Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
«Της Συνόδου της πρώτης ανεδείχθης υπέρμαχος και θαυματουργώ λόγω μόνω ποταμούς ανεχαίτισας,
Σπυρίδων μακάριε σοφέ . όθεν νεκρά σοι εκ τάφου προσφωνεί, και όφιν εις χρυσούν μετέβαλες . και εν τω μέλπειν τας αγίας σου ευχάς, αγγέλους έσχες συλλειτουργούντας σοι ιερώτατε. Δόξα τω δεδωκότι σοι ισχύν. Δόξα τω σε στεφανώσαντι. Δόξα τω ενεργούντι δια σου τοιαύτα τέρατα».
Ο βίος του κάθε ανθρώπου περιλαμβάνει την «κοινήν μοίραν» και τα ιδιαίτερα, μοναδικά και ανεπανάληπτα χαρακτηριστικά του. Ο βίος των Αγίων συμπεριλαμβάνει στα κοινά σημεία της ανθρώπινης φύσης και κάτι που είναι μοναδικό, αλλά και ταυτόχρονα κοινό, σε κάθε χριστιανό: την αγιότητα. Γιατί η αγιότητα δεν αποτελεί προνόμιο των λίγων, ούτε ειδικό δώρο της Εκκλησίας σε κάποια ξεχωριστά για τα κατορθώματα και τις αρετές τους πρόσωπα, αλλά «κοινή μοίρα» όλων των ανθρώπων που πιστεύουν στο Χριστό, βαπτίζονται «εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» , εντάσσονται στην Εκκλησία και συναισθάνονται το μέγιστο δώρημα του Θεού.
Είναι «κοινή μοίρα» η αγιότητα διότι κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι την κατέχει εξ αιτίας των δικών του κόπων. «Δωρεάν λαμβάνεται» παρά του Θεού και αποτελεί «το της υιοθεσίας χάρισμα» . Η αγιότητα δεν αφαιρείται από τον άνθρωπο. Εκείνος που δεν θέλει την κοινωνία με το Θεό, παραιτείται από αυτήν. Και ο Θεός, σεβόμενος την ελευθερία, την ύψιστη δική Του ιδιότητα με την οποία επροίκισε το τελειότερο των δημιουργημάτων Του, αποδέχεται την παραίτηση. Δίδει όμως, επειδή «θέλει πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» , τις ευκαιρίες ο άνθρωπος να οικειωθεί πάλι την αγιότητα και να επιστρέψει στον οικία του Πατρός του, όπου «πολλαί μοναί εισί» , να συγκοινωνήσει με τους άλλους Αγίους και τους Αγγέλους και να διαλαλεί εξ όλης της ψυχής και εξ όλης της ισχύος και εξ όλης της διανοίας του «Αββά ο Πατήρ» .
Η Εκκλησία, όταν αναφέρεται σε αγίους, εννοεί όλους τους χριστιανούς οι οποίοι επιζητούν την κοινωνία με το Θεό. Και όταν αναγνωρίζει αγίους, δηλώνει ότι «ετελειώθησαν» σ’ αυτή τη ζωή. Αυτή η ωραία φράση στο μηνολόγιο κάθε ημέρας («εν ειρήνη τελειούται», «ξίφει τμηθείς την κεφαλήν τελειούται», «πυρί τελειούται»), μαρτυρεί ότι οι Άγιοι αγωνίστηκαν να κρατήσουν στη ζωή τους το δώρο του Θεού, την αγιότητα, και ότι την ώρα που πέθαναν έπαψαν να βρίσκονται πλέον στο μεταίχμιο εκείνο της «αεί σχοινοβασίας» μεταξύ της πτώσης και της επιστροφής. Εκείνη τη στιγμή έγιναν πλέον τέλειοι, δεν κινδυνεύουν από τον χρόνο και τον πειρασμό να παραιτηθούν από την αγιότητα, η ύπαρξη τους βρίσκεται πλέον «εν χειρί Θεού και ου μη άψηται αυτούς βάσανος» . Και η πιο κοπιώδης βάσανος δεν είναι η θλίψη και ο πόνος για τις όποιες δοκιμασίες, αλλά η αγωνία να μην απωλεσθεί το δώρο του Θεού, η αγιότητα, μέσα στους πειρασμούς, την επίθεση των λογισμών, την αδυναμία του χαρακτήρα, την κόπωση της ζωής.
Υπάρχουν αναρίθμητοι Άγιοι απανταχού της γης, που δεν είναι τοποθετημένοι επίσημα στα συναξάρια και τα μηνολόγια της Εκκλησίας. Μπορεί να είναι και δικοί μας άνθρωποι, γείτονές μας, οικείοι μας, αλλά και άγνωστοι, οι οποίοι όλοι αναπαύονται στα χέρια του Θεού και Εκείνος θα κρίνει πότε και εάν θα αποκαλυφθεί η τελείωσίς τους. Άλλωστε, γνωρίζουμε καλώς ότι ο Θεός επιτρέπει την αγιοκατάταξη ανθρώπων για να διαπιστώνουμε την δύναμη του δώρου Του, το οποίο είναι κοινό σε όλους, για να μας δώσει την ευκαιρία να τιμήσουμε τους φίλους Του που είναι οι Άγιοι και να Τον δοξάσουμε. «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις αυτού. Τοις Αγίοις τοις εν τη γη Αυτού εθαυμάστωσεν ο Κύριος».
Ο Άγιός μας Σπυρίδων ανήκει στους Αγίους που αξιώθηκαν από τον Θεό, την Εκκλησία και την συνείδηση του λαού απανταχού της γης, την αναγνώριση. Ανεδείχθη «υπέρμαχος της Συνόδου της Πρώτης». Κι αυτό γιατί ήταν πρωτίστως Ποιμήν και ως ποιμένα η Εκκλησία ζήτησε την συμμετοχή του στο κατεξοχήν όργανο αποφάσεών της: την Σύνοδο. Το Συνοδικό σύστημα αποτελεί έκφραση του «εμείς» της Εκκλησίας από την πρώτη στιγμή της ύπαρξής της και σ’ αυτό συμμετέχουν οι Ποιμένες, αυτοί δηλαδή οι οποίοι δεν βλέπουν τα λογικά πρόβατα ως μισθωτοί. Νοιάζονται για τα πρόβατά τους, επειδή αυτά ανήκουν στο Θεό – Πατέρα. Τόσο οι ποιμένες όσο και το ποίμνιο έχουν το δικαίωμα να είναι παιδιά του Θεού, διότι πιστεύουν σ’ Αυτόν: «όσοι δε έλαβον Αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι, τοις πιστεύουσιν εις το όνομα αυτού». Και οι ποιμένες αγαπούν τα παιδιά τους ωσάν φυσικοί πατέρες. Όταν ο λύκος επιτίθεται στα πρόβατα, είτε δια της αμαρτίας είτε δια των αιρέσεων είτε δια των βιοτικών μεριμνών, οι ποιμένες προχωρούν μπροστά και παλεύουν μαζί του. Είναι οι ηγέτες που υπερασπίζονται τα πρόβατά τους, γιατί τα γνωρίζουν και γνωρίζονται από εκείνα, και είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν και τη ζωή τους γι’ αυτά.
