Τῆς ῎Αννας Σαμπαζιώτου
– Χριστός ᾿Ανέστη! ῾Η ᾿Εκκλησία μας γιορτάζει τήν ᾿Ανάστασι τοῦ Χριστοῦ, ὅλο τό χρόνο. Θά μοῦ πῆτε· τό «Χριστός Ανέστη» τό ψέλνουμε μόνο γιά 40 ἡμέρες, μέχρι τῆς ᾿Αναλήψεως, πού γίνεται ἡ ἀπόδοσις τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα. ῞Ομως τά ᾿Αναστάσιμα τροπάρια, ψάλλονται ὅλο τό χρόνο, τό Σάββατο καί τήν Κυριακή. Κι ἄν εἶναι μεγάλη γιορτή, θά ποῦν πρῶτα τά ᾿Αναστάσιμα καί μετά τῆς ἑορτῆς.
᾿Ακόμη ἄς προσέξουμε. Τό Εὐαγγέλιο τοῦ ῎Ορθρου τῆς Κυριακῆς, διαβάζεται μέσα στό ῾Ιερό. ῾Ο ἱερέας, στέκει δεξιά στήν ῾Αγ. Τράπεζα καί τό διαβάζει. Κι ὕστερα βγαίνει μέ τό Εὐαγγέλιο καί τό προσκυνᾶμε, ἐνῶ οἱ ψάλτες ψάλλουν τό 50ό ψαλμό, τό «ἐλέησόν μέ ὁ Θεός.»
Τί σημαίνουν αὐτά; ῾Η ῾Αγ. Τράπεζα εἶναι ὁ Τάφος τοῦ Χριστοῦ.
῾Ο ἱερέας ἀντιπροσωπεύει τόν ῎Αγγελο, πού ἔδωσε τό μήνυμα στίς Μυροφόρες. «Καί εἰσελθοῦσαι (οἱ μυροφόρες) εἰς τό μνημεῖον, εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς περιβεβλημένον στολήν λευκήν καί ἐξεθαμβήθησαν. ῾Ο δέ, λέγει αὐταῖς· μή ἐκθαβῆσθε. ᾿Ιησοῦν ζητεῖτε τόν Ναζαρηνόν, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν». (Μάρκ. ιστ´)
Μέ τήν προσκύνησι τοῦ Εὐαγγελίου, προσκυνᾶμε τόν ᾿Αναστάντα Χριστόν. Γι’ αὐτό πρέπει νά εἴμαστε στόν ὄρθρο, γιά νά προσκυνήσουμε.
Στίς ἑορτές τῶν ῾Αγίων, πού συμπίπτει νά μήν εἶναι Κυριακή, τό Εὐαγγέλιο τοῦ ὄρθρου εἶναι ἀνάλογο γιά ᾿Απόστολο ἤ μάρτυρα ἤ ὅσιο, καί διαβάζεται μπροστά στήν ὡραία Πύλη, καί δέν γίνεται προσκύνησις.
Τήν Μ. Τεσσαρακοστή, ἡ ᾿Αναστάσιμη Θεία Λειτουργία, τελεῖται μόνον τόν Σάββατο (τοῦ ῾Ιεροῦ Χρυσοστόμου), καί τήν Κυριακή (τοῦ Μ. Βασιλείου) καί τήν ἑορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Τίς ἄλλες ἡμέρες, Τετάρτη καί Παρασκευή, τελεῖται Προηγιασμένη Θ. Λειτουργία, πού δέν εἶναι ᾿Αναστάσιμη, γιά νά μποροῦν οἱ πιστοί νά κοινωνοῦν πιό συχνά (ἔχουν καθαγιασθεῖ τά Τίμια Δῶρα στήν Θ. Λειτουργία τῆς Κυριακῆς). Γι’ αὐτό ἡ ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία χαρακτηρίζεται ὡς ᾿Εκκλησία τῆς ᾿Αναστάσεως.
῎Ας μελετήσουμε καί μεῖς τό μεγάλο γεγονός τῆς ᾿Αναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, μέσα ἀπό τά ἀναστάσιμα τροπάρια, ὄχι γιά νά πλουτίσουμε τίς γνώσεις μας, ἀλλά γιά ν’ ἀναστηθῇ ἡ ψυχή μας. Νά χαιρόμαστε αὐτά πού ἀκοῦμε καί ζοῦμε.
Τά τροπάρια τῆς ᾿Εκκλησίας μας, ἔχουν κῦρος θεολογικό. ᾿Από τ’ ἀναστάσιμα τροπάρια πληροφορούμεθα ὅτι ἡ Παναγία, ἦταν ἡ πρώτη πού ἔμαθε γιά τήν ᾿Ανάστασι τοῦ Χριστοῦ.
«῾Ο ἄγγελος ἐβόα τῇ Κεχαριτωμένῃ, ῾Αγνή Παρθένε, χαῖρε καί πάλιν ἐρῶ χαῖρε, ὁ Σός Υἱός ᾿Ανέστη τριήμερος ἐκ τάφου».
