Πρωτ. π. Γεωργίου Δορμπαράκη
Τήν 5η ᾽Ιουνίου ἑορτάζει ἡ διεθνής κοινότητα – καί ἐπιπλέον ἡ ᾽Εκκλησία μας, ἰδιαιτέρως μάλιστα μετά τίς ἄοκνες προσπάθειες τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριάρχη, τήν 1η Σεπτεμβρίου – τήν ῾Παγκόσμια ἡμέρα Περιβάλλοντος᾽. Πρόκειται γιά μία ἐπέτειο πού ἔχει ὡς σκοπό νά εὐαισθητοποιήσει τούς κατοίκους τοῦ πλανήτη μας στό θέμα τῆς προστασίας τῆς φύσεως καί γενικῶς τοῦ περιβάλλοντος κόσμου μας, ἀφοῦ ὅλες οἱ ἔρευνες τῶν ἐπιστημόνων μέχρι τώρα συγκλίνουν στήν τραγική διαπίστωση ὅτι μαθηματικῶς ὁδεύουμε πρός τήν καταστροφή: ἡ μόλυνση τῆς φύσεως ἔχει φθάσει στό ἀπροχώρητο. ῎Αν δέν πάρουμε δραστικά μέτρα, ἄν δέν θεωρηθεῖ τό πρόβλημα ὡς πρόβλημα τοῦ καθενός – εἴτε κράτους εἴτε ἀτόμου - ἐλπίδα σωτηρίας καί διαφυγῆς ἀπό τό ἀδιέξοδο δέν ὑπάρχει. ᾽Εδῶ καί πολύ καιρό βέβαια οἱ ἐπιστήμονες ἔχουν κρούσει τόν κώδωνα τοῦ κινδύνου.
Μά, δέν ἔχει γίνει, ὅπως φαίνεται, κατανοητή ἡ ὀξύτητα τοῦ προβλήματος. Μᾶλλον φαίνεται ὅτι κατανοεῖται τό πρόβλημα, ἀλλά τά οἰκονομικά συμφέροντα πού ὑπάρχουν πίσω ἀπό τίς ρυπογόνες πηγές, ὅπως π.χ. τίς βιομηχανίες, εἶναι τέτοια πού δέν ἀφήνουν τή χάραξη τῆς πολιτικῆς γιά τήν ὑπέρβαση τῆς κρίσεως. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ δέσμευση στόν ἐγωισμό μας - ἡ διακράτηση τῶν προσωπικῶν ἤ τῶν στενά ἐθνικῶν συμφερόντων μας – εἶναι ὑπεράνω τοῦ κοινοῦ καλοῦ, ὑπεράνω τῆς διασώσεως καί τῆς ἴδιας ἀκόμη τῆς γῆς, κατά συνέπεια τά κράτη ἐπιλέγουν τίς περισσότερες φορές τό θάνατο καί τήν καταστροφή μας.
῎Ας ἀναφέρουμε μερικά παραδείγματα πρός μεγαλύτερη κατανόηση: - ἐνῶ ὅλοι ξέρουμε ὅτι ἡ ἀτμόσφαιρα, μέσα στήν ὁποία ζοῦμε καί κινούμαστε, εἶναι ἀπό τά βασικά στοιχεῖα τῆς ζωῆς μας, ἐντούτοις καί σέ κρατικό καί σέ προσωπικό ἐπίπεδο τή μολύνουμε ποικιλοτρόπως. Πόσες βιομηχανίες δέν λειτουργοῦν χωρίς τά ἀπαραίτητα μέτρα προστασίας, πόσες χιλιάδες ρυπογόνα αὐτοκίνητα δέν κυκλοφοροῦν χωρίς τόν ἀπαιτούμενο ἔλεγχο, πόσες ἄσκοπες μετακινήσεις δέν γίνονται, ἀκόμη καί στό κέντρο τῶν μεγάλων πόλεων, πού ἔχουν αὐξημένο τό πρόβλημα; - ἐνῶ ὅλοι ξέρουμε ὅτι ἡ θάλασσα εἶναι - ἰδιαιτέρως γιά ἐμᾶς τούς ῞Ελληνες – πηγή πράγματι ζωῆς, ἐντούτοις ἔχουμε κάνει καί κάνουμε τά ἀδύνατα δυνατά, γιά νά τῆς ἀφαιρέσουμε κάθε ζωτική ἐνέργεια. Χιλιάδες βιομηχανίες ρίχνουν σ᾽ αὐτήν τά ἀπόβλητά τους, χιλιάδες ὀχετῶν καταλήγουν σ᾽ αὐτήν, τόννοι σκουπιδιῶν βρίσκουν τήν κατάληξή τους στίς ἀκτές της.
