Χειροτονητήριος λόγος του Σεβ. Μητροπολίτου Χίου, Ψαρών & Οινουσών κ. Μάρκου
«Πῶς τό ἀσθενές ἐνισχύσω, καί τό πεπτωκός ἀναστήσω, καί τό πλα νώ με νον ἐπιστρέψω, καί τό ἀπολωλός ἐκζητήσω, καί φυλάξω τό ἰσχυ ρόν»;
Τό ἔργο, τό ὁποῖον ἐτέλεσε ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός, χα ρα κτη ρί ζε ται ὡς ἀπολύτρωση καί ἐλευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τά δεινά πού τόν κατέχουν καί προῆλθαν ἀπό τήν παρακοή καί τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ. Τοῦτο ἐτέλεσεν ὁ Κύριός μας ὡς αἰώνιος Ἀρχιερεύς διά τῆς καταλλαγῆς τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Τό Ἀρχιερατικό ἀξί ωμα τοῦ Χριστοῦ μας περιλαμβάνει ὅλα τά πολυειδῆ παθήματα πού ὑπέστη ὁ Κύριός μας μέ τήν ἐνανθρώπησή Του ἀπό τήν Βηθλεέμ μέ χρι τέλους, ἰδίως δέ καί κατ’ ἐξοχήν τόν σταυρικό θάνατο στόν Γολ γοθᾶ γιά τίς ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ἡ θυσία αὐτή εἶναι ἔξαρση τῆς θείας μεγαλειότητος, λατρεία καί τιμή τῆς δικαιοσύνης καί τῶν ἄλλων ἰδιοτήτων τοῦ Θεοῦ, πηγή τῆς θείας Χάριτος καί κάθε πνευματικοῦ ἀγαθοῦ. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Μέγας Ἀρχιερεύς κατά τήν ἀνθρώπινη φύση Του, ὁ προσφέρων καί προσφερόμενος καί δι α δι δό με νος, ἄσπιλος θύτης καί ἄσπιλον ἐθελόθυτο θύμα.
Συνεπῶς, ἡ μεγάλη τιμή καί εὐθύνη τῆς ἀρχιερατικῆς διακονίας ἀναφέρεται κατ’ ἀρχάς στόν ἐξαγιασμό τῆς ζωῆς ἀπό τήν Ἐκ κλη σία. Διότι ἄν τό θεμελιῶδες νόημα καί ὁ σκοπός τῶν μυστηρίων, διά τῶν ὁποίων «σημαίνεται» καί ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία, εἶναι ὁ ἐξα γι α σμός τῆς ζωῆς ἑκάστου ἀνθρώπου, τότε τό μεγάλο καί ἀτίμητο δῶρο τῆς Ἀρχιερωσύνης συνιστᾶ τόν πιό πολύτιμο θησαυρό τῆς Ἐκ κλη σίας γιά τή μεταμόρφωση καί σωτηρία τοῦ κόσμου.
Ἀπό τήν ἀποστολική ἐποχή καί ἑξῆς ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἐκφραζομένη στό πρόσωπο τοῦ Ἐπισκόπου, ἀπέβλεπε στό γεγονός τῆς σωτηρίας. Αὐτό κηρύττεται καί ὁμολογεῖται στό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, πού μεταλαμπαδεύεται διά τοῦ Πνεύματος ἀπό γενιά σέ γενιά, μέχρι σήμερα. Μιά σωτηρία, ὄχι ἡ τυχοῦσα, ἀλλά ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, πού συντελεῖται κατ’ ἐξοχήν διά τῶν ἐκκλησιαστικῶν μυ στη ρίων καί σώζει ὀντολογικά τόν πιστό ἀπό τήν ἁμαρτία, ἀπό τόν θά νατο καί ἀπό τήν ὑποδούλωση σ’ αὐτό τόν κόσμο. Αὐτή ἡ σωτηρία, πού βιώνεται ἐπί εἴκοσι αἰῶνες ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, δίνει νέο προ ο ρι σμό καί καινούργιο νόημα στή ζωή μας. Ἐμπειρικά ὑφίσταται ὡς ἐσωτερική μεταμόρφωση καί ἐσχατολογικά κατανοεῖται ὡς ὁ ἔσχατος προορισμός τοῦ μετασχηματισμοῦ τοῦ θνητοῦ σέ θεοῦ κατά χάρη.
