Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2011

Μεγάλη η δύναμη των κερατίων (Σκέψεις πάνω στην Παραβολή του Ασώτου)

Το δράμα ενός παιδιού πού ασυλλόγιστα εγκαταλείπει το σπίτι του. Καμιά δικαιολογία δεν υπήρχε. Γιατί εγκατέλειψε μια ζεστή φωλιά, για να ριχτεί μόνος του στο αγριοβόρι και στην παγωνιά; Άφηνε ένα φιλόστοργο Πατέρα, για να ζήτηση την κατανόηση στους αμφίβολους φίλους.
Ζητούσε το άγνωστο, την περιπέτεια, να αποκτήσει άλλες θελκτικές εμπειρίες. Το όραμα της ελευθερίας ήταν γι' αυτόν ένας ακατανίκητος μαγνήτης πού τον τραβούσε. Τίποτα δεν μπορούσε να τον συγκρατήσει. Γι’ αυτό και «συναγαγών άπαντα άπεδήμησεν εις χώραν μακράν» (Λουκά ιε' 13).


Και ή τραγωδία δεν άργησε να παιχτεί μέσα του και γύρω του. Ή στέρηση και ό λιμός τον σφίγγουν από παντού. Και μαζί με αυτά ή ξενιτιά. Άν ή έλλειψη και ό λιμός δημιουργούν προβλήματα και στους ευκατάστατους, τί γίνεται με εκείνους πού δεν έχουν τίποτα; Αυτόείναι τώρα το μεγάλο πρόβλημα του. Τί να κάνει; Να ζητήσει βοήθεια; Αλλά από ποιόν; Λύση ασφαλώς υπήρχε. Ή απόγνωση όμως θολώνει τη σκέψη. Γίνεται δούλος σ' ένα ξένο και εκείνος τον στέλνει να βόσκει χοίρους, ζώα ακάθαρτα για ένα Ιουδαίο. Τραγικό κατάντημα για τον νεώτερο υιό.

Θυσιάζει τα πάντα. Τίποτα πια δεν του απομένει. Τιμή, αξιοπρέπεια, αυτοσεβασμός, οικογένεια, θρησκεία, όλα τώρα ποδοπατούνται κάτω από τα ακάθαρτα πέλματα των χοίρων. Θέλει να ζήσει, να μην πεθάνει και εγκαταλείπει και την πιο στοιχειώδη απαίτηση. Παραδίνεται άνευ όρων. Συνθηκολογεί με την χρεοκοπία του. Εκεί στο χοιροστάσιο αρνείται τη θρησκεία του, γίνεται ένας αποστάτης, ένας άπιστος. Τουλάχιστον αν αυτός ό εξευτελισμός του πρόσφερε κάτι; Του πρόσφερε την τροφή, για την οποία τώρα θυσίασε τα πάντα; Ούτε και αυτό. «Έπεθύμει γεμίσαι την κοιλίαν αυτού από των κερατίων ών ήσθιον οί χοίροι και ουδείς έδίδου αύτω» (15).

Ανάγλυφη ή εικόνα του αμαρτωλού. Χθες και σήμερα ή ίδια. Εγκαταλείπει το σπίτι του Πατέρα, για να βρει την ευτυχία, τη χαρά. Νομίζει πώς έτσι θα απολαύσει τη ζωή. Απομακρύνεται από τον Θεό και καταντάει να βόσκει χοίρους. Να δουλεύει στα ατιμωτικά πάθη. Ο υιός χοιροβοσκός, ό ελεύθερος δούλος! Αυτός είναι ό άνθρωπος, ό αποστάτης, ό επαναστάτης, ό αμαρτωλός. Ή αγάπη όμως του Θεού και στο κατάντημα αυτό δεν τον εγκαταλείπει. Το έλεος Του μας καταδιώκει ασταμάτητα. Και ή αγάπη τον νικάει. Και το θαύμα γίνεται. Το πιο μεγάλο θαύμα. Πρόκειται για μια αληθινή νεκρανάσταση.

Ό άνθρωπος θέλει να ζήσει. Και αν το σώμα έχει ανάγκη τροφής, περισσότερο έχει ή ψυχή. Πεινάει και ή ψυχή. Και αλίμονο στην ψυχή πού λιμοκτονεί, πού «λιμώ άπόλλυται». Πού όμως θα βρει τροφή, για να ικανοποιήσει τους βαθύτερους πόθους της; Τί θα χορτάσει την πείνα της για ευτυχία, για χαρά;Τα ξυλοκέρατα της αμαρτίας, οι αμαρτωλές απολαύσεις, δεν προσφέρουν τίποτα στην ψυχή. Αυξάνουν την πείνα της, κάνουν ανυπόφορη τη δίψα της. Ή ηδονή γίνεται οδύνη. Οι τύψεις πού προκαλεί, την κάνουν να υποφέρει. Πηγαίνει σαν τον άσωτο στα χοιροστάσια να βρει τροφή. Και λησμονεί ότι στα χοιροστάσια μονάχα ξυλοκέρατα υπάρχουν. Αλλά τα ξυλοκέρατα δεν είναι τροφή των ανθρώπων. Είναι των χοίρων.

Ό άνθρωπος όμως πού δεν αποκτηνώθηκε ολοκληρωτικά και στην πιο μεγάλη του πτώση, αισθάνεται κάτι να τον παρακινεί. Έρχονται στιγμές αφυπνιστικές και ξαναθυμάται το σπίτι. Θυμάται τούς «μισθίους» του Πατέρα πού «περισσεύουσιν άρτων» τη στιγμή πού αυτός «λιμώ απόλλυται». Έρχονται στη σκέψη όμορφες στιγμές, ίσως παιδικές, ίσως εφηβικές, τότε πού ζούσε κοντά στον Θεό, με την αγάπη στην καρδιά, με σώμα σφριγηλό, με βλέμμα λαμπερό πού αντικατόπτριζε όλες τις ομορφιές του Παραδείσου. Τα θυμάται και τα νοσταλγεί. Άραγε θα μπορούσε να τα ξαναζήσει;

Γιατί όχι; Το σπίτι και ή αγκαλιά του Πατέρα μας περιμένουν. Ό δρόμος είναι ανοιχτός. Σε μας μένει να τον βαδίσουμε. Με την απόφαση στη ψυχή και μια λέξη στο στόμα: «Άναστάς πορεύσομαι... και έρώ... ήμαρτον».

«ΖΩΗ»10/02/2011
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...