Πρωτ. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
«Δεν είναι οι τροφές που θα καθορίσουν τη θέση μας απέναντι στο Θεό», λέει ο Απόστολος Παύλος στους Κορινθίους (Α’Κορ. 8, 8). Η τροφή είναι αυτή που δίνει στον άνθρωπο τη δυνατότητα να επιβιώσει, να έχει την ενέργεια εκείνη που χρειάζεται για να μπορεί να αντέξει τις δοκιμασίες της ζωής, να εργαστεί, να αναπληρώσει τον κόπο του, αλλά και να χαρεί. Γιατί η τροφή ικανοποιεί τις ανθρώπινες αισθήσεις και κάνει τον άνθρωπο να μοιράζεται χρόνο με τους άλλους, να δοκιμάζει την δημιουργικότητά του κατά την παρασκευή της, να εξετάζει πόση αγάπη βγάζει όταν την παρασκευάζει και για τον εαυτό του και για τους άλλους, αλλά και όταν την καταναλώνει, επειδή κρίνοντας τα κίνητρα αυτού που την έχει ετοιμάσει.
Η τροφή είναι δώρο του Θεού όχι μόνο στον άνθρωπο, αλλά και σε όλη την κτίση. Η τροφή είναι το όπλο για να παλέψει ο άνθρωπος εναντίον και εντός του χρόνου στον οποίο ζει. Η τροφή είναι εκείνη που τον βοηθά να αντέξει τις επιθέσεις της φθοράς. Αλλά και όταν ο άνθρωπος νιώθει ότι ο χρόνος τον νίκησε, δηλώνει την ήττα του παραιτούμενος από την τροφή. Ο άνθρωπος όμως μπορεί και να «είναι ό,τι τρώει», όπως αναφέρει ένας υλιστής φιλόσοφος, ο Φόιερμπαχ. Μπορεί να ζει για να τρώει. Μπορεί η τροφή να είναι όχι απλώς η μέριμνα, αλλά και η ηδονή του. Ένας πολιτισμός, όπως και ένας λαός, χαρακτηρίζονται και από τις τροφές που επιλέγουν να τους εκφράζουν. Και τελικά η τροφή ήταν και θα παραμείνει ένα σημείο –κλειδί στη στάση του ανθρώπου έναντι του κόσμου, στην εκζήτηση νοήματος στη ζωή του.
Στη θρησκευτική παράδοση η τροφή ήταν η αιτία για την πτώση, την απομάκρυνση του ανθρώπου από το Θεό. Εξαιτίας της κατανάλωσης μίας συγκεκριμένης τροφής, ο άνθρωπος ελεύθερα επέλεξε να ζήσει μακριά από το Θεό και να καταστήσει θεό τον εαυτό του. Και από τότε η έγνοια για την τροφή αποτελεί την βάση για την πορεία της ανθρώπινης ζωής. Ακόμη και οι πόλεμοι, αλλά και οι διαμάχες μεταξύ των ανθρώπων, οι ταξικές και κοινωνικές συγκρούσεις, ως αιτία την τροφή έχουν. Δεν είναι μόνο ποιος κατέχει ή ελέγχει τα μέσα για την παραγωγή της. Είναι και το γεγονός ότι όποιος έχει λύσει το βιοτικό του πρόβλημα, έχει εξασφαλίσει την τροφή του, μπορεί να προχωρήσει στο να παλέψει να χτίσει έναν διαφορετικό τρόπο ζωής, στηριγμένο στην υλική άνεση και την απαίτηση για πνευματική και διανοητική πρόοδο, για την οποία περισσεύει χρόνος και υπάρχει δυνατότητα καταβολής κόπου, από τη στιγμή που ο άνθρωπος έχει λύσει το βιοτικό του πρόβλημα.
Γιατί λοιπόν ο Παύλος αναφέρει ότι «βρώμα ου παρίστησι τω Θεώ»;
Δεν το λέει επειδή περιφρονεί τις υλικές ανάγκες του ανθρώπου. Όμως δεν είναι αυτές που θα καθορίσουν τη θέση μας απέναντι στο Θεό. Η ύλη μπορεί να μας φέρει κοντά στο Θεό, μπορεί όμως και να μας απομακρύνει εντελώς από Εκείνον. Εάν την χρησιμοποιήσουμε ως αυτό που είναι, δηλαδή μία φυσική ανάγκη και όχι ως τον κύριο ή και τον μοναδικό σκοπό της ζωής μας, εάν δηλαδή λειτουργήσουμε ευχαριστιακά, δοξάσουμε το Θεό για τη δωρεά που μας έδωσε και του την αντιπροσφέρουμε μέσα από το λειτουργικό ήθος της πίστης μας («Τα σα εκ των σων σοί προσφέρομεν κατά πάντα και δια πάντα»), τότε η ύλη γίνεται ευλογία. Γίνεται η βάση για να προχωρήσουμε στα ουσιώδη της ζωής μας, που είναι να βρούμε τον εαυτό μας όχι μόνο στη λογική του κατά φύσιν, αλλά και στην πορεία του υπέρ την φύσιν, δηλαδή να ανακαλύψουμε εντός μας την οδό του προσώπου. Και πρόσωπο σημαίνει σχέση με το Θεό και τον πλησίον. Πρόσωπο σημαίνει αγάπη. Πρόσωπο σημαίνει κοινωνία, η οποία χωρίς να απορρίπτει την υλικότητα, προχωρεί και παραπέρα: νικά και υπερβαίνει την ανάγκη, ελευθερώνεται από αυτήν και πληροί την βαθύτερη υπαρξιακή πείνα του ανθρώπου για Θεό, ζωή και αγάπη.
Βλέπουμε από την πρώτη Εκκλησία ότι το βρώμα απασχολούσε τους χριστιανούς και μάλιστα υπήρχαν έριδες γύρω από αυτό. Τόσο το θέμα των ειδωλοθύτων, όσο και γενικότερα η υλικότητα έκαναν τους χριστιανούς να χωρίζονται σε παρατάξεις. Μόνο που το ζήτημα δεν ήταν τα βρώματα καθεαυτά αλλά η ιδεολογικοποίησή τους. Το βρώμα το ίδιο αποτελούσε την αφορμή οι χριστιανοί να χωρίζονται σε εκείνους που σκανδαλίζονταν από την βρώση των ειδωλοθύτων και προτιμούσαν την ασκητικότητα της εγκρατείας και της νηστείας και εκείνους που έβλεπαν πιο πέρα, δεν είχαν πρόβλημα με την τροφή και προτιμούσαν την ελευθερία και την ευρύτητα του πνεύματος. Θα λέγαμε ότι «προοδευτικοί» και «συντηρητικοί» είχαν κάνει τα βρώματα σημαίες και αποδείξεις της ιδεολογικής τους τοποθέτησης έναντι της ζωής και διεκδικούσαν με αυτά αφορμή θέση εξουσίας στην Εκκλησία, επικαλούμενοι οι μεν προοδευτικοί το φιλελευθερισμό τους οι δε συντηρητικοί τον σκανδαλισμό εξαιτίας της ελευθεριότητας και την ανάγκη για αυστηρότητα στο διαχωρισμό έναντι του κόσμου. Θα λέγαμε, με σημερινούς όρους, υπήρχαν οι παραδοσιακοί (εξ Ιουδαίων) και οι εκκοσμικευμένοι (εξ εθνικών).
Ο Παύλος ανατέμνει το πρόβλημα και επισημαίνει ότι δεν είναι τα βρώματα η ουσία της χριστιανικής ζωής, όπως επίσης και βλέπει τα βαθύτερα αίτια της διαμάχης. Γι’ αυτό και δίδει την μαρτυρία της αγάπης, η οποία κάνει τους πιο ισχυρούς στην πίστη, να παραιτούνται από τα δικαιώματά τους χάριν της αγάπης των άλλων, αλλά και διαφωτίζει τους δεύτερους να μη λειτουργούν με μονομέρειες. Η αγάπη αποτελεί την υπέρβαση των διαφωνιών και τη νίκη κατά της ιδεολογικοποίησης. Και γι’ αυτό στην Εκκλησία δεν έχουμε μερίδες και παρατάξεις,. Ή, τουλάχιστον, δε θα έπρεπε να έχουμε. Φαίνεται όμως που συχνά ψύγεται η αγάπη και θριαμβεύει η ιδεολογική απολυτότητα, η οποία απειλεί με σχίσματα και διαιρέσεις το σώμα του Χριστού.
Σε έναν κόσμο που απολυτοποίησε την ύλη και ξέχασε την ευχαριστία, αλλά και σε ένα εκκλησιαστικό σώμα το οποίο κάνει διάφορα, δευτερεύοντα θέματα, σημαία για να επιβληθεί ή για να αποδείξει το ελεύθερο πνεύμα του και κατά συνέπειαν πάλι να επιβληθεί στους υπόλοιπους, η οδός της αγάπης αποτελεί όχι μόνο τον ασφαλή, αλλά και τον μοναδικό γνήσιο τρόπο πορείας προς το Θεό και συνάντησης με τον πλησίον. Ας επανεύρουμε ο καθένας με το χάρισμά του αυτή την οδό, που αποκαλύπτει τελικά το αληθινό μας πρόσωπο, το κατ’ εικόνα Θεού.
Η τροφή είναι δώρο του Θεού όχι μόνο στον άνθρωπο, αλλά και σε όλη την κτίση. Η τροφή είναι το όπλο για να παλέψει ο άνθρωπος εναντίον και εντός του χρόνου στον οποίο ζει. Η τροφή είναι εκείνη που τον βοηθά να αντέξει τις επιθέσεις της φθοράς. Αλλά και όταν ο άνθρωπος νιώθει ότι ο χρόνος τον νίκησε, δηλώνει την ήττα του παραιτούμενος από την τροφή. Ο άνθρωπος όμως μπορεί και να «είναι ό,τι τρώει», όπως αναφέρει ένας υλιστής φιλόσοφος, ο Φόιερμπαχ. Μπορεί να ζει για να τρώει. Μπορεί η τροφή να είναι όχι απλώς η μέριμνα, αλλά και η ηδονή του. Ένας πολιτισμός, όπως και ένας λαός, χαρακτηρίζονται και από τις τροφές που επιλέγουν να τους εκφράζουν. Και τελικά η τροφή ήταν και θα παραμείνει ένα σημείο –κλειδί στη στάση του ανθρώπου έναντι του κόσμου, στην εκζήτηση νοήματος στη ζωή του.
Στη θρησκευτική παράδοση η τροφή ήταν η αιτία για την πτώση, την απομάκρυνση του ανθρώπου από το Θεό. Εξαιτίας της κατανάλωσης μίας συγκεκριμένης τροφής, ο άνθρωπος ελεύθερα επέλεξε να ζήσει μακριά από το Θεό και να καταστήσει θεό τον εαυτό του. Και από τότε η έγνοια για την τροφή αποτελεί την βάση για την πορεία της ανθρώπινης ζωής. Ακόμη και οι πόλεμοι, αλλά και οι διαμάχες μεταξύ των ανθρώπων, οι ταξικές και κοινωνικές συγκρούσεις, ως αιτία την τροφή έχουν. Δεν είναι μόνο ποιος κατέχει ή ελέγχει τα μέσα για την παραγωγή της. Είναι και το γεγονός ότι όποιος έχει λύσει το βιοτικό του πρόβλημα, έχει εξασφαλίσει την τροφή του, μπορεί να προχωρήσει στο να παλέψει να χτίσει έναν διαφορετικό τρόπο ζωής, στηριγμένο στην υλική άνεση και την απαίτηση για πνευματική και διανοητική πρόοδο, για την οποία περισσεύει χρόνος και υπάρχει δυνατότητα καταβολής κόπου, από τη στιγμή που ο άνθρωπος έχει λύσει το βιοτικό του πρόβλημα.
Γιατί λοιπόν ο Παύλος αναφέρει ότι «βρώμα ου παρίστησι τω Θεώ»;
Δεν το λέει επειδή περιφρονεί τις υλικές ανάγκες του ανθρώπου. Όμως δεν είναι αυτές που θα καθορίσουν τη θέση μας απέναντι στο Θεό. Η ύλη μπορεί να μας φέρει κοντά στο Θεό, μπορεί όμως και να μας απομακρύνει εντελώς από Εκείνον. Εάν την χρησιμοποιήσουμε ως αυτό που είναι, δηλαδή μία φυσική ανάγκη και όχι ως τον κύριο ή και τον μοναδικό σκοπό της ζωής μας, εάν δηλαδή λειτουργήσουμε ευχαριστιακά, δοξάσουμε το Θεό για τη δωρεά που μας έδωσε και του την αντιπροσφέρουμε μέσα από το λειτουργικό ήθος της πίστης μας («Τα σα εκ των σων σοί προσφέρομεν κατά πάντα και δια πάντα»), τότε η ύλη γίνεται ευλογία. Γίνεται η βάση για να προχωρήσουμε στα ουσιώδη της ζωής μας, που είναι να βρούμε τον εαυτό μας όχι μόνο στη λογική του κατά φύσιν, αλλά και στην πορεία του υπέρ την φύσιν, δηλαδή να ανακαλύψουμε εντός μας την οδό του προσώπου. Και πρόσωπο σημαίνει σχέση με το Θεό και τον πλησίον. Πρόσωπο σημαίνει αγάπη. Πρόσωπο σημαίνει κοινωνία, η οποία χωρίς να απορρίπτει την υλικότητα, προχωρεί και παραπέρα: νικά και υπερβαίνει την ανάγκη, ελευθερώνεται από αυτήν και πληροί την βαθύτερη υπαρξιακή πείνα του ανθρώπου για Θεό, ζωή και αγάπη.
