Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη
Ἔχει τονιστεῖ ἐπαρκῶς ἀπό πολλούς καί εἶναι γνωστό σέ ὅλους ὅτι ἡ ἀγάπη δέν εἶναι μιά ἁπλή ἀρετή στό σύνολο τῶν ἀρετῶν, ἀλλά ἐκείνη πού ἀποτελεῖ τό κέντρο καί τό σκοπό κάθε ἀρετῆς: ἀρετή χωρίς νά χαρακτηρίζεται ἀπό ἀγάπη καί νά μή καταλήγει
στήν ἀγάπη δέν εἶναι χριστιανική ἀρετή. Ἄλλωστε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἐτόνισε ὅτι μόνον ἀπό αὐτήν θά ἀναγνωρίζονται οἱ γνήσιοι μαθητές Του. «Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοί μαθηταί ἐστε, ἐάν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις!» (Ἰωάν. 13, 35). Ὁ λόγος εἶναι σαφής: «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ» (Α΄ Ἰωάν. 4, 16).
Ἀπό τήν ἄλλη ἐξίσου εἶναι γνωστό ὅτι κάθε ἀναφορά στήν ἀγάπη δέν σημαίνει ἀναφορά στή χριστιανική ἔννοιά της: ὁ κάθε ἄνθρωπος μπορεῖ νά προσδίδει στή λέξη καί διαφορετικό περιεχόμενο. Καί πράγματι μέ τήν ἀγάπη μπορεῖ κανείς νά ἐννοεῖ τήν ἀγάπη πρός τόν ἑαυτό του: ὅ,τι συνιστᾶ δικό του συμφέρον, ἤ τήν ἀγάπη τό πολύ πρός ὁρισμένους μόνο ἀνθρώπους (π.χ. φίλους καί συγγενεῖς), κάτι πού παραπέμπει στήν ἰουδαϊκή ἀντίληψή της, ὅπως ἰδίως φαίνεται ἀπό τήν ἔννοια τοῦ πλησίον πού ἔδιναν οἱ Ἰουδαῖοι τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ, κι ἀκόμη μπορεῖ νά ἐννοεῖ τήν ἀνιδιοτελή ἀγάπη πρός τό συνάνθρωπο, ὄχι ὅμως καί πρός τόν ἐχθρό.
Ἀκριβῶς λοιπόν, ἐπειδή ἡ χρήση τῆς λέξης εἶναι μία, ἀλλά τό περιεχόμενό της πολλαπλό, γι’ αὐτό καί εἶναι ἰδιαιτέρως σημαντικό νά διευκρινίζει κανείς τή χριστιανική κατανόηση τῆς ἀγάπης, μέ τίς διάφορες ὄψεις καί τά γνωρίσματά της, ὥστε πράγματι νά μένει σ’ ὅ,τι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός ἀπεκάλυψε καί πού ἡ ἀποκάλυψη αὐτή ἀποτελεῖ τήν προϋπόθεση, ὅπως εἴπαμε, προκειμένου κανείς νά μένει ἐν τῷ Θεῶ.
Ἕνας ἀπό τούς μεγάλους πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας πού ἔγραψαν γιά τήν ἀγάπη πού δίδαξε καί ἔζησε ὁ Χριστός καί μᾶς καθοδήγησαν καί μᾶς καθοδηγοῦν στίς διάφορες πολυποίκιλες ὄψεις της εἶναι ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής (7ος -8ος μ.Χ. αἰ.). Ἰδιαιτέρως τά τετρακόσια (400) κεφάλαιά του περί ἀγάπης -σύντομα κείμενα μέ αὐτοτελές περιεχόμενο, κατά τό πρότυπο γενικῶς τῶν βυζαντινῶν συγγραφέων- πού περιέχονται καί στή Φιλοκαλία τῶν νηπτικῶν συγγραφέων, τῶν ἁγίων Μακαρίου Νοταρᾶ καί Νικοδήμου Ἁγιορείτου, ἀποτελοῦν κυριολεκτικά ἕνα λειμῶνα εὐωδιαστό πού φωτίζουν τήν κάθε πλευρά τῆς βασίλισσας τῶν ἀρετῶν καί δέν ἀφήνουν περιθώριο γιά πιθανή διαστρέβλωση τῆς ἔννοιάς της.
Ἀπό τόν εὐωδιαστό αὐτό λειμῶνα ἔχουμε ἐπιλέξει καί ἔχουμε σχολιάσει ὁρισμένα κεφάλαια, τά 31 ἕως 40 ἀπό τήν 4η ἑκατοντάδα (οἱ μεταφράσεις ἀπό Ἀντώνιο Γαλίτη, ἐκδ. «Τό περιβόλι τῆς Παναγίας»), τά ὁποῖα ὅμως ἔχουμε τήν πεποίθηση ὅτι μᾶς δίνουν ἀρκετές πλευρές τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης, ἀποκαλύπτουν τό μεγαλεῖο της, ἐλέγχουν τή δική μας πιθανόν μικρότητα. Εὐχή μας, ἡ μικρή αὐτή ἀναφορά νά γίνει ἀφορμή νά ἐγκύψουμε εὐρύτερα στό ἔργο αὐτοῦ τοῦ μεγάλου πατέρα καί δι’ αὐτοῦ στή μελέτη τῆς Ἁγ. Γραφῆς, μακάρι δέ στή συνειδητότερη συνάντησή μας μέ τόν ἀρχηγό τῆς πίστεώς μας, Κύριο Ἰησοῦ Χριστό!
ΚΕΦΑΛΑΙΑ ΠΕΡΙ ΑΓΑΠΗΣ
ΑΓΙΟΥ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 31 (λα΄)
«Μή ὡς εὐνοοῦντας λογίζου, τούς λόγους σοι φέροντας, λύπην ἐν σοί καί μῖσος πρός τόν ἀδελφόν ἐργαζομένους, κἄν ἀληθεύειν δοκῶσιν· ἀλλ’ ὡς θανατοῦντας ὄφεις τούς τοιούτους ἀποστρέφου· ἵνα κἀκείνους τοῦ κακολογεῖν ἀνακόψῃς καί τήν σεαυτοῦ ψυχήν πονηρίας ἀπαλλάξῃς».
(Μή νομίζεις ὅτι σέ ἀγαποῦν ἐκεῖνοι πού σοῦ μεταφέρουν λόγια τά ὁποῖα σοῦ προξενοῦν λύπη καί μίσος ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ, ἀκόμα καί ἄν σοῦ φαίνονται ὅτι λέν ἀλήθεια· ἀλλά νά τούς ἀποστρέφεσαι σάν θανατηφόρα φίδια, ὥστε κι ἐκείνους νά σταματήσεις νά κατηγοροῦν, καί τή δική σου ψυχή νά ἀπαλλάξεις ἀπό τήν κακία).
Σημαντικότατο τό κεφάλαιο αὐτό τοῦ ἁγίου Μαξίμου, ἀφοῦ καθορίζει τό κριτήριο τοῦ ἀνθρώπου στή σχέση του γενικῶς μέ τό συνάνθρωπο. Καί τό κριτήριο αὐτό δέν εἶναι ἄλλο βεβαίως ἀπό τήν ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη δέν ὀνοματίζεται στό κεφάλαιο, φανερώνεται ὅμως ἀπό ἐκεῖνα τά στοιχεῖα πού τήν καταργοῦν: τή λύπη καί τό μίσος κατά τοῦ ἀδελφοῦ. Μέ ἄλλα λόγια κάθετι πού ὁδηγεῖ στήν ψύξη τῆς ἀγάπης δέν πρέπει νά γίνεται ἀποδεκτό ἀπό τόν πιστό χριστιανό.
Στήν προτροπή αὐτή ὑπάρχει ὅμως, ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος, κάτι πού μπορεῖ νά προκαλέσει σύγχυση. Κι αὐτό εἶναι ἡ... ἀλήθεια! Ὑπάρχουν δηλ. ἐκεῖνοι πού μᾶς πλησιάζουν καί μᾶς μεταφέρουν ἀληθινά στοιχεῖα γιά ἄλλους συνανθρώπους μας. Ἐδῶ λοιπόν χρειάζεται ἰδιαίτερη προσοχή. Ἄν αὐτά πού μᾶς λένε, ἔστω καί ἀληθινά, μᾶς δημιουργοῦν λύπη καί μίσος, τότε πρέπει νά μή τά δεχόμαστε, διότι εἶναι κακολογίες. Κι ὄχι μόνο νά μή τά δεχόμαστε, ἀλλά καί νά θεωροῦμε τούς μεταφορεῖς αὐτῶν τῶν λόγων ὡς ἀξίους ἀποστροφῆς, ὅπως κανείς ἀποστρέφεται τά θανατηφόρα φίδια: τά λόγια τους, ἔστω κι ἀληθινά, εἶναι δηλητήριο! Γι’ αὐτό καί τό ἀποτέλεσμα τῶν λόγων αὐτῶν εἶναι ἡ δημιουργία τῆς πονηρίας, τῆς ἐφάμαρτης δηλ. κατάστασης, ἡ ὁποία καταστρέφει τό ἁπλό καί ἀνεπιτήδευτο ἦθος τῆς ψυχῆς, τήν ἀγάπη. Αὐτό θά πεῖ ὅτι ἡ πονηρία δαιμονοποιεῖ τόν ἄνθρωπο -ὁ διάβολος πονηρός μεταξύ τῶν ἄλλων χαρακτηρίζεται-, ὁπότε ἡ ἔλλειψη τῆς ἀγάπης ντυμένη μέ τό ἔνδυμα τῆς ἀλήθειας ἀποτελεῖ μεθοδεία τοῦ διαβόλου.
Τά παραπάνω βεβαίως μᾶς καθιστοῦν φανερό ὅτι ὑπεράνω καί τῆς ἴδιας τῆς ἀλήθειας -καί μιλᾶμε γιά τήν ἀλήθεια στά πλαίσια τοῦ κόσμου τούτου- βρίσκεται ἡ ἀγάπη. Ἄν δηλ. ὑπόβαθρο τῆς ἀλήθειας δέν εἶναι ἡ ἀγάπη, τότε ἡ ἀλήθεια πλανᾶ τόν ἄνθρωπο! Καί τήν πραγματικότητα αὐτή τονίζει καί ἡ Κ. Διαθήκη διά στόματος ἰδίως τοῦ ἀπ. Παύλου: «ἀληθεύοντες, λέει, ἐν ἀγάπῃ» (Ἐφ.4,15). Τήν ἄμεση σύνδεση ἀλήθειας καί ἀγάπης βλέπουμε κατεξοχήν στόν ἴδιο τόν Κύριο: «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή» εἶπε (Ἰωάν. 14, 6), ὁ Ὁποῖος ταυτόχρονα εἶναι ἡ ἀγάπη. «Ὁ Θεός γάρ ἀγάπη ἐστί» (Α΄ Ἰωάν. 4, 8). Προϋπόθεση βεβαίως ἐν προκειμένῳ εἶναι ὅτι ἡ ἀλήθεια εἶναι ἐνυπόστατη καί ξεπερνᾶ τίς ἐγκόσμιες διαστάσεις, ἀφοῦ ἀναφέρεται στόν ἴδιο τόν Θεό!
