Μαρτυρία του κ. Ταμιωλάκη Ελευθερίου από την Κρήτη :
«Βρέθηκα κάποτε σε δύσκολη θέση εξ αιτίας των πολλών μου υποχρεώσεων, και πήγα να δω τον Γέροντα για να με στηρίξη.
Μέσα στα χιόνια με πολύ άσχημο καιρό έφθασα και χτύπησα την πόρτα.
Μου άνοιξε ο Γέροντας και με έβαλε μέσα γρήγορα .
« Σε περίμενα » , μου είπε .
Εγώ φυσικά δεν τον είχα ενημερώσει.
Με έβαλε να καθήσω κοντά στην σόμπα και άρχισε με υπομονή να μου φτιάχνη τσάι .
Εβαλε νερό στο μπρίκι και έκανε το σταυρό του λέγοντας, « δόξα σοι ο Θεός! »
Έβαλε το τσάι στο μπρίκι , ξανάκανε το σταυρό του και ξαναείπε, « δόξα σοι ο Θεός! »
Έβαλε τέλος το μπρίκι στη φωτιά και ξανά πάλι το σταυρό του και ξανά, «δόξα σοι ο Θεός! »
Μέχρι τότε δεν μου είχε πει λέξη εκτός από το « σε περίμενα » .
Εγώ τον παρακολουθούσα και άρχισα να νευριάζω με την απάθειά του , γιατί εμένα με καίγανε τα δικά μου.
Όταν έβρασε το τσάι , μου έδωσε το κύπελλο , με κοίταξε με εκείνο το αθώο και συμπονετικό βλέμμα του και με ρώτησε ήρεμα τι είχα και γιατί φαινόμουν ανήσυχος.
Εγώ νευριασμένος άρχισα να του ξεφουρνίζω τα προβλήματά μου με έμφαση , τονίζοντας ότι ο κόσμος έξω έχει πολλές σκοτούρες.
Εκείνος μισοχαμογέλασε , ήπιε μια γουλιά από το δικό του τσάι και μου είπε απαθέστατα:
« Ε, και τι ανησυχείς; Θα βοηθήσει ο Θεός » .
Εγώ νευρίασα ακόμη περισσότερο και με το θάρρος που του είχα, γιατί τον αγαπούσα πολύ, του είπα:
« Ε, καλά τώρα, Γέροντα, ο Θεός βοηθάει μια, βοηθάει δυο. Υποχρεωμένος είναι να βοηθάει συνέχεια; » .
Τότε με κοίταξε σοβαρά και μου είπε κάτι που με κεραυνοβόλησε κυριολεκτικά:
« Ναι » , μου είπε, « υποχρεωμένος είναι » .
Ήταν τόσο μεγάλη η σιγουριά του και τόσο φανερό ότι αυτό το ήξερε από πρώτο χέρι που ξαφνικά μου ήλθαν τα πάνω κάτω.
Μου έφυγαν τα νεύρα, ηρέμησα, ένιωσα μια απέραντη γαλήνη και είχα μόνο μία απορία που του την είπα : « Καλά, και γιατί είναι υποχρεωμένος ο Θεός να μας βοηθά; »
Την απάντηση που μου έδωσε , μόνο ένας άνθρωπος που νιώθει πραγματικά σαν παιδί του Θεού και έχει παρρησία στον πατέρα του μπορούσε να μου δώση.
Μου είπε : « Όπως εσύ που έκανες παιδιά ,νιώθεις τώρα την υποχρέωση να τα βοηθήσης και ξεκινάς από την Θεσσαλονίκη και έρχεσαι εδώ με τέτοιον καιρό γιατί ανησυχείς, έτσι και ο Θεός που μας έφτιαξε και μας έχει παιδιά Του ενδιαφέρεται και Αυτός για μας, και νιώθει την ανάγκη να μας βοηθήση.
Ναι, υποχρεωμένος είναι! »
Η αμεσότητα αυτής της απάντησης ήταν τέτοια που ξαφνικά μου έφυγε ένα βάρος και έπαψα από τότε οριστικά να ανησυχώ για το μέλλον » .