Αυτό έκανε και ο Άγιος Σπυρίδων. Υπερασπίστηκε τα πρόβατά του στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο. Εκείνα τον εξέλεξαν ποιμένα τους στην Τριμυθούντα, καθότι γνώριζαν την αρετή του και την θεογνωσία του. Και αυτός τους ανταπέδωσε την αγάπη, διακονώντας τους μέχρι το τέλος της ζωής του και οδηγώντας τους στον Θεό. Υπερασπίστηκε την αλήθεια στην Σύνοδο, κατατροπώνοντας τον Άρειο με το θαύμα του κεραμιδιού, αλλά και τον φιλόσοφο Ευλόγιο, υπερασπιστή του Αρείου, δια των λόγων του . Στη Σύνοδο δεν προμελέτησε «απολογηθήναι». Βίωνε στην καρδιά του τον Κυριακό λόγο: « Εγώ γαρ δώσω υμίν στόμα και σοφίαν, η ου δυνήσονται αντιπείν ουδέ αντιστήναι πάντες οι αντικείμενοι υμίν». Και εποίησε «τοιαύτα τέρατα», δια των οποίων τα πρόβατά του προστατεύθηκαν και η Εκκλησία κατενόησε στην πράξη το Τριαδολογικό δόγμα.
Τόσο ο λόγος του Αγίου, όσο και το θαύμα, μαρτύρησαν περί της θεολογίας της Εκκλησίας. Η Τριαδικότητα του Θεού είναι η βάση της πίστης μας. Χωρίς την διάκριση των Προσώπων, ο Θεός θα παρέμενε απρόσωπος και η σχέση μας μαζί Του αδύνατη. Παράλληλα, ούτε ο άνθρωπος θα μπορούσε να κατανοηθεί ως προσωπική ύπαρξη, της οποίας η παρουσία στον κόσμο νοηματοδοτείται στην σχέση με τον Θεό και τον πλησίον. Γιατί όπως ο Θεός είναι ένας και τρία Πρόσωπα, έτσι και ο άνθρωπος είναι ένας, μετέχει της κοινής φύσης, αλλά είναι ταυτόχρονα και μυριοπρόσωπος, ξεχωριστός, μοναδικός. Όπως τα Πρόσωπα της Τριάδος αλληλοπεριχωρούνται εν ελευθερία και αγάπη, έχουν το αυτό θέλημα, χάριν της αγάπης και είναι Αγάπη , έτσι και ο άνθρωπος, πλασμένος κατ’ εικόνα και ομοίωσιν του Τριαδικού Θεού, καλείται να ζήσει εν τη Εκκλησία την αλληλοπεριχώρηση με τον Θεό και τον πλησίον, εν ελευθερία και αγάπη, να μεταλάβει της αγιότητας του Θεού και ταυτόχρονα να αγιασθεί ο ίδιος, να σωθεί και να σώσει.
Αυτό το δύσκολο στην διατύπωσή του μήνυμα της Θεολογίας ο Άγιος το παρουσίασε στην πράξη με το θαύμα του κεραμιδιού. Στην ζωή της Εκκλησίας δεν προηγούνται οι έννοιες, οι σκέψεις, οι διατυπώσεις της Αλήθειας σε δόγματα, προτάσεις αξιωματικές που γίνονται αποδεκτές από την συνείδηση του πληρώματος. Προηγείται η Αλήθεια, η οποία γίνεται κατανοητή όταν βιώνεται. Και τα δόγματα δεν είναι τίποτε άλλο παρά η διατύπωση εν λέξεσι, εν εικονίσμασι, εν μυστηρίοις του βιώματος της Αλήθειας. Γι’ αυτό ο Ποιμήν Σπυρίδων, βιώνοντας την Αλήθεια της Τριάδος, διατυπώνει στην απλότητα των υλικών ενός κεραμιδιού (το χώμα, το νερό και η φωτιά που γίνονται ένα) το βίωμά του που γίνεται δόγμα.
Και βιώνει ο Άγιος την κοινωνία με τον Θεό διότι αγαπά. Καρδιά, νους και χείλη, ολόκληρη η ύπαρξη ανήκουν στον Δημιουργό. Και δεν αγαπά μόνο το Θεό, αλλά και την εικόνα Του, τον άνθρωπο. Ο κατεξοχήν τρόπος έκφρασης της αγάπης είναι για τον Άγιο, και μάλιστα για τον Ποιμένα Άγιο, η προσευχή. Προσευχή σημαίνει μνήμη Θεού, επίκλησή Του, δοξολογία Του και ταυτόχρονα, παράκληση σ’ Αυτόν για τα πρόβατά Του. Και η προσευχή γίνεται η βάση για τα θαύματα. «Πολύ ισχύει δέησις δικαίου ενεργουμένη».
Το θαύμα αποτελεί βεβαίως υπέρβαση των φυσικών νόμων. Δεν γίνεται όμως από τον Θεό δια του Αγίου για να εντυπωσιάσει τους ανθρώπους, για να τους εξαναγκάσει να πιστέψουν, για να καθυποτάξει την ελευθερία τους. Ούτε γίνεται για να επιβραβεύσει την πίστη τους και να τους οδηγήσει στην υπερηφάνεια. Γίνεται από αγάπη για τον άνθρωπο, για να μετανοήσει, να δοξολογήσει τον Θεό, να ικανοποιήσει απλές καθημερινές του ανάγκες και να κατανοήσει την αγάπη και την Πρόνοια του Θεού. Το θαύμα γίνεται για να παραδώσει ο άνθρωπος τη ζωή του στην αγάπη του Θεού και να δει τον πλησίον του ως «σύνδουλό» του ενώπιον του Θεού και ταυτόχρονα ως αδελφό του.
Γι’ αυτό τα θαύματα προϋποθέτουν τη σχέση του Αγίου με το Θεό και αναδεικνύουν την μακαριότητα και την κατά Θεόν σοφία του. Ο Άγιος γίνεται μακάριος, δηλαδή ευτυχισμένος, όχι γιατί μπορεί να κάνει θαύματα, αλλά γιατί ζει την σχέση του με τον Θεό και όποιος κοινωνεί τον Θεό, είναι ευτυχής. Αυτό είναι το μέγιστον θαύμα. Όποιος ζει την προτεραιότητα του Θεού στην καρδιά του, δεν μπορεί παρά να αγαπά τον συνάνθρωπό του και να επιθυμεί κι εκείνος να ζήσει τον Θεό. Οι βιοτικές μέριμνες, η φτώχεια, η ασθένεια, η παράδοση στην κακία των άλλων γίνονται τα ζιζάνια εκείνα που συμπνίγουν τον σπόρο του Ευαγγελίου. Ο Θεός τότε επιτρέπει δια των Αγίων Του να γίνονται θαύματα, για να επιστρέψουν οι άνθρωποι σ’ Αυτόν, να Τον δοξάσουν και να αφήσουν τον Λόγο να καρπίσει.
