«...῎Ισως, ὅμως, κάποιος νά ἀναρωτηθεῖ “γιατί νά ἔχουμε τήν ἀπαίτηση, μέσα σέ μιά κοινωνία πού ἐκχυδαῒζεται καί σήπεται, ἡ γυναίκα νά εἶναι ἐκείνη πού θά ἀντισταθεῖ καί θά ἐπωμισθεῖ αὐτό τό τεράστιο ἠθικό χρέος; Γιατί ἡ γυναίκα;”. ῾Η ἀπάντηση δόθηκε ἤδη μέσα ἀπό τήν παραδοχή τῆς ἱερότητάς της καί τῆς ἰδιότητάς της ὡς «πρώτης δασκάλας» τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Μέ τήν πεποίθηση δέ ὅτι “διά γυναικός πηγάζει τά κρείττω”, εἶναι ἐπιτακτική ἀνάγκη πού προβάλλει ἀνάγλυφη στή σύγχρονη κοινωνία, γιά ἀναθεώρηση καί ἐπαναπροσδιορισμό τοῦ τρόπου ἀξιοποίησης τῶν ἐξαιρετικῶν δυνατοτήτων τῶν γυναικῶν γιά δράση καί προσφορά.
᾿Αλλά καί γιά νά μπορέσουν οἱ γυναῖκες, μέ βάση τίς δικές τους ἀξίες, νά ξαναβροῦν τή χαμένη τους ἰσορροπία...».
Τά παιδιά σου δέν εἶναι κτήματά σου. Εἶναι οἱ γιοί καί οἱ κόρες τῆς λαχτάρας τῆς ζωῆς. Γιά τή ζωή τους εἶσαι τό μέσον καί ὄχι ἡ ἀρχή. Μπορεῖς νά τούς δώσεις τήν ἀγάπη σου, δέν μπορεῖς νά τούς ἐπιβάλεις τίς ἰδέες σου.
᾿Αλλά καί γιά νά μπορέσουν οἱ γυναῖκες, μέ βάση τίς δικές τους ἀξίες, νά ξαναβροῦν τή χαμένη τους ἰσορροπία...».
Τά παιδιά σου δέν εἶναι κτήματά σου. Εἶναι οἱ γιοί καί οἱ κόρες τῆς λαχτάρας τῆς ζωῆς. Γιά τή ζωή τους εἶσαι τό μέσον καί ὄχι ἡ ἀρχή. Μπορεῖς νά τούς δώσεις τήν ἀγάπη σου, δέν μπορεῖς νά τούς ἐπιβάλεις τίς ἰδέες σου.
Εἶσαι τό τόξο ἀπό τό ὁποῖο ἐκτοξεύονται σάν ὁλοζώντανα βέλη.
Πράξε ἔτσι, καλέ τοξότη, ὥστε κάθε σαΐτα, πού κρατᾶς στά χέρια σου, νά εἶναι καμωμένη ἀπό χαρά.
KHALIL GIBRAN
Γονεῖς καί παιδιά
Γιά τούς γονεῖς καί τά παιδιά, ἰσχύει νομοτελειακά μιά σχέση «παντοτινότητας». Οἱ γονεῖς, εἴτε τό θέλουν εἴτε ὄχι, ἔχουν δεσμευτεῖ μέ ἕναν ἰσόβιο... διορισμό, χωρίς ἄδειες, διακοπές, ἀπεργίες καί ἀργίες. ᾿Ακόμα καί ὅταν τά παιδιά μας εἶναι ἐνήλικες -τί ὀξύμωρο σχῆμα- ἤ ἔχουν ἀποκτήσει δικά τους παιδιά, δέν παύουμε ἐμεῖς νά νοιώθουμε γονεῖς. Κι ἐδῶ ἀξίζει νά θυμηθοῦμε μιά ἐξαιρετικά εὔστοχη καί συγκινητική φράση τοῦ Γιάννη Τσαρούχη. Τήν ἡμέρα πού σέ μεγάλη ἡλικία ὁ ἴδιος. ἀποχαιρετοῦσε τήν, σχεδόν, αἰωνόβια μητέρα του, ἔκλαιγε σπαρακτικά. Κάποιος φίλος του, προσπαθώντας νά τόν παρηγορήσει, τοῦ εἶπε· «Μήν κάνεις ἔτσι. Πόσα χρόνια ἀκόμα θά μποροῦσε νά ζήσει;» Καί ὁ Τσαρούχης τοῦ ἀπάντησε· «Τό καταλαβαίνω καί δέν κλαίω γιά τή δική της ζωή πού τελείωσε. Κλαίω γιατί ἔφυγε ὁ τελευταῖος ἄνθρωπος πού μέ θεωροῦσε ἀκόμα παιδί...»
