Χίος, ὡραῖο νησί κι ἄν δέν φόρεσες δαφνόκλαρα, σοῦ φτάνει γιά δόξα σου τό ἀκάνθινο τοῦ μαρτυρίου στεφάνι.
Ἡ Χἀρις τῆς Τρισηλίου Θεότητος, τοῦ ἀνάρχου Πατρός, τοῦ συνανάρχου Υἱοῦ καί τοῦ συναϊδίου Ἁγίου Πνεύματος, μέ τήν βοήθεια τῆς Παναγίας μας, τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Ἀποστόλου καί Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου καί πάντων τῶν ἁγίων τοῦ νησιοῦ μας, μέ φέρνει καί πάλι σήμερα «εἰς τήν γῆν ἐξ ἧς ἐλήφθην», στή Χίο μας.
Στή Χίο, σταυροδρόμι πολιτισμῶν μὲ χιλιάδες χρόνια ἔνδοξης ἱστορίας.
Στή Χίο, ἔμ πνευ ση καί δι δα σκα λεῖ ον τῶν Ὁ μη ρι κῶν ἐπῶν.
Στή Χίο, τόπος δημιουργίας φημισμένων καλ λι τε χνι κῶν ρευμάτων.
Στή Χίο, πρωτοπόρα στὴ δημοκρατική πολιτειακή ὀργάνωση.
Στή Χίο, μεγάλη ναυτική καὶ ἐμπορική δύναμη μὲ τὰ καράβια της σὲ ὅλα τὰ λιμάνια τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ κόσμου.
Στή Χίο, ἰ σχυ ρή καί γενναία στὴ ναυ μα χί α τῆς Λά δης ἔ ναν τι στὸν Ἀ σι α τι κό Δε σπο τι σμό.
Στή Χίο, πλη γω μέ νη στὴν πρώτη σφαγὴ της τὸ 493 π.Χ. ἀ πὸ τοὺς Πέρ σες.
Στή Χίο, ἰ σό τι μο μέ λος τῆς Α΄ καί Β΄ Ἀ θη να ϊ κῆς Συμ μα χί ας στὴν προ ά σπι ση δη μο κρα τι κῶν ἀ ξι ῶν.
Στή Χίο, ἡ πλουσιωτάτη τῶν ἑλληνικῶν πόλεων, ἀλλὰ μὲ σώφρονες κατοὶκους καὶ τὸν καιρὸ τῆς εὐδαιμονίας τους.
Στή Χίο, ναυ το κρά τει ρα σύμ μα χος, με τά τὴν μά χη στὴν Ἰσ σό, τοῦ Με γά λου Ἀ λε ξάν δρου στὴν οἰ κου με νι κή του πο ρεί α.
Στή Χίο, προ α σπι στής τῆς ἑ νό τη τος τῶν ἑλ λη νι κῶν πό λε ων στὴν ἐ πο χή τῶν Δι α δό χων γιὰ νὰ ἀ πο κρού σουν τὸ «ἐκ δυ σμῶν νέ φος».
Στή Χίο, «ἐ λευ θέ ρα πό λις», κα τά τὸν Πλίνιο, στὰ Ρω μα ϊ κά χρό νια.
Στή Χίο, λα βω μέ νη ἀ πό τὴ δεύ τε ρη σφα γὴ τῆς ἱ στο ρί ας της τὸ 86 π.Χ. ἀ πό τὸν Μι θρι δά τη τὸν Εὐ πά το ρα.
Στή Χίο, εὐ λο γη μέ νη ἀ πό τὴ δι έ λευ ση τοῦ Ἀ πο στό λου Παύ λου κα ταν τι κρύ τῶν παραλίων της.
Στή Χίο, ἁ γι α σμέ νη ἀ πὸ τὰ αἵ μα τα τοῦ Πρω το μάρ τυ ρος Ἁ γί ου Ἰ σι δώ ρου καί τὴν ἀ τέρ μο νη χο ρεί α τῶν Μαρ τύ ρων, τῶν Ὁ σί ων καὶ τῶν Πα τέ ρων της.
