Του π. Θεμιστοκλή ΜουρτζανούΤα μυστήρια της πίστης μας αποτελούν για πολλούς από τους ανθρώπους της εποχής μας «αμφίβολα ακούσματα». Διακατεχόμενοι από το πνεύμα του ορθολογισμού, το οποίο μετρά τα πάντα με βάση την παρατήρηση, το πείραμα, την απόδειξη, δεν δίνουν περιθώριο στον εσώτερο άνθρωπο να αφεθεί στο άνοιγμα προς έναν κόσμο, ο οποίος δεν μπορεί να χωρέσει
στη λογική του πειραματισμού, αλλά αφήνει σ’ αυτόν που τον προσεγγίζει την δυνατότητα να διαπιστώσει ότι υπάρχει και μία άλλη διάσταση στην ύπαρξη: αυτή της ψυχής η οποία δημιουργεί, αλλά και έρχεται σε επαφή με τον Δημιουργό του κόσμου. Το παράδοξο είναι ότι όλοι όσοι αμφιβάλλουν είναι ανοιχτοί σε ένα κομμάτι της ανθρώπινης ύπαρξης που δεν έχει πάντοτε λογική: την τέχνη. Κανείς δεν είναι δυνατόν να ερμηνεύσει πώς και γιατί ένα μουσικό έργο μας συγκινεί, όπως επίσης δεν είναι δυνατόν να περιγράψει τα συναισθήματα που του προκαλούνται από την ακρόασή του επακριβώς. Αλλά, ακόμη κι αν τα καταφέρει, κανείς άλλος δεν μπορεί να ζήσει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο την συγκίνηση του περιγράψαντος. Κι αυτό διότι η εμπειρία έχει μοναδικά αποτελέσματα, τόσο στον δημιουργό, όσο και στον αποδέκτη. Αυτό όμως που για την τέχνη γίνεται αποδεκτό, δηλαδή το μυστήριό της, δεν γίνεται αντίστοιχα αποδεκτό για την πίστη. Κι εδώ έρχεται η αντίφαση στο ορθολογιστικό πνεύμα.
Η Υπεραγία Θεοτόκος, δεσπόζων πρόσωπο στη ζωή της πίστης, αλλά και στην Μεγάλη Τεσσαρακοστή, είναι εκ των πραγμάτων αμφίβολο άκουσμα για τους απίστους, τους άθεους, τους ορθολογιστές. Δεν είναι δυνατόν μία κοπέλα να γεννά, άνευ ανδρός, τον Θεό. Να παραμένει προ τόκου, κατά τον τόκο και μετά τον τόκο παρθένος. Δεν είναι δυνατόν να γίνεται χώρα του αχωρήτου. Δεν είναι δυνατόν μετά τον θάνατό της να μεθίσταται στους ουρανούς. Δεν είναι δυνατόν να μεσιτεύει δίπλα στον Υιό και Θεό της για τον καθέναν από εμάς, να γίνεται η Απαντοχή και η Προστάτις όλων των ανθρώπων. Τα μυστήρια της πίστης είναι ακατανόητα και αμφίβολα.
Όμως για τους πιστούς η Υπεραγία Θεοτόκος είναι το «αναμφίβολο καύχημά μας». Πρώτα γιατί το ανθρώπινο Γένος έδωσε ό,τι καλύτερο είχε να δώσει στο Δημιουργό του στο πρόσωπο της Παναγίας. Του έδωσε την χάρη, την αγνότητα, την αγάπη, την ομορφιά, την αρετή, το πνευματικό και σωματικό κάλλος, αλλά και την δυνατότητα της δημιουργίας που έχει η κάθε γυναίκα με την μητρότητα, επομένως και ο κάθε άνθρωπος. Η Παναγία είναι το αντίδωρο του ανθρώπου στο Θεό για την δημιουργία του από Εκείνον. Γι’ αυτό και ονομάστηκε «νέα Εύα». Η πρώτη Εύα είναι το δώρο του Θεού, η αρχή της ζωής για τον άνθρωπο και τον κόσμο. Η δεύτερη Εύα είναι το αντίδωρο του ανθρώπου στο Θεό, η ευχαριστία του και η ευγνωμοσύνη του όχι μόνο για την ζωή, αλλά και για την ανακαίνιση του ανθρώπου και του κόσμου, όπως αυτή προήλθε από τον καρπό της δευτέρας Εύας, που είναι ο Χριστός.
