Ο εθνομάρτυρας Χρυσόστομος Καλαφάτης, γεννήθηκε στην Τριγλία της Προποντίδας το 1867 μ.Χ. Γονείς του Χρυσοστόμου ήσαν ο Νικόλαος Καλαφάτης και η Καλλιόπη Λεμωνίδου. Το ζεύγος απέκτησε 8 παιδιά, 4 αγόρια και 4 κορίτσια. Από τ' αγόρια επέζησαν ο πρωτότοκος Ευγένιος (γεννήθηκε το 1865 μ.Χ.) και ο Χρυσόστομος. Ο Ευγένιος
συμπαραστάθηκε στον νεώτερο αδελφό του σ' όλη τη διάρκεια του πολυτάραχου βίου του και τελικά τον ακολούθησε έως το μαρτύριο.
Ο Νικόλαος Καλαφάτης είχε γνώση του οθωμανικού δικαίου και αντιπροσώπευε τους συμπολίτες του στα τουρκικά δικαστήρια. Αγαπούσε ακόμη την εκκλησιαστική μουσική και είχε ανάμιξη στα κοινά και γι' αυτό εξελέγετο δημογέροντας. Η σύζυγός του Καλλιόπη ήταν μια ευλαβής γυναίκα. Αυτή έταξε τον Χρυσόστομο στην Παναγία την ημέρα των Φώτων του 1868 μ.Χ., όταν είχε επισκεφθεί την Τρίγλια ο Μητροπολιτης Προύσας. Το ζεύγος Καλαφάτη, παρά την μέτρια οικονομική του κατάσταση, ανέθρεψε με επιμέλεια τα παιδιά του. Πρώτοι δάσκαλοι του Χρυσοστόμου στην Τρίγλια ήσαν ο αρχιμανδρίτης και μετέπειτα μητροπολίτης Ιωαννίκιος για τα εκκλησιαστικά, ο Γαζής για τα ελληνικά, ο Χριστόφορος Μουμουζής για τα τουρκικά, ο Νικόλαος Χατζηχρυσάφης για τα γαλλικά και ο Παπα-Θεοδόσης για την εκκλησιαστική μουσική.
Ο Χρυσόστομος σπούδασε στη θεολογική Σχολή Χάλκης (1884 - 1891 μ.Χ.) και υπηρέτησε ως αρχιδιάκονος του μητροπολίτη Μυτιλήνης Κωνσταντίνου Βαλιάδη, ο όποιος αναδείχθηκε Οικουμενικός Πατριάρχης ως Κωνσταντίνος Ε' (1897 μ.Χ.). Χρημάτισε πρωτοσύγκελος της Μεγάλης Εκκλησίας και το 1902 μ.Χ. χειροτονήθηκε από τον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ' μητροπολίτης Δράμας (1902 - 1910 μ.Χ.). Οι αγώνες του εναντίον της βουλγαρικής προπαγάνδας και για την τόνωση του εθνικού φρονήματος ενόχλησαν την Υψηλή Πύλη, η οποία αξίωσε από το Πατριαρχείο την άμεση ανάκληση του (1907 μ.Χ.). Αποχωρίστηκε με πικρία το ποίμνιό του και αποσύρθηκε στην Τριγλία με την ελπίδα της επιστροφής στην μητρόπολη Δράμας, η οποία κατέστη δυνατή το 1908 μ.Χ. με την ψήφιση του νέου τουρκικού συντάγματος. Η ενθουσιώδης υποδοχή που του επιφύλαξε ο λαός της Δράμας συνδέθηκε με την έξαρση του εθνικού αγώνα, γι' αυτό και χαρακτηρίστηκε από την Υψηλή Πύλη επικίνδυνος για την δημόσια τάξη. Ανακλήθηκε εκ νέου από την μητρόπολη Δράμας (20 Ιανουαρίου 1909 μ.Χ.) και αποσύρθηκε πάλι στην Τριγλία μέχρι την μετάθεση του στην μητρόπολη Σμύρνης (11 Μαρτίου 1910 μ.Χ.).
Στην Μητρόπολη Σμύρνης συνέχισε τους εθνικούς του αγώνες, οργάνωσε δε πάνδημο συλλαλητήριο για να καταγγείλει τις βιαιότητες των Βουλγάρων στην Μακεδονία εναντίον των Ελλήνων, την υποστήριξη των τουρκικών αρχών προς την βουλγαρική προπαγάνδα και τις γενικότερες καταπιέσεις της Υψηλής Πύλης εναντίον του Ελληνισμού του Οθωμανικού κράτους. Οι τουρκικές αρχές της περιοχής θορυβήθηκαν και πέτυχαν την απομάκρυνση του από την μητρόπολη Σμύρνης (1914 μ.Χ.), στην οποία επέστρεψε μετά την ανακωχή του Μούνδρου (1918 μ.Χ.). Κατά την περίοδο της ελληνικής διοίκησης της Σμύρνης (1919 - 1922 μ.Χ.), λειτουργούσε ως αναμφισβήτητος εθνάρχης του μικρασιάτικου Ελληνισμού και ως ο εμπνευσμένος ηγέτης της «Μικρασιατικής Άμυνας» για την δημιουργία αυτόνομου κράτους σε περίπτωση ήττας του ελληνικού στρατού. Η κατάρρευση όμως του μικρασιάτικου μετώπου (Αύγουστος 1922 μ.Χ.) απογοήτευσε τον μεγαλόπνοο μητροπολίτη, ο όποιος αποδοκίμασε τα σχέδια των Μεγάλων Δυνάμεων για την απομάκρυνση του ελληνικού στοιχείου από την Μικρά Ασία. Η εισβολή των Τούρκων στην Σμύρνη υπήρξε η δοκιμασία των εθνικών του οραμάτων. Αρνήθηκε να εγκαταλείψει τον λαό του, παρά την πίεση των προξένων της Αγγλίας και της Γαλλίας. Στις 27 Αυγούστου 1922 μ.Χ. συνελήφθη από τον Τούρκο φρούραρχο της πόλης Νουρεντίν πασά, μετά το τέλος της θείας Λειτουργίας στο ναό της Αγίας Φωτεινής, και παραδόθηκε στον εξαγριωμένο τουρκικό όχλο. Έπειτα από φρικτά βασανιστήρια βρήκε μαρτυρικό θάνατο. Ο εκφραστής των εθνικών πόθων κατέστη πλέον το σύμβολο των τραγικών πεπραγμένων του Γένους. Το δίτομο έργο του Περί Εκκλησίας, τα άρθρα του στα περιοδικά Εκκλησιαστική Αλήθεια και Ιερός Πολύκαρπος και η όλη κηρυκτική του δράση αναδεικνύουν την υπέροχη πνευματική μορφή του εθνομάρτυρα Ιεράρχη.
Στο μαρτύριο του μητροπολίτη παρευρέθηκαν και οι 20 Γάλλοι ναύτες, την αντίδραση των οποίων περιέγραψε ο Γάλλος συγγραφέας Ρενέ Πουώ.
Μία γαλλική περίπολος από είκοσι άνδρες, τους οποίους συνόδευα μαζί μ’ έναν άλλο πολιτοφύλακα, κατευθύνθηκε αμέσως στη Μητρόπολη, με σκοπό να πεισθεί ο μητροπολίτης να έλθει και να παραμείνει στην εκκλησία της Sacre-Coeur ή στο Γαλλικό Προξενείο. Ο μητροπολίτης Χρυσόστομος δεν δέχθηκε, λέγοντας ότι σαν καλός ποιμένας είχε χρέος να μείνει κοντά στο ποίμνιό του. Όταν η περίπολος έβγαινε από τη Μητρόπολη, ένα αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν ένας Τούρκος αξιωματικός και δύο στρατιώτες, με τις λόγχες πάνω στα όπλα, σταμάτησε μπροστά από το μητροπολιτικό κτίριο. Ο αξιωματικός ανέβηκε επάνω και διέταξε τον μητροπολίτη να τον ακολουθήσει στον Νουρεντίν πασά, τον στρατιωτικό διοικητή. Βλέποντας ότι απάγεται ο μητροπολίτης, είπα στους άνδρες της περιπόλου να πάρουμε από πίσω το αυτοκίνητο. Φθάσαμε μπροστά στον Μεγάλο Στρατώνα, όπου βρισκόταν ο στρατιωτικός διοικητής, ο στρατηγός Νουρεντίν. Ο αξιωματικός που συνόδευε τον Χρυσόστομο, τον οδήγησε μπροστά στον Νουρεντίν. Σε δέκα λεπτά, και ενώ ο Χρυσόστομος κατέβαινε, βγήκε στο μπαλκόνι του κτιρίου ο Νουρεντίν πασάς, ο οποίος απευθύνθηκε στους χίλους με χίλιους πεντακόσιους μουσουλμάνους, άνδρες και γυναίκες, που βρίσκονταν στην πλατεία· τους είπε ότι τους παραδίδει, τον μητροπολίτη, προσθέτοντας χαρακτηριστικά τις φράσεις: «Αν σας έκανε καλό, να του το ανταποδώσετε· αν σας έκανε κακό, να του κάνετε και εσείς κακό!»
Ο όχλος άρπαξε χωρίς χρονοτριβή τον μητροπολίτη και τον οδήγησε πιο πέρα, μπροστά στο κομμωτήριο του Ismail, ενός Ιταλού προστατευόμενου· εκεί σταμάτησαν και τον έντυσαν με μία άσπρη μπλούζα που πήραν από τον κομμωτή· άρχισαν αμέσως να τον χτυπούν λυσσασμένα με γροθιές και με ξύλα, και να τον φτύνουν στο πρόσωπο· του τρύπησαν με μαχαιριές το σώμα· του ξερίζωσαν τη γενειάδα· του έβγαλαν τα μάτια· του έκοψαν τη μύτη και τα αυτιά.» Πρέπει να σημειώσουμε, ότι η γαλλική περίπολος παρακολουθούσε τα γεγονότα μέχρι τη σκηνή που περιγράψαμε. Οι άνδρες που την αποτελούσαν (επρόκειτο για ναύτες), είχαν βγει έξω απ’ τα ρούχα τους, έτρεμαν χωρίς υπερβολή από την αγανάκτηση και ήθελαν να επέμβουν. Ο επικεφαλής, όμως, αξιωματικός, με το περίστροφο στο χέρι ακολουθούσε τις διαταγές που τους είχαν δοθεί και τους εμπόδισε να κάνουν οποιαδήποτε κίνηση. Στη συνέχεια, δεν είδαμε πια το μητροπολίτη, που τον αποτελείωσαν σε μικρή απόσταση πιο πέρα». (Rene Puaux, «Ο θάνατος της Σμύρνης», Αθήνα 1992, σσ. 57-58).
θα γίνει η παρουσίαση βιβλίου του πατρός Μάξιμου Ἰβηρίτη Νικολόπουλου για τον Άγιο Χρυσόστομο Δράμας και Σμύρνης ,είναι μια έρευνα και παρουσίαση στοιχείων για τη ζωή και το έργο του αγίου
. Τα πρώτα χρόνια
Ο Χρυσόστομος γεννήθηκε το 1867 στην κωμόπολη Τρίγλια της Προποντίδος κοντά στα Μουδανιά εκεί όπου στις 30 Σεπτεμβρίου 1922 υπογράφτηκε η ομώνυμη επαίσχυντη ανακωχή, η οποία επεσφράγιζε τη μεγαλύτερη ιστορική τραγωδία του Ελληνισμού: εγκατάλειψη της Μ. Ασίας και της Ανατ. Θράκης. Γονείς του Χρυσοστόμου ήσαν ο Νικόλαος Καλαφάτης και η Καλλιόπη Λεμωνίδου. Το ζεύγος απέκτησε 8 παιδιά, 4 αγόρια και 4 κορίτσια. Από τ' αγόρια επέζησαν ο πρωτότοκος Ευγένιος (γεννήθηκε το 1865) και ο Χρυσόστομος.
Ο Ευγένιος συμπαραστάθηκε στον νεώτερο αδελφό του σ' όλη τη διάρκεια του πολυτάραχου βίου του και τελικά τον ακολούθησε έως το μαρτύριο. Ο Νικόλαος Καλαφάτης είχε γνώση του οθωμανικού δικαίου και αντιπροσώπευε τους συμπολίτες του στα τουρκικά δικαστήρια. Αγαπούσε ακόμη την εκκλησιαστική μουσική και είχε ανάμιξη στα κοινά και γι' αυτό εξελέγετο δημογέροντας. Η σύζυγός του Καλλιόπη ήταν μια ευλαβής γυναίκα. Αυτή έταξε τον Χρυσόστομο στην Παναγία την ημέρα των Φώτων του 1868, όταν είχε επισκεφθεί την Τρίγλια ο Μητροπολιτης Προύσας.
Το ζεύγος Καλαφάτη, παρά την μέτρια οικονομική του κατάσταση, ανέθρεψε με επιμέλεια τα παιδιά του. Πρώτοι δάσκαλοι του Χρυσοστόμου στην Τρίγλια ήσαν ο αρχιμανδρίτης και μετέπειτα μητροπολίτης Ιωαννίκιος για τα εκκλησιαστικά, ο Γαζής για τα ελληνικά, ο Χριστόφορος Μουμουζής για τα τουρκικά, ο Νικόλαος Χατζηχρυσάφης για τα γαλλικά και ο Παπα-Θεοδόσης για την εκκλησιαστική μουσική. Ο βιογράφος του Σπυρίδων Λοβέρδος μας δίνει το ακόλουθο πορτραίτο του Χρυσοστόμου ως μαθητού: «Αγχίνους, τολμηρός, φιλόπρωτος, ενθουσιώδης, φιλότιμος, οξύς, επίμονος, φίλαλος (...). Πάντοτε επέσυρε την αγάπη των διδασκάλων του, οίτινες προθύμως παρέβλεπον τας εξ αγαθής προθέσεως και ευθείας συνειδήσεως παρεκτροπάς του»(2).
Ενωρίτατα ο Χρυσόστομος εξεδήλωσε τη διάθεση να γίνει κληρικός. Ο πατέρας του πώλησε το πατρκό κτήμα της συζύγου του, για να τον στείλει «εσωτερικόν» στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης (το δικό του πατρικό κτήμα το είχε πωλήσει για να στείλει τον πρωτότοκο Ευγένιο στη Μεγάλη του Γένους Σχολή). Ο Χρυσόστομος έφθασε στη Χάλκη το 1884. Εκεί, όπως λέγει ο ίδιος, «εποτίσθη το άδολον γάλα της θεοσεβείας και τον γλυκύν χυμόν της γνώσεως». Διδάσκαλοί του στη Σχολή υπήρξαν ο διευθυντής Γερμανός Γρηγοράς, ο Φιλάρετος Βαφείδης, μετέπειτα μητροπολίτης Διδυμοτείχου, ο Μιχαήλ Κλεόβουλος, μετέπειτα μητροπολίτης Σάρδεων, ο Απόστολος Χριστοδούλου, μετέπειτα μητροπολίτης Σερρών, ο Ευμένιος Ξηρουδάκης, αργότερα μητροπολίτης Κρήτης, και άλλοι. Κοντά στους εμπνευσμένους αυτούς διδασκάλους ο Χρυσόστομος ενωτίσθη όχι μόνο τα θεία ρήματα της θρησκείας μας αλλά και τη διαχρονικότητα και υπερχρονικότητα του ελληνικού πνεύματος, του υπό δουλείαν ζώντος, δρώντος και ζωοποιούντος. Όπως έλεγε αργότερα από του άμβωνος ο ίδιος, «το ελληνικόν πνεύμα ελαξεύθη εις το μάρμαρον, εσμιλεύθη εις τους θριγκούς των ναών, εχαράχθη εις τον πάπυρον, έλαμψεν εις τας δέλτους της Ιστορίας, εκράτησε τας επάλξεις του πολιτισμού, περιεσώθη διά της παραδόσεως και κρύπτεται ακόμη εις τα σπλάγχνα της γης αναμένον την σκαπάνην του αρχαιολόγου».
Μία γαλλική περίπολος από είκοσι άνδρες, τους οποίους συνόδευα μαζί μ' έναν άλλο πολιτοφύλακα, κατευθύνθηκε αμέσως στη Μητρόπολη, με σκοπό να πεισθεί ο μητροπολίτης να έλθει και να παραμείνει στην εκκλησία της Sacre-Coeur ή στο Γαλλικό Προξενείο. Ο μητροπολίτης Χρυσόστομος δεν δέχθηκε, λέγοντας ότι σαν καλός ποιμένας είχε χρέος να μείνει κοντά στο ποίμνιό του. Όταν η περίπολος έβγαινε από τη Μητρόπολη, ένα αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν ένας Τούρκος αξιωματικός και δύο στρατιώτες, με τις λόγχες πάνω στα όπλα, σταμάτησε μπροστά από το μητροπολιτικό κτίριο. Ο αξιωματικός ανέβηκε επάνω και διέταξε τον μητροπολίτη να τον ακολουθήσει στον Νουρεντίν πασά, τον στρατιωτικό διοικητή. Βλέποντας ότι απάγεται ο μητροπολίτης, είπα στους άνδρες της περιπόλου να πάρουμε από πίσω το αυτοκίνητο. Φθάσαμε μπροστά στον Μεγάλο Στρατώνα, όπου βρισκόταν ο στρατιωτικός διοικητής, ο στρατηγός Νουρεντίν. Ο αξιωματικός που συνόδευε τον Χρυσόστομο, τον οδήγησε μπροστά στον Νουρεντίν. Σε δέκα λεπτά, και ενώ ο Χρυσόστομος κατέβαινε, βγήκε στο μπαλκόνι του κτιρίου ο Νουρεντίν πασάς, ο οποίος απευθύνθηκε στους χίλους με χίλιους πεντακόσιους μουσουλμάνους, άνδρες και γυναίκες, που βρίσκονταν στην πλατεία· τους είπε ότι τους παραδίδει, τον μητροπολίτη, προσθέτοντας χαρακτηριστικά τις φράσεις: «Αν σας έκανε καλό, να του το ανταποδώσετε· αν σας έκανε κακό, να του κάνετε και εσείς κακό!»
Ο όχλος άρπαξε χωρίς χρονοτριβή τον μητροπολίτη και τον οδήγησε πιο πέρα, μπροστά στο κομμωτήριο του Ismail, ενός Ιταλού προστατευόμενου· εκεί σταμάτησαν και τον έντυσαν με μία άσπρη μπλούζα που πήραν από τον κομμωτή· άρχισαν αμέσως να τον χτυπούν λυσσασμένα με γροθιές και με ξύλα, και να τον φτύνουν στο πρόσωπο· του τρύπησαν με μαχαιριές το σώμα· του ξερίζωσαν τη γενειάδα· του έβγαλαν τα μάτια· του έκοψαν τη μύτη και τα αυτιά.» Πρέπει να σημειώσουμε, ότι η γαλλική περίπολος παρακολουθούσε τα γεγονότα μέχρι τη σκηνή που περιγράψαμε. Οι άνδρες που την αποτελούσαν (επρόκειτο για ναύτες), είχαν βγει έξω απ' τα ρούχα τους, έτρεμαν χωρίς υπερβολή από την αγανάκτηση και ήθελαν να επέμβουν. Ο επικεφαλής, όμως, αξιωματικός, με το περίστροφο στο χέρι ακολουθούσε τις διαταγές που τους είχαν δοθεί και τους εμπόδισε να κάνουν οποιαδήποτε κίνηση. Στη συνέχεια, δεν είδαμε πια το μητροπολίτη, που τον αποτελείωσαν σε μικρή απόσταση πιο πέρα».
(Rene Puaux, «Ο θάνατος της Σμύρνης»,
Αθήνα 1992, σσ. 57-58).
