Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Πολλές φορές στη ζωή μας, ενώ ετοιμαζόμαστε για την επίτευξη ενός στόχου, διαπιστώνουμε ότι κάποιοι άλλοι μας προλαβαίνουνε. «Αργήσαμε», είναι η φράση που έρχεται αυθόρμητα στα χείλη μας. Το ίδιο αισθανόταν και ο παράλυτος της Βηθεσδά (Ιωάν. 5, 1-15), κάθε φορά που ο Άγγελος κατέβαινε και τάραζε το νερό της κολυμβήθρας και κάποιος άλλος τον προλάβαινε, έμπαινε μέσα, θεραπευόταν και ο ίδιος έμενε στην πάθησή του, ανήμπορος να σηκωθεί. Και το παράπονό του στο ερώτημα του Χριστού έντονο. «Κύριε, ἀνθρωπον ουκ έχω». Δεν ήταν ότι ο ίδιος αργούσε. Ήταν η μοναξιά του που τον έκανε να μην έχει κανέναν ως συμπαραστάτη, για να τον βοηθήσει να πέσει στην κολυμβήθρα πρώτος, μετά την ταραχή του ύδατος και να γιατρευτεί.
Βεβαίως, αν για τον παράλυτο υπήρχε ένας αντικειμενικός λόγος που τον εμπόδιζε να προλάβει να πέσει στην κολυμβήθρα, για μας που είμαστε υγιείς, το ότι αργούμε να φτάσουμε στην εκπλήρωση των στόχων μας έχει και άλλες αιτίες. Είναι η ραθυμία μας, που δεν μας επιτρέπει να κοπιάσουμε και να ετοιμαστούμε εγκαίρως. Είναι η αναβλητικότητά μας, ο δισταγμός μας που μας κάνει να αργούμε στον προσανατολισμό μας. Είναι ο περισπασμός μας από τις βιοτικές μέριμνες, αλλά και ο μετεωρισμός του νου μας στα πάθη μας που μας κάνουν να μην είμαστε συγκεντρωμένοι στο χρόνο και τις ευκαιρίες που μας δίδονται. Ίσως όμως η κυριότερη αιτία να είναι και μία άλλη νοοτροπία, που υπάρχει και στον παράλυτο, αλλά και στους περισσότερους από εμάς. Το να μεταθέτουμε στους άλλους τις ευθύνες για την αργοπορία μας να αδράξουμε τις ευκαιρίες που συναντούμε.
Ο παράλυτος της Βηθεσδά δεν έβλεπε την κύρια αιτία της ασθένειάς του και αυτή δεν ήταν άλλη από την αμαρτία. «Μηκέτι αμάρτανε, ίνα μη χείρόν σοί τι γένηται» θα του πει ο Χριστός, μετά την θεραπεία. Τα τριάντα χρόνια της ασθενείας δεν έκαναν τον παράλυτο να εξετάσει με ειλικρίνεια τη ζωή του, να παραδεχθεί τα όποια σφάλματά του, τον χωρισμό του από τον Θεό, να στραφεί στον εαυτό του και να δει αντικειμενικά τι έφταιγε. Τα τριάντα οκτώ χρόνια της ασθένειας του παραλύτου δεν τον έκαναν να οργανώσει δυναμικά την όποια ζωή είχε, έστω και εν τη ασθενεία του, αλλά τον κατέστησαν παθητικό θεατή της κολυμβήθρας και άνθρωπο που απλώς ανέμενε ένα θαύμα για να αλλάξει τη ζωή του. Τα τριάντα οκτώ έτη της ασθένειάς του τον έκαναν να μην έχει κανέναν φίλο, κανέναν που να τον αγαπούσε αληθινά, ίσως γιατί και ο ίδιος δεν ήταν φίλος με κάποιον και δεν αγαπούσε κάποιον, με αποτέλεσμα πάντοτε να αργεί. Δεν ήταν μόνο το θαύμα της ίασης και της αλλαγής της εξωτερικής πλευράς της ζωής που περίμενε παθητικά ο παράλυτος. Ήταν και το θαύμα της κοινωνικότητας και της υπέρβασης της μοναξιάς που το ανέμενε και αυτό παθητικά, χωρίς να κάνει καμία κίνηση. Γι’ αυτό και ο Χριστός του επισημαίνει εμμέσως την αμαρτία του: ήταν ο χωρισμός από το Θεό και τον συνάνθρωπο, που τον έκανε να παραλύσει και σωματικά. Και μπορεί να ήρθε το θαύμα της σωματικής ίασης. Εάν όμως παρέμενε ακοινώνητος και μακριά από τους ανθρώπους, κλεισμένος στην μιζέρια του και αποδίδοντας όλη την αργοπορία του να ζήσει στους άλλους, θα τον έβρισκε κάτι χειρότερο, που δεν είναι άλλο από τον πνευματικό θάνατο, τον οριστικό χωρισμό του ανθρώπου και από τον Θεό και από τον πλησίον.