Είναι το αναμφίβολο καύχημά μας η Υπεραγία Θεοτόκος γιατί είναι αυτή που υπάκουσε στο θέλημα του Θεού, νικώντας το δικό της ορθολογιστικό πνεύμα, το οποίο της έλεγε ότι δεν θα μπορούσε να κυοφορήσει άνευ ανδρός. Η Παναγία, για μία στιγμή, βρέθηκε στην θέση όλων των ορθολογιστών ανά τους αιώνες. Μόνο που εκείνοι μένουν στον ορθολογισμό τους. Η Παναγία αφέθηκε στο θέλημα του Θεού, δείχνοντας την κορυφαία αρετή που μπορεί να δείξει ο άνθρωπος: την εμπιστοσύνη στον Πλάστη Του. Δεν ρώτησε παραπέρα η Παναγία. Σε αντίθεση με την πρώτη Εύα, η οποία απέδωσε την πτώση της στο φίδι, δηλαδή στα δημιουργήματα του Θεού, ενώ η ίδια συζήτησε μαζί του, ενώ η ίδια αμφισβήτησε τον λόγο του Θεού και την εντολή Του να μη φάει ο άνθρωπος από το δένδρο της γνώσης του καλού και του κακού, για να μην πεθάνει όντας μακριά από το Θεό, η Παναγία δεν συζήτησε περαιτέρω τον λόγο του Θεού. Τον αποδέχθηκε και μας έδειξε τι σημαίνει εμπιστοσύνη. Έκανε, δηλαδή, για λογαριασμό μας, ό,τι δυσκολευόμαστε οι περισσότεροι στη ζωή μας σε σχέση με το Θεό.
Είναι το αναμφίβολο καύχημά μας η Υπεραγία Θεοτόκος γιατί αφιέρωσε όλη της τη ζωή στην διακονία του Υιού της. Και ήταν σταυρός αυτή η διακονία. Να περιμένει τη ρομφαία που θα διήρχετο την καρδιά της, κατά τον λόγο του Συμεών. Να γνωρίζει ότι το παιδί της έπρεπε να το μοιραστεί με όλο τον κόσμο, να είναι δικό της και να μην είναι. Να το βλέπει με τον λόγο και τα θαύματά Του να αναδεικνύει την οδό για την Βασιλεία του Θεού και να ζει την άνοδό Του στο Σταυρό, ωσάν τον κακούργο, να μην μπορεί να συλλάβει το μέγεθος της κακίας και της αχαριστίας των ανθρώπων που ο Υιός της ευεργέτησε, να Τον συνοδεύει στον τάφο, κάτι που είναι ο μεγαλύτερος πόνος για μια μάνα. Αλλά ήταν και χαρά αυτή η διακονία, που κορυφώθηκε στην Ανάσταση. Έκανε δηλαδή και πάλι η Παναγία ό,τι δεν είναι εύκολο στους περισσότερους από εμάς: να διακονούμε με αγάπη το Χριστό στα πρόσωπα των αδελφών μας, να σηκώνουμε το Σταυρό μας, όχι ζητώντας, αλλά δίνοντας και αποδεχόμενοι σιωπηλά ότι τίποτα δεν μας ανήκει, μολονότι «μηδέν έχοντες», χάρις στο Θεό είμαστε «τα πάντα κατέχοντες».
Η Παναγία είναι το αναμφίβολο καύχημά μας. Για να το βιώσουμε αυτό χρειάζεται να ζούμε την παρουσία της στην Εκκλησία, με τον αγώνα για το πνευματικό κάλλος ως αντίδωρο της αγάπης του Θεού. Με την άφεσή μας στο θέλημά Του, δηλαδή την υπακοή της πίστης. Με την διακονία της αγάπης μέχρι τέλους στον αδελφό μας, όπου κι αν αυτός βρίσκεται. Ας μην κλονιζόμαστε από την ρητορεία των απίστων που αμφιβάλλουν για τα όσα ακούνε και βλέπουν και γνωρίζουν. Εκείνη είναι κοντά μας με την δύναμη της αγάπης που γίνεται προσευχή, δάκρυα, μητρότητα για τον καθέναν μας. Και μπορεί να μας συνδράμει τόσο στην προσωπική μας ζωή, όσο και στην κοινωνική μας πραγματικότητα. Ο δικός της τρόπος μας κάνει να ξεπερνάμε κρίσεις, όπως έγινε επανειλημμένα στο παρελθόν. Όπως έγινε το βράδυ που εψάλη ο Ακάθιστος Ύμνος στην Κωνσταντινούπολη. Όπως έγινε στα χρόνια της σκλαβιάς. Όπως έγινε στον αγώνα του ’40. Όπως γίνεται κάθε φορά που ο άνθρωπος δεν βάζει μπροστά τον ορθολογισμό του, αλλά αφήνεται στο μυστήριο της πίστης. Δρα, χωρίς να αγωνιά. Και βιώνει τελικά την εμπιστοσύνη του στο Θεό ως τη χαρά και το καύχημά του.