Ο Χρυσόστομος συνένωνε μέσα του σαν δύο αξεδιάλυτα στοιχεία τον ελληνικό λόγο και το χριστιανικό πνεύμα και διαμόρφωνε ένα ελληνοχριστιανικό ήθος, με κύριο συστατικό την αρετή, υπό την διττήν αυτής έννοια, ήτοι την αρχαιοελληνική που δηλώνει την τάση προς ανδροπρεπή τελείωση, αυτό που ο λαός μας λέει «λεβεντιά», και την χριστιανική, που δηλώνει τη διαρκή και σταθερή τάση του να θέλεις και να πράττεις το αγαθόν. Και πέρ' από αυτό: ο Χρυσόστομος εξέφραζε και το ομηρικό ιδεώδες του «λόγων μεν ρητήρ, έργων δε πρηκτήρ». Εξαίρετος ομιλητής αλλά και εκτελεστής. Δεν ήταν άνθρωπος μόνο των ωραίων λόγων αλλά και των ωραίων έργων. Η φύση ακόμη τον είχε προικίσει και με άλλα χαρίσματα: υψηλό και επιβλητικό παράστημα, ξανθά μαλλιά και γαλανά μάτια. Η μορφή του είχε, όταν έγινε κληρικός, κάτι το ιεροπρεπές και αρχαιοπρεπές.
Αλλά και η τύχη δεν υπήρξε φειδωλή απέναντί του. Το 1887 επισκέφθηκε τη Σχολή της Χάλκης ο μητροπολίτης Μυτιλήνης Κωνσταντίνος Βαλιάδης και εζήτησε να γνωρίσει τον πρωτεύοντα σε επιδόσεις σπουδαστή. Ο Γερμανός Γρηγοράς του παρουσίασε τον Χρυσόστομο. Έκτοτε ο μητροπολίτης Μυτιλήνης έγινε εγγυητής, ήτοι κηδεμόνας του Χρυσοστόμου. Εκάλυπτε τα έξοδά του και παρακολουθούσε τις επιδόσεις του. Ο Χρυσόστομος τελείωσε τις σπουδές του με «άριστα».
Ο Μητροπολίτης Κωνσταντίνος τον χειροτόνησε διάκονο μέσα στη Σχολή και αμέσως τον προσέλαβε ως αρχιδιάκονο στη Μητρόπολη Μυτιλήνης και μετά στη Μητρόπολη Εφέσου, όπου μετατέθηκε. Κοντά στον μητροπολίτη Κωνσταντίνο ό Χρυσόστομος εδιδάχθη πολλά. Πέρα από τις χριστιανικές αρετές, καλλιέργησε το οργανωτικό πνεύμα και απέκτησε διοικητική πείρα, στοιχεία που αργότερα τον βοήθησαν σημαντικά. Η θεολογική κατάρτιση αλλά και το επιθετικό πνεύμα του έλαμψαν για πρώτη φορά δημοσίως το 1896.
Οι καθολικοί καλόγεροι της Μονής των Λαζαριστών της Σμύρνης, αυτοί που κατά την ίδια περίοδο με τον διαβόητο Φαβαιριάλ δημιουργούσαν το «κουτσοβλαχικό ζήτημα» στη Μακεδονία, θέλοντας να προσελκύσουν και να προσηλυτίσουν το χριστιανικό στοιχείο της Ιωνίας, αγόρασαν κοντά στην Έφεσο μια τοποθεσία που λεγόταν Καπουλή-Παναγιά και διέδωσαν ότι βρήκαν εκεί τον τάφο της Παναγίας!
Ο αρχιδιάκονος Χρυσόστομος τους κατετρόπωσε επιστημονικά, με σειρά δημοσιευμάτων του που εκδόθηκαν σε βιβλίο, με αποτέλεσμα οι Λαζαριστές να υποχωρήσουν και να υποστηρίξουν ότι δεν πρόκειται περί του τάφου αλλά περί του οίκου της Θεοτόκου*.Αρκούσαν στο Χρυσόστομο μερικές περικοπές από εκκλησιαστικούς συγγραφείς για να τους κάνει καταγέλαστους, πράγμα που επέτρεψε στόν Μητροπολίτη Σμύρνης Βασίλειο να πεισει τον Ρώσο πρεσβευτή Ζηνόβιεφ να παρέμβει στην Πύλη και να ματαιώσει το θεατρικό προσκύνημα ενός συρφετού θρησκομανών Καθολικών, υπό την ηγεσία τριών Καρδιναλίων!
«Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας, το Ελληνικόν Κράτος, αλλά και σύμπαν το Ελληνικόν Έθνος καταβαίνει πλέον εις τον Άδην, από του οποίου καμμία πλέον δύναμις δεν θα δυνηθή να το αναβιβάση και το σώση. Της αφαντάστου ταύτης καταστροφής, βεβαίως, αίτιοι είναι οι πολιτικοί και οι προσωπικοί Σας εχθροί, πλην και Υμείς φέρετε μέγιστον της ευθύνης βάρος [...] Ζήτημα είναι εάν το παρόν μου γράμμα αναγιγνώσκεται υπό της ημετέρας Εξοχότητος, αν ημείς πλέον υπάρχωμεν εν τη ζωή προοριζόμενοι εις θυσίαν και μαρτύριον.»
Απόσπασμα από την τελευταία επιστολή του Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομου προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο στις 25 Αυγούστου του 1922.
Αλλ' ο νεαρός Χρυσόστομος δεν επαναπαύθηκε στις χλωρές δάφνες της πρώτης θεολογικής επιτυχίας του. Μετά από λίγο εκδίδει ένα δίτομο έργο αποτελούμενο από 1.110 σελίδες με τίτλο «Περί Εκκλησίας»! Το έργο χωρίζεται σε 4 βιβλία. Το πρώτο πραγματεύεται τις διαφορές Ορθοδοξίας, Καθολικισμού και Προτεσταντισμού. Το δεύτερο, την Ομολογία του Πέτρου Μογίλα, ήτοι ανάλυση της Ορθοδόξου Πίστεως, το τρίτον έλεγχο του Προτεσταντισμού και το τέταρτο τις πλάνες του Καθολικισμού.
Το ογκώδες αυτό σύγγραμμα αποδεικνύει όχι μόνο τη φιλομάθεια, το ερευνητικό πνεύμα, την πλήρη γνώση των Γραφών, αλλά και την ανεξάντλητη αντοχή του νεαρού Ιεροδιακόνου. Όμως εκεί όπου περισσότερο ανεδείχθη και μέχρι της τελευταίας πνοής ελαμπρύνθη ο Χρυσόστομος ήταν το κήρυγμα. Κήρυγμα αρμονικό, με λόγο μεστό από υψηλά θρησκευτικά, ηθικά και εθνικά νοήματα. Μετέτρεψε τον άμβωνα σε έπαλξη. Υπήρξε ο δεύτερος, μετά τον συνώνυμό του Μεγάλο Πατέρα, «χρυσορρόας ποταμός» της Εκκλησίας μας. Ένας νεώτερος Δημοσθένης, αλλά χωρίς την πολιτική μυωπία του αρχαίου. Ο Χρυσόστομος έβλεπε και μακριά και ψηλά.
Στις 2 Απριλίου 1897 ο Μητροπολίτης Εφέσου Κωνσταντίνος ανεκηρύχθη Οικουμενικός Πατριάρχης. Και στις 18 Μαΐου του αυτού έτους με δική του εισήγηση προς την Ιερά Σύνοδο χειροτονείται πρεσβύτερος ο Χρυσόστομος και αμέσως χειροθετείται σε μέγα πρωτοσύγκελλο του οικουμενικού θρόνου. Αξίωμα σημαντικό και πλήρες ευθυνών, ιδίως κατά την περίοδο αυτή που έχει εκσπάσει η Κρητική Επανάσταση, ο ατυχής πόλεμος του 1897, τό επιδρομικό μένος των Βουλγάρων κομιτατζήδων κατά της Μακεδονίας και έχει αρχίσει ν' αναπτύσσεται η δράση των ρουμανιζόντων και της ουνίας. Από την άλλη, «η πανσλαβιστική παλαιστίνειος εταιρεία υπό τον Ποπεδονότσεφ επεζήτη εις μεν την Βαλκανικήν να αλλοιώση τον ελληνικόν χαρακτήρα του Αγίου Όρους, εις δε την Ασίαν να μεταβάλη το απ' αιώνων εθνολογικόν πνεύμα των θρόνων Αντιοχείας και Ιεροσολύμων» .
Ο Πατριάρχης Κωνσταντίνος Ε', προ της δυσμενούς για τον Ελληνισμό και την Ελληνική Ορθοδοξία τροπής, επέδειξε αξιόλογη διπλωματική επιδεξιότητα και τόλμη. Το Πατριαρχείο επί αιώνες, λόγω πολιτιστικής και θρησκευτικής συγγενείας, είχε μια φιλορρωσική απόκλιση. Αλλ' η Ρωσία, αφ' ότου ενηγκαλίσθη τη Βουλγαρία και η εξωτερική πολιτική της περιήλθε στα χέρια των πανσλαβιστών, άρχισε να ενεργεί εις βάρος των συμφερόντων του Πατριαρχείου και του Ελληνισμού. Ο Πατριάρχης Κωνσταντίνος Ε' αναγκάσθηκε τότε να στραφεί προς την Αγγλικανική Εκκλησία, η οποία είχε θέσει σε σύνοδο επισκόπων της το θέμα της ενώσεως των Εκκλησιών (Ιούλιος 1897 στο Labeth).
Επωφελούμενος από το γεγονός αυτό ο Πατριάρχης ετόλμησε να συγκαλέσει επιτροπή από Έλληνες και Άγγλους κληρικούς υπό την προεδρία του πρωτοσύγγελου Χρυσοστόμου για να μελετήσει το ζήτημα της ενώσεως (3) Παράλληλα, η συμμετοχή του Πατριαρχείου στο πένθος για το θάνατο της βασίλισσας Βικτωρίας εξασφάλισε ένα ισχυρό αντιστήριγμα στη χειμαζόμενη Ελληνική Εκκλησία. Ο άγγλος πρεσβευτής O'Konnor βοήθησε σημαντικά τον Πατριάρχη στην επίλυση πολλών εκκρεμών προβλημάτων.
Παρά τα πολλαπλά και δυσανάλογα για την ηλικία του καθήκοντα, ο τριακονταετής πρωτοσύγκελλος Χρυσόστομος ουδέποτε ελησμόνησε τα θρησκευτικά του καθήκοντα, κυρίως δε το κήρυγμα. Κλασικά υποδείγματα θρησκευτικού λόγου είναι οι 6 επιμνημόσυνοι λόγοι που εξεφώνησε κατά τα έτη 1900-1902 και ιδιαίτερα ο λόγος προς τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας και τέως Κωνσταντινουπόλεως Σωφρόνιο, που ήταν πνευματικός πατέρας του Κωνσταντινου Ε', και ο λόγος προς τον Εσταυρωμένο, τον οποίο εξεφώνησε την Μεγάλη Παρασκευή του 1901.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Αρμένιος επίσκοπος, Γεβόντ Τουριάν, ζήτησε αρχικά άσυλο σε ένα καθολικό εκκλησιαστικό ίδρυμα. Τελικά κατόρθωσε να μεταβεί στις Η.Π.Α. Εκεί όμως εκτελέστηκε από Αρμένιους αγωνιστές, ακριβώς γιατί εγκατέλειψε το ποίμνιό του, αποφεύγοντας να θυσιαστεί μαζί του όπως έπραξε ο Χρυσόστομος.
Ο βιογράφος του Χρυσοστόμου Σπυρίδων Λοβέρδος, που έζησε επί έτη πολλά πλησίον του, αφού εξαίρει το ρητορικό τάλαντο του Χρυσοστόμου, παρατηρεί: «Επί του άμβωνος ο Χρυσόστομος είναι χριστιανός προετοιμάζων μάρτυρας, αλλ' είναι περισσότερον παιδαγωγός χαλυβδώνων καρδίας προς μεγάλας και ηρωικάς πράξεις». Και αυτό το θείο χάρισμα της παιδαγωγίας εις ηρωισμόν επεσφράγισε ο Χρυσόστομος με τον ηρωικό θάνατό του. Κι αυτό ακριβώς είναι που λείπει από τα σχολεία μας σήμερα: η παιδαγωγία εις ηρωισμόν. Γι' αυτό τα παιδιά μας λατρεύουν, όπως το έγραψε στο άρθρο του ο σεβ. Δημητριάδος, τους ήρωες που δεν έχουν ηρωικό ήθος ή κάποιες τενεκεδεκρόταλες δόξες.
Το 1901 απομακρύνεται από τον Οικουμενικό Θρόνο ο μετριοπαθής Κωνσταντίνος Ε' και ανέρχεται για δεύτερη φορά στο πατριαρχικό αξίωμα ο δυναμικός Ιωακείμ Γ', που δίνει στην πολιτική του Πατριαρχείου έντονο ελληνικό χαρακτήρα και επιθετικό προσανατολισμό. Αξιοποιεί ό,τι πιό δυναμικό και φλογερό διαθέτει η Μεγάλη Εκκλησία και το στέλλει στις περιοχές που κρίνεται η τύχη του Ελληνισμού. Π.χ. τον εθνομάρτυρα Φώτιο Καλπίδη (1868-1906)**, στην Κορυτσά, τον εθνομάρτυρα Αιμιλιανό στα Γρεβενά*** και τον Χρυσόστομο, παρ' όλο που ανήκε στον κύκλο των αντιπάλων του, προβλέποντας και προλέγοντας την εξέλιξή του, τον κάνει Μητροπολίτη Δράμας.
Η εκλογή του τριακονταπενταετούς Χρυσοστόμου έγινε παμψηφεί στις 23 Μαΐου 1902. Όταν πήγε ν' αποχαιρετίσει και ν' ασπασθεί τον Πατριάρχη, αφού άκουσε τις πατρικές συμβουλές του, απάντησε: «Εν όλη τη καρδία και εν όλη τη διανοία θα υπηρετήσω την Εκκλησίαν και το Γένος, και η μίτρα, την οποίαν αι άγιαι χείρες σου εναπέθεσαν επί της κεφαλής μου, εάν πέπρωται να απολέση ποτέ την λαμπηδόνα των λίθων της, θα μεταβληθή εις ακάνθινον στέφανον μάρτυρος ιεράρχου» Ούτω και εγένετο μετά 20 έτη στις 27 Αυγούστου 1922 (με το παλιό ημερολόγιο).
Σημειώσεις:
*Πρώτοι αντέδρασαν στη θρησκευτική αγυρτεία των Λαζαριστών ο Μητροπολίτης Ηλιουπόλεως Ταράσιος και ο καθηγητής Διαμαντόπουλος.
** Δολοφονήθηκε από βουλγαρο-αλβανική συμμορία.
*** Δολοφονήθηκε από συμμορία ρουμανιζόντων στο Σνίχοβο (νυν Δεσπότης).
2. Σπυρίδων Λοβέρδος: «Ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος», Αθήναι 1929, σς. 13-14.
3. Ιω. Δρούλιας: «Ο Εθνομάρτυρας Σμύρνης Χρυσόστομος και η ενότητα των Εκκλησιών», Έκδοσις Ι. Μητροπόλεως Νέας Σμύρνης, Αθήναι 1988.
Προφητικά λόγια του Χρυσοστόμου κατά την ώρα της χειροτονίας του σε Μητροπολίτη Δράμας το 1902
"Ζητώ μεγάλον Σταυρόν, επί του οποίου θα δοκιμάσω την ευχαρίστησιν, καθηλούμενος και μη έχω έτερον τι να δώσω προς σωτηρίαν της ημετέρας λατρευτής πατρίδος, να δώσω το αίμα μου. Ούτως εννοώ το έπ' εμοί την ζωήν και την αρχιερωσίνην"... "...και η μίτρα, έλεγε, την οποίαν αι άγιαι χείρες σου εναπέθεσαν επί της κεφαλής μου, εάν πέπρωται, να απολέση ποτέ την λαμπηδόνα των λίθων της θα μεταβληθεί εις ακάνθινον στέφανον μάρτυρος ιεράρχου".
Έτσι κι έγινε. Άγιε και μαρτυρικέ Ιεράρχα πρέσβευε στον Κύριο και Θεό μας υπέρ της σωτηρίας του έθνους μας,
Η μαρτυρiα του ακαδημαϊκού Γ. Μυλωνά
Από παλαιούς κατοίκους της Σμύρνης, που έζησαν την τραγωδία της Καταστροφής, είχαμε πολλές διηγήσεις για το μαρτύριο του Χρυσοστόμου. Όμως υπήρχε πάντα μια επιφύλαξη ως προς την ακρίβεια των εξιστορουμένων. Ο πόνος και το μέγεθος της συμφοράς μεγεθύνουν ως την υπερβολή τα εξιστορούμενα. Προσωπικά όλες οι επιφυλάξεις μου παραμερίσθηκαν, όταν στις 14 Δεκεμβρίου 1982, με την ευκαιρία της συμπληρώσεως 60 χρόνων από την καταστροφή, σε έκτακτη συνεδρίαση της Ακαδημίας Αθηνών, ο διαπρεπής ακαδημαϊκός Γ. Μυλωνάς, τελείωσε την ομιλία του με μία συγκλονιστική -ίσως την πιο συγκλονιστική απ' όσες έχουμε- περιγραφή του μαρτυρίου και της θανατώσεως του Χρυσοστόμου.
Ο Γ. Μυλωνάς ήταν από τη Σμύρνη, μετείχε στην αθλητική και πνευματική ζωή της πόλης και γνώρισε από κοντά τον Χρυσόστομο, από την πρώτη μέρα που έφθασε στην Ιωνία ως τις τελευταίες ώρες της μεγάλης αγωνίας. Η σοβαρότητα, η εγκυρότητα και η διεθνής αναγνώριση της επιστημονικής βαρύτητος του Γ. Μυλωνά, δίνουν στην μαρτυρία του αξία ντοκουμέντου. Την παραθέτουμε:
«Θα μου επιτρέψετε να τελειώσω την ομιλία μου με μία προσωπική μαρτυρία, που για πρώτη φορά εξομολογούμαι.
»Κατά τις τελευταίες ημέρες του Σεπτεμβρίου 1922 μια ομάδα φοιτητών του International College της Σμύρνης και εγώ βρεθήκαμε φυλακισμένοι σε απαίσιο υπόγειο, σ' ένα από τα μπουντρούμια του Διοικητηρίου της Σμύρνης. Σ' αυτό ήταν ασφυκτικά στριμωγμένοι Έλληνες Χριστιανοί αιχμάλωτοι, μάλλον άνθρωποι προωρισμένοι για θάνατο. Τις βραδυνές ώρες φύλακες μ' επικεφαλής Τουρκοκρήτα παρελάμβανον θύματα που ετυφεκίζοντο.
Στις 5 το απόγευμα της τελευταίας ημέρας του θλιβερού Σεπτεμβρίου, ο Τουρκοκρής εκείνος με διέταξε να τον ακολουθήσω στην αυλή. Είσαι δάσκαλος» με ρωτά. "Αυτήν την τιμή είχα" του απαντώ. "Και οι άλλοι που ήσαν μαζί σου είναι φοιτητές;" -"Ναί", του λέγω. "Γρήγορα μάζεψέ τους και φέρε τους εδώ". - "Ελάτε μαζί μου έξω", λέγω στους συντρόφους μου. "Φαίνεται ότι ήρθε η ώρα μας. Εμπρός με θάρρος". Ποια ήταν η έκπληξή μας όταν ακούσαμε τον Τουρκο-Κρητικό να λέει: "Δεν θα σας σκοτώσω, θα σας σώσω. Απόψε θα θανατωθούν όλοι όσοι είναι στο μπουντρούμι, γιατί έφεραν και άλλους που δεν έχουμε χώρο να τους στοιβάξουμε. Θα σας σώσω σήμερα, γιατί ελπίζω αυτό να με βοηθήσει να λησμονήσω μια τρομερή σκηνή που αντίκρυσαν τα μάτια μου, σκηνή στην οποία έλαβα μέρος". Και συνέχισε "Παρακολούθησα το χάλασμα του Δεσπότη σας. Ήμουν μ' εκείνους που τον τύφλωσαν, που του 'βγάζαν τα μάτια και αιμόφυρτο, τον έσυραν από τα γένεια και τα μαλλιά στα σοκάκια του Τουρκομαχαλά,τον ξυλοκοπούσαν, τον έβριζαν και τον πετσόκοβαν. Βαθειά εντύπωση μου έκανε και αξέχαστος παραμένει η στάση του. Στα μαρτύρια που τον υπέβαλαν δεν απήντα με φωνές, με παρακλήσεις, με κατάρες.
