Πέμπτη 28 Ιουλίου 2011

Γοητεία καὶ ἀπογοήτευση

Σεβ. Μητροπολίτου Νικοπόλεως καί Πρεβέζης κ. Μελετίου
Καλὸ ἢ κακό;
Ἡ λέξη «γοητεία» εἶναι τῆς μόδας. Οἱ λέξεις «γοητεία», «γοητευτικό», «γοητεύτηκα» δίνουν καὶ παίρνουν στὶς κοσμικὲς συζητήσεις· καὶ ἰδίως μεταξὺ γυναικῶν.
Καὶ μερικὲς φορές, θέλοντας νὰ δείξωμε, πόσο ἀκόμα πιὸ ἔντονα ἦσαν τὰ αἰσθήματα καὶ οἱ ἐντυπώσεις μας, ξεφωνίζουμε:

— Τρέλλα! ... Παλάβωσα!...

Μιλᾶμε ἔτσι, γιατί ἔχομε τὴν ἰδέα, ὅτι τὸ νὰ γοητεύει κανείς, ἢ νὰ γοητεύεται εἶναι καλὸ πράγμα. Γιατί τάχα ὀμορφαίνει τὴν ζωή. Ὅμως δὲν εἶναι τόσο καλό! Γιατί στὴν συνέχεια τὰ πράγματα ἀλλάζουν! Καὶ τότε ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶχε πετάξει ψηλὰ «ἀεροβατώντας», «γοητευμένος», ἀρχίζει καὶ «ἀπογοητεύεται» καὶ «ξεγοητεύεται».

Καὶ τὸ «ξεγοήτευμα» δὲν εἶναι καὶ τόσο κακό, ὅσο ἐκ πρώτης ὄψεως φαίνεται. Ἀντίθετα. Εἶναι καλό! Εἶναι προσγείωση. Εἶναι ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὸ ψέμα. Εἶναι ἐπιστροφὴ στὴν ἀλήθεια.

Στὴν γλώσσα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς οἱ λέξεις «γόητας», «γοητεία ἢ γητεία», «γοήτευμα ἢ γήτεμα» μιλᾶνε γιὰ μία ἐνέργεια μανικὴ καὶ δαιμονική, ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο καὶ χάνει τὸν ἔλεγχο τοῦ λογικοῦ του· καὶ δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ σκεφθεῖ λογικὰ καὶ σωστά!

Γοητεύεται ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἀφήσει τὸν ἑαυτό του νὰ συναρπαγή! Καὶ προφυλάσσεται ἀπὸ τὴν γοητεία πραγμάτων, προσώπων, καταστάσεων καὶ ἰδεῶν, ὅταν ξέρει νὰ κρατάει τὸ μυαλὸ του καθαρὸ καὶ τὴν ψυχὴ του ἀνυποδούλωτη στὰ πάθη.

Παρασυνεβλήθη!...

Ἡ γοητεία εἶναι μία πανίδα, ἕνα δόκανο, ἕνα ἀγκίστρι. Καὶ κάποιο πράγμα ἢ κάποια ἰδέα εἶναι τὸ δόλωμα. Τὸ δόλωμα ξετρελλαίνει τὸ ἄλογο ζῶο (πουλάκι, ἀλεποῦ, ποντίκι, ψάρι...). Γοητεύεται ἀπὸ τὸ δόλωμα. Καὶ ... ἡ συνέχεια εἶναι γνωστή.... Καὶ μονότονα πεζή. Καὶ τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι νοητό.

— Ζῶο εἶναι, λέμε. Τί νὰ σοὺ κάμει! Δὲν λογάει!

Μὰ ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶναι λογικός, δὲν πρέπει νὰ καταντάει σὲ ἀνάλογη θέση.

- Τί ἐστιν ἄνθρωπος; Ἠλάττωσας αὐτόν, Κύριε, βραχὺ τι παρ' ἀγγέλους. Δόξῃ καὶ τιμῆ ἐστεφάνωσας αὐτόν. Καὶ κατέστησας αὐτὸν ἐπὶ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν Σου κυρίαρχον. Πάντα ὑπέταξας ὑποκάτω τῶν ποδῶν αὐτοῦ!...

Καὶ ἐνῶ ὁ Θεὸς τὸν ἠθέλησε τόσο ψηλά, ὁ ἀνθρωπος ξεπέφτει στὴν θέση τῶν ἀλόγων ζώων. Καὶ πιὸ κάτω ἀκόμη! ... Καὶ ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὤν οὐ συνῆκε. Παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις. Καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς.

Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Πέρσης

Ζωντανὸ παράδειγμα ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Πέρσης.

Ζοῦσε στὴν πρωτεύουσα τῆς Περσίας, τὴν Κτησιφώντα, γύρω στὸ 400 μ. Χ. Βασιλιὰς τῶν Περσῶν ἦταν τότε ἀπὸ τὴν γενιὰ τῶν Σασσανιδῶν ἕνας πολυτάλαντος νέος ὁ Βαχρὰμ ὁ Ε'. Ὅπως καὶ οἱ περισσότεροι Πέρσες ὁ Βαχρὰμ ἦταν πυρολάτρης. Λάτρευε τὸν Ζωροάστρη. Καὶ εἶχε ἐχθρικὴ στάση ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν. Ἔκανε καὶ διωγμούς. Μὰ ὄχι συνεχῶς καὶ ἀδιάκοπα. Καὶ ἤξερε νὰ κάνει στραβὰ μάτια, ὅταν κάποιος χριστιανὸς τοῦ ἦταν χρήσιμος.

Ὁ Ἰάκωβος ἦταν καὶ αὐτὸς ἕνας ταλαντοῦχος νέος. Ὡραῖος, Ἔξυπνος. Γεμάτος ζωτικότητα καὶ λεβεντιά. Γοητευτικός. Καὶ ἄξιος ἄνθρωπος. Καὶ εἶχε ἕνα ἀξίωμα λαμπρό, ποὺ κάνει τοὺς ἄλλους Πέρσες νὰ τὸν φθονοῦν.