Εὐθύνη ὄντως συλλογική καί ἀτομική. - ἀκόμη: ἐνῶ ξέρουμε ὅλοι ὅτι τά δάση εἶναι κυριολεκτικά ἡ ἀναζωογόνηση τοῦ ἀνθρώπου, παρ᾽ ὅλα αὐτά κάθε χρόνο χιλιάδες στρέμματα καίγονται, ἐνῶ ἑκατομμύρια δένδρα κόβονται – βορά στή βουλιμία τοῦ ἀνθρώπου. - ἐπιπλέον: συστηματική σχεδόν καταβάλλεται προσπάθεια νά ἐξαφανίσουμε κάθε εἶδος ζώων, πού ἀποτελεῖ τήν ἰδιαιτερότητα καί τήν ποικιλία τῆς φύσεως. Κι αὐτό γιά νά καλυφθεῖ, τίς περισσότερες φορές, ἡ καταναλωτική μανία τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ σχιζοφρενική ματαιοδοξία του. Σταματᾶμε ἐδῶ τήν ἀναφορά τῶν παραδειγμάτων, γιατί δέν ἔχει τέλος ἡ παραφροσύνη μας τῶν ἀνθρώπων. Διότι πράγματι μόνον περί παραφροσύνης πρόκειται, ἀφοῦ τό φυσικό μας περιβάλλον ἀποτελεῖ τό σπίτι μας, τό χῶρο ζωῆς μας, καί συνεπῶς ὁποιαδήποτε καταστροφή του ἰσοδυναμεῖ μέ τήν ἐπιλογή τῆς αὐτοκτονίας μας. Τήν αἰτία γιά τήν καταστροφική μανία τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στή φύση ἤδη τήν ἐπισημάναμε: εἶναι ὁ ἐγωισμός του, πού τόν κάνει νά θέτει τήν ἱκανοποίηση τῶν αἰσθήσεών του πάνω ἀκόμη καί ἀπό τήν ἴδια τή ζωή του: ῾φάγωμεν καί πίωμεν, αὔριον γάρ ἀποθνῄσκομεν᾽ (Α´Κορ. 15,32). Μέ ἄλλα λόγια ἡ μόλυνση τοῦ περιβάλλοντος ἀποτελεῖ βασικό σύμπτωμα τῆς ἀθεΐας τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἔχασε τή ζωντανή σχέση του μέ τόν Θεό καί γι᾽ αὐτό ἀδυνατεῖ νά δεῖ καί τή φύση ὡς ἀδελφή του, μέ τήν ὁποία ἔχει κοινή πορεία καί κοινή ἐξάρτηση. Διότι ἄν ὁ ἄνθρωπος ζοῦσε ἀληθινά τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ στή ζωή του, τότε θά ἄνοιγαν τά μάτια του γιά νά δεῖ ὅτι ῾τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καί τό πλήρωμα αὐτῆς᾽(Α´ Κορ. 10, 26), ἄρα καί ἡ μόνη στάση του ἀπέναντί της εἶναι ὁ σεβασμός καί ἡ λελογισμένη χρήση της. ᾽Ιδιαιτέρως στή χριστιανική πίστη καλλιεργεῖται ἡ ἀντίληψη αὐτή, κατά τήν ὁποία ἡ φύση δέν ἀνήκει στόν ἄνθρωπο, γιά νά τήν κάνει ὅ,τι θέλει, ἀλλά ἀνήκει στόν Θεό, ὁ Ὁποῖος ἔταξε τόν ἄνθρωπο διαχειριστή αὐτῆς κατά τό θέλημα τό δικό Του. Μ᾽ αὐτόν τρόπο, τῆς διαχείρισης, ἑρμηνεύει ἡ ᾽Εκκλησία μας τό ῾κατακυριεύσατε τῆς φύσεως᾽ πού λέει ἡ ῾Αγία Γραφή (βλ. Γεν. 1, 26-28) καί ὄχι μέ τήν ἔννοια τῆς