Πατέρες καί Ἀδελφοί, τέκνα ἐν Κυρίῳ περιπόθητα,
Μέ τήν παρακολούθηση τῶν ἀκολουθιῶν, μέ τή νηστεία, ἀκόμα καί μέ τήν προσευχή σέ τακτά διαστήματα δέν ἐξαντλεῖται ἡ ὅλη προσπάθεια στή διάρκεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. Ἤ μάλλον γιά νά εἶναι ὅλα αὐτά ἀποτελεσματικά καί νά ἔχουν νόημα, πρέπει νά ὑποστηρίζονται καί ἀπό αὐτή τήν ἴδια τή ζωή. Χρειάζεται δηλαδή ἕνας «τρόπος ζωῆς» πού νά μήν ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ ὅλα αὐτά καί νά μήν ὁδηγεῖ σέ μία «διασπασμένη» ὔπαρξη. Στό παρελθόν, στίς ὀρθόδοξες χῶρες ἡ ἴδια ἡ κοινωνία πρόσφερε μιά τέτοια ὑποστήριξη μέ τόν συνδυασμό πού εἶχε στά ἔθιμα, στίς ἐξωτερικές ἀλλαγές, μέ τή νομοθεσία, μέ τούς δημόσιους καί ἰδιωτικούς κανονισμούς, μέ ὅλα δηλαδή ὅσα περιλαμβάνονται στή λέξη πολιτισμός. Κατά τή Μεγάλη Σαρακοστή ὁλόκληρη ἡ κοινωνία ἀποδεχόταν ἕνα συγκεκριμένο ρυθμό ζωῆς, ὁρισμένους κανόνες πού ὑπενθύμιζαν στά ἅτομα – μέλη τῆς κοινωνίας τήν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς. Ἀκριβῶς ἐπειδή εἴμαστε ἀδύναμοι χρειαζόμαστε τίς ἐξωτερικές ὑπενθυμίσεις, τά σύμβολα, τά σημάδια. Φυσικά πάντα ὑπάρχει ὁ κίνδυνος αὐτά τά ἐξωτερικά σύμβολα ν’ ἀποκτήσουν αὐτοτέλεια, νά γίνουν γιά τήν κοινή ἀντίληψη τό μόνο περιεχόμενο τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς.
Γιά τήν ὀρθόδοξη ἀντίληψη, τό σπίτι καί ἡ οἰκογένεια ἀποτελοῦν τήν πρώτη καί βασικότερη περιοχή τῆς χριστιανικῆς ζωῆς ἤ τῆς ἐφαρμογῆς τῶν χριστιανικῶν ἀρχῶν στήν καθημερινή ζωή. Τό σπίτι δηλαδή τό στύλ καί τό πνεῦμα τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς καί ὄχι τό σχολεῖο, ἀκόμα οὔτε καί ἡ Ἐκκλησία, εἶναι ἐκεῖνο πού σχηματίζει μέσα μας τή θεμελιακή ἀντίληψη γιά τόν κόσμο∙ πού μορφοποιεῖ στό ἐσωτερικό μας τό βασικό προσανατολισμό τόν ὁποῖο ἴσως γιά ἀρκετό διάστημα δέν τόν καταλαβαίνουμε, ἀλλά πού τελικά θά γίνει ἕνας ἀποφασιστικός παράγοντας. Ὁ στάρετς Ζωσιμᾶς τοῦ Dostoyefsky στούς Ἀδελφούς Καραμαζώφ λέει : «ἐκεῖνος πού μπορεῖ νά ἔχει καλές ἀναμνήσεις ἀπό τήν παιδική του ἠλικία εἶναι σωσμένος γιά ὅλη του τή ζωή». Τό σημαντικό δέ εἶναι ὅτι κάνει αὐτή τήν παρατήρηση ὔστερα ἀπό τή θύμηση τῆς μητέρας του πού τόν εἴχε πάρει μαζί της στήν Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων. Θυμᾶται τήν ὁμορφιά τῆς ἀκολουθίας, τή μοναδική μελωδία τοῦ κατανυκτικοῦ «κατευθυνήτω ἡ προσευχή μου ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν σου...». Ἡ ὑπέροχη προσπάθεια γιά θρησκευτική ἀγωγή πού γίνεται σήμερα στά κατηχητικά σχολεῖα δέ σημαίνει καί πολλά πράγματα, ἄν δέν βασίζεται στή ζωή τῆς οἰκογένειας. Τί λοιπόν, θά μποροῦσε καί θά ἔπρεπε νά γίνει στό σπίτι στή διάρκεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς; Ἐπειδή εἶναι ἀδύνατο νά καλύψουμε ἐδῶ ὅλες τίς πλευρές τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς θά περιοριστοῦμε μόνο σέ μιά ἀπ’ αὐτές.
Ὅλοι μας, χωρίς ἀμφιβολία, συμφωνοῦμε ὅτι ὁ τρόπος τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς ἔχει ριζικά ἀλλοιωθεῖ μέ τήν παρουσία τοῦ ραδιοφώνου καί τῆς τηλεόρασης. Αὐτά τά μέσα τῆς «μαζικῆς ἐνημέρωσης» διαποτίζουν σήμερα ὁλόκληρη τή ζωή. Δέν χρειάζεται κανείς νά βγεῖ ἀπό τό σπίτι γιά νά βρεθεῖ «ἔξω». Ὁλόκληρος ὁ κόσμος εἶναι μόνιμα ἐδῶ, σέ ἀπόσταση πού τόν φτάνουμε . . . ἀκίνητοι. Καί, σιγά σιγά, ἡ στοιχειώδης ἐμπειρία νά βρεθοῦμε σ’ ἕνα ἐσωτερικό κόσμο, μέσα στήν ὁμορφιά τῆς «ἐσωτερικότητας» ἔχει ἐντελῶς χαθεῖ ἀπό τό σύγχρονο πολιτισμό μας. Καί ἄν δέν εἶναι ἡ τηλεόραση, εἶναι ἡ μουσική. Ἡ μουσική ἔπαψε νά εἶναι κάτι πού τό ἀκούει κανείς∙ σταθερά πιά ἔγινε μιά «ὑπόκρουση θορύβου» πού συνοδεύει τίς συνομιλίες μας, τό διάβασμα, τό γράψιμο κλπ.. Στήν πραγματικότητα αὐτή ἡ ἀνάγκη νά ἀκούγεται συνέχεια μουσική φανερώνει τήν ἀδυναμία τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου νά χαρεῖ τή σιωπή, νά τήν καταλάβει ὄχι σάν κάτι ἀρνητικό, σάν μιά ἀπλή ἔλλειψη, ἀλλά ἀκριβῶς σάν μιά παρουσία καί σάν τή μοναδική προϋπόθεση γιά τήν πιό ἀληθινή παρουσία. Ἄν ὁ χριστιανός τοῦ παρελθόντος ζοῦσε κατά ἕνα μεγάλο βαθμό σ’ ἕνα σιωπηλό κόσμο πού τοῦ ἔδινε πλούσιες εὐκαιρίες γιά αὐτόσυγκέντερωση στόν ἐσωτερικό του κόσμο, ὁ σημερινός χριστιανός εἶναι ἀναγκασμένος νά κάνει εἰδική προσπάθεια γιά νά καλύψει αὐτή τήν ἀναγκαία διάσταση τῆς σιωπῆς ἡ ὁποία αὐτή μόνο μπορεῖ νά μᾶς φέρει σέ ἐπαφή μέ τίς ὑψηλές πραγματικότητες. Ἔτσι, λοιπόν, τό πρόβλημα τοῦ ραδιοφώνου καί τῆς τηλεόρασης στή διάρκεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς δέν εἶναι περιθωριακή ὑπόθεση, ἀλλά μέ πολλούς τρόπους εἶναι ἕνα θέμα πνευματικῆς ζωῆς ἤ θανάτου.