Περιττό ἀσφαλῶς καί νά σημειώσουμε τή σπουδαιότητα τῆς σύζευξης ἀλήθειας καί ἀγάπης ὄχι μόνο γιά τήν καθημερινή μας ζωή, ἀλλά καί γιά ὅλη τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀπλή καί μόνον ἀναφορά στό θέμα τοῦ διαλόγου γιά τήν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν μᾶς πείθει ἀμέσως. Ἕνωση Ἐκκλησιῶν γιά παράδειγμα, δηλ. μόνον ἀγάπη, χωρίς τό κοινό ἔδαφος τῆς ἀλήθειας, δηλ. τῆς πίστεως, εἶναι ἀπαράδεκτη. Καί τοῦτο γιατί στό βάθος μιά τέτοια ἀγάπη τελικῶς δέν εἶναι παρά ἐπίφαση τῆς ἀγάπης.
Τήν ἐπισήμανση τοῦ ἁγίου Μαξίμου στό κεφάλαιο αὐτό, γιά τήν κατάργηση τῆς ἀγάπης διά τῆς ἀληθείας, κάνουν καί ἄλλοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, γιά παράδειγμα, τήν κατάσταση αὐτή χαρακτηρίζει ὡς καταλαλιά καί κατάκριση (λόγος 10ος), κάτι βεβαίως πού σαφῶς εἶναι ἁμαρτία ὡς ἄρνηση τῆς ἀγάπης. Λέει μάλιστα μεταξύ τῶν ἄλλων καί τά ἑξῆς παραπλήσια μέ τό περιεχόμενο τοῦ σχολιαζομένου κεφαλαίου: «Μηδέποτε αἰδεσθῇς τόν πρός σέ τοῦ πλησίον καταλαλοῦντα· μᾶλλον δέ λέγε πρός αὐτόν· παῦσαι, ἀδελφέ· ἐγώ καθ’ ἡμέραν ἐν χαλεπωτέροις πταίω· καί πῶς ἐκεῖνον κατακρίνειν δύναμαι; δύο γάρ ταῦτα κερδανεῖς, ἐν μιᾷ ἐμπλάστρῳ καί σεαυτόν καί τόν πλησίον ἰασάμενος» (ζ΄).
Λοιπόν, πράγματι δέν λογίζονται ὡς «εὐνοοῦντες» οἱ κακολόγοι αὐτοί, ἀλλ’ ὡς «θανατοῦντες ὄφεις». Γι’ αὐτό καί ἡ ἀποστροφή πρός αὐτούς ὁδηγεῖ σέ διπλό καλό: καί τήν κακολογία αὐτῶν ἀνακόπτει καί τή δική μας ψυχή προφυλάσσει ἀπό τήν πονηρία.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 32 (λβ΄)
«Μή λόγοις δι’ αἰνιγμάτων τόν ἀδελφόν κεντήσῃς, ἵνα μή τά ὅμοια παρ’ αὐτοῦ ἀντιδεχόμενος, τήν τῆς ἀγάπης διάθεσιν ἐξ ἀμφοτέρων ἀπελάσῃς· ἀλλά μετά παρρησίας ἀγαπητικῆς, ὕπαγε ἔλεγξον αὐτόν, ἵνα τάς αἰτίας τῆς λύπης λύσας, ταραχῆς καί λύπης ἀμφοτέρους ἀπαλλάξῃς».
(Μή θίξεις τόν ἀδελφό σου μέ ὑπονοούμενα, μήν τυχόν σοῦ ἀνταποδώσει κι ἐκεῖνος τά ἴδια, καί διώξεις τήν ἀγάπη καί ἀπό τούς δυό σας, ἀλλά μέ παρρησία γεμάτη ἀγάπη, πήγαινε καί ἔλεγξέ τον γιά νά διαλύσεις τίς αἰτίες τῆς λύπης καί ν’ ἀπαλλάξεις καί τούς δυό σας ἀπό τήν ταραχή καί τή λύπη).
Καί σ’ αὐτό τό κεφάλαιο ὁ ἅγιος Μάξιμος ἐξετάζει περιπτώσεις πού μποροῦν νά καταστρέψουν τή διάθεση τῆς ἀγάπης. Οἱ περιπτώσεις αὐτές εἶναι δύο:
α) τό νά «κεντήσῃ» κανείς τόν ἀδελφό μέ αἰνιγματικά λόγια καί
β) νά δεχθεῖ καί ὁ ἴδιος τά ὅμοια ἀπό τόν ἄλλο. Λέγοντας «λόγοις δι’ αἰνιγμάτων» ὁ ἅγιος ἐννοεῖ προφανῶς ἐκεῖνα τά λόγια, τά ὁποῖα δέν προϋποθέτουν εὐθύτητα καρδιᾶς. Κι ὅταν ἐλλείπει ἡ εὐθύτητα, τότε ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου ἔχει ἀρχίσει νά πονηρεύεται, ἄρα νά μήν ἔχει ἀγάπη. Ἔτσι καί τό νά προσβάλουμε τόν ἀδελφό μας καί τό νά προσβληθοῦμε ἀπό ἐκεῖνον ἀποτελοῦν ἀπειλή γιά τήν ἀγάπη.
Ἀξίζει νά σημειωθεῖ στή θεώρηση αὐτή τοῦ ἁγίου ἡ πεποίθησή του γι’ αὐτό πού ὀνομάζεται πνευματικός νόμος. Ὅ,τι κάνουμε δηλ. στόν ἄλλο συνάνθρωπό μας, νά περιμένουμε τό ἴδιο καί γιά μᾶς: εἴτε ἀπό ἐκεῖνον εἴτε ἀπό ἄλλους εἴτε ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό. Εἶναι ἕνας νόμος, πού ἰδιαιτέρως ἔχει τονιστεῖ ἀπό τούς ἀσκητικούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας (π.χ. «τά 200 κεφάλαια περί πνευματικοῦ νόμου» τοῦ ὁσίου Μάρκου τοῦ ἀσκητοῦ) καί πού ἔχει βεβαίως ἁγιογραφική προέλευση: ὁ ἴδιος ὁ Κύριος προτρέπει: «μή κρίνετε, ἵνα μή κριθῆτε. Ἐν ᾧ γάρ κρίματι κρίνετε, κριθήσεσθε καί ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε, ἀντιμετρηθήσεται ὑμῖν» (Ματθ. 7, 1-2)· «πάντες οἱ λαβόντες μάχαιραν, ἐν μαχαίρᾳ ἀπολοῦνται» (Ματθ. 26, 52)· ὁ δέ ἀπ. Παῦλος ἐπίσης σημειώνει: «Εἰ ἀλλήλους δάκνετε καί κατεσθίετε, βλέπετε μή ὑπ’ ἀλλήλων ἀναλωθῆτε» (Γαλ. 5,15).
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὅμως συνεχίζοντας τό κεφάλαιο μᾶς δίνει μιά πολύ ἐνεργητική διάσταση τῆς ἀγάπης: τόν ἔλεγχο τοῦ ἀδελφοῦ. Δέν σημαίνει δηλ. ὅτι ὅταν μᾶς βλάψει ἤ μᾶς προσβάλει ὁ ἀδελφός, δέν πρέπει νά ἀντιδράσουμε. Θά ἀντιδράσουμε ἀκόμη καί μέ τόν ἔλεγχο τοῦ ἀδελφοῦ. Μέ σκοπό τή λύση τῶν αἰτιῶν τῆς λύπης, ὥστε ν’ ἀπαλλαγοῦν ἀπό τήν ταραχή καί τή λύπη καί οἱ δύο πλευρές: καί ἡ προσβάλλουσα καί ἡ προσ-βληθεῖσα. Αὐτονόητο εἶναι ὅτι ὁ ἔλεγχος τοῦ ἀδελφοῦ προϋποθέτει τήν πίστη καί τήν καλή διάθεση αὐτοῦ, διότι διαφορετικά ὁ ἔλεγχος ὄχι μόνον δέν πρόκειται νά ὁδηγήσει σέ θετικό ἀποτέλεσμα -τήν ἀπαλλαγή ἀπό τήν ταραχή καί τή λύπη-, ἀλλά θά μεγαλώσει τό χάσμα («μή ἔλεγχε κακούς, ἵνα μή μισήσωσί σε»).
Ὁ ἅγιος ὅμως τονίζοντας τόν ἔλεγχο ὡς μέσο συνδιαλλαγῆς, ἀναφέρει καί τήν προϋπόθεση, κάτω ἀπό τήν ὁποία μπορεῖ ν’ ἀσκηθεῖ. Κι ἡ προϋπόθεση αὐτή εἶναι ἡ «ἀγαπητική παρρησία». Ἄν δηλ. δέν ὑπάρχει ἡ ἀγάπη ὡς βάση τοῦ ἐλέγχου, τότε δέν μπορεῖ νά προχωρήσει κανείς σ’ αὐτόν. Μέ ἄλλα λόγια τό θάρρος συνδυασμένο μέ τήν ἀγάπη ὁδηγεῖ σ’ ἐκεῖνον τόν ἔλεγχο, πού ἐξομαλύνει τίς σχέσεις μεταξύ τῶν ἀδελφῶν.
Ἀξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι ἡ ἐξομάλυνση αὐτή τῶν σχέσεων γίνεται, διότι λύνονται οἱ αἰτίες τῆς λύπης. Οἱ Πατέρες ὅλοι συμφωνοῦν ὅτι μιά σχέση πού στηρίζεται σ’ ἐπιφανειακά καλά αἰσθήματα, δέν ἔχει μέλλον. Μόνον ὅταν ἀντιμετωπιστοῦν οἱ σχέσεις ριζικά, δηλ. στίς αἰτίες τους, μποροῦν νά εἶναι ἀληθινές. Καί τοῦτο γιατί τό ξεκαθάρισμα τῶν αἰτιῶν εἶναι ξεκαθάρισμα τῆς καρδιᾶς, ἄρα ἀφήνει τήν καρδιά ἐλεύθερη στήν ἀγάπη. «Ἐκ καθαρᾶς καρδίας ἀλλήλους ἀγαπήσατε ἐκτενῶς» (Α΄ Πέτρ. 1,22). «Πάντα καθαρά τοῖς καθαροῖς» (Τίτ. 1,15).
Δέν εἶναι ἄσχετο ἐν προκειμένῳ νά μνημονεύσουμε καί τή γενική διδασκαλία τῶν ἀσκητικῶν ἰδίως Πατέρων, κατά τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ὀρθοποδήσει στήν πνευματική ζωή οὔτε καί νά προκόψει, ἄν δέν ἐξαλείψει ἀπό τόν ἐσωτερικό του κόσμο τίς αἰτίες τῶν παθῶν. «Πέτα τά σκεύη τῶν παθῶν ἀπό μέσα σου, λένε χαρακτηριστικά, καί τότε θά δεῖς νά φεύγουν καί τά πάθη» (ὅσιος Σισώης, ἀπό τό Γεροντικόν).