Έτσι και ο Άγιος «θαυματουργώ λόγω μόνω ποταμούς ανεχαίτισε». Σταμάτησε τον ποταμό που τον εμπόδιζε να περάσει και να μεταβεί σε έναν τόπο, όπου κάποιος φίλος του, συκοφαντημένος από τους εχθρούς του, επρόκειτο να θανατωθεί. Μιμούμενος τον Ιησού του Ναυή, όταν πέρασε τον Ιορδάνη ποταμό με την Κιβωτό της Διαθήκης, σταματά κι αυτός με τον λόγο της προσευχής του τον ποταμό. Νικά την δύναμη της φύσης, όχι ως τερατουργός και θαυματοποιός, αλλά ως αγαπών πρόσωπο. Η προσευχή του έχει μετατραπεί σε αγάπη και η αγάπη σε προσευχή. Και ο Θεός που δημιούργησε τους νόμους της φύσης, αναστέλλει την λειτουργία τους για να μπορέσει η αγάπη να υπερνικήσει τον πειρασμό, την αμαρτία και τον θάνατο.
Το ίδιο θα συμβεί με την συνομιλία του Αγίου με την κόρη του που βρίσκεται νεκρή στον τάφο (όθεν νεκρά), με απώτερο σκοπό να βρεθεί το αντικείμενο της φτωχής γυναίκας, το οποίο η κόρη του είχε κρύψει πριν πεθάνει. Το ίδιο θα συμβεί και με το θαύμα της μεταβολής του φιδιού σε χρυσάφι, για να μπορέσει ο φτωχός άνθρωπος να λάβει από τον πλούσιο καρπό και να σπείρει το χωράφι του. Ο Άγιος, δια της προσευχής, θα δώσει το υλικό στοιχείο στον πλησίον για να ζήσει, συντρίβοντας την σιωπή του θανάτου. Θα οδηγήσει δια της προσευχής το φυσικό στοιχείο σε υλική μεταμόρφωση, όχι για να εντυπωσιάσει, αλλά για να δείξει αγάπη. Θα δηλώσει ότι κάθε τι που υπάρχει στον κόσμο δόθηκε από τον Θεό για να μπορούμε να αγαπούμε. Ακόμη και τα υλικά αγαθά μας δίδονται από τον Θεό προς πρόσκαιρη χρήση και όχι προς ιδιοκτησία ή θεοποίησή τους. Και η χρήση δικαιώνεται μόνο δια της αγάπης. Όταν ο άνθρωπος δεν χρειάζεται άλλο το υλικό αγαθό, τότε αυτό επιστρέφει «εις γην εξ ης ελήφθη». Μόνο η αγάπη μένει.
Η αγάπη της Εκκλησίας και των Αγίων δεν είναι ωραίος λόγος. Δεν είναι συναίσθημα. Δεν είναι κτήση και υποταγή του άλλου. Δεν είναι καν αξία και ιδανικό ή βάση για ιδεολογία και φιλοσοφία. Είναι φυσική κατάσταση που αγκαλιάζει ολόκληρη την ύπαρξη και εκδηλώνεται προς όλους, μισούντας και αγαπώντας. Εκδηλώνεται προς την φύση ως δημιουργία του Θεού. Εκδηλώνεται προς τον εαυτό μας, όχι όμως αυτειδωλικά, αλλά ως επιθυμία για κοινωνία με τον Θεό, δηλαδή για σωτηρία. Και η αγάπη αυτή πηγάζει από την μαθητεία στις εντολές του Θεού και την τήρησή τους: «εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε» και «εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί εστέ, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις» .
Η αγάπη των Αγίων είναι προσευχή, διότι μόνο στην κατάσταση της προσευχής ο Άγιος απαρνιέται τον εαυτό του, αίρει τον σταυρό του και ακολουθεί τον Θεό. Η προσευχή είναι άσκηση ολόκληρης της ύπαρξης και όχι διανοητική κατάσταση. Η προσευχή είναι υπέρβαση του θανάτου διότι ο Άγιος, επικαλούμενος τον Θεό, «δεν ζη ουκέτι αυτός, ζη δε εν αυτώ Χριστός» . Και δια της ζωής του Χριστού, ο Άγιος νικά τον πνευματικό και αιώνιο θάνατο, που είναι ο χωρισμός της ύπαρξης από τον Δημιουργό της, τον Θεό.
Η προσευχή του Αγίου δεν περιλαμβάνει μόνο τον εαυτό του, αλλά και τον πλησίον και τον κόσμο. Γι’ αυτό και ο Άγιος είναι ο αληθινά παγκόσμιος, οικουμενικός άνθρωπος. Η αγάπη τον κάνει να συμπάσχει με όλους και για όλους στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Η προσευχή του Αγίου τον μεταφέρει από τον ιστορικό χρόνο στον εσχατολογικό. Και ταυτόχρονα, δηλώνει ότι αυτό είναι η Εκκλησία. Η βίωση των εσχάτων, της Βασιλείας των Ουρανών, στην ιστορία, στο παρόν, το τώρα, και όχι μόνο στο επέκεινα.
Ο Άγιος, όταν έψαλε στην λειτουργία και τις ακολουθίες τις άγιες προσευχές του, είχε τους Αγγέλους συλλειτουργούντας. Έλεγε «ειρήνη πάσι» και απαντούσαν οι Άγγελοι «και τω Πνεύματί σου» . Μας δείχνει έτσι ότι την στιγμή της λειτουργικής προσευχής, όταν δηλαδή ο άνθρωπος επιζητεί να υπερβεί την μοναξιά του, να κοινωνήσει με τον Θεό, τους Αγγέλους, τους Αγίους εν τω κοινώ ποτηρίω, να βιώσει δηλαδή την εν Χριστώ ενότητα του κόσμου, όλη η κτίση συμπροσφέρεται στον Κτίσαντα, και ακόμη και οι πνευματικές υπάρξεις συμμετέχουν στην προσευχή του Αγίου. «Ευχαριστούμεν σοι και υπέρ της λειτουργίας ταύτης ην εκ των χειρών ημών κατηξίωσας, καίτοι σοι παρεστήκασι χιλιάδες Αρχαγγέλων και μυριάδες αγγέλων, τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ, εξαπτέρυγα, πολυόμματα, μετάρσια, πτερωτά, τον επινίκιον ύμνον άδοντα».
Η προσευχή του Αγίου μετατρέπεται τότε από προσωπική σε λειτουργική. Δεν σβήνει βεβαίως το πρόσωπο, δεν χάνεται στην μακαριότητα του Θεού, δεν εκμηδενίζεται, όπως πιστεύουν οι ανατολικές θρησκείες που αναζητούν στον μηδενισμό την ευτυχία. Το πρόσωπο ενώνεται με τον Θεό και τον πλησίον, καταθέτει την πίστη, τα χαρίσματά του, την αγάπη του, ακόμη και τα πάθη του και του δίδεται «εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον… ο προσφέρων και προσφερόμενος, ο προσδεχόμενος και διαδιδόμενος… ο πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος, αλλά τους μετέχοντας αγιάζων» Ιησούς Χριστός. Και τότε το πρόσωπο όχι μόνο δεν χάνεται, αλλά φωτίζεται, χαίρεται, θερμαίνεται εσωτερικά και ζει το επέκεινα, τα έσχατα εν τη Ιστορία, υπερβαίνει τον χρόνο και, ταυτόχρονα, παραμένει στο χρόνο. Ο Άγιος στην λειτουργία ξεπερνά τον θάνατο, γιατί ζει οντολογικά την σχέση με το Χριστό, μετέχει στο Σώμα Του και το Αίμα Του, οδηγεί και το πλήρωμα της Εκκλησίας στην μετοχή και βιώνει λειτουργικά την προσωπική του μεταμόρφωση, την προσωπική του ανάσταση, την προσωπική του ανάληψη.