Σέ αὐτό λοιπόν τό μοναδικό καί ἀνεπανάληπτο γεγονός ἀνοί γε ται τό χάρισμα τῆς Ἀρχιερωσύνης, τό ὁποῖο μέ «μετά φόβου Θεοῦ» ἀναδεχόμαστε ὡς ταπεινοί διάκονοι ἀπό τή μητέρα Ἐκκλησία. Συγ κλο νι στικό τό γεγονός, ἀνείπωτη ἡ εὐλογία, φοβερή ἡ ἀποστολή. Συλλογίζομαι τήν ὑψηλή εὐθύνη καί βαθύτατη οὐσία τῆς ἀρ χι ε ρα τι κῆς διακονίας: δέν εἶναι ἡ δύναμη, οὔτε ἡ ἐξουσία, οὔτε ἡ δόξα. Ἡ ἀληθινή ὑπεροχικότητα τῆς Ἀρχιερωσύνης εἶναι ἡ σταυρική ζωή τοῦ Ἐπισκόπου. Ὅπως ἀκριβῶς ὁ Ἰησοῦς Χριστός μέ τή σταυρική θυσία του λύτρωσε τό ἀθρώπινο γένος, ἔτσι ὀφείλει κι ὁ Ἐπίσκοπος νά προσφερθεῖ μέ ἀγάπη καί αὐταπάρνηση γιά τό ποίμνιό του καί τή δική του σωτηρία. Γι’ αὐτό ἡ οὐσία τῆς Ἀρχιερωσύνης, κατά τόν ἀπό στολο Παῦλο, εἶναι τό νά γίνει «τά πάντα τοῖς πᾶσιν», δηλαδή κα τα στεῖ ὁ Ἐπίσκοπος τά πάντα στούς πάντες, ὅπως ὁ Θεός (Α΄ Κορ. 15,28). Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν ἔχει τίποτα δικό του, οὔτε ζεῖ καμιά ἀτομική ζωή, ἀλλά στέκεται στό κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοι νό τη τας καί τῆς λατρευτικῆς σύναξης, καί ὡς νεφέλη οὐράνια ἐπι σκι ά ζει προσευχητικά καί μεσιτευτικά πρός τόν Θεό Πατέρα τό ποίμνιό του.
Ὁ σταυρικός χαρακτήρας τῆς ἀρχιερατικῆς διακονίας ἀκούγεται ἰδιαίτερα παράδοξα στή δική μας ἐποχή, πού ἔχει θεοποιήσει τήν ἄνεση καί τήν εὐμάρεια. Ἀκούγεται ὄχι μόνο παράλογος, ἀλλά καί ἀσυμβίβαστος μέ τή λογική τοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος ἀφ’ ἑνός μέν ἐπι δι ώκει μέ κάθε τρόπο τό κυνήγι τῆς εὐδαιμονίας καί τῆς καλοπέρασης, ἀφ’ ἑτέρου δέ λανθασμένα θεωρεῖ τούς ἐν ὑπεροχῇ διακόνους τῶν μυστηρίων τοῦ Χριστοῦ ὡς λαχταροῦντες τή διάκριση, τό χρῆμα, τήν προβολή, τή δόξα καί τήν ἐπιβολή στούς ἄλλους. Ἀγνοεῖ ὁ «κόσμος οὗτος», κατά τήν ἔκφραση τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου γιά τόν ἀν τί θεο κόσμο, ὅτι ὁ πρωταρχικός, μοναδικός καί ἰσόβιος σκοπός τοῦ ἀξιωθέντα τῆς Ἀρχιερατικῆς ἀξίας συνίσταται στήν ἀνάληψη τοῦ Εὐαγγελικοῦ ζυγοῦ, θυσιαζόμενος καί προσφερόμενος, μέ τήν ἀπάρνηση τοῦ ἑαυτοῦ του καί μέ τό νά σηκώνει τόν σταυρό τοῦ Χρι στοῦ (Μάρκ. 8,34).
Ἀπό αὐτό συνάγεται ὅτι σταθερό καί διηνεκές πρότυπο τοῦ Ἐπι σκό που εἶναι ἡ διδασκαλία καί ἡ ζωή τοῦ καλοῦ, τοῦ μεγάλου καί τοῦ ἀληθινοῦ Ἀρχιποίμενος Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος θυσίασε τή ζωή του γιά χάρη τῆς ἀνθρωπότητος. Ἐκεῖνον μιμεῖται ὁ Ἐπίσκοπος ὥστε νά καταστεῖ κι ὁ ἴδιος ἱερουργός τοῦ Εὐαγγελίου, «ὁδηγός τυφλῶν, φῶς τῶν ἐν σκότει, παιδευτής ἀφρόνων, διδάσκαλος νηπίων, φωστήρ ἐν κόσμῳ». Γι’ αὐτό ἡ αὐταπάρνηση καί ἡ ἄρση τοῦ σταυροῦ φανερώνουν τήν αὐθεντικότητα τῆς κλήσης του καί τοῦ προορισμοῦ του. Καί γι’ αὐτό ὀφείλει ὄχι μόνο νά μήν παρασύρεται ἀπό ἠχηρά καί εὔκολα συνθήματα τοῦ «κόσμου τούτου», τά ὁποῖα γοητεύουν ἀρχικῶς ἀλλά τελικῶς ἀπογοητεύουν, ἀλλά καί νά ἐπα να φέ ρει πρός τό εὐαγγελικό φῶς τούς πεπλανημένους καί στε ρη μέ νους τοῦ νο ή μα τος τῆς ζωῆς, τῆς ὄντως ἐν Χριστῷ ζωῆς. Ἔτσι, ὁ θνη τός καί κτι στός ἄνθρωπος ἀναδεικνύεται θεῖος λειτουργός καί πιστός οἰ κο νό μος τῆς ἀναδεχθείσας ἀρχιερατικῆς χάριτος.
