Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Σε μια πανελλαδική δημοσκόπηση της εταιρείας Κάπα Research που δημοσιεύθηκε σε γνωστή αθηναϊκή εφημερίδα την Κυριακή του Πάσχα οι ερωτηθέντες υποστήριξαν σε ποσοστό 42,5% ότι το Πάσχα αποτελεί γι’ αυτούς ευκαιρία επιστροφής στα παραδοσιακά ήθη και έθιμα, ενώ ένα ποσοστό 13,6% παραμένει μέχρι το τέλος στην αναστάσιμη θεία λειτουργία. Περίπου το 90% θεωρεί ότι το Πάσχα αποτελεί την γιορτή εκείνη μέσα από την οποία οι νεώτερες γενιές μαθαίνουν την παράδοση του ελληνισμού και αποκτούν συνείδηση της διαφορετικότητάς τους σε σχέση με άλλους λαούς. Παρότι τα ερωτήματα ήταν με τέτοια τρόπο διατυπωμένα, που ήθελαν να δείξουν ότι απουσιάζει το αληθινά πνευματικό βίωμα από τους Έλληνες και κυριαρχεί το συναισθηματικό και κοινωνικό, εντούτοις η απάντηση σε ποσοστό 33% (δηλαδή το 1/3 πανελλαδικά) των ερωτηθέντων ότι θέλουν σήμερα η Εκκλησία να επιτελέσει το πνευματικό της έργο, δηλαδή να συμπαρασταθεί στον άνθρωπο στις διάφορες στιγμές της ζωής του και να του δώσει ελπίδα, μαρτυρεί ότι από την κοινωνία μας δεν έχει χαθεί η προσδοκία για κάτι πιο ουσιαστικό στη σχέση της με την Εκκλησία, πέρα από την συμπαράσταση που ζητούνε οι πολλοί σε ζητήματα αλληλεγγύης και οικονομικής ενίσχυσης.
Ωστόσο αξίζει να σταθούμε λίγο περισσότερο στη σύνδεση του Πάσχα με τα ήθη και τα έθιμα. Μέσα από την δημοσκόπηση επιβεβαιώθηκε για μια ακόμη φορά ο τρόπος με τον οποίο οι ιδεολογικοί καθοδηγητές της κοινωνίας μας (πολιτικοί, διανοούμενοι, εφημερίδες) θέλουν να βλέπουν την πίστη και την Εκκλησία και την κύρια ιδέα που έχουν καταφέρει να περάσουν στους πολλούς (χωρίς να είναι άμοιρη ευθυνών η ποιμαίνουσα Εκκλησία, η οποία επαναπαύεται στο ότι υπάρχει αυτό το είδος της σχέσης με τους πολλούς). Η πίστη είναι φολκλόρ, λαογραφία, έθιμο, πολιτισμός. Υπάρχει για να διασώζει το παρελθόν, την παράδοση, να λειτουργεί ως ανάπαυλα μέσα στον κόπο της ζωής, ένα συστατικό στοιχείο που περνά από γενιά σε γενιά, χωρίς όμως να νοηματοδοτεί εσωτερικά τη ζωή του ανθρώπου. Κι αυτή η νοοτροπία περνά στους πολλούς μέσα από τον τύπο τουεπισκέπτη της εκκλησιαστικής ζωής.
Ο επισκέπτης είναι αυτός που απολαμβάνει την καλλιτεχνική και ιστορική αξία των ναών, βλέπει ακόμη και στα τελούμενα σ’ αυτούς τα κατάλοιπα του παρελθόντος (μουσική, ιερές ακολουθίες, ενδυμασία του κλήρου, λείψανα αγίων) και την σύνδεση με την περίοδο του Βυζαντίου. Ο επισκέπτης βλέπει την Εκκλησία και την πίστη ως αφορμή προσωρινής-έστω- γαλήνης, κατάνυξης, ηρεμίας, αφουγκράσματος του εαυτού του μέσα στην φασαρία και τους αγχωτικούς ρυθμούς της σύγχρονης ζωής. Ο επισκέπτης βλέπει την παρουσία του στην Εκκλησία ως ευκαιρία προσωρινής λύτρωσης από τις ενοχές και τις αμαρτίες, αλλά και επιστροφής στην παιδική συναισθηματικότητα και αθωότητα. Γι’ αυτό και όταν κοινωνεί, ιδίως στις μεγάλες γιορτές, αναφωνεί από την καρδιά του «και του χρόνου» και αισθάνεται ότι «για το καλό» έκανε ό,τι έκανε. Ο επισκέπτης βρίσκει τη ευκαιρία να θυμηθεί ότι υπάρχει Θεός και ότι έστω και για λίγο μπορεί να αποκαταστήσει τη σχέση του μαζί Του, πριν ξαναγυρίσει στην καθημερινότητα της ζωής του.