Στή Χίο, θέση κλειδὶ στὴ ναυσιπλοΐα καὶ τὴν οἰκονομικὴ ζωὴ τοῦ Αἰγαίου, ὅταν πρωτεύουσα ἔγινε ἡ Κωνσταντινούπολη.
Στή Χίο, πολυβασανισμένη ἀπὸ τὶς Ἀραβικὲς ἐπι δρο μὲς καὶ τόπος ἀντίστασης μὲ τὰ ἰσχυρὰ ὀχυρὰ της.
Στή Χίο, προ ε ξάρ χου σα τῶν ἀ στυ γει τό νων της, στοὺς Βυ ζαν τι νούς αἰ ῶ νες.
Στή Χίο, ἀπόρθητο κάστρο καὶ αἰ ώ νιο θη σαυ ρο φυ λά κιο τῆς αὐ το κρα το ρι κῆς Νέ ας Μο νῆς.
Στή Χίο, μῆλον τῆς ἔριδος στὴ δίνη τῶν συγκρούσεων Δυτικῶν και Τούρκων.
Στή Χίο, ἀρ χόν τισ σα στοὺς χρό νους τῆς Γε νου ατο κρα τί ας.
Στή Χίο, ἀκλόνητη στὴν ὀρθόδοξη πίστη της καὶ τὶς πατροπαράδοτες ἀξίες της.
Στή Χίο, πο νε μέ νη στούς χρό νους τῆς Τουρ κο κρατί ας.
Στή Χίο, πρωτοπόρα στο διαφωτισμό καὶ τὴν παιδεία.
Στή Χίο, μάρ τυς ἱερὴ στὴν καταστροφή τοῦ 1822, ὅ ταν «τὰ για σε μιὰ κοκκίνισαν στὸν χρόνο τῆς σφαγῆς της, πίνοντας αἷμα ἀντὶ νερὸ στὴν ἁγιασμένη γῆ της».
Στή Χίο, δο κι μα σμέ νη ἀ πό τό σει σμό τοῦ 1881 ὅ ταν «τὰ χε λι δό νια πέρασαν χωρὶς νὰ σταματήσουν, μὴ ξέροντας στὸ χαλασμὸ ποῦ τὶς φωλιές νὰ χτίσουν».
Στή Χίο, μὲ τὰ προικισμένα τέκνα της νὰ διαπρέπουν στὰ πέρατα τοῦ κόσμου καὶ νὰ τὴν ἀνασταίνουν μὲ τὶς εὐεργεσίες τους.
Στή Χίο τῆς Ὀρ θο δό ξου Πί στε ως, τῶν μεγάλων πνευ μα τι κῶν ὰναστημάτων, τῶν μα στι χο φόρων σχίνων, τοῦ διε θνοῦς ἐμ πο ρί ου, ἡ πρύτανις τῆς παγ κό σμιας ναυ το σύ νης.
Ἐδῶ εἶδα γιά πρώτη φορά λαμπριάτικο τό φῶς τοῦ ἥλιου ἀπό τόν Ἀγαπητόν καί τήν Χρυσάνθη, γονεῖς Χριστιανούς Ὀρθοδόξους καί Ἕλληνες.
Ἐδῶ βαπτίστικα Χριστιανός, κοινώνησα γιά πρώτη φορά τοῦ Σώματος καί Αἵματος τοῦ Χριστοῦ μας καί ἀπέθεσα στό πετραχήλι τοῦ παπα Βαγγέλη Λούρου τό βάρος τῶν σφαλμάτων μου.
Ἐδῶ ἔμαθα τά πρῶτα μου γράμματα ἀπό τήν κ. Μαρία Σαραντῆ - Ψώρα καί τόν ἀείμνηστο Νικόλαο Γεωργούλα.