Οἱ Ἀρχιερεῖς μετέχουν τῆς Ἀρχιερωσύνης τοῦ Χριστοῦ, μετέχουν τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως, πού δέν ξεχωρίζονται. Ὁ ἄν θρω πος δέν μπορεῖ νά σταυρωθεῖ, οὔτε βεβαίως νά ἀναστηθεῖ, ἀλλά μόνο νά μεθέξει τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Τό μυστήριο αὐτό εἶναι:
α) Ἡ προαιώνιος ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, β) ἡ πράξη (μετάνοια καί κά θαρση καρδίας) καί γ) ἡ θεωρία (γνῶση Θεοῦ). Ἑπομένως, χα ρα κτη ρι στικά γνωρίσματα τοῦ Ὀρθοδόξου Ἀρχιερέως εἶναι:
Ἡ ἀγάπη,
Ἡ ἀπάθεια (δέν ἐπηρεάζεται στήν διαποίμανση ἀπό πάθη, ἰδίως τῆς φιλαργυρίας, μνησικακίας κ.λπ.),
Ἡ θεωρία, δηλαδή θεολογία ἐμπειρική ἤ βασιζόμενη στούς ἐμ πεί ρους πατέρες· κίνδυνος καί πειρασμός μεγάλος εἶναι ἡ κένωση τοῦ Σταυροῦ, ἤτοι (μεταξύ ἄλλων) ἡ ἀντικατάσταση τῆς ἐμπειρικῆς ἁπλῆς θεολογίας μέ ἀνθρωπίνους στοχασμούς καί ἡ ἀν τι κα τά σταση τοῦ Εὐαγγελίου ἀπό ἀνθρώπινες - προσωπικές ἐπιλογές. Αὐτή ἡ κέ νωση, τό κατέβασμα ἀπό τόν Σταυρό, συνεπάγεται τήν ἀπώλεια τῆς Ἀναστάσεως καί τήν ἔκπτωση ἀπό τήν Ἀρχιερωσύνη τοῦ Χριστοῦ.
Στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας ξεχωρίζει ὡς πρότυπο ἀληθινοῦ ποι μέ νος ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τῆς ἄλλοτε χριστιανικῆς πρωτεύουσας τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, τῆς κλει νῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ὁποῖος γράφει τά συγκλονιστικά αὐτά λόγια: «Πέστε μου πῶς θά ἐνισχύσω τό ἀδύναμο πρόβατο, πῶς θά σηκώσω τό πεσμένο, πῶς θά ἐπιστρέψω τό πλανώμενο, πῶς θά ἀνα ζη τήσω τό χαμένο, πῶς θά διαφυλάξω τό ἰσχυρό. Πέστε μου πῶς θά τά μάθω ὅλα αὐτά»; Μέσα στή ματαιότητα τῶν ἀνθρωπίνων πρα γμά των, καλεῖται ὁ Ἐπίσκοπος μέ τρόπους διαποτισμένους ἀπό τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νά ποιμάνει, νά καθοδηγήσει τούς πιστούς στό δρόμο τῆς ἀρετῆς, τῆς προσευχῆς καί τῆς κατά Χριστόν τελείωσης. Πρόκειται γιά δρόμο σκληρό, ἐπίπονο καί ὀδυνηρό, πού ὅμως τό τέρμα του εἶναι λυτρωτικό.
Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ πόνος τοῦ Σταυροῦ καί τῆς σταυρικῆς πορείας φωτίζεται πάντοτε ἀπό τή χαρά τῆς Ἀναστάσεως. Γιατί ἀνατιρρήτως ἕνας σταυρός χωρίς ἀνάσταση ἀποτελεῖ ἀποτυχία καί τραγωδία, ἐνῶ μιά ἀνάσταση χωρίς σταυρό θά εἶναι μιά νίκη χωρίς βαρύτητα καί ἀξία. Ἡ ζωή τοῦ Θεανθρώπου μας δεικνύει ὁ σταυρός καί ἡ ἀνά σταση εἶναι ἀλληλένδετα ὄχι μόνο στό μυστήριο τῆς σωτηρίας μας, ἀλλά καί στόν ἀγώνα καί τή ζωή τῶν ἐκκλησιαστικῶν ποιμένων. Γι’ αὐτό ἡ θεληματική ἄρση τοῦ σταυροῦ ἀποτελεῖ οὐσιαστικῶς πηγή δυνάμεως, πού μεταμορφώνει τίς δυσκολίες καί τά προβλήματα τῆς ζωῆς. Αὐτό σημαίνει ὅτι μέσα ἀπό τήν πάλη καί τήν ἀγωνία τῆς ζωῆς, ἔστω καί ἄν δέν νικᾶμε πάντοτε, τουλάχιστον ὡριμάζουμε πνευματικά, ὥστε νά ἀντέχουμε τούς πειρασμούς καί νά προ χω ροῦμε.
Ἐμπιστευόμαστε, λοιπόν, ἀνεπιφύλακτα τήν ἀλήθεια πού ὁ Θεός μᾶς ἀποκάλυψε. Ἀπαρνούμαστε τόν ἑαυτό μας. Ἀπε λευ θε ρω νό μα στε ἀπό τόν ἀσφυκτικό κλοιό τοῦ ἐγώ. Ἀπελευθερώνομαι ἀπό τόν παραλογισμό πού μᾶς ὠθεῖ νά ὑπερτονίζουμε καί νά ὑψώνουμε τόν ἑαυτό μας σέ εἴδωλο, γύρω ἀπό τό ὁποῖο ζητᾶμε νά στρέφεται ἡ ζωή ἡ δικιά μας καί τῶν γύρω μας. «Ὁ Χριστός ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν» Αὐτός εἶναι ὁ ἀναστάσιμος χα ρα κτή ρας τῆς ἀρχιερατικῆς διακονίας. Ἀποφυγή ἀπό μιά αὐ το κα τα στρο φική πορεία, πού ἀναφέρεται ἀποκλειστικά στόν ἑαυτό μας καί μέ τήν ἱκανοποίηση τῶν δικῶν μας ἐπιθυμιῶν. Τό νά μποροῦμε νά αἰ σθαν θοῦμε τίς ἀνάγκες τῶν ἀδελφῶν συνανθρώπων μας ἀπο τε λεῖ γεγονός ἀναστάσιμο, ἀφοῦ συνιστᾶ ἔκφραση τοῦ ἀγώνα καί τῆς νίκης, τῆς θυσίας καί τῆς δόξας, τῆς ζωῆς καί τῆς σωτηρίας ὑπέρ τοῦ κόσμου. Ζώντας τήν ὄντως ζωή τοῦ ἀναστάστος Χριστοῦ καί τό χά ρι σμα τῆς Ἀρχιερωσύνης μετέχει στό θαῦμα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ὅπου ἡ περιπετειώδης πορεία τοῦ ἀνθρώπου δέν μένει στήν τρα γω δία καί ἀπόγνωση τῆς πολύμορφης ἁμαρτίας.
Ἔτσι, ὁ σταυρικός καί ἀναστάσιμος χαρακτήρας τῆς ἀρ χι ε ρα τι κῆς διακονίας φθάνει στό ἀποκορύφωμα ὅταν διακονοῦμε μέ ἀγάπη, μέ τιμιότητα καί μέ ταπεί νωση, μέ κόπο καί μέ θυσία, τούς ἀδελφούς τοῦ ἐμπιστευθέντος ποιμνίου μας, καθώς τότε ἐπι βε βαι ώ νουμε ὅτι ἀκολουθοῦμε τόν Χριστό καί θεραπεύουμε ὅ,τι πονάει τόν ἄνθρωπο. Συνεπῶς, κάθε φορά πού διακονοῦμε καί ὑπηρετοῦμε τούς συνανθρώπους μας, μᾶς διαπερνᾶ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καί ζοῦμε τήν παρουσία τοῦ Ἀναστημένου μας Χριστοῦ. Καί ὁ οἰκονόμος τῆς ἀρχιερατικῆς χάριτος καθίσταται ἡ ζῶσα μαρτυρία γιά τούς γύρω του ὅτι ὁ Ἀναστημένος Κύριος εἶναι μεθ’ ἡμῶν, ἀνάμεσά μας, καί παίρνουμε ζωή ἀπό τή δική Του ζωή, φωτιζόμαστε ἀπό τό φῶς Του καί κοινωνοῦμε τῆς βασιλείας Του, βασιλείας φωτός καί ἀτελείωτης ζωῆς.
