Όπως έχω καταλάβει, στον άνθρωπο δεν υπάρχει φαρμάκι, γιατί, αν το φαρμάκι
ακουμπήσει στον Χριστό, γίνεται γλυκό σιρόπι. Όποιος έχει μέσα του φαρμάκι
,σημαίνει ότι δεν ακουμπάει τα προβλήματά του στον Χριστό.
Η χαρά είναι του Χριστού, η λύπη είναι του διαβόλου. Όταν βλέπω μοναχό να είναι σαν ζημιωμένος μπακάλης, ξέρετε πως στενοχωριέμαι; Άλλο η κατά Θεόν λύπη, το χαροποιόν πένθος.
Τότε ο άνθρωπος αγάλλεται. Η σιωπή, η συστολή που έχει, στάζουν μέλι στην καρδιά του. Όταν δω έναν τέτοιον άνθρωπο, να του φιλήσω και τα πόδια.
- Γέροντα, από πού θα καταλάβει κανείς αν η λύπη του είναι πράγματι κατά Θεόν;
- Ας υποθέσουμε , κάνει μια αμαρτία ο άνθρωπος και λυπάται. Αν λυπάται από καθαρό φιλότιμο για την πτώση του, γιατί στενοχώρησε τον Χριστό, νιώθει μέσα του έναν γλυκό πόνο, γιατί ο Θεός σκορπά στην ψυχή του γλυκύτητα, την θεία παρηγοριά. Αυτή η λύπη, είναι κατά Θεόν. Ενώ, όταν κανείς νιώθη συνεχή λύπη με άγχος και απελπισία, πρέπει να καταλάβη ότι αυτή η λύπη δεν είναι κατά Θεόν. Η κατά Θεόν λύπη είναι χαρά πνευματική και φέρνει στην ψυχή παρηγοριά, ενώ η λύπη που δεν είναι κατά Θεόν φέρνει άγχος και αδιέξοδο.”
Γέροντας Παΐσιος
Ο σκοτεινός λαβύρινθος της πλάνης είναι δυσκατάληπτος. Οι κεντρικώτερες όμως αρτηρίες, πού οδηγούν σ' αυτόν είναι δύο.
Πρώτη και δεύτερη δεν χαρακτηρίζονται, γιατί δεν υπάρχει τάξις, η δε κάθε μία απ’ αυτές είναι ως εξής: Όσοι αγωνίζονται διανοητικά, δηλαδή περισσότερο με τον νουν και την εσωστρέφειαν, είναι αυτοί πού θα συναντήσουν παρηγοριά από την χάριν στο θεωρητικόν μέρος. Είτε κατά την ώρα της προσευχής κυρίως, είτε σε λεπτήν κατάστασιν ύπνου ή κάπως αλλοιώς θα τους πλησιάση η αναζητούμενη θεία χάρις για πληροφορίαν. Αυτήν ακριβώς την θέσιν παρακολουθεί και το πνεύμα της πλάνης· και με εσχηματισμένον τρόπον, ενίοτε προλαμβάνει, όσον απουσιάζει ιδίως και η πραγματική πείρα του νου στο να διαγνώση ευκρινώς την ποιότητα του φαινομένου, και έτσι προσπαθεί να παρασύρη στην δική της προσοχήν. Αυτός είναι, ο ένας τρόπος της πλάνης. Εις όσους βαδίζουν τον πατημένο δρόμο της υποταγής και ταπεινοφροσύνης, ελάχιστα μπορεί να ενοχλήση αυτή η κακία, και περισσότερον πλησιάζει και παραμένει στους ιδιόρρυθμους και αυταρχικούς τύπους, πού νομίζουν ότι οι εξωτερικοί τύποι και γενικά οι ανθρώπινες προσπάθειες μόνες τους μπορούν να καρποφορήσουν. Στην κατάστασιν αυτήν, πού είναι εισαγωγική, με τόσην λεπτότητα και επιτηδειότητα μεταμορφώνεται η πλάνη σε σχήματα χάριτος και αληθείας, πού κινδυνεύουν και οι δόκιμοι να ταλαντευθούν, και κρίνεται απαραίτητη η υπακοή. Στην θέσιν αυτήν ο Γέροντας επιμένει στο ότι δεν πρέπει να δέχεται κανείς εξ ιδίας κρίσεως κανένα είδος αισθήσεως ή θεάματος, είτε φαντασίας, άνευ της διακρίσεως των εμπείρων.”