Πρέπει κανείς νά συνειδητοποιήσει ὅτι εἶναι ἀδύνατο νά μοιράσουμε τή ζωή μας ἀνάμεσα στή «χαρμολύπη» τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς καί στό τελευταίο σήριαλ. Αὐτά τά δύο βιώματα εἶναι ἀσυμβίβαστα καί τό ἕνα, σίγουρα, θά σκοτώσει τό ἄλλο. Καί εἶναι πολύ πιθανό, ἐκτός ἄν γίνεται μιά ἔντονη προσπάθεια, ὅτι τό τελευταίο σήριαλ ἔχει πολύ μεγαλύτερες ἐλπίδες σέ βάρος τῆς «χαρμολύπης» - παρά τό ἀντίθετο. Μιά πρώτη «συνήθεια» πού προτείνεται εἶναι νά μειωθεῖ δραστικά ἡ παρακολούθηση τοῦ Ραδιοφώνου καί τῆς τηλεόρασης στήν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς. Φυσικά τίποτε τό κακό δέν ὑπάρχει, λόγου χάρη, στό νά συνεχίσει κανείς νά παρακολουθεῖ στό ραδιόφωνο καί στήν τηλεόραση εἰδήσεις, ἐκλεκτές σειρές, ἐνδιαφέροντα καί πνευματικά ἤ διανοητικά ἐμπλουτισμένα προγράμματα. Ἐκεῖνο πού πρέπει νά σταματήσει στήν διάρκεια τῆς Σαρακοστῆς εἶναι ἡ πλήρης «παράδοση» στήν τηλεόραση - ἡ μετατροπή δηλαδή τοῦ ἀνθρώπου σέ «λάχανο» πάνω σέ μιά πολυθρόνα κολλημένο στήν ὀθόνη πού παθητικά δέχεται ὅ,τι βγαίνει ἀπ’ αὐτή. ὅταν ἤμουνα παιδί (ἦταν τότε ἡ προ-τηλεοπτική ἐποχή) ἡ μητέρα μου συνήθιζε νά κλειδώνει τό πιάνο στή διάρκεια τῆς Σαρακοστῆς. Ἀναφέρω αὐτή τήν προσωπική μου ἀνάμνηση μόνον σάν μιά διευκρίνηση τῆς ἐπίδρασης πού μποροῦν νά ἔχουν μερικές ἐξωτερικές ἐνέργειες στήν ψυχή ἑνός παιδιοῦ. Καί αὐτό πού κρύβεται ἐδῶ δέν εἶναι ἕνα ἀπλό ἀπομονωμένο ἔθιμο ἤ ἕνας κανόνας ἀλλά εἶναι μιά ἐμπειρία τῆς Σαρακοστῆς σάν μιᾶς εἰδικῆς χρονικῆς περιόδου, σάν κάποιουπράγματος πού εἶναι παρόν ὅλο τό χρόνο καί πού δέν πρέπει νά χαθεῖ, νά ἀκρωτηριαστεῖ, νά καταστραφεῖ. Ἐδῶ ἀκόμα, ὅσον ἀφορᾶ τή νηστεία, μιά ἀπλή ἀπουσία ἤ ἀποχή ἀπό τήν τροφή δέν εἶναι ἐπαρκής, πρέπει νά ἔχει τό θετικό της συμπλήρωμα.
Ἡ σιωπή πού δημιουργεῖ ἡ ἀπουσία τοῦ θορύβου τοῦ κόσμου, τῶν θορύβων πού παράγονται ἀπό τά μέσα τῆς μαζικῆς ἐπικοινωνίας, πρέπει νά γεμίσει μέ θετικό περιεχόμενο. Ἄν ἡ προσευχή εἶναι ἡ τροφή γιά τίς ψυχές μας, τροφή ἐπίσης, θέλει καί τό μυαλό μας, γιατί ἀκριβῶς αὐτό τό διανοητικό μέρος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πού καταστρέφεται σήμερα ἀπό τό ἀσταμάτητο σφυροκόπημα τῆς τηλεόρασης καί τοῦ ραδιοφώνου, τῶν ἐφημερίδων, τῶν εικονογραφημένων ἐκδόσεων κλπ. Αὐτό, λοιπόν, πού προτείνουμε, παράλληλα μέ τήν πνευματική προσπάθεια, εἶναι μιά διανοητική, θά λέγαμε, προσπάθεια. Πόσα, ἀλήθεια, ἀριστουργήματα, πόσους ὑπέροχους καρπούς τῆς ἀνθρώπινης σκέψης καί τῆς δημιουργικότητας ἀρνούμαστε στή ζωή μας μόνο καί μόνο γιατί μᾶς εἶναι πολύ πιό ἄνετο, γυρίζοντας στό σπίτι ἀπό τή δουλειά παραδομένοι στή σωματική καί διανοητική κόπωση, νά πιέσουμε τό κουμπί τῆς τηλεόρασης ἤ νά βυθιστοῦμε στό τέλειο κενό ἑνός εἰκονογραφημένου περιοδικοῦ. Ἀλλά πῶς φανταζόμαστε ὅτι θά μπορούσαμε νά προγραμματίσουμε τήν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς; Ἴσως νά κάνουμε ἕνα κατάλογο βιβλίων γιά διάβασμα; Φυσικά δέν εἶναι ἀπαραίτητο ὅλα αὐτά τά βιβλία νά εῑναι ὁπωσδήποτε θρησκευτικά, δέν μποροῦν ὅλοι νά γίνουν θεολόγοι. Ὅμως ὑπάρχει πολλή «Θεολογία» κρυμμένη σέ μερικά λογοτεχνικά ἀριστουργήματα καί καθετί πού πλουτίζει τή νοημοσύνη μας, κάθε καρπός τῆς ἀληθινῆς ἀνθρώπινης δημιουργίας εἶναι εὐλογημένος ἀπό τήν Ἐκκλησία καί, ὅταν χρησιμοποιηθεῖ κατάλληλα, ἀποκτάει πνευματική ἀξία.
