Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Στην Αρχιερατική Του προσευχή προς τον Πατέρα Του, μετά τον Μυστικό Δείπνο και λίγο πριν τα Πάθη Του, ο Κύριος λέει μεταξύ άλλων ότι «φανέρωσα το όνομά Σου στους ανθρώπους» (Ιωάν. 17, 6), δείχνοντάς μας τι σημαίνει ο χαρακτηρισμός «Πατέρας» τόσο σε ό,τι αφορά στο Θεό, όσο και σε ό,τι αφορά στους ανθρώπους. Για τον Θεό το όνομα «Πατέρας» δείχνει την σχέση Του με τα άλλα δύο πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Είναι Πατέρας ο Θεός γιατί γέννησε τον Υιό και ταυτόχρονα εκπορεύει το Άγιο Πνεύμα. Το υποστατικό αυτό ιδίωμα του Θεού δεν έχει να κάνει με τον χρόνο και τον κόσμο. Περιγράφει, χωρίς να εισέρχεται στην ουσία του Προσώπου, τον τρόπο με τον οποίο υπάρχει. Ταυτόχρονα, μας δείχνει ότι όπως ο Θεός υπάρχει σε σχέση με τα άλλα δύο πρόσωπα της Τριάδος, έτσι και ο άνθρωπος μόνο στον τρόπο της σχέσης μπορεί να υπάρξει τόσο σε σχέση με το Θεό, όσο και με τους ανθρώπους.
Αυτό συνεπάγεται και τον αληθινό ορισμό του Πατέρα της Εκκλησίας. Πατήρ είναι αυτός ο οποίος φανερώνει το όνομα του Θεού στους ανθρώπους. Δεν είναι αυτός ο οποίος δείχνει ή μιλά για τα κατορθώματα και τον εαυτό του, αλλά αφιερώνει τη ζωή του στο να δείχνει το όνομα του Θεού και να καλεί τους ανθρώπους σε σχέση μαζί Του. Αυτό προϋποθέτει ότι ο ίδιος αναγνωρίζει τον Θεό ως τον δικό του προσωπικό Πατέρα και ότι έχει σχέση μαζί Του.
Όπως τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος υπάρχουν εν σχέσει, έτσι και οι Πατέρες της Εκκλησίας υπάρχουν εν σχέσει τόσο με την Εκκλησία ως Σώμα Χριστού, όσο και με το λαό του Θεού, αλλά και μεταξύ τους. Σημεία που φανερώνουν αυτή τη σχέση είναι η μετοχή στη Θεία Ευχαριστία, είναι η διδασκαλία που γίνεται αποδεκτή από το λαό ως φωνή Θεού και είναι η συνοδικότητα, η συμφωνία μεταξύ τους χάρις στην παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Αυτή η συνοδικότητα αποτυπώνεται όχι μόνο σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο, οπότε και ανακύπτει κάποιο ζήτημα που έχει να κάνει με την πίστη της Εκκλησίας, αλλά συνεχίζεται και παρατείνεται εις τους αιώνας ως το κριτήριο που επιδοκιμάζει την διατύπωση της αλήθειας. Και οι μετά από τους διατυπώσαντας τα δόγματα της πίστεως στηρίζονται σ’ αυτά. Επιδοκιμάζουν, αποδέχονται και προχωρούν έχοντας ως βάση τους την σύνοδο των προηγουμένων. Γι’ αυτό και οι Πατέρες της Εκκλησίας γίνονται συν-οδίτες και συν-οδικοί στην πορεία τους. Συμπορεύονται, συναποφασίζουν και συμφωνούν, καθιστάμενοι έτσι πυξίδα για τη ζωή της Εκκλησίας και σημείο αναφοράς για όλους μας.
Τα σημεία της εν σχέσει υπάρξεως των Πατέρων της Εκκλησίας αποτελούν για όλους τους χριστιανούς, ιδίως της εποχής μας, τους οδοδείκτες εκείνους με βάση τους οποίος τόσο οι επίσκοποι και ο κλήρος, οι πνευματικοί δηλαδή πατέρες, όσο και ο λαός καλούνται να πορεύονται. Οι σύγχρονοι πατέρες οφείλουν να φανερώνουν με την πίστη, το λόγο και τα έργα τους το όνομα του Θεού στους ανθρώπους, δείχνοντας τη σχέση που ο Θεός ζητά να έχουμε μαζί Του, σχέση πατέρα προς τα παιδιά του, σχέση αγάπης, καταλλαγής, εμπιστοσύνης, επιστροφής από την αμαρτία και το κακό, σχέση ενότητας και υπέρβασης της διάσπασης την οποία προκαλεί η αμαρτία τόσο προς το Θεό όσο και προς τους ανθρώπους, αλλά και ως τον εαυτό μας. Καλούνται να έχουν ως βάση της ζωής και της διακονίας τους την θεία ευχαριστία, την συνάντηση με το Χριστό, τους Αγίους και την σύμπασα Εκκλησία εν Αγίω Πνεύματι.
