Τοῦ ᾿Αρχιμ. Νικολάου ᾿Ιωαννίδη, Καθ. τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Παν/μίου ᾿Αθηνῶν
῾Η σημερινή ἑορτή τῶν Τριῶν ῾Ιεραρχῶν, τῶν τριῶν μεγίστων φωστήρων τῆς τρισηλίου θεότητος, Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καί ᾿Ιωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, προστατῶν τῶν Γραμμάτων καί τῆς Παιδείας μας, μᾶς δίνει τή δυνατότητα νά ἐντρυφήσουμε στή θεόπνευστη διδασκαλία τους καί νά ἀντλήσουμε συμπεράσματα, γιά θέματα πού ἀποσχολοῦν σήμερα ὅλους μας καί ἀποτελοῦν ἐπίκαιρες προκλήσεις γιά τήν προοπτική τοῦ ἀνθρώπου, προοπτική, πού κατά τή χριστιανική διδασκαλία ἀναπτύσεται στά ὅρια τοῦ κόσμου, ἀλλά ὁφείλει νά τά ὑπερβαίνει.
Οἱ Τρεῖς ῾Ιεράρχες ἔζησαν σέ ἐποχή μεταβατική, ὅπου ὁ ἀρχαῖος κόσμος ἔδυε καί στό πνευματικό στερέωμα ἀνέτελλε ὁ χριστιανι-σμός. Στή μετάβαση αὐτή, πού ἀσφαλῶς δέν πραγματοποιήθηκε χωρίς πνευματικές συγκρούσεις, ἡ συμβολή τῶν τριῶν Πατέρων ἦταν καθοριστική. ῎Αριστοι γνῶστες τῆς ᾿Αρχαίας ῾Ελληνικῆς Γραμ-ματείας, πού προηγήθηκε τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, ἀλλά καί ἀποδέκτες τῆς θείας ᾿Αποκαλύψεως καί φορεῖς τῆς θείας Χάριτος, κατόρθωσαν νά ἀπαντήσουν στά ὑπαρξιακά καί κοσμολογικά προβλήματα τῶν φιλοσοφικῶν ρευμάτων τῆς ἐποχῆς τους. Γι᾿ αὐτό ἡ ἱστορία δίκαια τούς ἔχει καταγράψει ὡς Μεγάλους οἰκουμενικούς διδασκάλους καί ἔχει ἐπισημάνει τά κύρια χαρακτηριστικά τῆς προ-σωπικότητας τοῦ καθένος χωριστά. ῾Ο Μέγας Βασίλειος χαρακτηρί-ζεται ὡς «καύχημα τῆς ᾿Εκκλησίας καί ἔνθεος τῆς οἰκουμένης φω-στήρ», κατέχοντας ὅλη τή γνώση τῆς ἐποχῆς του, θεολόγος, φιλόσοφος, νομικός, φυσιοδίφης, ἰατρός, ρήτορας, μουσικός κ.ἄ. ῾Ο Γρηγόριος ὁ Θεολόγος χαρακτηρίζεται ὡς «θεοφόρος διδάσκαλος, θεῖον τοῦ Χριστοῦ στόμα, μέγας ἐν θεολογίᾳ καί ταύτης ἐπώνυμος, θεολόγος μετά τόν ἕτερον», καί κατά τόν ὑμνογράφο τῆς ᾿Εκκλησίας μας ὡς «διατεμών τόν τοῦ γράμματος γνόφον καί ἐκεῖθεν τό ὑπέρτερον φῶς τῆς φωτοχυσίας δεξάμενος», φιλόσοφος, ρήτορας καί ποιητής ἀρχαϊκῶν στίχων. Καί τέλος ὁ ῾Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, πού ἄσκησε βαθύτατη ἐπίδραση στήν ᾿Εκκλησία καί θεωρήθηκε «ὑποφήτης τῶν τοῦ Θεοῦ ἀπορρήτων, θεοφόρος, πάνσοφος, θεό-πνευστον ὄργανον, θεορρήμων, χρυσορρήμων, χρυσή λύρα τοῦ πνεύματος» καί ὁ ὑμνωδός τῆς ᾿Εκκλησίας τόν ὑμνεῖ ὡς ἑξῆς: «Φῶς τοῦ κόσμου τῷ κόσμῳ φαίνει. ῎Αλας τῆς γῆς τήν γῆν ἡδύνει. Ξύλον ζωῆς, ἀθανασίας καρπούς προβάλλεται ὁ χρυσοῦς ῞Αγιος».
Δέν εἶναι λοιπόν τυχαῖο ὅτι αὐτοί οἱ ἄνδρες κατόρθωσαν μέ τά συγγράμματά τους νά προβάλλουν τή δυναμικότητα καί τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας καί τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πνεύματος. ῾Η προ-σέγγιση τῶν δύο αὐτῶν πνευματικῶν μεγεθῶν δέν ἦταν εὔκολη· οἱ διωγμοί, οἱ ἀγριότητες, οἱ θανατώσεις, οἱ θηριοσπαράξεις καί κάθε εἴδους ταλαιπωρίες τῶν Χριστιανῶν, πού ἦταν τότε καθημερινό φαινόμενο, διαμόρφωσαν δύο διαφορετικούς κόσμους, δύο διαφο-ρετικές θρησκευτικές καταστάσεις, πού διαπνέονταν ἀπό τά πιστεύω τους· τῶν ᾿Εθνικῶν δηλαδή καί τῶν Χριστιανῶν, μέ κύριο γνώρισμά τους τήν ἀδιαλλαξία. Καί ἀπό τίς δύο πλευρές ἐπιστρα-τεύθηκαν οἱ καλύτεροι διανοητές, οἱ ὁποῖοι προσπάθησαν νά προ-βάλουν μέ ἰδιαίτερη ἐπιμονή τίς θέσεις τους. ᾿Ιδιαίτερη σημασία στόν ἀγώνα αὐτόν ἔχουν οἱ προϋποθέσεις τοῦ ἐγχειρήματός τους. Οἱ μέν ᾿Εθνικοί βασίζονταν στή φιλοσοφική σκέψη τῶν ἀρχαίων ῾Ελλήνων, πού τούς ἔδινε πλεῖστα ὅσα ἐπιχειρήματα γιά νά στη-ρίξουν τίς ἀπόψεις τους, οἱ δέ Χριστιανοί βασίζονταν στήν ἀπόλυτη πίστη στήν ὀρθότητα τῶν θέσεών τους, ὡς προερχόμενες ἀπό τή θεία ᾿Αποκάλυψη· ἡ ἀρχή τους ἦταν «δεῖ πιστεῦσαι πρῶτον εἶτα μαθεῖν», καί ἡ ἀρχή αὐτή συνέβαλε ὄχι μόνο στήν ἀρχική ἐπιβίωσή τους, ἀλλά καί στόν τελικό θρίαμβό τους. Οἱ δύο αὐτές προϋποθέσεις θά ἀποτελέσουν ἔκτοτε τούς διαφορετικούς τρόπους μέ τούς ὁποίους προσεγγίζουν ἡ θύραθεν καί ἡ χριστιανική γραμματεία τά θεολογικά, ἀνθρωπολογικά, κοινωνικά κ. ἄ. θέματα.
Θά ἀναφέρουμε μόνο δύο χαρακτηριστικούς ἐκπροσώπους τοῦ Β΄ αἰώνα, τόν πλατωνικό φιλόσοφο Κέλσο καί τόν χριστιανό φιλόσοφο ᾿Ιουστῖνο. ῾Ο Κέλσος μέ τό ἔργο του «᾿Αληθής Λόγος» (178-180 μ.Χ.), στρέφεται κατά τῶν Χριστιανῶν -γνώριζε τήν ῾Αγία Γραφή, τήν ἀπολογητική γραμματεία, ἀλλά καί τίς συνθῆκες τῆς ζωῆς τῶν Χριστιανῶν- καί τούς κατηγορεῖ γιά ἀμάθεια, σκοταδισμό καί φανατισμό. Κατηγορεῖ τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό ὡς ἀπατεώνα, θεωρεῖ παράλογο τό γεγονός τῆς θείας Σαρκώσεως καί ἀρνεῖται τήν ᾿Ανά-σταση καί τήν πραγματικότητα των θαυμάτων. Στόν Κέλσο ἐκ μέρους τῶν Χριστιανῶν ἀπάντησε ὁ πολύς ᾿Ωριγένης (185-254 μ.Χ.) μέ τό ἔργο του, πού φέρει τόν τίτλο «Κατά Κέλσου», καί στό ὁποῖο διασώζεται κατά τό μεγαλύτερο μέρος τό προαναφερθέν ἀντι-χριστιανικό ἔργο τοῦ Κέλσου. ῾Ο ᾿Ωριγένης, ἕνας ἀπό τούς γονιμότερους ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς τῶν πρώτων αἰώνων, ἀναιρεῖ τίς κατηγορίες τοῦ Κέλσου ἔχοντας ὡς κεντρικό ἄξονα τό θέμα τῆς θεότητας τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ᾿Αξιοσημείωτο ὅμως ὡς πρός τή στάση του ἔναντι τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφίας εἶναι ὅτι, ἀνα- φερόμενος στήν πνευματική τελείωση, διακρίνει τρεῖς γνωστικές δυνάμεις, τήν πίστη, τή γνώση καί τή σοφία: «῾Η θεία τοίνυν σοφία, ἑτέρα οὖσα τῆς πίστεως, πρῶτόν ἐστι τῶν καλουμένων χαρισμάτων τοῦ Θεοῦ, καί μετ’ ἐκείνην δεύτερον... ἡ καλουμένη γνώσις· καί τρίτον... ἡ πίστις». Μάλιστα τήν σοφία τήν διακρίνει σέ ἀνθρώπινη καί θεία. Λέγει σχετικά: «Λοιπόν, σύμφωνα μέ αὐτά, ἡ μέν εἶναι θεϊκή, ἡ δέ ἀνθρώπινη. Καί ἡ μέν ἀνθρώπινη εἶναι ἐκείνη πού ὀνομάζουμε φιλοσοφία τοῦ κόσμου, ἡ ὁποία εἶναι μωρία γιά τόν Θεό. ῾Η δέ θεϊκή -διαφορετική ἀπό τήν ἀνθρώπινη- ἔρχεται, ἄν εἶναι πράγματι θεϊκή, κατά χάριν καί ὡς δῶρο Θεοῦ, σ’ ἐκείνους πού κατέστησαν τόν ἑαυτό τους κατάλληλο νά τή λάβουν, καί μάλιστα σ᾿ ἐκείνους πού -μέ τό νά ἔχουν κατανοήσει τή διαφορά καθεμιᾶς ἀπό τίς δύο (αὐτές) σοφίες πρός τήν ἄλλη- λέγουν στήν προσευχή τους: “Κἄν γάρ τις τέλειος ἔν υἱοῖς ἀνθρώπων, τῆς ἀπό σοῦ σοφίας ἀπούσης εἰς οὐδέν λογισθήσεται” (Σοφία Σολομῶντος 9,6)» Καί ἡ πίστη, συνεχίζει, εἶναι παράδοση στόν Θεό καί ἰδιαίτερα στό πρό-σωπο τοῦ Χριστοῦ, γιατί ἡ πίστη πρέπει νά ἀναφέρεται σέ πρόσω-πο καί ὄχι σέ ὄνομα. Μέ τό ἔργο αὐτό, ἀλλά καί γενικότερα μέ τό σύνολο τοῦ μεγαλειώδους ἔργου του, ὁ ᾿Ωριγένης συνέβαλε στήν προσέγγιση τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας μέ τή χριστιανική διδα-σκαλία καί ἐπηρέασε πολλούς ἀπό τούς μεταγενέστερους χριστι-ανούς συγγραφεῖς. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό ὅτι οἱ δύο ἀπό τούς τιμώμενους σήμερα ῾Ιεράρχες, ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί ὁ Βασί-λειος ὁ Μέγας, παρά τίς θεολογικές παρεκκλίσεις του, τά σφάλματα καί τίς κακοδοξίες του, ἐκτίμησαν τόν ἄνδρα καί τό ἔργο του καί συνέταξαν ἀνθολόγιο σπουδαίων κειμένων του, χρήσιμων γιά τήν ᾿Εκκλησία, τήν περίφημη Φιλοκαλία τοῦ ᾿Ωριγένους.