Προϋπόθεση και αίτημα της λειτουργικής προσευχής η ειρήνη της καρδιάς. Απάντηση και ευχή από τους Αγγέλους να υπάρχει η καρδιακή ειρήνη ως δώρο Θεού «και τω πνεύματί σου», δηλαδή σε ολόκληρη την εσώτερη ύπαρξή μας να κυριαρχεί η βεβαιότητα και η βίωση της παρουσίας του Θεού, που είναι ο μόνος που δίδει την αληθινή ειρήνη. Και οι Άγγελοι γίνονται συλλειτουργοί του Αγίου. Η φωνή τους ακούγεται, όχι νοερά και ακατάληπτα, όπως στην λειτουργία ημών των «αναξίων προσέρχεσθαι, προσεγγίζειν ή λειτουργείν» , αλλά αισθητά. «Ου δι’ αυτόν η φωνή αύτη γέγονε, αλλά δι’ ημάς», για να θυμόμαστε και να ποθούμε αυτό που δεν αγωνιζόμαστε να γευθούμε, την ολοκάρδια μετοχή στο Θεό, την συλλειτουργία με τον λαό, τους Αγίους, τους Αγγέλους, την όλη Εκκλησία, τον Ιησού Χριστό.
Ο Άγιος θεώνεται τελικά εν τη Εκκλησία. Χωρίς εκείνη δεν υπάρχει αγιότητα. Γι’ αυτό ο Άγιος δεν είναι απλώς ένας καλός χριστιανός, ένας καλός άνθρωπος. Είναι ο εν τη Εκκλησία μεταμορφούμενος, ο εν τη Εκκλησία μετανοών και επιστρέφων στον Θεό, ο εν τη Εκκλησία αγαπών. Και όλα αυτά πηγάζουν από την χάρη του Αγίου Πνεύματος. Δεν είναι κατόρθωμα δικό του η αγιότητα, αλλά δωρεά από το Άγιο Πνεύμα στην Εκκλησία. Γιατί μόνο εκεί υπάρχει, δρα, φωτίζει, αγιάζει, δωρίζει, χαριτώνει, θεοποιεί το τρίτο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Αλλιώς, ο άγιος θα ήταν ένας τίμιος και ηθικός άνθρωπος, χωρίς εσχατολογική προοπτική και η πίστη μία ανθρωπιστική ιδέα, ένα ιδεολόγημα ενδιαφέρον, ίσως, και σπουδαίο, που δεν θα οδηγούσε όμως στον Θεό και δεν θα έσωζε.
Γι’ αυτό και τελικά στο πρόσωπο κάθε Αγίου δοξάζουμε τον Τριαδικό Θεό, ο Οποίος δόξασε τον Άγιο. Ο Άγιος γνώρισε στη ζωή του τον Χριστό και, ταυτόχρονα, γνώρισε τον Πατέρα. «Ο εωρακώς εμέ εώρακε τον πατέρα». Και η Θεογνωσία δεν επιτυγχάνεται χωρίς την συνέργεια και την χάρη του Αγίου Πνεύματος. Τα πάντα στη ζωή του Αγίου, τα θαυμαστά τέρατα, τα ιάματα, ο καρπός, η αιωνιότητα αποτελούν φανερώσεις της θείας ενέργειας («δόξα τω δεδωκότι σοι ισχύν»). Ο Άγιος γίνεται σκεύος της χάριτος, βιώνει την αγάπη του Θεού και παραδίδει την ελευθερία του στα χέρια Του, για να μεταδώσει ο Θεός την ζωή στον ίδιο τον Άγιο, τους αδελφούς του, τον κόσμο. Για να έρθει στο τέλος και «ο της δικαιοσύνης στέφανος», η τελείωση, η αιώνια υιοθεσία.
Απτό σημάδι της υιοθεσίας ενίοτε είναι η αφθαρσία του σώματος. Οι φυσικοί νόμοι αναστέλλονται όχι μόνο στα θαύματα που τελούνται από τον Άγιο εν ζωή, αλλά και στο σώμα του Αγίου μετά θάνατον. Δίδει ο Θεός την ευλογία να μην επέρχεται η λύσις του σώματος, παρά την ταφή και το πέρασμα του χρόνου, για να μας δείξει ότι «τα αδύνατα παρά ανθρώποις, δυνατά παρά τω Θεώ εστίν». Για να μας δείξει ότι θα έλθει «η κοινή ανάστασις» και ότι ο βιολογικός θάνατος δεν είναι το τέλος, αλλά το πέρασμα. Για να δυναμώνουμε την πνευματική μας προσπάθεια να αγαπήσουμε τον Θεό. Για να προσπαθούμε να συναντήσουμε την ζωή ως προσευχή και να καταστήσουμε την προσευχή ζωή μας. Για να αντέξουμε τις ποικίλες δοκιμασίες, προσωπικές, κοινωνικές, ιστορικές. Για να κρατήσουμε την πίστη μας. Για να μιμηθούμε τον φίλο του Θεού, τον Άγιο, που γίνεται πατέρας και αδελφός μας, αλλά, κυρίως, πρέσβης ακοίμητος προς Κύριον. Όχι μόνο για τα υλικά, τις βιοτικές μας μέριμνες, τις αγωνίες μας, αλλά για την επιθυμία μας να σωθούμε.
Ο Άγιος, μετέχοντας στην κοινή μας φύση, δείχνει το αληθινό της νόημα. Το «υπέρ την φύσιν», τον αγιασμό, την σωτηρία. Την εσχατολογική προοπτική στο χρόνο και την ιστορία. Την «πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων» ευλογημένη Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Και μας καλεί να πιστέψουμε, να μετανοήσουμε, να επιστρέψουμε, να αγαπήσουμε εν τη Εκκλησία. Ο Άγιος αγαπήθηκε για την απλότητα, την ταπείνωση, την κοινωνία με το Θεό και τους ανθρώπους. Έγινε η θύρα, δια της οποίας, εάν κάποιος εισέλθει στην Εκκλησία, θα σωθεί. Γιατί θα συναντήσει τον Αρχιποίμενα Χριστό. Γι’ αυτό κάθε φορά που τον τοποθετούμε όρθιο στην θύρα του ναού του και ασπαζόμαστε τους αφθάρτους πόδας του, καλούμαστε από αυτόν να τον ακολουθήσουμε στην αυλή των προβάτων. Αυτός προπορεύτηκε έμπροσθεν ημών. Η φωνή του μας προφυλάσσει από τους κλέπτες και τους ληστές. Και μαζί του θα είμαστε «μία ποίμνη» με Ποιμένα τον Κύριό μας.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Από τον τόμο, Άγιος Σπυρίδων: Ο Ναός και η Λατρεία του στην Κέρκυρα,Κέρκυρα 2007
Σπυρίδων μακάριε σοφέ . όθεν νεκρά σοι εκ τάφου προσφωνεί, και όφιν εις χρυσούν μετέβαλες . και εν τω μέλπειν τας αγίας σου ευχάς, αγγέλους έσχες συλλειτουργούντας σοι ιερώτατε. Δόξα τω δεδωκότι σοι ισχύν. Δόξα τω σε στεφανώσαντι. Δόξα τω ενεργούντι δια σου τοιαύτα τέρατα».