Τέλος, εἶναι περιττό καί νά θυμίσουμε ὅτι τά σχετικά μέ τόν ἔλεγχο τοῦ ἀδελφοῦ πού ἀναφέρει ὁ ἅγιος Μάξιμος, ἔχουν τήν πηγή τους στά λόγια τοῦ Κυρίου: «Ἐάν ὁ ἀδελφός σου ἁμαρτήσῃ εἰς σέ, ὕπαγε καί ἔλεγξον αὐτόν μεταξύ σοῦ καί αὐτοῦ μόνου...» (Ματθ. 18, 15).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 33 (λγ΄ )
«Ἐρεύνησον τήν συνείδησιν μετά πάσης ἀκριβείας, μήποτε τῇ σῇ αἰτίᾳ ὁ ἀδελφός οὐ διηλλάγη· καί μή παραλογίζου ταύτην, τά κρυπτά σου γινώσκουσαν καί κατηγοροῦσαν σου ἐν τῷ καιρῶ τῆς ἐξόδου καί ἐν καιρῷ δέ προσευχῆς πρόσκομμά σοι γενομένην».
(Ἐξέτασε τή συνείδησή σου μέ κάθε λεπτομέρεια, μήπως ἐξαιτίας σου δέν συμφιλιώθηκε ὁ ἀδελφός μαζί σου. Καί μήν τήν καταφρονεῖς, γιατί αὐτή γνωρίζει τά μυστικά σου καί σέ κατηγορεῖ τήν ὥρα τοῦ θανάτου σου καί σοῦ γίνεται ἐμπόδιο τήν ὥρα τῆς προσευχῆς).
Τό 33ο κεφάλαιο προεκτείνει τό λόγο γιά τίς αἰτίες τῆς λύπης μέ τούς ἀδελφούς. Ἡ διαφορά εἶναι ὅτι οἱ αἰτίες πού προκαλοῦν τήν ἀπώλεια τῆς ἀγάπης μας δέν ἀναζητοῦνται ἔξω ἀπό ἐμᾶς, ἀλλά μέσα μας. Ὁ ἅγιος Μάξιμος μᾶς καλεῖ νά ἐρευνήσουμε προσεκτικά τή συνείδησή μας «μετά πάσης ἀκριβείας», γιά νά διαπιστώσουμε μήπως ἀπό δική μας αἰτία δέν ὑπῆρξε συμφιλίωση μέ τόν ἀδελφό. Δέν ἀγνοεῖ ὁ ὅσιος πατέρας ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση μας, μετά τήν πτώση στήν ἁμαρτία, δουλεύει στόν ἐγωισμό, ὁ ὁποῖος συνήθως φανερώνεται μέ τή δικαιολογία τοῦ ἑαυτοῦ: κάθε προσπάθεια δικαιολόγησης τοῦ ἑαυτοῦ μας στήν πραγματικότητα ἀποκαλύπτει τόν ὑπάρχοντα ἐγωισμό μας. Αὐτό σημαίνει ὅτι στίς περιπτώσεις συγκρούσεως μέ τούς ἄλλους συνανθρώπους μας κινεῖται αὐτομάτως ὁ ἐγωισμός μας, ὁ ὁποῖος ἀφενός δικαιολογεῖ ἐμᾶς τούς ἴδιους, ἐνῶ ρίχνει ὅλα τά βάρη καί τίς εὐθύνες στούς ἄλλους.
Ἡ ὑποσυνείδητη ἤ ἐνσυνείδητη αὐτή πολλές φορές διαδικασία διαπιστώνεται καί στούς ἤδη βαπτισμένους χριστιανούς, δεδομένου ὅτι μέ τό βάπτισμα ἐξαλείφεται μέν τό προπατορικό λεγόμενο ἁμάρτημα ὡς ἀναγκαστική ροπή πρός τήν ἁμαρτία, παραμένει ὅμως ἡ τρεπτότητα τῆς θέλησής μας εἴτε πρός τό καλό εἴτε πρός τό κακό (πρβλ. π.χ. τό τοῦ ἁγίου Διαδόχου Φωτικῆς, κεφ. 78: «Τό γάρ λουτρόν τῆς ἁγιότητος τόν μέν ἐκ τῆς ἁμαρτίας περιαίρει ἐξ ἡμῶν ρύπον, τό δέ διπλοῦν τῆς θελήσεως ἡμῶν οὐκ ἀλλάσσει». Δηλαδή: Τό βάπτισμα τῆς ἁγιότητας ἀφαιρεῖ τήν ἀκαθαρσία τῆς ἁμαρτίας, τό διπλό ὅμως χαρακτήρα τῆς θελήσεώς μας δέν τόν ἀλλάζει). Ἔτσι τυχόν ἀμέλεια ἀπό πλευρᾶς τοῦ βαπτισμένου ἤ ἡ ἀτέλειά του μέχρις ὅτου φθάσει στό σημεῖο τῆς κατά τό δυνατόν τελειώσεως τῆς ἀγάπης, ὁδηγεῖ σ’ αὐτήν τή δικαιολογία τοῦ ἑαυτοῦ καί τήν καταδίκη τῶν ἄλλων. Λοιπόν, δέν πρέπει νά ἔχουμε πολλή ἐμπιστοσύνη στίς ἐκτιμήσεις τοῦ ἑαυτοῦ μας.
Τί εἶναι ὅμως ἡ συνείδηση, τήν ὁποία χρειάζεται νά ἐρευνήσουμε κατά τόν ἅγιο Μάξιμο; Ἡ πατερική ἀσκητική παράδοση ὡς συνείδηση δέν ἐννοεῖ ἀκριβῶς αὐτό πού ὁρίζει συνήθως ἡ σύγχρονη ψυχολογία: τή δύναμη τῆς ψυχῆς πού ἀντιλαμβάνεται τόν ἑαυτό μας καί τόν κόσμο. Ὡς συνείδηση, πού «εἶναι ὁ φυσικός νόμος», ἐννοεῖ «τό ζωηφόρο καί φωτεινό λογισμό, τόν ὁποῖο ὁ Θεός ἔσπειρε στόν ἄνθρωπο, ὅταν τόν ἔπλασε. Εἶναι κάτι τό θεῖο, σάν σπινθήρας πού φωτίζει τό νοῦ καί τοῦ δείχνει νά διακρίνει τό καλό καί τό κακό» (ἀββᾶς Δωρόθεος). Τή συνείδηση αὐτή λοιπόν πρέπει νά τήν ἐρευνήσουμε «μετά πάσης ἀκριβείας»! Χωρίς δηλ. ὑπερβολές εἴτε πρός τά πάνω (φοβικά) εἴτε πρός τά κάτω (ἀμβλυτικά). Καί τό ἀναφέρει τοῦτο ὁ ἅγιος, διότι γνωρίζει καί πάλι ὅτι ἡ συνείδηση, ἄν δέν τήν προσέξει ὁ ἄνθρωπος, πού θά πεῖ νά πορεύεται πάνω στήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, δέν καθοδηγεῖ σωστά.
Ἔτσι ἡ ἔρευνα τῆς συνειδήσεώς μας μέ ταπεινό φρόνημα μπορεῖ νά ὁδηγήσει στόν ἀληθινό ἔνοχο τῆς συγκρούσεως μέ τό συνάνθρωπο. Κι αὐτός πιθανόν νά εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός μας. Κατά τήν ἀσκητική μάλιστα παράδοση καί πάλι, μιά τέτοια ἔρευνα συνήθως καταλήγει ἐκεῖ: στήν αὐτομεμψία, τήν κατηγόρια τοῦ ἑαυτοῦ μας. Κι αὐτή ἡ αὐτομεμψία -καρπός ταπείνωσης τοῦ ἀνθρώπου, ἄρα καί ὕπαρξης χάρης Θεοῦ μέσα του- ὁδηγεῖ καί στό ξεπέρασμα τῶν διαφόρων προβλημάτων σχέσεως μέ τούς ἄλλους. Δέν θά ἦταν μάλιστα ὑπερβολή νά σημειώσουμε ὅτι κατά τούς πατέρες αὐτούς συμβαίνει τό ἑξῆς παράδοξο: στό βαθμό πού ἀναλαμβάνουμε ἐμεῖς τήν εὐθύνη τῶν σφαλμάτων μας, ὑπάρχει ἀντιστοίχως καί πληροφορία τοῦ Θεοῦ γιά ἐμᾶς στίς καρδιές τῶν ἄλλων. Μέ ἄλλα λόγια, ὅσο παίρνουμε τό βάρος καί τήν ἐνοχή ἐπάνω μας, γιά τά διάφορα προβλήματα ὅπως εἴπαμε σχέσεως, τόσο καί ὁ Θεός αἴρει ἀπό τούς ἄλλους τίς ὑποψίες καί τίς κακές διαθέσεις γιά ἐμᾶς.
(Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό ἐπ’ αὐτοῦ ἕνα παράδειγμα πού μᾶς ἀναφέρει ὁ ὅσιος Ζωσιμᾶς στά Κεφάλαια ὠφέλιμα (14,2), ἀπό τή Φιλοκαλία:
«Διηγήθηκε (ὁ ἀββᾶς Ζωσιμᾶς): Κάποτε ἔμεινα ὀλίγο χρόνο στήν λαύρα τοῦ ἀββᾶ Γερασίμου, ὅπου εἶχα ἕνα φίλο. Καθώς μία ἡμέρα ἐκαθόμαστε καί ὡμιλούσαμε περί ὠφελείας, ἐνθυμήθηκα τούς λόγους τούτους (σημ.: περί αὐτομεμψίας) τοῦ ἀββᾶ Ποιμένος καί τοῦ ἄλλου ἀββᾶ. Καί μοῦ λέγει ὅτι, «ἐγώ ἔχω πεῖρα τῶν λόγων τούτων καί τῆς ἀναπαύσεως πού προέρχεται ἀπό τήν ἐφαρμογή τους. Διότι κάποτε εἶχα ἕνα διάκονο τῆς λαύρας γνήσιο φίλο, καί δέν γνωρίζω πῶς ὑποψιάσθηκε σέ βάρος μου κάτι πού τοῦ ἔφερε λύπη καί ἄρχισε νά μοῦ φέρεται ψυχρά. Ἐγώ, μόλις τόν εἶδα σκυθρωπό, ἐρώτησα νά μάθω τήν αἰτία, καί μοῦ λέγει, ὅτι «ἔκανες τό τάδε πρᾶγμα», ἐγώ δέ, ἐπειδή δέν εἶχα τήν συνείδηση ὅτι ἔκανα τέτοιο πρᾶγμα, ἄρχισα νά τόν διαβεβαιώνω. Καί μοῦ λέγει· «συγγνώμη, δέν τό πιστεύω». Ἀφοῦ ἔφυγα ἀπό τό κελλί μου ἄρχισα νά ἐρευνῶ τήν καρδιά μου, ἄν εἶχα κάνει τέτοιο πρᾶγμα, καί δέν εὕρισκα. Τόν βλέπω λοιπόν νά κρατᾶ τό (ἅγιο) ποτήρι καί νά μεταδίδη στούς ἀδελφούς, καί τοῦ ὁρκίζομαι σ’ αὐτό, ὅτι δέν ἔχω τήν συνείδηση ὅτι τό ἔκανα, καί δέν ἐπείσθηκε.