Από το βιβλίο « Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου»
Ιερομόναχου Ισαάκ
Άγιον Όρος 2004
Μέσα στα χιόνια με πολύ άσχημο καιρό έφθασα και χτύπησα την πόρτα.
Μου άνοιξε ο Γέροντας και με έβαλε μέσα γρήγορα .
« Σε περίμενα » , μου είπε .
Εγώ φυσικά δεν τον είχα ενημερώσει.
Με έβαλε να καθήσω κοντά στην σόμπα και άρχισε με υπομονή να μου φτιάχνη τσάι .
Εβαλε νερό στο μπρίκι και έκανε το σταυρό του λέγοντας, « δόξα σοι ο Θεός! »
Έβαλε το τσάι στο μπρίκι , ξανάκανε το σταυρό του και ξαναείπε, « δόξα σοι ο Θεός! »
Έβαλε τέλος το μπρίκι στη φωτιά και ξανά πάλι το σταυρό του και ξανά, «δόξα σοι ο Θεός! »
Μέχρι τότε δεν μου είχε πει λέξη εκτός από το « σε περίμενα » .
Εγώ τον παρακολουθούσα και άρχισα να νευριάζω με την απάθειά του , γιατί εμένα με καίγανε τα δικά μου.
Όταν έβρασε το τσάι , μου έδωσε το κύπελλο , με κοίταξε με εκείνο το αθώο και συμπονετικό βλέμμα του και με ρώτησε ήρεμα τι είχα και γιατί φαινόμουν ανήσυχος.
Εγώ νευριασμένος άρχισα να του ξεφουρνίζω τα προβλήματά μου με έμφαση , τονίζοντας ότι ο κόσμος έξω έχει πολλές σκοτούρες.
Εκείνος μισοχαμογέλασε , ήπιε μια γουλιά από το δικό του τσάι και μου είπε απαθέστατα:
« Ε, και τι ανησυχείς; Θα βοηθήσει ο Θεός » .
Εγώ νευρίασα ακόμη περισσότερο και με το θάρρος που του είχα, γιατί τον αγαπούσα πολύ, του είπα:
« Ε, καλά τώρα, Γέροντα, ο Θεός βοηθάει μια, βοηθάει δυο. Υποχρεωμένος είναι να βοηθάει συνέχεια; » .
Τότε με κοίταξε σοβαρά και μου είπε κάτι που με κεραυνοβόλησε κυριολεκτικά:
« Ναι » , μου είπε, « υποχρεωμένος είναι » .
Ήταν τόσο μεγάλη η σιγουριά του και τόσο φανερό ότι αυτό το ήξερε από πρώτο χέρι που ξαφνικά μου ήλθαν τα πάνω κάτω.
Μου έφυγαν τα νεύρα, ηρέμησα, ένιωσα μια απέραντη γαλήνη και είχα μόνο μία απορία που του την είπα : « Καλά, και γιατί είναι υποχρεωμένος ο Θεός να μας βοηθά; »
Την απάντηση που μου έδωσε , μόνο ένας άνθρωπος που νιώθει πραγματικά σαν παιδί του Θεού και έχει παρρησία στον πατέρα του μπορούσε να μου δώση.
Μου είπε : « Όπως εσύ που έκανες παιδιά ,νιώθεις τώρα την υποχρέωση να τα βοηθήσης και ξεκινάς από την Θεσσαλονίκη και έρχεσαι εδώ με τέτοιον καιρό γιατί ανησυχείς, έτσι και ο Θεός που μας έφτιαξε και μας έχει παιδιά Του ενδιαφέρεται και Αυτός για μας, και νιώθει την ανάγκη να μας βοηθήση.
Ναι, υποχρεωμένος είναι! »
Η αμεσότητα αυτής της απάντησης ήταν τέτοια που ξαφνικά μου έφυγε ένα βάρος και έπαψα από τότε οριστικά να ανησυχώ για το μέλλον » .
Από το βιβλίο « Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου»
Ιερομόναχου Ισαάκ
Άγιον Όρος 2004
vatopaidi.wordpress.com