Σε μια πανέμορφη τοποθεσία του μαρτυρικού Πόντου, έξω από την πόλη της Τραπεζούντας, είναι κτισμένο πριν 16 αιώνες, το μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά. Σ’ ένα παραδεισένιο καταπράσινο τοπίο, κατάφυτο από πανύψηλα δέντρα, που απλώνονται πάνω στα θεόρατα βουνά, με τα ορμητικά τρεχάμενα νερά να βουΐζουν δυνατά σα να σε καλωσορίζουν στον τόπο τους τον ευλογημένο. Περιηγείσαι ανατρέχοντας στους παλιούς καιρούς, σε μια άλλη διάσταση του χρόνου και της ιστορίας, τότε που όλα εδώ είχαν πραγματικό νόημα και διαφορετική σημασία. Τότε που άναβε εδώ λαμπρό το φως της Ορθοδοξίας και έσφυζε ο Πόντος από τον Ελληνισμό...
Σ’ αυτό το καταπληκτικό μέρος του Πόντου, νοιώθεις τη θεία χάρη που έχει απλόχερα σκορπίσει ο Θεός, να έχει φωλιάσει από τότε σε κάθε τι που τώρα σε περιβάλλει, σκορπώντας μια εξαίσια γοητεία παντού. Σα να ξεχύνεται από τον ουρανό η ευλογία πάνω σ’ αυτόν τον αγγελικό τόπο. Η πλάση όλη έχει κάτι το ξεχωριστό που σε εντυπωσιάζει και αποτυπώνεται μέσα στα βάθη της υπάρξεώς σου, παραμένοντας αξέχαστο. Όλα αισθάνεσαι να περιέχουν κάτι το θεϊκό, ακόμα και τα μικρά χορταράκια ανάμεσα στις σχισμάδες των βράχων που σε συγκινούν παράξενα.
Δρασκελάς στα ανηφορικά μονοπάτια, ανάμεσα σε τούτη την πλούσια βλάστηση, που το φως δυσκολεύεται να αγγίξει τη γη. Σηκώνοντας τα μάτια σου ψηλά σα να προσεύχεσαι, αντικρίζεις ξαφνικά μισογκρεμισμένο το μοναστήρι της Παναγίας, να στέκει επιβλητικό παρά τη φθορά του και να κρέμεται σαν φωλιά κτισμένη πάνω στην απόκρημνη πλαγιά. Γαντζωμένο στα τεράστια βράχια, τα αγέρωχα. Η υγρασία στάζει από παντού. Βλέπεις το μοναστήρι από μακριά να μοιάζει σαν μάτια βουρκωμένα, που σε κοιτάνε και κλαίνε τον χαλασμό, μοιρολογώντας τον χαμό του Πόντου. Στην θέα τούτη, ο νους σου σταματάει. Η αναπνοή σου κόβεται. Πνίγεις την λαχανιασμένη ανάσα σου και συνεχίζεις για να φθάσεις στο μοναστήρι. Σα να ακούς το σήμαντρο να σε καλεί, τους καλογέρους να συνάζονται, το θυμίαμα να μοσχοβολά, οι ψαλμωδίες οι αγγελικές να σε κατανύγουν, βλέποντας μπροστά σου το θαύμα. Την Παναγία να «Σου μελά»!