Ἡ τετάρτη καί πέμπτη Κυριακή τῶν Νηστειῶν εἶναι ἀφιερωμένες στή μνήμη δύο μεγάλων διδασκάλων τῆς χριστιανικῆς πνευματικότητας: τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος καί τῆς ὀσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας. Θά πρέπει νά τό πάρουμε σάν μιά εὐρύτερη ἀπόδειξη ὅτι ἐκεῖνο πού ζητάει ἀπό μᾶς ἡ Ἐκκλησία νά κάνουμε στή διάρκει τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς εἶναι νά ἐμπλουτίσουμε τόν πνευματικό καί διανοητικό ἐσωτερικό κόσμο μας, νά μελετήσουμε καί νά στοχασθοῦμε πάνω σέ ὅ,τι μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσει ν’ ἀνακαλύψουμε αὐτόν τόν ἐσωτερικό κόσμο καί τίς χαρές του. Ἀπό αὐτή τή χαρά, ἀπό τήν ἀληθινή κλήση τοῦ ἀνθρώπου πού ἐκπληρώνεται ἐσωτερικά καί ὄχι ἐξωτερικά, ὁ «σύγχρονος κόσμος» δέν μᾶς προσφέρει σήμερα οὔτε κάν μιά γεύση∙ ὅμως χωρίς αὐτή, χωρίς τήν ἀντίληψη τῆς Σαρακοστῆς σάν ταξιδιοῦ στό βάθος τοῦ εἶναι μας, ἡ Σαρακοστή χάνει τό νόημά της.
Τέλος ποῖο θα μπορούσε νά εἶναι τό νόημα τῆς Σαρακοστῆς στίς ἀτελείωτες ὧρες πού περνᾶμε ἔξω ἀπό τό σπίτι; Στίς συναλαγές μας, καθισμένοι σ’ ἕνα γραφεῖο ἤ ἀσκώντας τά ἐπαγγελματικά μας καθήκοντα, ἤ ἀναστρεφόμενοι τούς συναδέλφους καί τούς φίλους μας; Ἄν καί δέν εἶναι δυνατόν νά δοθεῖ ἐδῶ μιά συγκεκριμένη συνταγή, ὅπως καί σέ κάθε ἄλλη περίπτωση, ὅμως μερικές πολύ γενικές ἀπόψεις μποροῦν νά λεχθοῦν. Καί πρῶτα πρῶτα ἡ Σαρακοστή εἶναι μιά θαυμάσια εὐκαιρία νά ἐλέγξουμε τόν ἀπίστευτα ὑπεροπτικό χαρακτήρα μας στίς σχέσεις μας μέ τούς ἀνθρώπους, στά διάφορα γεγονότα καί στή δουλειά. «Χαμογέλα!», «μή στεναχωριέσαι» κλπ. εἶναι σλόγκαν πού στήν πραγματικότητα ἔγιναν «διαταγές» πού πρόθυμα τίς δεχόμαστε καί πού σημαίνουν : μήν ἀνακατεύεσαι, μή ρωτᾶς, μή προχωρᾶς βαθύτερα στίς σχέσεις σου μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους∙ φύλαξε τούς κανόνες τοῦ παιχνιδιοῦ πού συνδυάζει τή φιλική διάθεση μέ τήν τέλεια ἀδιαφορία∙ σκέψου τά πάντα μόνο μέσα στά πλαίσια τοῦ ὑλικοῦ κέρδους, τῆς ὠφέλειας, τῆς προαγωγῆς∙ νά εἶσαι, μ’ ἄλλα λόγια, ἕνα κομμάτι τοῦ κόσμου ὁ ὁποῖος ἐνῶ συνέχεια χρησιμοποιεῖ τίς μεγάλες λέξεις : ἐλευθερία, εὐθύνη, φροντίδα κλπ., de facto ἀκολουθεῖ τήν ὑλιστική ἀρχή ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι αὐτό πού τρώει!
Ἡ Μεγάλη Σαρακοστή εἶναι περίοδος γιά ἀναζήτηση νοήματος. νά βρῶ, δηλαδή, νόημα στήν ἐπαγγελματική μου ζωή στά πλαίσια τῆς κλήσης μου∙ νόημα στίς προσωπικές σχέσεις μου με τ’ ἄλλα πρόσωπα∙ νόημα στή φιλία, νόημα στίς εὐθύνες μου. Δέν ὑπάρχει ἀπασχόληση, ἐπάγγελμα πού νά μή μπορεῖ νά «μεταμορφωθεῖ» - ἔστω καί γιά λίγο μόνο – μέ στόχο ὄχι τή μεγαλύτερη άπόδοση ἤ τήν καλύτερη, ὀργάνωση ἀλλά τίς ἀνθρώπινες σχέσεις. Ἡ ἴδια προσπάθεια γιά «ἐσωτερικοποίηση» ὅλων τῶν σχέσεών μας εἶναι ἀπαραίτητη γιατί εἴμαστε ἐλεύθερες ἀνθρώπινες ὑπάρξεις πού καταντήσαμε (χωρίς τίς περισσότερες φορές νά τό ξέρουμε)φυλακισμένοι στά συστήματα τά ὁποῖα προοδευτικά κάνουν τόν κόσμο μας ἀπάνθρωπο. Καί ἄν στήν πίστη μας ὑπάρχει νόημα, αὐτό πρέπει νά εἶναι συνδεδεμένο μέ τή ζωή καί ὅλα τά συνακόλουθά της. Χιλιάδες ἄνθρωποι νομίζουν ὅτι οἱ ἀπαραίτητες ἀλλαγές ἔρχονται μόνο ἀπ’ ἔξω μέ τήν ἐπανάσταση καί τήν ἀλλαγή στίς ἐξωτερικές συνθήκες. Στό χέρι τους εἶναι νά ἀποδείξουν οἱ χριστιανοί ὅτι στήν πραγματικότητα καθετί ξεκινάει ἀπό μέσα - ἀπό τήν πίστη καί τή ζωή σύμφωνα μέ τήν πίστη αὐτή. Ἡ Ἐκκλησία ὅταν μπῆκε στόν Ἑλληνο-ρωμαϊκό κόσμο, δέν κατάγγειλε τή δουλεία, δέν ξεσήκωσε σέ ἐπανάσταση. Αὐτή ἡ ἴδια ἡ πίστη της, ἡ νέα θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς ζωῆς εἶναι κείνη πού προοδευτικά καταργεῖ τή δουλεία. Ἕνας «ἅγιος» - καί ἅγιος ἐδῶ σημαίνει, πολύ ἀπλά, κάθε ἄνθρωπος πού παίρνει πάντοτε στά σοβαρά τήν πίστη του - θά κάνει πολύ περισσότερα γιά τήν ἀλλαγή τοῦ κόσμου παρά χιλιάδες τυπωμένα προγράμματα. Ὁ ἅγιος εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός ἐπαναστάτης σ’ αὐτόν τόν κόσμο.
