Γέροντος Μωϋσέως Αγιορείτου
Ο π. Ιουστίνος γεννήθηκε στήν πόλη Βράνιε τής Ν. Σερβίας στίς 25.3.1884 καί αναπαύθηκε οσιακά στίς 25.3.1979 στή μονή Τσέλιε. Η Ευαγγελίστρια Θεοτόκος τόν συνόδευε από τή γέννησή του έως τήν κοίμησή του. Σπούδασε θεολογία στή Σερβία, τή Ρωσία, τήν Αγγλία καί τήν Ελλάδα. Από τό 1935 υπήρξε πανεπιστημιακός διδάσκαλος στή Θεολογική Σχολή του Βελιγραδίου. Τό 1945 τό κομμουνιστικό καθεστώς τόν ανάγκασε σέ παραίτηση. Αποσύρθηκε στή μονή τών Αγίων Αρχαγγέλων τού Τσέλιε, γιά ν’ αφοσιωθεί στή μελέτη, τή συγγραφή, τή διδαχή καί τήν προσευχή.
Τό συγγραφικό του έργο είναι μεγάλο, πολύτιμο, αξιόλογο καί σημαντικό. Ασχολήθηκε μέ τή Δογματική, τήν ερμηνεία τής Καινής Διαθήκης, τόν Συναξαριστή, τήν Πατρολογία καί άλλα. Πολλά από τά βιβλία του μεταφράσθηκαν σέ ξένες γλώσσες καί στά ελληνικά. Τό έργο του έλαβε πολλές θετικές κριτικές. Θεωρείται καί είναι ένας από τούς μεγαλύτερους θεολόγους τού εικοστού αιώνος. Δέν ήταν ένας θεολόγος τής έδρας καί τού γραφείου αλλά τής εμπειρίας, τών βιωμάτων, τής ασκήσεως, τής νήψεως καί τής θερμουργού προσευχής. Είναι η μυστική συνείδηση τής Σερβικής Εκκλησίας μέ αξιόλογους μαθητές.
Ο ιδιότυπος λόγος του είναι χαρακτηριστικός, χαριτωμένος, αγιοπνευματικός, θεοφώτιστος καί θεοχαρίτωτος. Λέγει: «Ο σκοπός τού θεοειδούς όντος πού λέγεται άνθρωπος είναι ένας: νά γίνει σταδιακά τέλειος, όπως ο Θεός Πατήρ, νά γίνει Θεός κατά χάριν, νά επιτύχη τή θέωση, τή θεοποίηση, τή Χριστοποίηση, τήν Τριαδοποίηση». Συνεχίζει: «Δίχως θεάνθρωπο καί έξω από τόν θεάνθρωπο, ο άνθρωπος πάντα –συνειδητά ή όχι– μεταλλάσσεται σέ υπάνθρωπο, σέ ομοίωμα ανθρώπου, σέ υπεράνθρωπο, σέ διαβολάνθρωπο. Απόδειξη καί αποδείξεις γιά τούτο, όλη η ιστορία τού ανθρωπίνου γένους».
Από νέος ασχολήθηκε μέ βαθειά θέματα φιλοσοφίας καί θεολογίας. Αγάπησε ιδιαίτερα τούς μεγάλους Έλληνες Πατέρες καί πιό πολύ τούς άγιους Τρείς Ιεράρχες. Ερεύνησε καλά τήν αρχαιοελληνική σοφία, τήν ευρωπαϊκή καί σλαβική φιλοσοφία, τόν συγκίνησε ο Ντοστογιέφσκυ, καί απόκτησε πολύπλευρες γνώσεις, πού τού δημιούργησαν μία πεπαιδευμένη προσωπικότητα. Ασχολήθηκε επισταμένα μέ τά αιώνια προβλήματα τού ανθρώπου, τ’ απύθμενα βάθη τής ανθρώπινης ψυχής, τούς δαιδαλώδεις λαβύρινθους τού πνεύματος, τίς κλιμακώσεις τής διάνοιας, τίς μεταπτώσεις τού ανθρώπου. Αγάπησε υπερβολικά τόν Χριστό καί τόν συνάνθρωπο. Ήταν πρός όλους όλο αγάπη, από τόν πιό μικρό ώς τόν πιό μεγάλο.