Η σχέση με τον Αναστημένο Χριστό γιατρεύει την αναβλητικότητα και την ραθυμία μας. Ταυτόχρονα, μας κάνει να βγαίνουμε από την παθητικότητα της ζωής. Να υπερβαίνουμε τη νοοτροπία του θεατή στον κόσμο και μας κάνει να παίρνουμε τη ζωή μας στα χέρια μας. Να επιδιώκουμε αληθινή κοινωνικότητα, αγάπη προς τον πλησίον και πάλη, αν δεν μπορούμε να αλλάξουμε τη ζωή μας, τουλάχιστον να της προσδώσουμε νόημα μέσα στην παραλυσία της. Να δείξουμε ότι δεν έχουμε εγκαταλείψει την προσπάθεια να ζήσουμε, να αγωνιστούμε, να προλάβουμε. Να έχουμε σκοπό και νόημα. Και αυτό επιτυγχάνεται με τον τρόπο της Εκκλησίας. Η πνευματική ζωή της πίστης δεν είναι μία παθητική ακρόαση και μετοχή του θαύματος. Η Εκκλησία είναι η κολυμβήθρα της Βηθεσδά, στην οποία ταράζεται το ύδωρ, δηλαδή κατέρχεται ο Θεός και μας καλεί να εισέλθουμε στη ζωή της πίστεως, κοινωνώντας το Σώμα και το Αίμα Του. Μόνο που εδώ χρειάζεται ο καθένας μας να είναι έτοιμος. Μέσα στην παραλυσία που κάθε μορφής αμαρτία, ηθική, κοινωνική, πνευματική, σωματική προκαλεί, να έχουμε την ετοιμότητα να αδράξουμε την όποια ευκαιρία μας δοθεί, ώστε να γίνουμε υγιείς. Μόνο που χρειάζεται συμπόρευση με τους αδελφούς μας. Κοινωνία μαζί τους. Και όχι αναμονή από αυτούς να κάνουν βήματα Αλλιώς πάντοτε θα αργούμε.
Το ίδιο συμβαίνει και με την καθαυτό πνευματική ζωή, που έχει να κάνει με την σωτηρία μας. Συνήθως αναβάλλουμε ή προσμένουμε από τον Θεό να μας δώσει πρόοδο. Όμως η ζωή της πίστεως θέλει πρωτοβουλία. Θέλει ετοιμότητα και αγώνα και όχι μετάθεση για το μέλλον. Τώρα χρειάζεται να παλέψουμε, να βάλουμε αρχή μετανοίας στη ζωή μας, να εντοπίσουμε τι μας παραλύει και να ζητήσουμε την βοήθεια του Θεού και των αδελφών μας, των πνευματικών μας πατέρων, των μέσων που η ασκητική και πνευματική παράδοση της Εκκλησίας μας δίνει, ώστε να είμαστε έτοιμοι να εισέλθουμε εκεί που δίνεται η ζωή.