῾Ο χριστιανός φιλόσοφος καί ἀπολογητής ᾿Ιουστῖνος (110-165), ἀποτελεῖ κλασικό παράδειγμα φιλοσόφου πού μετεστράφη στόν χριστιανισμό καί ἔθεσε ὡς σκοπό τῆς ζωῆς του νά προβάλει τόν ἀληθινό τύπο τοῦ φιλοσόφου, πού δέν μποροῦσε νά εἶναι ἄλλος ἀπό τόν χριστιανό φιλόσοφο. ῾Ο πυρήνας τῆς διδασκαλίας του ἦταν ἡ ἀντιπαραβολή φιλοσοφίας καί Χριστιανισμοῦ. ῾Υποστήριζε ὅτι ὁ ἀνθρώπινος λόγος ἔχει τή δυνατότητα, ἔστω καί ἀτελῶς, νά προ-σεγγίσει τήν ἀλήθεια. ῾Η ἀλήθεια βρίσκεται στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὁ ῾Οποῖος ὡς αὐτοαλήθεια, καί πρίν τή σάρκωσή Του, ἐνεργοῦσε ὡς ἀλήθεια, καί γι’ αὐτό οἱ ἄνθρωποι πρό Χριστοῦ, ὅπως οἱ φιλόσοφοι καί οἱ πατριάρχες καί προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης δέν ἦσαν ἐκτός Χριστοῦ· «οἱ μετά τοῦ λόγου βιώσαντες, Χριστιανοί εἰσί κἄν ἄθεοι ἐνομίσθησαν». Μέ τή διαφορά ὅμως ὅτι στούς ἄνδρες τῆς Π.Δ. ἡ ἀλήθεια ἐμφανιζόταν διά τοῦ Πνεύματος, ἐνῶ στούς ᾿Εθνικούς διά τοῦ «σπερματικοῦ λόγου» καί ἑπομένως ἀτελέστερη. Οἱ ἀρχαῖοι φιλόσοφοι, μεταξύ αὐτῶν καί ὁ Πλάτων, δέν ἑρμήνευσαν σωστά τή σπερματική ἀλήθεια καί γι’ αὐτό ἔσφα-λαν σέ πολλά σημεῖα. Συγκεκριμένα γιά τόν Πλάτωνα, στόν ὁποῖο εἶχε ἰδιαίτερη προτίμηση, ἀναφέρει «οὐκ ἀλλότριά ἐστι τά Πλάτωνος διδάγματα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλ’ οὐκ ἔστι ὅμοια, ὥσπερ τά τῶν ἄλλων Στωικῶν τε καί ποιητῶν καί συγγραφέων. ῞Εκαστος γάρ τις ἀπό μέρους τοῦ σπερματικοῦ θείου λόγου τό συγγενές ὁρῶν καλῶς ἐφθέξατο».
῾Η προσπάθεια τοῦ ᾿Ιουστίνου, καίτοι ἀτελής, ἀποτελεῖ μία πρώτη σοβαρή ἀπόπειρα, μιά προδρομική θά ἔλεγα προσπάθεια, νά συμπορευθοῦν ὁ Χριστιανισμός καί ἡ ἑλληνική φιλοσοφία. Καί τό παράδειγμά του βρῆκε ἀπήχηση σέ πολλούς μεταγενέστερους, τῶν ὁποίων ὁ ἀγώνας συνίστατο κυρίως στό νά καταδείξουν ὅτι τό ἀντικείμενο τῆς λατρείας τους, ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός, δέν ἦταν πρόσω-πο κτιστό ἄλλά ἄκτιστο.
῾Η προσφορά ὅσων ἐπιδίωξαν τήν προσέγγιση Χριστιανισμοῦ καί ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφίας κατά τούς πρώτους τρεῖς αἰῶνες, βρῆκε τή δικαίωσή της στά πρόσωπα τῶν Μεγάλων Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας καί ἰδιαίτερα τῶν Τριῶν ῾Ιεραρχῶν, οἱ ὁποῖοι μέ τή με-τριοπάθεια, τή σύνεση, ἀλλά καί τή βαθιά γνώση τῆς φιλοσοφίας καί τῆς θεολογίας πέτυχαν τή συνεργασία τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας μέ τή χριστιανική θεολογία, πάντοτε ὅμως πρός ὄφελος τῆς δευτέρας. ῾Ο σκοπός τους δέν ἦταν ἁπλῶς ἡ ἀνοχή ἤ καί συνεργασία τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ πνεύματος μέ τή διδασκαλία τῆς ᾿Εκκλησίας, ἀλλά τό πῶς θά ἐκφρασθεῖ καλύτερα ἡ ἀλήθεια τῆς ᾿Εκκλησίας· καί ὡς γνήσιοι διδάσκαλοι τῆς ᾿Εκκλησίας, κατάλαβαν ὅτι ἡ ἀλήθεια πρέπει νά κατανοηθεῖ καί νά ἐκφρασθεῖ μέ τίς δομές τῆς ἐποχῆς τους. ῎Ετσι τό ἐγχείρημά τους νά μιλήσουν γιά τή χριστιανική πίστη μέ φιλοσοφικούς ὅρους, δηλαδή κάνοντας χρήση τῆς θύραθεν παιδείας, ἐξέφραζε μία ἀναγκαιότητα τῆς ἐποχῆς τους, ἡ ὁποία ἀποτέ-λεσε τό ἔνδυμα, τό ἐξωτερικό περικάλυμμα, τό μέσο γιά τή συγκρό-τηση τῆς ἐπιχειρηματολογίας τους γιά τήν ἀνάπτυξη τοῦ δόγματος καί τήν ἔκφραση τῆς νέας διδασκαλίας καί τίποτε περισσότερο. Γνώριζαν καλά τή δυσκολία τοῦ ἐγχειρήματος αὐτοῦ, ἀφοῦ ζοῦσαν τήν πραγματικότητα τῆς πόλωσης μεταξύ ἐκείνων πού ἀπέρριπταν τήν θύραθεν παιδεία καί αὐτῶν πού τή ὑπερτιμοῦσαν, καί δέν ἀγνοοῦσαν ὅτι τό ἐγχείρημά τους θά παρεξηγεῖτο. ῎Ετσι ὁ Μέγας Βασίλειος στά ἔργα του «Πρός τούς νέους, ὅπως ἄν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων», στήν «῾Εξαήμερο», καί «Εἰς τό πρόσεχε σεαυτῷ» θέτει τό πρόβλημα καί δέν διστάζει νά καταδικάσει ἐμμέσως πλήν σαφῶς ὅσους ἀπέρριπταν τή θύραθεν παιδεία, συμβάλλοντας στήν ἐκτόνωση τῆς πόλωσης. Τό σπουδαιότερο ὅμως εἶναι ὅτι στά ἔργα του αὐτά κάνει σαφή διάκριση μεταξύ τῆς ἀλήθειας τῆς ἀνθρώπινης σοφίας ἀφενός καί τῆς ἀποκεκαλυμμένης θείας ἀλήθειας ἀφετέρου. Μελετώντας κανείς τά θεολογικά κείμενα τοῦ Μ. Βασιλείου καί τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου διαπιστώνει ὅτι στήν πραγματικότητα μιλοῦν γιά διπλή γνώση: τή φυσική γνώση καί τήν ὑπερφυσική ἤ πνευματική γνώση. ῾Η πρώτη εἶναι τοῦ κόσμου, ἀσχολεῖται μέ τή γνώση τῶν ὄντων καί στηρίζεται στή διάνοια καί τή σπουδή· ἡ δεύτερη εἶναι θεία, ἀσχολεῖται μέ τή γνώση τοῦ Θεοῦ καί στηρίζεται στή θεία ᾿Αποκάλυψη καί τό φωτισμό τοῦ ἁγίου Πνεύματος. ῾Η διδασκαλία τους αὐτή ἐπέδρασε σέ πολλούς μεταγενέστερους Πατέ-ρες καί ἰδιαίτερα στόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος δέκα περίπου αἰῶνες ἀργότερα ἀνέπτυξε συστηματικότερα τά περί «διτ-τῆς γνώσεως».
῾Η μέριμνα καί ἡ ἀγωνία καί τῶν Τριῶν ῾Ιεραρχῶν ἦταν ἡ ἀλήθεια πού ἐξέφραζαν νά εἶναι ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, καί νά μήν μεταστοιχειώνεται σέ φιλοσοφία. ῾Ως πρός αὐτό εἶχαν παράδειγμα τόν ᾿Απόστολο Παῦλο, τοῦ ὁποίου τή χρήση τῶν ἐθνικῶν ποιητῶν θεωρεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος ὡς τήν καλύτερη ἱεραποστολική μέθο-δο ὄχι μόνο προσεγγίσεως τῶν ἐθνικῶν, ἀλλά καί διαδόσεως τῆς χριστιανικῆς θεολογίας. ῎Αλλωστε ἡ πεποίθησή του αὐτή, μέ τήν ὁποία συμφωνοῦν καί οἱ ἄλλοι δύο ἱεράρχες, ἐκφράσθηκε μέ τά λόγια του «πᾶσα ἡ περί τήν ἔξωθεν σοφίαν σπουδή ἀθρόως ἐπί τά θεῖα μετενήνεκτο λόγια». Γι’ αὐτό δέν εἶναι παράδοξο ὅτι ἡ σκέψη τους περί δικαίου, ἱστορίας, πολιτείας καθώς καί ἡ χρήση παρομοι-ώσεων, εἰκόνων καί ἐκφράσεων ἐνθυμίζουν τόν Πλάτωνα. ῾Ο Χρυ-σόστομος δέν δίστασε νά ἐξάρει ὅ,τι θετικό ἔβλεπε στή ζωή καί τή σκέψη τῶν ῾Ελλήνων, ὅπως τήν περιφρόνηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, τή γενναία στάση τους ἀπέναντι στό θάνατο, τήν πίστη τους σέ μετά θάνατον ζωή καί σέ κρίση. Πολύ οὐσιαστικό εἶναι ἐπίσης ὅτι ἡ χρήση τῆς φιλοσοφικῆς ὁρολογίας βοήθησε τά μέγιστα στήν διατύπωση τῆς τριαδολογίας, δηλαδή τῆς καθευτό θεολογίας· οἱ φιλοσοφικοί ὅροι «ἕν», «δυάς», «οὐσία», «ὑπόστασις», «ἐνέργεια» κ. ἄ. μέ τή διασταλτική καί διαφορετική ἑρμηνεία τῶν τριῶν Πατέρων, ἔλαβαν νέο περιεχόμενο μέ τήν ὀρθή διατύπωση «μία φύσις, τρεῖς ὑποστάσεις», «εἷς κατά τήν οὐσία, τρεῖς κατά τάς ὑποστά-σεις». Μέ αὐτούς τούς βραχεῖς, ἀλλά πλήρεις σέ περιεχόμενο ὅρους τέθηκε ἡ βάση τῆς ὀρθόδοξης τριαδολογικῆς θεολογίας καί δόθηκε ἡ καλύτερη ἐφικτή στήν ἀνθρώπινη γλώσσα ἔκφραση τοῦ θείου μυστηρίου. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό ὅτι ἕνας ἀπό τούς μεγαλύ-τερους θεολόγους τοῦ Κ΄ αἰώνα, ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ἀναφερόμενος στή σύνδεση Χριστιανισμοῦ καί ῾Ελληνισμοῦ λέγει: «῾Ο ἑλληνισμός ἔχει ἀποκτήσει αἰώνιον χαρακτῆρα μέσα εἰς τήν ᾿Εκ-κλησίαν, ἔχει ἐνσωματωθῆ εἰς τήν σάρκα της· ἔχει γίνει αἰώνια κατηγορία τῆς χριστιανικῆς ὑπάρξεως... ῞Οταν δέ ὁ θεολόγος ἀρχίζῃ νά πιστεύῃ ὅτι αἱ ἑλληνικαί κατηγορίαι ἔχουν ξεπερασθῆ, αὐτό σημαίνει ἁπλούστατα ὅτι ὁ ἴδιος ἔχει ἐξέλθει ἀπό τόν ρυθμόν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς».
Παρά ταῦτα δέν εἶναι λίγες οἱ φορές πού οἱ τρεῖς ῾Ιεράρχες, ὅπως καί ὅλοι οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας, κράτησαν πολε-μική, ἐνίοτε δέ καί εἰρωνική στάση ἔναντι τῶν ἀρχαίων ἑλλήνων φι-λοσόφων· καί ἀσφαλῶς δέν πρόκειται περί ἀσυνεποῦς στάσεως, ἀλ-λά περί ἐκλεκτικῆς. ῎Αλλωστε δέν πρέπει νά λησμονοῦμε ὅτι ἦσαν χριστιανοί ποιμένες, πού ἀγρυπνοῦσαν γιά τό ποίμνιό τους καί ὁπωσδήποτε δέν ἤθελαν νά ἐπαναβιώσει ὁ ᾿Εθνισμός μέσω τῆς φιλο-σοφίας, ὅπως ἐπεχειρήθηκε ἀπό τήν κινήση τοῦ Νεοπλατωνισμοῦ, πού εἶχε τήν τάση νά μετατραπεῖ σέ θρησκεία, τήν ἀναδιοργάνωση τοῦ εἰδωλολατρικοῦ θρησκεύματος ἀπό τόν αὐτοκράτορα ᾿Ιουλιανό κ. ἄ.