Καλούνται να διδάσκουν το Ευαγγέλιο και με βάση το Ευαγγέλιο και όχι ίδιες δοξασίες ή ιδέες. Καλούνται, τέλος να συμφωνούν με την πατερική παράδοση των προηγουμένων, να στηρίζονται σ’ αυτήν και να λειτουργούν συνοδικά, δηλαδή περιμένοντας τι θα πει η Εκκλησία, για οποιοδήποτε θέμα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα έχουν άποψη. Δεν πρέπει όμως να απαιτούν η άποψή τους να είναι άποψη όλης της Εκκλησίας.
Οι πνευματικοί πατέρες, δηλαδή, και σήμερα καλούνται να έχουν επίγνωση ότι αποτελούν μέλη του σώματος του Χριστού και όχι αυτόνομες και αυτόφωτες προσωπικότητες, που τους επιτρέπεται να αυτοθεωρούνται ως η Εκκλησία, δηλαδή ως ο κανόνας για τους άλλους. Αυτή η εγωκεντρική στάση, σημείο έντονης υπερηφανείας και αταπείνωτου ήθους, οδηγεί στην πλάνη της αίρεσης. Και αίρεση δεν είναι μόνο η άρνηση αποδοχής των δογματικών διατυπώσεων της αλήθειας. Αίρεση είναι η διάσπαση του σώματος του Χριστού χάριν του «εγώ» και της αυτόνομης σοφίας, που παρασέρνει τους ανθρώπους να αντιτίθενται στην Εκκλησία, να κατηγορούν τους υπόλοιπους ως δήθεν προδότες της πίστης και να ταυτίζουν την όποια αλήθεια τους με την Αλήθεια της Εκκλησίας. Το κακό είναι ότι απουσιάζει από τμήμα του σώματος του Χριστού το εκκλησιολογικό κριτήριο και πρυτανεύει το προσωπικό, με αποτέλεσμα να ακολουθεί εκείνους που έχουν προσωπική λάμψη, όχι όμως εκκλησιοκεντρικό ήθος. Και «εκτός της Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία» (Άγιος Κυπριανός Καρθαγένης).
Ανάλογη είναι η απουσία σχέσης και στον κόσμο. Οι ταγοί της κοινωνίας, πολιτικοί, ιδεολογικοί, εκπαιδευτικοί, καλλιτεχνικοί, αθλητικοί και άλλοι θεωρούν τους εαυτούς τους ως γνώμονες της αλήθειας. Δεν λειτουργούν στο όνομα του Θεού, δηλαδή στο όνομα της αγάπης και της ελευθερίας. Η σχέση τους με την Εκκλησία, όταν υπάρχει, είναι τυπική, επιφανειακή, φολκλορική και όχι ευχαριστιακή. Το ίδιο όμως γίνεται και στη σχέση τους με τον κόσμο. Ζητούν να εξουσιάζουν τους ανθρώπους και όχι να τους διακονούν και να τους αγαπούν. Παράλληλα, ο καθένας προβάλλει τον εαυτό του, τις ιδέες του και τις γνώσεις του και δεν έχει ταπεινό φρόνημα. Γι’ αυτό και οδηγεί σε λανθασμένους δρόμους τους ανθρώπους και την κοινωνία, σε ατραπούς κρίσης.