Μὰ ὁ βασιλιὰς τὸν θαυμάζει. Τὸν ἐκτιμᾶ βαθύτατα. Ἡ παρουσία τὸν γοητεύει. Τὸν κάνει τὸν στενώτερο φίλο καὶ συνδαιτυμόνα του. Καὶ γοητεύεται ἀκόμη πιὸ πολύ. Ἀπὸ τὸ ἦθος του, ποὺ λάμπει. Καὶ βλέποντάς τον νὰ εἶναι παντοῦ ἄψογος καὶ στὰ ἔργα του τέλειος, γοητεύεται ὅλο καὶ πιὸ πολύ. Καὶ θέλει τὸν Ἰάκωβο δικό του. Κατάδικό του! Καὶ παίρνει τὴν ἀπόφαση νὰ τὸν τραβήξει πνευματικὰ καὶ ἰδεολογικὰ κοντά του.


Πῶς ὅμως θὰ γοητεύσει ἕνα χαρακτήρα ἀδαμάντινο;




Πῶς γοητεύτηκε.


Στοὺς ἄνδρες, στοὺς λεβεντόψυχους, καὶ ἰδίως στοὺς πνευματικὰ φωτισμένους, οἱ φοβέρες δὲν πιάνουν. Ὁ Βαχρὰμ τὸ ξέρει αὐτό. Καὶ ἀρχίζει ἀλλιῶς. Μὲ τὸν πιὸ ἔξυπνο καὶ ψυχολογικὰ πιὸ ἐπιτυχημένο τρόπο.

Τοῦ φέρεται μὲ τὸν φιλικώτερο τρόπο. Τὸν ἐξυψώνει μὲ ἐπαίνους στὰ οὐράνια. Τοῦ δείχνει τὴν πιὸ μεγάλη δυνατὴ εὔνοια. Δὲν προφθάνει ὁ Ἰάκωβος νὰ εἰπῆ λέξη, καὶ ἀμέσως γίνεται! Ὁ Βαχρὰμ ἀδικεῖ Πέρσες δικούς του στὰ φανερὰ γιὰ χάρη τοῦ Ἰακώβου!

Καὶ ὁ Ἰάκωβος; Μποροῦσε νὰ μείνει ἀσυγκίνητος ἀπὸ μία τέτοια εὔνοια; Ἔχει γοητευθῆ. Ὅπου κι ἂν βρίσκεται λέει μέσα του: Γιὰ κύτταξε, πόσο μὲ ἀγαπάει! Ἀπὸ τὰ χείλη μου κρέμεται!

Καὶ οἱ ἄλλοι τοῦ λένε: Γιὰ κύτταξε ἀγάπη ποὺ σοῦ ἔχει! Αὐτὸς πάει νὰ τρελλαθῆ γιὰ σένα!... Τὸν τραβᾶς ἀπὸ τὴν μύτη....

Μὰ τὰ πράγματα δὲν ἔμειναν ἐκεῖ...

Μία ἥμερα ὁ Βασιλιὰς Βαχρὰμ Ε' ἐπῆρε τὸν Ἰάκωβο παράμερα καὶ τοῦ εἶπε:

- Βλέπεις, Ἰάκωβε, πόσο σὲ ἀγαπῶ. Εἶσαι ὁ καλλίτερός μου φίλος. Ὁ πιὸ ἔμπιστος. Ὁ ἐπιστήθιος. Ὅμως ἡ κατάσταση αὐτὴ δὲν θὰ μπορέσει νὰ διατηρηθῆ ἂν δὲν κάνεις καὶ σὺ κάποιο βῆμα. Ἔχομε μία διαφορά. Στὴν θρησκεία! Κάτι ποὺ μᾶς χωρίζει. Δὲν γίνεται νὰ ἔλθεις καὶ σὺ στὴν ἴδια θρησκεία μέ μᾶς, στὴν πίστη τῶν πατέρων μας, νὰ εἴμαστε ἐδῶ καὶ πέρα μία ψυχή; Νὰ μὴ μᾶς χωρίζει τίποτε! Οὔτε ὁ θάνατος!....

Καὶ ὁ Ἰάκωβος; Γοητευμένος ἀπὸ τὴν συμπεριφορὰ τοῦ Βαχρὰμ συλλογίζεται:

— Εἶναι δυνατὸ νὰ εἰπεῖς ὄχι σὲ ἕνα τέτοιο βασιλιά, ὅταν σὲ ἀγαπάει τόσο πολύ; Ἐπιτρέπεται, Ἰάκωβε, νὰ τοῦ εἰπῆς ΟΧΙ;

Σκέπτεται καὶ ξανασκέπτεται ὁ Ἰάκωβος! Μὰ πῶς τὸ σκέπτεται; Ὁ νοῦς του ἔχει κολλήσει στὴν ἀγάπη καὶ στὴν ἐκτίμηση τοῦ βασιλιᾶ. Τὴν μετράει ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρὲς καὶ καταλήγει στὸ συμπέρασμα, ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ τὴν ἀνταμείψει μὲ ἕνα ΟΧΙ.


Καὶ ἀπαντᾶ:


- ΝΑΙ, βασιλιά μου. Ὅπως θέλεις. Πάντα μαζί Σου!


Ὁ Βαχρὰμ πανηγυρίζει. Καὶ ὁ Ἰάκωβος παύει νὰ εἶναι Χριστιανός. Μὲ ἕνα ΝΑΙ ἀρνήθηκε τὸν Χριστό.