῞Ολα ὅσα ἤδη ἀναφέραμε ἀποτελοῦν ἕνα μικρό δεῖγμα τῆς συμβολῆς τῶν Τριῶν ῾Ιεραρχῶν στή σύζευξη ῾Ελληνισμοῦ καί Χρι-στιανισμοῦ καί στή μετάβαση ἀπό τήν κοινωνία τῶν ἀρχαίων ῾Ελ-λήνων στήν νέα χριστιανική κοινωνία. Σ’ αὐτή τήν νέα κοινωνία ζῶντες οἱ τρεῖς μεγάλοι Πατέρες, ὡς γνήσιοι ποιμένες τῆς ᾿Εκκλη-σίας τοῦ Χριστοῦ, ἀναδείχθηκαν διδάσκαλοι ὄχι μόνο σέ θεωρητικοδογματικό ἐπίπεδο ἄλλά καί κοινωνικό, διότι ἡ ἀγάπη τους γιά τόν Θεό, τόν ἄνθρωπο καί τήν ᾿Εκκλησία, μέσα στήν ὁποία ζεῖ καί πορεύεται πρός τόν Θεό ὁ ἄνθρωπος, δέν ἦταν δυνατό νά τούς ἀφή-σει ἀδιάφορους. ῾Η ἀδικία, ὁ πόνος, ἡ κακοπάθεια, ἡ φτώχεια, ἡ ἀνασφάλεια, ἡ πλεονεξία, ἡ ἀπληστία, καί κάθε εἴδους ἀνθρώπινη ἀνάγκη καί ἀδυναμία ἀποτέλεσαν τό κέντρο τῆς σκέψης τους καί τῆς φροντίδας γιά τό ποίμνιό τους. Βασιζόμενοι στή θεολογία τῆς ᾿Εκκλησίας μίλησαν γιά τά πρακτικά ζητήματα τῆς καθημερινῆς ζωῆς καί τά ἀνθρώπινα πάθη, ὄχι μόνο γιά νά μεταφέρουν τίς γνώσεις τῶν ἀρχῶν τῶν σχέσεων τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους, ἀλλά γιά νά μπορέσουν νά ζήσουν οἱ ἄνθρωποι τήν ἀληθινή κοινωνία πού προσφέρει ὁ Χριστός καί ἡ ῾Εκλησία Του, δηλαδή τήν πνευματική κοινωνία μέ τόν Χριστό, πού δίνει νέες προοπτικές στίς μεταξύ τῶν ἀνθρώπων σχέσεις.
Τά προβλήματα τοῦ πλούτου, τῆς φτώχειας καί τῆς ἐλεημο-σύνης ἀπασχόλησαν τήν ᾿Εκκλησία ἀπό τούς πρώτους αἰῶνες. ῾Η πρώτη ἐκκλησιαστική κοινότητα τῶν ῾Ιεροσολύμων ἀπάντησε στά προβλήματα αὐτά μέ τήν κοινοκτημοσύνη. ῞Ολοι εἶχαν κοινά τά πάντα καί κανείς δέ ἐστερεῖτο τά ἀπαραίτητα. Βεβαίως ἡ κοινοκτημοσύνη δέν ἦταν ἀναγκαστική γιά ὅλους, ἐξέφραζε ὅμως τό πνεῦμα τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία ἐμπεριέχει τή μέριμνα γιά τόν ἄλλον. ῾Η ᾿Εκκλησία οὐδέποτε δικαίωσε θεολογικά τόν πλοῦτο, ἀλλά δέχθηκε τήν ἀναγκαιότητα τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν γιά τά βιωτι-κά τῶν ἀνθρώπων. Οἱ Τρεῖς ῾Ιεράρχες, τῶν ὁποίων ἡ διδασκαλία ἀναφέρεται δαψιλῶς στά θέματα αὐτά, θεωροῦν ὅτι ἡ ἀπόκτηση ὑλικῶν ἀγαθῶν δέν ἀποτελεῖ σκοπό τῆς ζωῆς· σκοπός τῆς ζωῆς εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἐκεῖ ἀπόλαυση τῆς κοινωνίας μέ τόν Θεό, πού θεωρεῖται τό ὑπέρτατο ἀγαθό. Τά ὑλικά ἀγαθά ἀποτελοῦν μόνο μέσον γιά τήν ἐπί γῆς διαβίωση καί, ὅπως κάθε μέσον ἔτσι καί αὐτά, χαρακτηρίζονται καθ’ ἑαυτά οὐδέτερα· ὅταν διακονοῦν τίς ἀνάγκες τοῦ πλησίον, χαρακτηρίζονται καλά· καί ὅταν ἐξυπηρε-τοῦν ἀποκλειστικά προσωπικούς - ἐγωϊστικούς σκοπούς, θεωροῦνται βλαβερά. ῾Επομένως ὁ τρόπος καί τό μέτρο τῆς χρήσης τους προσδιορίζει τά ἀγαθά καί ἀξιώνει ἤ ἀπαξιώνει τόν διαχειριστή τους· «οἰκονομικήν τοῦ πλούτου τήν χρῆσιν, ἀλλ’ οὐκ ἀπολαυστι-κήν τούς σωφρόνως λογιζομένου προσῆκε», λέγει ὁ Μ. Βασίλειος, καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος προσθέτει «τό περιττόν τῆς χρείας (εἶναι) ἄχρηστον» καί βλαβερό. Βεβαίως προϋπόθεση ὅλων αὐτῶν εἶναι ἡ δίκαιη ἀπόκτηση τοῦ πλούτου· ὁ Χρυσόστομος δέχεται δύο εἴδη πλούτου, αὐτόν πού παρέχεται ἀπό τόν Θεό καί αὐτόν πού ἀποκτή-θηκε μέ ἀδικίες. Μέ σφοδρότητα κατηγορεῖ ὅσους μέ ἀδικίες κερδίζουν τά ἀγαθά τους· «Πλούσιος εἶ;», ἐρωτᾶ, «οὐ κωλύω. ῞Αρπαξ εἶ; Κατηγορῶ. ῎Εχεις τά σά; ᾿Απόλαυε. Λαμβάνεις τά ἀλλότρια; Οὐ σιγῶ». ῾Η ὑπερκατανάλωση τῶν πλουσίων καί ἡ ἐξαθλίωση τῶν φτωχῶν πού παρατηρεῖτο τήν ἐποχή ἐκείνη, ὅπως ἄλλωστε καί σήμερα, ὑποχρεώνει τόν Χρυσόστομο νά μιλήσει γιά παράλληλη διακίνηση τῶν ὑλικῶν καί φυσικῶν ἀγαθῶν· ὅπως ὁ ἥλιος, ὁ ἀέρας, ἡ γῆ καί ὅλα τά φυσικά ἀγαθά παρέχονται σέ ὅλους, ἔτσι καί ὁ πλοῦτος εἶναι γιά ὅλους κοινός· κανείς δέν εἶναι ἀπόλυτος κάτοχος τοῦ πλούτου, ἄλλα ἁπλός οἰκονόμος. ῞Οποιος κατακρατεῖ τόν πλοῦτο γιά τόν ἑαυτό του μόνον ὀνομάζεται ἀπό τόν Μ. Βασίλειο πλεονέκτης καί κλέφτης: «Ποιός εἶναι ὁ πλεονέκτης; Αὐτός πού δέν ἐμμένει στήν αὐτάρκεια. Ποιός εἶναι ὁ ἀποστερητής; Αὐτός πού ἀφαιρεῖ τά ἀγαθά τοῦ ἄλλου. ᾿Εσύ θεωρεῖς ὅτι δέν εἶσαι πλεονέκτης καί ἀποστερητής, ὅταν τά ἀγαθά πού ἔλαβες τά κατακρατᾶς μόνο γιά τόν ἑαυτό σου;». ῾Η πλεονεξία καί ἡ ἀπληστία παρομοιάζονται μέ τήν εἰδωλολατρία· ὅπως ὁ εἰδωλολάτρης θυσιάζει στό βωμό ζῶα, ἔτσι καί ὁ πλεονέκτης καί ἄπληστος θυσιάζει στό βωμό τοῦ πάθους του τούς συνανθρώπους του.
῾Η θεώρηση τοῦ πλούτου, ὡς ἀγαπητικοῦ λειτουργήματος γιά τήν ὑπέρβαση τῶν ὑλικῶν ἀναγκῶν ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ὁδηγεῖ στό κοινωνικό φαινόμενο τοῦ ὑπερκερασμοῦ τοῦ οἰκονομικοῦ χάσματος μεταξύ πλουσίων καί φτωχῶν καί σφυρηλατεῖ τήν ἑνότητα τοῦ λαοῦ, ἰδιαίτερα σέ κρίσιμες περιόδους. ῎Ετσι, κατά τούς Τρεῖς ῾Ιεράρχες, τό βάρος πέφτει ὄχι στήν κατοχή ἤ τήν ἔλλειψη τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἀλλά στήν ἀγάπη, ἡ ὁποία ἐκφράζεται μέ τόν δοτικό τρόπο τῆς δίκαιης κατανομῆς τους. Στήν πραγματικότητα πλούσιος δέν εἶναι αὐτός πού ἔχει, ἀλλ’ αὐτός πού προσφέρει πολλά· καί φτωχός δέν εἶναι αὐτός πού ἔχει λίγα, ἀλλ᾿ αὐτός πού ἀρκεῖται στά λίγα καί δέχεται μέ ταπείνωση καί εὐγνωμοσύνη τίς προσφορές τοῦ πλουσίου· «αἱ προαιρέσεις καί τούς πλουτοῦντας καί τούς πενομένους ἐργάζονται» ἀναφέρει ὁ Χρυσόστομος.
Οἱ τρεῖς Πατέρες οὐδέποτε δέχθηκαν ὅτι ἡ φτώχεια ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν κακία· μόνο ἡ προσωπική ἀσθένεια, λέγουν, μπορεῖ νά ὁδηγήσει στήν κακία. ῾Ομως, χωρίς νά παραβλέπουν τούς πόνους καί τή δυστυχία τῶν φτωχῶν, θεωροῦν τή φτώχεια ὡς ἀληθινό σχο-λεῖο ἀρετῆς, πού μπορεῖ νά ὁδηγήσει στόν Θεό, τόν μέν φτωχό διά τῆς ὑπομονῆς τόν δέ πλούσιο διά τῆς ἐλεημοσύνης.
῾Η ἐλεημοσύνη χαρακτηρίζεται ὡς ἀρετή, ὡς τέχνη, ὡς μυστήριο, καί συγκρίνεται μέ τό μαρτύριο καί τό ἐξαγιαστικό ὕδωρ τοῦ βαπτίσματος. ῾Ως ἔργα ἐλεημοσύνης ἀπαριθμοῦνται ἡ διατροφή, ἡ ἔνδυση, ἡ φιλοξενία, ἡ ἄφεση τῶν τόκων καί ἡ πνευματική μέριμνα. Προϋπόθεση τῶν ἔργων ἐλεημοσύνης εἶναι ἡ ἀγάπη καί κατά συνέ-πεια δέν πρέπει νά τροφοδοτεῖται ἀπό ἀδικία, δέν πρέπει νά συνο-δεύεται ἀπό δυσαρέσκεια οὔτε νά γίνεται γιά τό θεαθῆναι ἤ μέ αἰσθήματα περιφρόνησης.
῾Η σωστή ἐλεημοσύνη γίνεται τό μέσον κοινωνίας καί ἐξωμοι-ώσεως μέ τόν Θεό, γιατί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ταύτισε τόν ἑαυτόν Του μέ τόν φτωχό· «ἐπείνασα καί ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καί ἐπο-τίσατέ με... γυμνός καί περιεβάλετέ με...» (Ματ. 25, 35-36). ῾Ο ἱερός Χρυσόστομος λέγει σχετικά «καί γάρ μέγα ἐστίν ἀγαθόν (ἡ ἐλεη-μοσύνη)...καί αὐτῷ τῷ Θεῷ κατά δύναμιν ἡμᾶς ἐξομοιοῖ κατορθού-μενον».
Μία ἐπίσης μεγάλη ἀνθρώπινη ἀνάγκη πού διαπιστώνουν οἱ τρεῖς ῾Ιεράρχες εἶναι ἡ ἐπικράτηση τῆς δικαιοσύνης, ἡ ὁποία διά τῶν κανόνων τοῦ δικαίου ρυθμίζει τήν ἁρμονική συμβίωση τῶν μελῶν τῆς κοινωνίας. Πηγή τοῦ δικαίου εἶναι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος, ὅπως ἀνα-φέρει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «ἐξ ἀρχῆς πλάττων τόν ἄνθρωπον, νό-μον αὐτῷ φυσικόν ἐγκατέθηκε». ῾Ο φυσικός αὐτός νόμος εἶναι ἡ δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νά διακρίνει τό καλό ἀπό τό κακό· εἶναι ἡ συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία «αὐτοδίδακτον ἐποίησε τήν γνῶσιν τῶν καλῶν καί τῶν οὐ τοιούτων (κακῶν)» καί καθοδηγεῖ τόν ἄνθρωπο πῶς νά συμπεριφέρεται στόν Θεό, στόν ἑαυτό του καί στό συνάνθρωπό του· δηλαδή τό κέντρο τοῦ φυσικοῦ νόμου, πού ταυτοχρόνως ἀποτελεῖ καί ἐντολή Θεοῦ, εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο καί τῶν ἀνθρώπων πρός τόν Θεό καί μεταξύ τους. ᾿Εξάλλου ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκδηλώθηκε μέ τή δημιουργία τοῦ ὑλικοῦ καί πνευματικοῦ κόσμου, τόν ὁποῖο ὁ Θεός συντηρεῖ καί κυβερνᾶ μέ βάση νόμους τούς ὁποίους ἔθεσε ἡ θεία βούληση. ῾Ο ἱερός Χυσόστομος ἀναφέρει σχετικά: «βουλῇ Θεοῦ πάντα εἴκει καί παραχωρεῖ. Αὕτη γάρ ἐστιν ἡ τῆς φύσεως δημιουργός καί πρός τό αὐτῇ δοκοῦν πάντα τά ὄντα μεταρρυθμίζουσα». Μάλιστα τό φυσικό αὐτό νόμο τόν ὀνομάζει καί ἐντολές Θεοῦ: «Καί γάρ ἐντολαί εἰσι αἱ τῆς κτίσεως, ἅς διατηρεῖ πᾶσα ἡ κτίσις... ᾿Εντολαί εἰσιν αἱ τῇ φύσει δοθεῖσαι ἐξ ἀρχῆς, ὅτε τόν ἄνθρωπον ἔπλαττε... ῞Οταν γάρ ἔθνη, τά μή νόμον ἔχοντα, φύσει τά τοῦ νόμου ποιῇ, οὗτοι νόμον μή ἔχοντες, ἑαυτοῖς εἰσι νόμος».