Όσοι πιστεύουμε στο Θεό και θέλουμε να ανήκουμε στην Εκκλησία ας ζητούμε από τους πνευματικούς μας πατέρες το Θεό να μας δείχνουν, να είναι κέντρο της ζωής τους η Ευχαριστία και η Δοξολογία του Θεού και η ενότητα με τους ανθρώπους, αλλά και να μην διδάσκουν τις προσωπικές τους γνώμες και απόψεις ή τουλάχιστον να μην τις θεωρούν ως την αλήθεια της Εκκλησίας. Ας αφήνουν την συνοδικότητα να δώσει τα μηνύματα της αληθείας, όπως οι Πατέρες της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, οι οποίοι δεν αντιμετώπισαν απλώς την αίρεση του Αρείου, αλλά έδειξαν τι σημαίνει σχέση με το Θεό και τους ανθρώπους εν τη Εκκλησία, σχέσης αλήθειας, αγάπης, ελευθερίας. Σχέση προσώπων που αγωνίζονται να ζήσουν το φανερωθέν από τον Κύριο όνομα του Θεού στους ανθρώπους. Εκεί ας είναι και η ελπίδα μας, αλλά και η αισιοδοξία μας.
Αυτό συνεπάγεται και τον αληθινό ορισμό του Πατέρα της Εκκλησίας. Πατήρ είναι αυτός ο οποίος φανερώνει το όνομα του Θεού στους ανθρώπους. Δεν είναι αυτός ο οποίος δείχνει ή μιλά για τα κατορθώματα και τον εαυτό του, αλλά αφιερώνει τη ζωή του στο να δείχνει το όνομα του Θεού και να καλεί τους ανθρώπους σε σχέση μαζί Του. Αυτό προϋποθέτει ότι ο ίδιος αναγνωρίζει τον Θεό ως τον δικό του προσωπικό Πατέρα και ότι έχει σχέση μαζί Του.
Όπως τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος υπάρχουν εν σχέσει, έτσι και οι Πατέρες της Εκκλησίας υπάρχουν εν σχέσει τόσο με την Εκκλησία ως Σώμα Χριστού, όσο και με το λαό του Θεού, αλλά και μεταξύ τους. Σημεία που φανερώνουν αυτή τη σχέση είναι η μετοχή στη Θεία Ευχαριστία, είναι η διδασκαλία που γίνεται αποδεκτή από το λαό ως φωνή Θεού και είναι η συνοδικότητα, η συμφωνία μεταξύ τους χάρις στην παρουσία του Αγίου Πνεύματος. Αυτή η συνοδικότητα αποτυπώνεται όχι μόνο σε συγκεκριμένο χρονικό σημείο, οπότε και ανακύπτει κάποιο ζήτημα που έχει να κάνει με την πίστη της Εκκλησίας, αλλά συνεχίζεται και παρατείνεται εις τους αιώνας ως το κριτήριο που επιδοκιμάζει την διατύπωση της αλήθειας. Και οι μετά από τους διατυπώσαντας τα δόγματα της πίστεως στηρίζονται σ’ αυτά. Επιδοκιμάζουν, αποδέχονται και προχωρούν έχοντας ως βάση τους την σύνοδο των προηγουμένων. Γι’ αυτό και οι Πατέρες της Εκκλησίας γίνονται συν-οδίτες και συν-οδικοί στην πορεία τους. Συμπορεύονται, συναποφασίζουν και συμφωνούν, καθιστάμενοι έτσι πυξίδα για τη ζωή της Εκκλησίας και σημείο αναφοράς για όλους μας.
Τα σημεία της εν σχέσει υπάρξεως των Πατέρων της Εκκλησίας αποτελούν για όλους τους χριστιανούς, ιδίως της εποχής μας, τους οδοδείκτες εκείνους με βάση τους οποίος τόσο οι επίσκοποι και ο κλήρος, οι πνευματικοί δηλαδή πατέρες, όσο και ο λαός καλούνται να πορεύονται. Οι σύγχρονοι πατέρες οφείλουν να φανερώνουν με την πίστη, το λόγο και τα έργα τους το όνομα του Θεού στους ανθρώπους, δείχνοντας τη σχέση που ο Θεός ζητά να έχουμε μαζί Του, σχέση πατέρα προς τα παιδιά του, σχέση αγάπης, καταλλαγής, εμπιστοσύνης, επιστροφής από την αμαρτία και το κακό, σχέση ενότητας και υπέρβασης της διάσπασης την οποία προκαλεί η αμαρτία τόσο προς το Θεό όσο και προς τους ανθρώπους, αλλά και ως τον εαυτό μας. Καλούνται να έχουν ως βάση της ζωής και της διακονίας τους την θεία ευχαριστία, την συνάντηση με το Χριστό, τους Αγίους και την σύμπασα Εκκλησία εν Αγίω Πνεύματι.