Ζώντας τήν τραγωδία τού Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τόν θάνατο δικών του ανθρώπων, τή στέρηση, τίς κακουχίες, δίνεται ολοκληρωτικά στήν αληθινή φιλοσοφία, τή ζωντανή σχέση του μέ τόν Θεό, γίνεται μοναχός, παρά τίς αντιδράσεις τών καλών γονέων του. Κατά τόν φίλο του άγιο Ιωάννη τόν Χρυσόστομο· «θεμέλιο τής χριστιανικής φιλοσοφίας είναι η ταπεινοφροσύνη, γιατί δίχως αυτή, η αλήθεια είναι τυφλή». Αγάπησε τούς Σέρβους, τούς Ρώσους καί τούς Έλληνες. Μέ μεγάλη αγάπη πάντοτε μιλούσε γιά τήν οικουμενικότητα τής Ορθοδοξίας, τή Ρωμιοσύνη, τό Βυζάντιο. Θεωρούσε αμαρτωλό τόν ορθολογισμό κι αίρεση τόν οικουμενισμό. Ήταν ενάντιος στόν δυτικό ανθρωπισμό καί υπέρ τού ανατολικού θεανθρωπισμού.
Μερικοί τόν θεωρούσαν παράξενο καί μυστήριο. Τέτοιες ιερατικές προσωπικότητες, υψηλού κύρους, ήθους, αξίας, τιμής καί σεβασμού, δέν είναι αρεστές στούς πολλούς. Τούς ρασοφόρους τούς θέλουν αρκετοί νά είναι αδαείς, γιά νά δικαιολογούν τήν αποστασία τους. Τέτοιοι κληρικοί αποτελούν δυνατά φώτα, πού φωτίζουν άφωτα βάθη. Είναι πολύ μικρός ο χώρος, γιά νά χωρέσει έναν τόσο μεγάλο άνδρα. Η Σερβική Εκκλησία δίκαια καί δικαιολογημένα ετοιμάζει τήν αγιοκατάταξή του. Ένας ακόμη όσο σοφός ενάρετος καί όσο ενάρετος σοφός…
Πηγή: Περιοδικό «Λυδία», τχ. Σεπτεμβρίου
Τό συγγραφικό του έργο είναι μεγάλο, πολύτιμο, αξιόλογο καί σημαντικό. Ασχολήθηκε μέ τή Δογματική, τήν ερμηνεία τής Καινής Διαθήκης, τόν Συναξαριστή, τήν Πατρολογία καί άλλα. Πολλά από τά βιβλία του μεταφράσθηκαν σέ ξένες γλώσσες καί στά ελληνικά. Τό έργο του έλαβε πολλές θετικές κριτικές. Θεωρείται καί είναι ένας από τούς μεγαλύτερους θεολόγους τού εικοστού αιώνος. Δέν ήταν ένας θεολόγος τής έδρας καί τού γραφείου αλλά τής εμπειρίας, τών βιωμάτων, τής ασκήσεως, τής νήψεως καί τής θερμουργού προσευχής. Είναι η μυστική συνείδηση τής Σερβικής Εκκλησίας μέ αξιόλογους μαθητές.
Ο ιδιότυπος λόγος του είναι χαρακτηριστικός, χαριτωμένος, αγιοπνευματικός, θεοφώτιστος καί θεοχαρίτωτος. Λέγει: «Ο σκοπός τού θεοειδούς όντος πού λέγεται άνθρωπος είναι ένας: νά γίνει σταδιακά τέλειος, όπως ο Θεός Πατήρ, νά γίνει Θεός κατά χάριν, νά επιτύχη τή θέωση, τή θεοποίηση, τή Χριστοποίηση, τήν Τριαδοποίηση». Συνεχίζει: «Δίχως θεάνθρωπο καί έξω από τόν θεάνθρωπο, ο άνθρωπος πάντα –συνειδητά ή όχι– μεταλλάσσεται σέ υπάνθρωπο, σέ ομοίωμα ανθρώπου, σέ υπεράνθρωπο, σέ διαβολάνθρωπο. Απόδειξη καί αποδείξεις γιά τούτο, όλη η ιστορία τού ανθρωπίνου γένους».