» Το πρόσωπό του το κατάχλωμο, το σκεπασμένο με το αίμα των ματιών του, το πρόσωπό του είχε εστραμμένο προς τον Ουρανό και διαρκώς κάτι ψιθύριζε που δεν ηκούετο πέρα από την περιοχή του. Ξέρεις εσύ, δάσκαλε, τι έλεγε;" - "Ναι ξέρω" του απήντησα. "Έλεγε: Πάτερ Άγιε, άφες αυτοίς, ου γάρ οίδασι τί ποιούσι". - "Δεν σε καταλαβαίνω, δάσκαλε, μα δεν πειράζει. Από καιρού σε καιρό, όταν μπορούσε, ύψωνε κάπως το δεξί του χέρι και ευλογούσε τους διώκτες του. Κάποιος πατριώτης μου αναγνωρίζει την χειρονομία της ευλογίας, μανιάζει, μανιάζει και με το τρομερό μαχαίρι του κόβει και τα δυό χέρια του Δεσπότη. Εκείνος σωριάστηκε στη ματωμένη γη με στεναγμό που φαινόταν ότι ήταν μάλλον στεναγμός ανακουφίσεως παρά πόνου. Τόσο τον λυπήθηκα τότε που με δύο σφαίρες στο κεφάλι τον αποτελείωσα. Αυτή είναι η ιστορία μου. Τώρα που σας την είπα ελπίζω πως θα ησυχάσω. Γι' αυτό σας χάρισα τη ζωή ". "Και πού τον έθαψαν;" ρώτησαμε αγωνία. "Κανείς δεν ξέρει πού έρριξαν το κομματιασμένο του κορμί"»*.
Και μόνο η περιγραφή αυτή αρκεί για την κατάρριψη κάποιων ενδοιασμών ή δισταγμών ως προς την αγιότητα του Χρυσοστόμου. Ο Χρυσόστομος πέθανε ευλογώντας τους βασανιστές και δημίους του.
* Ο ίδιος Τουρκοκρητικός πολύ αργότερα επανέλαβε την περιγραφή αυτή σε Έλληνα Ιεράρχη που είχε επισκεφθεί την Σμύρνη.
ΤΟ ΚΟΡΥΦΑΙΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
(ΤΟ ΕΚΟΥΣΙΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΣΜΥΡΝΗΣ Η ΠΙΟ ΖΩΝΤΑΝΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΑΠΟ ΕΤΕΡΟΔΟΞΟΥΣ)
Η πιο επίσημη περιγραφή για την τραγική δολοφονία του Εθνάρχη-ιεράρχη της Σμύρνης Χρυσοστόμου είναι αυτή πού μας δίνει ο ιερωμένος βουλευτής των Παρισίων αββάς Εδουάρδος Σουλιέ.
«Το απόγευμα, είπε της 9ης Σεπτεμβρίου δηλαδή 27η Αυγούστου (παλ. ημερολογίου), το γαλλικό προξενείο ειδοποιήθηκε, ότι ο ελληνορθόδοξος μητροπολίτης Χρυσόστομος, διέτρεχε έσχατο κίνδυνο και ότι θα έπρεπε να σταλεί άγημα από Γάλλους ναύτες για να προστατεύσουν την απειλούμενη ζωή του. O επικεφαλής του αγήματος πρότεινε στον ιεράρχη να τον οδηγήσει στην εκκλησία της «Sacre Coeur», ή στο Γαλλικό Προξενείο.
O Χρυσόστομος δεν ανήκει στην Εκκλησία της Γαλλίας, αλλά αυτό δεν μ' εμποδίζει να εκφράσω τον βαθύτατο σεβασμό προς την μνήμην του. Με ωραιότητα ψυχής αρνήθηκε να δεχθεί το προσφερόμενο καταφύγιο λέγων ότι το καθήκον του είναι να μείνει για να συγκακοπαθήσει με το ποίμνιόν του. Όταν το Γαλλικό άγημα απεχώρησε, κατέφθασε με στρατιωτική άμαξα τούρκος αξιωματικός, συνοδευόμενος από δύο στρατιώτες και ζήτησε από τον Χρυσόστομο να τον ακολουθήσει.
Οδήγησαν τότε τον ιεράρχη εις τα άκρα των ευρωπαϊκών συνοικιών εμπρός σ' ένα κουρείο. Εκεί του φόρεσαν άσπρη μπλούζα, ίσως για να διακρίνεται καλύτερα και εκεί διαδραματίσθηκε το φρικτό έγκλημα.
Του ξερρίζωσαν τα γένεια, τον κτύπησαν με μαχαίρι πισώπλατα και στη συνέχεια λυσσασμένες ανθρώπινες ύαινες του έκοψαν μύτη κι αυτιά. Στο πλευρό των ανδρών συναγωνίζονταν μαινόμενες τουρκάλες πού ενθάρρυναν με άρες και κατάρες τους λυσσασμένους άνδρες τους.
Αφού έριξαν χάμω τον ιεράρχη και τον καταπάτησαν ο επικεφαλής αξιωματικός διέταξε χαμάληδες να σύρουν το πτώμα και αφού το πρόσδεσαν σε μια σακαράκα το' βαλαν μπροστά κι άρχισε να τρέχει σβαρνίζοντας το άγιο λείψανο του μάρτυρα ιεράρχη πού σήκωσε στους ώμους του τις αμαρτίες του ελληνικού διχασμού και την υπεροψία των λεγόμενων χριστιανικών δυνάμεων πού απεδείχθησαν και του Πόντιου Πιλάτου χειρότεροι!!!
Γιατί δολοφονήθηκε ο Χρυσόστομος;
Εύλογα, όμως, διερωτάται κανείς, γιατί οι Τούρκοι θανάτωσαν και μάλιστα με τρόπο τόσο φρικιαστικό, τον Χρυσόστομο, μολονότι ήξεραν ότι η πράξη τους θα στιγμάτιζε το περίφημο «κίνημά» τους, μια και ο Χρυσόστομος ήταν μία προσωπικότητα με οικουμενική ακτινοβολία; Θα ήταν αφελές ν' αποδώσουμε την δολοφονία στην εκδικητικότητα του Νουρεντίν ή στη θηριωδία του τουρκικού όχλου. Επρόκειτο για πράξη πολιτική. Η εξόντωση του Χρυσοστόμου ήταν προσχεδιασμένη.
Δεν τον τιμώρησαν για όσα έπραξε αλλά για όσα θα έπραττε εναντίον τους, αν φυσικά επιζούσε. Σκότωσαν τον μελλοντικό Ηγέτη της Ελλάδος. Τον άνθρωπο -τον μόνο άξιον- προς τον οποίο θα προσέβλεπε σύσσωμο το Έθνος μετά την Καταστροφή, τον Ηγέτη που σε καμμιά περίπτωση δεν θα εγκατέλειπε την Αν. Θράκη, που θα ενοποιούσε σε βραχύ χρόνο τον προσφυγικό και ελλαδικό πληθυσμό, που με την πυρέσσουσα δραστηριότητά του θ' ανόρθωνε ηθικά και υλικά το κράτος και σε καμμιά περίπτωση δεν θα επέτρεπε να παγιωθεί ως πολιτική νοοτροπία η αντίληψη περί «χαμένων πατρίδων». Σκότωσαν τον άνθρωπο που δεν θα επέτρεπε και νέο διχασμό, τον άνθρωπο που ενδεχομένως θα απέτρεπε -αν ζούσε- και τον Εμφύλιο.
Οι Τούρκοι εξόντωσαν τον Χρυσόστομο, γιατί στο πρόσωπό του έβλεπαν τον πιο επίφοβο αντίπαλο, σκότωσαν τον άνθρωπο που την επαύριο της καταστροφής, θα γινόταν ο νέος πολιτικός και εν ταυτώ θρησκευτικός ηγέτης του Ελληνισμού. Εύλογα θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς στη σκέψη αυτή το ερώτημα: μα ήταν δυνατό οι Τούρκοι να κάνουν τόσο περίτεχνους μακιαβελλικούς σχεδιασμούς και μάλιστα μακράς προοπτικής; Η πείρα, παλαιά και πρόσφατη, μας έχει διδάξει ότι η Τουρκία δεν σχεδιάζει, προσχεδιάζει*.
Όπως σήμερα δεν φοβάται την «φρόνιμη» και «πειθήνια» Ελλάδα του δόγματος «δεν διεκδικούμε τίποτα» αλλά την αυριανή αφυπνισμένη εθνικά πολιτική ηγεσία μας, έτσι και τότε δεν φοβόταν κανέναν Έλληνα στρατιωτικό ή πολιτικό: Φοβόταν τον Χρυσόστομο. Και τον φοβάται. Και έχει δίκιο. Το φάσμα του Χρυσοστόμου θα αιωρείται απειλητικό πάντα πάνω από τα κεφάλια των Τούρκων πολιτικών. Σκότωσαν τον άνδρα και τον έκαναν ιδέα. Και οι ιδέες ούτε πεθαίνουν ούτε νικιούνται ποτέ. Αύριο-μεθαύριο ο Χρυσόστομος είναι αυτός που θα εμπνέει και θα κατευθύνει τον βηματισμό της νέας γενιάς που κάποτε -επί τέλους- θα έλθει. Αρκεί εμείς να μην σκοτώσουμε στην ψυχή των παιδιών μας αυτή την ιδέα.
*Άλλωστε ο Ρενέ Πυώ το λέγει σαφώς: η εκτέλεση του Χρυσόστομου ήταν προαποφασισμένη.
Ο Αμερικανός πρόξενος Τζώρτζ Χόρτον στο βιβλίο του «Η κατάρα της Ασίας», που προαναφέραμε, γράφει εν είδει requiem για τον Χρυσόστομο:
«Πέθανε σαν μάρτυρας και αξίζει να του απονεμηθούν ύψιστες τιμές από την Ελληνική Εκκλησία και την Ελληνική Κυβέρνηση...»
Είναι καιρός πιά. Πέρασαν εβδομήντα χρόνια από τον φρικτό θάνατο του Χρυσοστόμου και των άλλων εκατοντάδων Μικρασιατών εθνο-ιερομαρτύρων. Η Ελληνική Εκκλησία πρέπει να τολμήσει και να προχωρήσει στην επισημοποίηση της αγιότητος του Χρυσοστόμου. Οι περί μασσονίας ψίθυροι έχουν από καιρό αποδειχθεί έωλα και ανυπόστατα post mortem κατασκευάσματα. Ξέρουμε ότι μια τέτοια ενέργεια θα ενοχλήσει τους Τούρκους και θα φέρει σε δύσκολη θέση το Πατριαρχείο που λειτουργεί μέσα στο στόμα του λύκου. Όμως σε καιρούς ακόμη πιο χαλεπούς η εκκλησία μας ανεκήρυξε άγιο τον μάρτυρα Πατριάρχη Γρηγόριο Ε'.
Την ώρα που η Τουρκία προσπαθεί να εξαπλωθεί στρατιωτικά και πολιτικά στην Ευρώπη και να μας κυκλώσει από Βορρά και Ανατολή, έχουμε χρέος έναντι των προγόνων και απογόνων μας να υψώσουμε αυτούς που στις πιό τραγικές στιγμές ύψωσαν την υπερηφάνεια και την τιμή του Γένους. Αν η Ευρώπη και η Τουρκία -λόγω προτέρου ατίμου βίου- προσποιούνται ότι δεν θυμούνται, εμείς έχουμε χρέος να θυμόμαστε, να μνημονεύουμε, να τιμάμε. Γιατί άν δεν τιμάμε τους ήρωες, τους μάρτυρες και τους αγίους μας, θα γίνουμε ένα άτιμον γένος.
Όμως υπάχουν και λόγοι εσωτερικοί που καθιστουν επιτακτική την με κάθε τρόπο προβολή του Χρυσοστόμου. Την ώρα που τα νέφη ποικίλων απειλών πυκνώνουν πάνω από τον ελληνικό ουρανό, οι Έλληνες εμφανιζόμαστε βαθειά διχασμένοι, έτοιμοι για νέο εμφύλιο σπαραγμό. Κάποτε από τους κόλπους της χειμαζομένης αλλά διαρκώς μαχομένης Εκκλησίας μας ανεδείχθη ένας Άγιος, που εκήρυσσε στην Κρήτη και στη Λακωνία το «Μετανοείτε». Είναι ο πολιούχος Άγιος της Σπάρτης ο Όσιος Νίκων ο Μετανοείτε. Σήμερα χρειαζόμαστε έναν καινούργιο Άγιο που να κηρύσσει το «Ομονοείτε».
Ο Άγιος αυτός υπάρχει. Είναι ο εθνομάρτυς Χρυσόστομος Σμύρνης, που εκήρυσσε διαρκώς το «ομονοείτε», γιατί ήθελε δεμένες σφικτά τις πολιτικές, στρατιωτικές, εκκλησιαστικές και πνευματικές δυνάμεις του Γένους. Είναι η στιγμή που όλοι βάλλουν εναντίον μας. Ελπίδα και δύναμη μπορούμε να βρούμε στον εαυτό μας, αν τον υψώσουμε πάνω από τις διαφορές μας. Ο Εθνομάρτυς Χρυσόστομος; Πέρα από το πνεύμα της θυσίας, της εθνικής ομοψυχίας, μπορεί να προσφέρει και στη χειμαζόμενη από την έξαψη του εθνικισμού Ευρώπη ένα μήνυμα χριστιανικής ενότητος. Αυτός ο βαθύτατος Έλλην σ' ένα κείμενό του έγραφε ότι πρέπει να ξεφύγουμε από το πνεύμα των καιρών, «το οποίον είναι ακόμη εθνικιστικόν, να αρθώμεν εις το πνεύμα των αιώνων το οποίον είναι αιώνιον και όπου καταργούνται αι διαιρέσεις και αι διαφοραί ανθρώπου από άνθρωπον και έθνους από έθνος». Ο Χρυσόστομος δεν ήταν απλώς ένας απόστολος του χριστιανικού Ελληνισμού, ήταν αληθής Απόστολος των Εθνών.
Ο Χρυσόστομος θα είχε προ πολλού ανακηρυχθεί Άγιος από την Ελληνική Εκκλησία, αν επιτηδείως δεν διεδίδετο ότι ήτο Μασσόνος. Πράγματι στο «Τεκτονικό Δελτίο» Ιανουαρίου-Απριλίου 1969 (αριθμ. 83-84, σελ. 26) αναγράφεται ότι μεταξύ άλλων εγκρίτων Σμυρναίων, Ελλήνων αξιωματικών και διοικητικών υπαλλήλων μετείχε της μασσονικής στοάς «Ιωνία» και ο Χρυσόστομος, κατά την τριετία 1919-1922. Όμως ο Π.Γ. Κρητικός, επιφανής Έλλην μασσόνος, αφού ερεύνησε επισταμένως το ζήτημα, σε μία ομιλία του (30/1/1969) που δημοσιεύθηκε στον τόμο «Εκατονταετηρίς της σεπτής στοάς "Μέλης"» (Αθήναι 1969) κατέληξε σε αρνητικά αποτελέσματα. Στη σελ. 73 του προαναφερθέντος τόμου ο Π.Γ. Κρητικός γράφει για τον Χρυσόστομο τα ακόλουθα:
«Και διά το θέμα τούτο, ατυχώς, τα αποτελέσματα της ερεύνης, με σκοπόν να συγκεντρώσωμεν πλείονας πληροφορίας, υπήρξαν αρνητικά.
Έρευναι ειδικαί γενόμεναι εν προκειμένω, διά λογαριασμόν μας, υπό τον αδελφον Rιnι de Vriθze, τόσον εις τα Αρχεία της Μεγάλης Ανατολής, όσον και εις εκείνα της Εθνικής Βιβλιοθήκης, ακόμη και πληροφορίαι από αξιωματικούς του Ναυτικού, οίτινες, κατά την καταστροφήν της Σμύρνης, επέβαινον των εκεί γαλλικών πολεμικών, απέμειναν, μέχρις ώρας, άνευ αποτελέσματος, ως ο ίδιος μας πληροφορεί δι' επιστολής του, της 2.11.68.
Προσωπική μας παλαιοτέρα αλληλογραφία μετά της Μεγάλης Ανατολής της Γαλλίας, επί του θέματος, δεν απέληξεν επίσης εις αποτέλεσμα. Ο Μέγας Καγκελάριος, φίλτ. αδ. Legrand, εις φιλόφρονα αδελφικό του πίνακα, δι' ο και τον ευχαριστώ, με επληροφόρησε και πάλιν, ότι ουδέν έχει να με πληροφορήση σχετικώς πλην μιας διαμαρτυρίας, γενομένης τότε υπό επιτροπής, υπό τον αείμνηστον Σιμιτόπουλον,αντίτυπον της οποίας και μοι απέστειλε και εις ην αναφέρεται απλώς και ο Εθνομάρτυς ούτος, ως εν των θυμάτων της Μικρασιατικής Καταστροφης». Στην παραπομπή 22 γράφει:
«Τα ανωτέρω αναφέρω ίνα βεβαιώσω τον Σεβάμιον Σ.Σ. "Μέλης" φίλτατον αδελφόν Φάλμπον, ότι επί μακρόν προσπαθήσαμε να διερευνήσωμεν τα δύο ως άνω θέματα, δι' α τελευταίως ωμίλησεν, άνευ θετικωτέρου ατυχώς αποτελέσματος».
Σαράντος Ι. Καργάκος
Βέροια Λακωνίας-Άγιος Ιωάννης
Πηλίου (Ιούλιος-Αύγουστος1992)
Μνήμη Aγ. Iερομάρτυρος Xρυσοστόμου Σμύρνης
ΤΟY ΔHMHTPIOY KΩNΣTANTAPA-ΣTAΘAPA, ΠPΩHN ΣXOΛIKOY ΣYMBOYΛOY Π.E.
H μνήμη του "Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης και των συν αυτώ αγίων αρχιερέων Γρηγορίου Κυδωνιών, Αμβροσίου Μοσχονησίων, Προκοπίου Ικονίου, Ευθυμίου Ζήλων καθώς και των κληρικών και λαϊκών που σφαγιάσθηκαν κατά την Μικρασιατική Καταστροφή" εορτάζεται εκκλησιαστικά την Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού και διαβάζεται ιδιαίτερη ασματική ακολουθία. "Η εκκλησία και το Έθνος", σημειώνει ο Αρχιεπίσκοπος κ. Χριστόδουλος, ως Μητροπολίτης Δημητριάδος, στην εισαγωγή του βιβλίου "Ο εθνομάρτυς Χρυσόστομος, Μητροπολίτης Σμύρνης, ο Περίβλεπτος" του Σαράντου Καργάκου (έκδ. 1992, σελ. 18), οφείλουν να ενθυμούνται, να μη λησμονούν. Να ενθυμούνται αλλά να μην πενθούν. Γιατί οι άγιοι μάρτυρες πέρασαν στην αθανασία... Με το παρόν σημείωμά μας θα δούμε τη ζωή και το μαρτύριο του αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης μέσα από το Συναξάριο του μηνολογίου της ημέρας από την "Ασματική Ακολουθία του Αγίου Ιερομάρτυρος Χρυσοστομου Μητροπολίτου Σμύρνης (+1922), ποιηθείσα υπό του Μητροπολίτου Πατρών Νικοδήμου (Βαλληνδρά), εντολή και εγκρίσει της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος", ώστε "με επίγνωση και ενσυνείδητη προσοχή να συντηρούμε την πίστη και την ιστορική μνήμη ξαναχαρίζοντας στους εαυτους μας τα εξαγιασμένα πρότυπα της αρετής και της φιλοπατρίας" (κ. Χριστοδουλος, ο.π., σελ.19), για να συμπληρώσει στην προσφώνησή του ο πρωτοπρεσβύτερος π. Θωμάς Συνοδινός, Γεν. Αρχιερατικός Επίτροπος της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, ότι: "Εορτασμό (κάνουμε) όχι μνημόσυνο. Γιατί δέν έχουμε να κάνουμε με νεκρούς, αλλά με αθανάτους" (ό.π., σελ. 26).