῞Οπως τῆς ἔδωσε ὁ Γαβριήλ τό μήνυμα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, τῆς δίνει καί τῆς ᾿Αναστάσεως.
Κι ἡ πρώτη ἐμφάνισι τοῦ ᾿Αναστάντος, ἦταν στήν Μητέρα Του. «...Σύ δέ ῾Αγνή, τέρπου Θεοτόκε, ἐν τῇ ἐγέρσει τοῦ Τόκου Σου». Γι’ αὐτό δέν πῆγε μέ τίς Μυροφόρες στόν Τάφο.
Στά Εὐαγγέλια δέν ἔχουμε αὐτή τήν πληροφορία, διότι ἡ Παναγία, ὅπως καί στή Γέννησι τοῦ Χριστοῦ, σιωπᾶ.
«῾Η δέ Μαριάμ πάντα συνετήρει τά ρήματα ταῦτα συμβάλλουσα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς (Λουκ. β´ 19).
῾Η Παναγία μας, ἔχει τό χάρισμα τῆς ταπείνωσις καί τῆς σιωπῆς.
᾿Αξιοθαύμαστο τό μεγαλεῖο Της!
῎Ας δοῦμε τόν εἱρμό τῆς πρώτης ὠδῆς, ἀπό τόν ᾿Αναστάσιμο κανόνα, ποίημα τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ.
«᾿Αναστάσεως ἡμέρα καί λαμπρυνθῶμεν λαοί, Πάσχα Κυρίου Πάσχα, ἐκ γάρ θανάτου πρός ζωήν καί ἐκ γῆς πρός οὐρανόν, Χριστός ὁ Θεός, ἡμᾶς διεβίβασεν, ἐπινίκιον ἄδοντας».
– «λαμπρυνθῶμεν» Νά λάμψουμε, νά ἀκτινοβολήσουμε τό ᾿Αναστάσιμο Φῶς.
Πάσχα σημαίνει διάβασι. Τό ῾Εβραϊκό Πάσχα, ἦταν διάβασι ἀπό τή δουλεία τῆς Αἰγύπτου, στήν ἐλευθερία τῆς γῆς τῆς ᾿Επαγγελίας. Δέν λέει τό τροπάριο ὅτι θά μᾶς διαβιβάση ἀλλά «διεβίβασεν».
Σ’ ἕνα ἄλλο τροπάριο τῆς Γ´ ὠδῆς λέμε· «Χθές συνεθαπτόμην σοι, Χριστέ, συνεγείρομαι σήμερον ἀναστάντι σοι· Συνεσταυρούμην Σοι χθές, Αὐτός μέ συνδόξασον Σωτήρ ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου.»
Νά ἡ πορεία! ᾿Από τό Σταυρό στόν Τάφο καί μετά στήν ᾿Ανάστασι.
Πρίν πᾶμε μέ τό θάνατο στόν ῞Αδη, πρέπει νά ξεκινήσουμε ἀπό τόν ῞Αδη πού ἔχουμε μέσα μας.
῞Αδης εἶναι τό σκοτεινό βασίλειο τῆς ἁμαρτίας. ῾Ο χῶρος πού κυριαρχεῖ ἡ ἁμαρτία. Κι αὐτόν τόν ῞Αδη τόν ζοῦμε μέσα μας. Εἶναι ἡ ἁμαρτία πού τή νοιώθουμε νά κυριαρχῇ, νά κυβερνᾷ τίς σκέψεις καί τά αἰσθήματά μας, νά διευθύνῃ τίς πράξεις καί τή ζωή μας. Καί παρ’ ὅλο πού αὐτές οἱ πράξεις μᾶς στενοχωροῦν, δέν μποροῦμε ν’ ἀλλάξουμε τή ζωή μας. Νοιώθουμε ἀδύναμοι, δέσμιοι τῆς κακῆς μας συνήθειας, τῆς ἁμαρτίας. Σ’ αὐτόν τόν ῞Αδη, τόν προσωπικό μας, πρέπει νά κατέβῃ ὁ Χριστός καί νά φέρῃ ᾿Ανάστασι.
Πῶς θά γίνῃ αὐτό; Στήν ᾿Ακολουθία τῆς Θείας Μεταλήψεως λέμε· «ὁ τῇ τριημέρῳ καί ζωηφόρῳ Σου ᾿Αναστάσει, τόν πεπτωκότα προπάτορα ἀναστήσας, ἀνάστησόν με τῇ ἁμαρτίᾳ κατολισθήσαντα, τρόπους μοι μετανοίας ὑποτιθέμενος.»