Από νέος ασχολήθηκε μέ βαθειά θέματα φιλοσοφίας καί θεολογίας. Αγάπησε ιδιαίτερα τούς μεγάλους Έλληνες Πατέρες καί πιό πολύ τούς άγιους Τρείς Ιεράρχες. Ερεύνησε καλά τήν αρχαιοελληνική σοφία, τήν ευρωπαϊκή καί σλαβική φιλοσοφία, τόν συγκίνησε ο Ντοστογιέφσκυ, καί απόκτησε πολύπλευρες γνώσεις, πού τού δημιούργησαν μία πεπαιδευμένη προσωπικότητα. Ασχολήθηκε επισταμένα μέ τά αιώνια προβλήματα τού ανθρώπου, τ’ απύθμενα βάθη τής ανθρώπινης ψυχής, τούς δαιδαλώδεις λαβύρινθους τού πνεύματος, τίς κλιμακώσεις τής διάνοιας, τίς μεταπτώσεις τού ανθρώπου. Αγάπησε υπερβολικά τόν Χριστό καί τόν συνάνθρωπο. Ήταν πρός όλους όλο αγάπη, από τόν πιό μικρό ώς τόν πιό μεγάλο.
Ζώντας τήν τραγωδία τού Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τόν θάνατο δικών του ανθρώπων, τή στέρηση, τίς κακουχίες, δίνεται ολοκληρωτικά στήν αληθινή φιλοσοφία, τή ζωντανή σχέση του μέ τόν Θεό, γίνεται μοναχός, παρά τίς αντιδράσεις τών καλών γονέων του. Κατά τόν φίλο του άγιο Ιωάννη τόν Χρυσόστομο· «θεμέλιο τής χριστιανικής φιλοσοφίας είναι η ταπεινοφροσύνη, γιατί δίχως αυτή, η αλήθεια είναι τυφλή». Αγάπησε τούς Σέρβους, τούς Ρώσους καί τούς Έλληνες. Μέ μεγάλη αγάπη πάντοτε μιλούσε γιά τήν οικουμενικότητα τής Ορθοδοξίας, τή Ρωμιοσύνη, τό Βυζάντιο. Θεωρούσε αμαρτωλό τόν ορθολογισμό κι αίρεση τόν οικουμενισμό. Ήταν ενάντιος στόν δυτικό ανθρωπισμό καί υπέρ τού ανατολικού θεανθρωπισμού.
Μερικοί τόν θεωρούσαν παράξενο καί μυστήριο. Τέτοιες ιερατικές προσωπικότητες, υψηλού κύρους, ήθους, αξίας, τιμής καί σεβασμού, δέν είναι αρεστές στούς πολλούς. Τούς ρασοφόρους τούς θέλουν αρκετοί νά είναι αδαείς, γιά νά δικαιολογούν τήν αποστασία τους. Τέτοιοι κληρικοί αποτελούν δυνατά φώτα, πού φωτίζουν άφωτα βάθη. Είναι πολύ μικρός ο χώρος, γιά νά χωρέσει έναν τόσο μεγάλο άνδρα. Η Σερβική Εκκλησία δίκαια καί δικαιολογημένα ετοιμάζει τήν αγιοκατάταξή του. Ένας ακόμη όσο σοφός ενάρετος καί όσο ενάρετος σοφός…
Πηγή: Περιοδικό «Λυδία», τχ. Σεπτεμβρίου
agiosvasileiospeiraiws.blogspot.com