Όταν το πρωϊνό της Δευτέρας, 28ης Οκτωβρίου 1940, ακούστηκαν οι σειρήνες του πολέμου, ο Ελληνικός Λαός ξεχύθηκε στους δρόμους σαν να άρχιζε κάποιο πανηγύρι. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά τραγουδούσαν πατριωτικά τραγούδια
και κατευόδωναν τους στρατιώτες μας, που «με το χαμόγελο στα χείλη» τραβούσαν για το Μέτωπο, απ’ όπου ήδη οι Ιταλοί επιδρομείς είχαν εισβάλει στην Χώρα μας.
Όλοι οι Έλληνες, χωρίς κανένα ίχνος φόβου, έμοιαζαν σαν νάτανε μεθυσμένοι για τις νίκες του Στρατού μας, που τις μάντευαν και τις περίμεναν. Γινόταν αυτό που είχε πη ο εθνικός μας ποιητής, ο Κωστής Παλαμάς : «Αυτό το λόγο θα σας πω, δεν έχω άλλο κανένα. Μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα».
Ναι ! Μ’ εκείνο το κρασί της αθάνατης λεβεντιάς του Εικοσιένα είχαν μεθύσει οι Έλληνες του 1940. Γιατί, χωρίς να υπολογίσουν τους κομπασμούς του Μουσολίνι, χωρίς να λάβουν υπ’ όψη τους την υπεροπλία και τον τεράστιο αριθμό των Ιταλών στρατιωτών. Και, κυρίως, χωρίς να πτοηθούν από το στοιχείο του αιφνιδιασμού, είπαν τον λόγο του πρωθυπουργού Ιωάννου Μεταξά προς τον Ιταλό πρεσβευτή, τον Γκράτσι, που τον επισκέφθηκε στο σπίτι του, στις 3 μετά τα μεσάνυχτα, ξημερώνοντας η 28η Οκτωβρίου 1940 : «Λοιπόν, έχουμε πόλεμο». Αυτή η φράση ήταν το θρυλικό «ΟΧΙ», που το επανέλαβαν κατόπιν οι Στρατιώτες μας και σύσσωμος ο Ελληνικός Λαός.
-Β-
Αυτό το «ΟΧΙ» το εξέφραζε περίφημα με την δυνατή πέννα του ο τότε κορυφαίος αρθρογράφος και διευθυντής της Εφημερίδος «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» αείμνηστος Γεώργιος Βλάχος. Σε άρθρο του, λοιπόν, που δημοσιεύθηκε στις 29 Οκτωβρίου 1940 στην εν λόγω εφημερίδα και με τίτλο «το στιλέτον», ετόνιζε και αυτά : «...Διατί πριν εδώ κινηθή προς τον πρωθυπουργικόν οίκον ο φαιδρότατος αντιπρόσωπός των και κινηθή εις την Ήπειρον ο στρατός των, δεν έρριπταν (οι Ιταλοί) ένα πρόχειρον βλέμμα εις την Ελληνικήν Ιστορίαν ; ... Πότε η Ελλάς παρεδόθη αμαχητί ; Πότε ενικήθη πριν ποτίση το χώμα της με την τελευταίαν ρανίδα του αίματός της ; Εις ποίαν στιγμήν έκαμε λογαριασμούς των δυνάμεών της προς τας δυνάμεις του αντιπάλου της, δια να μάθη έπειτα αν έχη την δυνατότητα να υπερασπίση την τιμήν της ; ... Φάρος λαμπροτάτου φωτός η Ελλάς καταυγάσασα τους αιώνας, έδωσεν εις όλην την ανθρωπότητα όχι μόνον την ζωήν, το φως, τον πολιτισμόν, τα γράμματα και τας τέχνας, αλλά και το παράδειγμα της αυτοθυσίας και του ηρωϊσμού... Κληρονόμοι πλούτου τόσον μεγάλου, βαρείς από τον φόρτον τόσων θρύλων και τόσων παραδόσεων, πως μας εφαντάσθησαν τώρα (οι Ιταλοί) κύπτοντας εμπρός εις τα κατάστιχα των πετρελαίων και της βενζίνης και των μηχανοκινήτων μονάδων και αποφασίζοντας να παραδώσωμεν την Ιστορίαν μας εις τους αριθμούς, και εις τα πετρέλαια την τιμήν μας ; ... ΘΑ ΑΠΟΘΑΝΩΜΕΝ ΟΛΟΙ. Διότι... εκεί εις την γωνίαν όπου ηλπίζαμεν ότι δεν θα μας φθάσουν αι σφαίραι και τα θραύσματα των οβίδων (της πολεμικής συρράξεως που κυριαρχούσε στην Ευρώπη), παρουσιάσθη εξαφνικά το στιλέτον. Θα το υποδεχθώμεν - το υπεδέχθημεν ήδη - με το μέτωπον υψηλά, με το στήθος προτεταμένον, με τας χείρας ενόπλους, με κάτι ανώτερον από τον χάλυβα, τα αεροπλάνα και το πετρέλαιον. Με το θάρρος και με τα πτερά της ψυχής. Θα αποθάνωμεν όλοι... Και αν οι Ιταλοί κατορθώσουν να νικήσουν ένα Λαόν, ο οποίος έχει αποφασίσει να αποθάνη , ε, τότε, θα είναι η από αιώνων πρώτη μεγάλη και
· /·
-2-
παράδοξος νίκη των. Αλλ αὐτὸ δεν θα συμβή. Η Ἑλλὰς θα νικήση, θα νικήση η αυτοθυσία, το θάρρος, η Ιδέα - και το στιλέτον θα ηττηθή». (Γ. Α. Βλάχου : Άρθρα του Πολέμου 1940-41, Αετός Α.Ε. Αθήναι 1945, σελ. 5-6).