Για τους πολλούς λοιπόν αυτή είναι η επικρατούσα νοοτροπία. Για την Εκκλησία όμως;
Η Εκκλησία δεν μπορεί και δεν πρέπει να απορρίψει κανέναν. Ωστόσο, γι’ αυτήν δεν είναι ο επισκέπτης το ζητούμενο, αλλά ο πιστός. Και πιστός είναι αυτός που δεν αναζητεί απλώς τη γαλήνη, αλλά την απάντηση στα μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα της αγάπης και του θανάτου. Είναι αυτός ο οποίος δεν επισκέπτεται απλώς την εκκλησιαστική κοινότητα, αλλά γίνεται μέτοχός της. Αναζητεί και επιζητεί τη σχέση με το Πρόσωπο του Αναστημένου Θεανθρώπου, μία σχέση η οποία ελεεί και λυτρώνει όχι μαγικά και τελετουργικά, αλλά μέσα από την μετοχή στη ζωή, το σταυρό, το πάθος, την ταφή και την ανάσταση του Κυρίου. Αυτό βιώνεται πρώτα στο Βάπτισμα του ανθρώπου, στην τριπλή του κατάδυση στην κολυμβήθρα και επιβεβαιώνεται με τη μετοχή στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Για να εισαχθεί ο άνθρωπος στο μυστήριο της πίστης η Εκκλησία χρησιμοποιεί κατεξοχήν δύο τρόπους. Ο πρώτος είναι η ανάμνηση των γεγονότων της ζωής του Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων, η αναπαράστασή τους, η περιγραφή και η εξύμνησή τους, όλα όσα συνδέονται με την εκκλησιαστική παράδοση. Ο δεύτερος έχει να κάνει ακριβώς με την μετοχή του πιστού στο Σώμα και το Αίμα του Χριστού, στην Θεία Ευχαριστία, που ξεκινά από την ανάμνηση και καθιστά τον Χριστό παρόντα στη ζωή του κόσμου και του ανθρώπου και τη σχέση μαζί Του σχέση ζωής. Γι’ αυτό και η Εκκλησία δεν θα πάψει να διακηρύττει ότι γιορτή χωρίς Χριστό, χωρίς λειτουργία, χωρίς θεία κοινωνία δε δίνει πληρότητα. Γι’ αυτό και θεωρεί ότι «εορτή αγίου, μίμησις αγίου» και ξεκινά τη γιορτή με την τέλεση της θείας λειτουργίας για να δείξει και να ζήσει το κυριότερο κοινό σημείο που καλείται ο κάθε άνθρωπος να έχει με τους αγίους: τη μετοχή στο Χριστό και τη σχέση με το Πρόσωπό Του. Μετά τη μετοχή στο Σώμα και το Αίμα του Χριστού η Εκκλησία ευλογεί την έμπρακτη φανέρωση της καινής, της αναστημένης πλέον ζωής, που είναι η αγάπη για τον πλησίον, η χαρά, η ειρήνη, ακόμη και το υλικό τραπέζι.