Δέν παύουμε, λοιπόν, ὅσο μεγάλα κι ἄν εἶναι τά παιδιά μας, νά τά νοιώθουμε πάντα παιδιά καί ὄχι ἁπλῶς νά νοιαζόμαστε γι’ αὐτά, ἀλλά νά αἰσθανόμαστε καί συνεχῶς ὑπεύθυνοι γιά τά ὅσα συμβαίνουν στή ζωή τους καί κυρίως γιά τά δυσάρεστα ἀπό αὐτά.
Μιλᾶμε μαζί τους στό τηλέφωνο καί προσπαθοῦμε, ἀπό τόν ἦχο τῆς φωνῆς τους, ἀπό τόν τρόπο πού ἀκούγεται ἡ λέξη «καλά», ἀπό τό πῶς κοντοστέκεται στόν ἀέρα τό... «λά», νά μαντέψουμε τήν ψυχική τους διάθεση. Καί ἀναλόγως, θά φτερουγίσει ἡ καρδιά μας ἀπό χαρά ἤ θά νοιώσει ἐκεῖνο τό φαρμακερό δάγκωμα στά κατάβαθά της. Κι ἄν ἡ ζωή τά ἔχει πικράνει, φτάνουμε νά καταλογίζουμε στόν ἑαυτό μας τό ὅτι ὑπήρξαμε ἀνίκανοι νά τά προστατέψουμε ἀπό κάθε στενοχώρια καί πόνο.
Νύχτες ἀγρύπνιας μᾶς ταλαιπωροῦν ἀπό ἀνησυχία γιά τό ἄν καί πόσο καλοί γονεῖς ὑπήρξαμε, γιά τό πόσα ἀπό αὐτά πού κάναμε ἤ δέν κάναμε εὐθύνονται γιά ὅσα σήμερα τά βασανίζουν, ὅπως καί γιά τό ἄν θά ἦταν σήμερα καλύτερα τά πράγματα στή ζωή τους ἤ ὄχι, μέ μιά ἔγκαιρη δική μας παρέμβαση, μέ μιά διαφορετική δική μας συμπεριφορά.
Δέν ἔχει σημασία τό ὅτι ξέρουμε πολύ καλά ὅτι, συνειδητά, δέν κάναμε τίποτα πού θά ἦταν κακό γιά τά παιδιά μας. ῎Η ὅτι ὅλα ὅσα κάναμε εἶχαν πάντα καλή πρόθεση καί ἔγιναν πάντα μέ τήν πεποίθηση ὅτι ἦταν γιά τό καλό τους. ῾Υπάρχει διαρκῶς μέσα μας τό ἐρώτημα μήπως κάναμε κάτι στραβό, ἔστω καί χωρίς νά τό ἔχουμε συνειδητοποιήσει ἤ καί παρά τίς ὅποιες καλές μας προθέσεις. ῎Η, μήπως, κάποιο ἀπό τά δικά μας ἐλαττώματα εἶναι ἐκεῖνο πού προκάλεσε τό πρόβλημα στή ζωή τοῦ παιδιοῦ μας. Καί γίνονται οἱ ἐνοχές σκληρό προσκέφαλο, ἐνῶ ἡ νύχτα γεμίζει μέ πελώρια ἐρωτηματικά, ἀστροπελέκια στή σκοτεινή σιωπή.
῾Η ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὅλοι οἱ γονεῖς, εἴτε ἔχουν οἱ ἴδιοι θετικές ἐμπειρίες ἀπό τή ζωή τους, εἴτε ὄχι, κάνουν ὄνειρα γιά τά παιδιά τους. ῎Ονειρα πού τά γεννάει ἡ ἀγάπη τους, ἀλλά καί κάποια ἴσως δικά τους ἀπωθημένα, ἀνάμεικτα μέ μιά θεμιτή καί εὐγενική φιλοδοξία. ῎Ονειρα ζωγραφισμένα μέ χρώματα ὑγείας καί ἐπιτυχίας, μέ τή γλύκα μιᾶς ὡραίας σχέσης ἀγάπης καί μέ τή ζεστασιά τῆς οἰκογενειακῆς χαρᾶς γι’ αὐτά τά παιδιά.
Κι ὅταν ἡ ζωή διαψεύδει καί γκρεμίζει αὐτά τά ὄνειρα, ὅταν τά παιδιά νομίζουμε ὅτι δέν εἶναι εὐτυχισμένα, ἀκόμα κι ἄν αὐτό ὀφείλεται σέ κακές καί ἀνεξέλεγκτες συγκυρίες ἤ καί ἀποκλειστικά στίς ἐπιλογές τῶν ἴδιων τῶν παιδιῶν, οἱ γονεῖς καί κυρίως οἱ μανάδες -῎Αχ αὐτές οἱ μανάδες!- δέν παύουν νά αἰσθάνονται λίγο ἤ πολύ ὑπεύθυνοι καί νά ὑποφέρουν μέ ἕναν διπλό πόνο. Μέ τόν πόνο πού προκαλεῖ ἡ ἴδια ἡ στενοχώρια τοῦ παιδιοῦ τους καί μέ τόν πόνο πού προκαλεῖ ἡ διαπίστωση ὅτι, ὅσο κι ἄν τό ἐπιθυμοῦν, οἱ ἴδιοι εἶναι ἀνήμποροι πιά ὡς γονεῖς ἤ δέν τούς δίνεται κάν ἡ δυνατότητα ἀπό τό παιδί τους, νά ἐπέμβουν καί νά τό βοηθήσουν οὐσιαστικά.
