Με μεγάλη επιτυχία και με τη συμμετοχή πλήθους κόσμου πραγματοποιήθηκε σήμερα, 23 Ιανουαρίου 2012, στον Καθεδρικό Ιερό Ναό Αγίας Τριάδος Πειραιώς, η εξαγγελθείσα κληρικολαϊκή σύναξη των Α΄ και Β΄ Αρχιερατικών Περιφερειών της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, με την παρουσία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιώς και Φαλήρου κ. Σεραφείμ, ο οποίος και χοροστάτησε του προηγηθέντος της συνάξεως Eσπερινού.
Κεντρικός ομιλητής της συνάξεως ήταν ο αιδεσιμολογ. Πρωτοπρεσβ. π. Γεώργιος Δορμπαράκης, ιεροκήρυκας του Ιερού Ναού Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς, ο οποίος και εισηγήθηκε το θέμα «Εκκλησία και Ενορία».
Της εισηγήσεως προηγήθηκε εισαγωγική ομιλία του Σεβασμιωτάτου επί κρισίμων θεμάτων της Εκκλησίας και της Πατρίδας μας.
Ο ομιλητής αναφέρθηκε κατά πρώτον στο γεγονός ότι η Εκκλησία και η Ενορία δεν είναι δύο ξεχωριστές πραγματικότητες, διότι η Ενορία αποτελεί την εν χρόνω και τόπω φανέρωση της Εκκλησίας και συνιστά, κατά τον επιτυχημένο από παλιά χαρακτηρισμό, «τον Χριστό εν μέσω ημών».
Έπειτα εξήγησε τη βασική αλήθεια της χριστιανικής πίστεως ότι η Εκκλησία είναι κατά τον λόγο της Γραφής «το σώμα του Χριστού» με κεφαλή τον Ίδιο, συνεπώς δεν κατανοείται ανθρωποκεντρικά και εγκόσμια, αλλά είναι μυστήριο. Ο Χριστός ως κεφαλή της Εκκλησίας είναι και ο μόνος ποιμένας του σώματός Του, το οποίο σώμα Του διακρίνεται, όχι διαιρείται, σε κληρικούς και λαϊκούς. Μπορεί οι κληρικοί να χαρακτηρίζονται ποιμένες και οι λαϊκοί ποιμαινόμενοι, αλλά αυτό αναφέρεται στο ανθρώπινο της Εκκλησίας, που καθορίστηκε αγιοπνευματικά προς οικοδομή αυτού του σώματος του Χριστού. Γι’ αυτό και τα όποια αξιώματα στην Εκκλησία, όπως των κληρικών, είναι αξιώματα διακονικά, κατά το πρότυπο του Κυρίου, που ήλθε «διακονήσαι και όχι διακονηθήναι».
Τρίτο σημείο που έθιξε ο ομιλητής ήταν ο σκοπός για τον οποίο υφίσταται η Ενορία, και αυτός δεν είναι άλλος από τον σκοπό για τον οποίο ήλθε ο ίδιος Χριστός, ο Ιδρυτής της. Δηλαδή η ένωση του ανθρώπου με τον Θεό, κάτι που παραπέμπει στον αγιασμό και τη θέωση του ανθρώπου. Η Ενορία συνιστά θεραπευτήριο και Νοσοκομείο, είπε ο π. Γεώργιος, προκειμένου ο Χριστός ως ιατρός ψυχών και σωμάτων να θεραπεύσει την πληγωμένη από την αμαρτία ανθρωπότητα. Στα μυστήρια και την όλη πνευματική ζωή της Εκκλησίας, ενσαρκωμένης στην Ενορία, και με την καθοδήγηση του έμπειρου πνευματικού κληρικού, ο πιστός θεραπεύεται, με την έννοια ότι παίρνει τη χάρη του Θεού, που τον ικανώνει να ξεπεράσει τον εγωισμό του και να οδηγηθεί στην αγάπη, η οποία είναι και ο μόνος δρόμος που τον καθαρίζει από τα πάθη του και τον ενώνει με τον Χριστό. Διότι «ο Θεός αγάπη εστί».
Τελευταίο σημείο της εισηγήσεως ήταν κάποιες διαστρεβλωμένες αντιλήψεις που κυκλοφορούνται ως προς το τι είναι Εκκλησία, δηλαδή ότι Εκκλησία δεν είναι οι παπάδες, Εκκλησία δεν είναι ένα απλός κοινωφελής οργανισμός ή ένα κατάλοιπο του παρελθόντος, πολύ περισσότερο δεν είναι αυτό που κατεξοχήν ακούγεται στις ημέρες μας, λόγω της οικονομικής και λοιπής κρίσεως, ότι είναι ένα φιλανθρωπικό σωματείο, που αξίζει να υπάρχει γιατί δίνει χρήματα και καλύπτει ανάγκες των ανθρώπων. Η φιλανθρωπία είναι βασική διάσταση του έργου της Εκκλησίας, είπε ο π. Γεώργιος, αλλά συνιστά αποτέλεσμα της σχέσεως του ανθρώπου με τον Θεό. Το πρώτιστο για την Εκκλησία είναι «να αρπάζει τον κόσμο από την αμαρτία και τον διάβολο και να τον προσφέρει στον Θεό».