Μιά τελευταία γενική παρατήρηση: ἡ Μεγάλη Σαρακοστή εἶναι εὐκαιρία γιά ἔλεγχο στά λόγια μας. Ὁ κόσμος μας εἶναι ὑπερβολικά βερμπαλιστικός καί μεῖς συνέχεια πλημμυρίζουμε ἀπό λόγια πού ἔχουν χάσει τό νόημά τους καί συνεπῶς τή δύναμή τους. Ὁ Χριστιανισμός ἀποκαλύπτει τήν ἱερότητα τοῦ λόγου - ἕνα ἀληθινό θεῖο δῶρο στόν ἄνθρωπο. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς ἡ ὁμιλία μας εἶναι προικισμένη μέ τεράστια δύναμη εἴτε θετική εἴτε ἀρνητική . Γι’ αὐτό ἐπίσης καί θά κριθοῦμε γιά τά λόγια μας : «λέγω δέ ὑμῖν ὅτι πᾶν ρῆμα ἀργόν ὅ ἐάν λαλήσωσιν οἱ ἄνθρωποι ἀποδώσουσι περί αὐτοῦ λόγον ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως. Ἐκ γάρ τῶν λόγων σου δικαιωθήσῃ καί ἐκ τῶν λόγων σου καταδικασθήσῃ» (Ματθ. 12,36-37).
Ἐλέγχουμε τά λόγια μας μέ τό νά ἀνακαλύπτουμε τή σοβαρότητα καί τήν ἱερότητά τους, νά καταλαβαίνουμε ὅτι μερικές φορές ἕνα «ἀστεῖο» πού λέγεται ἀπερίσκεπτα, μπορεῖ νά ἔχει καταστρεπτικά ἀποτελέσματα, μπορεῖ νά γίνει ἐκείνη ἡ τελευταία «σταγόνα» πού ξεχυλίζει τό ποτήρι καί ὁ ἄνθρωπος φτάνει στήν τελική ἀπελπισία καί καταστοφή. Ἀλλά ὁ λόγος μπορεῖ ἐπίσης νά εἶναι καί μιά μαρτυρία. Μιά τυχαία συνομιλία σ’ ἕνα γραφεῖο μέ τό συνάδελφο μπορεῖ νά μεταδώσει καλύτερα μιά θεώρηση γιά τή ζωή, μιά διάθεση ἀπέναντι στούς ἄλλους ἀνθρώπους καί στή δουλειά καί νά ἔχει περισσότερα ἀποτελέσματα ἀπό ἕνα τυπικό κήρυγμα. Μπορεῖ, ἀπό μιά τέτοια συνομιλία, νά πέσουν σπόροι γιά μιά τέτοια ἐρώτηση πάνω στή δυνατότητα μιᾶς ἄλλης προσέγγισης τῆς ζωῆς, σπόροι γιά ἐπιθυμία νά γνωρίσει κανείς περισσότερα. Δέν ἔχουμε, πραγματικά, ἰδέα πόσο ἐπηρεάζουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον μέ τά λόγια, μέ τόν τόνο τῆς προσωπικότητάς μας. Και τελικά οἱ ἄνθρωποι ἐλκύονται στό Θεό, ὄχι γιατί κάποιος μπόρεσε νά τούς δώσει διαφωτιστικές ἐξηγήσεις ἀλλά γιατί εἶδαν σ’ αὐτόν τό Φῶς, τή χαρά, τό βάθος, τή σοβαρότητα, τήν ἀγάπη πού ἀπό μόνα τους ἀποκαλύπτουν τήν παρουσία καί τή δύναμη τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο.
Ἔτσι, ἄν ἡ Μεγάλη Σαρακοστή, εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τῆς πίστης ἀπό τόν ἄνθρωπο, εἶναι ἐπίσης καί ἀνόρθωση τῆς ζωῆς του, τοῦ θεϊκοῦ νοήματός της, τοῦ κρυμμένου βάθους της. Μέ τό νά ἀπέχουμε ἀπό τήν τροφή ξαναβρίσκουμε τη γλύκα της καί ξαναμαθαίνουμε πῶς νά τήν παίρνουμε ἀπό τό Θεό μέ χαρά καί εὐγνωμοσύνη. Μέ τό «νά μειώνουμε» τίς ψυχαγωγίες, τή μουσική, τίς συζητήσεις, τίς ἐπιπόλαιες κοινωνικότητες, ἀνακαλύπτουμε τήν τελική ἀξία τῶν ἀνθρώπινων σχέσεων, τῆς ἀνθρώπινης δουλειᾶς, τῆς ἀνθρώπινης τέχνης. Καί τά ξαναβρίσκουμε ὅλα αὐτά ἀκριβῶς γιατί ξαναβρίσκουμε τόν ἴδιο τό Θεό, γιατί ξαναγυρίζουμε σ’ Αὐτόν καί δι’ Αὐτοῦ σέ ὅλα ὅσα Ἐκεῖνος μᾶς ἔδωσε μέσα ἀπό τήν τέλεια ἀγάπη καί τό ἔλεός Του. Ἔτσι τή νύχτα τῆς Ἀνάστασης ψέλνουμε :
Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καί γῆ καί τά καταχθόνια.
Ἑορταζέτω γοῦν πᾶσα κτίσις, τήν ἔγερσιν Χριστοῦ, ἐν ᾖ ἐστερέωται.
Μή μᾶς ἀποστερήσεις αὐτῆς τῆς προσδοκίας, Φιλάνθρωπε Κύριε!
Καλή δύναμι!
Καλό στάδιο πνευματικοῦ ἀγῶνος!