Συνειδητοποιοῦν τότε οἱ γονεῖς -κι αὐτό πονάει- ὅτι δέν γίνεται πιά, ὅπως τότε πού ἦταν μικρά, μέ ἕνα φιλί νά «γειάνει» ἡ πληγή ἑνός ἄτυχου ἤ βασανιστικοῦ ἔρωτα. Δέν καταφέρνουν πιά μέ τό ἀγαπημένο γλυκό νά διώξουν τό φαρμάκι ἑνός ἀποτυχημένου γάμου. Δέν μπορεῖ πιά μιά κρύα κομπρέσα νά διώξει ἀπό τό κουρασμένο μέτωπό τους τό ἄγχος ἑνός σοβαροῦ προβλήματος στή δουλειά, οὔτε μπορεῖ ἕνα τρυφερό νανούρισμα νά τούς ἐξασφαλίσει ἕναν ἤρεμο ὕπνο χωρίς ἐφιάλτες. Κι ἕνα καινούργιο παιχνίδι δέν φέρνει πιά τή χαρά στά ἀκριβά τους μάτια.
῾Η συναίσθηση ὅτι, αὐτά πού μποροῦν πιά νά κάνουν οἱ γονεῖς γιά τά ἐνήλικα παιδιά τους εἶναι χωρίς οὐσιαστική σημασία, φέρνει ἕνα κενό στό στομάχι καί μιά πέτρα στήν καρδιά. Φέρνει κι ἕνα πικρό παράπονο γιά τό ὅτι, παρά τά ὅσα πέρασαν οἱ γονεῖς γιά νά ἀναστήσουν αὐτά τά παιδιά, νά τούς ἀνοίξουν δρόμους καί νά τά καμαρώσουν μιά μέρα χαρούμενα κι εὐτυχισμένα, στήν οὐσία ἀπέτυχαν, καί ἡ ζωή δέν τούς ἀπένειμε τό ἔπαθλο πού πίστευαν ὅτι πραγματικά τούς ἄξιζε.
***
᾿Ακόμα, ὅμως, κι ἄν τά πράγματα στή ζωή τῶν παιδιῶν ἔχουν πάει καλά, ὑπάρχουν πάντα καί μερικά πού θά θέλαμε, ἴσως, νά εἶναι κάπως διαφορετικά ἤ πού μᾶς φαίνεται ὅτι θά ἦταν καλύτερα ἄν γίνονταν μέ τόν τρόπο πού ἐμεῖς θεωροῦμε πιό σωστό. Εἶναι, τότε ἀκριβῶς, χρήσιμο καί ὠφέλιμο νά καταλάβουμε καί νά ἀποδεχθοῦμε, ὅτι τά παιδιά μας εἶναι πιά ἐνήλικες. ῞Οτι δέν πρέπει νά θέλουμε νά καθορίζουν τήν προσωπική τους ζωή σύμφωνα μέ τίς δικές μας ἀντιλήψεις καί ὑποδείξεις, οἱ ὁποῖες μπορεῖ καί νά μήν εἶναι πάντα σωστές. ῞Οτι ἔχει σημάνει ἡ ὥρα στήν ὁποία, παρά τό γεγονός ὅτι ἐπιθυμοῦμε ἀκόμη, μέ τόση λαχτάρα, νά εἴμαστε γονεῖς γι’ αὐτά τά «παιδιά», πρέπει νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι, τό μόνο πού ἀπομένει νά τούς δώσουμε, εἶναι ἡ βεβαιότητα τῆς παντοτινῆς μας ἀγάπης καί τῆς ἠθικῆς μας ὑποστήριξης.
Μερικές φορές -ἄν ἐκεῖνα τό ζητοῦν καί τό ἀντέχουν- ἐνδεχομένως νά μποροῦμε νά τούς δώσουμε καί τή συμβουλή μας. ᾿Εκεῖνο, πάντως, πού εἶναι οὐσιαστικό, εἶναι νά ἔχουν τή βεβαιότητα πώς, ὅσο ἐμεῖς οἱ γονεῖς ζοῦμε καί λειτουργοῦμε, τό σπίτι μας θά εἶναι πάντα γι’ αὐτά τά «μεγάλα» μας παιδιά τό «σπιτικό τους». Θά εἶναι, ἄν τήν χρειαστοῦν, μιά ἀνοιχτή ἀγκαλιά γιά ὅλες τίς ὧρες τῆς ἡμέρας ἤ τῆς νύχτας, γιά ὅλες τίς μέρες τοῦ χρόνου. Αὐτά, γιά ὅσα γίνονται καί γιά ὅσα λέγονται φανερά.