Ως επίλογο ο ομιλητής ανέγνωσε τμήμα συνεντεύξεως του γνωστού ανά την Ορθοδοξία Επισκόπου Διοκλείας κ. Καλλίστου Γουέαρ, ο οποίος περιγράφει τη μεταστροφή του από τον Προτεσταντισμό στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Την αποφασιστική ώθηση για την απόφασή του αυτή έδωσε η «τυχαία» επίσκεψη που έκανε σε έναν ορθόδοξο Ρωσικό ναό, μέσα στον οποίο τελείτο η ακολουθία του εσπερινού και στη συνέχεια του όρθρου της Κυριακής, όταν ακόμη ήταν 17 ετών. Η εμπειρία αυτή ήταν τόσο ισχυρή, που δεν μπόρεσε να την ξεχάσει, διότι του έδωσε την αίσθηση ότι βρισκόταν όχι στη γη, αλλά στον ουρανό. Βίωσε μία μυσταγωγία.
Έπειτα εξήγησε τη βασική αλήθεια της χριστιανικής πίστεως ότι η Εκκλησία είναι κατά τον λόγο της Γραφής «το σώμα του Χριστού» με κεφαλή τον Ίδιο, συνεπώς δεν κατανοείται ανθρωποκεντρικά και εγκόσμια, αλλά είναι μυστήριο. Ο Χριστός ως κεφαλή της Εκκλησίας είναι και ο μόνος ποιμένας του σώματός Του, το οποίο σώμα Του διακρίνεται, όχι διαιρείται, σε κληρικούς και λαϊκούς. Μπορεί οι κληρικοί να χαρακτηρίζονται ποιμένες και οι λαϊκοί ποιμαινόμενοι, αλλά αυτό αναφέρεται στο ανθρώπινο της Εκκλησίας, που καθορίστηκε αγιοπνευματικά προς οικοδομή αυτού του σώματος του Χριστού. Γι’ αυτό και τα όποια αξιώματα στην Εκκλησία, όπως των κληρικών, είναι αξιώματα διακονικά, κατά το πρότυπο του Κυρίου, που ήλθε «διακονήσαι και όχι διακονηθήναι».
Τρίτο σημείο που έθιξε ο ομιλητής ήταν ο σκοπός για τον οποίο υφίσταται η Ενορία, και αυτός δεν είναι άλλος από τον σκοπό για τον οποίο ήλθε ο ίδιος Χριστός, ο Ιδρυτής της. Δηλαδή η ένωση του ανθρώπου με τον Θεό, κάτι που παραπέμπει στον αγιασμό και τη θέωση του ανθρώπου. Η Ενορία συνιστά θεραπευτήριο και Νοσοκομείο, είπε ο π. Γεώργιος, προκειμένου ο Χριστός ως ιατρός ψυχών και σωμάτων να θεραπεύσει την πληγωμένη από την αμαρτία ανθρωπότητα. Στα μυστήρια και την όλη πνευματική ζωή της Εκκλησίας, ενσαρκωμένης στην Ενορία, και με την καθοδήγηση του έμπειρου πνευματικού κληρικού, ο πιστός θεραπεύεται, με την έννοια ότι παίρνει τη χάρη του Θεού, που τον ικανώνει να ξεπεράσει τον εγωισμό του και να οδηγηθεί στην αγάπη, η οποία είναι και ο μόνος δρόμος που τον καθαρίζει από τα πάθη του και τον ενώνει με τον Χριστό. Διότι «ο Θεός αγάπη εστί».
Τελευταίο σημείο της εισηγήσεως ήταν κάποιες διαστρεβλωμένες αντιλήψεις που κυκλοφορούνται ως προς το τι είναι Εκκλησία, δηλαδή ότι Εκκλησία δεν είναι οι παπάδες, Εκκλησία δεν είναι ένα απλός κοινωφελής οργανισμός ή ένα κατάλοιπο του παρελθόντος, πολύ περισσότερο δεν είναι αυτό που κατεξοχήν ακούγεται στις ημέρες μας, λόγω της οικονομικής και λοιπής κρίσεως, ότι είναι ένα φιλανθρωπικό σωματείο, που αξίζει να υπάρχει γιατί δίνει χρήματα και καλύπτει ανάγκες των ανθρώπων. Η φιλανθρωπία είναι βασική διάσταση του έργου της Εκκλησίας, είπε ο π. Γεώργιος, αλλά συνιστά αποτέλεσμα της σχέσεως του ανθρώπου με τον Θεό. Το πρώτιστο για την Εκκλησία είναι «να αρπάζει τον κόσμο από την αμαρτία και τον διάβολο και να τον προσφέρει στον Θεό».
Ως επίλογο ο ομιλητής ανέγνωσε τμήμα συνεντεύξεως του γνωστού ανά την Ορθοδοξία Επισκόπου Διοκλείας κ. Καλλίστου Γουέαρ, ο οποίος περιγράφει τη μεταστροφή του από τον Προτεσταντισμό στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Την αποφασιστική ώθηση για την απόφασή του αυτή έδωσε η «τυχαία» επίσκεψη που έκανε σε έναν ορθόδοξο Ρωσικό ναό, μέσα στον οποίο τελείτο η ακολουθία του εσπερινού και στη συνέχεια του όρθρου της Κυριακής, όταν ακόμη ήταν 17 ετών. Η εμπειρία αυτή ήταν τόσο ισχυρή, που δεν μπόρεσε να την ξεχάσει, διότι του έδωσε την αίσθηση ότι βρισκόταν όχι στη γη, αλλά στον ουρανό. Βίωσε μία μυσταγωγία.