Αφουγκράζεσαι ότι τρυπώνει ανάμεσα στις φυλλωσιές, τον αέρα, τα πουλιά. Καθώς ανεβαίνεις τα τελευταία σκαλιά, σφίγγεται ξαφνικά η καρδιά σου από το θέαμα τούτο. Μια μυστηριώδη ησυχία απλώνεται παντού. Τίποτα δεν κινείται. Μοιάζουν όλα νεκρωμένα. Ο χρόνος σα να σταμάτησε από τότε… Όση ώρα παραμένεις εδώ, προσκυνάς κρυφά, μυστικά, στον ιερό τούτο χώρο, τον αγιασμένο, που όλα μοιάζουν να κλαίνε. Τα τείχη, οι πέτρες, τα χαλάσματα, οι αγιογραφίες που απόμειναν. Όλα! Ο ουρανός μουντός και αυτός στάζει δάκρυα που τρέχουν ποτάμια στα βουνά, σ’ όλο τον Πόντο και διαλαλούν το δράμα του χαμένου Ελληνισμού και της Ρωμηοσύνης. Τα μάτια σου γίνονται και αυτά δάκρυα καθώς αναρωτιέσαι: «Δοξασμένο, αγιασμένο μοναστήρι, περήφανε Πόντε, δεν σε λυπήθηκαν οι άνθρωποι, οι φωτιές, οι αγέρηδες, οι βροχές; Δεν σε συμπόνεσε κανένας;» Κατεστραμμένα όλα. Μόνο οι αγιογραφίες πάνω στους ακρωτηριασμένους τοίχους, θυμίζουν την αιώνια ζωή, την παραδεισένια, όπου δεν υπάρχει πόνος, λύπη, στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος. Δικαιοσύνη! Εδώ όμως όλα είναι θλιμένα. Θέλεις να βρεις ένα Θεοτοκάριο, να ψάλλεις ύμνους στην Παναγία. Σαν ένα παράπονο… Κάθεσαι σε μια άκρη, θέλεις να ξαποστάσεις, να συλλογισθείς. Αρχονταρίκι είναι όλα γύρω σου, που σε καλοδέχονται, σε αγκαλιάζουν, σα να σε γνώρισαν ότι είσαι Έλληνας, Ρωμηός. Τα βουνά, τα δέντρα, το χώμα που ευωδιάζει λείψανα Αγίων. Δροσίζεις την ψυχή σου στο Αγίασμα, στην πηγή την Αιώνια. Όσο παραμένεις εδώ, δένεσαι μ’ αυτόν τον τόπο. Τον αγαπάς γιατί τον πονάς ολοένα και περισσότερο. Δύσκολα παίρνεις τα μάτια σου και την καρδιά σου από καθετί γύρω σου.
Ώσπου έρχεται η ώρα να αποχωρισθείς την οπτασία. Αποχαιρετάς τούτο το θεϊκό όνειρο, που θα μείνει για πάντα ανεξίτηλα χαραγμένο στην μνήμη σου. Πνίγεις το κλάμα μέσα σου και κατηφορίζεις. Ένα γιατί αντιλαλεί μέσα σου. Γιατί Θεέ μου να χαθούν τούτοι οι τόποι; Ο Πόντος, η Πόλη, η Μικρασία, οι αλησμόνητες τούτες πατρίδες μας; Γιατί; Σκύβεις το κεφάλι σου, για να κρύψεις τα δακρυσμένα μάτια σου. Κατεβαίνεις τα μονοπάτια όσο πιο αργά γίνεται. Κοιτάζεις πίσω, σα ν’ άφησες κάτι δικό σου. Την καρδιά σου! Γιατί Θεέ μου, γιατί χαθήκανε τούτα τα μέρη;
Ευθύς διαπερνούν αστραπιαία την σκέψη σου τα λόγια του Αγίου: «…ούτω ηυδόκησεν ο Κύριος. Δόξα να ’χει το Όνομά Του!»
Στρατής Ανδριώτης
Σ’ αυτό το καταπληκτικό μέρος του Πόντου, νοιώθεις τη θεία χάρη που έχει απλόχερα σκορπίσει ο Θεός, να έχει φωλιάσει από τότε σε κάθε τι που τώρα σε περιβάλλει, σκορπώντας μια εξαίσια γοητεία παντού. Σα να ξεχύνεται από τον ουρανό η ευλογία πάνω σ’ αυτόν τον αγγελικό τόπο. Η πλάση όλη έχει κάτι το ξεχωριστό που σε εντυπωσιάζει και αποτυπώνεται μέσα στα βάθη της υπάρξεώς σου, παραμένοντας αξέχαστο. Όλα αισθάνεσαι να περιέχουν κάτι το θεϊκό, ακόμα και τα μικρά χορταράκια ανάμεσα στις σχισμάδες των βράχων που σε συγκινούν παράξενα.
Δρασκελάς στα ανηφορικά μονοπάτια, ανάμεσα σε τούτη την πλούσια βλάστηση, που το φως δυσκολεύεται να αγγίξει τη γη. Σηκώνοντας τα μάτια σου ψηλά σα να προσεύχεσαι, αντικρίζεις ξαφνικά μισογκρεμισμένο το μοναστήρι της Παναγίας, να στέκει επιβλητικό παρά τη φθορά του και να κρέμεται σαν φωλιά κτισμένη πάνω στην απόκρημνη πλαγιά. Γαντζωμένο στα τεράστια βράχια, τα αγέρωχα. Η υγρασία στάζει από παντού. Βλέπεις το μοναστήρι από μακριά να μοιάζει σαν μάτια βουρκωμένα, που σε κοιτάνε και κλαίνε τον χαλασμό, μοιρολογώντας τον χαμό του Πόντου. Στην θέα τούτη, ο νους σου σταματάει. Η αναπνοή σου κόβεται. Πνίγεις την λαχανιασμένη ανάσα σου και συνεχίζεις για να φθάσεις στο μοναστήρι. Σα να ακούς το σήμαντρο να σε καλεί, τους καλογέρους να συνάζονται, το θυμίαμα να μοσχοβολά, οι ψαλμωδίες οι αγγελικές να σε κατανύγουν, βλέποντας μπροστά σου το θαύμα. Την Παναγία να «Σου μελά»!