Επομένως, για την Εκκλησία δεν αρκεί ο άνθρωπος να επιστρέφει στα ήθη και τα έθιμα ή να βλέπει συναισθηματικά τα γεγονότα της γιορτής. Το να παραμένει ο άνθρωπος επισκέπτης της γιορτής βολεύει την κρατούσα ιδεολογία, συνδέει την πίστη με τον μηχανισμό της αγοράς (οικονομία), γεννώντας και ταυτόχρονα ειρωνείες και κατηγορίες (λες και όσοι απορρίπτουν την υλική διάσταση της ζωής ζούνε μόνο για το πνεύμα, λες και ο άνθρωπος δεν αξιοποιεί και τον επιούσιο άρτο για να κάνει πράξη και το «ουκ επ’ άρτω μόνον», λες και η Εκκλησία απορρίπτει την ύλη- ας μην ξεχνάμε ότι ο Χριστός μετά την Ανάσταση, παρότι δεν το χρειαζόταν, θα φάει μαζί με τους μαθητές Του) και καθιστά την Εκκλησία ακίνδυνη για την κοινωνία. Και αυτό ακριβώς είναι που θέλει η κρατούσα ιδεολογία. Ίσως κι αυτό να υπηρετεί η ποιμαίνουσα Εκκλησία, στο βαθμό που περιορίζεται σε μια επιφανειακή θεώρηση του κόσμου και του ανθρώπου, στο βαθμό που επιλέγει να κρατήσει απλώς την παραδοσιακή της θέση, χωρίς περαιτέρω δυναμική και προοπτικές.
Υπάρχει η πίστη, η μετοχή, αυτή που κάνει το χριστιανό άνθρωπο που αγωνίζεται να ζήσει κατά Χριστόν, οικειοποιούμενος την ελπίδα της αναστάσεως να παλεύει στη ζωή του για αγάπη, χαρά, ισότητα, δικαιοσύνη, όχι με τα όπλα, αλλά με την καρδιά. Και έτσι γίνονται οι αλλαγές στη ζωή, εντός μας. Χρειάζεται λοιπόν η ποιμαίνουσα Εκκλησία να εργαστεί με εφευρετικότητα και δυναμισμό, να εμπνεύσει τους ανθρώπους να περάσουν από το στάδιο του επισκέπτη στο βίωμα του πιστού, κτίζοντας σχέση αληθινής μετοχής στο σώμα του Χριστού, ενώ και ο κάθε χριστιανός αξίζει να προσπαθήσει να βρει βαθύτερο νόημα στη ζωή της Εκκλησίας και όχι να αρκείται στην κατάνυξη και τα έθιμα της Μεγάλης Εβδομάδος. Η κρίση δείχνει ότι χρειάζονται επαναπροσεγγίσεις. Και αυτό το 13,6 % που επιμένει να μένει μέχρι το τέλος στην αναστάσιμη λειτουργία και ίσως όλοι να κοινωνούν δείχνει ότι υπάρχει ένα πολύ δυναμικό λείμμα, το οποίο γεννά ελπίδα. Είναι στο χέρι των ποιμένων να μην απογοητεύσουμε αυτήν την μικρά ζύμη, η οποία μπορεί όλον το φύραμα να ζυμώσει!
Ωστόσο αξίζει να σταθούμε λίγο περισσότερο στη σύνδεση του Πάσχα με τα ήθη και τα έθιμα. Μέσα από την δημοσκόπηση επιβεβαιώθηκε για μια ακόμη φορά ο τρόπος με τον οποίο οι ιδεολογικοί καθοδηγητές της κοινωνίας μας (πολιτικοί, διανοούμενοι, εφημερίδες) θέλουν να βλέπουν την πίστη και την Εκκλησία και την κύρια ιδέα που έχουν καταφέρει να περάσουν στους πολλούς (χωρίς να είναι άμοιρη ευθυνών η ποιμαίνουσα Εκκλησία, η οποία επαναπαύεται στο ότι υπάρχει αυτό το είδος της σχέσης με τους πολλούς). Η πίστη είναι φολκλόρ, λαογραφία, έθιμο, πολιτισμός. Υπάρχει για να διασώζει το παρελθόν, την παράδοση, να λειτουργεί ως ανάπαυλα μέσα στον κόπο της ζωής, ένα συστατικό στοιχείο που περνά από γενιά σε γενιά, χωρίς όμως να νοηματοδοτεί εσωτερικά τη ζωή του ανθρώπου. Κι αυτή η νοοτροπία περνά στους πολλούς μέσα από τον τύπο τουεπισκέπτη της εκκλησιαστικής ζωής.