Γιά τίς ὧρες τῆς δικῆς μας νύχτας καί τῆς σιωπῆς, ἀπομένει ἡ προσευχή καί ἡ ἐλπίδα. Καί ἡ παραδοχή ὅτι πρέπει νά παραιτηθοῦμε ἀπό τήν ἐγωϊστική φιλοδοξία τοῦ νά ἔχουμε ἐμεῖς τά «τέλεια» παιδιά ἤ -ἀκόμα πιό σημαντικό- τοῦ νά ἀνακηρυχτοῦμε ἐμεῖς «τέλειοι γονεῖς». Πρέπει ἀκόμα νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι, ὅσες χαρές μᾶς προσφέρουν τά παιδιά μας εἶναι πολύτιμο δῶρο τους. Καί θά πρέπει νά παραιτηθοῦμε καί ἀπό τήν προσδοκία τοῦ νά ἔχουμε ἀπό αὐτά, παρά τή δεδομένη ἀγάπη τους, τήν ἴδια ἔμπρακτη ἀναγνώριση καί φροντίδα πού, τυχόν, προσφέραμε ἐμεῖς -μέ τά δικά μας πάντα κριτήρια- στούς δικούς μας γονεῖς. ῾Η κάθε ἐποχή ἔχει τίς δικές της συνθῆκες, ἀπαιτήσεις καί συγκυρίες.
῎Ας ἀρκεστοῦμε λοιπόν, χωρίς παράπονο, στή δύναμη καί τήν ἀδυναμία τῆς ἐλπίδας ὅτι ἡ ζωή θά εἶναι καλή μαζί τους. ῞Οτι ἡ Θεία Πρόνοια πού μᾶς τά χάρισε θά τά προστατεύει, καί ὅτι οἱ ἐμπειρίες ἀγάπης καί ζωῆς πού ἔζησαν, στά χρόνια πού ἦταν μαζί μας, θά τά βοηθήσουν στίς δύσκολες ὧρες τους.
Πράξε ἔτσι, καλέ τοξότη, ὥστε κάθε σαΐτα, πού κρατᾶς στά χέρια σου, νά εἶναι καμωμένη ἀπό χαρά.
KHALIL GIBRAN
Γονεῖς καί παιδιά
Γιά τούς γονεῖς καί τά παιδιά, ἰσχύει νομοτελειακά μιά σχέση «παντοτινότητας». Οἱ γονεῖς, εἴτε τό θέλουν εἴτε ὄχι, ἔχουν δεσμευτεῖ μέ ἕναν ἰσόβιο... διορισμό, χωρίς ἄδειες, διακοπές, ἀπεργίες καί ἀργίες. ᾿Ακόμα καί ὅταν τά παιδιά μας εἶναι ἐνήλικες -τί ὀξύμωρο σχῆμα- ἤ ἔχουν ἀποκτήσει δικά τους παιδιά, δέν παύουμε ἐμεῖς νά νοιώθουμε γονεῖς. Κι ἐδῶ ἀξίζει νά θυμηθοῦμε μιά ἐξαιρετικά εὔστοχη καί συγκινητική φράση τοῦ Γιάννη Τσαρούχη. Τήν ἡμέρα πού σέ μεγάλη ἡλικία ὁ ἴδιος. ἀποχαιρετοῦσε τήν, σχεδόν, αἰωνόβια μητέρα του, ἔκλαιγε σπαρακτικά. Κάποιος φίλος του, προσπαθώντας νά τόν παρηγορήσει, τοῦ εἶπε· «Μήν κάνεις ἔτσι. Πόσα χρόνια ἀκόμα θά μποροῦσε νά ζήσει;» Καί ὁ Τσαρούχης τοῦ ἀπάντησε· «Τό καταλαβαίνω καί δέν κλαίω γιά τή δική της ζωή πού τελείωσε. Κλαίω γιατί ἔφυγε ὁ τελευταῖος ἄνθρωπος πού μέ θεωροῦσε ἀκόμα παιδί...»
Δέν παύουμε, λοιπόν, ὅσο μεγάλα κι ἄν εἶναι τά παιδιά μας, νά τά νοιώθουμε πάντα παιδιά καί ὄχι ἁπλῶς νά νοιαζόμαστε γι’ αὐτά, ἀλλά νά αἰσθανόμαστε καί συνεχῶς ὑπεύθυνοι γιά τά ὅσα συμβαίνουν στή ζωή τους καί κυρίως γιά τά δυσάρεστα ἀπό αὐτά.