Μετάνοια εἶναι, νά παραδεχτοῦμε τή φθορά πού ἔχει κάνει ἡ ἁμαρτία μέσα μας καί νά ζητήσουμε τή συγχώρησι ἀπό τό Θεό ἀλλά καί τή δύναμι γιά νά καταπολεμήσουμε τά πάθη μας. Αὐτός ὁ ἀγώνας τῆς διαρκοῦς μετανοίας, εἶναι ὁ θάνατος πού νεκρώνει τό θάνατο, δηλ. τήν ἁμαρτία μας, καί φέρνει τήν ἀνάστασι καί τή ζωή τοῦ Χριστοῦ στήν ψυχή μας καί ψάλλουμε τό «Χριστός ᾿Ανέστη ἐκ νεκρῶν θανάτῳ θάνατον πατήσας.» Γι’ αὐτό ἕνας Πατερικός λόγος εἶναι χαρακτηριστικός. Λέει·
«῎Αν πεθάνῃς πρίν πεθάνῃς
δέν θά πεθάνῃς ὅταν πεθάνῃς.»
– Χριστέ μου, θά ποῦμε, ᾿Εσύ ἔκανες ὑπακοή στόν Πατέρα, ὑπακοή μέχρι θανάτου. Βοήθησε καί μᾶς νά κάνουμε ὑπακοή στίς ἐντολές Σου. Καί πρώτη ἐντολή, ἡ ἀγάπη.
Στό δοξαστικό τοῦ Πάσχα, ἰδιαίτερα ὑπογραμμίζεται ἡ ἀγάπη· «᾿Αναστάσεως ἡμέρα καί λαμπρυνθῶμεν τῇ πανηγύρει καί ἀλλήλους περιπτυξώμεθα. Εἴπομεν, ἀδελφοί, καί τοῖς μισοῦσιν ἡμᾶς συγχωρήσωμεν πάντα τῇ ἀναστάσει· καί οὕτω βοήσωμεν. Χριστός ᾿Ανέστη ἐκ νεκρῶν θανάτῳ θάνατον πατήσας...».
Δηλ. Νά συγχωροῦμε ἐκείνους πού μᾶς μισοῦν, τούς ἐχθρούς. ῾ΕπομένωςϜ Νά συγχωροῦμε καί κείνους πού μᾶς ἀγαποῦν, τ’ ἀδέλφια μας, τούς οἰκείους μας, τά παιδιά μας, πού μέ τίς ἀδυναμίες τους ἐνοχλοῦν τίς δικές μας ἀδυναμίες καί τίς κάνουν ἐχθρικές.
Τήν συγχώρησι, ζητᾶ ὡς προϋπόθεσι, γιά νά μποροῦμε νά ψάλλουμε τό «Χριστός ᾿Ανέστη.»
Προσέξτε τί λέει· Καί οὕτω βοήσωμεν.
Ναί, ὁ Κύριος θέτει τήν συγχώρησι, ὡς προϋπόθεσι τῆς προσευχῆς. «Καί ὅταν στήκετε προσευχόμενοι, ἀφίετε εἴ τι ἔχετε κατά τινος» (Μάρκ. ια´ 25).
Καί στήν ὑποδειγματική προσευχή πού μᾶς ἔδωσε, τό «Πάτερ ἡμῶν», τή θέτει ὅρο συγχωρήσεως. «Καί ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καί ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν».
᾿Εδῶ ἄς προσέξουμε·
῾Ο Θεός μᾶς δίνει τήν συγχώρησι, ἀλλά ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά τήν πάρουμε, γιατί στή χούφτα μας κρατᾶμε τό σφάλμα τοῦ ἄλλου, π.χ. Πρέπει νά ἐλευθερώσουμε τή χούφτα μας ἀπό τή λεμονόκουπα πού κρατᾶμε (τό σφάλμα τοῦ ἄλλου), γιά νά πάρουμε τό πορτοκάλι πού μᾶς προσφέρει ὁ Θεός, (τήν ἄφεσι τῶν δικῶν μας ἁμαρτιῶν).
Γι’ αὐτό ἡ συγχώρησις, πρέπει νά γίνεται «ἐκ καρδίας» ὄχι ἐπιφανειακά. Χωρίς κρατούμενα, πού στήν πρώτη ἀφορμή, ξαναζωντανεύουν ὅλα τά προηγούμενα πού νομίζαμε ὅτι εἴχαμε συγχωρήσει. Τί ῞Αδης κρύβεται μέσα μας!! Ποιός δέν τόν ἔχει νοιώσει;
– Τά παράπονα. Μιᾶς ζωῆς παράπονα... Καί τά βλέπουμε «δικαιολογημένα»!...
«Μᾶς ἀδίκησαν...» Μά πιό πολύ ἀδικοῦμε ἐμεῖς τόν ἑαυτό μας. Εἶναι λάθος τοῦ ἄλλου πού φέρθηκε ἔτσι, ἄδικα, ἐγωιστικά, ἐχθρικά, μέ μῖσος, μέ... μέ...
Καί εἶναι λάθος δικό μας, πού τόν ἀντιμετωπίζουμε ἔτσι, μέ πίκρα, μέ παράπονα, μέ γογγυσμό, στενόχωρα. Δηλαδή, χωρίς συγχωρητικότητα, χωρίς ἀγάπη, μέ ἐγωισμό, μέ ἐχθρότητα.
Ποιός μᾶς κάνει μεγαλύτερο κακό, ἡ δική του κακία ἤ ἡ δική μας;
῎Αν τό ἀντιμετωπίζαμε «κατά Θεόν» μέ ἀγάπη, θά νοιώθαμε ἀνάστασι. ᾿Αλλιῶς νοιώθουμε νέκρα, θάνατο μέσα μας.
Καί ἡ δικαιολογία·
Μά θά τόν ἀφήσουμε νά φέρεται ἔτσι; Δέν πρέπει νά «τόν βάλουμε στή θέσι του;» γιά νά τόν διορθώσουμε; Εἶναι ὁ ἄνθρωπός μας, τό παιδί μας. Θά ἀδιαφορήσουμε;
Ναί, πρέπει νά σηκώσουμε τόν πεσμένο. ᾿Αλλά γι’ αὐτό πρέπει νά μήν πέσουμε κι ἐμεῖς. Στάσου ἐσύ ὀρθός καί δυνατός καί τότε θά βρῇς τόν κατάλληλο τρόπο γιά νά τόν βοηθήσῃς νά σηκωθῇ. Θά φωτίσῃ ὁ Θεός, θά βοηθήσῃ. ῎Αν πέφτῃς καί σύ, πῶς θά σηκώσῃς τόν πεσμένο;
῎Ας ἀφήσουμε λοιπόν τίς δικαιολογίες κι ἄς δοῦμε μέ εἰλικρίνεια τήν ἐμπάθεια πού ἔχουμε μέσα μας. Τό κράτος τῆς ἁμαρτίας. Καί τότε θά ποῦμε κι ἐμεῖς, μαζί μέ τόν ᾿Απόστολο Παῦλο· «Τίς με ρύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;» Ποιός μπορεῖ νά μέ γλυτώσῃ ἀπ’ αὐτόν τόν θάνατο πού κυριαρχεῖ μέσα μου;
Πρέπει νά φθάσουμε σ’ αὐτήν τήν συναίσθησι, σ’ αὐτήν τήν ἀπογοήτευσι;
Ναί, ν’ ἀπογοητευτοῦμε ἀπό τόν ἑαυτό μας, γιά νά καταφύγουμε στό Θεό. Γιατί, μέ τίς ἀνθρώπινες δυνάμεις αὐτά εἶναι ἀδύνατα. Μόνον μέ τή δύναμι τοῦ Θεοῦ νικήθηκε καί νικιέται ὁ ῞Αδης. Μόνο μέσα στήν ᾿Εκκλησία, μέ τή μυστηριακή ζωή, τή μετάνοια, τήν προσευχή, μέ ταπείνωσι καί ἀγάπη, ζοῦμε τό θαῦμα πού ψάλλουμε στόν ῾Εσπερινό τοῦ Πάσχα.
«Αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ ὑψίστου. Τις Θεός μέγας, ὡς ὁ Θεός ἡμῶν. Σύ εἶ ὁ Θέος ὁ ποιῶν θαυμάσια μόνος.»
Αὐτή εἶναι ἡ πεῖρα τῶν πιστῶν· «χαρᾶς τά πάντα πεπλήρωται, τῆς ᾿Αναστάσεως τήν πεῖρα εἰληφότα...»
῾Η πεῖρα τῆς ᾿Αναστάσεως εἶναι ἡ πεῖρα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς.
Αὐτό πού ζεῖ ὁ κάθε πιστός πού προσπαθεῖ κι ἀγωνίζεται νά τηρῇ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ στή ζωή του. ῾Ολοχρονίς!
Στήν προσπάθειά του βλέπει τή χάρι τοῦ Θεοῦ, τή χάρι τῆς ᾿Αναστάσεως πού τοῦ δίνει φώτισι, δύναμι καί χαρά.
Αὐτή ἡ πεῖρα δέν κατανοεῖται παρά μόνον ἀπό αὐτούς πού τή ζοῦν. Τί μπορεῖ νά καταλάβῃ ὁ «κόσμος» ἀπό τήν πεῖρα τῶν πιστῶν;
Γι’ αὐτό, κι ὁ τελευταῖος μακαρισμός πού εἶπε ὁ Χριστός στόν ᾿Απόστολο Θωμᾶ, ἦταν· «ὅτι ἑώρακάς με πεπίστευκας· Μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες».
Σ’ αὐτόν τόν μακαρισμό, εὔχομαι ν’ ἀνήκουμε κι ἐμεῖς. Καί νά χαιρόμαστε.
Χριστός ᾿Ανέστη.
