Ομάδες παιδιών ή και ώριμων ανδρών γυρνούν στα σπίτια κρατώντας ένα τρίγωνο συρμάτινο και το χτυπούν με ένα ευθύ σιδερένιο αντικείμενο, για να
παράγει τον απαιτούμενο ήχο. Άλλοτε έχουν μαζί τους φυσαρμόνικες ή ακορντεόν, και στα νησιά βιολιά και κιθάρες.
Εκτός από τους συνηθισμένους ευχητήριους στίχους, ανάλογα με το «νοικοκύρη του σπιτιού» προσθέτουν κατάλληλους στίχους. Έτσι, αν απευθύνονται σε τσέλιγκα, εγκωμιάζουν τα πρόβατά του με τα λόγια:
«Μέσα σε τούτη την αυλή τη μαρμαροστρωμένη
εδώ 'να χίλια πρόβατα και πεντακόσια γίδια
και χίλιασαν και μίλιασαν και γίν'καν τρεις χιλιάδες».
Τα κάλαντα ποικίλουν από τόπο σε τόπο. Έτσι στη Μακεδονία υπάρχει το έθιμο της Πρωτοχρονιάς άτομα μεγάλης ηλικίας να γυρνούν μεταμφιεσμένα στα σπίτια. Η αμοιβή τους είναι: αλεύρι, τραχανάς, λουκάνικα και άλλα είδη τροφίμων. Αφού συγκεντρώσουν την ποσότητα που θέλουν, συγκεντρώνονται σ' ένα σπίτι, μαγειρεύουν και γλεντούν. Πάλι μεταμφιεσμένοι και κρατώντας κουδούνια που δημιουργούν δυνατό θόρυβο περιφέρονται την παραμονή των Φώτων. Ο θόρυβος αποβλέπει να φοβίσει και να διώξει τους καλλικάντζαρους.
Στη Μύκονο τα παιδιά κρατούν στο χέρι τους φαναράκι που το ανάβουν σε εκκλησία του Αγίου Βασιλείου.
Στη Σίφνο για το κάθε παιδί γράφονται διαφορετικοί στίχοι από λαϊκούς ποιητές.
Στην Κέρκυρα, εκτός από τα παιδιά με τη φυσαρμόνικα, περιφέρονται στα σπίτια ολόκληρα λαϊκά συγκροτήματα με βιολιά και ακορντεόν και τοπικές μπάντες.
Η ανταμοιβή για τους ύμνους και τις ευχές είναι κυρίως χρηματική και διάφορα κεράσματα.
-- Παπαδημητρόπουλος Παναγιώτης
παράγει τον απαιτούμενο ήχο. Άλλοτε έχουν μαζί τους φυσαρμόνικες ή ακορντεόν, και στα νησιά βιολιά και κιθάρες.
Εκτός από τους συνηθισμένους ευχητήριους στίχους, ανάλογα με το «νοικοκύρη του σπιτιού» προσθέτουν κατάλληλους στίχους. Έτσι, αν απευθύνονται σε τσέλιγκα, εγκωμιάζουν τα πρόβατά του με τα λόγια:
«Μέσα σε τούτη την αυλή τη μαρμαροστρωμένη
εδώ 'να χίλια πρόβατα και πεντακόσια γίδια
και χίλιασαν και μίλιασαν και γίν'καν τρεις χιλιάδες».
Τα κάλαντα ποικίλουν από τόπο σε τόπο. Έτσι στη Μακεδονία υπάρχει το έθιμο της Πρωτοχρονιάς άτομα μεγάλης ηλικίας να γυρνούν μεταμφιεσμένα στα σπίτια. Η αμοιβή τους είναι: αλεύρι, τραχανάς, λουκάνικα και άλλα είδη τροφίμων. Αφού συγκεντρώσουν την ποσότητα που θέλουν, συγκεντρώνονται σ' ένα σπίτι, μαγειρεύουν και γλεντούν. Πάλι μεταμφιεσμένοι και κρατώντας κουδούνια που δημιουργούν δυνατό θόρυβο περιφέρονται την παραμονή των Φώτων. Ο θόρυβος αποβλέπει να φοβίσει και να διώξει τους καλλικάντζαρους.
Στη Μύκονο τα παιδιά κρατούν στο χέρι τους φαναράκι που το ανάβουν σε εκκλησία του Αγίου Βασιλείου.
Στη Σίφνο για το κάθε παιδί γράφονται διαφορετικοί στίχοι από λαϊκούς ποιητές.
