Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Η παραβολή του Ασώτου Υιού (Λουκ. 15, 11-32) αποτελεί για την Εκκλησία μία από τις πιο χαρακτηριστικές εκείνες διηγήσεις των Ευαγγελίων, που μαρτυρούν τι είναι ο Θεός, τι είναι ο άνθρωπος και τι τελικά είναι η ίδια η Εκκλησία. Ένα από τα βασικά σημεία της παραβολής αυτής είναι η πείνα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η πείνα είναι ένα από τα κλειδιά για να μπορέσουμε να ερμηνεύσουμε την παραβολή.
Πείνα για ελευθερία, για ζωή χωρίς δεσμεύσεις, για ζωή χωρίς έλεγχο βιώνει ο νεώτερος υιός της παραβολής. Η πείνα αυτή είναι που τον κάνει να ζητά, ίσως και με θρασύ τρόπο από τον πατέρα του, «το επιβάλλον μέρος της ουσίας». Η πείνα αυτή είναι που τον κάνει να αποδημήσει «εις χώραν μακράν». Για να χορτάσει αυτή την πείνα διασκορπίζει την ουσία του «ζων ασώτως». Και μάλιστα, αυτή η πείνα θα τον κάνει να μην αφήσει τίποτε για τον εαυτό του, για το μέλλον. Όλα θα τα δώσει σε ένα διαρκές παρόν. Πείνα για αυτοεπιβεβαίωση, για ηδονή, για απόλυτη ελευθερία. Η απάντηση όμως στην πείνα του θα είναι μια άλλη πείνα. Αυτή των βασικού αγαθού που είναι το νόημα της ζωής και όχι η ύλη. Στο πατρικό του σπίτι το νόημα της ζωής εμπερικλείονταν στην αγάπη προς τον πατέρα και στην αγάπη του πατέρα προς αυτόν, στην σχέση δηλαδή πατρότητας και υιότητας. Ο νεώτερος υιός όμως δεν νιώθει ευχαριστημένος, δεν μπορεί να ικανοποιήσει την πείνα του για ελευθερία μέσα απ’ αυτήν την σχέση, γιατί το «εγώ» του τού λέει ότι μπορεί και από μόνος του να χορτάσει την πείνα του. Έτσι, φεύγει και αναζητεί το νόημα στον εαυτό του και στα περί τον εαυτόν του. Και όταν ξόδεψε όλα όσα είχε, χορταίνοντας πρόσκαιρα την πείνα του μετά πορνών, δηλαδή με άλλες αγάπες στη ζωή του, η απάντηση από τον χρόνο και την πραγματικότητα είναι η ίδια: πάλι πείνα. Μόνο που τώρα δεν έχει με τι να την χορτάσει. Βρίσκεται σε αδιέξοδο. Ο εαυτός του δεν μπορεί να του δώσει απάντηση, καθώς μέσα από την συνεχή εξωστρέφεια και τον εντοπισμό της ζωής στην φιλαυτία και την φιληδονία, τα χαρίσματά του, η περιουσία του, τον εγκαταλείπουν.
Ποια είναι η λύση για τον νεώτερο υιό; Αν δεν έχει νόημα στη ζωή του, αν δεν μπορεί να κορέσει την πείνα του ο δρόμος είναι ο θάνατος. Έτσι, θα προσκολληθεί σε κάποιον επιφανή, ο οποίος έχει υλικά αγαθά. Όμως, ο παρασιτισμός δεν είναι ανεκτός. Έτσι, θα αποσταλεί στην βοσκή των χοίρων. Οι χοίροι ήταν απαγορευμένοι από τον μωσαϊκό νόμο. Και ο νεώτερος υιός θα οδηγηθεί στο να χορτάσει την πείνα του με ό,τι χειρότερο υπήρχε από πλευράς και ηθικής και πνευματικής. Αλλά ούτε κι εκεί θα βρει τροφή. Θα αναγκαστεί να ζητά τροφή από τα ξυλοκέρατα αυτά, αλλά κανείς δεν θα του δώσει. Η πείνα του για ελευθερία τον οδήγησε στο έσχατο σημείο της δουλείας. Υποταγμένος στα υλικά, να μην έχει ούτε κι αυτά.
Έτσι, «ελθών εις εαυτόν», κατανοεί ότι δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τη σχέση με τον πατέρα του. Βεβαίως, δεν ζητά την αποκατάστασή του στο «αρχαίον κάλλος», αλλά λίγο από το περίσσιο ψωμί που τρώνε οι εργάτες του πατέρα του. Από την δουλεία της φιλαυτίας και της φιληδονίας, θα προτιμήσει την εργασία στο σπίτι του πατέρα του. Από την ασωτία, την εξασφάλιση. Από τον λιμό, την ταπεινή σχέση, στην οποία όμως δεν θα ξοδεύει ό,τι του δόθηκε, αλλά θα αγωνίζεται για να του δοθεί. Και θα πάρει, με επίγνωση, ταπείνωση και ελπίδα στο πρόσωπο του πατέρα του, την οδό της μετανοίας, την οδό της επιστροφής.