Αφουγκράζεσαι ότι τρυπώνει ανάμεσα στις φυλλωσιές, τον αέρα, τα πουλιά. Καθώς ανεβαίνεις τα τελευταία σκαλιά, σφίγγεται ξαφνικά η καρδιά σου από το θέαμα τούτο. Μια μυστηριώδη ησυχία απλώνεται παντού. Τίποτα δεν κινείται. Μοιάζουν όλα νεκρωμένα. Ο χρόνος σα να σταμάτησε από τότε… Όση ώρα παραμένεις εδώ, προσκυνάς κρυφά, μυστικά, στον ιερό τούτο χώρο, τον αγιασμένο, που όλα μοιάζουν να κλαίνε. Τα τείχη, οι πέτρες, τα χαλάσματα, οι αγιογραφίες που απόμειναν. Όλα! Ο ουρανός μουντός και αυτός στάζει δάκρυα που τρέχουν ποτάμια στα βουνά, σ’ όλο τον Πόντο και διαλαλούν το δράμα του χαμένου Ελληνισμού και της Ρωμηοσύνης. Τα μάτια σου γίνονται και αυτά δάκρυα καθώς αναρωτιέσαι: «Δοξασμένο, αγιασμένο μοναστήρι, περήφανε Πόντε, δεν σε λυπήθηκαν οι άνθρωποι, οι φωτιές, οι αγέρηδες, οι βροχές; Δεν σε συμπόνεσε κανένας;» Κατεστραμμένα όλα. Μόνο οι αγιογραφίες πάνω στους ακρωτηριασμένους τοίχους, θυμίζουν την αιώνια ζωή, την παραδεισένια, όπου δεν υπάρχει πόνος, λύπη, στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος. Δικαιοσύνη! Εδώ όμως όλα είναι θλιμένα. Θέλεις να βρεις ένα Θεοτοκάριο, να ψάλλεις ύμνους στην Παναγία. Σαν ένα παράπονο… Κάθεσαι σε μια άκρη, θέλεις να ξαποστάσεις, να συλλογισθείς. Αρχονταρίκι είναι όλα γύρω σου, που σε καλοδέχονται, σε αγκαλιάζουν, σα να σε γνώρισαν ότι είσαι Έλληνας, Ρωμηός. Τα βουνά, τα δέντρα, το χώμα που ευωδιάζει λείψανα Αγίων. Δροσίζεις την ψυχή σου στο Αγίασμα, στην πηγή την Αιώνια. Όσο παραμένεις εδώ, δένεσαι μ’ αυτόν τον τόπο. Τον αγαπάς γιατί τον πονάς ολοένα και περισσότερο. Δύσκολα παίρνεις τα μάτια σου και την καρδιά σου από καθετί γύρω σου.
Ώσπου έρχεται η ώρα να αποχωρισθείς την οπτασία. Αποχαιρετάς τούτο το θεϊκό όνειρο, που θα μείνει για πάντα ανεξίτηλα χαραγμένο στην μνήμη σου. Πνίγεις το κλάμα μέσα σου και κατηφορίζεις. Ένα γιατί αντιλαλεί μέσα σου. Γιατί Θεέ μου να χαθούν τούτοι οι τόποι; Ο Πόντος, η Πόλη, η Μικρασία, οι αλησμόνητες τούτες πατρίδες μας; Γιατί; Σκύβεις το κεφάλι σου, για να κρύψεις τα δακρυσμένα μάτια σου. Κατεβαίνεις τα μονοπάτια όσο πιο αργά γίνεται. Κοιτάζεις πίσω, σα ν’ άφησες κάτι δικό σου. Την καρδιά σου! Γιατί Θεέ μου, γιατί χαθήκανε τούτα τα μέρη;
Ευθύς διαπερνούν αστραπιαία την σκέψη σου τα λόγια του Αγίου: «…ούτω ηυδόκησεν ο Κύριος. Δόξα να ’χει το Όνομά Του!»
Στρατής Ανδριώτης
stratisandriotis.blogspot.com