«Δεῦτε λάβετε Φῶς, ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου Φωτός καί δοξάσατε Χριστόν τόν Ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν»
Τό ἔργο, τό ὁποῖον ἐτέλεσε ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός, χα ρα κτη ρί ζε ται ὡς ἀπολύτρωση καί ἐλευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τά δεινά πού τόν κατέχουν καί προῆλθαν ἀπό τήν παρακοή καί τήν πτώση τοῦ Ἀδάμ. Τοῦτο ἐτέλεσεν ὁ Κύριός μας ὡς αἰώνιος Ἀρχιερεύς διά τῆς καταλλαγῆς τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Τό Ἀρχιερατικό ἀξί ωμα τοῦ Χριστοῦ μας περιλαμβάνει ὅλα τά πολυειδῆ παθήματα πού ὑπέστη ὁ Κύριός μας μέ τήν ἐνανθρώπησή Του ἀπό τήν Βηθλεέμ μέ χρι τέλους, ἰδίως δέ καί κατ’ ἐξοχήν τόν σταυρικό θάνατο στόν Γολ γοθᾶ γιά τίς ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ἡ θυσία αὐτή εἶναι ἔξαρση τῆς θείας μεγαλειότητος, λατρεία καί τιμή τῆς δικαιοσύνης καί τῶν ἄλλων ἰδιοτήτων τοῦ Θεοῦ, πηγή τῆς θείας Χάριτος καί κάθε πνευματικοῦ ἀγαθοῦ. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Μέγας Ἀρχιερεύς κατά τήν ἀνθρώπινη φύση Του, ὁ προσφέρων καί προσφερόμενος καί δι α δι δό με νος, ἄσπιλος θύτης καί ἄσπιλον ἐθελόθυτο θύμα.
Συνεπῶς, ἡ μεγάλη τιμή καί εὐθύνη τῆς ἀρχιερατικῆς διακονίας ἀναφέρεται κατ’ ἀρχάς στόν ἐξαγιασμό τῆς ζωῆς ἀπό τήν Ἐκ κλη σία. Διότι ἄν τό θεμελιῶδες νόημα καί ὁ σκοπός τῶν μυστηρίων, διά τῶν ὁποίων «σημαίνεται» καί ὑπάρχει ἡ Ἐκκλησία, εἶναι ὁ ἐξα γι α σμός τῆς ζωῆς ἑκάστου ἀνθρώπου, τότε τό μεγάλο καί ἀτίμητο δῶρο τῆς Ἀρχιερωσύνης συνιστᾶ τόν πιό πολύτιμο θησαυρό τῆς Ἐκ κλη σίας γιά τή μεταμόρφωση καί σωτηρία τοῦ κόσμου.
Ἀπό τήν ἀποστολική ἐποχή καί ἑξῆς ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἐκφραζομένη στό πρόσωπο τοῦ Ἐπισκόπου, ἀπέβλεπε στό γεγονός τῆς σωτηρίας. Αὐτό κηρύττεται καί ὁμολογεῖται στό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, πού μεταλαμπαδεύεται διά τοῦ Πνεύματος ἀπό γενιά σέ γενιά, μέχρι σήμερα. Μιά σωτηρία, ὄχι ἡ τυχοῦσα, ἀλλά ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, πού συντελεῖται κατ’ ἐξοχήν διά τῶν ἐκκλησιαστικῶν μυ στη ρίων καί σώζει ὀντολογικά τόν πιστό ἀπό τήν ἁμαρτία, ἀπό τόν θά νατο καί ἀπό τήν ὑποδούλωση σ’ αὐτό τόν κόσμο. Αὐτή ἡ σωτηρία, πού βιώνεται ἐπί εἴκοσι αἰῶνες ἐντός τῆς Ἐκκλησίας, δίνει νέο προ ο ρι σμό καί καινούργιο νόημα στή ζωή μας. Ἐμπειρικά ὑφίσταται ὡς ἐσωτερική μεταμόρφωση καί ἐσχατολογικά κατανοεῖται ὡς ὁ ἔσχατος προορισμός τοῦ μετασχηματισμοῦ τοῦ θνητοῦ σέ θεοῦ κατά χάρη.