Γιατί τὸν ΑΡΝΗΘΗΚΕ; Γιατί γοητευμένος ἀπὸ τὸν Βαχράμ, τὰ δῶρα του, τὴν ἀγάπη του, τὴν ἐκτίμησή του, ἐκόλλησε τὸ μυαλὸ του σ' αὐτά. Καὶ οὔτε ποὺ πέρασε ἀπὸ τὸν νοῦ του, ὅταν ἔλεγε τὸ ΝΑΙ, τί εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ τί ἡ βασιλεία Του.

Χοροπηδοῦν τὰ μαυράκια!...

Κάποια φορὰ ταξειδεύοντας μέσα στὴν ζούγκλα δύο εὐρωπαῖοι ἐξερευνητὲς εὑρέθηκαν μπροστὰ σὲ μία ὁμάδα παιδιὰ ἰθαγενῶν ποὺ ἔπαιζαν μὲ κάτι πέτρες ποὺ πέταγαν σπίθες! Κατάλαβαν ὅτι εἶναι διαμαντόπετρες. Καὶ ἠθέλησαν νὰ τὶς πάρουν!

— Μᾶς δίνετε, παιδιά, αὐτὲς τὶς παλιοπέτρες ποὺ μᾶς χρειάζονται; Ἐμεῖς θὰ σᾶς δώσωμε πιὸ ὄμορφα παιχνίδια!

Καὶ τοὺς ἔδωκαν καθρεφτάκια καὶ παιδικὲς φυσαρμόνικες!

Χοροπηδοῦν τὰ μαυράκια ἀπὸ τὴν χαρά τους! Ἔδωσαν πέτρες καὶ ἐπῆραν πράγματα ποὺ δὲν τὰ εἶχαν ἰδεῖ ποτὲ στὴν ζωή τους!... Νόμιζαν τὸν ἑαυτὸ τους κερδισμένο!... Ποῦ νὰ φαντασθοῦν τί εἶχαν δώσει, καὶ τί εἶχαν πάρει!....

Ἔτσι τὴν εἶχε πάθει καὶ ὁ Ἰάκωβος. Καὶ χειρότερα. Ἐκεῖνα δὲν ἤξεραν νὰ ἐκτιμήσουν τὶς πέτρες τους! Ἐκεῖνος δὲν ἀσχολήθηκε τότε νὰ ἐκτίμηση αὐτὸ ποὺ πουλοῦσε, τὸν Χριστό!

Ὁ Δαβὶδ καὶ ὁ Ἀβεσσαλὼμ

Μὰ δὲν φέρονται ὅλοι σὰν τὸν Ἰάκωβο.

Διαβάζαμε τὸ Β' Βασιλειῶν κεφ.16 καὶ βλέπομε. Ὁ Δαβὶδ ἦταν βασιλιάς. Ἐβασίλευσε χρόνια πολλά. Ἔνδοξα. Καὶ γεμάτος εὐτυχία. Μὰ ἦλθε καὶ ἡ θύελλα. Ἡ θύελλα ποὺ ἀπειλεῖ ἐξ' ἴσου τὶς φτωχοκαλύβες καὶ τὰ ἀνάκτορα! Μία πίκρα πολὺ μεγάλη. Ἐστράφηκε ἐναντίον του ὁ υἱός του ὁ Ἀβεσσαλὼμ. Μὲ στόχο νὰ τὸν σφάξει τὸν πατέρα του καὶ νὰ γίνει αὐτὸς βασιλιάς. Καὶ ὁ Δαβίδ; Παίρνει τὰ βουνά. Ἀπὸ βασιλιὰς καταντάει κατσαπλιάς! Καὶ ὁ Ἀβεσσαλὼμ ἀπὸ πίσω! Ψάχνει νὰ τὸν βρεῖ! Νὰ τὸν σφάξει! Τὸν πατέρα του! Ἐκεῖνον ποὺ τὸν γέννησε!

Γοητευμένος ἀπὸ τὸ ὅραμα τοῦ βασιλικοῦ θρόνου ὁ Ἀβεσσαλὼμ, κάνει πράγματα πρωτάκουστα!

Ξεσηκώνονται οἱ φίλοι τοῦ Δαβίδ.


— Τί ἐπῆρες τὰ βουνά; Θὰ τὸν σφάξωμε, τὸ παλιόπαιδο!....


Μὰ ὁ Δαβὶδ δὲν γοητεύεται στὴν σκέψη τῆς τιμωρίας καὶ τῆς ἐκδίκησης!


— Τὸ παιδί μου θὰ σφάξω; Προτιμῶ τὶς ταλαιπωρίες καὶ τὸν θάνατο!...


Φεύγει γιὰ νὰ μὴ τὸν σφάξει τὸ παιδί του. Καὶ γιὰ νὰ μὴ σφάξει τὸ παιδί του!....

Στὴν ψυχὴ του βασιλεύει ἡ πατρικὴ στοργὴ• καὶ ἡ σκέψη τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ.

Ὁ Δαβὶδ καὶ ὁ Ἀβεσσὰ

Σὲ κάποιο σημεῖο τὸν συναντᾶ ἕνα γέρος, ὁ Σεμεΐ. Ὁ Σεμεΐ τὸν μισοῦσε τὸν Δαβίδ. Καὶ ἀνίκανος πιὰ νὰ κάμει κακό, καταριέται! .... Κατάρες φρικτές!

— Σκόνη, στάχτη νὰ γίνεις!....

Ὁ Δαβὶδ ἀκούει. Μὰ δὲν λέει τίποτε. Σκύβει τὸ κεφάλι. Καὶ ψιθυρίζει: Δόξα Σοι, Κύριε.

Μὰ οἱ γύρω του δὲν τὸ καταπίνουν!

Ἕνας λεβεντόψυχος στρατηγὸς ὁ Ἀβεσσά, ποὺ μόλις συγκρατιέται λέει:

— Θὰ τὸ σφάξω τὸ παλιόσκυλο!