Ο πατέρας του όμως θα ξεπεράσει με την αντίδρασή του και την πιο κρυφή ελπίδα του νεώτερου υιού. Η πείνα για ελευθερία τον έκανε να απαιτήσει τα δικαιώματά του. Προσπάθησε να χορτάσει την πείνα του ξοδεύοντας και ικανοποιώντας αυτά που δικαιούνταν. Η πείνα επανήλθε όταν στερήθηκε παντός δικαιώματος, γιατί τίποτε δεν του περίσσεψε. Και η πείνα τον κάνει να έρχεται εις εαυτόν και να επιστρέφει. Μόνο που ο πατέρας του, χωρίς να του μιλήσει καν, μόνο αγκαλιάζοντας και φιλώντας τον, του τα προσφέρει και πάλι όλα. Τον αποκαθιστά στη θέση του υιού δίδοντάς του τα καλύτερα ρούχα. Του δίδει την ελευθερία με το δαχτυλίδι. Του προσφέρει την αρχοντιά με τα υποδήματα. Και του χορταίνει την πείνα, όχι με οποιοδήποτε φαγητό, αλλά με το σιτευτό μοσχάρι, με την πιο εκλεκτή και επίσημη τροφή που θα μπορούσε να του προσφέρει.
Η πείνα του ανθρώπου για ελευθερία και νόημα ζωής μόνο μέσα στην Εκκλησία, που είναι το σπίτι του πατέρα, μπορεί να κορεσθεί. Μόνο μέσα στην αγάπη του Θεού, ο Οποίος προσφέρει στον άνθρωπο κάθε δωρεά. Τη ζωή, τα χαρίσματα, την αναγνώριση, την χαρά. Μόνο που ο άνθρωπος «εν τιμή ων, ου συνήκε» την ελευθερία που ο Θεός του δίδει και προσπαθεί να κορέσει την πείνα του όντας μακριά από τον Θεό. Μόνο που ο Θεός δεν οργίζεται με τον άνθρωπο και την αγνωμοσύνη του, γιατί τότε θα έπρεπε να οργιστεί με τον ίδιο του τον εαυτό, γιατί προίκισε τον άνθρωπο με την ελευθερία που ο ίδιος έχει. Κι έτσι, ο Θεός περιμένει. Ο πρεσβύτερος υιός, οι εργάτες, οι δούλοι έχουν ό,τι χρειάζονται για να χορτάσουν την δική τους πείνα, ασχέτως της κατάστασής τους. Ο υιός έχει τα πάντα. Όλα όσα ανήκουν στον πατέρα του, ανήκουν και σε κείνον. Οι εργάτες έχουν ψωμί περισσότερο από όσο είναι απαραίτητο. Αλλά και οι δούλοι σε τίποτε δεν υστερούν. Ο καθένας καλείται να παλέψει κοντά στο Θεό να ζήσει το χάρισμά του και την οδό του. Η αγάπη χορταίνει κάθε πείνα. Και η αγάπη του πατέρα κάνει τον καθέναν να έχει νόημα που ζει και χωρίς να χάνει την ελευθερία του.
Αυτή η θεώρηση δεν βιώνεται από τους πολλούς στον κόσμο. Ίσως δεν βιώνεται ούτε και από εκείνους που ζούνε μέσα στο σπίτι του Πατέρα, μέσα στην Εκκλησία. Γιατί και εκείνοι, σαν τον πρεσβύτερο υιό, αισθάνονται τη σχέση με τον Πατέρα ως σχέση ανάγκης, υποχρέωσης, ανταμοιβής. Και μένουν κοντά στον Πατέρα γιατί έχουν βέβαιη την ικανοποίηση της πείνας τους, όχι γιατί πραγματικά το θέλουν. Έτσι, διαμαρτύρονται κάθε φορά που διαπιστώνουν ότι κάποιοι, όπως ο νεώτερος υιός, που τόλμησαν να φύγουν και διαπίστωσαν τα αδιέξοδα να μην τους αγαπούνε και να μην μπορούν και οι ίδιοι να αγαπήσουν, επιστρέφουν στην Εκκλησία, ότι αντιμετωπίζονται με την ίδια αγάπη, χαρά και ευλογία από το Θεό.