-Γ-
Όμως, η αγαπημένη μας Πατρίδα, πέρα από την αυτοθυσία και το θάρρος του Στρατού και του Λαού μας, είχε γερό αντιστύλι την Πίστη στον Τριαδικό Θεό και την εμπιστοσύνη στην Παναγία, την Ύπέρμαχο του Έθνους μας Στρατηγό. Γιατί, όταν τον Δεκαπενταύγουστο του 1940 ιταλικό υποβρύχιο εβύθιζε το εύδρομο «ΕΛΛΗ» στο λιμάνι της Τήνου, όπου βρισκόταν για ν’ αποδώση τιμές στην γιορτή της Θεομήτορος, ο Λαός μας είχε ακράδαντη την πεποίθηση, ότι η Θεοτόκος θα εκδικήση την πρωτοφανή εκείνη βεβήλωση. Και παρά το ότι η Ελληνική Κυβέρνηση για λόγους σκοπιμότητος δήλωσε ότι «αγνώστου εθνικότητος» υποβρύχιο έπληξε την «ΕΛΛΗ», η διαίσθηση του Λαού εγνώριζε τον θρασύδειλο δολοφόνο από την πρώτη στιγμή. Έτσι, όταν στις 28 Οκτωβρίου 1940 άρχισε ο Ελληνοϊταλικός Πόλεμος, οι Έλληνες ξεπροβόδιζαν τους στρατιώτες μας με την θερμή ευχή : «Νικηταί υπό την σκέπην της Παναγίας». Και είναι ακριβώς αυτή η ευχή, που γράφτηκε σαν αφιέρωση πίσω από τις μικρές εικόνες της Μεγαλόχαρης από τον Μεγάλο εκείνο Πρωθιεράρχη, τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρύσανθο τον από Τραπεζούντος, τις οποίες εικόνες είχε δώσει εντολή να προσφερθούν σε όλα τα μαχόμενα παιδιά της Πατρίδος μας: «Νικηταί υπό την σκέπην της Παναγίας».
-Δ-
Αυτήν ακριβώς την βοήθειαν της Κυρίας Θεοτόκου ας ακούσουμε πως την περιγράφει, πάλι με την δυνατή πέννα του, ο Γεώργιος Βλάχος, ο διευθυντής και αρθρογράφος της «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ», μετά την κατάληψη της Κορυτσάς : «Εκεί, εις το μακρυνό νησί του Αιγαίου (στην Τήνο) επιστρέφει τώρα η Υπέρμαχος Στρατηγός. Η θύρα της Εκκλησίας είναι κλειστή. Τα κανδήλια φωτίζουν με το ωχρό τους φως την εικόνα, και γύρω λάμπουν ασημένια, χρυσά, αδαμαντοκόλλητα τα αναθήματα των πιστών. Η θύρα είναι κλειστή και η Παναγία περνά. Θα σταθή εκεί εμπρός εις το Ιερόν, να ζητήση την προστασίαν των Ουρανών δια τους νεκρούς, δια τα ορφανά του πολέμου. Θα υψώση τα χέρια Της δια να απαλύνη των τραυμάτων τους πόνους, με το μειδίαμά της θα στειρεύση τα δάκρυα, με το βλέμμα της θα παρηγορήση. Και έπειτα θα καθήση κατάκοπος : Είχεν αυτές τις ημέρες δουλειά, πολλή δουλειά η Παναγία επάνω εις τα βουνά της Ηπείρου...» (Γ.Α. Βλάχου ο.π. σελ. 57).
-Ε-
Ναι, αγαπητοί μου Χριστιανοί ! Αυτό είναι σε αδρές γραμμές το θαύμα του 1940-41, που είχε δύο αρχές : Την αυτοθυσία και τον ηρωϊσμό του Στρατού μας, καθώς και την Πίστη την ακλόνητη στην βοήθεια του Θεού και στην προστασία της Παναγίας, της Ηγεσίας - Πολιτειακής, Πολιτικής, Στρατιωτικής και Εκκλησιαστικής. Μας χρειάζονται και σήμερα αυτά τα ιδανικά, σε καιρούς που ο αμοραλισμός και η αδίστακτη κερδοσκοπία έχουν αρχίσει αδίστακτα την προσπάθειά τους να συντρίψουν ό,τι κράτησε όρθιο τον μικρό μεν σε έκταση, αλλά κατάφορτο από δόξα αυτόν τον τόπο. Κρατάτε, λοιπόν, τα ιδανικά του Έπους του 1940-41. Ψηλά οι καρδιές. Μη φοβάστε τις δυσκολίες των καιρών και μη αποκάμνετε. Ο Θεός θα μας εξαγάγη «εις αναψυχήν», όπως τότε, όπως πάντα.
Χρόνια πολλά σε όλους, άγια και αγωνιστικά.
Διάπυρος προς Χριστόν ευχέτης
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† Ο Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανής και Κονίτσης Α Ν Δ Ρ Ε Α Σ