῞Ομως ἡ διά τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό, πού τόν ὁδήγησε σέ μιά «νεκρά ζωή», κατά τήν ἀντινομική πατερική ἔκφραση, καί πού σημαίνει μιά ἁ-πλῶς βιολογική καί ὄχι πνευματική ζωή, εἶχε, μεταξύ τῶν ἄλλων συνεπειῶν, καί τήν ἀπώλεια τῆς ἱκανότητας νά ἀναγνωρίζει πλήρως ὁ ἄνθρωπος τίς θεῖες ἐντολές πού ἐνυπῆρχαν στό φυσικό νόμο, ὁ ὁποῖος βέβαια δέν χάθηκε, ἀλλά συνέχισε νά λειτουργεῖ καί μετά τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου. ῾Επομένως ὑπῆρξε ἀνάγκη νά δοθεῖ καί γραπτῶς ὁ νόμος, ὅπως παραχωρήθηκε διά τοῦ Μωϋσέως, γιά νά διευκολυνθεῖ ἡ ἀναγνώριση τοῦ φυσικοῦ νόμου ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου· τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος μέ τήν πτώση του δέν καταστρά-φηκε ὁλοσχερῶς, δέν ἔχασε τήν παρουσία τῆς θείας εἰκόνος, ὅσο κι ἄν αὐτή ἀμαυρώθηκε καί συνεπῶς, ὑποβοηθούμενος ὁ ἄνθρωπος ἀπό τό γραπτό νόμο, μποροῦσε νά ἐπανεύρει τόν ἐντός του φυσικό νόμο καί νά ἀναγνωρίσει τή θεία φιλανθρωπία, ἀφοῦ περιεχόμενο τοῦ νόμου εἶναι ἡ ἀγαθότητα. ῾Η εὐεργεσία τῆς παραχώρησης τοῦ γραπτοῦ νόμου πρός τήν ἀνθρωπότητα ὁλοκληρώθηκε μέ τόν Εὐαγγελικό νόμο, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τήν τέλεια νομοθεσία πού δόθηκε ἀπό τόν Θεάνθρωπο Κύριο. Καί οἱ τρεῖς αὐτοί νόμοι, δήλαδή ὁ ἄγραφος φυσικός νόμος, ὁ νόμος τοῦ Μωϋσέως καί ὁ Εὐαγγελικός νόμος, στήν πραγματικότητα εἶναι ἕνας καί ἑνιαῖος, πού, κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, «ἔχει τό ἐξαίρετον, τό ἀθάνατον, τό διηνεκές» καί ὁδηγεῖ στόν Νομοθέτη· «τέλος γάρ νόμου Χριστός εἰς δικαιο-σύνην» (Ρωμ. 10,4), λέγει ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος.
῞Ολα αὐτά μᾶς ὁδηγοῦν στή διαπίστωση ὅτι ὁ νόμος ἀποκα-λύπτει τήν ἀμετάθετη βουλή τοῦ Θεοῦ νά προνοεῖ γιά τόν ἄνθρωπο καί νά καθορίζει φιλανθρώπως τή ζωή του, καί γι’ αὐτό ὁ θεῖος νό-μος δέν δόθηκε στόν ἄνθρωπο σάν κάποια ἐξωτερική ἰδιότητα, ἀλλά τέθηκε κατά τή δημιουργία ὡς ὀργανικό στοιχεῖο τῆς φύσεώς του, ἡ ὁποία ἐξεικόνιζε τό θεῖον. Ὡς ἐκ τούτου ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ ἐκ-φράζει τή θεία δικαιοσύνη καί σημαίνει τό δίκαιο τρόπο μέ τόν ὁποῖο ὁ Θεός χάρισε στά πλάσματά του τά δώρα Του, καί συνεπῶς κανείς δέν μπορεῖ νά ἀμφισβητήσει τή θεόσδοτη ἰσότητα, τιμή καί σεβασμό πρός τά ἀνθρώπινα ὄντα. ῾Ο Μ. Βασίλειος ἀναφέρει χαρακτηριστικά ὅτι ὁ Θεός ἀπό ἀγάπη «κοινήν δίδωσι πᾶσι τοῦ φωτός τήν μετουσίαν... Διά τοῦτο προσήκει τήν μέν ἀγάπη ἴσην καί ὁμοίαν παρά πάντων τοῖς πᾶσιν εἶναι, τήν δέ τιμήν ἑκάστῳ κατά τό πρέπον γίνεσθαι».
῾Η δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, εἴτε ἐκλαμβάνεται ὡς φυσική δικαιο-σύνη εἴτε ὡς εὐαγγελική, δηλώνει κατάσταση, τρόπο ὑπάρξεως τοῦ ἐν Χριστῷ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτό ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ἀναφερόμενος στόν ὄρο δίκαιος, λέγει ὅτι εἶναι συνώνυμος τῆς ἀρετῆς· «διά ταύτης τῆς προσηγορίας τήν καθόλου ἀρετήν ταύτην ἐμφαίνει». ῎Ετσι ἡ θεία δικαιοσύνη καθορίζει τή σχέση τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους· καί ἡ σχέση αὐτή ὡς τέλεια κοινωνία ἐξασφαλίζεται στήν ᾿Εκκλησία τοῦ Θεοῦ. Συνεπῶς ἡ ᾿Εκ-κλησία εἶναι μία κοινωνία δικαίου, ἡ ὁποία θεμελιωμένη στή θεία νομοθεσία ζεῖ καί ἐκφράζει τήν ἀγάπη, τήν ἀγαθότητα, τήν ἀλήθει-α, τήν εἰρήνη καί γενικῶς κάθε εἴδους θεανθρώπινης ἀρετῆς· καί ὁ Θεάνθρωπος Κύριος δέν εἶναι μόνον ὁ Λυτρωτής τοῦ κόσμου, ἀλλά καί ὁ Νομοθέτης (Christus redemptor et legislator).
῾Η θεία νομοθεσία ἀναμφίβολα ἐπιδρᾶ καί στούς ἀνθρώπι-νους νόμους, οἱ ὁποῖοι θεσπίζονται γιά νά ρυθμίσουν τήν κοινωνική συμβίωση. ῾Ο ἱερός Χρυσόστομος εἶναι σαφής· «ἀπό τούτου (τοῦ φυσικοῦ νόμου) καί νόμους ἔθηκαν (οἱ ἄνθρωποι)» ἐπισημαίνοντας παράληλα ὅτι ὁ ἀνθρώπινος νόμος εἶναι ἀτελής: «Ἔστι γάρ καί ἀνθρώπων δικαιοσύνη... ἀλλ’ εὐτελής καί οὐκ ἔχουσα τό τέλειον καί ἀπηρτισμένον καί ἐξ ἀνθρωπίνων συγκειμένη λογισμῶν». Οἱ ἀνθρώ-πινοι ὅμως λογισμοί, ὑποκινούμενοι ἐνίοτε ἀπό τά πάθη καί τίς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες, δέν ἀποδίδουν «νόμον δικαίου ἀλλ’ ἔννομον ἀδικίαν». ῾Η ἱστορία τοῦ δικαίου ἔχει ἀποδείξει τή σημαντική ἐπίδραση τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας στό ρωμαϊκό καί βυζαντινό δίκαιο· ἡ ἰσότητα, ἡ ἐλευθερία καί ἡ δικαιοσύνη πού ἐξ ἀρχῆς διακή-ρυξε ὁ Χριστιανισμός ἄλλαξε τό περιεχόμενο τῆς ἀνθρώπινης νομο-θεσίας καί τό κατέστησε φιλανθρωπότερο, καίτοι κάποιοι νομικοί ὑπό τήν ἐπίδραση ἀντιχριστιανικῶν καί ὑλιστικῶν θεωριῶν ἰσχυρίζονται τό ἀντίθετο. Πολλές εἶναι οἱ μέλετες πού ἔχουν ἀποδείξει ὅτι ἡ ἐπίδραση τοῦ Χριστιανισμοῦ καί μάλιστα τοῦ κανονικοῦ δικαίου τῆς ᾿Εκκλησίας στό ἐμπράγματο, στό ποινικό καί οἰκογενειακό δίκαιο εἶναι γεγονός ἀναμφισβήτητο. ῎Αλλωστε ἡ ἱστορία τοῦ βυζαντινοῦ δικαίου εἶναι ἀδιάψευστος μάρτυρας. Θά ἀναφέρουμε ἐλάχιστα παραδείγματα γιά τοῦ λόγου τό ἀσφαλές. ῾Ο Μέγας Κων-σταντῖνος τό 321 μέ εἰδικό διάταγμα καταδίκασε τή δουλεία καί διακήρυξε τήν ἀνθρώπινη ἰσότητα καί ἐλευθερία, πού δίδαξε ὁ Κύριος. Στήν ἰουστινιάνειο κωδικοποίση εἶναι σαφέστατο τό ἐγχείρημα τοῦ ᾿Ιουστινιανοῦ νά ἐμφυσήσει στό ρωμαϊκό δίκαιο «τή ζωοποιό πνοή τῆς χριστιανικῆς ζωῆς». ῾Η νομοθεσία γιά τό διαζύγιο μέ τήν εἰσαγωγή τῶν ποινῶν διαζυγίου γιά τήν ἀδικαιολόγητη διά-λυση τῆς ἔγγαμης συμβίωσης, ἀπέβλεπε στή διατήρηση τῆς οἰκο-γενειακῆς συνοχῆς, σύμφωνα μέ τήν εὐαγελική ἐπιταγή. Σήμερα ὅσοι ὑπερασπίζονται τέτοιες ἀπόψεις θεωροῦνται ἀναχρονιστικοί καί πολέμιοι τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας. Στά μέσα τοῦ περασμένου αἰώνα ὁ διαπρεπής καθηγητής τοῦ διεθνοῦς δικαίου στό Πανεπι-στήμιο τοῦ Λονδίνου Smith ἔγραφε ὅτι «τό διεθνές δίκαιο δέν θά μπορέσει νά ζήσει παρά μόνο στή χριστιανική βάση πού τοῦ ἔδωσε τή γένεση».
Παρά τήν ἐπίδραση τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας στό κοσμι-κό δίκαιο, καί δι’ αὐτοῦ στήν κοινωνική ζωή τῶν ἀνθρώπων, ἡ ᾿Εκ-κλησία πάντοτε πίστευε ὅτι ὡς θεανθρώπινος ὀργανισμός, ὡς σῶμα Χριστοῦ, μετέχει στό νῦν καί στό ἐπέκεινα, στό ὁρατό καί στό ἀό-ρατο, στό κτιστό καί στό ἄκτιστο, καί ὡς ἐκ τούτου ἡ ἐπιδίωξή της εἶναι πρωτίστως ἡ πνευματική πρόοδος καί ἡ σωτηρία τῶν πιστῶν, ἀλλά συγχρόνως καί ἡ μέριμνά της γιά τά κοινωνικά προβλήματά τους, ἀφοῦ τά μέλη της καί τά μέλη τῆς πολιτείας εἶναι οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι. Οἱ Τρεῖς ῾Ιεράρχες ἀναγνωρίζοντας τόν αὐτοτελή καί κυ-ρίαρχο χαρατήρα τόσο τῆς ᾿Εκκλησίας ὅσο καί τῆς πολιτείας καί ἀποφεύγοντας νά ἀναμειγνύονται στά ἐσωτερικά τῆς πολιτείας, δέν ἔπαυαν νά πιστεύουν στή συνύπαρξη, τήν συνεργασία καί ἀλληλο-βοήθεια. ῎Ετσι ἐπιδίωκαν συνεργασία καί συμφωνία μέ τήν πολι-τεία γιά τά βιωτικά θέματα πού ἀπασχολοῦν τούς ἀνθρώπους στόν παρόντα κόσμο. Στό πλαίσιο αὐτῆς τῆς συνεπικουρίας καί συμπα-ραστάσεως οἱ Τρεῖς ῾Ιεράρχες, καίτοι οὐδέποτε παραγνώρισαν ὅτι ἡ ὑλική πρόοδος καί εὐημερία τῶν ἀνθρώπων ἀποτελεῖ κατ’ ἐξοχήν μέριμνα τῆς πολιτείας, προσέφεραν μεγάλες ὑπηρεσίας στό λαό τοῦ Θεοῦ, τόσο μέ τό φιλανθρωπικό τους ἔργο (βλ. τήν ἵδρυση καί λει-τουργία ἀπό τόν Μ. Βασίλειο κέντρου φροντίδας τῶν φτωχῶν καί ἀρρώστων) ὅσο καί μέ τήν κοινωνική τους διδασκαλία, ἡ ὁποία ἀπέβλεπε στήν ἀντιμετώπιση τῶν κοινωνικῶν προβλημάτων καί στήν ἐπιδίωξη κοινωνικῆς ἰσορροπίας μεταξύ «τοῦ κατά κόσμον ζῆν» καί «τοῦ ἐν Θεῷ ζῆν».