Δεν πρόκειται να ασχοληθούμε με τις ενστάσεις που έχουν διατυπωθεί κατά της αγιότητος του εθνομάρτυρα και ιερομάρτυρα αγ. Χρυσοστόμου Σμύρνης. Ασφαλώς αυτοί που τις διατυπώνουν κάποιους λόγους επικαλούνται μέσα στην καλοπροαίρετη αναμφίβολα διάθεσή τους να διαφυλάξουν τον τρόπο που η Ορθόδοξη Εκκλησία μας διακηρύσσει την αγιότητα των εξαιρέτων μελών της. Για εμάς και για τους περισσοτέρους χριστιανούς, και μάλιστα τους έχοντες σχέση με τα αγιασμένα χώματα της Μικρασιατικής γης, δεν τίθεται τέτοιο θέμα. Για εμάς ο άγιος Χρυσόστομος αποτελεί σύμβολο αγάπης προς τον Θεό και χρέους προς την πατρίδα, δεδομένου μάλιστα ότι εκπροσωπεί όλους τους πεσόντες και αναιρεθέντες ποικιλοτρόπως κατά τη Μικρασιατική καταστροφή, κάτι που αποδεικνύεται περίτρανα από την ιδιαίτερη αγάπη που τρέφουν προς αυτόν όλοι οι Μικρασιάτες, έκφραση της οποίας αποτελούν τα διαρκώς πυκνούμενα γι' αυτόν βιβλία που εκδίδονται, τα ποιήματα που γράφονται, τα αφιερώματα που γίνονται κάθε χρόνο στη μνήμη του, οι προτομές που φιλοτεχνούνται σε περιοχές που υπάρχουν και ζουν Μικρασιάτες, οι ναοί που κτίζονται στη μνήμη του.
Κι είναι ευκαιρία, με το αφιέρωμα τούτο, να τονίσουμε για μια ακόμη φορά την αγιότητα του μαρτυρικού ιεράρχη, γιατί αποδεικνυόμενη αυτή ιδίως από τις τελευταίες στιγμές της ζωής του γίνεται φάρος και οδοδείκτης για όλους μας, κληρικούς και λαϊκούς. Είναι όντως συγκλονιστικές οι περιγραφές του τέλους του κι είναι σα να διαβάζουμε και πάλι από το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων τις τελευταίες στιγμές του πρωτομάρτυρα και αρχιδιακόνου Στεφάνου. Τις περιγραφές αυτές κάνει όχι ένας απλός άνθρωπος, του οποίου ίσως μπορούμε να αμφισβητήσουμε την ακρίβεια των λόγων του, ούτε κι ένας ραψωδός που μεγεθύνει τα γεγονότα στην εξιστόρησή τους, αλλά ένας επιστήμονας, αυτόπτης συγκλονιστικού γεγονότος, ο ακαδημαϊκός καθηγητής Γεώργιος Μυλωνάς, και μάλιστα σε ομιλία του επίσημη, στις 14 Δεκεμβρίου 1982, στην Ακαδημία Αθηνών. Παραθέτουμε αυτούσια τα τελευταία λόγια της ομιλίαςαυτής:
«Θα μου επιτρέψετε να τελειώσω την ομιλία μου με μία προσωπική μαρτυρία, που για πρώτη φορά εξομολογούμαι.» Κατά τις τελευταίες ημέρες του Σεπτεμβρίου 1922 μία ομάδα φοιτητών του International College της Σμύρνης και εγώ βρεθήκαμε φυλακισμένοι σε απαίσιο υπόγειο, σ' ένα από τα μπουντρούμια του Διοικητηρίου της Σμύρνης. Σ' αυτό ήταν ασφυκτικά στριμωγμένοι Έλληνες Χριστιανοί αιχμάλωτοι, μάλλον άνθρωποι προωρισμένοι για θάνατο. Τις βραδυνές ώρες φύλακες μ' επικεφαλής Τουρκοκρήτα παρελάμβανον θύματα που ετυφεκίζοντο. Στις 5 το απόγευμα της τελευταίας ημέρας του θλιβερού Σεπτεμβρίου, ο Τουρκοκρής εκείνος με διέταξε να τον ακολουθήσω στην αυλή.
«Είσαι δάσκαλος;» με ρωτά. «Αυτήν την τιμή είχα» του απαντώ. «Και οι άλλοι που ήσαν μαζί σου είναι φοιτητές;» - «Ναί», του λέγω. «Γρήγορα μάζεψέ τους και φέρε τους εδώ». - «Ελάτε μαζί μου έξω», λέγω στους συντρόφους μου. «Φαίνεται ότι ήρθε η ώρα μας. Εμπρός με θάρρος».
Ποια ήταν η έκπληξή μας όταν ακούσαμε τον Τούρκο-Κρητικό να λέει: «Δεν θα σάς σκοτώσω, θα σάς σώσω. Απόψε θα θανατωθούν όλοι όσοι είναι στο μπουντρούμι, γιατί έφεραν και άλλους που δεν έχουμε χώρο να τους στοιβάξουμε. Θα σάς σώσω σήμερα, γιατί ελπίζω αυτό να με βοηθήσει να λησμονήσω μία τρομερή σκηνή που αντίκρυσαν τα μάτια μου, σκηνή στην οποία έλαβα μέρος».
Και συνέχισε «Παρακολούθησα το χάλασμα του Δεσπότη σας. Ήμουν μ' εκείνους που τον τύφλωσαν, που του ‘βγάζαν τα μάτια και αιμόφυρτο, τον έσυραν από τα γένεια και τα μαλλιά στα σοκάκια του Τουρκομαχαλά, τον ξυλοκοπούσαν, τον έβριζαν και τον πετσόκοβαν. Βαθειά εντύπωση μου έκανε και αξέχαστος παραμένει η στάση του. Στα μαρτύρια που τον υπέβαλαν δεν απήντα με φωνές, με παρακλήσεις, με κατάρες.
»Το πρόσωπό του το κατάχλωμο, το σκεπασμένο με το αίμα των ματιών του, το πρόσωπό του είχε εστραμμένο προς τον Ουρανό και διαρκώς κάτι ψιθύριζε που δεν ηκούετο πέρα από την περιοχή του. Ξέρεις εσύ, δάσκαλε, τι έλεγε;» - «Ναί ξέρω» του απήντησα. «Έλεγε: Πάτερ Άγιε, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι». - «Δεν σε καταλαβαίνω, δάσκαλε, μά δεν πειράζει. Από καιρού σε καιρό, όταν μπορούσε, ύψωνε κάπως το δεξί του χέρι και ευλογούσε τους διώκτες του. Κάποιος πατριώτης μου αναγνωρίζει την χειρονομία της ευλογίας, μανιάζει, μανιάζει και με το τρομερό μαχαίρι του κόβει και τα δυο χέρια του Δεσπότη. Εκείνος σωριάστηκε στη ματωμένη γη με στεναγμό που φαινόταν ότι ήταν μάλλον στεναγμός ανακουφίσεως παρά πόνου. Τόσο τον λυπήθηκα τότε που με δυο σφαίρες στο κεφάλι τον αποτελείωσα. Αυτή είναι η ιστορία μου. Τώρα που σάς την είπα ελπίζω πως θα ησυχάσω. Γι' αυτό σάς χάρισα τη ζωή». «Και που τον έθαψαν;» ρώτησα με αγωνία. «Κανείς δεν ξέρει που έρριξαν το κομματιασμένο του κορμί»».
Αυτή είναι η μαρτυρία ενός αυτόπτη μάρτυρα, που φανερώνει, όπως είπαμε, το μέγεθος της αγιότητας του μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου, αφού στην πίστη μας την ορθόδοξη εκείνο που αποτελεί αποδεικτικό μεγάλης αγιότητας είναι η αγάπη που απλώνεται και προς τον εχθρό. Και τίποτε να μην ξέραμε για τον άγιο Χρυσόστομο, και μύρια όσα να του έχουν καταλογιστεί, το τέλος του είναι εκείνο που φανερώνει την εσωτερική, της καρδιάς του, ποιότητα. Κι ο άγιος Χρυσόστομος σαν τον Χριστό, σαν τον άγιο Στέφανο, σαν τους αποστόλους και όλους τους άγιους μάρτυρες ευλογεί τους διώκτες του και προσεύχεται γι' αυτούς. Μόνον όποιος διακατέχεται πλούσια από αυτό το πνεύμα του Χριστού ξέρουμε ότι ανήκει σ' Εκείνον και προεκτείνει την αγιότητα Εκείνου. «Τι έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων;»
Δεν θέλουμε να μακρηγορήσουμε. Τα πράγματα μιλούν από μόνα τους. Ας επιτραπεί όμως ως κατακλείδα στη μικρή αυτή αναφορά να μεταφέρουμε ένα απόσπασμα από ένα ποίημα που έχει γραφεί ακριβώς για τον άγιο:
Του Μακαριστού Μητροπολίτου Νέας Σμύρνης κυρού Αγαθαγγέλου
Του Αρχιποίμενος Χριστού μαθητής και μιμητής ανεδείχθη «ο συναριθμούμενος τοις απ' αιώνος αγίοις και μάρτυσι της Εκκλησίας»1 Μητροπολίτης Σμύρνης Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς Καλαφάτης (1922). Η πολυεδρική αυτού προσωπικότης, η λάμψις της αγίας και εναρέτου αυτού πολιτείας και το πολυμερές και πρωτότυπον εκκλησιαστικόν, φιλανθρωπικόν, κοινωνικόν, επιστημονικόν και εθνικόν αυτού έργον γεννούν εις τας τάξεις του πληρώματος της Αγιωτάτης ημών Εκκλησίας το θάμβος και την έκπληξιν και εις την ψυχήν του Ελληνικού Έθνους την ευγνωμοσύνην και τον θαυμασμόν και αποβαίνουν αντικείμενον διεξοδικής μελέτης από ειδικούς ερευνητάς. Και ως εκκλησιαστικός ποιμήν και ως εθνικός ανήρ ο νέος ούτος της Εκκλησίας ιερομάρτυς ήτο αστείρευτος δεξαμενή δυνάμεως, άσβεστος φλόξ θερμουργού πίστεως, υπερκόσμιος λάμψις αγαθωσύνης, πυρά αγάπης δυνατή, ακτίς ζωογόνου χαράς, υετός χάριτος, γλυκεία αύρα του Αγίου Πνεύματος. Η παρουσία του εν μέσω του λαού αυτού έφερεν εις τον νουν πάντων την εικόνα ορμητικού ποταμού η αγωνιστικού στίβου, διότι εντός της η μαρτυρική εκείνη μορφή ενέκλειεν αντοχήν, δύναμιν και δημιουργίαν. Εις στιγμάς κρισίμους του Έθνους και εις χρόνους της Εκκλησίας δυσχερείς υπήρξεν απόστολος της χριστιανικής Ορθοδοξίας και εμψυχωτής του χειμαζομένου και αγωνιζομένου λαού⋅ δι' όλης δε της πολυσχιδούς αυτού δράσεως, κατ' εξοχήν δε δια του αγίου και ενδόξου αυτού μαρτυρίου επεσφράγισε την αξίαν της αμωμήτου ημών Πίστεως και το μεγαλείον της Πατρίδος και υψώθη δικαίως εις την συνείδησιν του λαού του Κυρίου εις άγιον και ένδοξον ιερομάρτυρα της Εκκλησίας και εις την ψυχήν του Ελληνισμού εις ηρωϊκόν και περίδοξον εθνομάρτυρα.
Περιεβλήθη τον φωτοστέφανον του ιερομάρτυρος και εθνομάρτυρος «ο άγγελος της εν Σμύρνη Εκκλησίας»2, καθ' όσον «γενναίως αθλήσας υπέμεινεν υπέρ Πατρίδος και Πίστεως θάνατον»3, όπως ακριβώς οι μάρτυρες της πίστεως, οίτινες προσηνέχθησαν τω Κυρίω «ιερεία έμψυχα, ολοκαυτώματα λογικά»4, προκειμένου να στερεωθή το οικοδόμημα της Εκκλησίας. Αλλά και οι συν αυτώ αναιρεθέντες συναθληταί Ιεράρχαι Γ ρ η γ ό ρ ι ο ς επίσκοπος Κυδωνιών, Α μ β ρ ό σ ι ο ς επίσκοπος Μοσχονησίων, Π ρ ο κ ό π ι ο ς επίσκοπος Ικονίου και Ε υ θ ύ μ ι ο ς επίσκοπος Ζήλων, ως και το πλήθος των ιερέων, ιερομόναχων, μοναχών και μοναζουσών και πάντων των από του πιστού και ορθοδόξου λαού θυμάτων του Μικρασιατικού ολοκαυτώματος του έτους 1922 και ούτοι γενναίως «υπομείναντες τον πειρασμόν ...έλαβον τον στέφανον της ζωής, ον επηγγείλατο Κύριος τοις αγαπώσιν αυτόν»5. Διο και από της επομένης της υπέρ πίστεως και πατρίδος προσενεχθείσης αμώμου θυσίας τούτων, η καθολική της Εκκλησίας συνείδησις - έσχατον κριτήριον της αληθείας και της πίστεως εν τη Ορθοδόξω ημών Εκκλησία - φερομένη εις τας καρδίας και εκφραζόμενη δια των χειλέων πολλών από του ιερού Κλήρου και του φιλοθέου λαού εζήτει την αναγνώρισιν και κατάταξιν εις την χορείαν των αγίων μαρτύρων πάντων των εν έτει 1922 κατά την θλίψιν την Μεγάλην εν Μικρασία δια την αμώμητον ημών ορθόδοξον πίστιν μαρτυρησάντων.
Ούτω το Πατριαρχείον Αλεξανδρείας πρώτον, αποδιδόν την οφειλομένην τιμήν προς τον εθνομάρτυρα Σμύρνης Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ν , υπέβαλε κατά μήνα Μάρτιον του έτους 1923 πρότασιν και εις τας άλλας Ορθοδόξους Εκκλησίας δια την κατάταξιν αυτού μεταξύ των μαρτύρων της πίστεως. Εν συνεχεία, δι' αιτήσεων και εκθέσεων κατά καιρούς προς την Εκκλησίαν, Μικρασιατικά Σωματεία και επιζώντες αυτόπται μάρτυρες του μαρτυρίου εζήτουν επίσης την ανακήρυξιν των μορφών εκείνων ως αγίων. Κατ' εξοχήν όμως εις τους εσχάτους χρόνους, οπότε και το ζήτημα ωρίμασε, ενετάθη κίνησις δια την αναγνώρισιν της αγιότητος των ως άνω νέων μαρτύρων τροφοδοτηθείσα κυρίως υπό Αρχιερέων της Ελλαδικής Εκκλησίας, όπως των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών Φλωρίνης κ. Αυγουστίνου (1988), Νέας Σμύρνης κ. Αγαθαγγέλου (1988), Κορινθίας κ. Παντελεήμονος, Δημητριάδος κ. Χριστοδούλου, Καλαβρύτων και Αιγιαλείας κ. Αμβροσίου κ.α. Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, εν αγίω Πνεύματι συνελθούσα εις τακτικήν αυτής συνεδρίαν υπό την προεδρίαν του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Σεραφείμ την 4ην του μηνός Νοεμβρίου του σωτηρίου έτους 1992, τη ορθοδόξω παραδόσει κατακολουθούσα και υπ' όψει λαβούσα εμπεριστατωμένην εισήγησιν του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρών κ. Νι κ ό δ η μ ο υ , προέδρου της επί των Νομοκανονικών ζητημάτων Συνοδικής Επιτροπής της Εκκλησίας, υιοθέτησε το αίτημα του ιερού Κλήρου και του ευσεβούς λαού, α ν α κ η ρ ύ ξ α σ α ως αγίους τον εθνομάρτυρα επίσκοπον Σμύρνης Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ν και πάντας τους συν αυτώ από του ιερού Κλήρου και του Ορθοδόξου λαού δια του ιδίου αίματος δοξάσαντας τον Κύριον και καταρδεύσαντας το αειθαλές και αγλαόκαρπον της Αγίας ημών Εκκλησίας δένδρον και καθορίσασα «όπως... οι εν λόγω μάρτυρες ιεροτελεστίαις τιμώνται και ύμνοις εγκωμίων γεραίρωνται κατ' έτος την Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού»6. Συνοδική μετά ταύτα εντολή ανετέθη εις τον πεπνυμένον Ιεράρχην Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Πατρών κ. Νικόδημον η εκπόνησις εορτίου Ασματικής Ακολουθίας, εις τιμήν και μνήμην των νεομαρτύρων τούτων, η οποία και ποιηθείσα και εν τη Ιερά Συνόδω υποβληθείσα έτυχε της εγκρίσεως Αυτής και ευλογίας.
Η Ιερά Μητρόπολις Νέας Σμύρνης, αναλαμβάνουσα, θεία συνάρσει, ιδίαις δαπάναις, την πρώτην ταύτην έκδοσιν της παρούσης Ασματικής Ακολουθίας, ευγενώς παραχωρηθείσης υπό του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρών κ. Νι κ ό δ η μ ο υ , τον Οποίον και από της θέσεως αυτής ευχαριστούμεν, εκτιμώσα δε το θαυμαστόν τούτο γεγονός ως ιδιαιτέραν ευλογίαν Θεού, αισθάνεται χρέος ιερόν το μεν, όπως αναπέμψη αίνον και δοξολογίαν εις τον Δομήτορα της Αγίας ημών Εκκλησίας Κύριον Ιησούν, τον αναδείξαντα εν τοις εσχάτοις χρόνοις τον μακαριστόν επίσκοπον Σμύρνης Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ν «εκλεκτόν Θεού, άγιον και ηγαπημένον»7, εκφράση ευγνωμοσύνην βαθείαν εις την Αγίαν και Ιεράν Σύνοδον της Εκκλησίας της Ελλάδος, την δια πράξεως Αυτής ακριβώς και πιστώς επισφραγίσασαν την επιμαρτυρίαν του Θεού περί της αγιότητος αυτού, ευχαριστίας δε ολοκαρδίους εις την σεπτήν των Ελλήνων Ιεραρχών χορείαν, οίτινες, κατακολουθούντες τη καθολική πίστει της Εκκλησίας και του ποιμνίου αυτών, συνηγόρησαν ενθέρμως υπέρ της προτάσεως και ημών δια την εις ά γ ι ο ν αναγνώρισιν του αοιδίμου ιερομάρτυρος Σμύρνης Χ ρ υ σ ο σ τ ό μ ο υ , το δε, όπως εκτενώς δεηθή του Κυρίου, ίνα αναδείξη εις τον αμπελώνα Αυτού εργάτας, οίτινες θα «περιπατήσουν αξίως της κλήσεως, ης κληθήσονται»8, όπως και ο άγιος και ένδοξος ιερομάρτυς Χρυσόστομος ο νέος, επίσκοπος Σ μ ύ ρ ν η ς , «ον γεραίροντες υμνούμεν και αιτούμεθα πρεσβεύειν υπέρ του Έθνους ημών»9.
