Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζαονού
Την ιστορία δεν την γράφουν πάντοτε οι μεγάλοι. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος με τον οποίο συμβάλλουν άνθρωποι που δεν έχουν όνομα στην κοινωνία, δεν έχουν κάνει μεγάλα κατορθώματα, που η ζωή τους δεν είναι γνωστή στους πολλούς. Όμως όταν η περίσταση καλεί, τότε αναλαμβάνουν αυτοί πρωτοβουλίες, εκεί που οι μεγάλοι αισθάνονται αδύναμοι να παλέψουν, ακόμη και να φανερωθούν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο «ευσχήμων Ιωσήφ» (Μάρκ. 15, 42), ο βουλευτής από την Αριμαθαία, άγνωστος στον στενό κύκλο των μαθητών του Χριστού. Όταν ο Κύριος πέθανε πάνω στο σταυρό και το σώμα Του ήταν κρεμασμένο εκεί, κανείς από τους μαθητές Του δεν είχε την τόλμη να ζητήσει το σώμα για να ταφεί. Μόνο ο Ιωσήφ τόλμησε και εμφανίστηκε στον Πιλάτο, για να αναλάβει να εκπληρώσει ένα χρέος που μόνο ο ίδιος δεν είχε. Και όπως αθόρυβα ήρθε στο προσκήνιο, ζητώντας το σώμα, αγοράζοντας σινδόνη, τοποθετώντας το στον τάφο και κλείνοντάς τον με τον λίθο, έτσι αθόρυβα θα αποσυρθεί, γράφοντας ιστορία εκείνη την δύσκολη στιγμή.
Το Ευαγγέλιο αναφέρει το κίνητρο του Ιωσήφ. «Ην προσδεχόμενος την βασιλείαν του Θεού». Περίμενε να έρθει η Βασιλεία του Θεού. Είχε αναζητήσεις. Είχε μελετήσει την Γραφή. Έβλεπε την κοινωνική, πολιτική και πνευματική πραγματικότητα της εποχής του και μάλιστα πάλευε ως μέλος του Συνεδρίου των Ιουδαίων να καταθέσει την άποψή του. Κυρίως όμως εντός του ζούσε αυτήν την προσδοκία του ερχομού του Μεσσία. Ένιωθε ότι δεν είχε νόημα η ζωή μόνο μέσα από τα ανθρώπινα, την πολιτική, τις υποθέσεις, τις μέριμνες. Χρειαζόταν η Βασιλεία του Θεού για να νοηματοδοτήσει τον κόσμο, αλλά και τον κόσμο του. Και έτσι, όταν άκουσε για τον Χριστό, όταν ίσως συνάντησε τον Χριστό, πίστεψε ότι Εκείνος ήταν που έφερνε την Βασιλεία του Θεού στον κόσμο. Μπορεί η σταύρωση του Χριστού να τον γέμισε απογοήτευση. Μέσα του όμως φαίνεται ότι ήθελε, ακόμη και με τις ελπίδες για την βασιλεία του Θεού να έχουν σβήσει, να δώσει σ’ Εκείνον που πίστεψε την τελευταία φροντίδα. Ίσως και να ήθελε να θεραπεύσει τις τύψεις του για το ότι δεν μπόρεσε ως μέλος του συνεδρίου να αποτρέψει την καταδίκη του Ιησού. Σίγουρα όμως με την πράξη του αυτή γνώριζε ότι ερχόταν σε πλήρη ρήξη με τα υπόλοιπα μέλη του Συνεδρίου, αλλά είχε πάρει την απόφασή του.
Ο Ιωσήφ ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που φρόντισε τον Ιησού. Δεν ήταν οι γυναίκες μυροφόρες, δεν ήταν η Μητέρα Του, δεν ήταν οι μαθητές Του. Ο προσδεχόμενος την Βασιλείαν του Θεού αποκαθηλώνει από το σταυρό τον νεκρό διδάσκαλο και τον θάπτει. Μαζί του πιθανόν να ένιωσε ότι θάφτηκαν και οι προσδοκίες του για την ίδια την Βασιλεία. Όμως η προσωπική του απογοήτευση δεν τον έκανε να αφήσει στο περιθώριο την αγάπη προς τον Ραββί. Ό,τι δεν μπόρεσε να του προσφέρει στη ζωή, του το πρόσφερε μετά τον θάνατο. Και αποσύρεται. Για να μάθει κι αυτός, χωρίς το Ευαγγέλιο να μας λέει κάτι περισσότερο, το μήνυμα της Αναστάσεως και να διαπιστώσει ότι η αγάπη και η πίστη τελικά αναστήθηκαν μαζί με τον Χριστό. Και όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο συναξαριστής (γιατί η μνήμη του εορτάζεται και στις 31 Ιουλίου κάθε χρόνο), θα γίνει κήρυκας της Αναστάσεως στην Γαλατία της Δύσης και σε άλλα μέρη, μαρτυρώντας για την πείρα της Βασιλείας του Θεού.