Χάριν αὐτῆς τῆς ἰσορροπίας οἱ τρεῖς ῾Ιεράρχες ἀσχολήθηκαν καί μέ τό «κατά κόσμον ζῆν» τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς τους, καί ἐπειδή οἱ ἄνθρωποι ἔχουν λίγο ἤ πολύ τά ἴδια προβλήματα, ἀσχέτως πρός τήν ἐποχή στήν ὁποία ζοῦν, τό μήνυμά τους εἶναι πανανθρώ-πινο. ῾Η ὕπαρξη ἀνθρώπινων κανόνων δικαίου προϋποθέτει καί τήν ὕπαρξη ἀνθρώπινης ἐξουσίας, ἡ ὁποία νομοθετεῖ καί ἀπονέμει τό δίκαιον. ῾Η χριστιανική διδασκαλία, ὅπως δέχεται τήν ἀνθρώπινη νομοθεσία (ἡ ὁποία, σύμφωνα μέ ὅσα προαναφέραμε, πρέπει νά στηρίζεται στή θεία καί νά εἶναι διάκονος τοῦ ἀγαθοῦ) ἔτσι δέχε-ται καί τήν κοσμική ἐξουσία, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπό τόν Θεό. Οἱ Τρεῖς ῾Ιεράρχες ἀκολουθώντας τή διδασκαλία τῆς Κ. Διαθήκης καί μάλιστα τήν Παύλειο διδασκαλία, δέχονται ὅτι «οὐ γάρ ἔστιν ἐξουσία, εἰ μή ἀπό Θεοῦ· αἱ δέ οὖσαι ἐξουσίαι ὑπό Θεοῦ τεταγμέναι εἰσίν»· καί ὡς ἐκ τούτου οἱ Χριστιανοί ὀφείλουν νά σέβονται καί νά ὑποτάσσονται στήν κοσμική ἐξουσία, ἐφ’ ὅσον ἔχει θεία προέλευση, διότι, ὅπως συμπληρώνουν, «ὁ ἀντιτασσόμενος τῇ ἐξουσίᾳ, τῇ τοῦ Θεοῦ διαταγῇ ἀνθέστηκε». Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει ὅτι ὁ φορέας τῆς ἐξουσίας μπορεῖ νά τήν ἀσκεῖ ἀνεύθυνα καί ἀνεξέλγκτα. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό ὅτι οἱ Τρεῖς ῾Ιεράρχες δέν ταυτίζουν τά πρό-σωπα τῶν ἀρχόντων μέ τόν θεσμό τῆς κρατικῆς ἐξουσίας, ἀλλά κά-νουν σαφέστατη διάκριση. ῾Ο ἱερός Χρυσόστομος ἐρωτᾶ ἐπί τοῦ προκειμένου «Τί λέγεις; πᾶς οὖν ἄρχων ὑπό τοῦ Θεοῦ κεχειροτόνηται;» καί ἀπαντᾶ «Οὐ τοῦτο λέγω, οὐδέ γάρ περί τῶν καθ’ ἕκαστον ἀρχόντων ὁ λόγος μου νῦν, ἀλλά περί αὐτοῦ τοῦ πράγματος (ἐν. τόν θεσμό τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας). Τό γάρ ἀρχάς εἶναι, καί τούς μέν ἄρχειν, τούς δέ ἄρχεσθαι, καί μηδέ ἁπλῶς καί ἀνέδην ἅπαντα φέρεσθαι... τῆς τοῦ Θεοῦ σοφίας ἔργον εἶναί φημι». ῾Επομένως, ἡ κοσμική ἐξουσία ὡς θεσμός εἶναι θεόσδοτος, καί κατά συνέπεια ἀπαιτεῖται πειθαρχία σ’ αὐτήν «διά τόν Κύριον» (Α΄ Πετρ. 2,13)· οἱ κοσμικοί ὅμως ἄνθρωποι πού ἐκτελοῦν τήν ἐξουσία καί ἀπονέμουν τό δίκαιο, εἶναι ἐκλεγμένοι διά τῆς ἐλεύθερης ἀνθρώπινης βουλήσεως, καί, σέ ὁρισμένες περιπτώσεις, κατά παραχώρηση τῆς θεία βουλήσεως. ῾Ο Μ. Βασίλειος ἀναφέρει σαναφῶς ὅτι «Κύριος καθιστᾷ βασιλεῖς καί μεθιστᾶ», λόγους πού θά μποροῦσε κανείς νά ἐκλάβει ὡς ἀντιτιθέμενους πρός τούς λόγους τοῦ Χρυσοστόμου, ὁ ὁποῖος, ὅπως εἴπαμε, θεωροῦσε ὅτι ὁ ἄρχων «οὐκ ὑπό τοῦ Θεοῦ κε-χειροτόνηται». ῎Αν ἐξετάσουμε ὅμως προσεκτικά τά κείμενα τῶν δύο ἀνδρῶν θά δοῦμε ὅτι στήν οὐσία δέν ὑπάρχει διαφορά. ῾Ο Μ. Βασίλειος λέγοντας ὅτι ὁ Κύριος καθιστᾶ τούς ἄρχοντας ἐννοεῖ, ὅπως διευκρινίζει στή συνέχεια, ὄχι «τό κεχειροτονεῖσθαι», ἀλλά «τήν θείαν χάριν» καί «τήν θείαν χειραγωγίαν», οἱ ὁποῖες τόν βο-ηθοῦν γιά νά καταστεῖ ἀγαθός ἄρχοντας καί ἄξιος τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας.
Συνεπῶς κάθε ἄρχοντας πρέπει νά θεωρεῖ τήν ἄσκηση τῆς ἐξουσίας του ὡς θεία ἀποστολή στόν κόσμο. ῾Ο Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀναφέρει ὅτι οἱ ἄρχοντες «Χριστῷ συνάρχουσι, Χριστῷ συνδι-οικοῦσι». ῾Ο ἄρχοντας, συνεχίζει, πρέπει νά ἔχει συνείδηση ὅτι, ὄντας ὁ ἴδιος εἰκόνα Θεοῦ, κυβερνᾶ ἐπί τῆς γῆς ὅμοιες εἰκόνες Θεοῦ καί γι’ αὐτό εἶναι ὑποχρεωμένος, σεβόμενος τό ἀρχέτυπο, δηλαδή τόν Θεό, νά μή γίνεται κοσμοκράτορας καί τύραννος, ἀλλά φιλάνθρωπος, ὅπως ὁ Θεός, «βοηθός ἀρετῆς καί ἀνταγωνιστής κακίας». Συνεπῶς ἄρχοντες καί ἀρχόμενοι εἶναι ἰσότιμοι μεταξύ τους ὡς πλάσματα τοῦ ἰδίου δημιουργοῦ Θεοῦ καί «ἐκ τοῦ αὐτοῦ χοός» προερχόμενοι.
Εἶναι πολύ σημαντική, κατά τή γνώμη μου, καί ἰδιαίτερα διδακτική γιά τήν ἐποχή μας, ἡ ἄποψη τῶν Τριῶν ῾Ιεραρχῶν ὅτι οἱ ἄρχοντες ὀφείλουν νά γνωρίζουν ὅτι πρωτίστως πρέπει νά εἶναι διδάσκαλοι καί παιδαγωγοί τοῦ λαοῦ, νά ἐφαρμόζουν αὐτοί πρῶτα τούς νόμους καί τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, γιατί, ὅπως χαρακτηριστικά ἀναφέρουν, «ἄρχοντες ἀρχόντων εἰσίν οἱ νόμοι» καί τό παραδειγμά τους πρέπει νά ἐμπνέει τό λαό στό ἀγαθό, καί ὄχι νά τόν παρασύρει στό κακό. Συνεπῶς ἡ δύναμη τῆς ἐξουσίας τῶν ἀρχόντων δέν εἶναι δική τους, ἀλλά χάρισμα Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ ὑπέρτατη αὐθεντία, γι’ αὐτό ὁ Μ. Βασίλειος ὀνομάζει τούς ἄρχοντες «ἐκδίκους τῶν δι-καιωμάτων τοῦ Θεοῦ», ἐφαρμοστές τοῦ φυσικοῦ καί ἠθικοῦ νόμου.
῾Η θεία προέλευση λοιπόν καί ὁ προορισμός τῆς ἐξουσίας ὑπαγορεύουν, ὅπως ἀναφέραμε, τήν ὑπακοή, τήν ὑποταγή καί νομι-μοφροσύνη τῶν ἀρχομένων στούς ἄρχοντες. ῾Ο Γρηγόριος ὁ Θεολό-γος θεωρεῖ τήν ὑποταγή καί νομιμοφροσύνη τῶν πολιτῶν ὡς ἕνα «τῶν ἡμετέρων νόμων, τῶν διατεταγμένων τῷ Πνεύματι» καί γι’ αὐτό τήν παρομοιάζει μέ τήν ὑποταγή τῆς ᾿Εκκλησίας στόν Χριστό. ῾Η ὑποταγή αὐτή δέν δεσμεύει τήν ἐλευθερία τοῦ ἐν Χριστῷ ἀνθρώ-που, οὔτε πρέπει νά γίνεται ἀπό φόβο, γιατί ἡ κοσμική ἐξουσία, ὅπως βέβαια τήν ἐννοοῦν οἱ τρεῖς μεγάλοι Πατέρες, ἀναφέρεται ἐμ-μέσως στόν Θεό καί ὁδηγεῖ σ’ Αὐτόν.
Συνεπῶς ἡ ὑποταγή στούς ἄρχοντες ἐπιβάλλεται· μέ τήν προϋπόθεση ὅμως ὅτι ἡ ἐξουσία τους δέν ἐμποδίζει τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Μ. Βασίλειος, δέν παρακάμπτει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ μέ ἀντίθετη πρός αὐτό νομοθεσία, οὔτε καταφρονεῖ τό λαό τοῦ Θεοῦ, γιά τό καλό καί τήν πρόοδο τοῦ ὁποίου μεριμνᾶ ὁ ἴδιος ὁ Θεός μέ τό θεῖο νόμο Του. Σέ μιά τέτοια περίπτωση, ἡ ὑποχρέωση τῆς ὑπακοῆς δέν ἰσχύει, γιατί θά ἀποτελοῦσε ὑποταγή καί ἐφαρμο-γή τοῦ νόμου τοῦ κρατοῦντος ἄρχοντα και ὄχι τοῦ κτίσαντος Θεοῦ, θά σήμαινε συνεργία πρός τό κακό καί πρός «τά τήν εὐσέβειαν παραβλάπτοντα», κατά τόν Θεολόγο Γρηγόριο, καί ἄρα περιφρόνηση τῆς θείας ἐξουσίας καί ἀνύψωση τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας σέ θέση Θεοῦ, πού ἰσοδυναμεῖ μέ ὕβριν κατά τοῦ Θεοῦ. Οἱ Τρεῖς ῾Ιεράρχες ὡς πρός αὐτό εἶναι σαφεῖς καί συνιστοῦν τό γραφικό «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἤ ἀνθρώποις». ῾Ο ἱερός Χρυσόστομος περιγράφει μέ θαυμάσιες εἰκόνες, πού λόγω ἔλλειψης χρόνου δέν θά ἀναφέρω, τήν ἀντίθεο καί ἀπάνθρωπη θέληση τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας, πού ἐνίοτε μεταβάλλεται σέ καταπίεση, σέ καταναγκασμό καί τυραννία. Ἄλλωστε εἶναι γνωστή ἡ στάση ἤ μᾶλλον ἡ ἀντίσταση κατά τῆς κρατικῆς ἐξουσίας τόσο τοῦ Χρυσοστόμου ὅσο καί τοῦ Βασιλείου. Εἶναι χαρακτηριστικοί καί ἀξίζει νά μημονευθοῦν οἱ λόγοι τοῦ Μ. Βασιλείου, πού δηλώνουν τήν ἀνένδοτη ἀντίστασή του πρός τήν κρατική ἐξουσία: «τἆλλα μέν ἐπιεικεῖς ἡμεῖς καί παντός ἄλλου τα-πεινότεροι· οὗ δέΘεός τό κινδυνευόμενον καί προκείμενον, τἆλλα περιφρονοῦντες, πρός Αὐτόν μόνον βλέπομεν· πῦρ δέ καί ξίφος καί θῆρες καί οἱ τάς σάρκας τέμνοντες ὄνυχες, τρυφή μᾶλλον ἡμῖν εἰσιν ἤ κατάπληξις».
