύρ Ἀλέξανδρος εἶχε πετάξει! Ἡ ἐξόδιος ἐψάλη τήν ἑπομένη, 3 Ἰανουαρίου τοῦ 1911. Ἔξω χιόνιζε. Κατά τό ἔθος τόν πῆγαν στήν ἐκκλησία καί μετά στό κοιμητήριο μέ τό φέρετρο ἀνοικτό. Οἱ νιφάδες ἔπεφταν στό μέτωπό του καί στά μαλλιά του, γιά νά παρουσιαστεῖ θαρρεῖς ἀκόμα καθαρότερος καί λευκότερος ἐνώπιον τοῦ δικαίου κριτοῦ. Καί ἡ φύση πού τόσο ἐρωτικά τήν ὕμνησε συνηγόρησε σ’ αὐτό...
Κάθε λογοτεχνία, μεγάλη ἤ μικρή, ἀκολουθεῖ ἕνα νόμο πού στάθηκε ἀκατάλυτος στούς αἰῶνες. Παρουσιάζει ποικιλία ἐκδηλώσεων καί συνάμα καταμερισμό δυνάμεων. Ἔχει τίς μεγάλες δυνάμεις της, τίς ἀναμφισβήτητες μεγαλοφυίες της ἤ ἰδιοφυίες, ἔχει τούς ἐκλεκτούς της, ἀλλά καί τούς μετρίους καί βλαβερούς. Ἡ Νέα Ἑλληνική Λογοτεχνία ἔχει κάτι ἀκόμα: τόν Ἅγιό της. Καί τό μικρό τοῦτο μνημόσυνο εἶναι ἀφιέρωμα καί συνάμα προσκύνημα στό ὄνομά του καί στό θαῦμα πού προσέφερε, στό ἱλαρό φῶς πού ἔριξε καί μέ αὐτό παραμέρισε ἀρκετά ἀπό τά σκοτάδια πού σκέπαζαν καί κράταγαν στή νάρκη ἢ τήν πλάνη τόν τόπο μας.
Ὁ κύρ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης πέθανε τό βράδυ τῆς 2ας πρός 3η Ἰανουαρίου τοῦ 1911. Μέ ἀφορμή αὐτή τή μέρα τοῦ Γενάρη γράφουμε τίς λίγες αὐτές ἀράδες. Δέν τόν ξεχάσαμε οὔτε μία στιγμή, παρά τά 94 χρόνια πού μεσολάβησαν ἀπό τό θάνατό του. Ἀντίθετα, νιώθουμε μία νοσταλγία καί μία ἀνάγκη νά πᾶμε ὅσο τό δυνατό πιό κοντά του, νά ἀκούσουμε τόν ἤρεμο καί βαθύ παρηγορητικό του λόγο καί νά ἐπικοινωνήσουμε μέ μία ἀπό τίς πιό γνήσιες πνευματικές δυνάμεις, γιά νά πάρουμε θάρρος καί αἰσιοδοξία. Καί τρέμει πραγματικά τό χέρι τοῦ καθενός, πού θά προσπαθήσει, ἔστω καί γιά λίγο, νά ἀσχοληθεῖ μέ τόν κύρ Ἀλέξανδρο, μήν τύχει καί ἀδικήσει τόν τιμώμενο. Χριστέ μου, δώστου τή χαρά, τή μόνη πού θά μποροῦσε νά σοῦ ζητήσει, ἀπάνω ἐκεῖ νοσταλγικά ἡ ψυχή του. Κάνε τό θάμα κι ἄσε τον νά ζήσει ὅπως ἐζοῦσε, σέ μιά μεριά πού τάχατες νά μοιάζει τό νησί του.
Πληροφορηση