Ο βίος του κάθε ανθρώπου περιλαμβάνει την «κοινήν μοίραν» και τα ιδιαίτερα, μοναδικά και ανεπανάληπτα χαρακτηριστικά του. Ο βίος των Αγίων συμπεριλαμβάνει στα κοινά σημεία της ανθρώπινης φύσης και κάτι που είναι μοναδικό, αλλά και ταυτόχρονα κοινό, σε κάθε χριστιανό: την αγιότητα. Γιατί η αγιότητα δεν αποτελεί προνόμιο των λίγων, ούτε ειδικό δώρο της Εκκλησίας σε κάποια ξεχωριστά για τα κατορθώματα και τις αρετές τους πρόσωπα, αλλά «κοινή μοίρα» όλων των ανθρώπων που πιστεύουν στο Χριστό, βαπτίζονται «εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» , εντάσσονται στην Εκκλησία και συναισθάνονται το μέγιστο δώρημα του Θεού.
Είναι «κοινή μοίρα» η αγιότητα διότι κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι την κατέχει εξ αιτίας των δικών του κόπων. «Δωρεάν λαμβάνεται» παρά του Θεού και αποτελεί «το της υιοθεσίας χάρισμα» . Η αγιότητα δεν αφαιρείται από τον άνθρωπο. Εκείνος που δεν θέλει την κοινωνία με το Θεό, παραιτείται από αυτήν. Και ο Θεός, σεβόμενος την ελευθερία, την ύψιστη δική Του ιδιότητα με την οποία επροίκισε το τελειότερο των δημιουργημάτων Του, αποδέχεται την παραίτηση. Δίδει όμως, επειδή «θέλει πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» , τις ευκαιρίες ο άνθρωπος να οικειωθεί πάλι την αγιότητα και να επιστρέψει στον οικία του Πατρός του, όπου «πολλαί μοναί εισί» , να συγκοινωνήσει με τους άλλους Αγίους και τους Αγγέλους και να διαλαλεί εξ όλης της ψυχής και εξ όλης της ισχύος και εξ όλης της διανοίας του «Αββά ο Πατήρ» .
Η Εκκλησία, όταν αναφέρεται σε αγίους, εννοεί όλους τους χριστιανούς οι οποίοι επιζητούν την κοινωνία με το Θεό. Και όταν αναγνωρίζει αγίους, δηλώνει ότι «ετελειώθησαν» σ’ αυτή τη ζωή. Αυτή η ωραία φράση στο μηνολόγιο κάθε ημέρας («εν ειρήνη τελειούται», «ξίφει τμηθείς την κεφαλήν τελειούται», «πυρί τελειούται»), μαρτυρεί ότι οι Άγιοι αγωνίστηκαν να κρατήσουν στη ζωή τους το δώρο του Θεού, την αγιότητα, και ότι την ώρα που πέθαναν έπαψαν να βρίσκονται πλέον στο μεταίχμιο εκείνο της «αεί σχοινοβασίας» μεταξύ της πτώσης και της επιστροφής. Εκείνη τη στιγμή έγιναν πλέον τέλειοι, δεν κινδυνεύουν από τον χρόνο και τον πειρασμό να παραιτηθούν από την αγιότητα, η ύπαρξη τους βρίσκεται πλέον «εν χειρί Θεού και ου μη άψηται αυτούς βάσανος» . Και η πιο κοπιώδης βάσανος δεν είναι η θλίψη και ο πόνος για τις όποιες δοκιμασίες, αλλά η αγωνία να μην απωλεσθεί το δώρο του Θεού, η αγιότητα, μέσα στους πειρασμούς, την επίθεση των λογισμών, την αδυναμία του χαρακτήρα, την κόπωση της ζωής.
Υπάρχουν αναρίθμητοι Άγιοι απανταχού της γης, που δεν είναι τοποθετημένοι επίσημα στα συναξάρια και τα μηνολόγια της Εκκλησίας. Μπορεί να είναι και δικοί μας άνθρωποι, γείτονές μας, οικείοι μας, αλλά και άγνωστοι, οι οποίοι όλοι αναπαύονται στα χέρια του Θεού και Εκείνος θα κρίνει πότε και εάν θα αποκαλυφθεί η τελείωσίς τους. Άλλωστε, γνωρίζουμε καλώς ότι ο Θεός επιτρέπει την αγιοκατάταξη ανθρώπων για να διαπιστώνουμε την δύναμη του δώρου Του, το οποίο είναι κοινό σε όλους, για να μας δώσει την ευκαιρία να τιμήσουμε τους φίλους Του που είναι οι Άγιοι και να Τον δοξάσουμε. «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις αυτού. Τοις Αγίοις τοις εν τη γη Αυτού εθαυμάστωσεν ο Κύριος».
Ο Άγιός μας Σπυρίδων ανήκει στους Αγίους που αξιώθηκαν από τον Θεό, την Εκκλησία και την συνείδηση του λαού απανταχού της γης, την αναγνώριση. Ανεδείχθη «υπέρμαχος της Συνόδου της Πρώτης». Κι αυτό γιατί ήταν πρωτίστως Ποιμήν και ως ποιμένα η Εκκλησία ζήτησε την συμμετοχή του στο κατεξοχήν όργανο αποφάσεών της: την Σύνοδο. Το Συνοδικό σύστημα αποτελεί έκφραση του «εμείς» της Εκκλησίας από την πρώτη στιγμή της ύπαρξής της και σ’ αυτό συμμετέχουν οι Ποιμένες, αυτοί δηλαδή οι οποίοι δεν βλέπουν τα λογικά πρόβατα ως μισθωτοί. Νοιάζονται για τα πρόβατά τους, επειδή αυτά ανήκουν στο Θεό – Πατέρα. Τόσο οι ποιμένες όσο και το ποίμνιο έχουν το δικαίωμα να είναι παιδιά του Θεού, διότι πιστεύουν σ’ Αυτόν: «όσοι δε έλαβον Αυτόν, έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι, τοις πιστεύουσιν εις το όνομα αυτού». Και οι ποιμένες αγαπούν τα παιδιά τους ωσάν φυσικοί πατέρες. Όταν ο λύκος επιτίθεται στα πρόβατα, είτε δια της αμαρτίας είτε δια των αιρέσεων είτε δια των βιοτικών μεριμνών, οι ποιμένες προχωρούν μπροστά και παλεύουν μαζί του. Είναι οι ηγέτες που υπερασπίζονται τα πρόβατά τους, γιατί τα γνωρίζουν και γνωρίζονται από εκείνα, και είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν και τη ζωή τους γι’ αυτά.