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
Μέ τήν παρακολούθηση τῶν ἀκολουθιῶν, μέ τή νηστεία, ἀκόμα καί μέ τήν προσευχή σέ τακτά διαστήματα δέν ἐξαντλεῖται ἡ ὅλη προσπάθεια στή διάρκεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς. Ἤ μάλλον γιά νά εἶναι ὅλα αὐτά ἀποτελεσματικά καί νά ἔχουν νόημα, πρέπει νά ὑποστηρίζονται καί ἀπό αὐτή τήν ἴδια τή ζωή. Χρειάζεται δηλαδή ἕνας «τρόπος ζωῆς» πού νά μήν ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ ὅλα αὐτά καί νά μήν ὁδηγεῖ σέ μία «διασπασμένη» ὔπαρξη. Στό παρελθόν, στίς ὀρθόδοξες χῶρες ἡ ἴδια ἡ κοινωνία πρόσφερε μιά τέτοια ὑποστήριξη μέ τόν συνδυασμό πού εἶχε στά ἔθιμα, στίς ἐξωτερικές ἀλλαγές, μέ τή νομοθεσία, μέ τούς δημόσιους καί ἰδιωτικούς κανονισμούς, μέ ὅλα δηλαδή ὅσα περιλαμβάνονται στή λέξη πολιτισμός. Κατά τή Μεγάλη Σαρακοστή ὁλόκληρη ἡ κοινωνία ἀποδεχόταν ἕνα συγκεκριμένο ρυθμό ζωῆς, ὁρισμένους κανόνες πού ὑπενθύμιζαν στά ἅτομα – μέλη τῆς κοινωνίας τήν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς. Ἀκριβῶς ἐπειδή εἴμαστε ἀδύναμοι χρειαζόμαστε τίς ἐξωτερικές ὑπενθυμίσεις, τά σύμβολα, τά σημάδια. Φυσικά πάντα ὑπάρχει ὁ κίνδυνος αὐτά τά ἐξωτερικά σύμβολα ν’ ἀποκτήσουν αὐτοτέλεια, νά γίνουν γιά τήν κοινή ἀντίληψη τό μόνο περιεχόμενο τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς.
Γιά τήν ὀρθόδοξη ἀντίληψη, τό σπίτι καί ἡ οἰκογένεια ἀποτελοῦν τήν πρώτη καί βασικότερη περιοχή τῆς χριστιανικῆς ζωῆς ἤ τῆς ἐφαρμογῆς τῶν χριστιανικῶν ἀρχῶν στήν καθημερινή ζωή. Τό σπίτι δηλαδή τό στύλ καί τό πνεῦμα τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς καί ὄχι τό σχολεῖο, ἀκόμα οὔτε καί ἡ Ἐκκλησία, εἶναι ἐκεῖνο πού σχηματίζει μέσα μας τή θεμελιακή ἀντίληψη γιά τόν κόσμο∙ πού μορφοποιεῖ στό ἐσωτερικό μας τό βασικό προσανατολισμό τόν ὁποῖο ἴσως γιά ἀρκετό διάστημα δέν τόν καταλαβαίνουμε, ἀλλά πού τελικά θά γίνει ἕνας ἀποφασιστικός παράγοντας. Ὁ στάρετς Ζωσιμᾶς τοῦ Dostoyefsky στούς Ἀδελφούς Καραμαζώφ λέει : «ἐκεῖνος πού μπορεῖ νά ἔχει καλές ἀναμνήσεις ἀπό τήν παιδική του ἠλικία εἶναι σωσμένος γιά ὅλη του τή ζωή». Τό σημαντικό δέ εἶναι ὅτι κάνει αὐτή τήν παρατήρηση ὔστερα ἀπό τή θύμηση τῆς μητέρας του πού τόν εἴχε πάρει μαζί της στήν Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων. Θυμᾶται τήν ὁμορφιά τῆς ἀκολουθίας, τή μοναδική μελωδία τοῦ κατανυκτικοῦ «κατευθυνήτω ἡ προσευχή μου ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν σου...». Ἡ ὑπέροχη προσπάθεια γιά θρησκευτική ἀγωγή πού γίνεται σήμερα στά κατηχητικά σχολεῖα δέ σημαίνει καί πολλά πράγματα, ἄν δέν βασίζεται στή ζωή τῆς οἰκογένειας. Τί λοιπόν, θά μποροῦσε καί θά ἔπρεπε νά γίνει στό σπίτι στή διάρκεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς; Ἐπειδή εἶναι ἀδύνατο νά καλύψουμε ἐδῶ ὅλες τίς πλευρές τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς θά περιοριστοῦμε μόνο σέ μιά ἀπ’ αὐτές.
Ὅλοι μας, χωρίς ἀμφιβολία, συμφωνοῦμε ὅτι ὁ τρόπος τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς ἔχει ριζικά ἀλλοιωθεῖ μέ τήν παρουσία τοῦ ραδιοφώνου καί τῆς τηλεόρασης. Αὐτά τά μέσα τῆς «μαζικῆς ἐνημέρωσης» διαποτίζουν σήμερα ὁλόκληρη τή ζωή. Δέν χρειάζεται κανείς νά βγεῖ ἀπό τό σπίτι γιά νά βρεθεῖ «ἔξω». Ὁλόκληρος ὁ κόσμος εἶναι μόνιμα ἐδῶ, σέ ἀπόσταση πού τόν φτάνουμε . . . ἀκίνητοι. Καί, σιγά σιγά, ἡ στοιχειώδης ἐμπειρία νά βρεθοῦμε σ’ ἕνα ἐσωτερικό κόσμο, μέσα στήν ὁμορφιά τῆς «ἐσωτερικότητας» ἔχει ἐντελῶς χαθεῖ ἀπό τό σύγχρονο πολιτισμό μας. Καί ἄν δέν εἶναι ἡ τηλεόραση, εἶναι ἡ μουσική. Ἡ μουσική ἔπαψε νά εἶναι κάτι πού τό ἀκούει κανείς∙ σταθερά πιά ἔγινε μιά «ὑπόκρουση θορύβου» πού συνοδεύει τίς συνομιλίες μας, τό διάβασμα, τό γράψιμο κλπ.. Στήν πραγματικότητα αὐτή ἡ ἀνάγκη νά ἀκούγεται συνέχεια μουσική φανερώνει τήν ἀδυναμία τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου νά χαρεῖ τή σιωπή, νά τήν καταλάβει ὄχι σάν κάτι ἀρνητικό, σάν μιά ἀπλή ἔλλειψη, ἀλλά ἀκριβῶς σάν μιά παρουσία καί σάν τή μοναδική προϋπόθεση γιά τήν πιό ἀληθινή παρουσία. Ἄν ὁ χριστιανός τοῦ παρελθόντος ζοῦσε κατά ἕνα μεγάλο βαθμό σ’ ἕνα σιωπηλό κόσμο πού τοῦ ἔδινε πλούσιες εὐκαιρίες γιά αὐτόσυγκέντερωση στόν ἐσωτερικό του κόσμο, ὁ σημερινός χριστιανός εἶναι ἀναγκασμένος νά κάνει εἰδική προσπάθεια γιά νά καλύψει αὐτή τήν ἀναγκαία διάσταση τῆς σιωπῆς ἡ ὁποία αὐτή μόνο μπορεῖ νά μᾶς φέρει σέ ἐπαφή μέ τίς ὑψηλές πραγματικότητες. Ἔτσι, λοιπόν, τό πρόβλημα τοῦ ραδιοφώνου καί τῆς τηλεόρασης στή διάρκεια τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς δέν εἶναι περιθωριακή ὑπόθεση, ἀλλά μέ πολλούς τρόπους εἶναι ἕνα θέμα πνευματικῆς ζωῆς ἤ θανάτου.