στη λογική του πειραματισμού, αλλά αφήνει σ’ αυτόν που τον προσεγγίζει την δυνατότητα να διαπιστώσει ότι υπάρχει και μία άλλη διάσταση στην ύπαρξη: αυτή της ψυχής η οποία δημιουργεί, αλλά και έρχεται σε επαφή με τον Δημιουργό του κόσμου. Το παράδοξο είναι ότι όλοι όσοι αμφιβάλλουν είναι ανοιχτοί σε ένα κομμάτι της ανθρώπινης ύπαρξης που δεν έχει πάντοτε λογική: την τέχνη. Κανείς δεν είναι δυνατόν να ερμηνεύσει πώς και γιατί ένα μουσικό έργο μας συγκινεί, όπως επίσης δεν είναι δυνατόν να περιγράψει τα συναισθήματα που του προκαλούνται από την ακρόασή του επακριβώς. Αλλά, ακόμη κι αν τα καταφέρει, κανείς άλλος δεν μπορεί να ζήσει με τον ίδιο ακριβώς τρόπο την συγκίνηση του περιγράψαντος. Κι αυτό διότι η εμπειρία έχει μοναδικά αποτελέσματα, τόσο στον δημιουργό, όσο και στον αποδέκτη. Αυτό όμως που για την τέχνη γίνεται αποδεκτό, δηλαδή το μυστήριό της, δεν γίνεται αντίστοιχα αποδεκτό για την πίστη. Κι εδώ έρχεται η αντίφαση στο ορθολογιστικό πνεύμα.
Η Υπεραγία Θεοτόκος, δεσπόζων πρόσωπο στη ζωή της πίστης, αλλά και στην Μεγάλη Τεσσαρακοστή, είναι εκ των πραγμάτων αμφίβολο άκουσμα για τους απίστους, τους άθεους, τους ορθολογιστές. Δεν είναι δυνατόν μία κοπέλα να γεννά, άνευ ανδρός, τον Θεό. Να παραμένει προ τόκου, κατά τον τόκο και μετά τον τόκο παρθένος. Δεν είναι δυνατόν να γίνεται χώρα του αχωρήτου. Δεν είναι δυνατόν μετά τον θάνατό της να μεθίσταται στους ουρανούς. Δεν είναι δυνατόν να μεσιτεύει δίπλα στον Υιό και Θεό της για τον καθέναν από εμάς, να γίνεται η Απαντοχή και η Προστάτις όλων των ανθρώπων. Τα μυστήρια της πίστης είναι ακατανόητα και αμφίβολα.
Όμως για τους πιστούς η Υπεραγία Θεοτόκος είναι το «αναμφίβολο καύχημά μας». Πρώτα γιατί το ανθρώπινο Γένος έδωσε ό,τι καλύτερο είχε να δώσει στο Δημιουργό του στο πρόσωπο της Παναγίας. Του έδωσε την χάρη, την αγνότητα, την αγάπη, την ομορφιά, την αρετή, το πνευματικό και σωματικό κάλλος, αλλά και την δυνατότητα της δημιουργίας που έχει η κάθε γυναίκα με την μητρότητα, επομένως και ο κάθε άνθρωπος. Η Παναγία είναι το αντίδωρο του ανθρώπου στο Θεό για την δημιουργία του από Εκείνον. Γι’ αυτό και ονομάστηκε «νέα Εύα». Η πρώτη Εύα είναι το δώρο του Θεού, η αρχή της ζωής για τον άνθρωπο και τον κόσμο. Η δεύτερη Εύα είναι το αντίδωρο του ανθρώπου στο Θεό, η ευχαριστία του και η ευγνωμοσύνη του όχι μόνο για την ζωή, αλλά και για την ανακαίνιση του ανθρώπου και του κόσμου, όπως αυτή προήλθε από τον καρπό της δευτέρας Εύας, που είναι ο Χριστός.