Μήπως, τελικά, ο καθένας μας , στο φως αυτής της παραβολής, χρειάζεται να επανεξετάσει τα κίνητρά του, να δει ποια είναι η πείνα του, πώς και κυρίως κοντά σε ποιον μπορεί να την χορτάσει; Γιατί τότε, ίσως διαπιστώσουμε ότι ως προς την καρδιά μας είμαστε σαν τον νεώτερο υιό, ακόμη κι αν ανήκουμε στην κατηγορία του πρεσβυτέρου.
Πείνα για ελευθερία, για ζωή χωρίς δεσμεύσεις, για ζωή χωρίς έλεγχο βιώνει ο νεώτερος υιός της παραβολής. Η πείνα αυτή είναι που τον κάνει να ζητά, ίσως και με θρασύ τρόπο από τον πατέρα του, «το επιβάλλον μέρος της ουσίας». Η πείνα αυτή είναι που τον κάνει να αποδημήσει «εις χώραν μακράν». Για να χορτάσει αυτή την πείνα διασκορπίζει την ουσία του «ζων ασώτως». Και μάλιστα, αυτή η πείνα θα τον κάνει να μην αφήσει τίποτε για τον εαυτό του, για το μέλλον. Όλα θα τα δώσει σε ένα διαρκές παρόν. Πείνα για αυτοεπιβεβαίωση, για ηδονή, για απόλυτη ελευθερία. Η απάντηση όμως στην πείνα του θα είναι μια άλλη πείνα. Αυτή των βασικού αγαθού που είναι το νόημα της ζωής και όχι η ύλη. Στο πατρικό του σπίτι το νόημα της ζωής εμπερικλείονταν στην αγάπη προς τον πατέρα και στην αγάπη του πατέρα προς αυτόν, στην σχέση δηλαδή πατρότητας και υιότητας. Ο νεώτερος υιός όμως δεν νιώθει ευχαριστημένος, δεν μπορεί να ικανοποιήσει την πείνα του για ελευθερία μέσα απ’ αυτήν την σχέση, γιατί το «εγώ» του τού λέει ότι μπορεί και από μόνος του να χορτάσει την πείνα του. Έτσι, φεύγει και αναζητεί το νόημα στον εαυτό του και στα περί τον εαυτόν του. Και όταν ξόδεψε όλα όσα είχε, χορταίνοντας πρόσκαιρα την πείνα του μετά πορνών, δηλαδή με άλλες αγάπες στη ζωή του, η απάντηση από τον χρόνο και την πραγματικότητα είναι η ίδια: πάλι πείνα. Μόνο που τώρα δεν έχει με τι να την χορτάσει. Βρίσκεται σε αδιέξοδο. Ο εαυτός του δεν μπορεί να του δώσει απάντηση, καθώς μέσα από την συνεχή εξωστρέφεια και τον εντοπισμό της ζωής στην φιλαυτία και την φιληδονία, τα χαρίσματά του, η περιουσία του, τον εγκαταλείπουν.
Ποια είναι η λύση για τον νεώτερο υιό; Αν δεν έχει νόημα στη ζωή του, αν δεν μπορεί να κορέσει την πείνα του ο δρόμος είναι ο θάνατος. Έτσι, θα προσκολληθεί σε κάποιον επιφανή, ο οποίος έχει υλικά αγαθά. Όμως, ο παρασιτισμός δεν είναι ανεκτός. Έτσι, θα αποσταλεί στην βοσκή των χοίρων. Οι χοίροι ήταν απαγορευμένοι από τον μωσαϊκό νόμο. Και ο νεώτερος υιός θα οδηγηθεί στο να χορτάσει την πείνα του με ό,τι χειρότερο υπήρχε από πλευράς και ηθικής και πνευματικής. Αλλά ούτε κι εκεί θα βρει τροφή. Θα αναγκαστεί να ζητά τροφή από τα ξυλοκέρατα αυτά, αλλά κανείς δεν θα του δώσει. Η πείνα του για ελευθερία τον οδήγησε στο έσχατο σημείο της δουλείας. Υποταγμένος στα υλικά, να μην έχει ούτε κι αυτά.
Έτσι, «ελθών εις εαυτόν», κατανοεί ότι δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τη σχέση με τον πατέρα του. Βεβαίως, δεν ζητά την αποκατάστασή του στο «αρχαίον κάλλος», αλλά λίγο από το περίσσιο ψωμί που τρώνε οι εργάτες του πατέρα του. Από την δουλεία της φιλαυτίας και της φιληδονίας, θα προτιμήσει την εργασία στο σπίτι του πατέρα του. Από την ασωτία, την εξασφάλιση. Από τον λιμό, την ταπεινή σχέση, στην οποία όμως δεν θα ξοδεύει ό,τι του δόθηκε, αλλά θα αγωνίζεται για να του δοθεί. Και θα πάρει, με επίγνωση, ταπείνωση και ελπίδα στο πρόσωπο του πατέρα του, την οδό της μετανοίας, την οδό της επιστροφής.