Εν Νέα Σμύρνη τη 12.9.1993
† Ο Νέας Σμύρνης Αγαθάγγελος
συμπαραστάθηκε στον νεώτερο αδελφό του σ' όλη τη διάρκεια του πολυτάραχου βίου του και τελικά τον ακολούθησε έως το μαρτύριο.
Ο Νικόλαος Καλαφάτης είχε γνώση του οθωμανικού δικαίου και αντιπροσώπευε τους συμπολίτες του στα τουρκικά δικαστήρια. Αγαπούσε ακόμη την εκκλησιαστική μουσική και είχε ανάμιξη στα κοινά και γι' αυτό εξελέγετο δημογέροντας. Η σύζυγός του Καλλιόπη ήταν μια ευλαβής γυναίκα. Αυτή έταξε τον Χρυσόστομο στην Παναγία την ημέρα των Φώτων του 1868 μ.Χ., όταν είχε επισκεφθεί την Τρίγλια ο Μητροπολιτης Προύσας. Το ζεύγος Καλαφάτη, παρά την μέτρια οικονομική του κατάσταση, ανέθρεψε με επιμέλεια τα παιδιά του. Πρώτοι δάσκαλοι του Χρυσοστόμου στην Τρίγλια ήσαν ο αρχιμανδρίτης και μετέπειτα μητροπολίτης Ιωαννίκιος για τα εκκλησιαστικά, ο Γαζής για τα ελληνικά, ο Χριστόφορος Μουμουζής για τα τουρκικά, ο Νικόλαος Χατζηχρυσάφης για τα γαλλικά και ο Παπα-Θεοδόσης για την εκκλησιαστική μουσική.
Ο Χρυσόστομος σπούδασε στη θεολογική Σχολή Χάλκης (1884 - 1891 μ.Χ.) και υπηρέτησε ως αρχιδιάκονος του μητροπολίτη Μυτιλήνης Κωνσταντίνου Βαλιάδη, ο όποιος αναδείχθηκε Οικουμενικός Πατριάρχης ως Κωνσταντίνος Ε' (1897 μ.Χ.). Χρημάτισε πρωτοσύγκελος της Μεγάλης Εκκλησίας και το 1902 μ.Χ. χειροτονήθηκε από τον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ' μητροπολίτης Δράμας (1902 - 1910 μ.Χ.). Οι αγώνες του εναντίον της βουλγαρικής προπαγάνδας και για την τόνωση του εθνικού φρονήματος ενόχλησαν την Υψηλή Πύλη, η οποία αξίωσε από το Πατριαρχείο την άμεση ανάκληση του (1907 μ.Χ.). Αποχωρίστηκε με πικρία το ποίμνιό του και αποσύρθηκε στην Τριγλία με την ελπίδα της επιστροφής στην μητρόπολη Δράμας, η οποία κατέστη δυνατή το 1908 μ.Χ. με την ψήφιση του νέου τουρκικού συντάγματος. Η ενθουσιώδης υποδοχή που του επιφύλαξε ο λαός της Δράμας συνδέθηκε με την έξαρση του εθνικού αγώνα, γι' αυτό και χαρακτηρίστηκε από την Υψηλή Πύλη επικίνδυνος για την δημόσια τάξη. Ανακλήθηκε εκ νέου από την μητρόπολη Δράμας (20 Ιανουαρίου 1909 μ.Χ.) και αποσύρθηκε πάλι στην Τριγλία μέχρι την μετάθεση του στην μητρόπολη Σμύρνης (11 Μαρτίου 1910 μ.Χ.).
Στην Μητρόπολη Σμύρνης συνέχισε τους εθνικούς του αγώνες, οργάνωσε δε πάνδημο συλλαλητήριο για να καταγγείλει τις βιαιότητες των Βουλγάρων στην Μακεδονία εναντίον των Ελλήνων, την υποστήριξη των τουρκικών αρχών προς την βουλγαρική προπαγάνδα και τις γενικότερες καταπιέσεις της Υψηλής Πύλης εναντίον του Ελληνισμού του Οθωμανικού κράτους. Οι τουρκικές αρχές της περιοχής θορυβήθηκαν και πέτυχαν την απομάκρυνση του από την μητρόπολη Σμύρνης (1914 μ.Χ.), στην οποία επέστρεψε μετά την ανακωχή του Μούνδρου (1918 μ.Χ.). Κατά την περίοδο της ελληνικής διοίκησης της Σμύρνης (1919 - 1922 μ.Χ.), λειτουργούσε ως αναμφισβήτητος εθνάρχης του μικρασιάτικου Ελληνισμού και ως ο εμπνευσμένος ηγέτης της «Μικρασιατικής Άμυνας» για την δημιουργία αυτόνομου κράτους σε περίπτωση ήττας του ελληνικού στρατού. Η κατάρρευση όμως του μικρασιάτικου μετώπου (Αύγουστος 1922 μ.Χ.) απογοήτευσε τον μεγαλόπνοο μητροπολίτη, ο όποιος αποδοκίμασε τα σχέδια των Μεγάλων Δυνάμεων για την απομάκρυνση του ελληνικού στοιχείου από την Μικρά Ασία. Η εισβολή των Τούρκων στην Σμύρνη υπήρξε η δοκιμασία των εθνικών του οραμάτων. Αρνήθηκε να εγκαταλείψει τον λαό του, παρά την πίεση των προξένων της Αγγλίας και της Γαλλίας. Στις 27 Αυγούστου 1922 μ.Χ. συνελήφθη από τον Τούρκο φρούραρχο της πόλης Νουρεντίν πασά, μετά το τέλος της θείας Λειτουργίας στο ναό της Αγίας Φωτεινής, και παραδόθηκε στον εξαγριωμένο τουρκικό όχλο. Έπειτα από φρικτά βασανιστήρια βρήκε μαρτυρικό θάνατο. Ο εκφραστής των εθνικών πόθων κατέστη πλέον το σύμβολο των τραγικών πεπραγμένων του Γένους. Το δίτομο έργο του Περί Εκκλησίας, τα άρθρα του στα περιοδικά Εκκλησιαστική Αλήθεια και Ιερός Πολύκαρπος και η όλη κηρυκτική του δράση αναδεικνύουν την υπέροχη πνευματική μορφή του εθνομάρτυρα Ιεράρχη.
Στο μαρτύριο του μητροπολίτη παρευρέθηκαν και οι 20 Γάλλοι ναύτες, την αντίδραση των οποίων περιέγραψε ο Γάλλος συγγραφέας Ρενέ Πουώ.
Μία γαλλική περίπολος από είκοσι άνδρες, τους οποίους συνόδευα μαζί μ’ έναν άλλο πολιτοφύλακα, κατευθύνθηκε αμέσως στη Μητρόπολη, με σκοπό να πεισθεί ο μητροπολίτης να έλθει και να παραμείνει στην εκκλησία της Sacre-Coeur ή στο Γαλλικό Προξενείο. Ο μητροπολίτης Χρυσόστομος δεν δέχθηκε, λέγοντας ότι σαν καλός ποιμένας είχε χρέος να μείνει κοντά στο ποίμνιό του. Όταν η περίπολος έβγαινε από τη Μητρόπολη, ένα αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν ένας Τούρκος αξιωματικός και δύο στρατιώτες, με τις λόγχες πάνω στα όπλα, σταμάτησε μπροστά από το μητροπολιτικό κτίριο. Ο αξιωματικός ανέβηκε επάνω και διέταξε τον μητροπολίτη να τον ακολουθήσει στον Νουρεντίν πασά, τον στρατιωτικό διοικητή. Βλέποντας ότι απάγεται ο μητροπολίτης, είπα στους άνδρες της περιπόλου να πάρουμε από πίσω το αυτοκίνητο. Φθάσαμε μπροστά στον Μεγάλο Στρατώνα, όπου βρισκόταν ο στρατιωτικός διοικητής, ο στρατηγός Νουρεντίν. Ο αξιωματικός που συνόδευε τον Χρυσόστομο, τον οδήγησε μπροστά στον Νουρεντίν. Σε δέκα λεπτά, και ενώ ο Χρυσόστομος κατέβαινε, βγήκε στο μπαλκόνι του κτιρίου ο Νουρεντίν πασάς, ο οποίος απευθύνθηκε στους χίλους με χίλιους πεντακόσιους μουσουλμάνους, άνδρες και γυναίκες, που βρίσκονταν στην πλατεία· τους είπε ότι τους παραδίδει, τον μητροπολίτη, προσθέτοντας χαρακτηριστικά τις φράσεις: «Αν σας έκανε καλό, να του το ανταποδώσετε· αν σας έκανε κακό, να του κάνετε και εσείς κακό!»
Ο όχλος άρπαξε χωρίς χρονοτριβή τον μητροπολίτη και τον οδήγησε πιο πέρα, μπροστά στο κομμωτήριο του Ismail, ενός Ιταλού προστατευόμενου· εκεί σταμάτησαν και τον έντυσαν με μία άσπρη μπλούζα που πήραν από τον κομμωτή· άρχισαν αμέσως να τον χτυπούν λυσσασμένα με γροθιές και με ξύλα, και να τον φτύνουν στο πρόσωπο· του τρύπησαν με μαχαιριές το σώμα· του ξερίζωσαν τη γενειάδα· του έβγαλαν τα μάτια· του έκοψαν τη μύτη και τα αυτιά.» Πρέπει να σημειώσουμε, ότι η γαλλική περίπολος παρακολουθούσε τα γεγονότα μέχρι τη σκηνή που περιγράψαμε. Οι άνδρες που την αποτελούσαν (επρόκειτο για ναύτες), είχαν βγει έξω απ’ τα ρούχα τους, έτρεμαν χωρίς υπερβολή από την αγανάκτηση και ήθελαν να επέμβουν. Ο επικεφαλής, όμως, αξιωματικός, με το περίστροφο στο χέρι ακολουθούσε τις διαταγές που τους είχαν δοθεί και τους εμπόδισε να κάνουν οποιαδήποτε κίνηση. Στη συνέχεια, δεν είδαμε πια το μητροπολίτη, που τον αποτελείωσαν σε μικρή απόσταση πιο πέρα». (Rene Puaux, «Ο θάνατος της Σμύρνης», Αθήνα 1992, σσ. 57-58).
θα γίνει η παρουσίαση βιβλίου του πατρός Μάξιμου Ἰβηρίτη Νικολόπουλου για τον Άγιο Χρυσόστομο Δράμας και Σμύρνης ,είναι μια έρευνα και παρουσίαση στοιχείων για τη ζωή και το έργο του αγίου
. Τα πρώτα χρόνια
Ο Χρυσόστομος γεννήθηκε το 1867 στην κωμόπολη Τρίγλια της Προποντίδος κοντά στα Μουδανιά εκεί όπου στις 30 Σεπτεμβρίου 1922 υπογράφτηκε η ομώνυμη επαίσχυντη ανακωχή, η οποία επεσφράγιζε τη μεγαλύτερη ιστορική τραγωδία του Ελληνισμού: εγκατάλειψη της Μ. Ασίας και της Ανατ. Θράκης. Γονείς του Χρυσοστόμου ήσαν ο Νικόλαος Καλαφάτης και η Καλλιόπη Λεμωνίδου. Το ζεύγος απέκτησε 8 παιδιά, 4 αγόρια και 4 κορίτσια. Από τ' αγόρια επέζησαν ο πρωτότοκος Ευγένιος (γεννήθηκε το 1865) και ο Χρυσόστομος.
Ο Ευγένιος συμπαραστάθηκε στον νεώτερο αδελφό του σ' όλη τη διάρκεια του πολυτάραχου βίου του και τελικά τον ακολούθησε έως το μαρτύριο. Ο Νικόλαος Καλαφάτης είχε γνώση του οθωμανικού δικαίου και αντιπροσώπευε τους συμπολίτες του στα τουρκικά δικαστήρια. Αγαπούσε ακόμη την εκκλησιαστική μουσική και είχε ανάμιξη στα κοινά και γι' αυτό εξελέγετο δημογέροντας. Η σύζυγός του Καλλιόπη ήταν μια ευλαβής γυναίκα. Αυτή έταξε τον Χρυσόστομο στην Παναγία την ημέρα των Φώτων του 1868, όταν είχε επισκεφθεί την Τρίγλια ο Μητροπολιτης Προύσας.
Το ζεύγος Καλαφάτη, παρά την μέτρια οικονομική του κατάσταση, ανέθρεψε με επιμέλεια τα παιδιά του. Πρώτοι δάσκαλοι του Χρυσοστόμου στην Τρίγλια ήσαν ο αρχιμανδρίτης και μετέπειτα μητροπολίτης Ιωαννίκιος για τα εκκλησιαστικά, ο Γαζής για τα ελληνικά, ο Χριστόφορος Μουμουζής για τα τουρκικά, ο Νικόλαος Χατζηχρυσάφης για τα γαλλικά και ο Παπα-Θεοδόσης για την εκκλησιαστική μουσική. Ο βιογράφος του Σπυρίδων Λοβέρδος μας δίνει το ακόλουθο πορτραίτο του Χρυσοστόμου ως μαθητού: «Αγχίνους, τολμηρός, φιλόπρωτος, ενθουσιώδης, φιλότιμος, οξύς, επίμονος, φίλαλος (...). Πάντοτε επέσυρε την αγάπη των διδασκάλων του, οίτινες προθύμως παρέβλεπον τας εξ αγαθής προθέσεως και ευθείας συνειδήσεως παρεκτροπάς του»(2).
Ενωρίτατα ο Χρυσόστομος εξεδήλωσε τη διάθεση να γίνει κληρικός. Ο πατέρας του πώλησε το πατρκό κτήμα της συζύγου του, για να τον στείλει «εσωτερικόν» στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης (το δικό του πατρικό κτήμα το είχε πωλήσει για να στείλει τον πρωτότοκο Ευγένιο στη Μεγάλη του Γένους Σχολή). Ο Χρυσόστομος έφθασε στη Χάλκη το 1884. Εκεί, όπως λέγει ο ίδιος, «εποτίσθη το άδολον γάλα της θεοσεβείας και τον γλυκύν χυμόν της γνώσεως». Διδάσκαλοί του στη Σχολή υπήρξαν ο διευθυντής Γερμανός Γρηγοράς, ο Φιλάρετος Βαφείδης, μετέπειτα μητροπολίτης Διδυμοτείχου, ο Μιχαήλ Κλεόβουλος, μετέπειτα μητροπολίτης Σάρδεων, ο Απόστολος Χριστοδούλου, μετέπειτα μητροπολίτης Σερρών, ο Ευμένιος Ξηρουδάκης, αργότερα μητροπολίτης Κρήτης, και άλλοι. Κοντά στους εμπνευσμένους αυτούς διδασκάλους ο Χρυσόστομος ενωτίσθη όχι μόνο τα θεία ρήματα της θρησκείας μας αλλά και τη διαχρονικότητα και υπερχρονικότητα του ελληνικού πνεύματος, του υπό δουλείαν ζώντος, δρώντος και ζωοποιούντος. Όπως έλεγε αργότερα από του άμβωνος ο ίδιος, «το ελληνικόν πνεύμα ελαξεύθη εις το μάρμαρον, εσμιλεύθη εις τους θριγκούς των ναών, εχαράχθη εις τον πάπυρον, έλαμψεν εις τας δέλτους της Ιστορίας, εκράτησε τας επάλξεις του πολιτισμού, περιεσώθη διά της παραδόσεως και κρύπτεται ακόμη εις τα σπλάγχνα της γης αναμένον την σκαπάνην του αρχαιολόγου».
Μία γαλλική περίπολος από είκοσι άνδρες, τους οποίους συνόδευα μαζί μ' έναν άλλο πολιτοφύλακα, κατευθύνθηκε αμέσως στη Μητρόπολη, με σκοπό να πεισθεί ο μητροπολίτης να έλθει και να παραμείνει στην εκκλησία της Sacre-Coeur ή στο Γαλλικό Προξενείο. Ο μητροπολίτης Χρυσόστομος δεν δέχθηκε, λέγοντας ότι σαν καλός ποιμένας είχε χρέος να μείνει κοντά στο ποίμνιό του. Όταν η περίπολος έβγαινε από τη Μητρόπολη, ένα αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν ένας Τούρκος αξιωματικός και δύο στρατιώτες, με τις λόγχες πάνω στα όπλα, σταμάτησε μπροστά από το μητροπολιτικό κτίριο. Ο αξιωματικός ανέβηκε επάνω και διέταξε τον μητροπολίτη να τον ακολουθήσει στον Νουρεντίν πασά, τον στρατιωτικό διοικητή. Βλέποντας ότι απάγεται ο μητροπολίτης, είπα στους άνδρες της περιπόλου να πάρουμε από πίσω το αυτοκίνητο. Φθάσαμε μπροστά στον Μεγάλο Στρατώνα, όπου βρισκόταν ο στρατιωτικός διοικητής, ο στρατηγός Νουρεντίν. Ο αξιωματικός που συνόδευε τον Χρυσόστομο, τον οδήγησε μπροστά στον Νουρεντίν. Σε δέκα λεπτά, και ενώ ο Χρυσόστομος κατέβαινε, βγήκε στο μπαλκόνι του κτιρίου ο Νουρεντίν πασάς, ο οποίος απευθύνθηκε στους χίλους με χίλιους πεντακόσιους μουσουλμάνους, άνδρες και γυναίκες, που βρίσκονταν στην πλατεία· τους είπε ότι τους παραδίδει, τον μητροπολίτη, προσθέτοντας χαρακτηριστικά τις φράσεις: «Αν σας έκανε καλό, να του το ανταποδώσετε· αν σας έκανε κακό, να του κάνετε και εσείς κακό!»
Ο όχλος άρπαξε χωρίς χρονοτριβή τον μητροπολίτη και τον οδήγησε πιο πέρα, μπροστά στο κομμωτήριο του Ismail, ενός Ιταλού προστατευόμενου· εκεί σταμάτησαν και τον έντυσαν με μία άσπρη μπλούζα που πήραν από τον κομμωτή· άρχισαν αμέσως να τον χτυπούν λυσσασμένα με γροθιές και με ξύλα, και να τον φτύνουν στο πρόσωπο· του τρύπησαν με μαχαιριές το σώμα· του ξερίζωσαν τη γενειάδα· του έβγαλαν τα μάτια· του έκοψαν τη μύτη και τα αυτιά.» Πρέπει να σημειώσουμε, ότι η γαλλική περίπολος παρακολουθούσε τα γεγονότα μέχρι τη σκηνή που περιγράψαμε. Οι άνδρες που την αποτελούσαν (επρόκειτο για ναύτες), είχαν βγει έξω απ' τα ρούχα τους, έτρεμαν χωρίς υπερβολή από την αγανάκτηση και ήθελαν να επέμβουν. Ο επικεφαλής, όμως, αξιωματικός, με το περίστροφο στο χέρι ακολουθούσε τις διαταγές που τους είχαν δοθεί και τους εμπόδισε να κάνουν οποιαδήποτε κίνηση. Στη συνέχεια, δεν είδαμε πια το μητροπολίτη, που τον αποτελείωσαν σε μικρή απόσταση πιο πέρα».
(Rene Puaux, «Ο θάνατος της Σμύρνης»,
Αθήνα 1992, σσ. 57-58).