᾿Από τό περιοδικό «ΠΟΡΕΙΑ» της Χ.Ο.Ν. Πειραιά
– Χριστός ᾿Ανέστη! ῾Η ᾿Εκκλησία μας γιορτάζει τήν ᾿Ανάστασι τοῦ Χριστοῦ, ὅλο τό χρόνο. Θά μοῦ πῆτε· τό «Χριστός Ανέστη» τό ψέλνουμε μόνο γιά 40 ἡμέρες, μέχρι τῆς ᾿Αναλήψεως, πού γίνεται ἡ ἀπόδοσις τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα. ῞Ομως τά ᾿Αναστάσιμα τροπάρια, ψάλλονται ὅλο τό χρόνο, τό Σάββατο καί τήν Κυριακή. Κι ἄν εἶναι μεγάλη γιορτή, θά ποῦν πρῶτα τά ᾿Αναστάσιμα καί μετά τῆς ἑορτῆς.
᾿Ακόμη ἄς προσέξουμε. Τό Εὐαγγέλιο τοῦ ῎Ορθρου τῆς Κυριακῆς, διαβάζεται μέσα στό ῾Ιερό. ῾Ο ἱερέας, στέκει δεξιά στήν ῾Αγ. Τράπεζα καί τό διαβάζει. Κι ὕστερα βγαίνει μέ τό Εὐαγγέλιο καί τό προσκυνᾶμε, ἐνῶ οἱ ψάλτες ψάλλουν τό 50ό ψαλμό, τό «ἐλέησόν μέ ὁ Θεός.»
Τί σημαίνουν αὐτά; ῾Η ῾Αγ. Τράπεζα εἶναι ὁ Τάφος τοῦ Χριστοῦ.
῾Ο ἱερέας ἀντιπροσωπεύει τόν ῎Αγγελο, πού ἔδωσε τό μήνυμα στίς Μυροφόρες. «Καί εἰσελθοῦσαι (οἱ μυροφόρες) εἰς τό μνημεῖον, εἶδον νεανίσκον καθήμενον ἐν τοῖς δεξιοῖς περιβεβλημένον στολήν λευκήν καί ἐξεθαμβήθησαν. ῾Ο δέ, λέγει αὐταῖς· μή ἐκθαβῆσθε. ᾿Ιησοῦν ζητεῖτε τόν Ναζαρηνόν, οὐκ ἔστιν ὧδε· ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν». (Μάρκ. ιστ´)
Μέ τήν προσκύνησι τοῦ Εὐαγγελίου, προσκυνᾶμε τόν ᾿Αναστάντα Χριστόν. Γι’ αὐτό πρέπει νά εἴμαστε στόν ὄρθρο, γιά νά προσκυνήσουμε.
Στίς ἑορτές τῶν ῾Αγίων, πού συμπίπτει νά μήν εἶναι Κυριακή, τό Εὐαγγέλιο τοῦ ὄρθρου εἶναι ἀνάλογο γιά ᾿Απόστολο ἤ μάρτυρα ἤ ὅσιο, καί διαβάζεται μπροστά στήν ὡραία Πύλη, καί δέν γίνεται προσκύνησις.
Τήν Μ. Τεσσαρακοστή, ἡ ᾿Αναστάσιμη Θεία Λειτουργία, τελεῖται μόνον τόν Σάββατο (τοῦ ῾Ιεροῦ Χρυσοστόμου), καί τήν Κυριακή (τοῦ Μ. Βασιλείου) καί τήν ἑορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Τίς ἄλλες ἡμέρες, Τετάρτη καί Παρασκευή, τελεῖται Προηγιασμένη Θ. Λειτουργία, πού δέν εἶναι ᾿Αναστάσιμη, γιά νά μποροῦν οἱ πιστοί νά κοινωνοῦν πιό συχνά (ἔχουν καθαγιασθεῖ τά Τίμια Δῶρα στήν Θ. Λειτουργία τῆς Κυριακῆς). Γι’ αὐτό ἡ ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία χαρακτηρίζεται ὡς ᾿Εκκλησία τῆς ᾿Αναστάσεως.
῎Ας μελετήσουμε καί μεῖς τό μεγάλο γεγονός τῆς ᾿Αναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, μέσα ἀπό τά ἀναστάσιμα τροπάρια, ὄχι γιά νά πλουτίσουμε τίς γνώσεις μας, ἀλλά γιά ν’ ἀναστηθῇ ἡ ψυχή μας. Νά χαιρόμαστε αὐτά πού ἀκοῦμε καί ζοῦμε.
Τά τροπάρια τῆς ᾿Εκκλησίας μας, ἔχουν κῦρος θεολογικό. ᾿Από τ’ ἀναστάσιμα τροπάρια πληροφορούμεθα ὅτι ἡ Παναγία, ἦταν ἡ πρώτη πού ἔμαθε γιά τήν ᾿Ανάστασι τοῦ Χριστοῦ.
«῾Ο ἄγγελος ἐβόα τῇ Κεχαριτωμένῃ, ῾Αγνή Παρθένε, χαῖρε καί πάλιν ἐρῶ χαῖρε, ὁ Σός Υἱός ᾿Ανέστη τριήμερος ἐκ τάφου».