Το πνευματικό μας πρόβλημα, που γίνεται και κοινωνικό (χαρακτηριστικό παράδειγμα η σύγχρονη κρίση) δεν είναι οι άλλοι που φταίνε και μας κάνουν να αργούμε ή το πρόβλημα του σώματός μας. Είναι η παραλυσία της ψυχής μας, η εσωστρέφειά μας, η επανάπαυσή μας σε δικαιολογίες που μας καταστούν παθητικούς θεατές της ζωής. Η σχέση με τον Αναστημένο Χριστό μας ξυπνά και μας κάνει να σηκώνουμε τον κράβαττόν μας, τον σταυρό μας και να περπατούμε. Και η ζωή της Εκκλησίας μας διατηρεί υγιείς. Αρκεί να συμμετέχουμε με αγάπη προς το Θεό και τον πλησίον ως αγωνιστές της πνευματικής οδού. Και ο Κύριος θα αναπληρώσει ό,τι μας λείπει.
Βεβαίως, αν για τον παράλυτο υπήρχε ένας αντικειμενικός λόγος που τον εμπόδιζε να προλάβει να πέσει στην κολυμβήθρα, για μας που είμαστε υγιείς, το ότι αργούμε να φτάσουμε στην εκπλήρωση των στόχων μας έχει και άλλες αιτίες. Είναι η ραθυμία μας, που δεν μας επιτρέπει να κοπιάσουμε και να ετοιμαστούμε εγκαίρως. Είναι η αναβλητικότητά μας, ο δισταγμός μας που μας κάνει να αργούμε στον προσανατολισμό μας. Είναι ο περισπασμός μας από τις βιοτικές μέριμνες, αλλά και ο μετεωρισμός του νου μας στα πάθη μας που μας κάνουν να μην είμαστε συγκεντρωμένοι στο χρόνο και τις ευκαιρίες που μας δίδονται. Ίσως όμως η κυριότερη αιτία να είναι και μία άλλη νοοτροπία, που υπάρχει και στον παράλυτο, αλλά και στους περισσότερους από εμάς. Το να μεταθέτουμε στους άλλους τις ευθύνες για την αργοπορία μας να αδράξουμε τις ευκαιρίες που συναντούμε.
Ο παράλυτος της Βηθεσδά δεν έβλεπε την κύρια αιτία της ασθένειάς του και αυτή δεν ήταν άλλη από την αμαρτία. «Μηκέτι αμάρτανε, ίνα μη χείρόν σοί τι γένηται» θα του πει ο Χριστός, μετά την θεραπεία. Τα τριάντα χρόνια της ασθενείας δεν έκαναν τον παράλυτο να εξετάσει με ειλικρίνεια τη ζωή του, να παραδεχθεί τα όποια σφάλματά του, τον χωρισμό του από τον Θεό, να στραφεί στον εαυτό του και να δει αντικειμενικά τι έφταιγε. Τα τριάντα οκτώ χρόνια της ασθένειας του παραλύτου δεν τον έκαναν να οργανώσει δυναμικά την όποια ζωή είχε, έστω και εν τη ασθενεία του, αλλά τον κατέστησαν παθητικό θεατή της κολυμβήθρας και άνθρωπο που απλώς ανέμενε ένα θαύμα για να αλλάξει τη ζωή του. Τα τριάντα οκτώ έτη της ασθένειάς του τον έκαναν να μην έχει κανέναν φίλο, κανέναν που να τον αγαπούσε αληθινά, ίσως γιατί και ο ίδιος δεν ήταν φίλος με κάποιον και δεν αγαπούσε κάποιον, με αποτέλεσμα πάντοτε να αργεί. Δεν ήταν μόνο το θαύμα της ίασης και της αλλαγής της εξωτερικής πλευράς της ζωής που περίμενε παθητικά ο παράλυτος. Ήταν και το θαύμα της κοινωνικότητας και της υπέρβασης της μοναξιάς που το ανέμενε και αυτό παθητικά, χωρίς να κάνει καμία κίνηση. Γι’ αυτό και ο Χριστός του επισημαίνει εμμέσως την αμαρτία του: ήταν ο χωρισμός από το Θεό και τον συνάνθρωπο, που τον έκανε να παραλύσει και σωματικά. Και μπορεί να ήρθε το θαύμα της σωματικής ίασης. Εάν όμως παρέμενε ακοινώνητος και μακριά από τους ανθρώπους, κλεισμένος στην μιζέρια του και αποδίδοντας όλη την αργοπορία του να ζήσει στους άλλους, θα τον έβρισκε κάτι χειρότερο, που δεν είναι άλλο από τον πνευματικό θάνατο, τον οριστικό χωρισμό του ανθρώπου και από τον Θεό και από τον πλησίον.