᾿Εδῶ τίθεται τό ἐρώτημα: Οἱ Τρεῖς ῾Ιεράρχες μᾶς προτρέπουν σέ ἀντίσταση κατά τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας; ῾Η ἀπάντηση, μετά τίς προϋποθέσεις πού ἀναφέραμε, εἶναι ναί. ῾Η ἀντίσταση ὄχι μόνο ἐπι-τρέπεται ἀλλά ἐνίοτε ἀποτελεῖ καί ἱερό καθῆκον. ᾿Ας ἀναρωτηθοῦ-με ἄν ὁ Θεάνθρωπος Κύριος, ὁ ῾Οποῖος ἔχυσε τό αἷμα Του γιά τόν ἄνθρωπο, θέλει ὁ λαός του νά ἀδικεῖται, νά εὐτελίζεται, νά ἐξαπα-τᾶται, νά βιάζεται, νά ἐκβιάζεται, νά πάσχει, νά ὁδηγεῖται στήν φτώχεια, στήν ἐξαθλίωση, στήν ἀναξιοπρέπεια καί ἀπαξία καί νά ποδηγετεῖται, διά τοῦ παραδείγματος τῶν ἀρχόντων, ἄλλοτε ἀμέσως καί ἄλλοτε ἐμμέσως, στήν πονηρία, στήν ὑποκρισία, στήν ἀθεΐα, στό κακό καί μάλιστα στή διαστροφή τῆς προβολῆς τοῦ κα-κοῦ ὡς ἀγαθοῦ καί τοῦ ἀγαθοῦ ὡς κακοῦ. Σήμερα πολλοί ἔχουν μιλήσει καί γράψει γιά «χριστιανική ἀναρχία» καί πολλοί ἔχουν τοποθετηθεῖ θετικά ἤ ἀρνητικά σέ μιά τέτοια ἄποψη. Κατά τήν τα-πεινή μου γνώμη, ὁ ὅρος χριστιανική ἀναρχία μπορεῖ νά γίνει δεκτός μόνο μέ τήν ἔννοια τῆς ἀντίστασης κατά τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας, ὅπως τήν προσδιορίζουν οἱ τρεῖς τιμώμενοι σήμερα ῾Ιεράρχες, δηλαδή ἀντίσταση πού ἔχει σαφή προορισμό τή συμμόρφωση πρός τή βούληση τοῦ Θεοῦ καί τήν ἁρμονική συμβίωση καί ὁμόνοια τῶν ἀνθρώπων, διά τῆς ἐλεύθερης ἀποδοχή τοῦ θείου νόμου. Μέ ἄλλα λόγια, ἀντίστατη ἔναντι τῆς θρασύτητας τῆς ἐξουσίας, πού νομο-θετεῖ γιά νά ἀκυρώσει τή λειτουργία τῶν εὐαγγελικῶν ἀρχῶν στή ζωή τῶν ἀνθρώπων· ἀντίσταση ἔναντι ὁποιασδήποτε διάταξης ἡ ὁποία θίγει τό ἀνθρώπινο πρόσωπο καί ἰδιαίτερα τόν ἀδύναμο ἄνθρωπο πού δέν μπορεῖ νά προστατεύσει τόν ἑαυτό του· ἀντίσταση μέ τήν ἔννοια τῆς ἔννομης προστασίας τοῦ ἀδικουμένου διά τῆς καταφυγῆς στήν προστασία τοῦ Θεοῦ μέσω τοῦ θείου νόμου· ἀντί-σταση μέ τήν ἔννοια τοῦ νά μή γονατίζει ὁ ἄνθρωπος σ’ ὅσους τόν καταδιώκουν, ἀλλά μόνο στόν ἀληθινό Θεό, ὁ ῾Οποῖος ἀναμφίβολα θέλει τό καλό του και σέβεται τήν ἐλευθερία του. Βεβαίως δέν πρέ-πει νά παρεξηγήσουμε τόν ὄρο ἀντίσταση· οἱ Πατέρες, ὅπως εἴδαμε, δέν τόν χρησιμοποιοῦν μέ τήν ἔννοια τῆς ἄλογης καί θυμικῆς καταστροφικῆς ἀντίδρασης πρός κάθε τί τό ἐξουσιαστικό, ἀλλ’ ὡς μέθε-ξη στήν ἐλεύθερη ἀποδοχή τῆς θείας βουλήσεως. Σέ τελευταία ἀνά-λυση, κατά τόν Μ. Βασίλειο, τό μεῖζον ζητούμενο εἶναι τό ἀμύ-νεσθαι ὑπέρ εὐσεβείας καί σωφροσύνης.
Οἱ Τρεῖς ῾Ιεράρχες καίτοι σοφοί ἦσαν βαθύτατα ταπεινοί ἄν-θρωποι, ἀλλά γίνονταν λέοντες ὅταν ἡ ἀδικία ἔπαιρνε θεσμική μορφή καί ἡ φιλανθρωπία μεταβαλλόταν σέ ὕπουλη οἰκονομική δικτα-τορία. Μπροστά σ’ αὐτή τήν θαρραλέα στάση τους ὠχριᾶ ἡ σημερι-νή ἐπιστημονική καί πολιτική ἀνάδυση τῆς λεγόμενης πολιτικῆς θεολογίας. ᾿Από τά κείμενα τῶν τριῶν Πατέρων ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ὁ λόγος τους ἀποτελεῖ τό μόνο ἑνοποιητικό καί μή ψευδεπί-γραφο στοιχεῖο ἑνός ἀληθινοῦ καί δίκαιου τρόπου διακυβέρνησης, γιά τήν ἐλευθερία καί ἁρμονική διαβίωση τῶν ἀνθρώπων. Τό κοινό εὐρωπαϊκό δίκαιο, γιά τό ὁποῖο σήμερα γίνεται πολύς λόγος, θά ἔχει πραγματική ἀξία καί πανανθρώπινη σημασία ἄν στηριχθεῖ στό δικαιϊκό κονσένσους τῶν Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας, δηλαδή στή συμφωνία τοῦ πατερικοῦ φρονήματος.
Τό θέμα τῆς παρούσας ὁμιλίας εἶναι ἀνεξάντλητο. Μέ ὅσα ἤδη ἀνέφερα, ἐπεδίωξα νά ἐκθέσω μερικές μόνο πτυχές ἀπό τήν κοινωνική διδασκαλία τῶν Τριῶν ῾Ιεραρχῶν, πού τόσο θεοπρεπῶς περιγράφει «τό κατά κόσμον ζῆν» καί «τό ἐν Θεῷ ζῆν». Τά κείμενα τῶν τριῶν μεγάλων Πατέρων εἶναι κείμενα φιλανθρωπίας, πού ἔχουν στόχο ὄχι μόνο νά παρηγορήσουν καί νά ἀνακουφίσουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τίς θλίψεις, ἀλλά κυρίως νά τόν καλέσουν σέ ἐγρή-γορση καί σέ ἀγωνιστικότητα, ὥστε νά ἀντιστέκεται σέ ὅ,τι ἀντιτίθεται στό νόμο τοῦ Θεοῦ, σέ ὅ,τι ἀντιτίθεται στήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία καί ἀξιοπρέπεια, οἱ ὁποῖες εἶναι θεόσδοτες δωρεές. ῞Οσον ἀφορᾶ ἐμᾶς τούς νεοέλληνες δέν πρέπει νά ὑποκύψουμε σέ ἀπειλές καί ἐκβιαστικά διλήμματα πού ἔχουν σκοπό νά μᾶς ἰσοπεδώσουν, νά μεταβάλλουν τό ἱερό πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου σέ ἄμορφη μάζα πού χάνει τή δύναμη τῆς ἀντιστάσεως καί γίνεται πειθήνιο ὄργανο τῆς κρατικῆς ἐξουσίας. ῾Η ἀντίστασή μας στή ψυχική ἐξαθλίωση πού μᾶς ἐπιβάλλουν καί ὁδηγεῖ στήν ὑποταγή, εἶναι, σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τῶν Τριῶν ῾Ιεραρχῶν, καθῆκον ὅλων μας, γιά νά ζήσουμε ἐδῶ στόν κόσμο θεοπρεπῶς καί ἀξιοπρεπῶς καί νά ὁδηγηθοῦμε ἀπό τό φθαρτό στόν ἄφθαρτο βίο τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Οἱ Τρεῖς ῾Ιεράρχες ἔζησαν σέ ἐποχή μεταβατική, ὅπου ὁ ἀρχαῖος κόσμος ἔδυε καί στό πνευματικό στερέωμα ἀνέτελλε ὁ χριστιανι-σμός. Στή μετάβαση αὐτή, πού ἀσφαλῶς δέν πραγματοποιήθηκε χωρίς πνευματικές συγκρούσεις, ἡ συμβολή τῶν τριῶν Πατέρων ἦταν καθοριστική. ῎Αριστοι γνῶστες τῆς ᾿Αρχαίας ῾Ελληνικῆς Γραμ-ματείας, πού προηγήθηκε τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας, ἀλλά καί ἀποδέκτες τῆς θείας ᾿Αποκαλύψεως καί φορεῖς τῆς θείας Χάριτος, κατόρθωσαν νά ἀπαντήσουν στά ὑπαρξιακά καί κοσμολογικά προβλήματα τῶν φιλοσοφικῶν ρευμάτων τῆς ἐποχῆς τους. Γι᾿ αὐτό ἡ ἱστορία δίκαια τούς ἔχει καταγράψει ὡς Μεγάλους οἰκουμενικούς διδασκάλους καί ἔχει ἐπισημάνει τά κύρια χαρακτηριστικά τῆς προ-σωπικότητας τοῦ καθένος χωριστά. ῾Ο Μέγας Βασίλειος χαρακτηρί-ζεται ὡς «καύχημα τῆς ᾿Εκκλησίας καί ἔνθεος τῆς οἰκουμένης φω-στήρ», κατέχοντας ὅλη τή γνώση τῆς ἐποχῆς του, θεολόγος, φιλόσοφος, νομικός, φυσιοδίφης, ἰατρός, ρήτορας, μουσικός κ.ἄ. ῾Ο Γρηγόριος ὁ Θεολόγος χαρακτηρίζεται ὡς «θεοφόρος διδάσκαλος, θεῖον τοῦ Χριστοῦ στόμα, μέγας ἐν θεολογίᾳ καί ταύτης ἐπώνυμος, θεολόγος μετά τόν ἕτερον», καί κατά τόν ὑμνογράφο τῆς ᾿Εκκλησίας μας ὡς «διατεμών τόν τοῦ γράμματος γνόφον καί ἐκεῖθεν τό ὑπέρτερον φῶς τῆς φωτοχυσίας δεξάμενος», φιλόσοφος, ρήτορας καί ποιητής ἀρχαϊκῶν στίχων. Καί τέλος ὁ ῾Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος, πού ἄσκησε βαθύτατη ἐπίδραση στήν ᾿Εκκλησία καί θεωρήθηκε «ὑποφήτης τῶν τοῦ Θεοῦ ἀπορρήτων, θεοφόρος, πάνσοφος, θεό-πνευστον ὄργανον, θεορρήμων, χρυσορρήμων, χρυσή λύρα τοῦ πνεύματος» καί ὁ ὑμνωδός τῆς ᾿Εκκλησίας τόν ὑμνεῖ ὡς ἑξῆς: «Φῶς τοῦ κόσμου τῷ κόσμῳ φαίνει. ῎Αλας τῆς γῆς τήν γῆν ἡδύνει. Ξύλον ζωῆς, ἀθανασίας καρπούς προβάλλεται ὁ χρυσοῦς ῞Αγιος».
Δέν εἶναι λοιπόν τυχαῖο ὅτι αὐτοί οἱ ἄνδρες κατόρθωσαν μέ τά συγγράμματά τους νά προβάλλουν τή δυναμικότητα καί τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας καί τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πνεύματος. ῾Η προ-σέγγιση τῶν δύο αὐτῶν πνευματικῶν μεγεθῶν δέν ἦταν εὔκολη· οἱ διωγμοί, οἱ ἀγριότητες, οἱ θανατώσεις, οἱ θηριοσπαράξεις καί κάθε εἴδους ταλαιπωρίες τῶν Χριστιανῶν, πού ἦταν τότε καθημερινό φαινόμενο, διαμόρφωσαν δύο διαφορετικούς κόσμους, δύο διαφο-ρετικές θρησκευτικές καταστάσεις, πού διαπνέονταν ἀπό τά πιστεύω τους· τῶν ᾿Εθνικῶν δηλαδή καί τῶν Χριστιανῶν, μέ κύριο γνώρισμά τους τήν ἀδιαλλαξία. Καί ἀπό τίς δύο πλευρές ἐπιστρα-τεύθηκαν οἱ καλύτεροι διανοητές, οἱ ὁποῖοι προσπάθησαν νά προ-βάλουν μέ ἰδιαίτερη ἐπιμονή τίς θέσεις τους. ᾿Ιδιαίτερη σημασία στόν ἀγώνα αὐτόν ἔχουν οἱ προϋποθέσεις τοῦ ἐγχειρήματός τους. Οἱ μέν ᾿Εθνικοί βασίζονταν στή φιλοσοφική σκέψη τῶν ἀρχαίων ῾Ελλήνων, πού τούς ἔδινε πλεῖστα ὅσα ἐπιχειρήματα γιά νά στη-ρίξουν τίς ἀπόψεις τους, οἱ δέ Χριστιανοί βασίζονταν στήν ἀπόλυτη πίστη στήν ὀρθότητα τῶν θέσεών τους, ὡς προερχόμενες ἀπό τή θεία ᾿Αποκάλυψη· ἡ ἀρχή τους ἦταν «δεῖ πιστεῦσαι πρῶτον εἶτα μαθεῖν», καί ἡ ἀρχή αὐτή συνέβαλε ὄχι μόνο στήν ἀρχική ἐπιβίωσή τους, ἀλλά καί στόν τελικό θρίαμβό τους. Οἱ δύο αὐτές προϋποθέσεις θά ἀποτελέσουν ἔκτοτε τούς διαφορετικούς τρόπους μέ τούς ὁποίους προσεγγίζουν ἡ θύραθεν καί ἡ χριστιανική γραμματεία τά θεολογικά, ἀνθρωπολογικά, κοινωνικά κ. ἄ. θέματα.