Αυτό έκανε και ο Άγιος Σπυρίδων. Υπερασπίστηκε τα πρόβατά του στην Α’ Οικουμενική Σύνοδο. Εκείνα τον εξέλεξαν ποιμένα τους στην Τριμυθούντα, καθότι γνώριζαν την αρετή του και την θεογνωσία του. Και αυτός τους ανταπέδωσε την αγάπη, διακονώντας τους μέχρι το τέλος της ζωής του και οδηγώντας τους στον Θεό. Υπερασπίστηκε την αλήθεια στην Σύνοδο, κατατροπώνοντας τον Άρειο με το θαύμα του κεραμιδιού, αλλά και τον φιλόσοφο Ευλόγιο, υπερασπιστή του Αρείου, δια των λόγων του . Στη Σύνοδο δεν προμελέτησε «απολογηθήναι». Βίωνε στην καρδιά του τον Κυριακό λόγο: « Εγώ γαρ δώσω υμίν στόμα και σοφίαν, η ου δυνήσονται αντιπείν ουδέ αντιστήναι πάντες οι αντικείμενοι υμίν». Και εποίησε «τοιαύτα τέρατα», δια των οποίων τα πρόβατά του προστατεύθηκαν και η Εκκλησία κατενόησε στην πράξη το Τριαδολογικό δόγμα.
Τόσο ο λόγος του Αγίου, όσο και το θαύμα, μαρτύρησαν περί της θεολογίας της Εκκλησίας. Η Τριαδικότητα του Θεού είναι η βάση της πίστης μας. Χωρίς την διάκριση των Προσώπων, ο Θεός θα παρέμενε απρόσωπος και η σχέση μας μαζί Του αδύνατη. Παράλληλα, ούτε ο άνθρωπος θα μπορούσε να κατανοηθεί ως προσωπική ύπαρξη, της οποίας η παρουσία στον κόσμο νοηματοδοτείται στην σχέση με τον Θεό και τον πλησίον. Γιατί όπως ο Θεός είναι ένας και τρία Πρόσωπα, έτσι και ο άνθρωπος είναι ένας, μετέχει της κοινής φύσης, αλλά είναι ταυτόχρονα και μυριοπρόσωπος, ξεχωριστός, μοναδικός. Όπως τα Πρόσωπα της Τριάδος αλληλοπεριχωρούνται εν ελευθερία και αγάπη, έχουν το αυτό θέλημα, χάριν της αγάπης και είναι Αγάπη , έτσι και ο άνθρωπος, πλασμένος κατ’ εικόνα και ομοίωσιν του Τριαδικού Θεού, καλείται να ζήσει εν τη Εκκλησία την αλληλοπεριχώρηση με τον Θεό και τον πλησίον, εν ελευθερία και αγάπη, να μεταλάβει της αγιότητας του Θεού και ταυτόχρονα να αγιασθεί ο ίδιος, να σωθεί και να σώσει.
Αυτό το δύσκολο στην διατύπωσή του μήνυμα της Θεολογίας ο Άγιος το παρουσίασε στην πράξη με το θαύμα του κεραμιδιού. Στην ζωή της Εκκλησίας δεν προηγούνται οι έννοιες, οι σκέψεις, οι διατυπώσεις της Αλήθειας σε δόγματα, προτάσεις αξιωματικές που γίνονται αποδεκτές από την συνείδηση του πληρώματος. Προηγείται η Αλήθεια, η οποία γίνεται κατανοητή όταν βιώνεται. Και τα δόγματα δεν είναι τίποτε άλλο παρά η διατύπωση εν λέξεσι, εν εικονίσμασι, εν μυστηρίοις του βιώματος της Αλήθειας. Γι’ αυτό ο Ποιμήν Σπυρίδων, βιώνοντας την Αλήθεια της Τριάδος, διατυπώνει στην απλότητα των υλικών ενός κεραμιδιού (το χώμα, το νερό και η φωτιά που γίνονται ένα) το βίωμά του που γίνεται δόγμα.
Και βιώνει ο Άγιος την κοινωνία με τον Θεό διότι αγαπά. Καρδιά, νους και χείλη, ολόκληρη η ύπαρξη ανήκουν στον Δημιουργό. Και δεν αγαπά μόνο το Θεό, αλλά και την εικόνα Του, τον άνθρωπο. Ο κατεξοχήν τρόπος έκφρασης της αγάπης είναι για τον Άγιο, και μάλιστα για τον Ποιμένα Άγιο, η προσευχή. Προσευχή σημαίνει μνήμη Θεού, επίκλησή Του, δοξολογία Του και ταυτόχρονα, παράκληση σ’ Αυτόν για τα πρόβατά Του. Και η προσευχή γίνεται η βάση για τα θαύματα. «Πολύ ισχύει δέησις δικαίου ενεργουμένη».
Το θαύμα αποτελεί βεβαίως υπέρβαση των φυσικών νόμων. Δεν γίνεται όμως από τον Θεό δια του Αγίου για να εντυπωσιάσει τους ανθρώπους, για να τους εξαναγκάσει να πιστέψουν, για να καθυποτάξει την ελευθερία τους. Ούτε γίνεται για να επιβραβεύσει την πίστη τους και να τους οδηγήσει στην υπερηφάνεια. Γίνεται από αγάπη για τον άνθρωπο, για να μετανοήσει, να δοξολογήσει τον Θεό, να ικανοποιήσει απλές καθημερινές του ανάγκες και να κατανοήσει την αγάπη και την Πρόνοια του Θεού. Το θαύμα γίνεται για να παραδώσει ο άνθρωπος τη ζωή του στην αγάπη του Θεού και να δει τον πλησίον του ως «σύνδουλό» του ενώπιον του Θεού και ταυτόχρονα ως αδελφό του.
Γι’ αυτό τα θαύματα προϋποθέτουν τη σχέση του Αγίου με το Θεό και αναδεικνύουν την μακαριότητα και την κατά Θεόν σοφία του. Ο Άγιος γίνεται μακάριος, δηλαδή ευτυχισμένος, όχι γιατί μπορεί να κάνει θαύματα, αλλά γιατί ζει την σχέση του με τον Θεό και όποιος κοινωνεί τον Θεό, είναι ευτυχής. Αυτό είναι το μέγιστον θαύμα. Όποιος ζει την προτεραιότητα του Θεού στην καρδιά του, δεν μπορεί παρά να αγαπά τον συνάνθρωπό του και να επιθυμεί κι εκείνος να ζήσει τον Θεό. Οι βιοτικές μέριμνες, η φτώχεια, η ασθένεια, η παράδοση στην κακία των άλλων γίνονται τα ζιζάνια εκείνα που συμπνίγουν τον σπόρο του Ευαγγελίου. Ο Θεός τότε επιτρέπει δια των Αγίων Του να γίνονται θαύματα, για να επιστρέψουν οι άνθρωποι σ’ Αυτόν, να Τον δοξάσουν και να αφήσουν τον Λόγο να καρπίσει.