Ἦλθα λοιπόν πάλι στόν ἑαυτό μου καί ἐνθυμούμενος αὐτούς τούς λόγους τῶν πατέρων καί πιστεύοντας σ’ αὐτούς ,στρέφω ὀλίγο τήν σκέψι μου καί λέγω μέσα μου, «ὁ διάκονος μέ ἀγαπᾶ γνησίως καί κινούμενος ἀπό ἀγάπη εἶχε τό θάρρος νά φανερώση αὐτό πού εἶχε ἡ καρδιά του γιά μένα, ὥστε νά προσέξω καί στό ἑξῆς νά φυλαχθῶ και νά μή τό πράξω. Ὅμως, ἀθλία ψυχή, ἐπειδή λέγεις ὅτι δέν ἔκανα τό πρᾶγμα τοῦτο, ἔχεις διαπράξει μύρια κακά καί τά λησμόνησες· ποῦ εἶναι ὅσα ἔκανες χθές ἤ πρό δέκα ἡμερῶν; Τά θυμᾶσαι; Ἄρα καί αὐτό τό ἔκανες, ὅπως ἐκεῖνα, καί τό ἐλησμόνησες, ὅπως τά προηγούμενα». Καί ἔτσι διευθέτησα τήν καρδιά μου, σά νά τό ἔκανα πραγματικά, ἀλλά, ὅπως ἐλησμόνησα τά πρῶτα, ἔτσι καί αὐτό. Καί ἄρχισα νά εὐχαριστῶ τόν Θεό καί τόν διάκονο, διότι δι’ αὐτοῦ μέ ἀξίωσε ὁ Κύριος νά λάβω ἐπίγνωσι τοῦ σφάλματός μου καί νά μετανοήσω γι’ αὐτό.
Μέ αὐτές τίς σκέψεις ἐσηκώθησα καί ἦλθα νά ζητήσω συγγνώμη ἀπό τόν διάκονο καί νά τόν εὐχαριστήσω. Καί μόλις ἐκτύπησα τήν θύρα του, ἄνοιξε καί μοῦ ἔβαλε πρῶτος μετάνοια, λέγοντας «συγχώρησέ με, διότι, ἐνῶ ἐχλευάσθηκα ἀπό τούς δαίμονες, ὑποψιάσθηκα ἐσένα γιά τό θέμα ἐκεῖνο· πραγματικά μέ διαβεβαίωσε ὁ Θεός ὅτι δέν ἔχει καμμία εὐθύνη». Καί ἔλεγε, «οὔτε μέ ἄφησε νά τόν διαβεβαιώσω», λέγοντας ὅτι δέν χρειάζεται»).
Ἄν ὅμως περιφρονοῦμε τήν ἔρευνα τῆς συνειδήσεώς μας, συνεπῶς δέ καί τήν εὐκαιρία γιά ἀνάληψη τοῦ βάρους τῆς ἐνοχῆς, καί «παραλογιζόμεθα ταύτην», τή συνείδηση, τότε ἡ συνείδησή μας, κατά τόν ἅγιο Μάξιμο, ἡ ὁποία γνωρίζει «τά κρυπτά» μας, γίνεται ὁ κατήγορός μας τήν ὥρα τοῦ θανάτου μας καί τό πρόσκομμα καί ἐμπόδιό μας στόν καιρό τῆς προσευχῆς.
Καί στό σημεῖο αὐτό, ὅπως καί στά ἄλλα βεβαίως, διαπιστώνουμε τήν ταυτότητα σκέψεως καί ἐμπειρίας τοῦ ἁγίου μέ ὅλη τήν προγενέστερη καί μεταγενέστερη ἀσκητική πνευματική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Διότι συμφωνοῦν ὅλοι οἱ πατέρες ὅτι ὁποιοδήποτε πρόβλημα συνείδησης σέ σχέση μέ τούς ἄλλους συνανθρώπους μας ἔχουμε, τοῦτο ἀκριβῶς θά τό βροῦμε μπροστά μας τήν ὥρα τῆς προσευχῆς καί τήν ὥρα τοῦ θανάτου μας. Κι ὁ λόγος: ἡ ὥρα τῆς προσευχῆς, ὅπως καί ἡ ὥρα τοῦ θανάτου, θεωροῦνται ὡς καιροί κρίσεως γιά τόν πιστό. Κι ἡ κρίση, κατά τόν Κύριο, δέν θά ἔχει ἄλλο κριτήριο ἀπό τήν ἀγάπη. Τυχόν λοιπόν παρέκκλιση ἀπό τήν ἀγάπη σημαίνει πρόβλημα γιά μᾶς στίς ὧρες αὐτές τῆς κρίσεως.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 34 (λδ΄)
«Μή μνημόνευε, ἐν τῷ καιρῷ τῆς εἰρήνης, τῶν ἐν τῷ καιρῷ τῆς λύπης ὑπό τοῦ ἀδελφοῦ λεχθέντων, κἄν τε κατά πρόσωπον τά λυπηρά ἐρρέθη, κἄν τε πρός ἄλλον περί σοῦ καί μετά ταῦτα ἤκουσας· ἵνα μή τῶν λογισμῶν τῆς μνησικακίας ἀνεχόμενος, εἰς τό ὀλέθριον μῖσος τοῦ ἀδελφοῦ ὑποστρέψῃς».
(Τήν ὥρα τῆς εἰρήνης σου μή θυμᾶσαι ἐκεῖνα πού σοῦ εἶπε ὁ ἀδελφός τόν καιρό πού σέ στενοχώρησε, εἴτε σέ σένα κατά πρόσωπο τά εἶπε, εἴτε σέ ἄλλον καί μετά τά ἄκουσες, γιά νά μήν ξαναγυρίσεις στό ὀλέθριο μίσος κατά τοῦ ἀδελφοῦ μέ τό νά ἀνέχεσαι τούς λογισμούς τῆς μνησικακίας).
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ἐπισημαίνει ἐδῶ ἕνα ἄλλο πρόβλημα πού δημιουργεῖται στήν πνευματική ζωή τῶν Χριστιανῶν. Τό πρόβλημα τῶν λογισμῶν. Τό θέμα τῶν λογισμῶν εἶναι ἀπό τά πιό γνωστά καί πιό προσφιλῆ στά κείμενα τῶν νηπτικῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἐπισήμανση καί ἡ ἀντιμετώπισή τους, ἐκτός τοῦ ὅτι ἀποτελεῖ σημεῖο διακρίσεως τοῦ Χριστιανοῦ, συνιστᾶ ἕναν ἀπό τούς κύριους τρόπους τῆς καλουμένης νήψεως. Μέ ἄλλα λόγια ὁ χριστιανός, καί μάλιστα ὁ μοναχός, δέν ἔχει νά παλέψει μόνον μέ τίς κατ’ ἐνέργειαν ἁμαρτίες, ἀλλά καί μέ τίς κατά διάνοιαν. Κι αὐτός ὁ κατά διάνοιαν πόλεμος γίνεται μέ τούς λογισμούς. Ὅταν λένε λογισμούς οἱ νηπτικοί μας πατέρες ἐννοοῦν τίς σκέψεις ἤ τίς εἰκόνες ἐκεῖνες πού προσβάλλουν τό νοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί πού προέρχονται κατά κύριο λόγο ἀπό τό διάβολο ἤ ἀπό τή δική μας κακή προαίρεση, καί τοῦ ὑποκινοῦν κάποιο πάθος. Ἐννοεῖται βεβαίως ὅτι κάνουμε λόγο ἐδῶ γιά τούς πονηρούς λογισμούς, γιατί ὑπάρχουν καί ἄλλοι λογισμοί, ἀγαθοί αὐτοί, πού προέρχονται ἀπό τόν Θεό ἤ τούς Ἀγγέλους, καθώς καί ἀπό τή δική μας καλή προαίρεση καί τήν ἀνθρώπινη φύση μας.
Στό 34ο κεφάλαιο λοιπόν ὁ ὅσιος πατέρας κρούει τόν κώδωνα τοῦ κινδύνου: νά χάσουμε τήν καλή διάθεση τῆς ἀγάπης πρός τούς ἀδελφούς, κατά τόν καιρό ὅμως τῆς εἰρήνης, ἄν δεχθοῦμε λογισμούς μνησικακίας. Πῶς; Ἐνθυμούμενοι τά πικρά λόγια πού μᾶς εἶπε κάποιος ἀδελφός κατά τόν καιρό τῆς λύπης, εἴτε κατά πρόσωπον εἴτε μέσω ἄλλου. Ἀποτελεῖ κίνδυνο δέ, γιατί μπορεῖ μέ τόν τρόπο αὐτό νά ἐπιστρέψουμε στό μίσος κατά τοῦ ἀδελφοῦ, γεγονός ὀλέθριο γιά τήν πνευματική ζωή: τό μίσος φυγαδεύει τήν ἀγάπη, τή ὁμαλή καί φυσιολογική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ δημιουργημένου κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ τῆς ἀγάπης.
Σημειωτέον ὅτι τά πικρά λόγια τοῦ ἀδελφοῦ, τά ὁποῖα ἐνθυμεῖται ὁ πιστός, χαρακτηρίζονται ὡς λογισμοί μνησικακίας, διότι συμπλέκονται μέ τήν ὑπάρχουσα μέσα του ἐμπαθή κατάσταση τοῦ μίσους. Διαφορετικά, ἄν τό πάθος ἔχει ἐξοριστεῖ, μᾶλλον ἄν ἔχει μεταμορφωθεῖ σέ ἔνθεο πάθος: ἀπό μίσος ἔχει γίνει ἀγάπη, τότε τά ἴδια αὐτά λόγια δέν θά τοῦ προκαλοῦσαν τίποτε κακό. Ἴσα - ἴσα, θά τόν ὑποκινοῦσαν σέ δάκρυα ἀγάπης καί σέ προσευχή ὑπέρ αὐτοῦ πού τά εἶπε.
Πιό ἀναλυτικά: κάθε λογισμός ἀποτελεῖται κατά τούς ἁγίους μας ἀπό τέσσερα στοιχεῖα: τό νοῦ πού δέχεται τήν προσβολή τοῦ λογισμοῦ, τό πράγμα, τό νόημα τοῦ πράγματος καί τό πάθος τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι αὐτονόητο ὅτι τό μόνο πού συνιστᾶ ἁμαρτία εἶναι τό πάθος. Στήν προκειμένη περίπτωση τοῦ λογισμοῦ μνησικακίας ἔχουμε
α) τό νοῦ πού ἐνθυμήθηκε, μᾶλλον μέ ὑποβολή τοῦ πονηροῦ, τά πικρά λόγια τοῦ ἀδελφοῦ,
β) τόν ἴδιο τόν ἀδελφό καί τά λόγια του,
γ) τό νόημα τοῦ ἀδελφοῦ καί τῶν λόγων του, καί βεβαίως δ) τό ἐνυπάρχον πάθος τῆς μνησικακίας. Ἔτσι τό βάρος πέφτει στό πάθος αὐτό, τά δέ λόγια πού προσβάλλουν τό νοῦ εἶναι ἡ ἀφορμή γιά νά φανερωθεῖ ἡ μνησικακία.