Γιατί τὰ εἶπε αὐτά; Γιατί γοητεύτηκε ἀπὸ τὰ αἰσθήματα ἀγανάκτησης, μὲ τὰ ὁποῖα γέμισε ἡ καρδιά του, βλέποντας ἕνα παλιόγερο νὰ βρίζει καὶ νὰ καταριέται τὸν βασιλιὰ Δαβὶδ στὴν πιὸ εὐγενικὴ ἐκδήλωση τῆς ζωῆς του! Καὶ κατέληξε στὴν σκέψη: Μία κι' ἔξω! Νὰ ξεμπερδεύωμε μὲ κάτι τέτοιους!.... Καὶ τὴν σκέψη του τὴν εὕρισκε τετραγωνικὰ λογική! Γιατί θὰ τοῦ ἔδινε τὸ δικαίωμα νὰ καμαρώνει σὲ ὅλη του τὴν ζωή! Καὶ νὰ λέει: Μπράβο μου. Καλά τοῦ ἔκαμα. Γινόταν καὶ διαφορετικά;

Ἀλλὰ ὁ Δαβὶδ δὲν συμφωνεῖ! Γυρίζει καὶ λέει ἤρεμα στὸν Ἀβεσσά:

— Ἀδελφὲ καὶ φίλε Ἀβεσσά, ὁ γιός μου, ποὺ τὸν ἐγέννησα καὶ τὸν ἀνέθρεψα, γυρεύει τὸ κεφάλι μου. Καὶ σᾶς τὸ ἔχω εἰπεῖ. Μὴ τολμήσει κανεὶς ν' ἁπλώσει χέρι ἐπάνω του. Γιατί εἶναι παιδί μου. Καὶ τὸ αἷμα γιὰ μένα νερὸ δὲν γίνεται. Ἂν λοιπὸν ἐκεῖνον τὸν συγχωροῦμε, θὰ τὰ βάλωμε μὲ αὐτὸν τὸν ταλαίπωρο γέρο, ποὺ ἔχει ἕνα πάθος ἐναντίον μου; Ἀφῆστε τὸν. Ἂς καταριέται. Καλὸ θὰ βγῆ. Θὰ ἰδεῖ ὁ Θεὸς τὴν ταπείνωση καὶ τὴν ἀνεξικακία μου. Καὶ θὰ μᾶς ἐλεήσει!...

Ὁ Ἀβεσσαλὼμ γοητεύτηκε ἀπὸ τὸν πόθο τοῦ θρόνου!

Ὁ Ἀβεσσὰ γοητεύτηκε καὶ τυφλώθηκε ἀπὸ τὴν ὀργὴ καὶ τὴν ἀγανάκτηση!

Μὰ ὁ Δαβὶδ δὲν ἄφησε, οὔτε τὶς καταστάσεις, οὔτε τὶς πράξεις, οὔτε τὰ λόγια τῶν ἀνθρώπων γύρω του, νὰ γίνουν καμινέττο ποὺ θὰ παραθέρμαινε στὸ κεφάλι του τοὺς λογισμούς του καὶ τὰ συναισθήματά του. Διατήρησε τὴν σκέψη του ἤρεμη καὶ νηφάλια, πνευματικὰ σωστή. Καὶ ἀπὸ τὸ στόμα του βγῆκαν λόγια θείας σοφίας!

Καὶ ὁ Θεὸς εἶδε τὴν ταπείνωσή του καὶ τὴν ἀνεξικακία του. Καὶ τὸν ἐλέησε.

Ὁ δίκαιος Ἰὼβ καὶ ἡ γυναίκα του

Εἴδαμε, πῶς ἀγωνίστηκε νὰ μὴ γοητευθῆ ἕνας βασιλιᾶς. Ἂς ἰδοῦμε τώρα καὶ ἕνα φτωχό. Ἡ μᾶλλον ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ἦταν πολὺ πλούσιος, ἀλλὰ δυστύχησε καὶ φτώχηνε τόσο πολύ, ὥστε νὰ κάθεται ἐπάνω σὲ ἕνα σωρὸ κοπριά!

Μπορεῖτε νὰ φαντασθῆτε χειρότερο ξεπεσμό;

Καὶ ὁ πιὸ φτωχὸς ἔχει μία καρέκλα. Ἔχει ἕνα κρεβατάκι ἀπὸ σανίδια. Ἔχει μία ἀκρούλα νὰ σταθῆ! Ὁ Ἰὼβ δὲν εἶχε τίποτε ἀπολύτως! Κατάντησε ἄρρωστος ἐπάνω σὲ ἕνα σωρὸ κοπριά. Ἐγκαταλειμμένος ἀπὸ τοὺς πάντες!

Καὶ ἡ γυναίκα του; Στοὺς δρόμους! Ζητιανεύει. Γιὰ λίγο ψωμάκι. Γιὰ νὰ φᾶνε!.... Καὶ περιμένει νὰ σκοτεινιάσει, γιὰ νὰ ξαπλώσει κάπου στὸ ὕπαιθρο νὰ ξεκουραστῆ, ἡ πρώην νοικοκυρὰ καὶ ἀρχόντισσα! Περπατάει σιωπηλή. Μὰ βράζει ἀπὸ τοὺς λογισμούς.

— Θεέ μου, μέχρι ποῦ; Καὶ μέχρι πότε;

Καὶ κάποια στιγμὴ ξεσπάει στὸν Ἰώβ.