Ο πατέρας του όμως θα ξεπεράσει με την αντίδρασή του και την πιο κρυφή ελπίδα του νεώτερου υιού. Η πείνα για ελευθερία τον έκανε να απαιτήσει τα δικαιώματά του. Προσπάθησε να χορτάσει την πείνα του ξοδεύοντας και ικανοποιώντας αυτά που δικαιούνταν. Η πείνα επανήλθε όταν στερήθηκε παντός δικαιώματος, γιατί τίποτε δεν του περίσσεψε. Και η πείνα τον κάνει να έρχεται εις εαυτόν και να επιστρέφει. Μόνο που ο πατέρας του, χωρίς να του μιλήσει καν, μόνο αγκαλιάζοντας και φιλώντας τον, του τα προσφέρει και πάλι όλα. Τον αποκαθιστά στη θέση του υιού δίδοντάς του τα καλύτερα ρούχα. Του δίδει την ελευθερία με το δαχτυλίδι. Του προσφέρει την αρχοντιά με τα υποδήματα. Και του χορταίνει την πείνα, όχι με οποιοδήποτε φαγητό, αλλά με το σιτευτό μοσχάρι, με την πιο εκλεκτή και επίσημη τροφή που θα μπορούσε να του προσφέρει.
Η πείνα του ανθρώπου για ελευθερία και νόημα ζωής μόνο μέσα στην Εκκλησία, που είναι το σπίτι του πατέρα, μπορεί να κορεσθεί. Μόνο μέσα στην αγάπη του Θεού, ο Οποίος προσφέρει στον άνθρωπο κάθε δωρεά. Τη ζωή, τα χαρίσματα, την αναγνώριση, την χαρά. Μόνο που ο άνθρωπος «εν τιμή ων, ου συνήκε» την ελευθερία που ο Θεός του δίδει και προσπαθεί να κορέσει την πείνα του όντας μακριά από τον Θεό. Μόνο που ο Θεός δεν οργίζεται με τον άνθρωπο και την αγνωμοσύνη του, γιατί τότε θα έπρεπε να οργιστεί με τον ίδιο του τον εαυτό, γιατί προίκισε τον άνθρωπο με την ελευθερία που ο ίδιος έχει. Κι έτσι, ο Θεός περιμένει. Ο πρεσβύτερος υιός, οι εργάτες, οι δούλοι έχουν ό,τι χρειάζονται για να χορτάσουν την δική τους πείνα, ασχέτως της κατάστασής τους. Ο υιός έχει τα πάντα. Όλα όσα ανήκουν στον πατέρα του, ανήκουν και σε κείνον. Οι εργάτες έχουν ψωμί περισσότερο από όσο είναι απαραίτητο. Αλλά και οι δούλοι σε τίποτε δεν υστερούν. Ο καθένας καλείται να παλέψει κοντά στο Θεό να ζήσει το χάρισμά του και την οδό του. Η αγάπη χορταίνει κάθε πείνα. Και η αγάπη του πατέρα κάνει τον καθέναν να έχει νόημα που ζει και χωρίς να χάνει την ελευθερία του.
Αυτή η θεώρηση δεν βιώνεται από τους πολλούς στον κόσμο. Ίσως δεν βιώνεται ούτε και από εκείνους που ζούνε μέσα στο σπίτι του Πατέρα, μέσα στην Εκκλησία. Γιατί και εκείνοι, σαν τον πρεσβύτερο υιό, αισθάνονται τη σχέση με τον Πατέρα ως σχέση ανάγκης, υποχρέωσης, ανταμοιβής. Και μένουν κοντά στον Πατέρα γιατί έχουν βέβαιη την ικανοποίηση της πείνας τους, όχι γιατί πραγματικά το θέλουν. Έτσι, διαμαρτύρονται κάθε φορά που διαπιστώνουν ότι κάποιοι, όπως ο νεώτερος υιός, που τόλμησαν να φύγουν και διαπίστωσαν τα αδιέξοδα να μην τους αγαπούνε και να μην μπορούν και οι ίδιοι να αγαπήσουν, επιστρέφουν στην Εκκλησία, ότι αντιμετωπίζονται με την ίδια αγάπη, χαρά και ευλογία από το Θεό.
Μήπως, τελικά, ο καθένας μας , στο φως αυτής της παραβολής, χρειάζεται να επανεξετάσει τα κίνητρά του, να δει ποια είναι η πείνα του, πώς και κυρίως κοντά σε ποιον μπορεί να την χορτάσει; Γιατί τότε, ίσως διαπιστώσουμε ότι ως προς την καρδιά μας είμαστε σαν τον νεώτερο υιό, ακόμη κι αν ανήκουμε στην κατηγορία του πρεσβυτέρου.
themistoklismourtzanos.blogspot.com