Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2011

Μνήμες του ᾽40

Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Ο αγώνας του ’40 δεν ήταν αποτέλεσμα μιας ηθελημένης απόφασης. Αν ρωτιόντουσαν οι Έλληνες αν θα ήθελαν τον πόλεμο ή θα προτιμούσαν να ζήσουν ειρηνικά, η απάντηση θα ήταν αυτονόητη. Όμως πιο πάνω από τον εαυτό, την οικογένεια, το πρόγραμμα της ζωής, τα αγαθά, τις χαρές και τις λύπες της καθημερινότητας, τις ελπίδες και τα όνειρα, υπήρχαν δύο έννοιες μοναδικές: η ελευθερία και η αξιοπρέπεια.
Ο αγώνας του ’40 δεν ξεκίνησε με την βεβαιότητα της νίκης. Άμυνα κι ανάγκη ήταν η βάση του. Και μια πολιτική ηγεσία που δεν ήταν αγαπητή από τους περισσότερους, αλλά που ήξερε να αρθεί στις απαιτήσεις των περιστάσεων. Που είχε προβλέψει ότι ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος στρατιωτικά και είχε ετοιμάσει τις γραμμές της άμυνας. Που έκανε ό,τι μπορούσε για να μην οδηγηθεί σ’ αυτόν, χωρίς εύκολους λεονταρισμούς, ακόμη κι όταν ο εχθρός τορπίλιζε το «Έλλη» ανήμερα της Παναγίας στην Τήνο. Που είχε χαράξει από πριν τις συμμαχίες της. Που ενώ στον προηγούμενο μεγάλο πόλεμο ήταν γερμανόφιλη και συντέλεσε στον διχασμό, που προέβλεψε την μικρασιατική καταστροφή σε πείσμα όλων των άλλων, αντιπάλων και φίλων της αλλά δεν εισακούσθηκε από τους κρατούντες, που επέβαλε ένα καθεστώς ανάλογο με το ιταλικό, εντούτοις δεν δέχθηκε να αποχωριστεί από τους συμμάχους και προέβλεψε μακροπρόθεσμα και την έκβαση του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και ήταν με το μέρος των νικητών. Μια ηγεσία που την χαρακτήριζε, πέρα από τις εμμονές της, ο ρεαλισμός, η διπλωματικότητα, η ικανότητα να οργανώσει αντίσταση και να εμπνεύσει το λαό να παλέψει για την ελευθερία και την αξιοπρέπειά του. Γι’ αυτό τελικά αυτή η ηγεσία, πέρα από τις άλλες αμαρτίες της, έμεινε στην Ιστορία.
Ο αγώνας του ‘ 40 ήταν ο αγώνας ενός ολόκληρου λαού που μέσα του κρατούσε ζωντανή την ιδέα της ελευθερίας του. Γίνεται 18 χρόνια μετά την μεγάλη καταστροφή της Μικρασίας, τον ξεριζωμό και την προσφυγιά. 8 χρόνια μετά την χρεωκοπία εξαιτίας του κραχ του μεσοπολέμου και της αδυναμίας της ηγεσίας, αλλά και της χώρας να αντέξει τις δυσκολίες προσαρμογής σε ένα περιβάλλον οικονομικά ασταθές και να επουλώσει τις πληγές από τον διχασμό. ΚΙ όμως, την δύσκολη ώρα, εκεί που θα νόμιζε κάποιος κινούμενος με την λογική ότι ο λαός θα συμβιβαστεί και θα αποδεχθεί την υποδούλωση στο βωμό της ησυχίας και της «ειρήνης», ο λαός αντιτάσσει το ΟΧΙ, πολεμά με την καρδιά του και νικά, γεννώντας και ζώντας ένα θαύμα που ελάχιστοι λαοί στην Ιστορία έχουν πετύχει.