— Ὑπομονὴ καὶ ὑπομονή! Μέχρι πότε πιά; Καὶ γιατί; Γιὰ νὰ εὐαρεστήσομε τὸ Θεό; Καὶ γιατί; Ποῦ εἶναι τὰ καλὰ ποὺ ἔκαμες μέχρι τώρα; Ποῦ εἶναι οἱ προσευχές σου; Ποῦ εἶναι οἱ ἐλεημοσύνες σου; Ποῦ εἶναι οἱ νηστεῖες σου; Γιὰ κοίτα, ποῦ κατάντησες! Ποῦ εἶναι τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ; Ποῦ εἶναι ἡ προστασία Του; Ποῦ εἶναι ἡ ἀγάπη Του; Ποῦ εἶναι ἡ δικαιοσύνη Του; Ποῦ εἶναι ἡ ὑπόσχεσή Του, ὅτι θὰ ἀμείβει τὰ καλά μας ἔργα; Τί τὸν θέλεις τέτοιο Θεό; Βλαστήμα Τον καὶ πέθανε!

Εἶχε ἀνάψει ἡ ταλαίπωρη γυναίκα! Εἶχε σκοτισθῆ ὁ νοῦς της ἀπὸ τὴν συνεχῆ μονόπλευρη ἀναμόχλευση τῶν ταλαιπωριῶν της! Καὶ νόμισε πὼς ἂν ὁ Ἰὼβ βλαστημήσει τὸν Θεό, θὰ ἱκανοποιηθεῖ- θὰ χορτάσει· θὰ βάλει τὰ πράγματα στὴν θέση τους! Εἶχε ἡ δυστυχὴς συναρπαγὴ, εἶχε γοητευθῆ ἀπὸ τοὺς λογισμούς της!

Μὰ ὁ Ἰὼβ δὲν τὴν ἀκολούθησε στὸ σκεπτικό της. Ἤρεμος, νηφάλιος, ἔχοντας σὰν ἀφετηρία στὴν σκέψη, ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι παντοδύναμος καὶ πανάγαθος, τῆς εἶπε:

— Γιατί «μοῦ χάλασες», γυναίκα; Γιατί μιλᾶς ἔτσι, σὰν νὰ ἤσουν ἐλαφρομύαλη, ἐπιπόλαιη, καὶ ἀπερίσκεπτη; Ὅταν ὁ Θεὸς μᾶς ἔδινε ἀγαθά, ἦταν καλός. Τώρα ποὺ μᾶς δίνει δοκιμασίες, δὲν θὰ δείξωμε ὑπομονή; Τί δοῦλοι Του εἴμαστε τότε;

Πῶς νὰ μὴ γίνει ὑπόδειγμα πίστεως, νηφαλιότητας, ὑπομονῆς, νήψεως, ἀφοσιώσεως, λογικῆς;

Πεθερὰ καὶ νύφη μαζί!

Μὰ ὁ Ἰάκωβος γοητεύτηκε! Καὶ ζῆ μέσα στὴν παραζάλη τῆς γοητείας ἀρκετὸν καιρό. Τρίβει τὰ χέρια του ἐνθουσιασμένος. Γιὰ φαντάσου νὰ ξεκινήσει ἁπλὸ παιδὶ καὶ νὰ τὸν θεωρεῖ ὁ βασιλιάς, ὄχι ἁπλῶς τὸν πιὸ καλό του συνεργάτη, ἀλλὰ φίλο, μία ψυχή!

Ἄλλα ἡ παραζάλη αὐτὴ δὲν διαρκεῖ πολύ. Ἔρχεται κάτι νὰ τὴν ταράξει καὶ νὰ τὴν ἀνατρέψει! Τί; Ἕνα γράμμα. Ἀπὸ τὴν μάνα του καὶ ἀπὸ τὴν γυναίκα του. Πεθερὰ καὶ νύμφη. Ποὺ ἦταν καὶ οἱ δύο χριστιανές. Καὶ ποὺ σὰν χριστιανὲς ἦταν πράγματι ὁμόψυχες. Μία ψυχὴ καὶ μία γνώμη.

Ἔκατσαν καὶ τοῦ ἔγραψαν. Καὶ οἱ δύο μαζί:

Ἰάκωβε,

Δὲν σοῦ ἔπρεπε νὰ κάνεις τέτοιο λάθος, νὰ ἀφήσεις τὴν ἀλήθεια καὶ νὰ πᾶς στὸ ψέμα.

Κρίμα, νὰ γελαστῆς σὺ ἀπὸ τὶς τιμὲς καὶ τὰ δῶρα! Γιατί, ὅση ἀξία καὶ ἂν φαίνωνται πὼς ἔχουν, ὅσο πολύτιμα καὶ ἄν σοῦ φάντασαν, εἶναι πρόσκαιρα! Θὰ σβήσουν σὰν ὄνειρο! Θὰ διαλυθοῦν σὰν καπνός!

Πῶς τὴν ἔκαμες τέτοια ἀνοησία, καὶ ἀγάπησες ἕναν ἄνθρωπο θνητὸ πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸν αἰώνιο Θεό;

Ἄφησες τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ἀγάπη ἑνὸς ἀνθρώπου, ποὺ μιὰ ἡμέρα θὰ πεθάνει καὶ θὰ τὸν φάνε τὰ σκουλήκια! Καὶ τότε ποιὸ θὰ εἶναι τὸ κέρδος σου; Ἀλλὰ ἔστω, θὰ πεθάνεις πρῶτα ἐσύ! Καὶ τί θὰ σοῦ προσφέρει, ὅταν θὰ πηγαίνεις γιὰ τὴν αἰώνια κόλαση; Σὲ τί θὰ σὲ βοηθήσει;

Μεγάλη λύπη ἔχομε! Γιὰ σένα! Πικρὰ δάκρυα χύνομε! Σκέψου τὸ λάθος σου! Γύρισε πίσω!

Ἤσουν στὸ φῶς. Καὶ ἐπῆγες στὸ σκοτάδι! Ἀνάνηψε! Γύρισε στὴν εὐσέβεια! Σοῦ μιλᾶμε γιὰ τελευταία φορά. Ἂν δὲν μᾶς ἀκούσεις δὲν εἴμαστε πιὰ τίποτε γιὰ σένα! Ἐγὼ δὲν θὰ εἶμαι πιὰ ἡ μητέρα σου. Καὶ ἐγὼ δὲν θὰ εἶμαι πιὰ ἡ γυναίκα σου. Δὲν θὰ ἔχεις πιὰ καμμιὰ σχέση μαζί μας!