ἀνεξέλεγκτης κυριαρχίας, ὅπως διαστρεβλωμένα θεωρήθηκε τά νεώτερα χρόνια. Καί χρειάζεται νά τονίζεται ἡ ὀρθή ἑρμηνεία, διότι ἐξ ἀφορμῆς τῆς μολύνσεως τῆς φύσεως οἱ ἐχθροί τῆς ᾽Εκκλησίας παίρνουν θάρρος γιά νά κατηγοροῦν τή χριστιανική πίστη ὡς ὑπαίτια τάχα τῆς μολύνσεως αὐτῆς, ἀφοῦ τολμοῦν νά ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ πίστη αὐτή ἄνοιξε τόν δρόμο τῆς καταστροφῆς τῆς φύσεως μέ τήν ἐλευθερία πού ἔδωσε στόν ἄνθρωπο νά τήν κατακυριεύσει. Μά, ὅπως εἴπαμε, ἡ ῾κατακυρίευσις᾽ νοεῖται πάντοτε κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἐν ὑπακοῇ σ᾽ ᾽Εκεῖνον, ἄρα νοεῖται ὡς διαχείριση τῆς φύσεως, γιά τήν ὁποία θά δώσει τελικῶς λόγο ὁ ἄνθρωπος στόν Κύριο αὐτῆς καί τοῦ ἴδιου, τόν αἰώνιο Τριαδικό Θεό. Μέ τούς ὅρους αὐτούς, ἄν τό θέμα τῆς μολύνσεως τῆς φύσεως δέν τό δοῦμε ὡς πνευματικό καί ἠθικό πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου, αὐτό ἀπό τό ὁποῖο κρίνεται ἡ χριστιανική ἤ ὄχι συνείδησή του, ἀφενός δέν θά μπορέσουμε ποτέ νά τό κατανοήσουμε στίς πραγματικές του διαστάσεις – θά τό βλέπουμε πάντοτε μυωπικά καί ἐπιφανειακά - ἀφετέρου δέν θά μπορέσουμε ποτέ νά βροῦμε τρόπους δραστικῆς ἀντιμετωπίσεώς του. Κι ἴσως, καθώς τά ἀποκαλυπτικά κείμενα τῆς Γραφῆς μᾶς δείχνουν, ἀνθρωπίνως δέν φαίνεται ἐλπίδα ὑπερβάσεώς του: πορευόμαστε ἔτσι κι ἀλλιῶς σ᾽ ἐποχές πού ἡ κακία, σ᾽ ὅλες τίς διαστάσεις της, αὐξάνει, ἐνῶ ἡ ὁριστική λύση, καί γιά τή φύση, ἔρχεται ἀπό τό μέλλον καί ὁπωσδήποτε ἔξω ἀπό τόν ἄνθρωπο. Μιλᾶμε γιά τήν ἐποχή τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου μας.
Μά, δέν ἔχει γίνει, ὅπως φαίνεται, κατανοητή ἡ ὀξύτητα τοῦ προβλήματος. Μᾶλλον φαίνεται ὅτι κατανοεῖται τό πρόβλημα, ἀλλά τά οἰκονομικά συμφέροντα πού ὑπάρχουν πίσω ἀπό τίς ρυπογόνες πηγές, ὅπως π.χ. τίς βιομηχανίες, εἶναι τέτοια πού δέν ἀφήνουν τή χάραξη τῆς πολιτικῆς γιά τήν ὑπέρβαση τῆς κρίσεως. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ δέσμευση στόν ἐγωισμό μας - ἡ διακράτηση τῶν προσωπικῶν ἤ τῶν στενά ἐθνικῶν συμφερόντων μας – εἶναι ὑπεράνω τοῦ κοινοῦ καλοῦ, ὑπεράνω τῆς διασώσεως καί τῆς ἴδιας ἀκόμη τῆς γῆς, κατά συνέπεια τά κράτη ἐπιλέγουν τίς περισσότερες φορές τό θάνατο καί τήν καταστροφή μας.