Καλούνται να διδάσκουν το Ευαγγέλιο και με βάση το Ευαγγέλιο και όχι ίδιες δοξασίες ή ιδέες. Καλούνται, τέλος να συμφωνούν με την πατερική παράδοση των προηγουμένων, να στηρίζονται σ’ αυτήν και να λειτουργούν συνοδικά, δηλαδή περιμένοντας τι θα πει η Εκκλησία, για οποιοδήποτε θέμα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα έχουν άποψη. Δεν πρέπει όμως να απαιτούν η άποψή τους να είναι άποψη όλης της Εκκλησίας.
Οι πνευματικοί πατέρες, δηλαδή, και σήμερα καλούνται να έχουν επίγνωση ότι αποτελούν μέλη του σώματος του Χριστού και όχι αυτόνομες και αυτόφωτες προσωπικότητες, που τους επιτρέπεται να αυτοθεωρούνται ως η Εκκλησία, δηλαδή ως ο κανόνας για τους άλλους. Αυτή η εγωκεντρική στάση, σημείο έντονης υπερηφανείας και αταπείνωτου ήθους, οδηγεί στην πλάνη της αίρεσης. Και αίρεση δεν είναι μόνο η άρνηση αποδοχής των δογματικών διατυπώσεων της αλήθειας. Αίρεση είναι η διάσπαση του σώματος του Χριστού χάριν του «εγώ» και της αυτόνομης σοφίας, που παρασέρνει τους ανθρώπους να αντιτίθενται στην Εκκλησία, να κατηγορούν τους υπόλοιπους ως δήθεν προδότες της πίστης και να ταυτίζουν την όποια αλήθεια τους με την Αλήθεια της Εκκλησίας. Το κακό είναι ότι απουσιάζει από τμήμα του σώματος του Χριστού το εκκλησιολογικό κριτήριο και πρυτανεύει το προσωπικό, με αποτέλεσμα να ακολουθεί εκείνους που έχουν προσωπική λάμψη, όχι όμως εκκλησιοκεντρικό ήθος. Και «εκτός της Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία» (Άγιος Κυπριανός Καρθαγένης).
Ανάλογη είναι η απουσία σχέσης και στον κόσμο. Οι ταγοί της κοινωνίας, πολιτικοί, ιδεολογικοί, εκπαιδευτικοί, καλλιτεχνικοί, αθλητικοί και άλλοι θεωρούν τους εαυτούς τους ως γνώμονες της αλήθειας. Δεν λειτουργούν στο όνομα του Θεού, δηλαδή στο όνομα της αγάπης και της ελευθερίας. Η σχέση τους με την Εκκλησία, όταν υπάρχει, είναι τυπική, επιφανειακή, φολκλορική και όχι ευχαριστιακή. Το ίδιο όμως γίνεται και στη σχέση τους με τον κόσμο. Ζητούν να εξουσιάζουν τους ανθρώπους και όχι να τους διακονούν και να τους αγαπούν. Παράλληλα, ο καθένας προβάλλει τον εαυτό του, τις ιδέες του και τις γνώσεις του και δεν έχει ταπεινό φρόνημα. Γι’ αυτό και οδηγεί σε λανθασμένους δρόμους τους ανθρώπους και την κοινωνία, σε ατραπούς κρίσης.
Όσοι πιστεύουμε στο Θεό και θέλουμε να ανήκουμε στην Εκκλησία ας ζητούμε από τους πνευματικούς μας πατέρες το Θεό να μας δείχνουν, να είναι κέντρο της ζωής τους η Ευχαριστία και η Δοξολογία του Θεού και η ενότητα με τους ανθρώπους, αλλά και να μην διδάσκουν τις προσωπικές τους γνώμες και απόψεις ή τουλάχιστον να μην τις θεωρούν ως την αλήθεια της Εκκλησίας. Ας αφήνουν την συνοδικότητα να δώσει τα μηνύματα της αληθείας, όπως οι Πατέρες της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, οι οποίοι δεν αντιμετώπισαν απλώς την αίρεση του Αρείου, αλλά έδειξαν τι σημαίνει σχέση με το Θεό και τους ανθρώπους εν τη Εκκλησία, σχέσης αλήθειας, αγάπης, ελευθερίας. Σχέση προσώπων που αγωνίζονται να ζήσουν το φανερωθέν από τον Κύριο όνομα του Θεού στους ανθρώπους. Εκεί ας είναι και η ελπίδα μας, αλλά και η αισιοδοξία μας.