῞Οπως τῆς ἔδωσε ὁ Γαβριήλ τό μήνυμα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, τῆς δίνει καί τῆς ᾿Αναστάσεως.
Κι ἡ πρώτη ἐμφάνισι τοῦ ᾿Αναστάντος, ἦταν στήν Μητέρα Του. «...Σύ δέ ῾Αγνή, τέρπου Θεοτόκε, ἐν τῇ ἐγέρσει τοῦ Τόκου Σου». Γι’ αὐτό δέν πῆγε μέ τίς Μυροφόρες στόν Τάφο.
Στά Εὐαγγέλια δέν ἔχουμε αὐτή τήν πληροφορία, διότι ἡ Παναγία, ὅπως καί στή Γέννησι τοῦ Χριστοῦ, σιωπᾶ.
«῾Η δέ Μαριάμ πάντα συνετήρει τά ρήματα ταῦτα συμβάλλουσα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς (Λουκ. β´ 19).
῾Η Παναγία μας, ἔχει τό χάρισμα τῆς ταπείνωσις καί τῆς σιωπῆς.
᾿Αξιοθαύμαστο τό μεγαλεῖο Της!
῎Ας δοῦμε τόν εἱρμό τῆς πρώτης ὠδῆς, ἀπό τόν ᾿Αναστάσιμο κανόνα, ποίημα τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ.
«᾿Αναστάσεως ἡμέρα καί λαμπρυνθῶμεν λαοί, Πάσχα Κυρίου Πάσχα, ἐκ γάρ θανάτου πρός ζωήν καί ἐκ γῆς πρός οὐρανόν, Χριστός ὁ Θεός, ἡμᾶς διεβίβασεν, ἐπινίκιον ἄδοντας».
– «λαμπρυνθῶμεν» Νά λάμψουμε, νά ἀκτινοβολήσουμε τό ᾿Αναστάσιμο Φῶς.
Πάσχα σημαίνει διάβασι. Τό ῾Εβραϊκό Πάσχα, ἦταν διάβασι ἀπό τή δουλεία τῆς Αἰγύπτου, στήν ἐλευθερία τῆς γῆς τῆς ᾿Επαγγελίας. Δέν λέει τό τροπάριο ὅτι θά μᾶς διαβιβάση ἀλλά «διεβίβασεν».
Σ’ ἕνα ἄλλο τροπάριο τῆς Γ´ ὠδῆς λέμε· «Χθές συνεθαπτόμην σοι, Χριστέ, συνεγείρομαι σήμερον ἀναστάντι σοι· Συνεσταυρούμην Σοι χθές, Αὐτός μέ συνδόξασον Σωτήρ ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου.»
Νά ἡ πορεία! ᾿Από τό Σταυρό στόν Τάφο καί μετά στήν ᾿Ανάστασι.
Πρίν πᾶμε μέ τό θάνατο στόν ῞Αδη, πρέπει νά ξεκινήσουμε ἀπό τόν ῞Αδη πού ἔχουμε μέσα μας.
῞Αδης εἶναι τό σκοτεινό βασίλειο τῆς ἁμαρτίας. ῾Ο χῶρος πού κυριαρχεῖ ἡ ἁμαρτία. Κι αὐτόν τόν ῞Αδη τόν ζοῦμε μέσα μας. Εἶναι ἡ ἁμαρτία πού τή νοιώθουμε νά κυριαρχῇ, νά κυβερνᾷ τίς σκέψεις καί τά αἰσθήματά μας, νά διευθύνῃ τίς πράξεις καί τή ζωή μας. Καί παρ’ ὅλο πού αὐτές οἱ πράξεις μᾶς στενοχωροῦν, δέν μποροῦμε ν’ ἀλλάξουμε τή ζωή μας. Νοιώθουμε ἀδύναμοι, δέσμιοι τῆς κακῆς μας συνήθειας, τῆς ἁμαρτίας. Σ’ αὐτόν τόν ῞Αδη, τόν προσωπικό μας, πρέπει νά κατέβῃ ὁ Χριστός καί νά φέρῃ ᾿Ανάστασι.
Πῶς θά γίνῃ αὐτό; Στήν ᾿Ακολουθία τῆς Θείας Μεταλήψεως λέμε· «ὁ τῇ τριημέρῳ καί ζωηφόρῳ Σου ᾿Αναστάσει, τόν πεπτωκότα προπάτορα ἀναστήσας, ἀνάστησόν με τῇ ἁμαρτίᾳ κατολισθήσαντα, τρόπους μοι μετανοίας ὑποτιθέμενος.»