Σέ αὐτό λοιπόν τό μοναδικό καί ἀνεπανάληπτο γεγονός ἀνοί γε ται τό χάρισμα τῆς Ἀρχιερωσύνης, τό ὁποῖο μέ «μετά φόβου Θεοῦ» ἀναδεχόμαστε ὡς ταπεινοί διάκονοι ἀπό τή μητέρα Ἐκκλησία. Συγ κλο νι στικό τό γεγονός, ἀνείπωτη ἡ εὐλογία, φοβερή ἡ ἀποστολή. Συλλογίζομαι τήν ὑψηλή εὐθύνη καί βαθύτατη οὐσία τῆς ἀρ χι ε ρα τι κῆς διακονίας: δέν εἶναι ἡ δύναμη, οὔτε ἡ ἐξουσία, οὔτε ἡ δόξα. Ἡ ἀληθινή ὑπεροχικότητα τῆς Ἀρχιερωσύνης εἶναι ἡ σταυρική ζωή τοῦ Ἐπισκόπου. Ὅπως ἀκριβῶς ὁ Ἰησοῦς Χριστός μέ τή σταυρική θυσία του λύτρωσε τό ἀθρώπινο γένος, ἔτσι ὀφείλει κι ὁ Ἐπίσκοπος νά προσφερθεῖ μέ ἀγάπη καί αὐταπάρνηση γιά τό ποίμνιό του καί τή δική του σωτηρία. Γι’ αὐτό ἡ οὐσία τῆς Ἀρχιερωσύνης, κατά τόν ἀπό στολο Παῦλο, εἶναι τό νά γίνει «τά πάντα τοῖς πᾶσιν», δηλαδή κα τα στεῖ ὁ Ἐπίσκοπος τά πάντα στούς πάντες, ὅπως ὁ Θεός (Α΄ Κορ. 15,28). Αὐτό σημαίνει ὅτι δέν ἔχει τίποτα δικό του, οὔτε ζεῖ καμιά ἀτομική ζωή, ἀλλά στέκεται στό κέντρο τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοι νό τη τας καί τῆς λατρευτικῆς σύναξης, καί ὡς νεφέλη οὐράνια ἐπι σκι ά ζει προσευχητικά καί μεσιτευτικά πρός τόν Θεό Πατέρα τό ποίμνιό του.
Ὁ σταυρικός χαρακτήρας τῆς ἀρχιερατικῆς διακονίας ἀκούγεται ἰδιαίτερα παράδοξα στή δική μας ἐποχή, πού ἔχει θεοποιήσει τήν ἄνεση καί τήν εὐμάρεια. Ἀκούγεται ὄχι μόνο παράλογος, ἀλλά καί ἀσυμβίβαστος μέ τή λογική τοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος ἀφ’ ἑνός μέν ἐπι δι ώκει μέ κάθε τρόπο τό κυνήγι τῆς εὐδαιμονίας καί τῆς καλοπέρασης, ἀφ’ ἑτέρου δέ λανθασμένα θεωρεῖ τούς ἐν ὑπεροχῇ διακόνους τῶν μυστηρίων τοῦ Χριστοῦ ὡς λαχταροῦντες τή διάκριση, τό χρῆμα, τήν προβολή, τή δόξα καί τήν ἐπιβολή στούς ἄλλους. Ἀγνοεῖ ὁ «κόσμος οὗτος», κατά τήν ἔκφραση τοῦ εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου γιά τόν ἀν τί θεο κόσμο, ὅτι ὁ πρωταρχικός, μοναδικός καί ἰσόβιος σκοπός τοῦ ἀξιωθέντα τῆς Ἀρχιερατικῆς ἀξίας συνίσταται στήν ἀνάληψη τοῦ Εὐαγγελικοῦ ζυγοῦ, θυσιαζόμενος καί προσφερόμενος, μέ τήν ἀπάρνηση τοῦ ἑαυτοῦ του καί μέ τό νά σηκώνει τόν σταυρό τοῦ Χρι στοῦ (Μάρκ. 8,34).
Ἀπό αὐτό συνάγεται ὅτι σταθερό καί διηνεκές πρότυπο τοῦ Ἐπι σκό που εἶναι ἡ διδασκαλία καί ἡ ζωή τοῦ καλοῦ, τοῦ μεγάλου καί τοῦ ἀληθινοῦ Ἀρχιποίμενος Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος θυσίασε τή ζωή του γιά χάρη τῆς ἀνθρωπότητος. Ἐκεῖνον μιμεῖται ὁ Ἐπίσκοπος ὥστε νά καταστεῖ κι ὁ ἴδιος ἱερουργός τοῦ Εὐαγγελίου, «ὁδηγός τυφλῶν, φῶς τῶν ἐν σκότει, παιδευτής ἀφρόνων, διδάσκαλος νηπίων, φωστήρ ἐν κόσμῳ». Γι’ αὐτό ἡ αὐταπάρνηση καί ἡ ἄρση τοῦ σταυροῦ φανερώνουν τήν αὐθεντικότητα τῆς κλήσης του καί τοῦ προορισμοῦ του. Καί γι’ αὐτό ὀφείλει ὄχι μόνο νά μήν παρασύρεται ἀπό ἠχηρά καί εὔκολα συνθήματα τοῦ «κόσμου τούτου», τά ὁποῖα γοητεύουν ἀρχικῶς ἀλλά τελικῶς ἀπογοητεύουν, ἀλλά καί νά ἐπα να φέ ρει πρός τό εὐαγγελικό φῶς τούς πεπλανημένους καί στε ρη μέ νους τοῦ νο ή μα τος τῆς ζωῆς, τῆς ὄντως ἐν Χριστῷ ζωῆς. Ἔτσι, ὁ θνη τός καί κτι στός ἄνθρωπος ἀναδεικνύεται θεῖος λειτουργός καί πιστός οἰ κο νό μος τῆς ἀναδεχθείσας ἀρχιερατικῆς χάριτος.