῎Ας ἀναφέρουμε μερικά παραδείγματα πρός μεγαλύτερη κατανόηση: - ἐνῶ ὅλοι ξέρουμε ὅτι ἡ ἀτμόσφαιρα, μέσα στήν ὁποία ζοῦμε καί κινούμαστε, εἶναι ἀπό τά βασικά στοιχεῖα τῆς ζωῆς μας, ἐντούτοις καί σέ κρατικό καί σέ προσωπικό ἐπίπεδο τή μολύνουμε ποικιλοτρόπως. Πόσες βιομηχανίες δέν λειτουργοῦν χωρίς τά ἀπαραίτητα μέτρα προστασίας, πόσες χιλιάδες ρυπογόνα αὐτοκίνητα δέν κυκλοφοροῦν χωρίς τόν ἀπαιτούμενο ἔλεγχο, πόσες ἄσκοπες μετακινήσεις δέν γίνονται, ἀκόμη καί στό κέντρο τῶν μεγάλων πόλεων, πού ἔχουν αὐξημένο τό πρόβλημα; - ἐνῶ ὅλοι ξέρουμε ὅτι ἡ θάλασσα εἶναι - ἰδιαιτέρως γιά ἐμᾶς τούς ῞Ελληνες – πηγή πράγματι ζωῆς, ἐντούτοις ἔχουμε κάνει καί κάνουμε τά ἀδύνατα δυνατά, γιά νά τῆς ἀφαιρέσουμε κάθε ζωτική ἐνέργεια. Χιλιάδες βιομηχανίες ρίχνουν σ᾽ αὐτήν τά ἀπόβλητά τους, χιλιάδες ὀχετῶν καταλήγουν σ᾽ αὐτήν, τόννοι σκουπιδιῶν βρίσκουν τήν κατάληξή τους στίς ἀκτές της.
Εὐθύνη ὄντως συλλογική καί ἀτομική. - ἀκόμη: ἐνῶ ξέρουμε ὅλοι ὅτι τά δάση εἶναι κυριολεκτικά ἡ ἀναζωογόνηση τοῦ ἀνθρώπου, παρ᾽ ὅλα αὐτά κάθε χρόνο χιλιάδες στρέμματα καίγονται, ἐνῶ ἑκατομμύρια δένδρα κόβονται – βορά στή βουλιμία τοῦ ἀνθρώπου. - ἐπιπλέον: συστηματική σχεδόν καταβάλλεται προσπάθεια νά ἐξαφανίσουμε κάθε εἶδος ζώων, πού ἀποτελεῖ τήν ἰδιαιτερότητα καί τήν ποικιλία τῆς φύσεως. Κι αὐτό γιά νά καλυφθεῖ, τίς περισσότερες φορές, ἡ καταναλωτική μανία τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ σχιζοφρενική ματαιοδοξία του. Σταματᾶμε ἐδῶ τήν ἀναφορά τῶν παραδειγμάτων, γιατί δέν ἔχει τέλος ἡ παραφροσύνη μας τῶν ἀνθρώπων. Διότι πράγματι μόνον περί παραφροσύνης πρόκειται, ἀφοῦ τό φυσικό μας περιβάλλον ἀποτελεῖ τό σπίτι μας, τό χῶρο ζωῆς μας, καί συνεπῶς ὁποιαδήποτε καταστροφή του ἰσοδυναμεῖ μέ τήν ἐπιλογή τῆς αὐτοκτονίας μας. Τήν αἰτία γιά τήν καταστροφική μανία τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στή φύση ἤδη τήν ἐπισημάναμε: εἶναι ὁ ἐγωισμός του, πού τόν κάνει νά θέτει τήν ἱκανοποίηση τῶν αἰσθήσεών του πάνω ἀκόμη καί ἀπό τήν ἴδια τή ζωή του: ῾φάγωμεν καί πίωμεν, αὔριον γάρ ἀποθνῄσκομεν᾽ (Α´Κορ. 15,32). Μέ ἄλλα λόγια ἡ μόλυνση τοῦ περιβάλλοντος ἀποτελεῖ βασικό σύμπτωμα τῆς ἀθεΐας τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἔχασε τή ζωντανή σχέση του μέ τόν Θεό καί γι᾽ αὐτό ἀδυνατεῖ νά δεῖ καί τή φύση ὡς ἀδελφή του, μέ τήν ὁποία ἔχει κοινή