Ὥστε: μακριά ἀπό ἐμπαθεῖς λογισμούς καί μάλιστα τῆς μνησικακίας!
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 35 (λε΄)
«Οὐ δύναται ψυχή λογική πρός ἄνθρωπον μῖσος τρέφουσα, πρός τόν Θεόν εἰρηνεῦσαι, τόν τῶν ἐντολῶν δοτῆρα. Ἐάν γάρ, φησί, μή ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τά παραπτώματα αὐτῶν, οὐδέ ὁ Πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ἀφήσει τά παραπτώματα ὑμῶν· εἰ δέ ἐκεῖνος εἰρηνεύειν οὐ θέλει, ἀλλά σύ γε σεαυτόν ἀπό μίσους φύλαξον, προσευχόμενος ὑπέρ αὐτοῦ γνησίως καί μή κακολογῶν αὐτόν πρός τινα».
(Δέν μπορεῖ ἡ λογική ψυχή, ὅταν ἔχει μίσος ἐναντίον κάποιου ἀνθρώπου, νά εἰρηνεύει μέ τόν Θεό, ὁ ὁποῖος ἔχει δώσει τίς ἐντολές. Γιατί λέει: «Ἄν δέν συγχωρεῖτε στούς ἀνθρώπους τά σφάλματά τους, μήτε ὁ Πατέρας σας ὁ οὐράνιος θά συγχωρήσει τά δικά σας σφάλματα». Κι ἄν ὁ ἄλλος εἶναι πού δέν θέλει νά εἰρηνεύει, ἐσύ πάντως φύλαξε τόν ἑαυτό σου ἀπό τό μίσος, καί νά προσεύχεσαι γι’ αὐτόν εἰλικρινά καί νά μήν τόν κακολογεῖς σέ κανέναν).
Στό κεφάλαιο αὐτό ὁ ἅγιος Μάξιμος, ἁγιογραφικά καί πάλι κινούμενος, ὑπογραμμίζει τή βασική ἀλήθεια ὅτι ἡ εἰρήνη μέ τόν Θεό προϋποθέτει τήν εἰρήνη μέ τό συνάνθρωπο. Δέν μπορεῖ νά τρέφει κανείς μίσος πρός ἄνθρωπο καί νά εἶναι εἰρηνικός μέ τόν Θεό. Ἡ εἰρήνη δηλ. μέ τόν Θεό ἀποτελεῖ καρπό ἀγάπης πρός τό συνάνθρωπο. Μέ ἄλλα λόγια ὁ δρόμος πρός τόν Θεό διέρχεται μέσα ἀπό τό συνάνθρωπο. «Εἶδες τόν ἀδελφόν σου, εἶδες Κύριον τόν Θεόν σου» (Γεροντικόν). «Ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε» (Ματθ. 25, 40). Καί δέν μπορεῖ βεβαίως νά εἶναι διαφορετικά, ἀφοῦ εἰρηνεύει κανείς μέ τόν Θεό, ὅταν τηρεῖ τίς ἐντολές Του. «Ἐάν ἀγαπᾶτε με, τάς ἐντολάς τάς ἐμάς τηρήσατε» (Ἰωάν. 14, 15) λέγει ὁ Κύριος. «Αὕτη δέ ἐστιν ἡ ἐντολή ἡ ἐμή, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ἰωάν. 15, 12). Συνεπῶς ἡ ἀγάπη πρός τό συνάνθρωπο ἀποτελεῖ ἔκφραση καί ἀπόδειξη τῆς ἀγάπης πρός τόν Θεό.
Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τήν ἄλλη ἐντολή τοῦ Κυρίου, πού ἀναφέρει ὁ ὅσιος πατέρας. «Ἐάν μή ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τά παραπτώματα αὐτῶν, οὐδέ ὁ πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ἀφήσει τά παραπτώματα ὑμῶν» (Ματθ. 6, 15). Ἡ συμπεριφορά δηλ. τοῦ Θεοῦ ἀπέναντί μας εἶναι ἀντανάκλαση, θά λέγαμε, τῆς συμπεριφορᾶς ἡμῶν πρός τό συνάνθρωπό μας. Ὁπότε ἀπό ἐμᾶς ἐξαρτᾶται ἄν θά εἴμαστε εἰρηνικοί μέ τόν Θεό ἤ ὄχι. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἀπό τώρα, ἀπό τή ζωή αὐτή, μπορεῖ κανείς νά ξέρει ἄν ἔχει λάβει τή συγγνώμη τοῦ Θεοῦ. Καί τό ξέρει, ἄν μέ τήν καρδιά του συγχωρεῖ κι αὐτός τά παραπτώματα τῶν ἀδελφῶν του.
Περιττό βεβαίως καί ἐδῶ νά σημειώσουμε τή διαστρέβλωση πού ὑφίσταται ἡ ἔννοια τῆς εἰρήνης ἀπό τόν πολύ κόσμο. Συνήθως ὡς εἰρήνη ἐκλαμβάνουν τήν ἰσορροπία δυνάμεων ἀπό τά διάφορα κράτη, μιά ἰσορροπία πού στηρίζεται στό φόβο. Εἶναι γνωστή μάλιστα ἡ ἔκφραση πού σηματοδοτεῖ τήν ἀντίληψη τῆς εἰρήνης γι’ αὐτούς: «μή πόλεμος». Γιά τούς χριστιανούς ὅμως ἡ εἰρήνη πρωτίστως ἀναφέρεται στόν ἴδιο τόν Θεό, περικλείει δέ καί τήν εἰρήνη πρός τό συνάνθρωπο.
Ὁ ἅγιος Μάξιμος ἀπαντᾶ στή συνέχεια σέ μιά ἐνδεχομένη ἔνσταση: κι ἄν ὁ συνάνθρωπος δέν θέλει τήν εἰρήνη; Καί τότε, λέγει ὁ πατέρας, δέν ἀλλάζουν τά πράγματα. Σύ φύλαξε τόν ἑαυτό σου ἀπό τό μίσος, κράτησε δηλ. τήν εἰρήνη μέσα σου. Προτρέπει μάλιστα νά ἐκφράζεται ἡ ἀγάπη καί πρός αὐτόν τόν ἀδελφό μέ συγκεκριμένους τρόπους: τή γνήσια ὑπέρ αὐτοῦ προσευχή καί τή μή κακολογία του. Ὁ ἅγιος καί στό σημεῖο αὐτό ἀκολουθεῖ κατά γράμμα τά λόγια τοῦ Κυρίου: «Ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς, εὐλογεῖτε τούς καταρωμένους ὑμᾶς, προσεύχεσθε ὑπέρ τῶν ἐπηρεαζόντων καί διωκόντων ὑμᾶς» (Ματθ. 5, 44). Μ’ ἕνα λόγο: ἡ εἰρήνη καί ἡ ἀγάπη πρός τό συνάνθρωπο δέν ἐξαρτῶνται ἀπό τίς διαθέσεις τοῦ συνανθρώπου, ἀλλά ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ πιστοῦ πρός τόν Θεό.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 36 (λστ΄)
«Ἡ τῶν ἁγίων ἀγγέλων ἄκρα εἰρήνη, ταῖς δυσί ταύταις κεκράτηται διαθέσεσι, τῇ τε πρός τόν Θεόν καί τῇ πρός ἀλλήλους ἀγάπῃ· ὁμοίως δέ καί πάντων τῶν ἀπ’ αἰῶνος ἁγίων· παγκάλως οὖν εἴρηται, ὅτι ἐν ταύταις ταῖς δυσίν ἐντολαῖς, ὁ νόμος ὅλος καί οἱ προφῆται κρέμανται».
(Ἡ ἄκρα εἰρήνη τῶν ἁγίων ἀγγέλων συντηρεῖται ἀπό τίς δυό αὐτές διαθέσεις: ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τήν ἀγάπη μεταξύ τους. Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ ὅλους τούς ἁγίους ἀπό τήν ἀρχή τοῦ κόσμου. Ὡραιότατα λοιπόν ἔχει λεχθεῖ ὅτι σ’ αὐτές τίς δύο ἐντολές κρέμονται ὅλος ὁ νόμος καί οἱ προφῆτες).
Ὁ ὅσιος πατέρας προεκτείνει τό λόγο γιά τήν εἰρήνη. Μιλάει γιά τήν εἰρήνη τῶν ἁγίων Ἀγγέλων καί ὅλων τῶν ἀπ’ αἰῶνος Ἁγίων. Χαρακτηρίζει μάλιστα τήν εἰρήνη τῶν Ἀγγέλων ὡς «ἄκρα εἰρήνη». Ὡς εἰρήνη δηλ. στόν ἀπόλυτο δυνατό βαθμό γιά δημιουργήματα, πού εἶναι ἀπαλλαγμένη ἀπό ὁποιαδήποτε ἐσωτερική διαμάχη καί διάσπαση. Καί τοῦτο γιατί ἡ εἰρήνη αὐτή συγκρατεῖται ἀπό τίς δύο διαθέσεις ἀγάπης: τῆς πρός τόν Θεό καί πρός ἀλλήλους. Τήν εἰρήνη αὐτή ἀπέκτησαν ὁμοίως καί ὅλοι οἱ ἀπ’ αἰῶνος Ἅγιοι, γινόμενοι ἔτσι ἀγγελομίμητοι, διότι ἀγωνίστηκαν νά ζήσουν καί αὐτοί τήν ἴδια ἀγάπη.
Ἔτσι ἀφενός ἡ εἰρήνη καί πάλι διαπιστώνεται ὅτι εἶναι καρπός ἀγάπης, ἀφ’ ἑτέρου κατανοεῖται ὅτι αὐτό πού καταστρέφει καί καταργεῖ τήν εἰρήνη εἶναι ἡ ἁμαρτία, ὡς ἄρνηση τῆς ἀγάπης. Στό βαθμό λοιπόν πού ζεῖ κανείς τήν ἀγάπη, ζεῖ καί τήν εἰρήνη, καί στό βαθμό πού ἁμαρτάνει, χάνει τήν εἰρήνη. Αὐτό θά πεῖ ὅτι ὑπάρχουν διαβαθμίσεις εἰρήνης. Ἄλλωστε καί ὁ προσδιορισμός της «ἄκρα εἰρήνη» τοῦτο ἀκριβῶς ὑποδηλώνει.
Ὑπό τό πρίσμα αὐτό καταλαβαίνουμε ὅτι ἡ εἰρήνη αὐτή μόνο στά πλαίσια τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας μπορεῖ νά ἀποκτηθεῖ. Διότι μόνον ἐκεῖ ἀποκτῶνται μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ οἱ προϋποθέσεις βιώσεως τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης μέ τή διπλή της διάσταση.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 37 (λζ΄)
«Μή ἔσο αὐτάρεσκος, καί οὐκ ἔσῃ μισάδελφος· καί μή ἔσο φίλαυτος, καί ἔσῃ φιλόθεος».