Μιλᾶμε μαζί τους στό τηλέφωνο καί προσπαθοῦμε, ἀπό τόν ἦχο τῆς φωνῆς τους, ἀπό τόν τρόπο πού ἀκούγεται ἡ λέξη «καλά», ἀπό τό πῶς κοντοστέκεται στόν ἀέρα τό... «λά», νά μαντέψουμε τήν ψυχική τους διάθεση. Καί ἀναλόγως, θά φτερουγίσει ἡ καρδιά μας ἀπό χαρά ἤ θά νοιώσει ἐκεῖνο τό φαρμακερό δάγκωμα στά κατάβαθά της. Κι ἄν ἡ ζωή τά ἔχει πικράνει, φτάνουμε νά καταλογίζουμε στόν ἑαυτό μας τό ὅτι ὑπήρξαμε ἀνίκανοι νά τά προστατέψουμε ἀπό κάθε στενοχώρια καί πόνο.
Νύχτες ἀγρύπνιας μᾶς ταλαιπωροῦν ἀπό ἀνησυχία γιά τό ἄν καί πόσο καλοί γονεῖς ὑπήρξαμε, γιά τό πόσα ἀπό αὐτά πού κάναμε ἤ δέν κάναμε εὐθύνονται γιά ὅσα σήμερα τά βασανίζουν, ὅπως καί γιά τό ἄν θά ἦταν σήμερα καλύτερα τά πράγματα στή ζωή τους ἤ ὄχι, μέ μιά ἔγκαιρη δική μας παρέμβαση, μέ μιά διαφορετική δική μας συμπεριφορά.
Δέν ἔχει σημασία τό ὅτι ξέρουμε πολύ καλά ὅτι, συνειδητά, δέν κάναμε τίποτα πού θά ἦταν κακό γιά τά παιδιά μας. ῎Η ὅτι ὅλα ὅσα κάναμε εἶχαν πάντα καλή πρόθεση καί ἔγιναν πάντα μέ τήν πεποίθηση ὅτι ἦταν γιά τό καλό τους. ῾Υπάρχει διαρκῶς μέσα μας τό ἐρώτημα μήπως κάναμε κάτι στραβό, ἔστω καί χωρίς νά τό ἔχουμε συνειδητοποιήσει ἤ καί παρά τίς ὅποιες καλές μας προθέσεις. ῎Η, μήπως, κάποιο ἀπό τά δικά μας ἐλαττώματα εἶναι ἐκεῖνο πού προκάλεσε τό πρόβλημα στή ζωή τοῦ παιδιοῦ μας. Καί γίνονται οἱ ἐνοχές σκληρό προσκέφαλο, ἐνῶ ἡ νύχτα γεμίζει μέ πελώρια ἐρωτηματικά, ἀστροπελέκια στή σκοτεινή σιωπή.
῾Η ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὅλοι οἱ γονεῖς, εἴτε ἔχουν οἱ ἴδιοι θετικές ἐμπειρίες ἀπό τή ζωή τους, εἴτε ὄχι, κάνουν ὄνειρα γιά τά παιδιά τους. ῎Ονειρα πού τά γεννάει ἡ ἀγάπη τους, ἀλλά καί κάποια ἴσως δικά τους ἀπωθημένα, ἀνάμεικτα μέ μιά θεμιτή καί εὐγενική φιλοδοξία. ῎Ονειρα ζωγραφισμένα μέ χρώματα ὑγείας καί ἐπιτυχίας, μέ τή γλύκα μιᾶς ὡραίας σχέσης ἀγάπης καί μέ τή ζεστασιά τῆς οἰκογενειακῆς χαρᾶς γι’ αὐτά τά παιδιά.
Κι ὅταν ἡ ζωή διαψεύδει καί γκρεμίζει αὐτά τά ὄνειρα, ὅταν τά παιδιά νομίζουμε ὅτι δέν εἶναι εὐτυχισμένα, ἀκόμα κι ἄν αὐτό ὀφείλεται σέ κακές καί ἀνεξέλεγκτες συγκυρίες ἤ καί ἀποκλειστικά στίς ἐπιλογές τῶν ἴδιων τῶν παιδιῶν, οἱ γονεῖς καί κυρίως οἱ μανάδες -῎Αχ αὐτές οἱ μανάδες!- δέν παύουν νά αἰσθάνονται λίγο ἤ πολύ ὑπεύθυνοι καί νά ὑποφέρουν μέ ἕναν διπλό πόνο. Μέ τόν πόνο πού προκαλεῖ ἡ ἴδια ἡ στενοχώρια τοῦ παιδιοῦ τους καί μέ τόν πόνο πού προκαλεῖ ἡ διαπίστωση ὅτι, ὅσο κι ἄν τό ἐπιθυμοῦν, οἱ ἴδιοι εἶναι ἀνήμποροι πιά ὡς γονεῖς ἤ δέν τούς δίνεται κάν ἡ δυνατότητα ἀπό τό παιδί τους, νά ἐπέμβουν καί νά τό βοηθήσουν οὐσιαστικά.
