Μέσα στὴ βαρυχειμωνιὰ τῆς πλήξης ἐξ’ αἰτίας τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς ἀποστασίας ἀπὸ τὸν Θεό, μέσα στὴν ἀπελπισία καὶ τὴν ἀπογοήτευση πού βιώνομε, ἐξ αἰτίας τῆς θεοποίησης τοῦ ἑαυτοῦ μας. τώρα ποὺ ὑψώνομε ἀπεγνωσμένα τὰ χέρια καὶ ζητᾶμε βοήθεια, γιὰ νὰ μὴ καταποντισθοῦμε στὸ βυθὸ, ποὺ ἐδημιουργήσαμε μὲ τὴν ἁμαρτωλὴ καὶ ἀδιάκριτη συμπεριφορά μας, αὐτή τήν ὥρα, ἔρχεται γιὰ μιά ἀκόμα φορά ὁ Θεὸς, νὰ δώσῃ λύση
στὸ ἀνθρώπινο δρᾶμα, νὰ ἁπαλύνῃ τὸν πόνο μας, νὰ μᾶς παρηγορήσῃ καὶ νά μᾶς θεώσῃ.
στὸ ἀνθρώπινο δρᾶμα, νὰ ἁπαλύνῃ τὸν πόνο μας, νὰ μᾶς παρηγορήσῃ καὶ νά μᾶς θεώσῃ.
Ἔρχεται ὅπως τότε, ποὺ ὁ πόθος τῶν ἀνθρώπων γιὰ λύτρωση παρεβίασε τοῦ οὐρανοῦ τὶς πῦλες. Ἔρχεται, ταπεινά καί ἀθόρυβα, γιὰ νὰ γκρεμίσῃ τὰ τείχη τοῦ ἐγωισμοῦ, ποὺ ὑψώσαμε ἀνάμεσα στὸ Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, γιὰ νὰ παύσῃ τὸν θόρυβο, ποὺ μᾶς δημιουργῇ ἐσωτερικὴ ταραχὴ καὶ σύγκρουση καὶ γιὰ νὰ σώσῃ τὸ δημιούργημά του ἀπὸ τὸν ὠκεανὸ τῆς ἀπελπισίας, τοῦ μίσους καὶ τῆς ὀδύνης τῆς ἁμαρτίας.
Κλίνας οὐρανοὺς κατέβῃ ὁ ὑπερτέλειος Θεὸς γενόμενος ἄνθρωπος, ἀφοῦ ἐσκήνωσε μέσα στὰ πανάγια σπλάχνα τῆς Παναγίας Θεοτόκου, τὴν ὁποία προσέφερε ὡς δοχεῖον καθαρώτατον καὶ ὡς κιβωτὸν πάγχρυσον, τὸ ἀνθρώπινο γένος. Ὅμως «ὁ Θεός ἀεί γεννᾶται θέλων», διότι οὐδέποτε ἔπαυσε νά ἀγαπάῃ τό πλᾶσμα του, παρά τά ὅποια παραπτώματά μας.
Χριστούγεννα σήμερα. Ὁ Κύριός μας βαστάζεται στά Ἄχραντα χέρια τῆς Παναγίας μας. Ἡ Παναγία εἶναι ὁ τύπος τῆς Ἐκκλησίας, ὅπου διά τοῦ Σαρκωθέντος Κυρίου μας, σωζόμεθα.
Δὲν μποροῦμε, νὰ ἀτενίσωμε τὴν Παναγία χωρὶς τὸν Χριστό. Οὔτε δυνάμεθα, νά θεωρήσωμε τὴν Ἐκκλησία χωρὶς τὸν ἐνανθρωπήσαντα, τὸν καταβάντα μέχρις Ἅδου ταμείων καὶ ἐκ νεκρῶν ἀναστάντα Κύριό μας.
Ἕνα βασανιστικὸ ἐρώτημα, ὅμως, ἀνεβαίνει, ἀπὸ τὴν καρδιά μας.
Ἔχομε ἆρα γε συνειδητοποιήσει τὸ γεγονὸς τῆς κενώσεως, τοῦ ἀδειάσματος δηλαδή τοῦ Θεοῦ, τῆς ἄκρας Αὐτοῦ οἰκονομίας καὶ συγκαταβάσεως ἢ μήπως ἀλλοτριωμένοι, ἀπὸ τὰ ποικίλα πάθη μας, ἀδυνατοῦμε νὰ συλλάβωμε τὸ μέγιστο θαῦμα;
Θὰ ὑπηρετήσωμε τὸ γεγονὸς τῆς θείας Σαρκώσεως ὡς ὁ Ἰωσήφ, ὁ ὁποῖος μὲ ταπείνωση καὶ ὑπακοή, ἔκλινε γόνυ ἐνώπιον τῆς Θείας Ἀποκαλύψεως ἢ θὰ ἐπιμείνωμε στὴν λογικὴ ἐξήγηση τῶν οὐρανίων πραγμάτων, ἀπολυτοποιώντας τήν φτηνή καί πεπερασμένη ἀνθρώπινη λογική καί θεοποιώντας τὸν ἑαυτό μας;
Θὰ σκύψωμε, νὰ προσκυνήσωμε τόν νηπιάσαντα Κύριο; Θά γίνωμε μέτοχοι τῆς εὐχαριστιακῆς κοινωνίας, στήν ὁποία μᾶς καλεῖ ἤ θὰ τηρήσωμε τὴν στάση τοῦ Ἡρώδη, ἐξορίζοντες ἀπὸ τὴν ζωή μας τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὸν ἄνθρωπο;
Ὁποιαδήποτε στάση, φέρει τὴν δική μας εὐθύνη ἀκεραία καὶ ἐπιφέρει τὰ ἀνάλογα ἀποτελέσματα.
Ἀδελφοί μου, οἱ πάντες πλέον γνωρίζομε, ὅτι ἡ ἀνθρωπότητα ἔχει φτάσει στὰ ὅριά της. Ἡ Πατρίδα μας χρειάζεται ἔξοδο ἀπὸ τὸ τέλμα, τὴν ὀδύνη καὶ τὰ μαρτύριά της.
Ἡ κραυγὴ τοῦ σύμπαντος κόσμου, ἀκούεται δυνατὴ καὶ ἀντηχεῖ γοερὴ μέσα ἀπὸ τὸ βάραθρο τῆς ἀπελπισίας, «Κύριε ἐλέησον».
Ὁ οὐρανὸς ἀκούει αὐτὴ τὴν ἀπελπισμένη ἀναζήτηση βοηθείας καὶ ἀπαντᾶ: «Οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία εἰ μὴ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, τῷ ἐνανθρωπήσαντι Θεῶ ἡμῶν, ὧ ἡ δόξα, ἡ τιμὴ καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.»
Παιδιά μου εὐλογημένα, σᾶς ἀσπάζομαι ὅλους μέ ἀγάπη πατρική καί εὔχομαι τά ἔτη σας νά εἶναι πολλά καί εὐλογημένα.