Βλέπουμε από την πρώτη Εκκλησία ότι το βρώμα απασχολούσε τους χριστιανούς και μάλιστα υπήρχαν έριδες γύρω από αυτό. Τόσο το θέμα των ειδωλοθύτων, όσο και γενικότερα η υλικότητα έκαναν τους χριστιανούς να χωρίζονται σε παρατάξεις. Μόνο που το ζήτημα δεν ήταν τα βρώματα καθεαυτά αλλά η ιδεολογικοποίησή τους. Το βρώμα το ίδιο αποτελούσε την αφορμή οι χριστιανοί να χωρίζονται σε εκείνους που σκανδαλίζονταν από την βρώση των ειδωλοθύτων και προτιμούσαν την ασκητικότητα της εγκρατείας και της νηστείας και εκείνους που έβλεπαν πιο πέρα, δεν είχαν πρόβλημα με την τροφή και προτιμούσαν την ελευθερία και την ευρύτητα του πνεύματος. Θα λέγαμε ότι «προοδευτικοί» και «συντηρητικοί» είχαν κάνει τα βρώματα σημαίες και αποδείξεις της ιδεολογικής τους τοποθέτησης έναντι της ζωής και διεκδικούσαν με αυτά αφορμή θέση εξουσίας στην Εκκλησία, επικαλούμενοι οι μεν προοδευτικοί το φιλελευθερισμό τους οι δε συντηρητικοί τον σκανδαλισμό εξαιτίας της ελευθεριότητας και την ανάγκη για αυστηρότητα στο διαχωρισμό έναντι του κόσμου. Θα λέγαμε, με σημερινούς όρους, υπήρχαν οι παραδοσιακοί (εξ Ιουδαίων) και οι εκκοσμικευμένοι (εξ εθνικών).
Ο Παύλος ανατέμνει το πρόβλημα και επισημαίνει ότι δεν είναι τα βρώματα η ουσία της χριστιανικής ζωής, όπως επίσης και βλέπει τα βαθύτερα αίτια της διαμάχης. Γι’ αυτό και δίδει την μαρτυρία της αγάπης, η οποία κάνει τους πιο ισχυρούς στην πίστη, να παραιτούνται από τα δικαιώματά τους χάριν της αγάπης των άλλων, αλλά και διαφωτίζει τους δεύτερους να μη λειτουργούν με μονομέρειες. Η αγάπη αποτελεί την υπέρβαση των διαφωνιών και τη νίκη κατά της ιδεολογικοποίησης. Και γι’ αυτό στην Εκκλησία δεν έχουμε μερίδες και παρατάξεις,. Ή, τουλάχιστον, δε θα έπρεπε να έχουμε. Φαίνεται όμως που συχνά ψύγεται η αγάπη και θριαμβεύει η ιδεολογική απολυτότητα, η οποία απειλεί με σχίσματα και διαιρέσεις το σώμα του Χριστού.
Σε έναν κόσμο που απολυτοποίησε την ύλη και ξέχασε την ευχαριστία, αλλά και σε ένα εκκλησιαστικό σώμα το οποίο κάνει διάφορα, δευτερεύοντα θέματα, σημαία για να επιβληθεί ή για να αποδείξει το ελεύθερο πνεύμα του και κατά συνέπειαν πάλι να επιβληθεί στους υπόλοιπους, η οδός της αγάπης αποτελεί όχι μόνο τον ασφαλή, αλλά και τον μοναδικό γνήσιο τρόπο πορείας προς το Θεό και συνάντησης με τον πλησίον. Ας επανεύρουμε ο καθένας με το χάρισμά του αυτή την οδό, που αποκαλύπτει τελικά το αληθινό μας πρόσωπο, το κατ’ εικόνα Θεού.