Συνειδητοποιοῦν τότε οἱ γονεῖς -κι αὐτό πονάει- ὅτι δέν γίνεται πιά, ὅπως τότε πού ἦταν μικρά, μέ ἕνα φιλί νά «γειάνει» ἡ πληγή ἑνός ἄτυχου ἤ βασανιστικοῦ ἔρωτα. Δέν καταφέρνουν πιά μέ τό ἀγαπημένο γλυκό νά διώξουν τό φαρμάκι ἑνός ἀποτυχημένου γάμου. Δέν μπορεῖ πιά μιά κρύα κομπρέσα νά διώξει ἀπό τό κουρασμένο μέτωπό τους τό ἄγχος ἑνός σοβαροῦ προβλήματος στή δουλειά, οὔτε μπορεῖ ἕνα τρυφερό νανούρισμα νά τούς ἐξασφαλίσει ἕναν ἤρεμο ὕπνο χωρίς ἐφιάλτες. Κι ἕνα καινούργιο παιχνίδι δέν φέρνει πιά τή χαρά στά ἀκριβά τους μάτια.
῾Η συναίσθηση ὅτι, αὐτά πού μποροῦν πιά νά κάνουν οἱ γονεῖς γιά τά ἐνήλικα παιδιά τους εἶναι χωρίς οὐσιαστική σημασία, φέρνει ἕνα κενό στό στομάχι καί μιά πέτρα στήν καρδιά. Φέρνει κι ἕνα πικρό παράπονο γιά τό ὅτι, παρά τά ὅσα πέρασαν οἱ γονεῖς γιά νά ἀναστήσουν αὐτά τά παιδιά, νά τούς ἀνοίξουν δρόμους καί νά τά καμαρώσουν μιά μέρα χαρούμενα κι εὐτυχισμένα, στήν οὐσία ἀπέτυχαν, καί ἡ ζωή δέν τούς ἀπένειμε τό ἔπαθλο πού πίστευαν ὅτι πραγματικά τούς ἄξιζε.
***
᾿Ακόμα, ὅμως, κι ἄν τά πράγματα στή ζωή τῶν παιδιῶν ἔχουν πάει καλά, ὑπάρχουν πάντα καί μερικά πού θά θέλαμε, ἴσως, νά εἶναι κάπως διαφορετικά ἤ πού μᾶς φαίνεται ὅτι θά ἦταν καλύτερα ἄν γίνονταν μέ τόν τρόπο πού ἐμεῖς θεωροῦμε πιό σωστό. Εἶναι, τότε ἀκριβῶς, χρήσιμο καί ὠφέλιμο νά καταλάβουμε καί νά ἀποδεχθοῦμε, ὅτι τά παιδιά μας εἶναι πιά ἐνήλικες. ῞Οτι δέν πρέπει νά θέλουμε νά καθορίζουν τήν προσωπική τους ζωή σύμφωνα μέ τίς δικές μας ἀντιλήψεις καί ὑποδείξεις, οἱ ὁποῖες μπορεῖ καί νά μήν εἶναι πάντα σωστές. ῞Οτι ἔχει σημάνει ἡ ὥρα στήν ὁποία, παρά τό γεγονός ὅτι ἐπιθυμοῦμε ἀκόμη, μέ τόση λαχτάρα, νά εἴμαστε γονεῖς γι’ αὐτά τά «παιδιά», πρέπει νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι, τό μόνο πού ἀπομένει νά τούς δώσουμε, εἶναι ἡ βεβαιότητα τῆς παντοτινῆς μας ἀγάπης καί τῆς ἠθικῆς μας ὑποστήριξης.
Μερικές φορές -ἄν ἐκεῖνα τό ζητοῦν καί τό ἀντέχουν- ἐνδεχομένως νά μποροῦμε νά τούς δώσουμε καί τή συμβουλή μας. ᾿Εκεῖνο, πάντως, πού εἶναι οὐσιαστικό, εἶναι νά ἔχουν τή βεβαιότητα πώς, ὅσο ἐμεῖς οἱ γονεῖς ζοῦμε καί λειτουργοῦμε, τό σπίτι μας θά εἶναι πάντα γι’ αὐτά τά «μεγάλα» μας παιδιά τό «σπιτικό τους». Θά εἶναι, ἄν τήν χρειαστοῦν, μιά ἀνοιχτή ἀγκαλιά γιά ὅλες τίς ὧρες τῆς ἡμέρας ἤ τῆς νύχτας, γιά ὅλες τίς μέρες τοῦ χρόνου. Αὐτά, γιά ὅσα γίνονται καί γιά ὅσα λέγονται φανερά.