Ἐδῶ περπάτησα, ἔπαιξα, μίλησα μέ ἀνθρώπους.
Ἐδῶ δέχθηκα τήν Χάριν τῆς Ἱερωσύνης ἀπό τόν μακαριστό Γέροντά μου Μητροπολίτη Χίου, Ψαρῶν καί Οἰνουσςῶν Διονύσιο, τόν Ἀρχιερέα μέ τήν ἀρχοντική καρδιά.
Ἀπ’ ἐδῶ κλήθηκα νά διακονήσω τήν ἀνωτάτη διοικητική ἀρχή τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τήν Ἱερά Σύνοδο, καί ἐδῶ ἐπέστρεφα ἐπί 11,5 χρόνια σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο, μέ δικές μου δαπάνες, μέσα, πολλές φορές ἀπό ἀντίξοες καιρικές συνθῆκες γιά νά λειτουργηθοῦν γυμνά θυσιαστήρια καί ἡ Ἱερά Μονή Παναγίας τῆς Βοηθείας.
Καί ἐδῶ ἔρχομαι ἐργαλεῖο, σκεῦος στά χέρια τοῦ Χριστοῦ μας γιά νά προσφέρω τόν Χριστό σ’αὐτά τά χριστοφόρα Ἑλληνικά νησιά τήν Χίο, τά ψαρά καί τήν Αἰγνοῦσσα, νά ὁδηγήσω ψυχές στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Τόν ἀγαπῶ αὐτόν τόν τόπο, τόν πονῶ αὐτό τόν τόπο, τόν λατρεύω αὐτόν τόν τόπο! Ἐδῶ ἦλθα νά ζήσω, ἐδῶ ἦλθα νά διακονήσω καί ἐδῶ ἦλθα νά πεθάνω!
Συμπατριῶτες καί συμπατριώτισσες μου!
Ὅλοι μαζί γιά τόν Γολγοθᾶ, ὅλοι μαζί γιά τήν Ἀνάσταση.
Ἡ Χἀρις τῆς Τρισηλίου Θεότητος, τοῦ ἀνάρχου Πατρός, τοῦ συνανάρχου Υἱοῦ καί τοῦ συναϊδίου Ἁγίου Πνεύματος, μέ τήν βοήθεια τῆς Παναγίας μας, τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Ἀποστόλου καί Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου καί πάντων τῶν ἁγίων τοῦ νησιοῦ μας, μέ φέρνει καί πάλι σήμερα «εἰς τήν γῆν ἐξ ἧς ἐλήφθην», στή Χίο μας.
Στή Χίο, σταυροδρόμι πολιτισμῶν μὲ χιλιάδες χρόνια ἔνδοξης ἱστορίας.
Στή Χίο, ἔμ πνευ ση καί δι δα σκα λεῖ ον τῶν Ὁ μη ρι κῶν ἐπῶν.
Στή Χίο, τόπος δημιουργίας φημισμένων καλ λι τε χνι κῶν ρευμάτων.
Στή Χίο, πρωτοπόρα στὴ δημοκρατική πολιτειακή ὀργάνωση.
Στή Χίο, μεγάλη ναυτική καὶ ἐμπορική δύναμη μὲ τὰ καράβια της σὲ ὅλα τὰ λιμάνια τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ κόσμου.
Στή Χίο, ἰ σχυ ρή καί γενναία στὴ ναυ μα χί α τῆς Λά δης ἔ ναν τι στὸν Ἀ σι α τι κό Δε σπο τι σμό.
Στή Χίο, πλη γω μέ νη στὴν πρώτη σφαγὴ της τὸ 493 π.Χ. ἀ πὸ τοὺς Πέρ σες.
