Αρχιμ.Εφραίμ Παναούση
-Πώς θα βοηθήσω, γέροντα, τα παιδιά μου; Τί πρέπει να κάνω; Φοβάμαι γι αυτά.Κι αν εγώ κάνω κάθε προσπάθεια κι μετά εκείνα φύγουν μακριά από το Θεό;
-Πρέπει να καταλάβεις, του απάντησε ό γέροντας, πώς εσύ πρέπει να κάνεις αυτό πού μπορείς. Κι ό Θεός θα κάνει όλα τα υπόλοιπα. Είναι εγωισμός να πιστεύεις πώς αγαπάς εσύ περισσότερο τα παιδιά σου άπ' ότι τα αγαπά ό Θεός.
-Κι εγώ τί πρέπει να κάνω;
-Δείξε καί μετά δίδαξε», τον σταμάτησε ό γέροντας. Είναι φορές, συνέχισε,πού αναρωτιέμαι από τί υλικό έφτιαξε ό Θεός τούς Άγιους του. Έψαχνα για εκείνο πού τους πόρωσε την καρδιά ώστε να αντέχουν το μαρτύριο κι αυτόν τον ίδιο το θάνατο.Κι όμως,όταν διαβάσει κανείς τους βίους των Αγίων,δε θα αργήσει να νιώσει πώς οί άνθρωποι δυναμώθηκαν καί οπλίστηκαν με την πίστη γιατί πριν άπ' όλα είχαν ποτιστεί από τα ορθόδοξα νάματα της πίστεως από τους γονείς τους. Πρίν διδάξεις το δρόμο του Θεού,δείξε το δρόμο με το παράδειγμα της ζωής σου.
Όταν κανείς ανέβει στο μοναστήρι του Όσιου Δαυίδ του Γέροντος στη Λίμνη Ευβοίας, νιώθει μυστική καί ανείπωτη χαρά πλημμυρισμένος από την παρουσία παλαιών καί νέων Αγίων να στολίζουν το μοναστήρι καί την εκκλησία. Εκεί λοιπόν, άκουσα μία συγκλονιστική ιστορία σχετική με το γέροντα Ιάκωβο από ένα μοναχό του Μοναστηριού.
Από μικρό παιδί ό γέροντας, το Ίακωβάκι, όπως τον έλεγαν,περνούσε στα μαύρα χρόνια της Κατοχής μαζί με τη μητέρα του από ένα περιβόλι.Πείνα φοβερή, φώναζε το στομάχι καί ή φορτωμένη αχλαδιά με τα αχλάδια ριγμένα γύρω έμοιαζε φαγητό λαχταριστό. Μικρό παιδί καί νικήθηκε το Ίακωβάκι μα πριν, καθώς ήξερε, ζήτησε τη γνώμη της μητέρας του.
-Μάνα ή αχλαδιά, είπε. Να πάρουμε μάνα τα αχλάδια πού χουν πέσει κάτω. Κι ή μάνα απάντησε. -Ιάκωβε, δικό μας είναι το περιβόλι; -Όχι μάνα.
-Μήπως είναι εδώ ό περιβολάρης για να τον ρωτήσουμε;
-Όχι μάνα. Μα τα αχλάδια θα χαλάσουν, δεν είναι κρίμα;
- Όχι Ιάκωβε. Ας χαλάσουν.
Μάνα καί γιος τράβηξαν καί πάλι το δρόμο νηστικοί.
Με άδειο το στομάχι μα γεμάτη την ψυχή τους.