(Μή θέλεις ν’ ἀρέσεις στόν ἑαυτό σου, καί δέν θά μισεῖς τόν ἀδελφό σου. Μήν εἶσαι φίλαυτος, καί θά γίνεις φιλόθεος).
Δύο ζεύγη προτάσεων περιλαμβάνει τό 37ο κεφάλαιο, τό ὁποῖο ἠχεῖ πολύ συνθηματολογικά. Τό πρῶτο ζεῦγος ἀποτελεῖται ἀπό ἔννοιες πού βρίσκονται σέ εὐθεῖα ἀναλογία, ἐνῶ τό δεύτερο ἔχει ἔννοιες ἀντιστρόφως ἀνάλογες. Κατά τρόπο σχηματικό ἔχουμε:
α΄ ζεῦγος: αὐταρέσκεια - μισαδελφία
β΄ ζεῦγος: φιλαυτία - φιλοθεΐα.
Εἶναι φανερό ὅτι στό πρῶτο ζεῦγος ἔχουμε σχέση ἡμῶν πρός τό συνάνθρωπο, ἐνῶ στό δεύτερο σχέση ἡμῶν πρός τόν Θεό. Συνεπῶς, ὅσο αὐξάνει ἡ αὐταρέσκεια, ἡ στροφή δηλ. πρός τόν ἑαυτό μας, ἡ ἀγάπη σ’ ἐμᾶς μόνο τούς ἴδιους, ἄρα ὁ ἐγωϊσμός, τόσο αὐξάνει καί τό μίσος πρός τούς ἀδελφούς. Διότι ὁ ἐγωϊσμός ἀποτελεῖ, ὡς γνωστόν πιά, ἄρνηση τῆς ἀγάπης, ἄρα ὁδηγεῖ στή δημιουργία τοῦ μίσους. Γι’ αὐτό καί ὁ ἱερός πατέρας προτρέπει: «Μή ἔσο αὐτάρεσκος καί οὐκ ἔσῃ μισάδελφος». Τό νά μήν εἴμαστε ὅμως αὐτάρεσκοι εἶναι μιά ἀρνητική προτροπή πού δέν ἀναφέρει τό θετικό στοιχεῖο. Νά μήν εἴμαστε δηλ. αὐτάρεσκοι, ναί! Τί νά εἴμαστε ὅμως; Ὁ ἅγιος Μάξιμος δέν μᾶς ἀφήνει μετέωρους. Τό δεύτερο ζεῦγος ἀκριβῶς τοῦτο καλύπτει: τό θετικό στοιχεῖο. Καί τό θετικό στοιχεῖο εἶναι ἡ φιλοθεΐα. Ἔτσι μπορεῖ κανείς νά ξεπεράσει τή φιλαυτία του, τόν ἐγωισμό του, τήν αὐταρέσκειά του, ὅταν στραφεῖ πρός τόν Θεό καί γίνει ἔτσι φιλόθεος. Κατά τή σχέση μάλιστα πού ἀναφέραμε, τήν ἀντιστρόφως ἀνάλογη, ἔχουμε: ὅσο μειώνεται ἡ φιλαυτία, αὐξάνεται ἡ φιλοθεΐα. Κατά συνέπεια, συσχετίζοντας καί τά δύο ζεύγη ἔχουμε: αὔξηση φιλοθεΐας -μείωση τῆς φιλαυτίας καί αὐταρεσκείας- μείωση της μισαδελφίας. Καί τό ἀντίστροφο.
Εἶναι κι ἐδῶ σημαντικό νά παρατηρήσουμε ὅτι ἡ φιλαυτία (ὁ ἐγωϊσμός) ἀποτελεῖ τήν τροχοπέδη τῆς φιλοθεΐας. Μέ ἄλλα λόγια ὁ μεγαλύτερος ἐχθρός μας εἶναι ὁ ἴδιος μας ὁ ἑαυτός, ἀφοῦ εἴμαστε πλασμένοι ἀπό τόν Θεό καί γιά τόν Θεό, δηλ. νά εἴμαστε φιλόθεοι. Ὅπως βεβαίως ἀπό τήν ἄλλη συμπεραίνουμε ὅτι τό κεντρικό αὐτό πάθος τῆς φιλαυτίας -ρίζα καί πηγή ὅλων τῶν παθῶν- μπορεῖ νά ξεπεραστεῖ, καθώς εἴπαμε, ὄχι μέ τίς δικές μας ἀνθρώπινες δυνάμεις, ἀλλά μόνο μέ τή στροφή στόν Θεό. Μόνο μιά ἀπόλυτη ἀγάπη (ἡ φιλοθεΐα) μπορεῖ νά νικήσει μιά μεγάλη ἀγάπη (τή φιλαυτία).
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 38 (λη΄)
«Πνευματικοῖς ἀδελφοῖς συζῆσαι προειρημένος, τοῖς σοῖς θελήμασιν ἀπό θυρῶν ἀπόταξαι · οὐ μή γάρ ἑτέρῳ τρόπῳ εἰρηνεῦσαι δυνήσῃ, οὔτε πρός τόν Θεόν, οὔτε πρός τούς συζῶντας».
(Ἄν διάλεξες νά ζήσεις μαζί μέ πνευματικούς ἀδελφούς, ἀπαρνήσου ἀπό τήν πόρτα ἀκόμη τά θελήματά σου. Γιατί δέν θά μπορέσεις μέ ἄλλον τρόπο νά εἰρηνεύσεις, οὔτε μέ τόν Θεό, οὔτε μέ τούς ἀδελφούς).
Τό κεφάλαιο αὐτό μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς ἐφαρμογή τοῦ προηγουμένου. Ἀπευθυνόμενος ὁ ἄγιος Μάξιμος σέ μοναχούς διαγράφει μέ γενικό τρόπο τό δρόμο πού ἄν ἀκολουθήσει κανείς, μπορεῖ νά εἰρηνεύσει μέ τόν Θεό καί τούς συμμοναστές. Κι ὁ δρόμος αὐτός εἶναι ἡ ἀποταγή τῶν θελημάτων. Ἡ ἀποταγή εἶναι καί αὐτή μιά προσφιλής λέξη τῆς νηπτικῆς γραμματείας πού ἔχει διάφορα ἐπίπεδα. Ἀναλόγως δέ μέ τό τί ἀποτάσσεται κανείς, ἀντιστοίχως βρίσκεται καί σέ διαφορετική πνευματική βαθμίδα. Ἔτσι σέ πρώτη φάση ἡ ἀποταγή εἶναι ἀποταγή τοῦ κόσμου: φεύγει κανείς ἀπό τόν κόσμο καί τά σχετιζόμενα μέ αὐτόν, προκειμένου νά γίνει μοναχός. Τήν πρώτη αὐτή φάση ὅμως, ἄν δέν ἀκολουθήσει ἄλλη ἀνώτερη, δέν βοηθᾶ τό μοναχό. Καί τοῦτο, γιατί μπορεῖ νά φύγει κανείς σωματικά ἀπό τόν κόσμο, ἀλλά νά εἶναι παρών μέ τήν ψυχή καί τό πνεῦμα του. Ἄλλωστε τόν κόσμο τόν φέρουμε μέσα μας, ὅσο κρατᾶμε τίς αἰτίες του στήν ψυχή μας. Ἔτσι σέ δεύτερη φάση ἡ ἀποταγή εἶναι ἀποταγή θελημάτων καί παθῶν. Ἡ ἀποταγή αὐτή εἶναι ἡ ὄντως ἀποταγή, ἡ ὁποία φέρνει ὡς καρπούς, καθώς λέει ὁ ἱερός πατέρας, τήν εἰρήνη πρός τόν Θεό καί τό συνάνθρωπο.
Γιατί ὅμως ὁ ὅσιος θεωρεῖ ὡς προϋπόθεση εἰρήνης τήν ἀποταγή τῶν θελημάτων; Ποιά εἶναι τά θελήματα αὐτά; Ἤδη μέ τά παραπάνω δόθηκε ἡ ἀπάντηση. Ὡς θελήματα ὁ ἅγιος Μάξιμος ἐννοεῖ τά θελήματα τῶν παθῶν, ἐκεῖνα δηλ. πού ἐκφράζουν τό παθητικό μέρος τῆς ψυχῆς. Κι αὐτά εἶναι κυρίως οἱ ἐπιθυμίες καί ὁ θυμός, ἀλλά σέ παρά φύσιν κατάσταση. Τά πάθη αὐτά -καρποί φιλαυτίας- χωρίζουν τούς ἀνθρώπους μεταξύ τους, δημιουργώντας λύπη μόνον καί ταραχές. Γι’ αὐτό λοιπόν ὁ ἅγιος κατηγορηματικά θεωρεῖ τήν ἀποταγή αὐτή ὡς τό μόνο τρόπο εἰρήνης. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό ἐν προκειμένῳ τό λόγιο τοῦ ὁσίου Ποιμένα στό Γεροντικό: «Τό θέλημά μου τεῑχος εἶναι χάλκινο, πού μέ χωρίζει ἀπό τόν Θεό!»
Βεβαίως εἶναι εὐνόητο ὅτι ἡ ἀποταγή αὐτή κατευθεῖαν μᾶς ὁδηγεῖ στή βάση ὅλων τῶν ἀρετῶν, τήν ταπείνωση. Διότι ἡ ταπείνωση εἶναι ἐκείνη πού θεωρεῖ ὡς βδέλυγμα γιά τόν πιστό τό «οἰκειόπιστον» (ἅγ. Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, λόγ. 25), τήν πίστη δηλ. στό δικό του θέλημα, τή δική του σκέψη.
Ἄν ὅμως ὁ ἅγιος Μάξιμος μέ τόση ἀμεσότητα δείχνει τό δρόμο τῆς εἰρήνης, ὑποδεικνύει παράλληλα καί κάποιες προϋποθέσεις τοῦ δρόμου αὐτοῦ: «προειρημένος συζῆσαι» γράφει. Ἐφόσον διάλεξες νά ζήσεις μαζί μέ ἀδελφούς. Τό «προειρημένος» αὐτό ἀποτελεῖ τήν πρώτη βασική προϋπόθεση, δηλ. τήν ἐλεύθερη ἐκλογή πού πρέπει νά ὑπάρχει στό μοναχό, γιά νά ζήσει ὅπως πρέπει. Ἄν δέν ὑπάρχει ἡ ἐλευθερία, δέν μπορεῖ νά ζητηθεῖ τίποτε στή συνέχεια. Μέ ἄλλα λόγια ὑπόβαθρο τῆς ἀποταγῆς εἶναι τό ἐλεύθερο θέλημα, πού θά πεῖ ἐλεύθερα ἀκολουθῶ ἕνα δρόμο πού μοῦ ἐπιβάλλει νά ἀπαρνηθῶ καί αὐτά ἀκόμη τά θελήματά μου. Πρόκειται στήν οὐσία γιά παραλλαγή τῶν λόγων τοῦ Κυρίου «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι» (Μάρκ. 8, 34).