Πρέπει κανείς νά συνειδητοποιήσει ὅτι εἶναι ἀδύνατο νά μοιράσουμε τή ζωή μας ἀνάμεσα στή «χαρμολύπη» τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς καί στό τελευταίο σήριαλ. Αὐτά τά δύο βιώματα εἶναι ἀσυμβίβαστα καί τό ἕνα, σίγουρα, θά σκοτώσει τό ἄλλο. Καί εἶναι πολύ πιθανό, ἐκτός ἄν γίνεται μιά ἔντονη προσπάθεια, ὅτι τό τελευταίο σήριαλ ἔχει πολύ μεγαλύτερες ἐλπίδες σέ βάρος τῆς «χαρμολύπης» - παρά τό ἀντίθετο. Μιά πρώτη «συνήθεια» πού προτείνεται εἶναι νά μειωθεῖ δραστικά ἡ παρακολούθηση τοῦ Ραδιοφώνου καί τῆς τηλεόρασης στήν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς. Φυσικά τίποτε τό κακό δέν ὑπάρχει, λόγου χάρη, στό νά συνεχίσει κανείς νά παρακολουθεῖ στό ραδιόφωνο καί στήν τηλεόραση εἰδήσεις, ἐκλεκτές σειρές, ἐνδιαφέροντα καί πνευματικά ἤ διανοητικά ἐμπλουτισμένα προγράμματα. Ἐκεῖνο πού πρέπει νά σταματήσει στήν διάρκεια τῆς Σαρακοστῆς εἶναι ἡ πλήρης «παράδοση» στήν τηλεόραση - ἡ μετατροπή δηλαδή τοῦ ἀνθρώπου σέ «λάχανο» πάνω σέ μιά πολυθρόνα κολλημένο στήν ὀθόνη πού παθητικά δέχεται ὅ,τι βγαίνει ἀπ’ αὐτή. ὅταν ἤμουνα παιδί (ἦταν τότε ἡ προ-τηλεοπτική ἐποχή) ἡ μητέρα μου συνήθιζε νά κλειδώνει τό πιάνο στή διάρκεια τῆς Σαρακοστῆς. Ἀναφέρω αὐτή τήν προσωπική μου ἀνάμνηση μόνον σάν μιά διευκρίνηση τῆς ἐπίδρασης πού μποροῦν νά ἔχουν μερικές ἐξωτερικές ἐνέργειες στήν ψυχή ἑνός παιδιοῦ. Καί αὐτό πού κρύβεται ἐδῶ δέν εἶναι ἕνα ἀπλό ἀπομονωμένο ἔθιμο ἤ ἕνας κανόνας ἀλλά εἶναι μιά ἐμπειρία τῆς Σαρακοστῆς σάν μιᾶς εἰδικῆς χρονικῆς περιόδου, σάν κάποιουπράγματος πού εἶναι παρόν ὅλο τό χρόνο καί πού δέν πρέπει νά χαθεῖ, νά ἀκρωτηριαστεῖ, νά καταστραφεῖ. Ἐδῶ ἀκόμα, ὅσον ἀφορᾶ τή νηστεία, μιά ἀπλή ἀπουσία ἤ ἀποχή ἀπό τήν τροφή δέν εἶναι ἐπαρκής, πρέπει νά ἔχει τό θετικό της συμπλήρωμα.
Ἡ σιωπή πού δημιουργεῖ ἡ ἀπουσία τοῦ θορύβου τοῦ κόσμου, τῶν θορύβων πού παράγονται ἀπό τά μέσα τῆς μαζικῆς ἐπικοινωνίας, πρέπει νά γεμίσει μέ θετικό περιεχόμενο. Ἄν ἡ προσευχή εἶναι ἡ τροφή γιά τίς ψυχές μας, τροφή ἐπίσης, θέλει καί τό μυαλό μας, γιατί ἀκριβῶς αὐτό τό διανοητικό μέρος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πού καταστρέφεται σήμερα ἀπό τό ἀσταμάτητο σφυροκόπημα τῆς τηλεόρασης καί τοῦ ραδιοφώνου, τῶν ἐφημερίδων, τῶν εικονογραφημένων ἐκδόσεων κλπ. Αὐτό, λοιπόν, πού προτείνουμε, παράλληλα μέ τήν πνευματική προσπάθεια, εἶναι μιά διανοητική, θά λέγαμε, προσπάθεια. Πόσα, ἀλήθεια, ἀριστουργήματα, πόσους ὑπέροχους καρπούς τῆς ἀνθρώπινης σκέψης καί τῆς δημιουργικότητας ἀρνούμαστε στή ζωή μας μόνο καί μόνο γιατί μᾶς εἶναι πολύ πιό ἄνετο, γυρίζοντας στό σπίτι ἀπό τή δουλειά παραδομένοι στή σωματική καί διανοητική κόπωση, νά πιέσουμε τό κουμπί τῆς τηλεόρασης ἤ νά βυθιστοῦμε στό τέλειο κενό ἑνός εἰκονογραφημένου περιοδικοῦ. Ἀλλά πῶς φανταζόμαστε ὅτι θά μπορούσαμε νά προγραμματίσουμε τήν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς; Ἴσως νά κάνουμε ἕνα κατάλογο βιβλίων γιά διάβασμα; Φυσικά δέν εἶναι ἀπαραίτητο ὅλα αὐτά τά βιβλία νά εῑναι ὁπωσδήποτε θρησκευτικά, δέν μποροῦν ὅλοι νά γίνουν θεολόγοι. Ὅμως ὑπάρχει πολλή «Θεολογία» κρυμμένη σέ μερικά λογοτεχνικά ἀριστουργήματα καί καθετί πού πλουτίζει τή νοημοσύνη μας, κάθε καρπός τῆς ἀληθινῆς ἀνθρώπινης δημιουργίας εἶναι εὐλογημένος ἀπό τήν Ἐκκλησία καί, ὅταν χρησιμοποιηθεῖ κατάλληλα, ἀποκτάει πνευματική ἀξία.