Γιά τίς ὧρες τῆς δικῆς μας νύχτας καί τῆς σιωπῆς, ἀπομένει ἡ προσευχή καί ἡ ἐλπίδα. Καί ἡ παραδοχή ὅτι πρέπει νά παραιτηθοῦμε ἀπό τήν ἐγωϊστική φιλοδοξία τοῦ νά ἔχουμε ἐμεῖς τά «τέλεια» παιδιά ἤ -ἀκόμα πιό σημαντικό- τοῦ νά ἀνακηρυχτοῦμε ἐμεῖς «τέλειοι γονεῖς». Πρέπει ἀκόμα νά συνειδητοποιήσουμε ὅτι, ὅσες χαρές μᾶς προσφέρουν τά παιδιά μας εἶναι πολύτιμο δῶρο τους. Καί θά πρέπει νά παραιτηθοῦμε καί ἀπό τήν προσδοκία τοῦ νά ἔχουμε ἀπό αὐτά, παρά τή δεδομένη ἀγάπη τους, τήν ἴδια ἔμπρακτη ἀναγνώριση καί φροντίδα πού, τυχόν, προσφέραμε ἐμεῖς -μέ τά δικά μας πάντα κριτήρια- στούς δικούς μας γονεῖς. ῾Η κάθε ἐποχή ἔχει τίς δικές της συνθῆκες, ἀπαιτήσεις καί συγκυρίες.
῎Ας ἀρκεστοῦμε λοιπόν, χωρίς παράπονο, στή δύναμη καί τήν ἀδυναμία τῆς ἐλπίδας ὅτι ἡ ζωή θά εἶναι καλή μαζί τους. ῞Οτι ἡ Θεία Πρόνοια πού μᾶς τά χάρισε θά τά προστατεύει, καί ὅτι οἱ ἐμπειρίες ἀγάπης καί ζωῆς πού ἔζησαν, στά χρόνια πού ἦταν μαζί μας, θά τά βοηθήσουν στίς δύσκολες ὧρες τους.
ΜΕΡΟΠΗ ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ῾Η Μερόπη Ν. Σπυροπούλου γεννήθηκε τό 1939 και μεγάλωσε στήν ᾿Αλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου. ᾿Αποφοίτησε ἀπό τό ᾿Αβερώφειο Γυμνάσιο Θηλέων και σπούδασε ᾿Οδοντιατρική στά Πανεπιστήμια ᾿Αλεξανδρείας καί ᾿Αθηνῶν.
Τό 1972, ἀναγορεύθηκε Διδάκτωρ τῆς ᾿Οδοντιατρικῆς τοῦ Πανεπιστημίου ᾿Αθηνῶν.
Τό 1976, μετά ἀπό μεταπτυχιακές σπουδές στό Πανεπιστήμιο τοῦ Μἂὴ῍ἂὼὰὃ τῶν ΗΠΑ, ἀπέκτησε εἰδικότητα καί Μὰὖὦὸἶ ῏ὺ ὣὴἂὸὃὴὸ στήν ᾿Ορθοδοντική.
Τό 1978, ἀναγορεύθηκε ῾Υφηγήτρια τῆς ᾿Ορθοδοντικῆς.
Τό 1980, ἐξελέγη Τακτική Καθηγήτρια και Διευθύντρια τῆς ῞Εδρας τῆς ᾿Ορθοδοντικῆς στό Πανεπιστήμιο ᾿Αθηνῶν, ὅπου ὑπηρέτησε ἐπί 26 χρόνια. Τό 2006, μετά ἀπό τήν ἀποχώρησή της ἀπό τήν ἐνεργό ὑπηρεσία, τῆς ἀπενεμήθη ὁ τίτλος τῆς ῾Ομότιμης Καθηγήτριας τοῦ Πανεπιστημίου ᾿Αθηνῶν.
῎Εχει προσκληθεῖ και διδάξει σέ Πανεπιστήμια τῆς ᾿Αμερικῆς καί τῆς Εὐρώπης καί διετέλεσε ᾿Επισκέπτρια Καθηγήτρια τῶν Πανεπιστημίων Κὰἶ῏῝ἂὃὖὂὰ τῆς Σουηδίας, Μἂὴ῍ἂὼὰὃ καί ὣὰἂὃὦ ἃ῏῟ἂὖ τῶν ΗΠΑ. ῎Εχει τιμηθεῖ μέ πολλές διεθνεῖς καί ἑλληνικές ἐπιστημονικές διακρίσεις.
* * *
Συγχρόνως μέ τήν ἐπιστημονική της δραστηριότητα, ἔχει ἐπιδείξει καί ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιά τά κοινά. ῎Εχει διατελέσει Βουλευτής ᾿Επικρατείας. Εἶναι μέλος πολλῶν Πολιτιστικῶν ᾿Οργανώσεων καί μέλος τῶν Διοικητικῶν Συμβουλίων τῆς Φιλεκπαιδευτικῆς ῾Εταιρείας, τοῦ ῾Ομίλου Φίλων Βιβλιοθήκης τῆς ᾿Αλεξανδρείας καί τῆς ᾿Εθνικῆς ῾Εταιρείας ῾Ελλήνων Λογοτεχνῶν.