Τὸ ξεγοήτευμα

Τὸ διάβασε ὁ Ἰάκωβος τὸ γράμμα αὐτὸ καὶ ἔπεσε σὲ βαθειὰ περισυλλογή. Ἀρχίζει νὰ σκέπτεται ἤρεμα. Νὰ βλέπει καὶ τὴν ἄλλη ὄψη. Ἐκείνη ποὺ εἶχε ξεχάσει. Ἐκείνη ποὺ εἶχε μέσα του ὑποτιμήσει. Καὶ καταλαβαίνει ὅτι εἶχε κάμει λάθος. Ὅτι «τὴν εἶχε πατήσει». Ὅτι εἶχε γοητευθῆ! Κατάλαβε ὅτι εἶχε ἀδικήσει τὸν ἑαυτὸ του φοβερά. Καὶ ἔτσι ἀρχίζει νὰ ξεγοητεύεται! Καὶ παίρνει τὴν ἀπόφαση νὰ τὰ θυσιάσει ὅλα γιὰ τὸν Χριστό.

Μὰ δὲν ξεγοητεύτηκε μόνον ὁ Ἰάκωβος. Ἀπογοητεύτηκε καὶ ξεγοητεύτηκε καὶ ὁ Βαχράμ. Ποὺ εἶδε τὸ οἰκοδόμημά του συντρίμια.

Ἀλλὰ τοῦ Βαχρὰμ ἡ καρδιὰ δὲν ἐγέμισε μὲ γαλήνη· οὔτε μὲ ἠρεμία· οὔτε μὲ χαρά. Ὁ Βαχρὰμ ἔγινε θηρίο. Γιατί ἄλλη εἶναι ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἄλλη ἡ θρησκεία τῶν δαιμονίων. Ὁ Χριστὸς δίνει εἰρήνη καὶ ἀγάπη καὶ καθαρότητα. Τὰ δαιμόνια προκαλοῦν ταραχή, μίσος καὶ βρωμιά.

Καὶ γεμάτος ὀργὴ ὁ βασιλιὰς Βαχρὰμ διατάζει νὰ συλλάβουν τὸν Ἰάκωβο. Καὶ ἀρχίζουν οἱ ἀπειλές. Ὅτι ἂν δὲν σταθῆ στὴν εἰδωλολατρεία γιὰ πάντα, ἂν δὲν ἀρνηθῆ τὸν Χριστὸ γιὰ πάντα, θὰ τιμωρηθῆ σκληρά.

Ἀλλὰ ὁ Ἰάκωβος ἤρεμος τώρα καὶ μυαλωμένος, δὲν γοητεύτηκε πιά!

— Βασιλιά μου, μὴν ἐπιμένεις. Καὶ ἄφησε τὰ ὡραῖα λόγια! Ὅ,τι καὶ ἂν εἰπεῖς, σπέρνεις τὴν θάλασσα σιτάρι! Θὰ φυτρώσει ποτέ; Μὴ κοπιάζεις ἄδικα. Δὲν ἀλλάζω γνώμη. Μὲ τίποτε. Καὶ γιὰ τίποτε!


Ὅμως ἀνάμεσα στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν πίστη τῶν δαιμονίων (ἢ στὴν ἔλλειψη πίστης) ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη διαφορά: Οἱ μὴ χριστιανοὶ τὰ βλέπουν ὅλα σαρκικά.


Ἔτσι καὶ ὁ Βαχρὰμ ἔκαμε τὴν σκέψη:


— Τί εἶναι τὸ πιὸ ὄμορφο στὸν κόσμο; Ἡ ζωή! Καὶ τί εἶναι τὸ πολυτιμότερο γιὰ τὸν καθένα μας; Ὁ ἑαυτούλης του.


Καὶ διατάζει:


Στριμῶχτε τον! Βασανιστήρια. Ἀρχίστε νὰ κόβετε τὰ δάχτυλά του. Πόντο-πόντο! Μὲ πριόνι. Καὶ πρῶτα τὸ μικρὸ δάχτυλο! Μετὰ τὸ δεύτερο. Ἕνα-ἕνα. Καὶ λίγο-λίγο!


Καὶ ἡ διαταγὴ ἐκτελεῖται!


Ἀρχίζει τὸ κλάδεμα.

Μὰ ὁ Ἰάκωβος δὲν συναρπάζεται πιὰ οὔτε ἀπὸ τὸν πόνο, οὔτε ἀπὸ τὸν φόβο τοῦ θανάτου! Ἔχει εἰρήνη. Γιατί ἔχει σφαιρικὴ θεώρηση τῆς ζωῆς. Θυμᾶται ὅτι ὑπάρχει καὶ αἰώνια ζωή. Καὶ ἀντὶ νὰ τρέμει ἢ νὰ ὠρύεται καὶ νὰ καταριέται, δοξάζει τὸν Θεό;

— Βλέπεις, Κύριε! Μὲ κλαδεύουν! Σὰν νὰ ἤμουν δένδρο. Τὸ πρῶτο κλαδί μου κόπηκε κιόλας! Πρὸς δόξαν Σου.

Καὶ στὸν ἑαυτὸ του ἔλεγε:

—Κλάδεμα ἔχομε. Χειμώνας εἶναι. Θὰ περάσει. Θὰ ἔλθει ἡ ἄνοιξη τῆς ἀναστάσεως. Καὶ ἐκεῖ θὰ ξαναβλαστήσουν τὰ κλαδιά, ποὺ κόψανε ἀπὸ τὸ δένδρο μου!

Τὸ κλάδεμα προχωρεῖ. Μὰ ὁ Ἰάκωβος μένει ἀκλόνητος. Τὸν πλησιάζει ἕνας «φίλος» του:

— Βρὲ Ἰάκωβε, ἀνόητος εἶσαι; Φέρσου ἔξυπνα, καημένε. Εἰπέ πώς Τὸν ἀρνεῖσαι τὸν Χριστό. Ὄχι μὲ τὴν καρδιά σου, ρέ. Μὲ τὸ στόμα μόνο! Ἕνα ψεματάκι. Μέσα στὰ τόσα ποὺ λέμε. Καὶ χαρὰ στὸ πράγμα! Ἀφοῦ ὠφελεῖ. Χωρὶς νὰ βλάπτει κανένα! Θὰ τὸ δεχθοῦν. Θὰ σὲ ἀφήσουν. Καὶ μετά, σήκω καὶ φύγε. Μακρυὰ ἀπὸ τὴν Περσία. Στὴν Ρωμιοσύνη. Καὶ ζῆσε, ὅπως θέλεις. Μὴν ἀφήνεις αὐτὸ τὸ θηρίο νὰ σοῦ κάνει ὅ,τι θέλει!...

Μὰ οὔτε ἀπὸ τὰ λόγια αὐτὰ δὲν γοητεύτηκε ὁ ἅγιος Ἰάκωβος. Καὶ ἀπάντησε.

— Ὑποκρισία ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων, μπορεῖ νὰ ἔχει πέραση! Μπορεῖ ποτὲ νὰ ἔχει πέραση στὸν Θεό; Ἂν Τὸν ἀρνηθῶ ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων, πῶς θὰ περιμένω νὰ μὲ δεχθῆ ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων;

Ἀλήθεια! Εἶναι ποτὲ δυνατὸ νὰ θεωρηθῆ, ὅτι ἔχει σωστὴ θεώρηση τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς αἰώνιας ζωῆς ἐκεῖνος ποῦ βλέπει ὑπερβολικὴ καὶ μονομερῆ τὴν στάση τοῦ ἁγίου Ἰακώβου;

Καὶ τὸ κλάδεμα προχωρεῖ! Ἔχουν κόψει τὰ χέρια. Καὶ τὰ δύο. Κόβουν καὶ τὸ πόδι. Καὶ ἔχουν φθάσει στὸ γόνατο! Ὁ πόνος στὸ γόνατο εἶναι ὁ πιὸ ὀδυνηρός. Ὁ πιὸ ἀβάσταχτος. Τὸ τσεκούρι χτυπάει τώρα στὸ γόνατο. Καὶ ὁ ἅγιος βγάζει ἕνα βαθὺ ἀναστεναγμό:

— Χριστέ μου, βοήθει.

Καὶ ἦταν τόσο ὀδυνηρός, ὥστε -ὅπως διαβάζομε στὸν βίο του - ἐρράγισαν καὶ οἱ πέτρες!

Στὴν κατάσταση αὐτὴ ἦρθε ἡ ἐντολὴ νὰ τοῦ κόψουν τὸ κεφάλι.

Καὶ ὁ Ἰάκωβος τὸ ἀκούει ἤρεμα. Καὶ κάνει τὴν τελευταία του προσευχή:

Δέσποτα Θεέ, Πάτερ Παντοκράτωρ, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Ἅγιο Πνεῦμα, Σὲ εὐχαριστῶ ποὺ μὲ ἀξίωσες νὰ μαρτυρήσω γιὰ τὸ ἅγιο Ὄνομά Σου.

Βλέπεις, Κύριε.

• Δὲν ἔχω πόδια νὰ σηκωθῶ νὰ Σὲ προσκυνήσω.

• Δὲν ἔχω χέρια νὰ τὰ ὑψώσω στὸν Οὐρανὸ νὰ Σὲ ἐπικαλεσθῶ!

• Δὲν ἔχω χέρι νὰ κάμω σὰν χριστιανὸς γιὰ τελευταία φορὰ τὸ σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ Σου.


Παράλαβε κατὰ τὸ ἔλεός Σου τὴν ψυχή μου. Καὶ κάμε, ὅταν θὰ ἔλθει ἡ εὐλογημένη ἄνοιξη τῆς ἀναστάσεως νὰ ξαναβλαστήσω στὴν βασιλεία Σου ὁλόκληρος, δένδρο καρποφόρο.

Τοῦ ἔκοψαν τὸ κεφάλι. Καὶ παρέδωκε τὸ πνεῦμα του στὸν Πατέρα καὶ Πλάστη μας.

Ἡ πνευματική του διαθήκη

Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Πέρσης μᾶς ἀφήνει ἕνα μεγάλο δίδαγμα: Ὅτι χρειάζεται νὰ ἔχωμε «νήψη ψυχῆς», δηλ. νὰ εἴμαστε προσγειωμένοι στὸ νοῦ• καὶ ἤρεμοι στὰ αἰσθήματα.

Τὸ ρῆμα «νήφω» σημαίνει εἶμαι νηφάλιος, ξεμέθυστος. Τὸ μεθύσι ἀπὸ τὸ κρασὶ θολώνει τὸ μυαλὸ καὶ ταράζει τὰ συναισθήματα. Καὶ ἔτσι ὁ μεθυσμένος κάνει πράξεις τέτοιες, ποὺ λέμε: Εἶδε ὁ τρελλὸς τὸν μεθυσμένο καὶ ἔφυγε. Πολὺ κακὸ τὸ μεθύσι ἀπὸ κρασί. Μὰ ἔχει καὶ ἕνα καλό. Ὅτι μετὰ ἀπὸ λίγες ὧρες ὁ ἄνθρωπος ξεμεθάει. Καὶ συνέρχεται.