Ο επισκέπτης είναι αυτός που απολαμβάνει την καλλιτεχνική και ιστορική αξία των ναών, βλέπει ακόμη και στα τελούμενα σ’ αυτούς τα κατάλοιπα του παρελθόντος (μουσική, ιερές ακολουθίες, ενδυμασία του κλήρου, λείψανα αγίων) και την σύνδεση με την περίοδο του Βυζαντίου. Ο επισκέπτης βλέπει την Εκκλησία και την πίστη ως αφορμή προσωρινής-έστω- γαλήνης, κατάνυξης, ηρεμίας, αφουγκράσματος του εαυτού του μέσα στην φασαρία και τους αγχωτικούς ρυθμούς της σύγχρονης ζωής. Ο επισκέπτης βλέπει την παρουσία του στην Εκκλησία ως ευκαιρία προσωρινής λύτρωσης από τις ενοχές και τις αμαρτίες, αλλά και επιστροφής στην παιδική συναισθηματικότητα και αθωότητα. Γι’ αυτό και όταν κοινωνεί, ιδίως στις μεγάλες γιορτές, αναφωνεί από την καρδιά του «και του χρόνου» και αισθάνεται ότι «για το καλό» έκανε ό,τι έκανε. Ο επισκέπτης βρίσκει τη ευκαιρία να θυμηθεί ότι υπάρχει Θεός και ότι έστω και για λίγο μπορεί να αποκαταστήσει τη σχέση του μαζί Του, πριν ξαναγυρίσει στην καθημερινότητα της ζωής του.
Για τους πολλούς λοιπόν αυτή είναι η επικρατούσα νοοτροπία. Για την Εκκλησία όμως;
Η Εκκλησία δεν μπορεί και δεν πρέπει να απορρίψει κανέναν. Ωστόσο, γι’ αυτήν δεν είναι ο επισκέπτης το ζητούμενο, αλλά ο πιστός. Και πιστός είναι αυτός που δεν αναζητεί απλώς τη γαλήνη, αλλά την απάντηση στα μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα της αγάπης και του θανάτου. Είναι αυτός ο οποίος δεν επισκέπτεται απλώς την εκκλησιαστική κοινότητα, αλλά γίνεται μέτοχός της. Αναζητεί και επιζητεί τη σχέση με το Πρόσωπο του Αναστημένου Θεανθρώπου, μία σχέση η οποία ελεεί και λυτρώνει όχι μαγικά και τελετουργικά, αλλά μέσα από την μετοχή στη ζωή, το σταυρό, το πάθος, την ταφή και την ανάσταση του Κυρίου. Αυτό βιώνεται πρώτα στο Βάπτισμα του ανθρώπου, στην τριπλή του κατάδυση στην κολυμβήθρα και επιβεβαιώνεται με τη μετοχή στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Για να εισαχθεί ο άνθρωπος στο μυστήριο της πίστης η Εκκλησία χρησιμοποιεί κατεξοχήν δύο τρόπους. Ο πρώτος είναι η ανάμνηση των γεγονότων της ζωής του Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων, η αναπαράστασή τους, η περιγραφή και η εξύμνησή τους, όλα όσα συνδέονται με την εκκλησιαστική παράδοση. Ο δεύτερος έχει να κάνει ακριβώς με την μετοχή του πιστού στο Σώμα και το Αίμα του Χριστού, στην Θεία Ευχαριστία, που ξεκινά από την ανάμνηση και καθιστά τον Χριστό παρόντα στη ζωή του κόσμου και του ανθρώπου και τη σχέση μαζί Του σχέση ζωής. Γι’ αυτό και η Εκκλησία δεν θα πάψει να διακηρύττει ότι γιορτή χωρίς Χριστό, χωρίς λειτουργία, χωρίς θεία κοινωνία δε δίνει πληρότητα. Γι’ αυτό και θεωρεί ότι «εορτή αγίου, μίμησις αγίου» και ξεκινά τη γιορτή με την τέλεση της θείας λειτουργίας για να δείξει και να ζήσει το κυριότερο κοινό σημείο που καλείται ο κάθε άνθρωπος να έχει με τους αγίους: τη μετοχή στο Χριστό και τη σχέση με το Πρόσωπό Του. Μετά τη μετοχή στο Σώμα και το Αίμα του Χριστού η Εκκλησία ευλογεί την έμπρακτη φανέρωση της καινής, της αναστημένης πλέον ζωής, που είναι η αγάπη για τον πλησίον, η χαρά, η ειρήνη, ακόμη και το υλικό τραπέζι.