Είναι το αναμφίβολο καύχημά μας η Υπεραγία Θεοτόκος γιατί είναι αυτή που υπάκουσε στο θέλημα του Θεού, νικώντας το δικό της ορθολογιστικό πνεύμα, το οποίο της έλεγε ότι δεν θα μπορούσε να κυοφορήσει άνευ ανδρός. Η Παναγία, για μία στιγμή, βρέθηκε στην θέση όλων των ορθολογιστών ανά τους αιώνες. Μόνο που εκείνοι μένουν στον ορθολογισμό τους. Η Παναγία αφέθηκε στο θέλημα του Θεού, δείχνοντας την κορυφαία αρετή που μπορεί να δείξει ο άνθρωπος: την εμπιστοσύνη στον Πλάστη Του. Δεν ρώτησε παραπέρα η Παναγία. Σε αντίθεση με την πρώτη Εύα, η οποία απέδωσε την πτώση της στο φίδι, δηλαδή στα δημιουργήματα του Θεού, ενώ η ίδια συζήτησε μαζί του, ενώ η ίδια αμφισβήτησε τον λόγο του Θεού και την εντολή Του να μη φάει ο άνθρωπος από το δένδρο της γνώσης του καλού και του κακού, για να μην πεθάνει όντας μακριά από το Θεό, η Παναγία δεν συζήτησε περαιτέρω τον λόγο του Θεού. Τον αποδέχθηκε και μας έδειξε τι σημαίνει εμπιστοσύνη. Έκανε, δηλαδή, για λογαριασμό μας, ό,τι δυσκολευόμαστε οι περισσότεροι στη ζωή μας σε σχέση με το Θεό.
Είναι το αναμφίβολο καύχημά μας η Υπεραγία Θεοτόκος γιατί αφιέρωσε όλη της τη ζωή στην διακονία του Υιού της. Και ήταν σταυρός αυτή η διακονία. Να περιμένει τη ρομφαία που θα διήρχετο την καρδιά της, κατά τον λόγο του Συμεών. Να γνωρίζει ότι το παιδί της έπρεπε να το μοιραστεί με όλο τον κόσμο, να είναι δικό της και να μην είναι. Να το βλέπει με τον λόγο και τα θαύματά Του να αναδεικνύει την οδό για την Βασιλεία του Θεού και να ζει την άνοδό Του στο Σταυρό, ωσάν τον κακούργο, να μην μπορεί να συλλάβει το μέγεθος της κακίας και της αχαριστίας των ανθρώπων που ο Υιός της ευεργέτησε, να Τον συνοδεύει στον τάφο, κάτι που είναι ο μεγαλύτερος πόνος για μια μάνα. Αλλά ήταν και χαρά αυτή η διακονία, που κορυφώθηκε στην Ανάσταση. Έκανε δηλαδή και πάλι η Παναγία ό,τι δεν είναι εύκολο στους περισσότερους από εμάς: να διακονούμε με αγάπη το Χριστό στα πρόσωπα των αδελφών μας, να σηκώνουμε το Σταυρό μας, όχι ζητώντας, αλλά δίνοντας και αποδεχόμενοι σιωπηλά ότι τίποτα δεν μας ανήκει, μολονότι «μηδέν έχοντες», χάρις στο Θεό είμαστε «τα πάντα κατέχοντες».
Η Παναγία είναι το αναμφίβολο καύχημά μας. Για να το βιώσουμε αυτό χρειάζεται να ζούμε την παρουσία της στην Εκκλησία, με τον αγώνα για το πνευματικό κάλλος ως αντίδωρο της αγάπης του Θεού. Με την άφεσή μας στο θέλημά Του, δηλαδή την υπακοή της πίστης. Με την διακονία της αγάπης μέχρι τέλους στον αδελφό μας, όπου κι αν αυτός βρίσκεται. Ας μην κλονιζόμαστε από την ρητορεία των απίστων που αμφιβάλλουν για τα όσα ακούνε και βλέπουν και γνωρίζουν. Εκείνη είναι κοντά μας με την δύναμη της αγάπης που γίνεται προσευχή, δάκρυα, μητρότητα για τον καθέναν μας. Και μπορεί να μας συνδράμει τόσο στην προσωπική μας ζωή, όσο και στην κοινωνική μας πραγματικότητα. Ο δικός της τρόπος μας κάνει να ξεπερνάμε κρίσεις, όπως έγινε επανειλημμένα στο παρελθόν. Όπως έγινε το βράδυ που εψάλη ο Ακάθιστος Ύμνος στην Κωνσταντινούπολη. Όπως έγινε στα χρόνια της σκλαβιάς. Όπως έγινε στον αγώνα του ’40. Όπως γίνεται κάθε φορά που ο άνθρωπος δεν βάζει μπροστά τον ορθολογισμό του, αλλά αφήνεται στο μυστήριο της πίστης. Δρα, χωρίς να αγωνιά. Και βιώνει τελικά την εμπιστοσύνη του στο Θεό ως τη χαρά και το καύχημά του.