Πολλοί άνθρωποι είχαν και έχουν αναζητήσεις. Προσδέχονται την Βασιλεία του Θεού χωρίς να κάνουν θόρυβο. Βλέπουν την κατάσταση του κόσμου, την πολιτική, την κοινωνική, την πνευματική, και νιώθουν ότι χωρίς τον Χριστό και τον τρόπο της Βασιλείας, την αγάπη, την συγχωρητικότητα, το ενδιαφέρον για τους άλλους, τις ηθικές αρχές και αξίες, την στροφή στον έσω άνθρωπο, δεν έχει νόημα η ζωή. Βλέπουν και τον δικό τους κόσμο, τα πάθη, τους λογισμούς, την αμαρτία, τον χωρισμό από τον Θεό και κατανοούν ότι χωρίς την παρουσία του Κυρίου δεν μπορούν να βρούνε αληθινή χαρά. Κυρίως όμως βλέπουν τον θάνατο που κυριαρχεί παντού, τόσο στις καρδιές των ανθρώπων, όσο και στον κόσμο, αλλά και στην φύση και αναζητούν ελπίδα στην Βασιλεία του Θεού, στην Εκκλησία, στην παρουσία του Αναστημένου.
Οι άνθρωποι αυτοί, ανάμεσά τους κι εμείς, είναι μικροί για τον κόσμο. Ασήμαντοι. Ανώνυμοι. Τα πρότυπα άλλωστε της εποχής είναι τα θορυβώδη. Είναι αυτοί που δεν ασχολούνται με την Βασιλεία του Θεού. Είναι αυτοί που αποθεώνουν τα πάθη τους ή ξεγελούν τους ανθρώπους με την δόξα και την μεγαλοπρέπειά τους. Είναι αυτοί που οι εικόνες τους παρελαύνουν παντού. Είναι αυτοί που αποφασίζουν από τις τύχες του κόσμου μέχρι τις τύχες των καθημερινών ανθρώπων, αφήνοντας την μόλυνση, ηθική, περιβαλλοντική, κοινωνική, να κατατρώγει την κοινωνία. Είναι αυτοί που έχουν παραδώσει τις ψυχές τους στο θάνατο και μοιράζουν αυτόν τον θάνατο με την εξουσία τους, με την πένα τους, με το πληκτρολόγιο του υπολογιστή τους, με την εικόνα τους, με το χρήμα τους, με τα κάθε λογής όπλα. Μα κυρίως, με την απιστία και την αθεΐα τους.
Όπως ο Ιωσήφ, καλούμαστε να προσφέρουμε στον Χριστό, τον φαινομενικά ηττημένο πάνω στο σταυρό, την προσδοκία της Βασιλείας Του. Την αγάπη μας και την πίστη μας σ’ Αυτόν που γίνεται φροντίδα και προσευχή. Μόνο που δεν την χρειάζεται ο ίδιος, αλλά οι αδελφοί Του, δηλαδή οι συνάνθρωποί μας. Να κάνουμε τον αγώνα μας έγκαιρα, από όπου κι αν βρισκόμαστε, από το συνέδριο μέχρι το σπίτι μας, αλλά και αν δεν τα καταφέρουμε, ακόμη και μέχρι την ύστατη στιγμή, να δηλώσουμε την προσδοκία της Βασιλείας του Θεού που μας διακατέχει. Να πιστέψουμε στην Ανάσταση, ακόμη κι αν οι προσδοκίες μας φαίνεται να νικιούνται από τον θάνατο. Και ο Νικητής του Θανάτου θα μας φωτίσει και θα μας δώσει χαρά με την Ανάστασή Του, που γίνεται δική μας.
Ζούμε στην εποχή της συνήθειας. Ακόμη και οι περισσότεροι χριστιανοί δεν είμαστε «προσδεχόμενοι την βασιλείαν του Θεού». Πιστεύουμε ως επισκέπτες, ως παρατηρητές, έτοιμοι να κρυφτούμε με την πρώτη δυσκολία, με την πρώτη επίθεση, με την σκιά του θανάτου που οι ισχυροί ρίχνουν επάνω μας. Ο αληθινά πιστός όμως είναι αυτός που η προσδοκία της Βασιλείας του Θεού μεταμορφώνει την ζωή του. Και γράφει την δική του συνεισφορά στην ιστορία της αγιότητας που δίδει η Εκκλησία ως δωρεά αναστάσεως και αιωνιότητας, κι ας μην είναι περασμένο το όνομά του στο βιβλίο της ανθρώπινης Ιστορίας. Είναι όμως καταγεγραμμένος στη Βίβλο της ζωής. Όπως ο προσδεχόμενος την Βασιλείαν του Θεού Ιωσήφ από Αριμαθαίας. Με την αγάπη και την πίστη στο πρόσωπο του Κυρίου Ιησού να γίνεται φροντίδα για τον συνάνθρωπο, προβληματισμός και αγώνας για να περάσει το ήθος της Βασιλείας όπου δει. Από τέτοιους αναζητητές έχει ανάγκη η εποχή μας και ο κόσμος μας. Αλλά και ο εαυτός μας. Για να μπορέσει να προγευθεί την χαρά της αναστάσεως. Την χαρά της αιωνιότητας.