Ἡ τετάρτη καί πέμπτη Κυριακή τῶν Νηστειῶν εἶναι ἀφιερωμένες στή μνήμη δύο μεγάλων διδασκάλων τῆς χριστιανικῆς πνευματικότητας: τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος καί τῆς ὀσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας. Θά πρέπει νά τό πάρουμε σάν μιά εὐρύτερη ἀπόδειξη ὅτι ἐκεῖνο πού ζητάει ἀπό μᾶς ἡ Ἐκκλησία νά κάνουμε στή διάρκει τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς εἶναι νά ἐμπλουτίσουμε τόν πνευματικό καί διανοητικό ἐσωτερικό κόσμο μας, νά μελετήσουμε καί νά στοχασθοῦμε πάνω σέ ὅ,τι μπορεῖ νά μᾶς βοηθήσει ν’ ἀνακαλύψουμε αὐτόν τόν ἐσωτερικό κόσμο καί τίς χαρές του. Ἀπό αὐτή τή χαρά, ἀπό τήν ἀληθινή κλήση τοῦ ἀνθρώπου πού ἐκπληρώνεται ἐσωτερικά καί ὄχι ἐξωτερικά, ὁ «σύγχρονος κόσμος» δέν μᾶς προσφέρει σήμερα οὔτε κάν μιά γεύση∙ ὅμως χωρίς αὐτή, χωρίς τήν ἀντίληψη τῆς Σαρακοστῆς σάν ταξιδιοῦ στό βάθος τοῦ εἶναι μας, ἡ Σαρακοστή χάνει τό νόημά της.
Τέλος ποῖο θα μπορούσε νά εἶναι τό νόημα τῆς Σαρακοστῆς στίς ἀτελείωτες ὧρες πού περνᾶμε ἔξω ἀπό τό σπίτι; Στίς συναλαγές μας, καθισμένοι σ’ ἕνα γραφεῖο ἤ ἀσκώντας τά ἐπαγγελματικά μας καθήκοντα, ἤ ἀναστρεφόμενοι τούς συναδέλφους καί τούς φίλους μας; Ἄν καί δέν εἶναι δυνατόν νά δοθεῖ ἐδῶ μιά συγκεκριμένη συνταγή, ὅπως καί σέ κάθε ἄλλη περίπτωση, ὅμως μερικές πολύ γενικές ἀπόψεις μποροῦν νά λεχθοῦν. Καί πρῶτα πρῶτα ἡ Σαρακοστή εἶναι μιά θαυμάσια εὐκαιρία νά ἐλέγξουμε τόν ἀπίστευτα ὑπεροπτικό χαρακτήρα μας στίς σχέσεις μας μέ τούς ἀνθρώπους, στά διάφορα γεγονότα καί στή δουλειά. «Χαμογέλα!», «μή στεναχωριέσαι» κλπ. εἶναι σλόγκαν πού στήν πραγματικότητα ἔγιναν «διαταγές» πού πρόθυμα τίς δεχόμαστε καί πού σημαίνουν : μήν ἀνακατεύεσαι, μή ρωτᾶς, μή προχωρᾶς βαθύτερα στίς σχέσεις σου μέ τούς ἄλλους ἀνθρώπους∙ φύλαξε τούς κανόνες τοῦ παιχνιδιοῦ πού συνδυάζει τή φιλική διάθεση μέ τήν τέλεια ἀδιαφορία∙ σκέψου τά πάντα μόνο μέσα στά πλαίσια τοῦ ὑλικοῦ κέρδους, τῆς ὠφέλειας, τῆς προαγωγῆς∙ νά εἶσαι, μ’ ἄλλα λόγια, ἕνα κομμάτι τοῦ κόσμου ὁ ὁποῖος ἐνῶ συνέχεια χρησιμοποιεῖ τίς μεγάλες λέξεις : ἐλευθερία, εὐθύνη, φροντίδα κλπ., de facto ἀκολουθεῖ τήν ὑλιστική ἀρχή ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι αὐτό πού τρώει!
Ἡ Μεγάλη Σαρακοστή εἶναι περίοδος γιά ἀναζήτηση νοήματος. νά βρῶ, δηλαδή, νόημα στήν ἐπαγγελματική μου ζωή στά πλαίσια τῆς κλήσης μου∙ νόημα στίς προσωπικές σχέσεις μου με τ’ ἄλλα πρόσωπα∙ νόημα στή φιλία, νόημα στίς εὐθύνες μου. Δέν ὑπάρχει ἀπασχόληση, ἐπάγγελμα πού νά μή μπορεῖ νά «μεταμορφωθεῖ» - ἔστω καί γιά λίγο μόνο – μέ στόχο ὄχι τή μεγαλύτερη άπόδοση ἤ τήν καλύτερη, ὀργάνωση ἀλλά τίς ἀνθρώπινες σχέσεις. Ἡ ἴδια προσπάθεια γιά «ἐσωτερικοποίηση» ὅλων τῶν σχέσεών μας εἶναι ἀπαραίτητη γιατί εἴμαστε ἐλεύθερες ἀνθρώπινες ὑπάρξεις πού καταντήσαμε (χωρίς τίς περισσότερες φορές νά τό ξέρουμε)φυλακισμένοι στά συστήματα τά ὁποῖα προοδευτικά κάνουν τόν κόσμο μας ἀπάνθρωπο. Καί ἄν στήν πίστη μας ὑπάρχει νόημα, αὐτό πρέπει νά εἶναι συνδεδεμένο μέ τή ζωή καί ὅλα τά συνακόλουθά της. Χιλιάδες ἄνθρωποι νομίζουν ὅτι οἱ ἀπαραίτητες ἀλλαγές ἔρχονται μόνο ἀπ’ ἔξω μέ τήν ἐπανάσταση καί τήν ἀλλαγή στίς ἐξωτερικές συνθήκες. Στό χέρι τους εἶναι νά ἀποδείξουν οἱ χριστιανοί ὅτι στήν πραγματικότητα καθετί ξεκινάει ἀπό μέσα - ἀπό τήν πίστη καί τή ζωή σύμφωνα μέ τήν πίστη αὐτή. Ἡ Ἐκκλησία ὅταν μπῆκε στόν Ἑλληνο-ρωμαϊκό κόσμο, δέν κατάγγειλε τή δουλεία, δέν ξεσήκωσε σέ ἐπανάσταση. Αὐτή ἡ ἴδια ἡ πίστη της, ἡ νέα θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς ζωῆς εἶναι κείνη πού προοδευτικά καταργεῖ τή δουλεία. Ἕνας «ἅγιος» - καί ἅγιος ἐδῶ σημαίνει, πολύ ἀπλά, κάθε ἄνθρωπος πού παίρνει πάντοτε στά σοβαρά τήν πίστη του - θά κάνει πολύ περισσότερα γιά τήν ἀλλαγή τοῦ κόσμου παρά χιλιάδες τυπωμένα προγράμματα. Ὁ ἅγιος εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός ἐπαναστάτης σ’ αὐτόν τόν κόσμο.
Μιά τελευταία γενική παρατήρηση: ἡ Μεγάλη Σαρακοστή εἶναι εὐκαιρία γιά ἔλεγχο στά λόγια μας. Ὁ κόσμος μας εἶναι ὑπερβολικά βερμπαλιστικός καί μεῖς συνέχεια πλημμυρίζουμε ἀπό λόγια πού ἔχουν χάσει τό νόημά τους καί συνεπῶς τή δύναμή τους. Ὁ Χριστιανισμός ἀποκαλύπτει τήν ἱερότητα τοῦ λόγου - ἕνα ἀληθινό θεῖο δῶρο στόν ἄνθρωπο. Γι’ αὐτό ἀκριβῶς ἡ ὁμιλία μας εἶναι προικισμένη μέ τεράστια δύναμη εἴτε θετική εἴτε ἀρνητική . Γι’ αὐτό ἐπίσης καί θά κριθοῦμε γιά τά λόγια μας : «λέγω δέ ὑμῖν ὅτι πᾶν ρῆμα ἀργόν ὅ ἐάν λαλήσωσιν οἱ ἄνθρωποι ἀποδώσουσι περί αὐτοῦ λόγον ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως. Ἐκ γάρ τῶν λόγων σου δικαιωθήσῃ καί ἐκ τῶν λόγων σου καταδικασθήσῃ» (Ματθ. 12,36-37).
Ἐλέγχουμε τά λόγια μας μέ τό νά ἀνακαλύπτουμε τή σοβαρότητα καί τήν ἱερότητά τους, νά καταλαβαίνουμε ὅτι μερικές φορές ἕνα «ἀστεῖο» πού λέγεται ἀπερίσκεπτα, μπορεῖ νά ἔχει καταστρεπτικά ἀποτελέσματα, μπορεῖ νά γίνει ἐκείνη ἡ τελευταία «σταγόνα» πού ξεχυλίζει τό ποτήρι καί ὁ ἄνθρωπος φτάνει στήν τελική ἀπελπισία καί καταστοφή. Ἀλλά ὁ λόγος μπορεῖ ἐπίσης νά εἶναι καί μιά μαρτυρία. Μιά τυχαία συνομιλία σ’ ἕνα γραφεῖο μέ τό συνάδελφο μπορεῖ νά μεταδώσει καλύτερα μιά θεώρηση γιά τή ζωή, μιά διάθεση ἀπέναντι στούς ἄλλους ἀνθρώπους καί στή δουλειά καί νά ἔχει περισσότερα ἀποτελέσματα ἀπό ἕνα τυπικό κήρυγμα. Μπορεῖ, ἀπό μιά τέτοια συνομιλία, νά πέσουν σπόροι γιά μιά τέτοια ἐρώτηση πάνω στή δυνατότητα μιᾶς ἄλλης προσέγγισης τῆς ζωῆς, σπόροι γιά ἐπιθυμία νά γνωρίσει κανείς περισσότερα. Δέν ἔχουμε, πραγματικά, ἰδέα πόσο ἐπηρεάζουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον μέ τά λόγια, μέ τόν τόνο τῆς προσωπικότητάς μας. Και τελικά οἱ ἄνθρωποι ἐλκύονται στό Θεό, ὄχι γιατί κάποιος μπόρεσε νά τούς δώσει διαφωτιστικές ἐξηγήσεις ἀλλά γιατί εἶδαν σ’ αὐτόν τό Φῶς, τή χαρά, τό βάθος, τή σοβαρότητα, τήν ἀγάπη πού ἀπό μόνα τους ἀποκαλύπτουν τήν παρουσία καί τή δύναμη τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο.
Ἔτσι, ἄν ἡ Μεγάλη Σαρακοστή, εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τῆς πίστης ἀπό τόν ἄνθρωπο, εἶναι ἐπίσης καί ἀνόρθωση τῆς ζωῆς του, τοῦ θεϊκοῦ νοήματός της, τοῦ κρυμμένου βάθους της. Μέ τό νά ἀπέχουμε ἀπό τήν τροφή ξαναβρίσκουμε τη γλύκα της καί ξαναμαθαίνουμε πῶς νά τήν παίρνουμε ἀπό τό Θεό μέ χαρά καί εὐγνωμοσύνη. Μέ τό «νά μειώνουμε» τίς ψυχαγωγίες, τή μουσική, τίς συζητήσεις, τίς ἐπιπόλαιες κοινωνικότητες, ἀνακαλύπτουμε τήν τελική ἀξία τῶν ἀνθρώπινων σχέσεων, τῆς ἀνθρώπινης δουλειᾶς, τῆς ἀνθρώπινης τέχνης. Καί τά ξαναβρίσκουμε ὅλα αὐτά ἀκριβῶς γιατί ξαναβρίσκουμε τόν ἴδιο τό Θεό, γιατί ξαναγυρίζουμε σ’ Αὐτόν καί δι’ Αὐτοῦ σέ ὅλα ὅσα Ἐκεῖνος μᾶς ἔδωσε μέσα ἀπό τήν τέλεια ἀγάπη καί τό ἔλεός Του. Ἔτσι τή νύχτα τῆς Ἀνάστασης ψέλνουμε :
Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καί γῆ καί τά καταχθόνια.
Ἑορταζέτω γοῦν πᾶσα κτίσις, τήν ἔγερσιν Χριστοῦ, ἐν ᾖ ἐστερέωται.
Μή μᾶς ἀποστερήσεις αὐτῆς τῆς προσδοκίας, Φιλάνθρωπε Κύριε!
Καλή δύναμι!
Καλό στάδιο πνευματικοῦ ἀγῶνος!
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