Οἱ Ἀρχιερεῖς μετέχουν τῆς Ἀρχιερωσύνης τοῦ Χριστοῦ, μετέχουν τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως, πού δέν ξεχωρίζονται. Ὁ ἄν θρω πος δέν μπορεῖ νά σταυρωθεῖ, οὔτε βεβαίως νά ἀναστηθεῖ, ἀλλά μόνο νά μεθέξει τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Τό μυστήριο αὐτό εἶναι:
α) Ἡ προαιώνιος ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, β) ἡ πράξη (μετάνοια καί κά θαρση καρδίας) καί γ) ἡ θεωρία (γνῶση Θεοῦ). Ἑπομένως, χα ρα κτη ρι στικά γνωρίσματα τοῦ Ὀρθοδόξου Ἀρχιερέως εἶναι:
Ἡ ἀγάπη,
Ἡ ἀπάθεια (δέν ἐπηρεάζεται στήν διαποίμανση ἀπό πάθη, ἰδίως τῆς φιλαργυρίας, μνησικακίας κ.λπ.),
Ἡ θεωρία, δηλαδή θεολογία ἐμπειρική ἤ βασιζόμενη στούς ἐμ πεί ρους πατέρες· κίνδυνος καί πειρασμός μεγάλος εἶναι ἡ κένωση τοῦ Σταυροῦ, ἤτοι (μεταξύ ἄλλων) ἡ ἀντικατάσταση τῆς ἐμπειρικῆς ἁπλῆς θεολογίας μέ ἀνθρωπίνους στοχασμούς καί ἡ ἀν τι κα τά σταση τοῦ Εὐαγγελίου ἀπό ἀνθρώπινες - προσωπικές ἐπιλογές. Αὐτή ἡ κέ νωση, τό κατέβασμα ἀπό τόν Σταυρό, συνεπάγεται τήν ἀπώλεια τῆς Ἀναστάσεως καί τήν ἔκπτωση ἀπό τήν Ἀρχιερωσύνη τοῦ Χριστοῦ.
Στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας ξεχωρίζει ὡς πρότυπο ἀληθινοῦ ποι μέ νος ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος τῆς ἄλλοτε χριστιανικῆς πρωτεύουσας τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, τῆς κλει νῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὁ ὁποῖος γράφει τά συγκλονιστικά αὐτά λόγια: «Πέστε μου πῶς θά ἐνισχύσω τό ἀδύναμο πρόβατο, πῶς θά σηκώσω τό πεσμένο, πῶς θά ἐπιστρέψω τό πλανώμενο, πῶς θά ἀνα ζη τήσω τό χαμένο, πῶς θά διαφυλάξω τό ἰσχυρό. Πέστε μου πῶς θά τά μάθω ὅλα αὐτά»; Μέσα στή ματαιότητα τῶν ἀνθρωπίνων πρα γμά των, καλεῖται ὁ Ἐπίσκοπος μέ τρόπους διαποτισμένους ἀπό τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νά ποιμάνει, νά καθοδηγήσει τούς πιστούς στό δρόμο τῆς ἀρετῆς, τῆς προσευχῆς καί τῆς κατά Χριστόν τελείωσης. Πρόκειται γιά δρόμο σκληρό, ἐπίπονο καί ὀδυνηρό, πού ὅμως τό τέρμα του εἶναι λυτρωτικό.
Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ πόνος τοῦ Σταυροῦ καί τῆς σταυρικῆς πορείας φωτίζεται πάντοτε ἀπό τή χαρά τῆς Ἀναστάσεως. Γιατί ἀνατιρρήτως ἕνας σταυρός χωρίς ἀνάσταση ἀποτελεῖ ἀποτυχία καί τραγωδία, ἐνῶ μιά ἀνάσταση χωρίς σταυρό θά εἶναι μιά νίκη χωρίς βαρύτητα καί ἀξία. Ἡ ζωή τοῦ Θεανθρώπου μας δεικνύει ὁ σταυρός καί ἡ ἀνά σταση εἶναι ἀλληλένδετα ὄχι μόνο στό μυστήριο τῆς σωτηρίας μας, ἀλλά καί στόν ἀγώνα καί τή ζωή τῶν ἐκκλησιαστικῶν ποιμένων. Γι’ αὐτό ἡ θεληματική ἄρση τοῦ σταυροῦ ἀποτελεῖ οὐσιαστικῶς πηγή δυνάμεως, πού μεταμορφώνει τίς δυσκολίες καί τά προβλήματα τῆς ζωῆς. Αὐτό σημαίνει ὅτι μέσα ἀπό τήν πάλη καί τήν ἀγωνία τῆς ζωῆς, ἔστω καί ἄν δέν νικᾶμε πάντοτε, τουλάχιστον ὡριμάζουμε πνευματικά, ὥστε νά ἀντέχουμε τούς πειρασμούς καί νά προ χω ροῦμε.
Ἐμπιστευόμαστε, λοιπόν, ἀνεπιφύλακτα τήν ἀλήθεια πού ὁ Θεός μᾶς ἀποκάλυψε. Ἀπαρνούμαστε τόν ἑαυτό μας. Ἀπε λευ θε ρω νό μα στε ἀπό τόν ἀσφυκτικό κλοιό τοῦ ἐγώ. Ἀπελευθερώνομαι ἀπό τόν παραλογισμό πού μᾶς ὠθεῖ νά ὑπερτονίζουμε καί νά ὑψώνουμε τόν ἑαυτό μας σέ εἴδωλο, γύρω ἀπό τό ὁποῖο ζητᾶμε νά στρέφεται ἡ ζωή ἡ δικιά μας καί τῶν γύρω μας. «Ὁ Χριστός ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν» Αὐτός εἶναι ὁ ἀναστάσιμος χα ρα κτή ρας τῆς ἀρχιερατικῆς διακονίας. Ἀποφυγή ἀπό μιά αὐ το κα τα στρο φική πορεία, πού ἀναφέρεται ἀποκλειστικά στόν ἑαυτό μας καί μέ τήν ἱκανοποίηση τῶν δικῶν μας ἐπιθυμιῶν. Τό νά μποροῦμε νά αἰ σθαν θοῦμε τίς ἀνάγκες τῶν ἀδελφῶν συνανθρώπων μας ἀπο τε λεῖ γεγονός ἀναστάσιμο, ἀφοῦ συνιστᾶ ἔκφραση τοῦ ἀγώνα καί τῆς νίκης, τῆς θυσίας καί τῆς δόξας, τῆς ζωῆς καί τῆς σωτηρίας ὑπέρ τοῦ κόσμου. Ζώντας τήν ὄντως ζωή τοῦ ἀναστάστος Χριστοῦ καί τό χά ρι σμα τῆς Ἀρχιερωσύνης μετέχει στό θαῦμα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, ὅπου ἡ περιπετειώδης πορεία τοῦ ἀνθρώπου δέν μένει στήν τρα γω δία καί ἀπόγνωση τῆς πολύμορφης ἁμαρτίας.
Ἔτσι, ὁ σταυρικός καί ἀναστάσιμος χαρακτήρας τῆς ἀρ χι ε ρα τι κῆς διακονίας φθάνει στό ἀποκορύφωμα ὅταν διακονοῦμε μέ ἀγάπη, μέ τιμιότητα καί μέ ταπεί νωση, μέ κόπο καί μέ θυσία, τούς ἀδελφούς τοῦ ἐμπιστευθέντος ποιμνίου μας, καθώς τότε ἐπι βε βαι ώ νουμε ὅτι ἀκολουθοῦμε τόν Χριστό καί θεραπεύουμε ὅ,τι πονάει τόν ἄνθρωπο. Συνεπῶς, κάθε φορά πού διακονοῦμε καί ὑπηρετοῦμε τούς συνανθρώπους μας, μᾶς διαπερνᾶ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καί ζοῦμε τήν παρουσία τοῦ Ἀναστημένου μας Χριστοῦ. Καί ὁ οἰκονόμος τῆς ἀρχιερατικῆς χάριτος καθίσταται ἡ ζῶσα μαρτυρία γιά τούς γύρω του ὅτι ὁ Ἀναστημένος Κύριος εἶναι μεθ’ ἡμῶν, ἀνάμεσά μας, καί παίρνουμε ζωή ἀπό τή δική Του ζωή, φωτιζόμαστε ἀπό τό φῶς Του καί κοινωνοῦμε τῆς βασιλείας Του, βασιλείας φωτός καί ἀτελείωτης ζωῆς.
«Δεῦτε λάβετε Φῶς, ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου Φωτός καί δοξάσατε Χριστόν τόν Ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν»