Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2012

Κυριακή του ασώτου υιού (ΙΖ΄ Λουκά)

Η ασωτία μας
Καθώς προχωρούμε στη δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου, η παραβολή του Ασώτου Υιού προβάλλει ως υπενθύμιση της ανθρώπινης κατάντιας αφενός και της Θεϊκής

αγάπης αφετέρου.

Λέχθηκε ότι, κι αν χαθεί το Ευαγγέλιο όλο και μείνει η παραβολή αυτή, είναι αρκετή για να καταλάβουμε την ουσία του Ευαγγελίου ως ευχάριστη είδηση (=ευ+αγγελία) «στους εν σκότει και σκιά θανάτου καθημένους».

Ωστόσο, κατανοούμε ό,τι διαβάζουμε ή ακούμε με βάση την προσωπική εμπειρία. Γιατί η πραγματική γνώση είναι η εμπειρική γνώση. Έτσι και την παραβολή του Ασώτου Υιού ή του σπλαχνικού Πατέρα, όπως αλλιώς ονομάζεται, θα την κατανοήσουμε στο σημείο που βιώσαμε την ασωτία μας και την αγάπη του Θεού ως προσωπική αγάπη.

Η ασωτία της ύπαρξής μας δεν συνίσταται ασφαλώς σε μια παρέκκλιση από τους ηθικούς νόμους, αλλά στην απομάκρυνση από το Θεό της αγάπης και της ελευθερίας. Η αμαρτία δηλαδή, στο βάθος και στην ουσία της, δεν είναι απλά μια ανηθικότητα οποιασδήποτε μορφής, αλλά η εκούσια άρνηση της σχέσης μας με το Θεό, η επιθυμία μας να ζήσουμε το διαφορετικό από αυτό που μας καλεί ο Θεός να ζήσουμε. Ήδη αυτονομούμενοι ζούμε «εις χώραν μακράν», όχι ως τόπο αλλ’ ως τρόπο ζωής. Ο Θεός δεν είναι το παν, το Α και το Ω της ύπαρξής μας, δεν είναι η αναφορά της ζωής μας.

Βέβαια, για να εννοήσει κανείς την ασωτία του, θα πρέπει προηγουμένως να έχει βιώσει τη χαρά της σχέσης, την πληρότητα της κοινωνίας με το Θεό. Πώς θα καταλάβει τι έχασε αν δεν το είχε ποτέ; Αλλά και πώς θα καταλάβει αν δεν φωτιστεί;

Από την άλλη πλευρά του Ασώτου, στην παραβολή, ο μεγαλύτερος Υιός που ζει στην πατρική οικία αλλά δεν τη χαίρεται. Κλεισμένος στην αυτάρκειά του, στην αυτοδικαίωσή του, δεν κατανοεί τη χαρά τού Πατέρα για την επιστροφή του Υιού Του. Ούτε μπορεί να χαρεί το γεγονός ότι ο αδελφός του «νεκρός ην και ανέζησε, και απολωλός ην και ευρέθη». Κι όμως νόμιζε ότι ήταν εντός!

«Η πνευματική ζωή είναι ενδιαφέρουσα, επειδή είναι επικίνδυνη. Ανά πάσα στιγμή μπορεί να γίνουν οι έσχατοι πρώτοι, και οι πρώτοι έσχατοι», θα γράψει στο βιβλίο του «Απολυτίκιον» ο Αρχιμ. Βασίλειος Ιβηρήτης. Μήπως και δεν το βλέπομε στους βίους των αγίων, παλαιοτέρων και νεωτέρων;

Δεν υπάρχει εφησυχασμός, δεν μπορείς να πεις «πάω καλά». Η ασωτία καραδοκεί και η αυτοδικάιωση ετοιμάζεται να κατασπαράξει «ό,τι αγνό, ό,τι ωραίο, ό,τι δίκαιο». Δεν ξέρεις ποιόν από τους δύο Υιούς να μακαρίσεις. Ο μικρότερος τελικά βρήκε ό,τι έχασε. Ο μεγαλύτερος έχασε ό,τι είχε. Ο πρώτος ταλαιπωρείται και τελικά αναπαύεται. Ο δεύτερος τα έχει όλα και τελικά δεν του μένει τίποτε.

Η μετάνοια, ως επιθυμία για νέα ζωή, τη ζωή Του, θα καθορίζει την ποιότητα της πνευματικής μας ζωής και θα γίνεται η δυνατότητα της απόλαυσης της Πατρικής αγκαλιάς, καθώς καρδιακά θα του λέμε «δέξε με ως τον άσωτον Υιόν μετανοούντα και ελέησόν με».

π. Ανδρέας Αγαθοκλέους

****************************************************

Στους αναβαθμούς της μετάνοιας

«Ούτος ο υιός μου νεκρός ήν και ανέζησε»

Δεύτερη Κυριακή του Τριωδίου, η Κυριακή του Ασώτου ή του Φιλεύσπλαχνου Πατέρα και δεσπόζουν τα παραδείγματα της ειλικρινούς μετάνοιας και της επιστροφής στην απύθμενη αγάπη του Θεού.

Όταν ο άνθρωπος διά μέσου της οδού της μετάνοιας επιστρέφει στις πατρικές αγκάλες του Θεού, καταξιώνεται τότε σε ναό του Αγίου Πνεύματος, όπως θα τονίσει ο Παύλος στο αποστολικό ανάγνωσμα της ημέρας, αλλά και σε Χριστοειδή ύπαρξη με όλη την αρχοντιά τής κατ’ εικόνα δημιουργίας του, όπως φανερώνεται μέσα από το όλο σκηνικό της σχετικής ευαγγελικής περικοπής. Η επιστροφή του νεώτερου υιού σηματοδοτεί την πιο αυθεντική πορεία, ως στάση ζωής που μπορεί ν’ ακολουθήσει ο άνθρωπος και ως δυνατότητα και προοπτική της σωτηρίας του.