πορεία καί κοινή ἐξάρτηση. Διότι ἄν ὁ ἄνθρωπος ζοῦσε ἀληθινά τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ στή ζωή του, τότε θά ἄνοιγαν τά μάτια του γιά νά δεῖ ὅτι ῾τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καί τό πλήρωμα αὐτῆς᾽(Α´ Κορ. 10, 26), ἄρα καί ἡ μόνη στάση του ἀπέναντί της εἶναι ὁ σεβασμός καί ἡ λελογισμένη χρήση της. ᾽Ιδιαιτέρως στή χριστιανική πίστη καλλιεργεῖται ἡ ἀντίληψη αὐτή, κατά τήν ὁποία ἡ φύση δέν ἀνήκει στόν ἄνθρωπο, γιά νά τήν κάνει ὅ,τι θέλει, ἀλλά ἀνήκει στόν Θεό, ὁ Ὁποῖος ἔταξε τόν ἄνθρωπο διαχειριστή αὐτῆς κατά τό θέλημα τό δικό Του. Μ᾽ αὐτόν τρόπο, τῆς διαχείρισης, ἑρμηνεύει ἡ ᾽Εκκλησία μας τό ῾κατακυριεύσατε τῆς φύσεως᾽ πού λέει ἡ ῾Αγία Γραφή (βλ. Γεν. 1, 26-28) καί ὄχι μέ τήν ἔννοια τῆς ἀνεξέλεγκτης κυριαρχίας, ὅπως διαστρεβλωμένα θεωρήθηκε τά νεώτερα χρόνια. Καί χρειάζεται νά τονίζεται ἡ ὀρθή ἑρμηνεία, διότι ἐξ ἀφορμῆς τῆς μολύνσεως τῆς φύσεως οἱ ἐχθροί τῆς ᾽Εκκλησίας παίρνουν θάρρος γιά νά κατηγοροῦν τή χριστιανική πίστη ὡς ὑπαίτια τάχα τῆς μολύνσεως αὐτῆς, ἀφοῦ τολμοῦν νά ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ πίστη αὐτή ἄνοιξε τόν δρόμο τῆς καταστροφῆς τῆς φύσεως μέ τήν ἐλευθερία πού ἔδωσε στόν ἄνθρωπο νά τήν κατακυριεύσει. Μά, ὅπως εἴπαμε, ἡ ῾κατακυρίευσις᾽ νοεῖται πάντοτε κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἐν ὑπακοῇ σ᾽ ᾽Εκεῖνον, ἄρα νοεῖται ὡς διαχείριση τῆς φύσεως, γιά τήν ὁποία θά δώσει τελικῶς λόγο ὁ ἄνθρωπος στόν Κύριο αὐτῆς καί τοῦ ἴδιου, τόν αἰώνιο Τριαδικό Θεό. Μέ τούς ὅρους αὐτούς, ἄν τό θέμα τῆς μολύνσεως τῆς φύσεως δέν τό δοῦμε ὡς πνευματικό καί ἠθικό πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου, αὐτό ἀπό τό ὁποῖο κρίνεται ἡ χριστιανική ἤ ὄχι συνείδησή του, ἀφενός δέν θά μπορέσουμε ποτέ νά τό κατανοήσουμε στίς πραγματικές του διαστάσεις – θά τό βλέπουμε πάντοτε μυωπικά καί ἐπιφανειακά - ἀφετέρου δέν θά μπορέσουμε ποτέ νά βροῦμε τρόπους δραστικῆς ἀντιμετωπίσεώς του. Κι ἴσως, καθώς τά ἀποκαλυπτικά κείμενα τῆς Γραφῆς μᾶς δείχνουν, ἀνθρωπίνως δέν φαίνεται ἐλπίδα ὑπερβάσεώς του: πορευόμαστε ἔτσι κι ἀλλιῶς σ᾽ ἐποχές πού ἡ κακία, σ᾽ ὅλες τίς διαστάσεις της, αὐξάνει, ἐνῶ ἡ ὁριστική λύση, καί γιά τή φύση, ἔρχεται ἀπό τό μέλλον καί ὁπωσδήποτε ἔξω ἀπό τόν ἄνθρωπο. Μιλᾶμε γιά τήν ἐποχή τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου μας.