Θά ἀναφέρουμε μόνο δύο χαρακτηριστικούς ἐκπροσώπους τοῦ Β΄ αἰώνα, τόν πλατωνικό φιλόσοφο Κέλσο καί τόν χριστιανό φιλόσοφο ᾿Ιουστῖνο. ῾Ο Κέλσος μέ τό ἔργο του «᾿Αληθής Λόγος» (178-180 μ.Χ.), στρέφεται κατά τῶν Χριστιανῶν -γνώριζε τήν ῾Αγία Γραφή, τήν ἀπολογητική γραμματεία, ἀλλά καί τίς συνθῆκες τῆς ζωῆς τῶν Χριστιανῶν- καί τούς κατηγορεῖ γιά ἀμάθεια, σκοταδισμό καί φανατισμό. Κατηγορεῖ τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό ὡς ἀπατεώνα, θεωρεῖ παράλογο τό γεγονός τῆς θείας Σαρκώσεως καί ἀρνεῖται τήν ᾿Ανά-σταση καί τήν πραγματικότητα των θαυμάτων. Στόν Κέλσο ἐκ μέρους τῶν Χριστιανῶν ἀπάντησε ὁ πολύς ᾿Ωριγένης (185-254 μ.Χ.) μέ τό ἔργο του, πού φέρει τόν τίτλο «Κατά Κέλσου», καί στό ὁποῖο διασώζεται κατά τό μεγαλύτερο μέρος τό προαναφερθέν ἀντι-χριστιανικό ἔργο τοῦ Κέλσου. ῾Ο ᾿Ωριγένης, ἕνας ἀπό τούς γονιμότερους ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς τῶν πρώτων αἰώνων, ἀναιρεῖ τίς κατηγορίες τοῦ Κέλσου ἔχοντας ὡς κεντρικό ἄξονα τό θέμα τῆς θεότητας τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ᾿Αξιοσημείωτο ὅμως ὡς πρός τή στάση του ἔναντι τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφίας εἶναι ὅτι, ἀνα- φερόμενος στήν πνευματική τελείωση, διακρίνει τρεῖς γνωστικές δυνάμεις, τήν πίστη, τή γνώση καί τή σοφία: «῾Η θεία τοίνυν σοφία, ἑτέρα οὖσα τῆς πίστεως, πρῶτόν ἐστι τῶν καλουμένων χαρισμάτων τοῦ Θεοῦ, καί μετ’ ἐκείνην δεύτερον... ἡ καλουμένη γνώσις· καί τρίτον... ἡ πίστις». Μάλιστα τήν σοφία τήν διακρίνει σέ ἀνθρώπινη καί θεία. Λέγει σχετικά: «Λοιπόν, σύμφωνα μέ αὐτά, ἡ μέν εἶναι θεϊκή, ἡ δέ ἀνθρώπινη. Καί ἡ μέν ἀνθρώπινη εἶναι ἐκείνη πού ὀνομάζουμε φιλοσοφία τοῦ κόσμου, ἡ ὁποία εἶναι μωρία γιά τόν Θεό. ῾Η δέ θεϊκή -διαφορετική ἀπό τήν ἀνθρώπινη- ἔρχεται, ἄν εἶναι πράγματι θεϊκή, κατά χάριν καί ὡς δῶρο Θεοῦ, σ’ ἐκείνους πού κατέστησαν τόν ἑαυτό τους κατάλληλο νά τή λάβουν, καί μάλιστα σ᾿ ἐκείνους πού -μέ τό νά ἔχουν κατανοήσει τή διαφορά καθεμιᾶς ἀπό τίς δύο (αὐτές) σοφίες πρός τήν ἄλλη- λέγουν στήν προσευχή τους: “Κἄν γάρ τις τέλειος ἔν υἱοῖς ἀνθρώπων, τῆς ἀπό σοῦ σοφίας ἀπούσης εἰς οὐδέν λογισθήσεται” (Σοφία Σολομῶντος 9,6)» Καί ἡ πίστη, συνεχίζει, εἶναι παράδοση στόν Θεό καί ἰδιαίτερα στό πρό-σωπο τοῦ Χριστοῦ, γιατί ἡ πίστη πρέπει νά ἀναφέρεται σέ πρόσω-πο καί ὄχι σέ ὄνομα. Μέ τό ἔργο αὐτό, ἀλλά καί γενικότερα μέ τό σύνολο τοῦ μεγαλειώδους ἔργου του, ὁ ᾿Ωριγένης συνέβαλε στήν προσέγγιση τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας μέ τή χριστιανική διδα-σκαλία καί ἐπηρέασε πολλούς ἀπό τούς μεταγενέστερους χριστι-ανούς συγγραφεῖς. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό ὅτι οἱ δύο ἀπό τούς τιμώμενους σήμερα ῾Ιεράρχες, ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καί ὁ Βασί-λειος ὁ Μέγας, παρά τίς θεολογικές παρεκκλίσεις του, τά σφάλματα καί τίς κακοδοξίες του, ἐκτίμησαν τόν ἄνδρα καί τό ἔργο του καί συνέταξαν ἀνθολόγιο σπουδαίων κειμένων του, χρήσιμων γιά τήν ᾿Εκκλησία, τήν περίφημη Φιλοκαλία τοῦ ᾿Ωριγένους.
῾Ο χριστιανός φιλόσοφος καί ἀπολογητής ᾿Ιουστῖνος (110-165), ἀποτελεῖ κλασικό παράδειγμα φιλοσόφου πού μετεστράφη στόν χριστιανισμό καί ἔθεσε ὡς σκοπό τῆς ζωῆς του νά προβάλει τόν ἀληθινό τύπο τοῦ φιλοσόφου, πού δέν μποροῦσε νά εἶναι ἄλλος ἀπό τόν χριστιανό φιλόσοφο. ῾Ο πυρήνας τῆς διδασκαλίας του ἦταν ἡ ἀντιπαραβολή φιλοσοφίας καί Χριστιανισμοῦ. ῾Υποστήριζε ὅτι ὁ ἀνθρώπινος λόγος ἔχει τή δυνατότητα, ἔστω καί ἀτελῶς, νά προ-σεγγίσει τήν ἀλήθεια. ῾Η ἀλήθεια βρίσκεται στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὁ ῾Οποῖος ὡς αὐτοαλήθεια, καί πρίν τή σάρκωσή Του, ἐνεργοῦσε ὡς ἀλήθεια, καί γι’ αὐτό οἱ ἄνθρωποι πρό Χριστοῦ, ὅπως οἱ φιλόσοφοι καί οἱ πατριάρχες καί προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης δέν ἦσαν ἐκτός Χριστοῦ· «οἱ μετά τοῦ λόγου βιώσαντες, Χριστιανοί εἰσί κἄν ἄθεοι ἐνομίσθησαν». Μέ τή διαφορά ὅμως ὅτι στούς ἄνδρες τῆς Π.Δ. ἡ ἀλήθεια ἐμφανιζόταν διά τοῦ Πνεύματος, ἐνῶ στούς ᾿Εθνικούς διά τοῦ «σπερματικοῦ λόγου» καί ἑπομένως ἀτελέστερη. Οἱ ἀρχαῖοι φιλόσοφοι, μεταξύ αὐτῶν καί ὁ Πλάτων, δέν ἑρμήνευσαν σωστά τή σπερματική ἀλήθεια καί γι’ αὐτό ἔσφα-λαν σέ πολλά σημεῖα. Συγκεκριμένα γιά τόν Πλάτωνα, στόν ὁποῖο εἶχε ἰδιαίτερη προτίμηση, ἀναφέρει «οὐκ ἀλλότριά ἐστι τά Πλάτωνος διδάγματα τοῦ Χριστοῦ, ἀλλ’ οὐκ ἔστι ὅμοια, ὥσπερ τά τῶν ἄλλων Στωικῶν τε καί ποιητῶν καί συγγραφέων. ῞Εκαστος γάρ τις ἀπό μέρους τοῦ σπερματικοῦ θείου λόγου τό συγγενές ὁρῶν καλῶς ἐφθέξατο».
῾Η προσπάθεια τοῦ ᾿Ιουστίνου, καίτοι ἀτελής, ἀποτελεῖ μία πρώτη σοβαρή ἀπόπειρα, μιά προδρομική θά ἔλεγα προσπάθεια, νά συμπορευθοῦν ὁ Χριστιανισμός καί ἡ ἑλληνική φιλοσοφία. Καί τό παράδειγμά του βρῆκε ἀπήχηση σέ πολλούς μεταγενέστερους, τῶν ὁποίων ὁ ἀγώνας συνίστατο κυρίως στό νά καταδείξουν ὅτι τό ἀντικείμενο τῆς λατρείας τους, ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός, δέν ἦταν πρόσω-πο κτιστό ἄλλά ἄκτιστο.
῾Η προσφορά ὅσων ἐπιδίωξαν τήν προσέγγιση Χριστιανισμοῦ καί ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφίας κατά τούς πρώτους τρεῖς αἰῶνες, βρῆκε τή δικαίωσή της στά πρόσωπα τῶν Μεγάλων Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας καί ἰδιαίτερα τῶν Τριῶν ῾Ιεραρχῶν, οἱ ὁποῖοι μέ τή με-τριοπάθεια, τή σύνεση, ἀλλά καί τή βαθιά γνώση τῆς φιλοσοφίας καί τῆς θεολογίας πέτυχαν τή συνεργασία τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας μέ τή χριστιανική θεολογία, πάντοτε ὅμως πρός ὄφελος τῆς δευτέρας. ῾Ο σκοπός τους δέν ἦταν ἁπλῶς ἡ ἀνοχή ἤ καί συνεργασία τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ πνεύματος μέ τή διδασκαλία τῆς ᾿Εκκλησίας, ἀλλά τό πῶς θά ἐκφρασθεῖ καλύτερα ἡ ἀλήθεια τῆς ᾿Εκκλησίας· καί ὡς γνήσιοι διδάσκαλοι τῆς ᾿Εκκλησίας, κατάλαβαν ὅτι ἡ ἀλήθεια πρέπει νά κατανοηθεῖ καί νά ἐκφρασθεῖ μέ τίς δομές τῆς ἐποχῆς τους. ῎Ετσι τό ἐγχείρημά τους νά μιλήσουν γιά τή χριστιανική πίστη μέ φιλοσοφικούς ὅρους, δηλαδή κάνοντας χρήση τῆς θύραθεν παιδείας, ἐξέφραζε μία ἀναγκαιότητα τῆς ἐποχῆς τους, ἡ ὁποία ἀποτέ-λεσε τό ἔνδυμα, τό ἐξωτερικό περικάλυμμα, τό μέσο γιά τή συγκρό-τηση τῆς ἐπιχειρηματολογίας τους γιά τήν ἀνάπτυξη τοῦ δόγματος καί τήν ἔκφραση τῆς νέας διδασκαλίας καί τίποτε περισσότερο. Γνώριζαν καλά τή δυσκολία τοῦ ἐγχειρήματος αὐτοῦ, ἀφοῦ ζοῦσαν τήν πραγματικότητα τῆς πόλωσης μεταξύ ἐκείνων πού ἀπέρριπταν τήν θύραθεν παιδεία καί αὐτῶν πού τή ὑπερτιμοῦσαν, καί δέν ἀγνοοῦσαν ὅτι τό ἐγχείρημά τους θά παρεξηγεῖτο. ῎Ετσι ὁ Μέγας Βασίλειος στά ἔργα του «Πρός τούς νέους, ὅπως ἄν ἐξ ἑλληνικῶν ὠφελοῖντο λόγων», στήν «῾Εξαήμερο», καί «Εἰς τό πρόσεχε σεαυτῷ» θέτει τό πρόβλημα καί δέν διστάζει νά καταδικάσει ἐμμέσως πλήν σαφῶς ὅσους ἀπέρριπταν τή θύραθεν παιδεία, συμβάλλοντας στήν ἐκτόνωση τῆς πόλωσης. Τό σπουδαιότερο ὅμως εἶναι ὅτι στά ἔργα του αὐτά κάνει σαφή διάκριση μεταξύ τῆς ἀλήθειας τῆς ἀνθρώπινης σοφίας ἀφενός καί τῆς ἀποκεκαλυμμένης θείας ἀλήθειας ἀφετέρου. Μελετώντας κανείς τά θεολογικά κείμενα τοῦ Μ. Βασιλείου καί τοῦ Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου διαπιστώνει ὅτι στήν πραγματικότητα μιλοῦν γιά διπλή γνώση: τή φυσική γνώση καί τήν ὑπερφυσική ἤ πνευματική γνώση. ῾Η πρώτη εἶναι τοῦ κόσμου, ἀσχολεῖται μέ τή γνώση τῶν ὄντων καί στηρίζεται στή διάνοια καί τή σπουδή· ἡ δεύτερη εἶναι θεία, ἀσχολεῖται μέ τή γνώση τοῦ Θεοῦ καί στηρίζεται στή θεία ᾿Αποκάλυψη καί τό φωτισμό τοῦ ἁγίου Πνεύματος. ῾Η διδασκαλία τους αὐτή ἐπέδρασε σέ πολλούς μεταγενέστερους Πατέ-ρες καί ἰδιαίτερα στόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ὁ ὁποῖος δέκα περίπου αἰῶνες ἀργότερα ἀνέπτυξε συστηματικότερα τά περί «διτ-τῆς γνώσεως».