῎Εχει δώσει περισσότερες ἀπό 600 διαλέξεις, σέ πολλές πόλεις τῆς ῾Ελλάδος, ὡς προσκεκλημένη ὁμιλήτρια διαφόρων πολιτιστικῶν σωματείων, διδάσκει σέ Σχολές Γονέων καί ἀρθρογραφεῖ σέ διάφορα ἔντυπα γιά θέματα Παιδείας, ῾Υγείας καί Κοινωνικοῦ Προβληματισμοῦ.
᾿Επί σειρά ἐτῶν, εἶναι τακτική συνεργάτης τοῦ Ραδιοφωνικοῦ Σταθμοῦ τῆς ῾Ιερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς καί τῶν περιοδικῶν "Πειραϊκή ᾿Εκκλησία" καί "Εὐθύνη".
Εἶναι παντρεμένη μέ τόν ῾Ομότιμο Καθηγητή τοῦ Πανεπιστημίου ᾿Αθηνῶν, Νῖκο Δ. Σπυρόπουλο καί ἔχουν δύο γιούς καί ἕναν ἐγγονό.
Τό 1972, ἀναγορεύθηκε Διδάκτωρ τῆς ᾿Οδοντιατρικῆς τοῦ Πανεπιστημίου ᾿Αθηνῶν.
Τό 1976, μετά ἀπό μεταπτυχιακές σπουδές στό Πανεπιστήμιο τοῦ Μἂὴ῍ἂὼὰὃ τῶν ΗΠΑ, ἀπέκτησε εἰδικότητα καί Μὰὖὦὸἶ ῏ὺ ὣὴἂὸὃὴὸ στήν ᾿Ορθοδοντική.
Τό 1978, ἀναγορεύθηκε ῾Υφηγήτρια τῆς ᾿Ορθοδοντικῆς.
Τό 1980, ἐξελέγη Τακτική Καθηγήτρια και Διευθύντρια τῆς ῞Εδρας τῆς ᾿Ορθοδοντικῆς στό Πανεπιστήμιο ᾿Αθηνῶν, ὅπου ὑπηρέτησε ἐπί 26 χρόνια. Τό 2006, μετά ἀπό τήν ἀποχώρησή της ἀπό τήν ἐνεργό ὑπηρεσία, τῆς ἀπενεμήθη ὁ τίτλος τῆς ῾Ομότιμης Καθηγήτριας τοῦ Πανεπιστημίου ᾿Αθηνῶν.
῎Εχει προσκληθεῖ και διδάξει σέ Πανεπιστήμια τῆς ᾿Αμερικῆς καί τῆς Εὐρώπης καί διετέλεσε ᾿Επισκέπτρια Καθηγήτρια τῶν Πανεπιστημίων Κὰἶ῏῝ἂὃὖὂὰ τῆς Σουηδίας, Μἂὴ῍ἂὼὰὃ καί ὣὰἂὃὦ ἃ῏῟ἂὖ τῶν ΗΠΑ. ῎Εχει τιμηθεῖ μέ πολλές διεθνεῖς καί ἑλληνικές ἐπιστημονικές διακρίσεις.
* * *
Συγχρόνως μέ τήν ἐπιστημονική της δραστηριότητα, ἔχει ἐπιδείξει καί ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιά τά κοινά. ῎Εχει διατελέσει Βουλευτής ᾿Επικρατείας. Εἶναι μέλος πολλῶν Πολιτιστικῶν ᾿Οργανώσεων καί μέλος τῶν Διοικητικῶν Συμβουλίων τῆς Φιλεκπαιδευτικῆς ῾Εταιρείας, τοῦ ῾Ομίλου Φίλων Βιβλιοθήκης τῆς ᾿Αλεξανδρείας καί τῆς ᾿Εθνικῆς ῾Εταιρείας ῾Ελλήνων Λογοτεχνῶν.
῎Εχει δώσει περισσότερες ἀπό 600 διαλέξεις, σέ πολλές πόλεις τῆς ῾Ελλάδος, ὡς προσκεκλημένη ὁμιλήτρια διαφόρων πολιτιστικῶν σωματείων, διδάσκει σέ Σχολές Γονέων καί ἀρθρογραφεῖ σέ διάφορα ἔντυπα γιά θέματα Παιδείας, ῾Υγείας καί Κοινωνικοῦ Προβληματισμοῦ.
᾿Επί σειρά ἐτῶν, εἶναι τακτική συνεργάτης τοῦ Ραδιοφωνικοῦ Σταθμοῦ τῆς ῾Ιερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς καί τῶν περιοδικῶν "Πειραϊκή ᾿Εκκλησία" καί "Εὐθύνη".
Εἶναι παντρεμένη μέ τόν ῾Ομότιμο Καθηγητή τοῦ Πανεπιστημίου ᾿Αθηνῶν, Νῖκο Δ. Σπυρόπουλο καί ἔχουν δύο γιούς καί ἕναν ἐγγονό.