Ο νεώτερος υιός

Ο νεώτερος υιός της παραβολής συρόταν και παρασυρόταν από το «νεωτεριστικό» πνεύμα των φίλων του. Δεν ήταν σε θέση να εκτιμήσει στις σωστές τους διαστάσεις τις πραγματικές αξίες της ζωής. Περιόριζε τη «ματιά» του στο φόντο του σήμερα και στον ασφυκτικό κλοιό της νεανικής του διάθεσης. Γι’ αυτό αναζητούσε την ελευθερία του. Ψάχνοντάς την όμως σε λάθος δρόμο. Αποτόλμησε με περισσό θράσος να ζητήσει από τον πατέρα του «το επιβάλλον μέρος της ουσίας». Για να δοκιμάσει όμως τα δεσμά της πιο φοβερής δουλείας. Όπως διαβεβαιώνει ο ιερός Χρυσόστομος «όταν και χρημάτων περιουσίαν προσλάβη πολλώ μάλλον επιρρεπέστερον το κακόν γίνεται».

Ο άσωτος υιός ζούσε στον κόσμο των ψευδαισθήσεων. Νόμισε ότι με τα χρήματα της περιουσίας του θα μπορεί να εκπληρώνει φιλοδοξίες που στο τέλος αποδεικνύονταν σε ματαιοδοξίες. Όπως ήταν φυσικό τα χρήματα κάποτε τέλειωσαν. Άρχισε πρώτα να αντιμετωπίζει πρόβλημα διατροφής και να βιώνει μια παγερή μοναξιά. Αναζητώντας μια εργασία κατέληξε σ’ ένα χοιροστάσιο. Έβοσκε χοίρους. Γνώριζε στερήσεις και δοκίμαζε φοβερή πείνα. Ο ξεπεσμός του που δεν είχε όρια τον συγκλόνισε και τον προσγείωσε ανώμαλα στους διαύλους μιας άχαρης και εξευτελιστικής ζωής. Ταρακουνήθηκε τόσο ώστε άρχισε να σκέφτεται το πατρικό του σπίτι με τις πιο ωραίες αναμνήσεις να ξεδιπλώνονται στη σκέψη του. Πήγαινε το μυαλό του εκεί που ακόμα και οι εργάτες και οι δούλοι δεν γνώριζαν στερήσεις.

Πορεία επιστροφής

Οι βασανιστικοί προβληματισμοί άρχισαν να δονούν την ύπαρξη του νέου. Έστρεφαν τη σκέψη του προς τη σωτήρια επιστροφή. Το βοήθησε βασικά η στάση του πατέρα του, η οποία αναδείκνυε την αγάπη ως κινητήρια δύναμη. Η αγάπη λοιπόν αυτή λειτούργησε καταλυτικά απέναντι σε νεανικά πείσματα και εγωισμούς και μαλάκωσε την ψυχή του. Τον άφησε τώρα να σκεφθεί νηφάλια και να πάρει την πιο μεγάλη απόφαση στη ζωή του. Να επιστρέψει στον πατέρα του. Να αποκατασταθεί στις πατρικές αγκάλες και να ζητήσει συγχώρεση. Μέσα του παγιώθηκε η μετάνοια για να επαληθευθεί στο πρόσωπό του εκείνο που είπε αργότερα ο Συμεών ο Νέος Θεολόγος, ότι «η μετάνοια θύρα εστίν εξάγουσα από του σκότους και εισάγουσα εις το φως».

Ο πατέρας αντιλήφθηκε σε μακρινή απόσταση το παιδί του να επιστρέφει. Μέσα του πάντοτε φούντωνε η πατρική ευσπλαχνία και βγήκε στο δρόμο για να τον προϋπαντήσει. Ο υιός σαν τον πλησίασε τού ζήτησε να τον κάνει «ως ένα των μισθίων». Τον αγκάλιασε και τον φιλούσε. Έδωσε αμέσως εντολή να αποκατασταθεί με τον πιο λαμπρό τρόπο σ’ ένα σκηνικό ευφρόσυνου πανηγυριού, χαράς και ευλογίας. Διότι το παιδί του αυτό «νεκρό ήν και ανέζησε, απολωλός ήν και ευρέθη».

Αγαπητοί αδελφοί, η εικόνα της ωραιότατης αυτής παραβολής, αντικατοπτρίζει συμπεριφορές και στάσεις που εκδηλώνονται πολύ και στις δικές μας μέρες και κυρίως μπορεί να καθρεφτίζουν και το δικό μας εαυτό. Το στοιχείο που ξεπροβάλλει εντονότατα είναι η μεγάλη αγάπη του Θεού-Πατέρα. Δίνει το σαφέστατο μήνυμα ότι συγχωρεί όλες τις αμαρτίες μας, αρκεί να ενεργοποιείται και στο δικό μας εαυτό η δύναμη της μετάνοιας. Αρκεί ν’ αναζωπυρώνεται κάθε φορά η φλόγα της επιθυμίας μας για επιστροφή στη δική Του αγκάλη για να μεταβαίνουμε και εμείς εκ του θανάτου εις τη ζωή. Στις συχνότητες της ομολογίας του πατέρα: «Ούτος ο υιός μου νεκρός ήν και ανέζησε».

Χριστάκης Ευσταθίου, Θεολόγος.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...