Επομένως, για την Εκκλησία δεν αρκεί ο άνθρωπος να επιστρέφει στα ήθη και τα έθιμα ή να βλέπει συναισθηματικά τα γεγονότα της γιορτής. Το να παραμένει ο άνθρωπος επισκέπτης της γιορτής βολεύει την κρατούσα ιδεολογία, συνδέει την πίστη με τον μηχανισμό της αγοράς (οικονομία), γεννώντας και ταυτόχρονα ειρωνείες και κατηγορίες (λες και όσοι απορρίπτουν την υλική διάσταση της ζωής ζούνε μόνο για το πνεύμα, λες και ο άνθρωπος δεν αξιοποιεί και τον επιούσιο άρτο για να κάνει πράξη και το «ουκ επ’ άρτω μόνον», λες και η Εκκλησία απορρίπτει την ύλη- ας μην ξεχνάμε ότι ο Χριστός μετά την Ανάσταση, παρότι δεν το χρειαζόταν, θα φάει μαζί με τους μαθητές Του) και καθιστά την Εκκλησία ακίνδυνη για την κοινωνία. Και αυτό ακριβώς είναι που θέλει η κρατούσα ιδεολογία. Ίσως κι αυτό να υπηρετεί η ποιμαίνουσα Εκκλησία, στο βαθμό που περιορίζεται σε μια επιφανειακή θεώρηση του κόσμου και του ανθρώπου, στο βαθμό που επιλέγει να κρατήσει απλώς την παραδοσιακή της θέση, χωρίς περαιτέρω δυναμική και προοπτικές.
Υπάρχει η πίστη, η μετοχή, αυτή που κάνει το χριστιανό άνθρωπο που αγωνίζεται να ζήσει κατά Χριστόν, οικειοποιούμενος την ελπίδα της αναστάσεως να παλεύει στη ζωή του για αγάπη, χαρά, ισότητα, δικαιοσύνη, όχι με τα όπλα, αλλά με την καρδιά. Και έτσι γίνονται οι αλλαγές στη ζωή, εντός μας. Χρειάζεται λοιπόν η ποιμαίνουσα Εκκλησία να εργαστεί με εφευρετικότητα και δυναμισμό, να εμπνεύσει τους ανθρώπους να περάσουν από το στάδιο του επισκέπτη στο βίωμα του πιστού, κτίζοντας σχέση αληθινής μετοχής στο σώμα του Χριστού, ενώ και ο κάθε χριστιανός αξίζει να προσπαθήσει να βρει βαθύτερο νόημα στη ζωή της Εκκλησίας και όχι να αρκείται στην κατάνυξη και τα έθιμα της Μεγάλης Εβδομάδος. Η κρίση δείχνει ότι χρειάζονται επαναπροσεγγίσεις. Και αυτό το 13,6 % που επιμένει να μένει μέχρι το τέλος στην αναστάσιμη λειτουργία και ίσως όλοι να κοινωνούν δείχνει ότι υπάρχει ένα πολύ δυναμικό λείμμα, το οποίο γεννά ελπίδα. Είναι στο χέρι των ποιμένων να μην απογοητεύσουμε αυτήν την μικρά ζύμη, η οποία μπορεί όλον το φύραμα να ζυμώσει!
themistoklismourtzanos.blogspot.com