Μὰ ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη μέθη. Αὐτή, «οὐκ ἀπὸ οἴνου»! Ὄχι ἀπὸ κρασί. Ἀλλὰ ἀπὸ συναισθήματα• ἀπὸ ἰδέες• ἀπὸ πάθη• ἀπὸ τὴν γοητεία τῶν ὡραίων τῆς γῆς.

Ἀπὸ τὴν μέθη αὐτὴ ὁ ἄνθρωπος πολὺ δύσκολα ξεμεθάει!

Ὁ ἅγιος Ἰάκωβος μᾶς λέει:

Πρόσεχε. Μὴ γοητεύεσαι. Μὴ γοητεύεις. Μὴν ἀπογοητεύεσαι. Καὶ μὴν ἀπογοητεύεις. Φρόντιζε νὰ ξεγοητεύεσαι καὶ νὰ ξεγοητεύεις. Γιατί αὐτὸ μᾶς ἐδίδαξε ὁ Χριστός, ὁ ἐλευθερωτὴς τῶν ψυχῶν ἡμῶν. Καὶ αὐτὸ μᾶς διδάσκουν οἱ φίλοι Του καὶ μιμητές Του, οἱ ἅγιοι.

Κυβέρνα τοὺς λογισμούς σου...

Ἂς Ἰδοῦμε τώρα καὶ μία ἱστορία σύγχρονη, κάπως παράξενη. Ἀλλὰ καὶ ἀρκετὰ συνηθισμένη μὲ λίγες παραλλαγές:

Ἕνας νεαρὸς 18 χρόνων ἐπῆγε μὲ κάποιο συνομήλικο φίλο του νὰ διασκεδάσουν «νεανικά». Διασκέδασαν, ὅσο πιὸ «καλὰ» μποροῦσαν μὲ τὰ κορίτσια τους. Ἔφαγαν. Ἤπιαν. Ἐμέθυσαν. Καὶ σὰν νεαροὶ ἄρχισαν νὰ κάνουν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο τὸν «μάγκα». Καὶ τελικὰ ἦρθαν στὰ χέρια. Ὁ νεαρός μας ἔφαγε κάποια παραπάνω. Καὶ τοῦ ἐστοίχισε. Γιατί ἔβλεπε καὶ τὸ κορίτσι του! Καὶ αὐτό, ὅσο κι' ἂν τὸ σκεφτόταν, τὸ εὕρισκε τόσο ἀπαράδεκτο, ὥστε τελικὰ ὁ λογισμὸς του αἰχμαλωτίσθηκε.

— θὰ τὸν σφάξω τὸν ἄτιμο!...

Καὶ τὸν ἔσφαξε!

Γιατί; Γιατί τὴν μία ἡμέρα ἐγοητεύθηκαν ἀπὸ τὴν διασκέδαση καὶ δὲν ἤξεραν τί ἔκαναν καὶ τὴν ἄλλη ἐγοητεύθη ἀπὸ τὴν φιλοτιμία· ἀπὸ τὸν τραυματισμένο ἄκριτο ἐγωισμό.

Καὶ νὰ τώρα στὸ δικαστήριο. Καὶ στὴν φυλακή. Καὶ ἐδῶ ἀρχίζει τὸ ξεγοήτευμα!

— Μαύρη ἡ ὥρα, ποὺ ἐπῆγα νὰ διασκεδάσω! Ἕνα γλέντι! Θεέ μου, πόσο θὰ τὸ πληρώσω! Μαύρη ἡ ὥρα ποὺ ξεκίνησα!...

Καὶ οἱ ἡμέρες στὴν φυλακὴ περνοῦν πικρές. Καὶ τὸ μαστίγωμα τῆς συνείδησης τὶς κάνει ἀκόμη πιὸ πικρές!

— Τὰ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος! Ἐκεῖνος στὸ χῶμα! Καὶ ἐγώ; Ζωντανὸς νεκρός. Ὦ, τί μεγάλο πράγμα νὰ ξέρει ὁ ἄνθρωπος νὰ κυβερνάει τοὺς λογισμούς του! Τί σπουδαῖο πράγμα, νὰ μπορεῖ ὁ νέος νὰ μὴ γοητεύεται, οὔτε ἀπὸ τὸν πόθο τῆς διασκέδασης, οὔτε ἀπὸ τὰ νταηλίκια καὶ τοὺς παλληκαρισμούς του! Φώτισέ με, Θεέ μου! Ἐπῆρα λάθος δρόμο!

Καὶ ἀπογοητευμένος ἀπὸ τὰ ἀποτελέσματα τῆς ἐξυπνάδας του καὶ ξεγοητευμένος πιὰ στὴν πικρὴ σκοτεινιὰ τοῦ κελιοῦ τῆς φυλακῆς, ὁ νεαρὸς γονατίζει καὶ Τὸν ἐπικαλεῖται.

— Μὴ ἀποστρέψεις τὸ πρόσωπό Σου ἀπ' ἐμοῦ. Κυβέρνησε τὴν ζωή μου!

Μὴ λησμονεῖς ὅτι...

Ἂν δὲν θέλεις νὰ γοητευθῆς σὲ πράγματα ἐπιζήμια καὶ νὰ ἀπογοητευθῆς πικρά, πρόσεξε:

• Νὰ θυμᾶσαι ὅτι τὴν ζωή μας τὴν κυβερνᾶνε οἱ λογισμοί μας.

• Μὴν ἀφήνεις λοιπὸν τὸν ἑαυτό σου νὰ κατάληξη σὲ ἀποφάσεις μὲ ὁδηγὸ τὰ πάθη ποὺ γοητεύουν καὶ τυφλώνουν:

• Κυβέρνησε τοὺς λογισμούς σου μὲ ὁδηγὸ τὸ ἀνέσπερο καὶ ἄδυτο φῶς τοῦ Χριστοῦ.

• Κατάφευγε στὴν συμβουλὴ τοῦ Πνευματικοῦ σου Πατέρα.

agiazoni.gr
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...