Στην Κέρκυρα, εκτός από τα παιδιά με τη φυσαρμόνικα, περιφέρονται στα σπίτια ολόκληρα λαϊκά συγκροτήματα με βιολιά και ακορντεόν και τοπικές μπάντες.
Η ανταμοιβή για τους ύμνους και τις ευχές είναι κυρίως χρηματική και διάφορα κεράσματα.
(Από την εγκυκλοπαίδεια 2002)
Η προέλευση των καλάντων
Την ονομασία τους, την πήραν από την λατινική λέξη calenda, που διαμορφώθηκε από το ελληνικό ρήμα καλώ. Παιδιά, κατά ομάδες, περιφέρονταν και περιφέρονται στα σπίτια, στους δρόμους, στα καταστήματα και τραγουδούν με ειδικό όργανο τραγούδια, που αφορούν τα Χριστούγεννα, τη γιορτή της Πρωτοχρονιάς, τη γιορτή του Μ. Βασιλείου και μερικά και την Περιτομή του Χριστού.
Το έθιμο αυτό προϋπήρχε στην Ελλάδα, πριν από την Ρώμη.
Τα παιδιά κρατούσαν ένα κλαδί ελιάς ή δάφνης, στολισμένο με καρπούς και άσπρο μαλλί (η λεγόμενη ειρεσιώνη, από το έριο = μαλλί), γύριζαν και τραγουδούσαν και τους έδιναν δώρα.
Μετά, πήρε το έθιμο αυτό και η Ρώμη. Στο Βυζάντιο κρατούσαν ραβδιά, ή φανάρια, ή ομοιώματα πλοιαρίων ή και κτιρίων, στολισμένα και τραγουδώντας, συνόδευαν το τραγούδι με κρούση τριγώνου ή τύμπανου... (περίφημος ο σχετικός πίνακας του Νικηφόρου Λύτρα ο τυμπανιστής - 1832- 1927).
Σήμερα η βάση, και μάλιστα στους Πόντιους, διασώζεται άθικτη. Ακούμε κάλαντα πολλά και ποικίλα, με πολλές παραλλαγές και αποχρώσεις, στα διάφορα διαμερίσματα της χώρας μας.
(Από το βιβλίο «Ήθη, έθιμα και. άλλα» του Τιμόθεου Κ. Κιλίφη)
Τα Κόλιεντα (Καστοριά)
Τα τοπικά παραδοσιακά χριστουγεννιάτικα κάλαντα της Καστοριάς εξακολουθούν να τραγουδιούνται και σήμερα τα χαράματα της 23ης Δεκεμβρίου από τις παρέες μικρών και μεγάλων και από τα μέλη πολιτιστικών σωματείων, τα οποία, νιώθοντας την περιθωριοποίηση που δέχονται τα τελευταία χρόνια από κάλαντα άλλων περιοχών, κατορθώνουν κάθε παραμονή Χριστουγέννων να μας τα θυμίζουν, προστατεύοντάς τα από τη λησμονιά και τη φθορά του χρόνου.
Χαρά και συγκίνηση προσφέρουν οι στίχοι τους, γιατί απευθύνονται σ' όλα τα μέλη της οικογένειας, από τον μεγαλύτερο έως τον πιο μικρό.
Τα παλαιότερα χρόνια, οι νοικοκυραίοι έδιναν για δώρο στα παιδιά που τραγουδούσαν τα κάλαντα, καρύδια, μήλα και μπιλίτσκες (μικρά χοιρινά λουκάνικα) και σπανιότερα χρήματα.
Κόλλιντα και Καλαντάρηδες (Φυλακτό)
Αντίστοιχο έθιμο με τα κάλαντα σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, οι καλαντάρηδες την παραμονή των Χριστουγέννων αφορούν στην περιφορά των νεαρών που πρόκειται να πάνε φαντάροι, κατά την οποία τραγουδούν το παραδοσιακό τραγούδι: "Σαράντα μέρες έχουμι Χριστόν που καρτερούμι, κι αυτές σαράντα τώρα θέλω να τον τραγουδήσω. Χριστούγεννα, να Χριστούγεννα, Χριστός τώρα γεννιέται. Γεννιέτι και βαφτίζετι, στο μέλι και στο γάλα. Το μέλι το τρων οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες. Και μεις να σας τραγουδήσουμι, Χριστός να σας φυλάει, Και του χρόνου". Σκοπός των καλαντάρηδων είναι η συλλογή κάποιου χρηματικού ποσού, που θα έχουν στη διάθεσή τους όσο διαρκεί η θητεία τους, η οποία θεωρείται προθάλαμος της ωρίμανσής τους. Έτσι, το έθιμο συνδυάζει τον εορτασμό των Χριστουγέννων με το πέρασμα των νεαρών στην ενηλικίωση.