Μετάνοια εἶναι, νά παραδεχτοῦμε τή φθορά πού ἔχει κάνει ἡ ἁμαρτία μέσα μας καί νά ζητήσουμε τή συγχώρησι ἀπό τό Θεό ἀλλά καί τή δύναμι γιά νά καταπολεμήσουμε τά πάθη μας. Αὐτός ὁ ἀγώνας τῆς διαρκοῦς μετανοίας, εἶναι ὁ θάνατος πού νεκρώνει τό θάνατο, δηλ. τήν ἁμαρτία μας, καί φέρνει τήν ἀνάστασι καί τή ζωή τοῦ Χριστοῦ στήν ψυχή μας καί ψάλλουμε τό «Χριστός ᾿Ανέστη ἐκ νεκρῶν θανάτῳ θάνατον πατήσας.» Γι’ αὐτό ἕνας Πατερικός λόγος εἶναι χαρακτηριστικός. Λέει·
«῎Αν πεθάνῃς πρίν πεθάνῃς
δέν θά πεθάνῃς ὅταν πεθάνῃς.»
– Χριστέ μου, θά ποῦμε, ᾿Εσύ ἔκανες ὑπακοή στόν Πατέρα, ὑπακοή μέχρι θανάτου. Βοήθησε καί μᾶς νά κάνουμε ὑπακοή στίς ἐντολές Σου. Καί πρώτη ἐντολή, ἡ ἀγάπη.
Στό δοξαστικό τοῦ Πάσχα, ἰδιαίτερα ὑπογραμμίζεται ἡ ἀγάπη· «᾿Αναστάσεως ἡμέρα καί λαμπρυνθῶμεν τῇ πανηγύρει καί ἀλλήλους περιπτυξώμεθα. Εἴπομεν, ἀδελφοί, καί τοῖς μισοῦσιν ἡμᾶς συγχωρήσωμεν πάντα τῇ ἀναστάσει· καί οὕτω βοήσωμεν. Χριστός ᾿Ανέστη ἐκ νεκρῶν θανάτῳ θάνατον πατήσας...».
Δηλ. Νά συγχωροῦμε ἐκείνους πού μᾶς μισοῦν, τούς ἐχθρούς. ῾ΕπομένωςϜ Νά συγχωροῦμε καί κείνους πού μᾶς ἀγαποῦν, τ’ ἀδέλφια μας, τούς οἰκείους μας, τά παιδιά μας, πού μέ τίς ἀδυναμίες τους ἐνοχλοῦν τίς δικές μας ἀδυναμίες καί τίς κάνουν ἐχθρικές.
Τήν συγχώρησι, ζητᾶ ὡς προϋπόθεσι, γιά νά μποροῦμε νά ψάλλουμε τό «Χριστός ᾿Ανέστη.»
Προσέξτε τί λέει· Καί οὕτω βοήσωμεν.
Ναί, ὁ Κύριος θέτει τήν συγχώρησι, ὡς προϋπόθεσι τῆς προσευχῆς. «Καί ὅταν στήκετε προσευχόμενοι, ἀφίετε εἴ τι ἔχετε κατά τινος» (Μάρκ. ια´ 25).
Καί στήν ὑποδειγματική προσευχή πού μᾶς ἔδωσε, τό «Πάτερ ἡμῶν», τή θέτει ὅρο συγχωρήσεως. «Καί ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καί ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν».
᾿Εδῶ ἄς προσέξουμε·
῾Ο Θεός μᾶς δίνει τήν συγχώρησι, ἀλλά ἐμεῖς δέν μποροῦμε νά τήν πάρουμε, γιατί στή χούφτα μας κρατᾶμε τό σφάλμα τοῦ ἄλλου, π.χ. Πρέπει νά ἐλευθερώσουμε τή χούφτα μας ἀπό τή λεμονόκουπα πού κρατᾶμε (τό σφάλμα τοῦ ἄλλου), γιά νά πάρουμε τό πορτοκάλι πού μᾶς προσφέρει ὁ Θεός, (τήν ἄφεσι τῶν δικῶν μας ἁμαρτιῶν).
Γι’ αὐτό ἡ συγχώρησις, πρέπει νά γίνεται «ἐκ καρδίας» ὄχι ἐπιφανειακά. Χωρίς κρατούμενα, πού στήν πρώτη ἀφορμή, ξαναζωντανεύουν ὅλα τά προηγούμενα πού νομίζαμε ὅτι εἴχαμε συγχωρήσει. Τί ῞Αδης κρύβεται μέσα μας!! Ποιός δέν τόν ἔχει νοιώσει;
– Τά παράπονα. Μιᾶς ζωῆς παράπονα... Καί τά βλέπουμε «δικαιολογημένα»!...
«Μᾶς ἀδίκησαν...» Μά πιό πολύ ἀδικοῦμε ἐμεῖς τόν ἑαυτό μας. Εἶναι λάθος τοῦ ἄλλου πού φέρθηκε ἔτσι, ἄδικα, ἐγωιστικά, ἐχθρικά, μέ μῖσος, μέ... μέ...