Η σχέση με τον Αναστημένο Χριστό γιατρεύει την αναβλητικότητα και την ραθυμία μας. Ταυτόχρονα, μας κάνει να βγαίνουμε από την παθητικότητα της ζωής. Να υπερβαίνουμε τη νοοτροπία του θεατή στον κόσμο και μας κάνει να παίρνουμε τη ζωή μας στα χέρια μας. Να επιδιώκουμε αληθινή κοινωνικότητα, αγάπη προς τον πλησίον και πάλη, αν δεν μπορούμε να αλλάξουμε τη ζωή μας, τουλάχιστον να της προσδώσουμε νόημα μέσα στην παραλυσία της. Να δείξουμε ότι δεν έχουμε εγκαταλείψει την προσπάθεια να ζήσουμε, να αγωνιστούμε, να προλάβουμε. Να έχουμε σκοπό και νόημα. Και αυτό επιτυγχάνεται με τον τρόπο της Εκκλησίας. Η πνευματική ζωή της πίστης δεν είναι μία παθητική ακρόαση και μετοχή του θαύματος. Η Εκκλησία είναι η κολυμβήθρα της Βηθεσδά, στην οποία ταράζεται το ύδωρ, δηλαδή κατέρχεται ο Θεός και μας καλεί να εισέλθουμε στη ζωή της πίστεως, κοινωνώντας το Σώμα και το Αίμα Του. Μόνο που εδώ χρειάζεται ο καθένας μας να είναι έτοιμος. Μέσα στην παραλυσία που κάθε μορφής αμαρτία, ηθική, κοινωνική, πνευματική, σωματική προκαλεί, να έχουμε την ετοιμότητα να αδράξουμε την όποια ευκαιρία μας δοθεί, ώστε να γίνουμε υγιείς. Μόνο που χρειάζεται συμπόρευση με τους αδελφούς μας. Κοινωνία μαζί τους. Και όχι αναμονή από αυτούς να κάνουν βήματα Αλλιώς πάντοτε θα αργούμε.
Το ίδιο συμβαίνει και με την καθαυτό πνευματική ζωή, που έχει να κάνει με την σωτηρία μας. Συνήθως αναβάλλουμε ή προσμένουμε από τον Θεό να μας δώσει πρόοδο. Όμως η ζωή της πίστεως θέλει πρωτοβουλία. Θέλει ετοιμότητα και αγώνα και όχι μετάθεση για το μέλλον. Τώρα χρειάζεται να παλέψουμε, να βάλουμε αρχή μετανοίας στη ζωή μας, να εντοπίσουμε τι μας παραλύει και να ζητήσουμε την βοήθεια του Θεού και των αδελφών μας, των πνευματικών μας πατέρων, των μέσων που η ασκητική και πνευματική παράδοση της Εκκλησίας μας δίνει, ώστε να είμαστε έτοιμοι να εισέλθουμε εκεί που δίνεται η ζωή.
Το πνευματικό μας πρόβλημα, που γίνεται και κοινωνικό (χαρακτηριστικό παράδειγμα η σύγχρονη κρίση) δεν είναι οι άλλοι που φταίνε και μας κάνουν να αργούμε ή το πρόβλημα του σώματός μας. Είναι η παραλυσία της ψυχής μας, η εσωστρέφειά μας, η επανάπαυσή μας σε δικαιολογίες που μας καταστούν παθητικούς θεατές της ζωής. Η σχέση με τον Αναστημένο Χριστό μας ξυπνά και μας κάνει να σηκώνουμε τον κράβαττόν μας, τον σταυρό μας και να περπατούμε. Και η ζωή της Εκκλησίας μας διατηρεί υγιείς. Αρκεί να συμμετέχουμε με αγάπη προς το Θεό και τον πλησίον ως αγωνιστές της πνευματικής οδού. Και ο Κύριος θα αναπληρώσει ό,τι μας λείπει.