Πρόσεχε, ψυχή, εις τον εαυτόν σου και συλλογίζου τα όσα έπραξας, και πώς έπραξας αυτά, και ποία είναι, και μετά τίνος απέρασας τας ημέρας της ζωής σου, ή ποίος εδέχθη τον κόπον της εργασίας της πνευματικής σου γεωργίας, και τίνα ευχαρίστησας διά της πάλης σου, ίνα εξέλθη εις απάντησίν σου εν καιρώ της εντεύθεν εκδημίας σου· ποίον δε ευχαρίστησας εν τη οδώ της ζωής σου, ίνα αναπαυθής ήδη εις τον λιμένα αυτού; Τίνος δε εκακοπάθησας κοπιάζουσα, ίνα φθάσης εις αυτόν μετά χαράς; Ποίον δε απέκτησας φίλον εις τον μέλλοντα αιώνα, ίνα σε υποδεχθή εν καιρώ του ταξειδίου σου; Εις τίνος χωράφιον εδούλευσας, και τις είναι, όστις μέλλει να πληρώση τον μισθόν σου εν τη δύσει του χωρισμού εκ του σώματός σου;
Ο Θεός δεν θέλει τον κόπον σου, αλλά συ προσφέρεις εις αυτόν ως θυσίαν αγάπης τας ιδίας σου θλίψεις και στεναχωρίας.
Τούτο εδόθη εις ημάς παρά Θεού, όχι μόνον το να πιστεύωμεν εις τον Χριστόν, αλλά και το να πάσχωμεν δι΄ αυτόν (Απ. Παύλος).
Ο Θεός προνοεί διά τον άνθρωπον, όταν πάντοτε πέμπη εις αυτόν λύπας και πειρασμούς.
Μη πιστεύσης εις τον εαυτόν σου, ότι υπάρχεις δυνατός εις την αρετήν, έως ότου να δοκιμασθής διά των πειρασμών, και εύρης τον εαυτόν σου αμετάβλητον.
Έχε την γλώσσαν σου γλυκείαν, και δεν θέλει σοι απαντήσει παντελώς ατιμία.
Να αποδίδης όλα εις την πρόγνωσιν του Θεού, και να μη πιστεύης, ότι εις την παρούσαν ζωήν ευρίσκεται πράγμα τι αμετάβλητον.
Όστις δύναται να υποφέρη μετά χαράς και ευχαριστήσεως την αδικίαν, καίτοι έχει τον τρόπον ν΄ αποφύγη αυτήν, αυτός εδέχθη παρά Θεού την ταπείνωσιν διά της πίστεως, την οποίαν έχει προς αυτόν. Και όστις υπομένει μετά ταπεινοφροσύνης τας κατ΄ αυτού κατηγορίας, ούτος έφθασεν εις την τελειότητα, και θαυμάζεται υπό των αγίων αγγέλων· επειδή δεν υπάρχει άλλη τοιαύτη μεγάλη και δυσκατόρθωτος αρετή.
Εάν πιστεύης, ότι ο Θεός προνοεί διά σε, διά τι μεριμνάς και φροντίζεις περί προσκαίρων πραγμάτων, και περί των αναγκαίων χρειών του σώματός σου; Ειδέ και δεν πιστεύεις, και διά τούτο φροντίζεις συ αντί του Θεού, γνώριζε, ότι συ υπάρχεις ο πλέον αθλιέστερος αφ΄ όλους τους ανθρώπους· και διά τι ζης ακόμη; Ρίψον την φροντίδα σου εις τον Θεόν, και αυτός θέλει σε διαθρέψει, και δεν θέλεις φοβηθή ποτέ από εναντίαν απειλήν. Η φύσις σου, αδελφέ, είναι δεκτική των παθών, και οι πειρασμοί του παρόντος κόσμου είναι πολλοί, και τα κακά δεν απομακρύνονται από σου, αλλά αναβρύουσι και εντός σου, και υποκάτω των ποδών σου· και όμως μη απομακρυνθής εκ του τόπου, εν ω ευρίσκεσαι, μήτε ν΄ αποφύγης τους πειρασμούς· και όταν ο Θεός θέλει σ΄ ελευθερώσει απ΄ αυτούς... Ταύτα δε πάντα ωκονόμησεν ο Θεός εν σοφία διά την ιδικήν σου ωφέλειαν, όπως κρούης επιμόνως την θύραν του ελέους αυτού...
Ο Θεός δεν θέλει τον κόπον σου, αλλά συ προσφέρεις εις αυτόν ως θυσίαν αγάπης τας ιδίας σου θλίψεις και στεναχωρίας.
Τούτο εδόθη εις ημάς παρά Θεού, όχι μόνον το να πιστεύωμεν εις τον Χριστόν, αλλά και το να πάσχωμεν δι΄ αυτόν (Απ. Παύλος).
Ο Θεός προνοεί διά τον άνθρωπον, όταν πάντοτε πέμπη εις αυτόν λύπας και πειρασμούς.
Μη πιστεύσης εις τον εαυτόν σου, ότι υπάρχεις δυνατός εις την αρετήν, έως ότου να δοκιμασθής διά των πειρασμών, και εύρης τον εαυτόν σου αμετάβλητον.
Έχε την γλώσσαν σου γλυκείαν, και δεν θέλει σοι απαντήσει παντελώς ατιμία.
Να αποδίδης όλα εις την πρόγνωσιν του Θεού, και να μη πιστεύης, ότι εις την παρούσαν ζωήν ευρίσκεται πράγμα τι αμετάβλητον.
Όστις δύναται να υποφέρη μετά χαράς και ευχαριστήσεως την αδικίαν, καίτοι έχει τον τρόπον ν΄ αποφύγη αυτήν, αυτός εδέχθη παρά Θεού την ταπείνωσιν διά της πίστεως, την οποίαν έχει προς αυτόν. Και όστις υπομένει μετά ταπεινοφροσύνης τας κατ΄ αυτού κατηγορίας, ούτος έφθασεν εις την τελειότητα, και θαυμάζεται υπό των αγίων αγγέλων· επειδή δεν υπάρχει άλλη τοιαύτη μεγάλη και δυσκατόρθωτος αρετή.
Εάν πιστεύης, ότι ο Θεός προνοεί διά σε, διά τι μεριμνάς και φροντίζεις περί προσκαίρων πραγμάτων, και περί των αναγκαίων χρειών του σώματός σου; Ειδέ και δεν πιστεύεις, και διά τούτο φροντίζεις συ αντί του Θεού, γνώριζε, ότι συ υπάρχεις ο πλέον αθλιέστερος αφ΄ όλους τους ανθρώπους· και διά τι ζης ακόμη; Ρίψον την φροντίδα σου εις τον Θεόν, και αυτός θέλει σε διαθρέψει, και δεν θέλεις φοβηθή ποτέ από εναντίαν απειλήν. Η φύσις σου, αδελφέ, είναι δεκτική των παθών, και οι πειρασμοί του παρόντος κόσμου είναι πολλοί, και τα κακά δεν απομακρύνονται από σου, αλλά αναβρύουσι και εντός σου, και υποκάτω των ποδών σου· και όμως μη απομακρυνθής εκ του τόπου, εν ω ευρίσκεσαι, μήτε ν΄ αποφύγης τους πειρασμούς· και όταν ο Θεός θέλει σ΄ ελευθερώσει απ΄ αυτούς... Ταύτα δε πάντα ωκονόμησεν ο Θεός εν σοφία διά την ιδικήν σου ωφέλειαν, όπως κρούης επιμόνως την θύραν του ελέους αυτού...