Στή Χίο, ἰ σό τι μο μέ λος τῆς Α΄ καί Β΄ Ἀ θη να ϊ κῆς Συμ μα χί ας στὴν προ ά σπι ση δη μο κρα τι κῶν ἀ ξι ῶν.
Στή Χίο, ἡ πλουσιωτάτη τῶν ἑλληνικῶν πόλεων, ἀλλὰ μὲ σώφρονες κατοὶκους καὶ τὸν καιρὸ τῆς εὐδαιμονίας τους.
Στή Χίο, ναυ το κρά τει ρα σύμ μα χος, με τά τὴν μά χη στὴν Ἰσ σό, τοῦ Με γά λου Ἀ λε ξάν δρου στὴν οἰ κου με νι κή του πο ρεί α.
Στή Χίο, προ α σπι στής τῆς ἑ νό τη τος τῶν ἑλ λη νι κῶν πό λε ων στὴν ἐ πο χή τῶν Δι α δό χων γιὰ νὰ ἀ πο κρού σουν τὸ «ἐκ δυ σμῶν νέ φος».
Στή Χίο, «ἐ λευ θέ ρα πό λις», κα τά τὸν Πλίνιο, στὰ Ρω μα ϊ κά χρό νια.
Στή Χίο, λα βω μέ νη ἀ πό τὴ δεύ τε ρη σφα γὴ τῆς ἱ στο ρί ας της τὸ 86 π.Χ. ἀ πό τὸν Μι θρι δά τη τὸν Εὐ πά το ρα.
Στή Χίο, εὐ λο γη μέ νη ἀ πό τὴ δι έ λευ ση τοῦ Ἀ πο στό λου Παύ λου κα ταν τι κρύ τῶν παραλίων της.
Στή Χίο, ἁ γι α σμέ νη ἀ πὸ τὰ αἵ μα τα τοῦ Πρω το μάρ τυ ρος Ἁ γί ου Ἰ σι δώ ρου καί τὴν ἀ τέρ μο νη χο ρεί α τῶν Μαρ τύ ρων, τῶν Ὁ σί ων καὶ τῶν Πα τέ ρων της.
Στή Χίο, θέση κλειδὶ στὴ ναυσιπλοΐα καὶ τὴν οἰκονομικὴ ζωὴ τοῦ Αἰγαίου, ὅταν πρωτεύουσα ἔγινε ἡ Κωνσταντινούπολη.
Στή Χίο, πολυβασανισμένη ἀπὸ τὶς Ἀραβικὲς ἐπι δρο μὲς καὶ τόπος ἀντίστασης μὲ τὰ ἰσχυρὰ ὀχυρὰ της.
Στή Χίο, προ ε ξάρ χου σα τῶν ἀ στυ γει τό νων της, στοὺς Βυ ζαν τι νούς αἰ ῶ νες.
Στή Χίο, ἀπόρθητο κάστρο καὶ αἰ ώ νιο θη σαυ ρο φυ λά κιο τῆς αὐ το κρα το ρι κῆς Νέ ας Μο νῆς.
Στή Χίο, μῆλον τῆς ἔριδος στὴ δίνη τῶν συγκρούσεων Δυτικῶν και Τούρκων.
Στή Χίο, ἀρ χόν τισ σα στοὺς χρό νους τῆς Γε νου ατο κρα τί ας.
Στή Χίο, ἀκλόνητη στὴν ὀρθόδοξη πίστη της καὶ τὶς πατροπαράδοτες ἀξίες της.
Στή Χίο, πο νε μέ νη στούς χρό νους τῆς Τουρ κο κρατί ας.
Στή Χίο, πρωτοπόρα στο διαφωτισμό καὶ τὴν παιδεία.
Στή Χίο, μάρ τυς ἱερὴ στὴν καταστροφή τοῦ 1822, ὅ ταν «τὰ για σε μιὰ κοκκίνισαν στὸν χρόνο τῆς σφαγῆς της, πίνοντας αἷμα ἀντὶ νερὸ στὴν ἁγιασμένη γῆ της».