Ο Χρυσόστομος συνένωνε μέσα του σαν δύο αξεδιάλυτα στοιχεία τον ελληνικό λόγο και το χριστιανικό πνεύμα και διαμόρφωνε ένα ελληνοχριστιανικό ήθος, με κύριο συστατικό την αρετή, υπό την διττήν αυτής έννοια, ήτοι την αρχαιοελληνική που δηλώνει την τάση προς ανδροπρεπή τελείωση, αυτό που ο λαός μας λέει «λεβεντιά», και την χριστιανική, που δηλώνει τη διαρκή και σταθερή τάση του να θέλεις και να πράττεις το αγαθόν. Και πέρ' από αυτό: ο Χρυσόστομος εξέφραζε και το ομηρικό ιδεώδες του «λόγων μεν ρητήρ, έργων δε πρηκτήρ». Εξαίρετος ομιλητής αλλά και εκτελεστής. Δεν ήταν άνθρωπος μόνο των ωραίων λόγων αλλά και των ωραίων έργων. Η φύση ακόμη τον είχε προικίσει και με άλλα χαρίσματα: υψηλό και επιβλητικό παράστημα, ξανθά μαλλιά και γαλανά μάτια. Η μορφή του είχε, όταν έγινε κληρικός, κάτι το ιεροπρεπές και αρχαιοπρεπές.
Αλλά και η τύχη δεν υπήρξε φειδωλή απέναντί του. Το 1887 επισκέφθηκε τη Σχολή της Χάλκης ο μητροπολίτης Μυτιλήνης Κωνσταντίνος Βαλιάδης και εζήτησε να γνωρίσει τον πρωτεύοντα σε επιδόσεις σπουδαστή. Ο Γερμανός Γρηγοράς του παρουσίασε τον Χρυσόστομο. Έκτοτε ο μητροπολίτης Μυτιλήνης έγινε εγγυητής, ήτοι κηδεμόνας του Χρυσοστόμου. Εκάλυπτε τα έξοδά του και παρακολουθούσε τις επιδόσεις του. Ο Χρυσόστομος τελείωσε τις σπουδές του με «άριστα».
Ο Μητροπολίτης Κωνσταντίνος τον χειροτόνησε διάκονο μέσα στη Σχολή και αμέσως τον προσέλαβε ως αρχιδιάκονο στη Μητρόπολη Μυτιλήνης και μετά στη Μητρόπολη Εφέσου, όπου μετατέθηκε. Κοντά στον μητροπολίτη Κωνσταντίνο ό Χρυσόστομος εδιδάχθη πολλά. Πέρα από τις χριστιανικές αρετές, καλλιέργησε το οργανωτικό πνεύμα και απέκτησε διοικητική πείρα, στοιχεία που αργότερα τον βοήθησαν σημαντικά. Η θεολογική κατάρτιση αλλά και το επιθετικό πνεύμα του έλαμψαν για πρώτη φορά δημοσίως το 1896.
Οι καθολικοί καλόγεροι της Μονής των Λαζαριστών της Σμύρνης, αυτοί που κατά την ίδια περίοδο με τον διαβόητο Φαβαιριάλ δημιουργούσαν το «κουτσοβλαχικό ζήτημα» στη Μακεδονία, θέλοντας να προσελκύσουν και να προσηλυτίσουν το χριστιανικό στοιχείο της Ιωνίας, αγόρασαν κοντά στην Έφεσο μια τοποθεσία που λεγόταν Καπουλή-Παναγιά και διέδωσαν ότι βρήκαν εκεί τον τάφο της Παναγίας!
Ο αρχιδιάκονος Χρυσόστομος τους κατετρόπωσε επιστημονικά, με σειρά δημοσιευμάτων του που εκδόθηκαν σε βιβλίο, με αποτέλεσμα οι Λαζαριστές να υποχωρήσουν και να υποστηρίξουν ότι δεν πρόκειται περί του τάφου αλλά περί του οίκου της Θεοτόκου*.Αρκούσαν στο Χρυσόστομο μερικές περικοπές από εκκλησιαστικούς συγγραφείς για να τους κάνει καταγέλαστους, πράγμα που επέτρεψε στόν Μητροπολίτη Σμύρνης Βασίλειο να πεισει τον Ρώσο πρεσβευτή Ζηνόβιεφ να παρέμβει στην Πύλη και να ματαιώσει το θεατρικό προσκύνημα ενός συρφετού θρησκομανών Καθολικών, υπό την ηγεσία τριών Καρδιναλίων!
«Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας, το Ελληνικόν Κράτος, αλλά και σύμπαν το Ελληνικόν Έθνος καταβαίνει πλέον εις τον Άδην, από του οποίου καμμία πλέον δύναμις δεν θα δυνηθή να το αναβιβάση και το σώση. Της αφαντάστου ταύτης καταστροφής, βεβαίως, αίτιοι είναι οι πολιτικοί και οι προσωπικοί Σας εχθροί, πλην και Υμείς φέρετε μέγιστον της ευθύνης βάρος [...] Ζήτημα είναι εάν το παρόν μου γράμμα αναγιγνώσκεται υπό της ημετέρας Εξοχότητος, αν ημείς πλέον υπάρχωμεν εν τη ζωή προοριζόμενοι εις θυσίαν και μαρτύριον.»
Απόσπασμα από την τελευταία επιστολή του Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομου προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο στις 25 Αυγούστου του 1922.
Αλλ' ο νεαρός Χρυσόστομος δεν επαναπαύθηκε στις χλωρές δάφνες της πρώτης θεολογικής επιτυχίας του. Μετά από λίγο εκδίδει ένα δίτομο έργο αποτελούμενο από 1.110 σελίδες με τίτλο «Περί Εκκλησίας»! Το έργο χωρίζεται σε 4 βιβλία. Το πρώτο πραγματεύεται τις διαφορές Ορθοδοξίας, Καθολικισμού και Προτεσταντισμού. Το δεύτερο, την Ομολογία του Πέτρου Μογίλα, ήτοι ανάλυση της Ορθοδόξου Πίστεως, το τρίτον έλεγχο του Προτεσταντισμού και το τέταρτο τις πλάνες του Καθολικισμού.
Το ογκώδες αυτό σύγγραμμα αποδεικνύει όχι μόνο τη φιλομάθεια, το ερευνητικό πνεύμα, την πλήρη γνώση των Γραφών, αλλά και την ανεξάντλητη αντοχή του νεαρού Ιεροδιακόνου. Όμως εκεί όπου περισσότερο ανεδείχθη και μέχρι της τελευταίας πνοής ελαμπρύνθη ο Χρυσόστομος ήταν το κήρυγμα. Κήρυγμα αρμονικό, με λόγο μεστό από υψηλά θρησκευτικά, ηθικά και εθνικά νοήματα. Μετέτρεψε τον άμβωνα σε έπαλξη. Υπήρξε ο δεύτερος, μετά τον συνώνυμό του Μεγάλο Πατέρα, «χρυσορρόας ποταμός» της Εκκλησίας μας. Ένας νεώτερος Δημοσθένης, αλλά χωρίς την πολιτική μυωπία του αρχαίου. Ο Χρυσόστομος έβλεπε και μακριά και ψηλά.
Στις 2 Απριλίου 1897 ο Μητροπολίτης Εφέσου Κωνσταντίνος ανεκηρύχθη Οικουμενικός Πατριάρχης. Και στις 18 Μαΐου του αυτού έτους με δική του εισήγηση προς την Ιερά Σύνοδο χειροτονείται πρεσβύτερος ο Χρυσόστομος και αμέσως χειροθετείται σε μέγα πρωτοσύγκελλο του οικουμενικού θρόνου. Αξίωμα σημαντικό και πλήρες ευθυνών, ιδίως κατά την περίοδο αυτή που έχει εκσπάσει η Κρητική Επανάσταση, ο ατυχής πόλεμος του 1897, τό επιδρομικό μένος των Βουλγάρων κομιτατζήδων κατά της Μακεδονίας και έχει αρχίσει ν' αναπτύσσεται η δράση των ρουμανιζόντων και της ουνίας. Από την άλλη, «η πανσλαβιστική παλαιστίνειος εταιρεία υπό τον Ποπεδονότσεφ επεζήτη εις μεν την Βαλκανικήν να αλλοιώση τον ελληνικόν χαρακτήρα του Αγίου Όρους, εις δε την Ασίαν να μεταβάλη το απ' αιώνων εθνολογικόν πνεύμα των θρόνων Αντιοχείας και Ιεροσολύμων» .
Ο Πατριάρχης Κωνσταντίνος Ε', προ της δυσμενούς για τον Ελληνισμό και την Ελληνική Ορθοδοξία τροπής, επέδειξε αξιόλογη διπλωματική επιδεξιότητα και τόλμη. Το Πατριαρχείο επί αιώνες, λόγω πολιτιστικής και θρησκευτικής συγγενείας, είχε μια φιλορρωσική απόκλιση. Αλλ' η Ρωσία, αφ' ότου ενηγκαλίσθη τη Βουλγαρία και η εξωτερική πολιτική της περιήλθε στα χέρια των πανσλαβιστών, άρχισε να ενεργεί εις βάρος των συμφερόντων του Πατριαρχείου και του Ελληνισμού. Ο Πατριάρχης Κωνσταντίνος Ε' αναγκάσθηκε τότε να στραφεί προς την Αγγλικανική Εκκλησία, η οποία είχε θέσει σε σύνοδο επισκόπων της το θέμα της ενώσεως των Εκκλησιών (Ιούλιος 1897 στο Labeth).
Επωφελούμενος από το γεγονός αυτό ο Πατριάρχης ετόλμησε να συγκαλέσει επιτροπή από Έλληνες και Άγγλους κληρικούς υπό την προεδρία του πρωτοσύγγελου Χρυσοστόμου για να μελετήσει το ζήτημα της ενώσεως (3) Παράλληλα, η συμμετοχή του Πατριαρχείου στο πένθος για το θάνατο της βασίλισσας Βικτωρίας εξασφάλισε ένα ισχυρό αντιστήριγμα στη χειμαζόμενη Ελληνική Εκκλησία. Ο άγγλος πρεσβευτής O'Konnor βοήθησε σημαντικά τον Πατριάρχη στην επίλυση πολλών εκκρεμών προβλημάτων.
Παρά τα πολλαπλά και δυσανάλογα για την ηλικία του καθήκοντα, ο τριακονταετής πρωτοσύγκελλος Χρυσόστομος ουδέποτε ελησμόνησε τα θρησκευτικά του καθήκοντα, κυρίως δε το κήρυγμα. Κλασικά υποδείγματα θρησκευτικού λόγου είναι οι 6 επιμνημόσυνοι λόγοι που εξεφώνησε κατά τα έτη 1900-1902 και ιδιαίτερα ο λόγος προς τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας και τέως Κωνσταντινουπόλεως Σωφρόνιο, που ήταν πνευματικός πατέρας του Κωνσταντινου Ε', και ο λόγος προς τον Εσταυρωμένο, τον οποίο εξεφώνησε την Μεγάλη Παρασκευή του 1901.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Αρμένιος επίσκοπος, Γεβόντ Τουριάν, ζήτησε αρχικά άσυλο σε ένα καθολικό εκκλησιαστικό ίδρυμα. Τελικά κατόρθωσε να μεταβεί στις Η.Π.Α. Εκεί όμως εκτελέστηκε από Αρμένιους αγωνιστές, ακριβώς γιατί εγκατέλειψε το ποίμνιό του, αποφεύγοντας να θυσιαστεί μαζί του όπως έπραξε ο Χρυσόστομος.
Ο βιογράφος του Χρυσοστόμου Σπυρίδων Λοβέρδος, που έζησε επί έτη πολλά πλησίον του, αφού εξαίρει το ρητορικό τάλαντο του Χρυσοστόμου, παρατηρεί: «Επί του άμβωνος ο Χρυσόστομος είναι χριστιανός προετοιμάζων μάρτυρας, αλλ' είναι περισσότερον παιδαγωγός χαλυβδώνων καρδίας προς μεγάλας και ηρωικάς πράξεις». Και αυτό το θείο χάρισμα της παιδαγωγίας εις ηρωισμόν επεσφράγισε ο Χρυσόστομος με τον ηρωικό θάνατό του. Κι αυτό ακριβώς είναι που λείπει από τα σχολεία μας σήμερα: η παιδαγωγία εις ηρωισμόν. Γι' αυτό τα παιδιά μας λατρεύουν, όπως το έγραψε στο άρθρο του ο σεβ. Δημητριάδος, τους ήρωες που δεν έχουν ηρωικό ήθος ή κάποιες τενεκεδεκρόταλες δόξες.
Το 1901 απομακρύνεται από τον Οικουμενικό Θρόνο ο μετριοπαθής Κωνσταντίνος Ε' και ανέρχεται για δεύτερη φορά στο πατριαρχικό αξίωμα ο δυναμικός Ιωακείμ Γ', που δίνει στην πολιτική του Πατριαρχείου έντονο ελληνικό χαρακτήρα και επιθετικό προσανατολισμό. Αξιοποιεί ό,τι πιό δυναμικό και φλογερό διαθέτει η Μεγάλη Εκκλησία και το στέλλει στις περιοχές που κρίνεται η τύχη του Ελληνισμού. Π.χ. τον εθνομάρτυρα Φώτιο Καλπίδη (1868-1906)**, στην Κορυτσά, τον εθνομάρτυρα Αιμιλιανό στα Γρεβενά*** και τον Χρυσόστομο, παρ' όλο που ανήκε στον κύκλο των αντιπάλων του, προβλέποντας και προλέγοντας την εξέλιξή του, τον κάνει Μητροπολίτη Δράμας.
Η εκλογή του τριακονταπενταετούς Χρυσοστόμου έγινε παμψηφεί στις 23 Μαΐου 1902. Όταν πήγε ν' αποχαιρετίσει και ν' ασπασθεί τον Πατριάρχη, αφού άκουσε τις πατρικές συμβουλές του, απάντησε: «Εν όλη τη καρδία και εν όλη τη διανοία θα υπηρετήσω την Εκκλησίαν και το Γένος, και η μίτρα, την οποίαν αι άγιαι χείρες σου εναπέθεσαν επί της κεφαλής μου, εάν πέπρωται να απολέση ποτέ την λαμπηδόνα των λίθων της, θα μεταβληθή εις ακάνθινον στέφανον μάρτυρος ιεράρχου» Ούτω και εγένετο μετά 20 έτη στις 27 Αυγούστου 1922 (με το παλιό ημερολόγιο).
Σημειώσεις:
*Πρώτοι αντέδρασαν στη θρησκευτική αγυρτεία των Λαζαριστών ο Μητροπολίτης Ηλιουπόλεως Ταράσιος και ο καθηγητής Διαμαντόπουλος.
** Δολοφονήθηκε από βουλγαρο-αλβανική συμμορία.
*** Δολοφονήθηκε από συμμορία ρουμανιζόντων στο Σνίχοβο (νυν Δεσπότης).
2. Σπυρίδων Λοβέρδος: «Ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος», Αθήναι 1929, σς. 13-14.
3. Ιω. Δρούλιας: «Ο Εθνομάρτυρας Σμύρνης Χρυσόστομος και η ενότητα των Εκκλησιών», Έκδοσις Ι. Μητροπόλεως Νέας Σμύρνης, Αθήναι 1988.
Προφητικά λόγια του Χρυσοστόμου κατά την ώρα της χειροτονίας του σε Μητροπολίτη Δράμας το 1902
"Ζητώ μεγάλον Σταυρόν, επί του οποίου θα δοκιμάσω την ευχαρίστησιν, καθηλούμενος και μη έχω έτερον τι να δώσω προς σωτηρίαν της ημετέρας λατρευτής πατρίδος, να δώσω το αίμα μου. Ούτως εννοώ το έπ' εμοί την ζωήν και την αρχιερωσίνην"... "...και η μίτρα, έλεγε, την οποίαν αι άγιαι χείρες σου εναπέθεσαν επί της κεφαλής μου, εάν πέπρωται, να απολέση ποτέ την λαμπηδόνα των λίθων της θα μεταβληθεί εις ακάνθινον στέφανον μάρτυρος ιεράρχου".
Έτσι κι έγινε. Άγιε και μαρτυρικέ Ιεράρχα πρέσβευε στον Κύριο και Θεό μας υπέρ της σωτηρίας του έθνους μας,
Η μαρτυρiα του ακαδημαϊκού Γ. Μυλωνά
Από παλαιούς κατοίκους της Σμύρνης, που έζησαν την τραγωδία της Καταστροφής, είχαμε πολλές διηγήσεις για το μαρτύριο του Χρυσοστόμου. Όμως υπήρχε πάντα μια επιφύλαξη ως προς την ακρίβεια των εξιστορουμένων. Ο πόνος και το μέγεθος της συμφοράς μεγεθύνουν ως την υπερβολή τα εξιστορούμενα. Προσωπικά όλες οι επιφυλάξεις μου παραμερίσθηκαν, όταν στις 14 Δεκεμβρίου 1982, με την ευκαιρία της συμπληρώσεως 60 χρόνων από την καταστροφή, σε έκτακτη συνεδρίαση της Ακαδημίας Αθηνών, ο διαπρεπής ακαδημαϊκός Γ. Μυλωνάς, τελείωσε την ομιλία του με μία συγκλονιστική -ίσως την πιο συγκλονιστική απ' όσες έχουμε- περιγραφή του μαρτυρίου και της θανατώσεως του Χρυσοστόμου.
Ο Γ. Μυλωνάς ήταν από τη Σμύρνη, μετείχε στην αθλητική και πνευματική ζωή της πόλης και γνώρισε από κοντά τον Χρυσόστομο, από την πρώτη μέρα που έφθασε στην Ιωνία ως τις τελευταίες ώρες της μεγάλης αγωνίας. Η σοβαρότητα, η εγκυρότητα και η διεθνής αναγνώριση της επιστημονικής βαρύτητος του Γ. Μυλωνά, δίνουν στην μαρτυρία του αξία ντοκουμέντου. Την παραθέτουμε:
«Θα μου επιτρέψετε να τελειώσω την ομιλία μου με μία προσωπική μαρτυρία, που για πρώτη φορά εξομολογούμαι.
»Κατά τις τελευταίες ημέρες του Σεπτεμβρίου 1922 μια ομάδα φοιτητών του International College της Σμύρνης και εγώ βρεθήκαμε φυλακισμένοι σε απαίσιο υπόγειο, σ' ένα από τα μπουντρούμια του Διοικητηρίου της Σμύρνης. Σ' αυτό ήταν ασφυκτικά στριμωγμένοι Έλληνες Χριστιανοί αιχμάλωτοι, μάλλον άνθρωποι προωρισμένοι για θάνατο. Τις βραδυνές ώρες φύλακες μ' επικεφαλής Τουρκοκρήτα παρελάμβανον θύματα που ετυφεκίζοντο.
Στις 5 το απόγευμα της τελευταίας ημέρας του θλιβερού Σεπτεμβρίου, ο Τουρκοκρής εκείνος με διέταξε να τον ακολουθήσω στην αυλή. Είσαι δάσκαλος» με ρωτά. "Αυτήν την τιμή είχα" του απαντώ. "Και οι άλλοι που ήσαν μαζί σου είναι φοιτητές;" -"Ναί", του λέγω. "Γρήγορα μάζεψέ τους και φέρε τους εδώ". - "Ελάτε μαζί μου έξω", λέγω στους συντρόφους μου. "Φαίνεται ότι ήρθε η ώρα μας. Εμπρός με θάρρος". Ποια ήταν η έκπληξή μας όταν ακούσαμε τον Τουρκο-Κρητικό να λέει: "Δεν θα σας σκοτώσω, θα σας σώσω. Απόψε θα θανατωθούν όλοι όσοι είναι στο μπουντρούμι, γιατί έφεραν και άλλους που δεν έχουμε χώρο να τους στοιβάξουμε. Θα σας σώσω σήμερα, γιατί ελπίζω αυτό να με βοηθήσει να λησμονήσω μια τρομερή σκηνή που αντίκρυσαν τα μάτια μου, σκηνή στην οποία έλαβα μέρος". Και συνέχισε "Παρακολούθησα το χάλασμα του Δεσπότη σας. Ήμουν μ' εκείνους που τον τύφλωσαν, που του 'βγάζαν τα μάτια και αιμόφυρτο, τον έσυραν από τα γένεια και τα μαλλιά στα σοκάκια του Τουρκομαχαλά,τον ξυλοκοπούσαν, τον έβριζαν και τον πετσόκοβαν. Βαθειά εντύπωση μου έκανε και αξέχαστος παραμένει η στάση του. Στα μαρτύρια που τον υπέβαλαν δεν απήντα με φωνές, με παρακλήσεις, με κατάρες.