Ο αγώνας του ’40 έκανε να κινητοποιηθούν όλες οι δυνάμεις του Έθνους. Η πίστη στο Θεό και η στήριξη της Εκκλησίας, οι μνήμες της Ιστορίας , η αίσθηση ότι κανένας πόλεμος δεν είναι χαμένος από πριν, αλλά και το ότι αν υπάρχει η απόφαση για να δώσει κάποιος το αίμα του, τότε αυτό πολλαπλασιάζει τις δυνάμεις του και τον βγάζει από την πραγματικότητα του θεατή, κάνοντάς τον αγωνιστή, συνέβαλαν στο θαύμα. Και έκαναν τον αγώνα, το λαό, το Έθνος μας , την χρονική στιγμή να περάσουν στην αθανασία της Ιστορίας και της συλλογικής μνήμης, όχι μόνο της δικής μας, αλλά και όλων των ανθρώπων.
Ζούμε στιγμές σήμερα ιστορικές. Μόνο που με θλίψη βλέπουμε τις ηγεσίες μας να μην μπορούν να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων. Δεν πρόβλεψαν. Δεν οργανώθηκαν εγκαίρως. Δεν είχαν άμυνες. Δεν θέλησαν να αντισταθούν. Άφησαν να εκμαυλιστεί ο λαός, για να είναι άθυρμα στα χέρια τους και να απολαμβάνουν την εξουσία με τα προνόμιά της. Δεν θέλησαν να συμμαχήσουν με εκείνους που θα μπορούσαν να βοηθήσουν, αλλά παραδόθηκαν στο σύγχρονο εχθρό, τον πολιτιστικό και οικονομικό ιμπεριαλισμό, ο οποίος μας πρότεινε, με αντάλλαγμα την ελευθερία μας, τον καταναλωτισμό και την ατομοκρατία, το ξερίζωμα της συλλογικής μνήμης και της πίστης στο Θεό, την εγκατάλειψη της ιστορικής συνείδησης για να γίνουμε πολίτες του κόσμου χωρίς ραχοκοκαλιά, την παράδοση τελικά σε έναν φιλήδονο και αυτάρεσκο τρόπο ζωής που δεν ήταν για λίγους, αλλά για όλους. Κι εμείς ακολουθήσαμε τις ηγεσίες μας στο δρόμο αυτό, νομίζοντας ότι δεν θα ερχόταν η ώρα του πολέμου.
Όμως ο πόλεμος τελικά έφτασε. Και καλούμαστε ως λαός πλέον να στραφούμε και πάλι στις μνήμες του ‘ 40 για να παλέψουμε τουλάχιστον. Να πούμε ΟΧΙ στην παράδοση της ελευθερίας και της αξιοπρέπειάς μας, τώρα που καταλάβαμε ποιοι ήταν οι Δαναοί που μας έφερναν τα δώρα. Να πούμε ΟΧΙ σε όλους εκείνους που μας πηγαίνουν ως «αμνούς εναντίον του κείροντος αυτούς» για να μας αναγκάσουν όχι απλώς να παραδώσουμε τα αγαθά μας, αλλά την ψυχή και την ελευθερία μας για 10, 20 ή και περισσότερα χρόνια, στο όνομα της επιβίωσης και της διατήρησης των ελάχιστων αγαθών. Να πάρουμε την απόφαση να συμβιβαστούμε με τα λίγα, αλλά να κρατήσουμε την ψυχή μας. Και να προσπαθήσουμε, ξεκινώντας από την αρχή, από το χώμα μας, από τις δυνάμεις του πνεύματός μας, από την δημιουργικότητά μας, από την φιλόσοφο διάθεσή μας να ξαναχτίσουμε όχι ένα κράτος απλώς, αλλά μια νοοτροπία που θα λειτουργεί πιο συλλογικά, που θα βλέπει και το διπλανό, που δεν θα νοιάζεται μόνο για τα προσωπικά αγαθά. Μια νοοτροπία που θα προχωρεί με γνώμονα την πρόοδο όλων και την αγάπη ως βάση. Για να γίνει αυτό χρειάζεται αυτοκριτική, αντίσταση και πίστη. Όλα αυτά δηλαδή τα οποία περιθωριοποιήσαμε ηγεσία και λαός τα χρόνια της ευμάρειας και των παχιών αγελάδων. Και ο Θεός δεν θα μας εγκαταλείψει στα όρη που χρειάζεται να ανεβούμε και πάλι για να πολεμήσουμε.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...