Έτσι και ο Άγιος «θαυματουργώ λόγω μόνω ποταμούς ανεχαίτισε». Σταμάτησε τον ποταμό που τον εμπόδιζε να περάσει και να μεταβεί σε έναν τόπο, όπου κάποιος φίλος του, συκοφαντημένος από τους εχθρούς του, επρόκειτο να θανατωθεί. Μιμούμενος τον Ιησού του Ναυή, όταν πέρασε τον Ιορδάνη ποταμό με την Κιβωτό της Διαθήκης, σταματά κι αυτός με τον λόγο της προσευχής του τον ποταμό. Νικά την δύναμη της φύσης, όχι ως τερατουργός και θαυματοποιός, αλλά ως αγαπών πρόσωπο. Η προσευχή του έχει μετατραπεί σε αγάπη και η αγάπη σε προσευχή. Και ο Θεός που δημιούργησε τους νόμους της φύσης, αναστέλλει την λειτουργία τους για να μπορέσει η αγάπη να υπερνικήσει τον πειρασμό, την αμαρτία και τον θάνατο.
Το ίδιο θα συμβεί με την συνομιλία του Αγίου με την κόρη του που βρίσκεται νεκρή στον τάφο (όθεν νεκρά), με απώτερο σκοπό να βρεθεί το αντικείμενο της φτωχής γυναίκας, το οποίο η κόρη του είχε κρύψει πριν πεθάνει. Το ίδιο θα συμβεί και με το θαύμα της μεταβολής του φιδιού σε χρυσάφι, για να μπορέσει ο φτωχός άνθρωπος να λάβει από τον πλούσιο καρπό και να σπείρει το χωράφι του. Ο Άγιος, δια της προσευχής, θα δώσει το υλικό στοιχείο στον πλησίον για να ζήσει, συντρίβοντας την σιωπή του θανάτου. Θα οδηγήσει δια της προσευχής το φυσικό στοιχείο σε υλική μεταμόρφωση, όχι για να εντυπωσιάσει, αλλά για να δείξει αγάπη. Θα δηλώσει ότι κάθε τι που υπάρχει στον κόσμο δόθηκε από τον Θεό για να μπορούμε να αγαπούμε. Ακόμη και τα υλικά αγαθά μας δίδονται από τον Θεό προς πρόσκαιρη χρήση και όχι προς ιδιοκτησία ή θεοποίησή τους. Και η χρήση δικαιώνεται μόνο δια της αγάπης. Όταν ο άνθρωπος δεν χρειάζεται άλλο το υλικό αγαθό, τότε αυτό επιστρέφει «εις γην εξ ης ελήφθη». Μόνο η αγάπη μένει.
Η αγάπη της Εκκλησίας και των Αγίων δεν είναι ωραίος λόγος. Δεν είναι συναίσθημα. Δεν είναι κτήση και υποταγή του άλλου. Δεν είναι καν αξία και ιδανικό ή βάση για ιδεολογία και φιλοσοφία. Είναι φυσική κατάσταση που αγκαλιάζει ολόκληρη την ύπαρξη και εκδηλώνεται προς όλους, μισούντας και αγαπώντας. Εκδηλώνεται προς την φύση ως δημιουργία του Θεού. Εκδηλώνεται προς τον εαυτό μας, όχι όμως αυτειδωλικά, αλλά ως επιθυμία για κοινωνία με τον Θεό, δηλαδή για σωτηρία. Και η αγάπη αυτή πηγάζει από την μαθητεία στις εντολές του Θεού και την τήρησή τους: «εάν αγαπάτε με, τας εντολάς τας εμάς τηρήσατε» και «εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί εστέ, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις» .
Η αγάπη των Αγίων είναι προσευχή, διότι μόνο στην κατάσταση της προσευχής ο Άγιος απαρνιέται τον εαυτό του, αίρει τον σταυρό του και ακολουθεί τον Θεό. Η προσευχή είναι άσκηση ολόκληρης της ύπαρξης και όχι διανοητική κατάσταση. Η προσευχή είναι υπέρβαση του θανάτου διότι ο Άγιος, επικαλούμενος τον Θεό, «δεν ζη ουκέτι αυτός, ζη δε εν αυτώ Χριστός» . Και δια της ζωής του Χριστού, ο Άγιος νικά τον πνευματικό και αιώνιο θάνατο, που είναι ο χωρισμός της ύπαρξης από τον Δημιουργό της, τον Θεό.
Η προσευχή του Αγίου δεν περιλαμβάνει μόνο τον εαυτό του, αλλά και τον πλησίον και τον κόσμο. Γι’ αυτό και ο Άγιος είναι ο αληθινά παγκόσμιος, οικουμενικός άνθρωπος. Η αγάπη τον κάνει να συμπάσχει με όλους και για όλους στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Η προσευχή του Αγίου τον μεταφέρει από τον ιστορικό χρόνο στον εσχατολογικό. Και ταυτόχρονα, δηλώνει ότι αυτό είναι η Εκκλησία. Η βίωση των εσχάτων, της Βασιλείας των Ουρανών, στην ιστορία, στο παρόν, το τώρα, και όχι μόνο στο επέκεινα.
Ο Άγιος, όταν έψαλε στην λειτουργία και τις ακολουθίες τις άγιες προσευχές του, είχε τους Αγγέλους συλλειτουργούντας. Έλεγε «ειρήνη πάσι» και απαντούσαν οι Άγγελοι «και τω Πνεύματί σου» . Μας δείχνει έτσι ότι την στιγμή της λειτουργικής προσευχής, όταν δηλαδή ο άνθρωπος επιζητεί να υπερβεί την μοναξιά του, να κοινωνήσει με τον Θεό, τους Αγγέλους, τους Αγίους εν τω κοινώ ποτηρίω, να βιώσει δηλαδή την εν Χριστώ ενότητα του κόσμου, όλη η κτίση συμπροσφέρεται στον Κτίσαντα, και ακόμη και οι πνευματικές υπάρξεις συμμετέχουν στην προσευχή του Αγίου. «Ευχαριστούμεν σοι και υπέρ της λειτουργίας ταύτης ην εκ των χειρών ημών κατηξίωσας, καίτοι σοι παρεστήκασι χιλιάδες Αρχαγγέλων και μυριάδες αγγέλων, τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ, εξαπτέρυγα, πολυόμματα, μετάρσια, πτερωτά, τον επινίκιον ύμνον άδοντα».
Η προσευχή του Αγίου μετατρέπεται τότε από προσωπική σε λειτουργική. Δεν σβήνει βεβαίως το πρόσωπο, δεν χάνεται στην μακαριότητα του Θεού, δεν εκμηδενίζεται, όπως πιστεύουν οι ανατολικές θρησκείες που αναζητούν στον μηδενισμό την ευτυχία. Το πρόσωπο ενώνεται με τον Θεό και τον πλησίον, καταθέτει την πίστη, τα χαρίσματά του, την αγάπη του, ακόμη και τα πάθη του και του δίδεται «εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον… ο προσφέρων και προσφερόμενος, ο προσδεχόμενος και διαδιδόμενος… ο πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος, αλλά τους μετέχοντας αγιάζων» Ιησούς Χριστός. Και τότε το πρόσωπο όχι μόνο δεν χάνεται, αλλά φωτίζεται, χαίρεται, θερμαίνεται εσωτερικά και ζει το επέκεινα, τα έσχατα εν τη Ιστορία, υπερβαίνει τον χρόνο και, ταυτόχρονα, παραμένει στο χρόνο. Ο Άγιος στην λειτουργία ξεπερνά τον θάνατο, γιατί ζει οντολογικά την σχέση με το Χριστό, μετέχει στο Σώμα Του και το Αίμα Του, οδηγεί και το πλήρωμα της Εκκλησίας στην μετοχή και βιώνει λειτουργικά την προσωπική του μεταμόρφωση, την προσωπική του ανάσταση, την προσωπική του ανάληψη.