Το Ευαγγέλιο αναφέρει το κίνητρο του Ιωσήφ. «Ην προσδεχόμενος την βασιλείαν του Θεού». Περίμενε να έρθει η Βασιλεία του Θεού. Είχε αναζητήσεις. Είχε μελετήσει την Γραφή. Έβλεπε την κοινωνική, πολιτική και πνευματική πραγματικότητα της εποχής του και μάλιστα πάλευε ως μέλος του Συνεδρίου των Ιουδαίων να καταθέσει την άποψή του. Κυρίως όμως εντός του ζούσε αυτήν την προσδοκία του ερχομού του Μεσσία. Ένιωθε ότι δεν είχε νόημα η ζωή μόνο μέσα από τα ανθρώπινα, την πολιτική, τις υποθέσεις, τις μέριμνες. Χρειαζόταν η Βασιλεία του Θεού για να νοηματοδοτήσει τον κόσμο, αλλά και τον κόσμο του. Και έτσι, όταν άκουσε για τον Χριστό, όταν ίσως συνάντησε τον Χριστό, πίστεψε ότι Εκείνος ήταν που έφερνε την Βασιλεία του Θεού στον κόσμο. Μπορεί η σταύρωση του Χριστού να τον γέμισε απογοήτευση. Μέσα του όμως φαίνεται ότι ήθελε, ακόμη και με τις ελπίδες για την βασιλεία του Θεού να έχουν σβήσει, να δώσει σ’ Εκείνον που πίστεψε την τελευταία φροντίδα. Ίσως και να ήθελε να θεραπεύσει τις τύψεις του για το ότι δεν μπόρεσε ως μέλος του συνεδρίου να αποτρέψει την καταδίκη του Ιησού. Σίγουρα όμως με την πράξη του αυτή γνώριζε ότι ερχόταν σε πλήρη ρήξη με τα υπόλοιπα μέλη του Συνεδρίου, αλλά είχε πάρει την απόφασή του.
Ο Ιωσήφ ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που φρόντισε τον Ιησού. Δεν ήταν οι γυναίκες μυροφόρες, δεν ήταν η Μητέρα Του, δεν ήταν οι μαθητές Του. Ο προσδεχόμενος την Βασιλείαν του Θεού αποκαθηλώνει από το σταυρό τον νεκρό διδάσκαλο και τον θάπτει. Μαζί του πιθανόν να ένιωσε ότι θάφτηκαν και οι προσδοκίες του για την ίδια την Βασιλεία. Όμως η προσωπική του απογοήτευση δεν τον έκανε να αφήσει στο περιθώριο την αγάπη προς τον Ραββί. Ό,τι δεν μπόρεσε να του προσφέρει στη ζωή, του το πρόσφερε μετά τον θάνατο. Και αποσύρεται. Για να μάθει κι αυτός, χωρίς το Ευαγγέλιο να μας λέει κάτι περισσότερο, το μήνυμα της Αναστάσεως και να διαπιστώσει ότι η αγάπη και η πίστη τελικά αναστήθηκαν μαζί με τον Χριστό. Και όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο συναξαριστής (γιατί η μνήμη του εορτάζεται και στις 31 Ιουλίου κάθε χρόνο), θα γίνει κήρυκας της Αναστάσεως στην Γαλατία της Δύσης και σε άλλα μέρη, μαρτυρώντας για την πείρα της Βασιλείας του Θεού.