Καί εἶναι λάθος δικό μας, πού τόν ἀντιμετωπίζουμε ἔτσι, μέ πίκρα, μέ παράπονα, μέ γογγυσμό, στενόχωρα. Δηλαδή, χωρίς συγχωρητικότητα, χωρίς ἀγάπη, μέ ἐγωισμό, μέ ἐχθρότητα.
Ποιός μᾶς κάνει μεγαλύτερο κακό, ἡ δική του κακία ἤ ἡ δική μας;
῎Αν τό ἀντιμετωπίζαμε «κατά Θεόν» μέ ἀγάπη, θά νοιώθαμε ἀνάστασι. ᾿Αλλιῶς νοιώθουμε νέκρα, θάνατο μέσα μας.
Καί ἡ δικαιολογία·
Μά θά τόν ἀφήσουμε νά φέρεται ἔτσι; Δέν πρέπει νά «τόν βάλουμε στή θέσι του;» γιά νά τόν διορθώσουμε; Εἶναι ὁ ἄνθρωπός μας, τό παιδί μας. Θά ἀδιαφορήσουμε;
Ναί, πρέπει νά σηκώσουμε τόν πεσμένο. ᾿Αλλά γι’ αὐτό πρέπει νά μήν πέσουμε κι ἐμεῖς. Στάσου ἐσύ ὀρθός καί δυνατός καί τότε θά βρῇς τόν κατάλληλο τρόπο γιά νά τόν βοηθήσῃς νά σηκωθῇ. Θά φωτίσῃ ὁ Θεός, θά βοηθήσῃ. ῎Αν πέφτῃς καί σύ, πῶς θά σηκώσῃς τόν πεσμένο;
῎Ας ἀφήσουμε λοιπόν τίς δικαιολογίες κι ἄς δοῦμε μέ εἰλικρίνεια τήν ἐμπάθεια πού ἔχουμε μέσα μας. Τό κράτος τῆς ἁμαρτίας. Καί τότε θά ποῦμε κι ἐμεῖς, μαζί μέ τόν ᾿Απόστολο Παῦλο· «Τίς με ρύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;» Ποιός μπορεῖ νά μέ γλυτώσῃ ἀπ’ αὐτόν τόν θάνατο πού κυριαρχεῖ μέσα μου;
Πρέπει νά φθάσουμε σ’ αὐτήν τήν συναίσθησι, σ’ αὐτήν τήν ἀπογοήτευσι;
Ναί, ν’ ἀπογοητευτοῦμε ἀπό τόν ἑαυτό μας, γιά νά καταφύγουμε στό Θεό. Γιατί, μέ τίς ἀνθρώπινες δυνάμεις αὐτά εἶναι ἀδύνατα. Μόνον μέ τή δύναμι τοῦ Θεοῦ νικήθηκε καί νικιέται ὁ ῞Αδης. Μόνο μέσα στήν ᾿Εκκλησία, μέ τή μυστηριακή ζωή, τή μετάνοια, τήν προσευχή, μέ ταπείνωσι καί ἀγάπη, ζοῦμε τό θαῦμα πού ψάλλουμε στόν ῾Εσπερινό τοῦ Πάσχα.
«Αὕτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ ὑψίστου. Τις Θεός μέγας, ὡς ὁ Θεός ἡμῶν. Σύ εἶ ὁ Θέος ὁ ποιῶν θαυμάσια μόνος.»
Αὐτή εἶναι ἡ πεῖρα τῶν πιστῶν· «χαρᾶς τά πάντα πεπλήρωται, τῆς ᾿Αναστάσεως τήν πεῖρα εἰληφότα...»
῾Η πεῖρα τῆς ᾿Αναστάσεως εἶναι ἡ πεῖρα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς.
Αὐτό πού ζεῖ ὁ κάθε πιστός πού προσπαθεῖ κι ἀγωνίζεται νά τηρῇ τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ στή ζωή του. ῾Ολοχρονίς!
Στήν προσπάθειά του βλέπει τή χάρι τοῦ Θεοῦ, τή χάρι τῆς ᾿Αναστάσεως πού τοῦ δίνει φώτισι, δύναμι καί χαρά.
Αὐτή ἡ πεῖρα δέν κατανοεῖται παρά μόνον ἀπό αὐτούς πού τή ζοῦν. Τί μπορεῖ νά καταλάβῃ ὁ «κόσμος» ἀπό τήν πεῖρα τῶν πιστῶν;
Γι’ αὐτό, κι ὁ τελευταῖος μακαρισμός πού εἶπε ὁ Χριστός στόν ᾿Απόστολο Θωμᾶ, ἦταν· «ὅτι ἑώρακάς με πεπίστευκας· Μακάριοι οἱ μή ἰδόντες καί πιστεύσαντες».
Σ’ αὐτόν τόν μακαρισμό, εὔχομαι ν’ ἀνήκουμε κι ἐμεῖς. Καί νά χαιρόμαστε.
Χριστός ᾿Ανέστη.
᾿Από τό περιοδικό «ΠΟΡΕΙΑ» της Χ.Ο.Ν. Πειραιά