«Καληνεσπέρα» (Χωριά της Έξω Μάνης)
Την παραμονή των Χριστουγέννων, με το ηλιοβασίλεμα βγαίναμε στην "Καληνεσπέρα". Όλα τα παιδιά είχαν φτιάξει τις παρέες τους, είχαν σχηματίσει ομαδούλες και είχαν ετοιμαστεί για τα κάλαντα με πολλές πρόβες.
Μπαίναμε στα σπίτια, που ήταν όλα ανοιχτά και περίμεναν, και αφού χαιρετούσαμε ρωτάγαμε:
- Να τα πούμε; να τα πούμε;
- Πέστε τα.
Ήταν πάντοτε καταφατική η απάντηση. Αρχίζαμε τότε δυνατά και πολλές φορές παράτονα "Καλήν εσπέρα άρχοντες..." και τελειώναμε: "σ' αυτό το σπίτι πού 'ρθαμε πέτρα να μη ραγίσει...". Οι νοικοκυρές μας εύχονταν "και του χρόνου" και μας έδιναν χρήματα ή μας έριχναν από το ρογί του σπιτιού, λάδι στο ντενεκάκι που κάποιος από μας κρατούσε.. Φυσικά το ύψος της αμοιβής ήταν πάντα σχετικό με την οικονομική κατάσταση και την ...τσιγκουνιά του καθενός. Στα λυπημένα σπίτια δεν λέγαμε τα κάλαντα. Όταν τελείωνε η γύρα και περνούσαμε όλα τα σπίτια του Χωριού, πηγαίναμε και πουλάγαμε το λάδι στον μπακάλη και κάναμε δίκαιη μοιρασιά σε όλα τα έσοδα.
(Από το περιοδικό «Μάνη, χθες, σήμερα, αύριο»)
Πρωτοχρονιάτικα κάλαντα στα χωριά της Έξω Μάνης
Την παραμονή της πρωτοχρονιάς, την ίδια ώρα βγαίναμε στον "Άγιο Βασίλη" κρατώντας μια κλάρα ελιές με καρπό. Σε κάθε σπίτι που πηγαίναμε κόβανε και από ένα κλαδάκι ελιάς και το έβαζαν κοντά στο τζάκι. Ήταν για βοήθεια και θα έμενε εκεί για αρκετό χρονικό διάστημα.
(Από το περιοδικό «Μάνη, χθες, σήμερα, αύριο»)
Τα κάλαντρα (Κρήτη)
Τα κάλαντα (αρχαίο έθιμο σχετικό με την αρχή του χρόνου), κάλαντρα στην κρητική διάλεκτο, είναι τραγούδια που, με αφορμή το θρησκευτικό περιεχόμενο της εορτής, ζητουν φιλοδωρήματα για τους τραγουδιστές, τους καλαντράδες. Η βάση των παραδοσιακών καλάντων σε όλη την Ελλάδα είναι κοινή: αφού λένε για την εορτή, περνάνε στα παινέματα (επαίνους) για το νοικοκύρη, την «κερά», το γιο και τη θυγατέρα, με στίχους που είναι ένας ποταμός από εικόνες εκπληκτικής ομορφιάς, γεμάτες όμορφες κοπελιές, ξομπλιαστές, υφαντά, γραμματικούς με χρυσά κοντύλια (μολύβια), σπαθιά και ευαγγέλια κ.λ.π. (που τα σημερινά παιδιά της πολυκατοικίας και της τηλεόρασης, χωρίς να φταίνε βέβαια τα ίδια, μάλλον δεν θα τα καταλάβαιναν καν), και καταλήγουν στα δοσίματα: γ-ή απάκι γ-ή λουκάνικο γ-ή από λαγού κομμάτι, γ-ή από τη μαύρη όρνιθα κιανένα-ν-αβγουλάκι, κι αν είν' κι απού τη γαλανή (άσπρη) ας είν' και ζευγαράκι (δύο αβγά). Κι απού το λαδοπίθαρο κιαμια οκά λαδάκι, κι αν είν' και περισσότερο, κρατούμε μεις τ' ασκάκι (να το βάλουμε).
Όχι εφετζίδικα δώρα, όχι εμπορεύματα, αλλά είδη πρώτης ανάγκης!
(Από το περιοδικό του Ρεθύμνου «Πολιτεία»)