Προϋπόθεση και αίτημα της λειτουργικής προσευχής η ειρήνη της καρδιάς. Απάντηση και ευχή από τους Αγγέλους να υπάρχει η καρδιακή ειρήνη ως δώρο Θεού «και τω πνεύματί σου», δηλαδή σε ολόκληρη την εσώτερη ύπαρξή μας να κυριαρχεί η βεβαιότητα και η βίωση της παρουσίας του Θεού, που είναι ο μόνος που δίδει την αληθινή ειρήνη. Και οι Άγγελοι γίνονται συλλειτουργοί του Αγίου. Η φωνή τους ακούγεται, όχι νοερά και ακατάληπτα, όπως στην λειτουργία ημών των «αναξίων προσέρχεσθαι, προσεγγίζειν ή λειτουργείν» , αλλά αισθητά. «Ου δι’ αυτόν η φωνή αύτη γέγονε, αλλά δι’ ημάς», για να θυμόμαστε και να ποθούμε αυτό που δεν αγωνιζόμαστε να γευθούμε, την ολοκάρδια μετοχή στο Θεό, την συλλειτουργία με τον λαό, τους Αγίους, τους Αγγέλους, την όλη Εκκλησία, τον Ιησού Χριστό.
Ο Άγιος θεώνεται τελικά εν τη Εκκλησία. Χωρίς εκείνη δεν υπάρχει αγιότητα. Γι’ αυτό ο Άγιος δεν είναι απλώς ένας καλός χριστιανός, ένας καλός άνθρωπος. Είναι ο εν τη Εκκλησία μεταμορφούμενος, ο εν τη Εκκλησία μετανοών και επιστρέφων στον Θεό, ο εν τη Εκκλησία αγαπών. Και όλα αυτά πηγάζουν από την χάρη του Αγίου Πνεύματος. Δεν είναι κατόρθωμα δικό του η αγιότητα, αλλά δωρεά από το Άγιο Πνεύμα στην Εκκλησία. Γιατί μόνο εκεί υπάρχει, δρα, φωτίζει, αγιάζει, δωρίζει, χαριτώνει, θεοποιεί το τρίτο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Αλλιώς, ο άγιος θα ήταν ένας τίμιος και ηθικός άνθρωπος, χωρίς εσχατολογική προοπτική και η πίστη μία ανθρωπιστική ιδέα, ένα ιδεολόγημα ενδιαφέρον, ίσως, και σπουδαίο, που δεν θα οδηγούσε όμως στον Θεό και δεν θα έσωζε.
Γι’ αυτό και τελικά στο πρόσωπο κάθε Αγίου δοξάζουμε τον Τριαδικό Θεό, ο Οποίος δόξασε τον Άγιο. Ο Άγιος γνώρισε στη ζωή του τον Χριστό και, ταυτόχρονα, γνώρισε τον Πατέρα. «Ο εωρακώς εμέ εώρακε τον πατέρα». Και η Θεογνωσία δεν επιτυγχάνεται χωρίς την συνέργεια και την χάρη του Αγίου Πνεύματος. Τα πάντα στη ζωή του Αγίου, τα θαυμαστά τέρατα, τα ιάματα, ο καρπός, η αιωνιότητα αποτελούν φανερώσεις της θείας ενέργειας («δόξα τω δεδωκότι σοι ισχύν»). Ο Άγιος γίνεται σκεύος της χάριτος, βιώνει την αγάπη του Θεού και παραδίδει την ελευθερία του στα χέρια Του, για να μεταδώσει ο Θεός την ζωή στον ίδιο τον Άγιο, τους αδελφούς του, τον κόσμο. Για να έρθει στο τέλος και «ο της δικαιοσύνης στέφανος», η τελείωση, η αιώνια υιοθεσία.
Απτό σημάδι της υιοθεσίας ενίοτε είναι η αφθαρσία του σώματος. Οι φυσικοί νόμοι αναστέλλονται όχι μόνο στα θαύματα που τελούνται από τον Άγιο εν ζωή, αλλά και στο σώμα του Αγίου μετά θάνατον. Δίδει ο Θεός την ευλογία να μην επέρχεται η λύσις του σώματος, παρά την ταφή και το πέρασμα του χρόνου, για να μας δείξει ότι «τα αδύνατα παρά ανθρώποις, δυνατά παρά τω Θεώ εστίν». Για να μας δείξει ότι θα έλθει «η κοινή ανάστασις» και ότι ο βιολογικός θάνατος δεν είναι το τέλος, αλλά το πέρασμα. Για να δυναμώνουμε την πνευματική μας προσπάθεια να αγαπήσουμε τον Θεό. Για να προσπαθούμε να συναντήσουμε την ζωή ως προσευχή και να καταστήσουμε την προσευχή ζωή μας. Για να αντέξουμε τις ποικίλες δοκιμασίες, προσωπικές, κοινωνικές, ιστορικές. Για να κρατήσουμε την πίστη μας. Για να μιμηθούμε τον φίλο του Θεού, τον Άγιο, που γίνεται πατέρας και αδελφός μας, αλλά, κυρίως, πρέσβης ακοίμητος προς Κύριον. Όχι μόνο για τα υλικά, τις βιοτικές μας μέριμνες, τις αγωνίες μας, αλλά για την επιθυμία μας να σωθούμε.
Ο Άγιος, μετέχοντας στην κοινή μας φύση, δείχνει το αληθινό της νόημα. Το «υπέρ την φύσιν», τον αγιασμό, την σωτηρία. Την εσχατολογική προοπτική στο χρόνο και την ιστορία. Την «πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων» ευλογημένη Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Και μας καλεί να πιστέψουμε, να μετανοήσουμε, να επιστρέψουμε, να αγαπήσουμε εν τη Εκκλησία. Ο Άγιος αγαπήθηκε για την απλότητα, την ταπείνωση, την κοινωνία με το Θεό και τους ανθρώπους. Έγινε η θύρα, δια της οποίας, εάν κάποιος εισέλθει στην Εκκλησία, θα σωθεί. Γιατί θα συναντήσει τον Αρχιποίμενα Χριστό. Γι’ αυτό κάθε φορά που τον τοποθετούμε όρθιο στην θύρα του ναού του και ασπαζόμαστε τους αφθάρτους πόδας του, καλούμαστε από αυτόν να τον ακολουθήσουμε στην αυλή των προβάτων. Αυτός προπορεύτηκε έμπροσθεν ημών. Η φωνή του μας προφυλάσσει από τους κλέπτες και τους ληστές. Και μαζί του θα είμαστε «μία ποίμνη» με Ποιμένα τον Κύριό μας.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Από τον τόμο, Άγιος Σπυρίδων: Ο Ναός και η Λατρεία του στην Κέρκυρα,Κέρκυρα 2007