Πολλοί άνθρωποι είχαν και έχουν αναζητήσεις. Προσδέχονται την Βασιλεία του Θεού χωρίς να κάνουν θόρυβο. Βλέπουν την κατάσταση του κόσμου, την πολιτική, την κοινωνική, την πνευματική, και νιώθουν ότι χωρίς τον Χριστό και τον τρόπο της Βασιλείας, την αγάπη, την συγχωρητικότητα, το ενδιαφέρον για τους άλλους, τις ηθικές αρχές και αξίες, την στροφή στον έσω άνθρωπο, δεν έχει νόημα η ζωή. Βλέπουν και τον δικό τους κόσμο, τα πάθη, τους λογισμούς, την αμαρτία, τον χωρισμό από τον Θεό και κατανοούν ότι χωρίς την παρουσία του Κυρίου δεν μπορούν να βρούνε αληθινή χαρά. Κυρίως όμως βλέπουν τον θάνατο που κυριαρχεί παντού, τόσο στις καρδιές των ανθρώπων, όσο και στον κόσμο, αλλά και στην φύση και αναζητούν ελπίδα στην Βασιλεία του Θεού, στην Εκκλησία, στην παρουσία του Αναστημένου.
Οι άνθρωποι αυτοί, ανάμεσά τους κι εμείς, είναι μικροί για τον κόσμο. Ασήμαντοι. Ανώνυμοι. Τα πρότυπα άλλωστε της εποχής είναι τα θορυβώδη. Είναι αυτοί που δεν ασχολούνται με την Βασιλεία του Θεού. Είναι αυτοί που αποθεώνουν τα πάθη τους ή ξεγελούν τους ανθρώπους με την δόξα και την μεγαλοπρέπειά τους. Είναι αυτοί που οι εικόνες τους παρελαύνουν παντού. Είναι αυτοί που αποφασίζουν από τις τύχες του κόσμου μέχρι τις τύχες των καθημερινών ανθρώπων, αφήνοντας την μόλυνση, ηθική, περιβαλλοντική, κοινωνική, να κατατρώγει την κοινωνία. Είναι αυτοί που έχουν παραδώσει τις ψυχές τους στο θάνατο και μοιράζουν αυτόν τον θάνατο με την εξουσία τους, με την πένα τους, με το πληκτρολόγιο του υπολογιστή τους, με την εικόνα τους, με το χρήμα τους, με τα κάθε λογής όπλα. Μα κυρίως, με την απιστία και την αθεΐα τους.
Όπως ο Ιωσήφ, καλούμαστε να προσφέρουμε στον Χριστό, τον φαινομενικά ηττημένο πάνω στο σταυρό, την προσδοκία της Βασιλείας Του. Την αγάπη μας και την πίστη μας σ’ Αυτόν που γίνεται φροντίδα και προσευχή. Μόνο που δεν την χρειάζεται ο ίδιος, αλλά οι αδελφοί Του, δηλαδή οι συνάνθρωποί μας. Να κάνουμε τον αγώνα μας έγκαιρα, από όπου κι αν βρισκόμαστε, από το συνέδριο μέχρι το σπίτι μας, αλλά και αν δεν τα καταφέρουμε, ακόμη και μέχρι την ύστατη στιγμή, να δηλώσουμε την προσδοκία της Βασιλείας του Θεού που μας διακατέχει. Να πιστέψουμε στην Ανάσταση, ακόμη κι αν οι προσδοκίες μας φαίνεται να νικιούνται από τον θάνατο. Και ο Νικητής του Θανάτου θα μας φωτίσει και θα μας δώσει χαρά με την Ανάστασή Του, που γίνεται δική μας.
Ζούμε στην εποχή της συνήθειας. Ακόμη και οι περισσότεροι χριστιανοί δεν είμαστε «προσδεχόμενοι την βασιλείαν του Θεού». Πιστεύουμε ως επισκέπτες, ως παρατηρητές, έτοιμοι να κρυφτούμε με την πρώτη δυσκολία, με την πρώτη επίθεση, με την σκιά του θανάτου που οι ισχυροί ρίχνουν επάνω μας. Ο αληθινά πιστός όμως είναι αυτός που η προσδοκία της Βασιλείας του Θεού μεταμορφώνει την ζωή του. Και γράφει την δική του συνεισφορά στην ιστορία της αγιότητας που δίδει η Εκκλησία ως δωρεά αναστάσεως και αιωνιότητας, κι ας μην είναι περασμένο το όνομά του στο βιβλίο της ανθρώπινης Ιστορίας. Είναι όμως καταγεγραμμένος στη Βίβλο της ζωής. Όπως ο προσδεχόμενος την Βασιλείαν του Θεού Ιωσήφ από Αριμαθαίας. Με την αγάπη και την πίστη στο πρόσωπο του Κυρίου Ιησού να γίνεται φροντίδα για τον συνάνθρωπο, προβληματισμός και αγώνας για να περάσει το ήθος της Βασιλείας όπου δει. Από τέτοιους αναζητητές έχει ανάγκη η εποχή μας και ο κόσμος μας. Αλλά και ο εαυτός μας. Για να μπορέσει να προγευθεί την χαρά της αναστάσεως. Την χαρά της αιωνιότητας.
themistoklismourtzanos.blogspot.com