» Το πρόσωπό του το κατάχλωμο, το σκεπασμένο με το αίμα των ματιών του, το πρόσωπό του είχε εστραμμένο προς τον Ουρανό και διαρκώς κάτι ψιθύριζε που δεν ηκούετο πέρα από την περιοχή του. Ξέρεις εσύ, δάσκαλε, τι έλεγε;" - "Ναι ξέρω" του απήντησα. "Έλεγε: Πάτερ Άγιε, άφες αυτοίς, ου γάρ οίδασι τί ποιούσι". - "Δεν σε καταλαβαίνω, δάσκαλε, μα δεν πειράζει. Από καιρού σε καιρό, όταν μπορούσε, ύψωνε κάπως το δεξί του χέρι και ευλογούσε τους διώκτες του. Κάποιος πατριώτης μου αναγνωρίζει την χειρονομία της ευλογίας, μανιάζει, μανιάζει και με το τρομερό μαχαίρι του κόβει και τα δυό χέρια του Δεσπότη. Εκείνος σωριάστηκε στη ματωμένη γη με στεναγμό που φαινόταν ότι ήταν μάλλον στεναγμός ανακουφίσεως παρά πόνου. Τόσο τον λυπήθηκα τότε που με δύο σφαίρες στο κεφάλι τον αποτελείωσα. Αυτή είναι η ιστορία μου. Τώρα που σας την είπα ελπίζω πως θα ησυχάσω. Γι' αυτό σας χάρισα τη ζωή ". "Και πού τον έθαψαν;" ρώτησαμε αγωνία. "Κανείς δεν ξέρει πού έρριξαν το κομματιασμένο του κορμί"»*.
Και μόνο η περιγραφή αυτή αρκεί για την κατάρριψη κάποιων ενδοιασμών ή δισταγμών ως προς την αγιότητα του Χρυσοστόμου. Ο Χρυσόστομος πέθανε ευλογώντας τους βασανιστές και δημίους του.
* Ο ίδιος Τουρκοκρητικός πολύ αργότερα επανέλαβε την περιγραφή αυτή σε Έλληνα Ιεράρχη που είχε επισκεφθεί την Σμύρνη.
ΤΟ ΚΟΡΥΦΑΙΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
(ΤΟ ΕΚΟΥΣΙΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΣΜΥΡΝΗΣ Η ΠΙΟ ΖΩΝΤΑΝΗ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΑΠΟ ΕΤΕΡΟΔΟΞΟΥΣ)
Η πιο επίσημη περιγραφή για την τραγική δολοφονία του Εθνάρχη-ιεράρχη της Σμύρνης Χρυσοστόμου είναι αυτή πού μας δίνει ο ιερωμένος βουλευτής των Παρισίων αββάς Εδουάρδος Σουλιέ.
«Το απόγευμα, είπε της 9ης Σεπτεμβρίου δηλαδή 27η Αυγούστου (παλ. ημερολογίου), το γαλλικό προξενείο ειδοποιήθηκε, ότι ο ελληνορθόδοξος μητροπολίτης Χρυσόστομος, διέτρεχε έσχατο κίνδυνο και ότι θα έπρεπε να σταλεί άγημα από Γάλλους ναύτες για να προστατεύσουν την απειλούμενη ζωή του. O επικεφαλής του αγήματος πρότεινε στον ιεράρχη να τον οδηγήσει στην εκκλησία της «Sacre Coeur», ή στο Γαλλικό Προξενείο.
O Χρυσόστομος δεν ανήκει στην Εκκλησία της Γαλλίας, αλλά αυτό δεν μ' εμποδίζει να εκφράσω τον βαθύτατο σεβασμό προς την μνήμην του. Με ωραιότητα ψυχής αρνήθηκε να δεχθεί το προσφερόμενο καταφύγιο λέγων ότι το καθήκον του είναι να μείνει για να συγκακοπαθήσει με το ποίμνιόν του. Όταν το Γαλλικό άγημα απεχώρησε, κατέφθασε με στρατιωτική άμαξα τούρκος αξιωματικός, συνοδευόμενος από δύο στρατιώτες και ζήτησε από τον Χρυσόστομο να τον ακολουθήσει.
Οδήγησαν τότε τον ιεράρχη εις τα άκρα των ευρωπαϊκών συνοικιών εμπρός σ' ένα κουρείο. Εκεί του φόρεσαν άσπρη μπλούζα, ίσως για να διακρίνεται καλύτερα και εκεί διαδραματίσθηκε το φρικτό έγκλημα.
Του ξερρίζωσαν τα γένεια, τον κτύπησαν με μαχαίρι πισώπλατα και στη συνέχεια λυσσασμένες ανθρώπινες ύαινες του έκοψαν μύτη κι αυτιά. Στο πλευρό των ανδρών συναγωνίζονταν μαινόμενες τουρκάλες πού ενθάρρυναν με άρες και κατάρες τους λυσσασμένους άνδρες τους.
Αφού έριξαν χάμω τον ιεράρχη και τον καταπάτησαν ο επικεφαλής αξιωματικός διέταξε χαμάληδες να σύρουν το πτώμα και αφού το πρόσδεσαν σε μια σακαράκα το' βαλαν μπροστά κι άρχισε να τρέχει σβαρνίζοντας το άγιο λείψανο του μάρτυρα ιεράρχη πού σήκωσε στους ώμους του τις αμαρτίες του ελληνικού διχασμού και την υπεροψία των λεγόμενων χριστιανικών δυνάμεων πού απεδείχθησαν και του Πόντιου Πιλάτου χειρότεροι!!!
Γιατί δολοφονήθηκε ο Χρυσόστομος;
Εύλογα, όμως, διερωτάται κανείς, γιατί οι Τούρκοι θανάτωσαν και μάλιστα με τρόπο τόσο φρικιαστικό, τον Χρυσόστομο, μολονότι ήξεραν ότι η πράξη τους θα στιγμάτιζε το περίφημο «κίνημά» τους, μια και ο Χρυσόστομος ήταν μία προσωπικότητα με οικουμενική ακτινοβολία; Θα ήταν αφελές ν' αποδώσουμε την δολοφονία στην εκδικητικότητα του Νουρεντίν ή στη θηριωδία του τουρκικού όχλου. Επρόκειτο για πράξη πολιτική. Η εξόντωση του Χρυσοστόμου ήταν προσχεδιασμένη.
Δεν τον τιμώρησαν για όσα έπραξε αλλά για όσα θα έπραττε εναντίον τους, αν φυσικά επιζούσε. Σκότωσαν τον μελλοντικό Ηγέτη της Ελλάδος. Τον άνθρωπο -τον μόνο άξιον- προς τον οποίο θα προσέβλεπε σύσσωμο το Έθνος μετά την Καταστροφή, τον Ηγέτη που σε καμμιά περίπτωση δεν θα εγκατέλειπε την Αν. Θράκη, που θα ενοποιούσε σε βραχύ χρόνο τον προσφυγικό και ελλαδικό πληθυσμό, που με την πυρέσσουσα δραστηριότητά του θ' ανόρθωνε ηθικά και υλικά το κράτος και σε καμμιά περίπτωση δεν θα επέτρεπε να παγιωθεί ως πολιτική νοοτροπία η αντίληψη περί «χαμένων πατρίδων». Σκότωσαν τον άνθρωπο που δεν θα επέτρεπε και νέο διχασμό, τον άνθρωπο που ενδεχομένως θα απέτρεπε -αν ζούσε- και τον Εμφύλιο.
Οι Τούρκοι εξόντωσαν τον Χρυσόστομο, γιατί στο πρόσωπό του έβλεπαν τον πιο επίφοβο αντίπαλο, σκότωσαν τον άνθρωπο που την επαύριο της καταστροφής, θα γινόταν ο νέος πολιτικός και εν ταυτώ θρησκευτικός ηγέτης του Ελληνισμού. Εύλογα θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς στη σκέψη αυτή το ερώτημα: μα ήταν δυνατό οι Τούρκοι να κάνουν τόσο περίτεχνους μακιαβελλικούς σχεδιασμούς και μάλιστα μακράς προοπτικής; Η πείρα, παλαιά και πρόσφατη, μας έχει διδάξει ότι η Τουρκία δεν σχεδιάζει, προσχεδιάζει*.
Όπως σήμερα δεν φοβάται την «φρόνιμη» και «πειθήνια» Ελλάδα του δόγματος «δεν διεκδικούμε τίποτα» αλλά την αυριανή αφυπνισμένη εθνικά πολιτική ηγεσία μας, έτσι και τότε δεν φοβόταν κανέναν Έλληνα στρατιωτικό ή πολιτικό: Φοβόταν τον Χρυσόστομο. Και τον φοβάται. Και έχει δίκιο. Το φάσμα του Χρυσοστόμου θα αιωρείται απειλητικό πάντα πάνω από τα κεφάλια των Τούρκων πολιτικών. Σκότωσαν τον άνδρα και τον έκαναν ιδέα. Και οι ιδέες ούτε πεθαίνουν ούτε νικιούνται ποτέ. Αύριο-μεθαύριο ο Χρυσόστομος είναι αυτός που θα εμπνέει και θα κατευθύνει τον βηματισμό της νέας γενιάς που κάποτε -επί τέλους- θα έλθει. Αρκεί εμείς να μην σκοτώσουμε στην ψυχή των παιδιών μας αυτή την ιδέα.
*Άλλωστε ο Ρενέ Πυώ το λέγει σαφώς: η εκτέλεση του Χρυσόστομου ήταν προαποφασισμένη.
Ο Αμερικανός πρόξενος Τζώρτζ Χόρτον στο βιβλίο του «Η κατάρα της Ασίας», που προαναφέραμε, γράφει εν είδει requiem για τον Χρυσόστομο:
«Πέθανε σαν μάρτυρας και αξίζει να του απονεμηθούν ύψιστες τιμές από την Ελληνική Εκκλησία και την Ελληνική Κυβέρνηση...»
Είναι καιρός πιά. Πέρασαν εβδομήντα χρόνια από τον φρικτό θάνατο του Χρυσοστόμου και των άλλων εκατοντάδων Μικρασιατών εθνο-ιερομαρτύρων. Η Ελληνική Εκκλησία πρέπει να τολμήσει και να προχωρήσει στην επισημοποίηση της αγιότητος του Χρυσοστόμου. Οι περί μασσονίας ψίθυροι έχουν από καιρό αποδειχθεί έωλα και ανυπόστατα post mortem κατασκευάσματα. Ξέρουμε ότι μια τέτοια ενέργεια θα ενοχλήσει τους Τούρκους και θα φέρει σε δύσκολη θέση το Πατριαρχείο που λειτουργεί μέσα στο στόμα του λύκου. Όμως σε καιρούς ακόμη πιο χαλεπούς η εκκλησία μας ανεκήρυξε άγιο τον μάρτυρα Πατριάρχη Γρηγόριο Ε'.
Την ώρα που η Τουρκία προσπαθεί να εξαπλωθεί στρατιωτικά και πολιτικά στην Ευρώπη και να μας κυκλώσει από Βορρά και Ανατολή, έχουμε χρέος έναντι των προγόνων και απογόνων μας να υψώσουμε αυτούς που στις πιό τραγικές στιγμές ύψωσαν την υπερηφάνεια και την τιμή του Γένους. Αν η Ευρώπη και η Τουρκία -λόγω προτέρου ατίμου βίου- προσποιούνται ότι δεν θυμούνται, εμείς έχουμε χρέος να θυμόμαστε, να μνημονεύουμε, να τιμάμε. Γιατί άν δεν τιμάμε τους ήρωες, τους μάρτυρες και τους αγίους μας, θα γίνουμε ένα άτιμον γένος.
Όμως υπάχουν και λόγοι εσωτερικοί που καθιστουν επιτακτική την με κάθε τρόπο προβολή του Χρυσοστόμου. Την ώρα που τα νέφη ποικίλων απειλών πυκνώνουν πάνω από τον ελληνικό ουρανό, οι Έλληνες εμφανιζόμαστε βαθειά διχασμένοι, έτοιμοι για νέο εμφύλιο σπαραγμό. Κάποτε από τους κόλπους της χειμαζομένης αλλά διαρκώς μαχομένης Εκκλησίας μας ανεδείχθη ένας Άγιος, που εκήρυσσε στην Κρήτη και στη Λακωνία το «Μετανοείτε». Είναι ο πολιούχος Άγιος της Σπάρτης ο Όσιος Νίκων ο Μετανοείτε. Σήμερα χρειαζόμαστε έναν καινούργιο Άγιο που να κηρύσσει το «Ομονοείτε».
Ο Άγιος αυτός υπάρχει. Είναι ο εθνομάρτυς Χρυσόστομος Σμύρνης, που εκήρυσσε διαρκώς το «ομονοείτε», γιατί ήθελε δεμένες σφικτά τις πολιτικές, στρατιωτικές, εκκλησιαστικές και πνευματικές δυνάμεις του Γένους. Είναι η στιγμή που όλοι βάλλουν εναντίον μας. Ελπίδα και δύναμη μπορούμε να βρούμε στον εαυτό μας, αν τον υψώσουμε πάνω από τις διαφορές μας. Ο Εθνομάρτυς Χρυσόστομος; Πέρα από το πνεύμα της θυσίας, της εθνικής ομοψυχίας, μπορεί να προσφέρει και στη χειμαζόμενη από την έξαψη του εθνικισμού Ευρώπη ένα μήνυμα χριστιανικής ενότητος. Αυτός ο βαθύτατος Έλλην σ' ένα κείμενό του έγραφε ότι πρέπει να ξεφύγουμε από το πνεύμα των καιρών, «το οποίον είναι ακόμη εθνικιστικόν, να αρθώμεν εις το πνεύμα των αιώνων το οποίον είναι αιώνιον και όπου καταργούνται αι διαιρέσεις και αι διαφοραί ανθρώπου από άνθρωπον και έθνους από έθνος». Ο Χρυσόστομος δεν ήταν απλώς ένας απόστολος του χριστιανικού Ελληνισμού, ήταν αληθής Απόστολος των Εθνών.
Ο Χρυσόστομος θα είχε προ πολλού ανακηρυχθεί Άγιος από την Ελληνική Εκκλησία, αν επιτηδείως δεν διεδίδετο ότι ήτο Μασσόνος. Πράγματι στο «Τεκτονικό Δελτίο» Ιανουαρίου-Απριλίου 1969 (αριθμ. 83-84, σελ. 26) αναγράφεται ότι μεταξύ άλλων εγκρίτων Σμυρναίων, Ελλήνων αξιωματικών και διοικητικών υπαλλήλων μετείχε της μασσονικής στοάς «Ιωνία» και ο Χρυσόστομος, κατά την τριετία 1919-1922. Όμως ο Π.Γ. Κρητικός, επιφανής Έλλην μασσόνος, αφού ερεύνησε επισταμένως το ζήτημα, σε μία ομιλία του (30/1/1969) που δημοσιεύθηκε στον τόμο «Εκατονταετηρίς της σεπτής στοάς "Μέλης"» (Αθήναι 1969) κατέληξε σε αρνητικά αποτελέσματα. Στη σελ. 73 του προαναφερθέντος τόμου ο Π.Γ. Κρητικός γράφει για τον Χρυσόστομο τα ακόλουθα:
«Και διά το θέμα τούτο, ατυχώς, τα αποτελέσματα της ερεύνης, με σκοπόν να συγκεντρώσωμεν πλείονας πληροφορίας, υπήρξαν αρνητικά.
Έρευναι ειδικαί γενόμεναι εν προκειμένω, διά λογαριασμόν μας, υπό τον αδελφον Rιnι de Vriθze, τόσον εις τα Αρχεία της Μεγάλης Ανατολής, όσον και εις εκείνα της Εθνικής Βιβλιοθήκης, ακόμη και πληροφορίαι από αξιωματικούς του Ναυτικού, οίτινες, κατά την καταστροφήν της Σμύρνης, επέβαινον των εκεί γαλλικών πολεμικών, απέμειναν, μέχρις ώρας, άνευ αποτελέσματος, ως ο ίδιος μας πληροφορεί δι' επιστολής του, της 2.11.68.
Προσωπική μας παλαιοτέρα αλληλογραφία μετά της Μεγάλης Ανατολής της Γαλλίας, επί του θέματος, δεν απέληξεν επίσης εις αποτέλεσμα. Ο Μέγας Καγκελάριος, φίλτ. αδ. Legrand, εις φιλόφρονα αδελφικό του πίνακα, δι' ο και τον ευχαριστώ, με επληροφόρησε και πάλιν, ότι ουδέν έχει να με πληροφορήση σχετικώς πλην μιας διαμαρτυρίας, γενομένης τότε υπό επιτροπής, υπό τον αείμνηστον Σιμιτόπουλον,αντίτυπον της οποίας και μοι απέστειλε και εις ην αναφέρεται απλώς και ο Εθνομάρτυς ούτος, ως εν των θυμάτων της Μικρασιατικής Καταστροφης». Στην παραπομπή 22 γράφει:
«Τα ανωτέρω αναφέρω ίνα βεβαιώσω τον Σεβάμιον Σ.Σ. "Μέλης" φίλτατον αδελφόν Φάλμπον, ότι επί μακρόν προσπαθήσαμε να διερευνήσωμεν τα δύο ως άνω θέματα, δι' α τελευταίως ωμίλησεν, άνευ θετικωτέρου ατυχώς αποτελέσματος».
Σαράντος Ι. Καργάκος
Βέροια Λακωνίας-Άγιος Ιωάννης
Πηλίου (Ιούλιος-Αύγουστος1992)
Μνήμη Aγ. Iερομάρτυρος Xρυσοστόμου Σμύρνης
ΤΟY ΔHMHTPIOY KΩNΣTANTAPA-ΣTAΘAPA, ΠPΩHN ΣXOΛIKOY ΣYMBOYΛOY Π.E.
H μνήμη του "Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης και των συν αυτώ αγίων αρχιερέων Γρηγορίου Κυδωνιών, Αμβροσίου Μοσχονησίων, Προκοπίου Ικονίου, Ευθυμίου Ζήλων καθώς και των κληρικών και λαϊκών που σφαγιάσθηκαν κατά την Μικρασιατική Καταστροφή" εορτάζεται εκκλησιαστικά την Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού και διαβάζεται ιδιαίτερη ασματική ακολουθία. "Η εκκλησία και το Έθνος", σημειώνει ο Αρχιεπίσκοπος κ. Χριστόδουλος, ως Μητροπολίτης Δημητριάδος, στην εισαγωγή του βιβλίου "Ο εθνομάρτυς Χρυσόστομος, Μητροπολίτης Σμύρνης, ο Περίβλεπτος" του Σαράντου Καργάκου (έκδ. 1992, σελ. 18), οφείλουν να ενθυμούνται, να μη λησμονούν. Να ενθυμούνται αλλά να μην πενθούν. Γιατί οι άγιοι μάρτυρες πέρασαν στην αθανασία... Με το παρόν σημείωμά μας θα δούμε τη ζωή και το μαρτύριο του αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης μέσα από το Συναξάριο του μηνολογίου της ημέρας από την "Ασματική Ακολουθία του Αγίου Ιερομάρτυρος Χρυσοστομου Μητροπολίτου Σμύρνης (+1922), ποιηθείσα υπό του Μητροπολίτου Πατρών Νικοδήμου (Βαλληνδρά), εντολή και εγκρίσει της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος", ώστε "με επίγνωση και ενσυνείδητη προσοχή να συντηρούμε την πίστη και την ιστορική μνήμη ξαναχαρίζοντας στους εαυτους μας τα εξαγιασμένα πρότυπα της αρετής και της φιλοπατρίας" (κ. Χριστοδουλος, ο.π., σελ.19), για να συμπληρώσει στην προσφώνησή του ο πρωτοπρεσβύτερος π. Θωμάς Συνοδινός, Γεν. Αρχιερατικός Επίτροπος της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, ότι: "Εορτασμό (κάνουμε) όχι μνημόσυνο. Γιατί δέν έχουμε να κάνουμε με νεκρούς, αλλά με αθανάτους" (ό.π., σελ. 26).
Δεν πρόκειται να ασχοληθούμε με τις ενστάσεις που έχουν διατυπωθεί κατά της αγιότητος του εθνομάρτυρα και ιερομάρτυρα αγ. Χρυσοστόμου Σμύρνης. Ασφαλώς αυτοί που τις διατυπώνουν κάποιους λόγους επικαλούνται μέσα στην καλοπροαίρετη αναμφίβολα διάθεσή τους να διαφυλάξουν τον τρόπο που η Ορθόδοξη Εκκλησία μας διακηρύσσει την αγιότητα των εξαιρέτων μελών της. Για εμάς και για τους περισσοτέρους χριστιανούς, και μάλιστα τους έχοντες σχέση με τα αγιασμένα χώματα της Μικρασιατικής γης, δεν τίθεται τέτοιο θέμα. Για εμάς ο άγιος Χρυσόστομος αποτελεί σύμβολο αγάπης προς τον Θεό και χρέους προς την πατρίδα, δεδομένου μάλιστα ότι εκπροσωπεί όλους τους πεσόντες και αναιρεθέντες ποικιλοτρόπως κατά τη Μικρασιατική καταστροφή, κάτι που αποδεικνύεται περίτρανα από την ιδιαίτερη αγάπη που τρέφουν προς αυτόν όλοι οι Μικρασιάτες, έκφραση της οποίας αποτελούν τα διαρκώς πυκνούμενα γι' αυτόν βιβλία που εκδίδονται, τα ποιήματα που γράφονται, τα αφιερώματα που γίνονται κάθε χρόνο στη μνήμη του, οι προτομές που φιλοτεχνούνται σε περιοχές που υπάρχουν και ζουν Μικρασιάτες, οι ναοί που κτίζονται στη μνήμη του.
Κι είναι ευκαιρία, με το αφιέρωμα τούτο, να τονίσουμε για μια ακόμη φορά την αγιότητα του μαρτυρικού ιεράρχη, γιατί αποδεικνυόμενη αυτή ιδίως από τις τελευταίες στιγμές της ζωής του γίνεται φάρος και οδοδείκτης για όλους μας, κληρικούς και λαϊκούς. Είναι όντως συγκλονιστικές οι περιγραφές του τέλους του κι είναι σα να διαβάζουμε και πάλι από το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων τις τελευταίες στιγμές του πρωτομάρτυρα και αρχιδιακόνου Στεφάνου. Τις περιγραφές αυτές κάνει όχι ένας απλός άνθρωπος, του οποίου ίσως μπορούμε να αμφισβητήσουμε την ακρίβεια των λόγων του, ούτε κι ένας ραψωδός που μεγεθύνει τα γεγονότα στην εξιστόρησή τους, αλλά ένας επιστήμονας, αυτόπτης συγκλονιστικού γεγονότος, ο ακαδημαϊκός καθηγητής Γεώργιος Μυλωνάς, και μάλιστα σε ομιλία του επίσημη, στις 14 Δεκεμβρίου 1982, στην Ακαδημία Αθηνών. Παραθέτουμε αυτούσια τα τελευταία λόγια της ομιλίαςαυτής:
«Θα μου επιτρέψετε να τελειώσω την ομιλία μου με μία προσωπική μαρτυρία, που για πρώτη φορά εξομολογούμαι.» Κατά τις τελευταίες ημέρες του Σεπτεμβρίου 1922 μία ομάδα φοιτητών του International College της Σμύρνης και εγώ βρεθήκαμε φυλακισμένοι σε απαίσιο υπόγειο, σ' ένα από τα μπουντρούμια του Διοικητηρίου της Σμύρνης. Σ' αυτό ήταν ασφυκτικά στριμωγμένοι Έλληνες Χριστιανοί αιχμάλωτοι, μάλλον άνθρωποι προωρισμένοι για θάνατο. Τις βραδυνές ώρες φύλακες μ' επικεφαλής Τουρκοκρήτα παρελάμβανον θύματα που ετυφεκίζοντο. Στις 5 το απόγευμα της τελευταίας ημέρας του θλιβερού Σεπτεμβρίου, ο Τουρκοκρής εκείνος με διέταξε να τον ακολουθήσω στην αυλή.
«Είσαι δάσκαλος;» με ρωτά. «Αυτήν την τιμή είχα» του απαντώ. «Και οι άλλοι που ήσαν μαζί σου είναι φοιτητές;» - «Ναί», του λέγω. «Γρήγορα μάζεψέ τους και φέρε τους εδώ». - «Ελάτε μαζί μου έξω», λέγω στους συντρόφους μου. «Φαίνεται ότι ήρθε η ώρα μας. Εμπρός με θάρρος».
Ποια ήταν η έκπληξή μας όταν ακούσαμε τον Τούρκο-Κρητικό να λέει: «Δεν θα σάς σκοτώσω, θα σάς σώσω. Απόψε θα θανατωθούν όλοι όσοι είναι στο μπουντρούμι, γιατί έφεραν και άλλους που δεν έχουμε χώρο να τους στοιβάξουμε. Θα σάς σώσω σήμερα, γιατί ελπίζω αυτό να με βοηθήσει να λησμονήσω μία τρομερή σκηνή που αντίκρυσαν τα μάτια μου, σκηνή στην οποία έλαβα μέρος».
Και συνέχισε «Παρακολούθησα το χάλασμα του Δεσπότη σας. Ήμουν μ' εκείνους που τον τύφλωσαν, που του ‘βγάζαν τα μάτια και αιμόφυρτο, τον έσυραν από τα γένεια και τα μαλλιά στα σοκάκια του Τουρκομαχαλά, τον ξυλοκοπούσαν, τον έβριζαν και τον πετσόκοβαν. Βαθειά εντύπωση μου έκανε και αξέχαστος παραμένει η στάση του. Στα μαρτύρια που τον υπέβαλαν δεν απήντα με φωνές, με παρακλήσεις, με κατάρες.
»Το πρόσωπό του το κατάχλωμο, το σκεπασμένο με το αίμα των ματιών του, το πρόσωπό του είχε εστραμμένο προς τον Ουρανό και διαρκώς κάτι ψιθύριζε που δεν ηκούετο πέρα από την περιοχή του. Ξέρεις εσύ, δάσκαλε, τι έλεγε;» - «Ναί ξέρω» του απήντησα. «Έλεγε: Πάτερ Άγιε, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι». - «Δεν σε καταλαβαίνω, δάσκαλε, μά δεν πειράζει. Από καιρού σε καιρό, όταν μπορούσε, ύψωνε κάπως το δεξί του χέρι και ευλογούσε τους διώκτες του. Κάποιος πατριώτης μου αναγνωρίζει την χειρονομία της ευλογίας, μανιάζει, μανιάζει και με το τρομερό μαχαίρι του κόβει και τα δυο χέρια του Δεσπότη. Εκείνος σωριάστηκε στη ματωμένη γη με στεναγμό που φαινόταν ότι ήταν μάλλον στεναγμός ανακουφίσεως παρά πόνου. Τόσο τον λυπήθηκα τότε που με δυο σφαίρες στο κεφάλι τον αποτελείωσα. Αυτή είναι η ιστορία μου. Τώρα που σάς την είπα ελπίζω πως θα ησυχάσω. Γι' αυτό σάς χάρισα τη ζωή». «Και που τον έθαψαν;» ρώτησα με αγωνία. «Κανείς δεν ξέρει που έρριξαν το κομματιασμένο του κορμί»».
Αυτή είναι η μαρτυρία ενός αυτόπτη μάρτυρα, που φανερώνει, όπως είπαμε, το μέγεθος της αγιότητας του μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου, αφού στην πίστη μας την ορθόδοξη εκείνο που αποτελεί αποδεικτικό μεγάλης αγιότητας είναι η αγάπη που απλώνεται και προς τον εχθρό. Και τίποτε να μην ξέραμε για τον άγιο Χρυσόστομο, και μύρια όσα να του έχουν καταλογιστεί, το τέλος του είναι εκείνο που φανερώνει την εσωτερική, της καρδιάς του, ποιότητα. Κι ο άγιος Χρυσόστομος σαν τον Χριστό, σαν τον άγιο Στέφανο, σαν τους αποστόλους και όλους τους άγιους μάρτυρες ευλογεί τους διώκτες του και προσεύχεται γι' αυτούς. Μόνον όποιος διακατέχεται πλούσια από αυτό το πνεύμα του Χριστού ξέρουμε ότι ανήκει σ' Εκείνον και προεκτείνει την αγιότητα Εκείνου. «Τι έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων;»
Δεν θέλουμε να μακρηγορήσουμε. Τα πράγματα μιλούν από μόνα τους. Ας επιτραπεί όμως ως κατακλείδα στη μικρή αυτή αναφορά να μεταφέρουμε ένα απόσπασμα από ένα ποίημα που έχει γραφεί ακριβώς για τον άγιο:
Του Μακαριστού Μητροπολίτου Νέας Σμύρνης κυρού Αγαθαγγέλου
Του Αρχιποίμενος Χριστού μαθητής και μιμητής ανεδείχθη «ο συναριθμούμενος τοις απ' αιώνος αγίοις και μάρτυσι της Εκκλησίας»1 Μητροπολίτης Σμύρνης Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ς Καλαφάτης (1922). Η πολυεδρική αυτού προσωπικότης, η λάμψις της αγίας και εναρέτου αυτού πολιτείας και το πολυμερές και πρωτότυπον εκκλησιαστικόν, φιλανθρωπικόν, κοινωνικόν, επιστημονικόν και εθνικόν αυτού έργον γεννούν εις τας τάξεις του πληρώματος της Αγιωτάτης ημών Εκκλησίας το θάμβος και την έκπληξιν και εις την ψυχήν του Ελληνικού Έθνους την ευγνωμοσύνην και τον θαυμασμόν και αποβαίνουν αντικείμενον διεξοδικής μελέτης από ειδικούς ερευνητάς. Και ως εκκλησιαστικός ποιμήν και ως εθνικός ανήρ ο νέος ούτος της Εκκλησίας ιερομάρτυς ήτο αστείρευτος δεξαμενή δυνάμεως, άσβεστος φλόξ θερμουργού πίστεως, υπερκόσμιος λάμψις αγαθωσύνης, πυρά αγάπης δυνατή, ακτίς ζωογόνου χαράς, υετός χάριτος, γλυκεία αύρα του Αγίου Πνεύματος. Η παρουσία του εν μέσω του λαού αυτού έφερεν εις τον νουν πάντων την εικόνα ορμητικού ποταμού η αγωνιστικού στίβου, διότι εντός της η μαρτυρική εκείνη μορφή ενέκλειεν αντοχήν, δύναμιν και δημιουργίαν. Εις στιγμάς κρισίμους του Έθνους και εις χρόνους της Εκκλησίας δυσχερείς υπήρξεν απόστολος της χριστιανικής Ορθοδοξίας και εμψυχωτής του χειμαζομένου και αγωνιζομένου λαού⋅ δι' όλης δε της πολυσχιδούς αυτού δράσεως, κατ' εξοχήν δε δια του αγίου και ενδόξου αυτού μαρτυρίου επεσφράγισε την αξίαν της αμωμήτου ημών Πίστεως και το μεγαλείον της Πατρίδος και υψώθη δικαίως εις την συνείδησιν του λαού του Κυρίου εις άγιον και ένδοξον ιερομάρτυρα της Εκκλησίας και εις την ψυχήν του Ελληνισμού εις ηρωϊκόν και περίδοξον εθνομάρτυρα.
Περιεβλήθη τον φωτοστέφανον του ιερομάρτυρος και εθνομάρτυρος «ο άγγελος της εν Σμύρνη Εκκλησίας»2, καθ' όσον «γενναίως αθλήσας υπέμεινεν υπέρ Πατρίδος και Πίστεως θάνατον»3, όπως ακριβώς οι μάρτυρες της πίστεως, οίτινες προσηνέχθησαν τω Κυρίω «ιερεία έμψυχα, ολοκαυτώματα λογικά»4, προκειμένου να στερεωθή το οικοδόμημα της Εκκλησίας. Αλλά και οι συν αυτώ αναιρεθέντες συναθληταί Ιεράρχαι Γ ρ η γ ό ρ ι ο ς επίσκοπος Κυδωνιών, Α μ β ρ ό σ ι ο ς επίσκοπος Μοσχονησίων, Π ρ ο κ ό π ι ο ς επίσκοπος Ικονίου και Ε υ θ ύ μ ι ο ς επίσκοπος Ζήλων, ως και το πλήθος των ιερέων, ιερομόναχων, μοναχών και μοναζουσών και πάντων των από του πιστού και ορθοδόξου λαού θυμάτων του Μικρασιατικού ολοκαυτώματος του έτους 1922 και ούτοι γενναίως «υπομείναντες τον πειρασμόν ...έλαβον τον στέφανον της ζωής, ον επηγγείλατο Κύριος τοις αγαπώσιν αυτόν»5. Διο και από της επομένης της υπέρ πίστεως και πατρίδος προσενεχθείσης αμώμου θυσίας τούτων, η καθολική της Εκκλησίας συνείδησις - έσχατον κριτήριον της αληθείας και της πίστεως εν τη Ορθοδόξω ημών Εκκλησία - φερομένη εις τας καρδίας και εκφραζόμενη δια των χειλέων πολλών από του ιερού Κλήρου και του φιλοθέου λαού εζήτει την αναγνώρισιν και κατάταξιν εις την χορείαν των αγίων μαρτύρων πάντων των εν έτει 1922 κατά την θλίψιν την Μεγάλην εν Μικρασία δια την αμώμητον ημών ορθόδοξον πίστιν μαρτυρησάντων.
Ούτω το Πατριαρχείον Αλεξανδρείας πρώτον, αποδιδόν την οφειλομένην τιμήν προς τον εθνομάρτυρα Σμύρνης Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ν , υπέβαλε κατά μήνα Μάρτιον του έτους 1923 πρότασιν και εις τας άλλας Ορθοδόξους Εκκλησίας δια την κατάταξιν αυτού μεταξύ των μαρτύρων της πίστεως. Εν συνεχεία, δι' αιτήσεων και εκθέσεων κατά καιρούς προς την Εκκλησίαν, Μικρασιατικά Σωματεία και επιζώντες αυτόπται μάρτυρες του μαρτυρίου εζήτουν επίσης την ανακήρυξιν των μορφών εκείνων ως αγίων. Κατ' εξοχήν όμως εις τους εσχάτους χρόνους, οπότε και το ζήτημα ωρίμασε, ενετάθη κίνησις δια την αναγνώρισιν της αγιότητος των ως άνω νέων μαρτύρων τροφοδοτηθείσα κυρίως υπό Αρχιερέων της Ελλαδικής Εκκλησίας, όπως των Σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών Φλωρίνης κ. Αυγουστίνου (1988), Νέας Σμύρνης κ. Αγαθαγγέλου (1988), Κορινθίας κ. Παντελεήμονος, Δημητριάδος κ. Χριστοδούλου, Καλαβρύτων και Αιγιαλείας κ. Αμβροσίου κ.α. Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, εν αγίω Πνεύματι συνελθούσα εις τακτικήν αυτής συνεδρίαν υπό την προεδρίαν του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Σεραφείμ την 4ην του μηνός Νοεμβρίου του σωτηρίου έτους 1992, τη ορθοδόξω παραδόσει κατακολουθούσα και υπ' όψει λαβούσα εμπεριστατωμένην εισήγησιν του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρών κ. Νι κ ό δ η μ ο υ , προέδρου της επί των Νομοκανονικών ζητημάτων Συνοδικής Επιτροπής της Εκκλησίας, υιοθέτησε το αίτημα του ιερού Κλήρου και του ευσεβούς λαού, α ν α κ η ρ ύ ξ α σ α ως αγίους τον εθνομάρτυρα επίσκοπον Σμύρνης Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ν και πάντας τους συν αυτώ από του ιερού Κλήρου και του Ορθοδόξου λαού δια του ιδίου αίματος δοξάσαντας τον Κύριον και καταρδεύσαντας το αειθαλές και αγλαόκαρπον της Αγίας ημών Εκκλησίας δένδρον και καθορίσασα «όπως... οι εν λόγω μάρτυρες ιεροτελεστίαις τιμώνται και ύμνοις εγκωμίων γεραίρωνται κατ' έτος την Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού»6. Συνοδική μετά ταύτα εντολή ανετέθη εις τον πεπνυμένον Ιεράρχην Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Πατρών κ. Νικόδημον η εκπόνησις εορτίου Ασματικής Ακολουθίας, εις τιμήν και μνήμην των νεομαρτύρων τούτων, η οποία και ποιηθείσα και εν τη Ιερά Συνόδω υποβληθείσα έτυχε της εγκρίσεως Αυτής και ευλογίας.
Η Ιερά Μητρόπολις Νέας Σμύρνης, αναλαμβάνουσα, θεία συνάρσει, ιδίαις δαπάναις, την πρώτην ταύτην έκδοσιν της παρούσης Ασματικής Ακολουθίας, ευγενώς παραχωρηθείσης υπό του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρών κ. Νι κ ό δ η μ ο υ , τον Οποίον και από της θέσεως αυτής ευχαριστούμεν, εκτιμώσα δε το θαυμαστόν τούτο γεγονός ως ιδιαιτέραν ευλογίαν Θεού, αισθάνεται χρέος ιερόν το μεν, όπως αναπέμψη αίνον και δοξολογίαν εις τον Δομήτορα της Αγίας ημών Εκκλησίας Κύριον Ιησούν, τον αναδείξαντα εν τοις εσχάτοις χρόνοις τον μακαριστόν επίσκοπον Σμύρνης Χ ρ υ σ ό σ τ ο μ ο ν «εκλεκτόν Θεού, άγιον και ηγαπημένον»7, εκφράση ευγνωμοσύνην βαθείαν εις την Αγίαν και Ιεράν Σύνοδον της Εκκλησίας της Ελλάδος, την δια πράξεως Αυτής ακριβώς και πιστώς επισφραγίσασαν την επιμαρτυρίαν του Θεού περί της αγιότητος αυτού, ευχαριστίας δε ολοκαρδίους εις την σεπτήν των Ελλήνων Ιεραρχών χορείαν, οίτινες, κατακολουθούντες τη καθολική πίστει της Εκκλησίας και του ποιμνίου αυτών, συνηγόρησαν ενθέρμως υπέρ της προτάσεως και ημών δια την εις ά γ ι ο ν αναγνώρισιν του αοιδίμου ιερομάρτυρος Σμύρνης Χ ρ υ σ ο σ τ ό μ ο υ , το δε, όπως εκτενώς δεηθή του Κυρίου, ίνα αναδείξη εις τον αμπελώνα Αυτού εργάτας, οίτινες θα «περιπατήσουν αξίως της κλήσεως, ης κληθήσονται»8, όπως και ο άγιος και ένδοξος ιερομάρτυς Χρυσόστομος ο νέος, επίσκοπος Σ μ ύ ρ ν η ς , «ον γεραίροντες υμνούμεν και αιτούμεθα πρεσβεύειν υπέρ του Έθνους ημών»9.
Εν Νέα Σμύρνη τη 12.9.1993
† Ο Νέας Σμύρνης Αγαθάγγελος