Ἀλλά καί μιά δεύτερη προϋπόθεση σημειώνει: «πνευματικοῖς ἀδελφοῖς συζῆσαι προειρημένος». Διάλεξε κάποιος νά ζήσει ὄχι μέ ὁποιουσδήποτε ἀδελφούς, ἀλλά μέ πνευματικούς. Αὐτό τό «πνευματικοῖς» ἔχει πολύ μεγάλη σημασία. Διότι ὑπάρχει ὁ κίνδυνος, ἄν οἱ ἀδελφοί δέν εἶναι πνευματικοί, νά μάθει ὁ μοναχός ὅ,τι καί ἐκεῖνοι ἔχουν: τήν ἔλλειψη φόβου Θεοῦ, τήν ἀγάπη στά πάθη. Καί βεβαίως λέγοντας πνευματικούς ἀδελφούς ὁ ἱερός πατέρας ἐννοεῖ αὐτό πού καί ἡ Κ. Διαθήκη καί ἡ ὅλη προγενέστερη πατερική παράδοση ἔχει ὑπόψη της: τούς ἀδελφούς πού ζεῖ μέσα τους τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ὅπως τό διατυπώνει ἰδίως ὁ ἀπ. Παῦλος: «Εἴ τις πνεῦμα Χριστοῦ οὐκ ἔχει, οὗτος οὐκ ἔστιν Αὐτοῦ» (Ρωμ. 8, 9). Κι ὁ ἱερός Χρυσόστομος, μεταξύ τῶν ἄλλων, σημειώνει: «Πνευματικοί ὀνομάζονται ἀπό τῆς τοῦ Πνεύματος ἐνεργείας». Κάτω λοιπόν ἀπό τίς προϋποθέσεις αὐτές, πράγματι ὁ μόνος τρόπος γιά εἰρηνική ζωή εἶναι ἡ ἀποταγή τῶν θελημάτων.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 39 (λθ΄)
«Ὁ τελείαν ἀγάπην κτήσασθαι δυνηθείς καί ὅλον τόν βίον αὐτοῦ πρός ταύτην ῥυθμίσας, οὗτος λέγει Κύριον Ἰησοῦν ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ».
(Ἐκεῖνος πού μπόρεσε νά ἀποκτήσει τήν τέλεια ἀγάπη καί νά ρυθμίσει σύμφωνα μέ αὐτήν ὅλη τή ζωή του, αὐτός ἐπικαλεῖται τόν Κύριο Ἰησοῦ μέ τό φωτισμό τοῦ ἁγίου Πνεύματος).
Στό κεφάλαιο αὐτό ὁ ἅγιος ἀναφέρει ἐλαφρῶς παραλλαγμένο τό λόγο τοῦ ἀπ. Παύλου: «Οὐδείς δύναται εἰπεῖν Κύριον Ἰησοῦν, εἰ μή ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ» (Α΄ Κορ. 12, 3). Καί τόν ἀναφέρει, γιατί τονίζει μία ἀπό τίς πιό βασικές διδασκαλίες τῆς πίστεώς μας: κανείς δέν μπορεῖ νά ὁμολογήσει τόν Ἰησοῦ Χριστό ὡς Κύριο, ὡς Θεό δηλ., παρά μόνον μέ τή δύναμη καί ἐπενέργεια τοῦ ἁγ. Πνεύματος. Τό ἅγιο Πνεῦμα δηλ. εἶναι ἐκεῖνο τό πρόσωπο τῆς Τριαδικῆς Θεότητας, πού φανερώνει στόν πιστό τόν Ἰησοῦ Χριστό στίς πραγματικές Του διαστάσεις: ὡς τέλειο Θεό καί ὡς τέλειο ἄνθρωπο. Κατά τή δογματική μάλιστα διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Ἰ. Χριστός, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς ἁγίας Τριάδος, ἦλθε καί ἔσωσε τόν κόσμο. Ἡ σωτηρία ὅμως αὐτή ἔχει ἀντικειμενικό καί γενικό χαρακτήρα. Γιά νά μπορέσει νά γίνει καί ὑποκειμενικό, τοῦ καθενός, τό ἔργο αὐτό σωτηρίας, ἀπαιτεῖται ἡ ἐπέμβαση τοῦ τρίτου προσώπου τῆς ἁγίας Τριάδος. Ἐν ἁγίῳ Πνεύματι συνεπῶς γνωρίζει κανείς τόν Ἰ. Χριστό.
Πῶς ὅμως διαπιστώνεται ἡ παρουσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος μέσα στόν ἄνθρωπο; Τί χρειάζεται νά κάνει ὁ πιστός γιά νά ἀποκτήσει τό Πνεῦμα αὐτό; Σέ τοῦτο ἀκριβῶς ἀπαντᾶ τό πρῶτο σκέλος τοῦ κεφαλαίου τοῦ ὁσίου πατέρα. Ἐν ἁγίῳ Πνεύματι ὁμολογεῖ κανείς τόν Ἰησοῦ ὡς Κύριο, ὅταν μπορέσει νά ἀποκτήσει τελεία ἀγάπη κι ὅταν ρυθμίσει ὅλη τή ζωή του σύμφωνα μ’ αὐτήν. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ἀγάπη, καί μάλιστα στήν τελεία μορφή της, ἀποτελεῖ τήν ἀπόδειξη τῆς παρουσίας τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ μέσα στόν ἄνθρωπο, ἄρα καί τῆς ὀρθῆς πίστεως στόν Ἰ. Χριστό. Καί τοῦτο γιατί «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί καί ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ» (Α΄ Ἰωάν. 4,16). Ἔτσι ἡ πίστη ποτέ δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ κάτι τό θεωρητικό, ὡς ἁπλή καί μόνον ὁμολογία τοῦ Ἰ. Χριστοῦ. Ἄλλωστε κατά τόν Κύριο «οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, ἀλλ’ ὁ ποιῶν τό θέλημα τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. 7, 21).
Ἀπαιτεῖται ταυτοχρόνως λοιπόν τό βάρος τῆς ἀγάπης, ὡς τοῦ θελήματος τοῦ οὐράνιου Πατέρα, πού ἐλέγχει ἔτσι τή γνησιότητα τῆς πίστεως. Εἶναι αὐτό πού ἀναφέρει καί πάλι ὁ ἀπ. Παῦλος: «πίστις δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένη» (Γαλ. 5, 6). Διαφορετικά, μιά πίστη χωρίς ἀγάπη δέν εἶναι ἀληθινή. Καλύτερα, εἶναι νεκρή καί δαιμονική. «Ἡ πίστις χωρίς τῶν ἔργων νεκρά ἐστιν» (Ἰακ. 2, 20), καθώς «καί τά δαιμόνια πιστεύουσι καί φρίττουσι» (Ἰακ. 2, 19).
Καί πάλι στό συγκεκριμένο σημεῖο συναντᾶται σύνολη ἡ πατερική παράδοση. Ποτέ κανείς πατέρας τῆς Ἐκκλησίας δέν διασπᾶ τήν πίστη ἀπό τήν ἀγάπη, ὡς τό ἔργο τῆς πίστεως. Ἄς μνημονεύσουμε ἁπλῶς, γιά παράδειγμα, ἕνα σχετικό κεφάλαιο τοῦ μεγάλου νηπτικοῦ διδασκάλου ἁγίου Διαδόχου Φωτικῆς ἀπό τή Φιλοκαλία: «Ὁ ἀγαπῶν τόν Θεόν καί πιστεύει γνησίως καί τά ἔργα τῆς πίστεως ἐπιτελεῖ ὁσίως· ὁ δέ πιστεύων μόνον καί μή ὤν ἐν τῇ ἀγάπῃ οὐδέ αὐτήν τήν πίστιν ἥν δοκεῖ ἔχειν ἔχει· ἐλαφρότητι γάρ τινι πιστεύει νοός ὡς ὑπό τοῦ βάρους τῆς δόξης τῆς ἀγάπης μή ἐνεργούμενος. Πίστις οὖν δι’ ἀγάπης ἐνεργουμένη τό μέγα τῶν ἀρετῶν» (κεφ. κα΄). (Ἐκεῖνος πού ἀγαπᾶ τόν Θεό, πιστεύει εἰλικρινά καί ἐκτελεῖ τά ἔργα τῆς πίστεως μ’ εὐσέβεια. Ἐκεῖνος ὅμως πού πιστεύει μόνο, χωρίς νά ἔχει ἀγάπη, καί αὐτήν τήν πίστη πού νομίζει ὅτι ἔχει, δέν τήν ἔχει. Ἡ πίστη του εἶναι ἐλαφρή, γιατί δέν ἔχει τό βάρος καί τή δόξα τῆς ἀγάπης. Ἄρα ἡ συγκεφαλαίωση ὅλων τῶν ἀρετῶν εἶναι ἡ πίστη πού γίνεται πράξη μέ τήν ἀγάπη).
Ποιά εἶναι ὅμως ἡ τελεία ἀγάπη πού μνημονεύει ὁ ἅγιος Μάξιμος; Εἶναι ἀσφαλῶς ἡ ἀγάπη ἐκείνη πού ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης στήν Α΄ Καθολική του ἐπιστολή: «ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τόν φόβον» (4, 18), μιά ἀγάπη δηλαδή πού προϋποθέτει τήν κάθαρση τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀπό ὅλα τά ψεκτά πάθη καί τήν ταύτισή του μέ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὅπως μάλιστα τό ὁρίζει καί πάλι ὁ ἅγιος Διάδοχος: «τῶν καθαρισθέντων (ἐστίν) ἡ τελεία ἀγάπη, ἐν οἷς οὐκέτι ἐστιν ἔννοια φόβου τινός, ἀλλ’ ἔκκαυσις ἄπαυστος καί κόλλησις τῆς ψυχῆς πρός τόν Θεόν διά τῆς ἐνεργείας τοῦ ἁγίου Πνεύματος κατά τόν λέγοντα «ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω σου, ἐμοῦ δέ ἀντελάβετο ἡ δεξιά σου» (κεφ. ις). (Ἡ τέλεια ἀγάπη ἀνήκει σέ ὅσους ἔχουν καθαριστεῖ. Σέ αὐτούς δέν ὑπάρχει ἴχνος κανενός φόβου, ἀλλά ἀκατάπαυστη φλογερή ἀγάπη καί προσκόλληση τῆς ψυχῆς στόν Θεό μέ τήν ἐνέργεια τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὅπως λέει καί ὁ προφήτης Δαβίδ: «Προσκολλήθηκε ἡ ψυχή μου σέ Σένα καί σέ ἀκολουθεῖ· μέ κράτησε τό δεξί Σου χέρι»).
Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο τόν Χριστό τόν ὁμολογεῖ ἐν ἁγίῳ Πνεύματι μόνον Ἐκεῖνος πού ἔγινε σάν τόν Χριστό καί ἔχει Αὐτόν παρόντα καί λαλοῦντα στήν καρδιά του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 40 (μ΄)
«Ἡ μέν εἰς Θεόν ἀγάπη, εἰς τήν θείαν ὁμιλίαν ἀεῖ φιλεῖ πτερῶσαι τόν νοῦν· ἡ δέ εἰς τόν πλησίον, ἀεί καλά λογίζεσθαι περί αὐτοῦ παρασκευάζει».
(Ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό ἐπιθυμεῖ νά δίνει πάντοτε φτερά στό νοῦ γιά τήν ἀναστροφή μέ τόν Θεό, ἐνῶ ἡ ἀγάπη πρός τόν πλησίον, τόν διαθέτει νά σκέφτεται πάντοτε καλά γι’ αὐτόν).
Ὅλος ὁ νόμος καί οἱ προφῆτες, ἀνέφερε στό 36ο κεφ. ὁ ἅγιος πατέρας, «κρέμανται ἐν ταύταις ταῖς δυσίν ἐντολαῖς»: στήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί στήν ἀγάπη πρός τό συνάνθρωπο. Κι εἶναι γεγονός ὅτι κανείς δέν μπορεῖ νά ξεχωρίσει τή μία ἐντολή ἀπό τήν ἄλλη, ἀφοῦ ἡ καθεμία ἀποτελεῖ ἀπόδειξη καί φανέρωση τῆς ἄλλης. «Ἐάν τις εἴπῃ ὅτι ἀγαπῶ τόν Θεόν καί τόν ἀδελφόν αὐτοῦ μισῇ, ψεύστης ἐστίν» (Α΄ Ἰωάν. 4, 20). Καί «ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι ἀγαπῶμεν τά τέκνα τοῦ Θεοῦ, ὅταν τόν Θεόν ἀγαπῶμεν καί τάς ἐντολάς αὐτοῦ τηρῶμεν» (Α΄ Ἰωάν. 5, 2). Ὥστε «ταύτην τήν ἐντολήν ἔχομεν ἀπ’ αὐτοῦ, ἵνα ὁ ἀγαπῶν τόν Θεόν ἀγαπᾷ καί τόν ἀδελφόν αὐτοῦ» (Α΄ Ἰωάν. 4, 21). Ἔτσι ἡ σωτηρία μας ἐξαρτᾶται ἀπό τίς δύο αὐτές διαθέσεις.
Ὁ ἅγιος Μάξιμος καί πάλι ὅμως δέν ἀφήνει περιθώρια πλάνης στούς πιστούς. Μπορεῖ κάποιος νά πεῖ ὅτι ἔχει τίς δύο αὐτές ἀγάπες. Πῶς θά ἐλεγχθεῖ ἡ ἀλήθεια τῶν διαθέσεών του; Ἀναφέρει λοιπόν συγκεκριμένα χαρακτηστικά γιά τήν καθεμιά ἀπό τίς ἀγάπες αὐτές. Καί τῆς μέν πρώτης, τῆς εἰς Θεόν ἀγάπης, χαρακτηριστικό εἶναι ἡ βαθιά ἐπιθυμία «πτερῶσαι τόν νοῦν εἰς τήν θείαν ὁμιλίαν», ὁ νοῦς δηλ. νά σπεύδει γιά τή θεία ἕνωση, ἐνῶ τῆς δεύτερης, τῆς εἰς τόν πλησίον, χαρακτηριστικό εἶναι νά λογίζεται ὁ νοῦς πάντοτε καλά γι’ αὐτόν.
Καί ὡς πρός τό πρῶτο: ὁ Κύριος εἶπε ὅτι ἡ ἀγάπη μας στόν Θεό πρέπει νά εἶναι «ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς, ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος, ἐξ ὅλης τῆς διανοίας» (Βλ. Λουκ. 10, 27), πού σημαίνει ὅτι ὅλος ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου καί ὅλες οἱ δυνάμεις του πρέπει νά κατευθύνονται καί νά ἀναφέρονται πρός τόν Θεό. Πράγματι δέ ὅλη ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ἐπιβεβαιώνει μέσα ἀπό τή ζωή ὅλων τῶν ἁγίων της ὅτι οἱ ἅγιοι δέν εἶχαν ἄλλο ἔργο παρά μόνον πῶς νά αὐξήσουν τήν ἀγάπη τους στόν Θεό. Ὅ,τι ἔλεγαν, ἔκαναν ἤ ἀκόμη καί σκέπτονταν ἦταν πρός δόξαν Θεοῦ. «Εἴτε ἐσθίετε εἴτε πίνετε εἴτε τι ποιεῖτε πάντα εἰς δόξαν Θεοῦ ποιεῖτε» (Α΄ Κορ. 10, 31). Μέ τόν τρόπο αὐτό πραγματοποιοῦσαν καί τή θεόπνευστη ἐντολή τοῦ ἀποστόλου «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α΄ Θεσ. 5, 17). Γι’ αὐτό καί ἡ πολυλογία, ὅπως καί ἡ ἀργολογία, ἦταν πράγματα ἐντελῶς ξένα πρός τή ζωή τους.
Προϋπόθεση γι’ αὐτό ἀσφαλῶς «ἡ ἀναχώρησις» ἀπό τόν κόσμο, κυρίως μέ τήν ἔννοια τῆς ἀποφυγῆς τῆς ἁμαρτίας τοῦ κόσμου. Διότι «οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν» (Λουκ. 16, 13). «Ἡ γάρ φιλία τοῦ κόσμου ἔχθρα τοῦ Θεοῦ καθίσταται» (Πρβλ. Ἰακ. 4, 4). Κατά τή γνώμη μάλιστα τοῦ ἁγίου Διαδόχου: «Ψυχή μή τῶν κοσμικῶν ἀπαλλαγεῖσα φροντίδων, οὔτε τόν Θεόν ἀγαπήσει γνησίως οὔτε τόν διάβολον βδελύξεται ἀξίως· κάλυμμα γάρ ἅπαξ ἔχει φορτικόν τήν μέριμναν τοῦ βίου... Διά πάντα οὖν ἡ ἀναχώρησις χρήσιμος» (κεφ. ιη). Ὥστε πράγματι ἡ «πτέρωσις τοῦ νοῦ εἰς τήν θείαν ὁμιλίαν» ἀποτελεῖ φανέρωση τῆς εἰς Θεόν ἀγάπης.
Ὡς πρός τό δεύτερο: Τό χαρακτηριστικό πού ἀναφέρει ὁ ἱερός πατέρας εἶναι παραλλαγή φράσεως ἀπό τόν ὕμνο ἀγάπης τοῦ ἀπ. Παύλου (Α΄ Κορ. 13). Ἐκεῖ ὁ ἀπόστολος σημειώνει ὅτι ἡ ἀγάπη «οὐ λογίζεται τό κακόν» (13, 5), ἐδῶ ὁ ἅγιος Μάξιμος ἀναφέρει ὅτι στήν ἀγάπη πρός τόν πλησίον ὁ νοῦς λογίζεται πάντοτε καλά γι’ αὐτόν. Ἀσφαλῶς οἱ καλοί λογισμοί γιά τόν πλησίον, καί μάλιστα πάντοτε, πού θά πεῖ ἀκόμη καί σέ ἄσχημες καταστάσεις, ἐξαρτῶνται ἀπό τήν καλή διάθεση τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ καθαρός νοῦς δηλαδή, αὐτός πού ἔχει ἀγάπη, βλέπει πάντοτε μέ καλό καί ἀγαθό τρόπο τόν ἄλλο, τό συνάνθρωπο. Εἶναι αὐτό πού λέει καί πάλι ὁ ἀπ. Παῦλος: «Πάντα καθαρά τοῖς καθαροῖς» (Τίτ. 1, 15). Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ἡ ἐπισήμανση τῆς κακίας τοῦ συνανθρώπου ἐκ μέρους μας ταυτοχρόνως ἐπισημαίνει καί τή δική μας πονηρή κατάσταση. Μέ ἄλλα λόγια ὁ ἄνθρωπος βλέπει τό συνάνθρωπό του κάτω ἀπό τίς προϋποθέσεις τῆς καρδιᾶς του.
Εἶναι τά παραπάνω μιά πραγματικότητα, γιά τήν ὁποία ἔχουν γράψει πάρα πολλά οἱ νηπτικοί ἰδίως τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος γιά παράδειγμα σέ μιά ἀπό τίς ἐπιστολές του («Πρός τινας κελλιώτας...») ἀναφέρει μεταξύ τῶν ἄλλων: «Σέ μιά γωνιά ἑνός δρόμου στεκόταν τό ἑσπέρας μιᾶς ἡμέρας ἕνας ἄνδρας. Τρεῖς ἄνθρωποι πέρασαν ἀπό ἐκεῖ καί ἔκαναν καί οἱ τρεῖς διαφορετικές ἐκτιμήσεις. Ὁ ἕνας σκέφτηκε ὅτι ὁ ἄνδρας περιμένει τή φίλη του γιά νά πορνεύσει μαζί της. Ὁ δεύτερος φαντάστηκε ὅτι ὁ ἄνδρας περιμένει νά νυχτώσει γιά νά ληστέψει τό παρακείμενο ἀπό τή θέση πού στεκόταν σπίτι. Κι ὁ τρίτος εἶπε μέ τό νοῦ του ὅτι περιμένει ὁ ἄνθρωπος κάποιο φίλο του γιά νά πᾶνε νά προσευχηθοῦν μαζί». Εἶναι φανερό ὅτι ὁ καθένας σκέφτηκε ἀνάλογα μέ τό πάθος καί τήν ἐσωτερική του κατάσταση. Ἔκανε, ὅπως θά ἔλεγαν καί οἱ ψυχολόγοι, «προβολή» τοῦ ἑαυτοῦ του.
Κι ἕνα παρόμοιο ἐπίσης μνημονεύει περιστατικό στήν ἴδια ἐπιστολή: «Σ’ ἕνα μοναστήρι ἕνας ἀγωνιστής σπουδαῖος μοναχός πέρναγε ἀπό κελλιά διαφόρων συμμοναστῶν του. Πέρασε καί ἀπό ἕνα πού ἦταν τελείως ἀκατάστατο. Ὁ ἀδελφός, λογίστηκε ὁ μοναχός, εἶναι τελείως ἀπορροφημένος ἀπό τήν πνευματική του ἐργασία πού δέν τοῦ μένει καιρός γιά νά φροντίσει τό κελλί του. Πῆγε ἔπειτα σέ ἄλλο, τακτοποιημένο ὅμως αὐτό καί στό παραμικρό. Ὁ ἀδελφός, ἔκανε τώρα τή σκέψη ὁ μοναχός, ὅπως ἔχει καλά τακτοποιημένο τόν ἐσωτερικό του κόσμο, ἔχει τακτοποιημένο καλά καί τό κελλί του». Τά σχόλια περιττεύουν. Ὁ καλοπροαίρετος καί μέ ἀγάπη στόν πλησίον ἄνθρωπος βρίσκει πάντοτε τό καλό νά πεῖ γιά τούς ἄλλους. Εἶναι λοιπόν ὁ καλός πάντοτε λογισμός γιά τόν πλησίον ὄντως δεῖγμα εἰλικρινοῦς πρός αὐτόν ἀγάπης.
Από το βιβλίο «Καρδία Καιομένη» των εκδόσεων ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