Στή Χίο, δο κι μα σμέ νη ἀ πό τό σει σμό τοῦ 1881 ὅ ταν «τὰ χε λι δό νια πέρασαν χωρὶς νὰ σταματήσουν, μὴ ξέροντας στὸ χαλασμὸ ποῦ τὶς φωλιές νὰ χτίσουν».
Στή Χίο, μὲ τὰ προικισμένα τέκνα της νὰ διαπρέπουν στὰ πέρατα τοῦ κόσμου καὶ νὰ τὴν ἀνασταίνουν μὲ τὶς εὐεργεσίες τους.
Στή Χίο τῆς Ὀρ θο δό ξου Πί στε ως, τῶν μεγάλων πνευ μα τι κῶν ὰναστημάτων, τῶν μα στι χο φόρων σχίνων, τοῦ διε θνοῦς ἐμ πο ρί ου, ἡ πρύτανις τῆς παγ κό σμιας ναυ το σύ νης.
Ἐδῶ εἶδα γιά πρώτη φορά λαμπριάτικο τό φῶς τοῦ ἥλιου ἀπό τόν Ἀγαπητόν καί τήν Χρυσάνθη, γονεῖς Χριστιανούς Ὀρθοδόξους καί Ἕλληνες.
Ἐδῶ βαπτίστικα Χριστιανός, κοινώνησα γιά πρώτη φορά τοῦ Σώματος καί Αἵματος τοῦ Χριστοῦ μας καί ἀπέθεσα στό πετραχήλι τοῦ παπα Βαγγέλη Λούρου τό βάρος τῶν σφαλμάτων μου.
Ἐδῶ ἔμαθα τά πρῶτα μου γράμματα ἀπό τήν κ. Μαρία Σαραντῆ - Ψώρα καί τόν ἀείμνηστο Νικόλαο Γεωργούλα.
Ἐδῶ περπάτησα, ἔπαιξα, μίλησα μέ ἀνθρώπους.
Ἐδῶ δέχθηκα τήν Χάριν τῆς Ἱερωσύνης ἀπό τόν μακαριστό Γέροντά μου Μητροπολίτη Χίου, Ψαρῶν καί Οἰνουσςῶν Διονύσιο, τόν Ἀρχιερέα μέ τήν ἀρχοντική καρδιά.
Ἀπ’ ἐδῶ κλήθηκα νά διακονήσω τήν ἀνωτάτη διοικητική ἀρχή τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τήν Ἱερά Σύνοδο, καί ἐδῶ ἐπέστρεφα ἐπί 11,5 χρόνια σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο, μέ δικές μου δαπάνες, μέσα, πολλές φορές ἀπό ἀντίξοες καιρικές συνθῆκες γιά νά λειτουργηθοῦν γυμνά θυσιαστήρια καί ἡ Ἱερά Μονή Παναγίας τῆς Βοηθείας.
Καί ἐδῶ ἔρχομαι ἐργαλεῖο, σκεῦος στά χέρια τοῦ Χριστοῦ μας γιά νά προσφέρω τόν Χριστό σ’αὐτά τά χριστοφόρα Ἑλληνικά νησιά τήν Χίο, τά ψαρά καί τήν Αἰγνοῦσσα, νά ὁδηγήσω ψυχές στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Τόν ἀγαπῶ αὐτόν τόν τόπο, τόν πονῶ αὐτό τόν τόπο, τόν λατρεύω αὐτόν τόν τόπο! Ἐδῶ ἦλθα νά ζήσω, ἐδῶ ἦλθα νά διακονήσω καί ἐδῶ ἦλθα νά πεθάνω!
Συμπατριῶτες καί συμπατριώτισσες μου!
Ὅλοι μαζί γιά τόν Γολγοθᾶ, ὅλοι μαζί γιά τήν Ἀνάσταση.