῾Η μέριμνα καί ἡ ἀγωνία καί τῶν Τριῶν ῾Ιεραρχῶν ἦταν ἡ ἀλήθεια πού ἐξέφραζαν νά εἶναι ἡ ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, καί νά μήν μεταστοιχειώνεται σέ φιλοσοφία. ῾Ως πρός αὐτό εἶχαν παράδειγμα τόν ᾿Απόστολο Παῦλο, τοῦ ὁποίου τή χρήση τῶν ἐθνικῶν ποιητῶν θεωρεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος ὡς τήν καλύτερη ἱεραποστολική μέθο-δο ὄχι μόνο προσεγγίσεως τῶν ἐθνικῶν, ἀλλά καί διαδόσεως τῆς χριστιανικῆς θεολογίας. ῎Αλλωστε ἡ πεποίθησή του αὐτή, μέ τήν ὁποία συμφωνοῦν καί οἱ ἄλλοι δύο ἱεράρχες, ἐκφράσθηκε μέ τά λόγια του «πᾶσα ἡ περί τήν ἔξωθεν σοφίαν σπουδή ἀθρόως ἐπί τά θεῖα μετενήνεκτο λόγια». Γι’ αὐτό δέν εἶναι παράδοξο ὅτι ἡ σκέψη τους περί δικαίου, ἱστορίας, πολιτείας καθώς καί ἡ χρήση παρομοι-ώσεων, εἰκόνων καί ἐκφράσεων ἐνθυμίζουν τόν Πλάτωνα. ῾Ο Χρυ-σόστομος δέν δίστασε νά ἐξάρει ὅ,τι θετικό ἔβλεπε στή ζωή καί τή σκέψη τῶν ῾Ελλήνων, ὅπως τήν περιφρόνηση τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, τή γενναία στάση τους ἀπέναντι στό θάνατο, τήν πίστη τους σέ μετά θάνατον ζωή καί σέ κρίση. Πολύ οὐσιαστικό εἶναι ἐπίσης ὅτι ἡ χρήση τῆς φιλοσοφικῆς ὁρολογίας βοήθησε τά μέγιστα στήν διατύπωση τῆς τριαδολογίας, δηλαδή τῆς καθευτό θεολογίας· οἱ φιλοσοφικοί ὅροι «ἕν», «δυάς», «οὐσία», «ὑπόστασις», «ἐνέργεια» κ. ἄ. μέ τή διασταλτική καί διαφορετική ἑρμηνεία τῶν τριῶν Πατέρων, ἔλαβαν νέο περιεχόμενο μέ τήν ὀρθή διατύπωση «μία φύσις, τρεῖς ὑποστάσεις», «εἷς κατά τήν οὐσία, τρεῖς κατά τάς ὑποστά-σεις». Μέ αὐτούς τούς βραχεῖς, ἀλλά πλήρεις σέ περιεχόμενο ὅρους τέθηκε ἡ βάση τῆς ὀρθόδοξης τριαδολογικῆς θεολογίας καί δόθηκε ἡ καλύτερη ἐφικτή στήν ἀνθρώπινη γλώσσα ἔκφραση τοῦ θείου μυστηρίου. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό ὅτι ἕνας ἀπό τούς μεγαλύ-τερους θεολόγους τοῦ Κ΄ αἰώνα, ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ἀναφερόμενος στή σύνδεση Χριστιανισμοῦ καί ῾Ελληνισμοῦ λέγει: «῾Ο ἑλληνισμός ἔχει ἀποκτήσει αἰώνιον χαρακτῆρα μέσα εἰς τήν ᾿Εκ-κλησίαν, ἔχει ἐνσωματωθῆ εἰς τήν σάρκα της· ἔχει γίνει αἰώνια κατηγορία τῆς χριστιανικῆς ὑπάρξεως... ῞Οταν δέ ὁ θεολόγος ἀρχίζῃ νά πιστεύῃ ὅτι αἱ ἑλληνικαί κατηγορίαι ἔχουν ξεπερασθῆ, αὐτό σημαίνει ἁπλούστατα ὅτι ὁ ἴδιος ἔχει ἐξέλθει ἀπό τόν ρυθμόν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς».
Παρά ταῦτα δέν εἶναι λίγες οἱ φορές πού οἱ τρεῖς ῾Ιεράρχες, ὅπως καί ὅλοι οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας, κράτησαν πολε-μική, ἐνίοτε δέ καί εἰρωνική στάση ἔναντι τῶν ἀρχαίων ἑλλήνων φι-λοσόφων· καί ἀσφαλῶς δέν πρόκειται περί ἀσυνεποῦς στάσεως, ἀλ-λά περί ἐκλεκτικῆς. ῎Αλλωστε δέν πρέπει νά λησμονοῦμε ὅτι ἦσαν χριστιανοί ποιμένες, πού ἀγρυπνοῦσαν γιά τό ποίμνιό τους καί ὁπωσδήποτε δέν ἤθελαν νά ἐπαναβιώσει ὁ ᾿Εθνισμός μέσω τῆς φιλο-σοφίας, ὅπως ἐπεχειρήθηκε ἀπό τήν κινήση τοῦ Νεοπλατωνισμοῦ, πού εἶχε τήν τάση νά μετατραπεῖ σέ θρησκεία, τήν ἀναδιοργάνωση τοῦ εἰδωλολατρικοῦ θρησκεύματος ἀπό τόν αὐτοκράτορα ᾿Ιουλιανό κ. ἄ.
῞Ολα ὅσα ἤδη ἀναφέραμε ἀποτελοῦν ἕνα μικρό δεῖγμα τῆς συμβολῆς τῶν Τριῶν ῾Ιεραρχῶν στή σύζευξη ῾Ελληνισμοῦ καί Χρι-στιανισμοῦ καί στή μετάβαση ἀπό τήν κοινωνία τῶν ἀρχαίων ῾Ελ-λήνων στήν νέα χριστιανική κοινωνία. Σ’ αὐτή τήν νέα κοινωνία ζῶντες οἱ τρεῖς μεγάλοι Πατέρες, ὡς γνήσιοι ποιμένες τῆς ᾿Εκκλη-σίας τοῦ Χριστοῦ, ἀναδείχθηκαν διδάσκαλοι ὄχι μόνο σέ θεωρητικοδογματικό ἐπίπεδο ἄλλά καί κοινωνικό, διότι ἡ ἀγάπη τους γιά τόν Θεό, τόν ἄνθρωπο καί τήν ᾿Εκκλησία, μέσα στήν ὁποία ζεῖ καί πορεύεται πρός τόν Θεό ὁ ἄνθρωπος, δέν ἦταν δυνατό νά τούς ἀφή-σει ἀδιάφορους. ῾Η ἀδικία, ὁ πόνος, ἡ κακοπάθεια, ἡ φτώχεια, ἡ ἀνασφάλεια, ἡ πλεονεξία, ἡ ἀπληστία, καί κάθε εἴδους ἀνθρώπινη ἀνάγκη καί ἀδυναμία ἀποτέλεσαν τό κέντρο τῆς σκέψης τους καί τῆς φροντίδας γιά τό ποίμνιό τους. Βασιζόμενοι στή θεολογία τῆς ᾿Εκκλησίας μίλησαν γιά τά πρακτικά ζητήματα τῆς καθημερινῆς ζωῆς καί τά ἀνθρώπινα πάθη, ὄχι μόνο γιά νά μεταφέρουν τίς γνώσεις τῶν ἀρχῶν τῶν σχέσεων τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους, ἀλλά γιά νά μπορέσουν νά ζήσουν οἱ ἄνθρωποι τήν ἀληθινή κοινωνία πού προσφέρει ὁ Χριστός καί ἡ ῾Εκλησία Του, δηλαδή τήν πνευματική κοινωνία μέ τόν Χριστό, πού δίνει νέες προοπτικές στίς μεταξύ τῶν ἀνθρώπων σχέσεις.
Τά προβλήματα τοῦ πλούτου, τῆς φτώχειας καί τῆς ἐλεημο-σύνης ἀπασχόλησαν τήν ᾿Εκκλησία ἀπό τούς πρώτους αἰῶνες. ῾Η πρώτη ἐκκλησιαστική κοινότητα τῶν ῾Ιεροσολύμων ἀπάντησε στά προβλήματα αὐτά μέ τήν κοινοκτημοσύνη. ῞Ολοι εἶχαν κοινά τά πάντα καί κανείς δέ ἐστερεῖτο τά ἀπαραίτητα. Βεβαίως ἡ κοινοκτημοσύνη δέν ἦταν ἀναγκαστική γιά ὅλους, ἐξέφραζε ὅμως τό πνεῦμα τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης, ἡ ὁποία ἐμπεριέχει τή μέριμνα γιά τόν ἄλλον. ῾Η ᾿Εκκλησία οὐδέποτε δικαίωσε θεολογικά τόν πλοῦτο, ἀλλά δέχθηκε τήν ἀναγκαιότητα τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν γιά τά βιωτι-κά τῶν ἀνθρώπων. Οἱ Τρεῖς ῾Ιεράρχες, τῶν ὁποίων ἡ διδασκαλία ἀναφέρεται δαψιλῶς στά θέματα αὐτά, θεωροῦν ὅτι ἡ ἀπόκτηση ὑλικῶν ἀγαθῶν δέν ἀποτελεῖ σκοπό τῆς ζωῆς· σκοπός τῆς ζωῆς εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἐκεῖ ἀπόλαυση τῆς κοινωνίας μέ τόν Θεό, πού θεωρεῖται τό ὑπέρτατο ἀγαθό. Τά ὑλικά ἀγαθά ἀποτελοῦν μόνο μέσον γιά τήν ἐπί γῆς διαβίωση καί, ὅπως κάθε μέσον ἔτσι καί αὐτά, χαρακτηρίζονται καθ’ ἑαυτά οὐδέτερα· ὅταν διακονοῦν τίς ἀνάγκες τοῦ πλησίον, χαρακτηρίζονται καλά· καί ὅταν ἐξυπηρε-τοῦν ἀποκλειστικά προσωπικούς - ἐγωϊστικούς σκοπούς, θεωροῦνται βλαβερά. ῾Επομένως ὁ τρόπος καί τό μέτρο τῆς χρήσης τους προσδιορίζει τά ἀγαθά καί ἀξιώνει ἤ ἀπαξιώνει τόν διαχειριστή τους· «οἰκονομικήν τοῦ πλούτου τήν χρῆσιν, ἀλλ’ οὐκ ἀπολαυστι-κήν τούς σωφρόνως λογιζομένου προσῆκε», λέγει ὁ Μ. Βασίλειος, καί ὁ ἱερός Χρυσόστομος προσθέτει «τό περιττόν τῆς χρείας (εἶναι) ἄχρηστον» καί βλαβερό. Βεβαίως προϋπόθεση ὅλων αὐτῶν εἶναι ἡ δίκαιη ἀπόκτηση τοῦ πλούτου· ὁ Χρυσόστομος δέχεται δύο εἴδη πλούτου, αὐτόν πού παρέχεται ἀπό τόν Θεό καί αὐτόν πού ἀποκτή-θηκε μέ ἀδικίες. Μέ σφοδρότητα κατηγορεῖ ὅσους μέ ἀδικίες κερδίζουν τά ἀγαθά τους· «Πλούσιος εἶ;», ἐρωτᾶ, «οὐ κωλύω. ῞Αρπαξ εἶ; Κατηγορῶ. ῎Εχεις τά σά; ᾿Απόλαυε. Λαμβάνεις τά ἀλλότρια; Οὐ σιγῶ». ῾Η ὑπερκατανάλωση τῶν πλουσίων καί ἡ ἐξαθλίωση τῶν φτωχῶν πού παρατηρεῖτο τήν ἐποχή ἐκείνη, ὅπως ἄλλωστε καί σήμερα, ὑποχρεώνει τόν Χρυσόστομο νά μιλήσει γιά παράλληλη διακίνηση τῶν ὑλικῶν καί φυσικῶν ἀγαθῶν· ὅπως ὁ ἥλιος, ὁ ἀέρας, ἡ γῆ καί ὅλα τά φυσικά ἀγαθά παρέχονται σέ ὅλους, ἔτσι καί ὁ πλοῦτος εἶναι γιά ὅλους κοινός· κανείς δέν εἶναι ἀπόλυτος κάτοχος τοῦ πλούτου, ἄλλα ἁπλός οἰκονόμος. ῞Οποιος κατακρατεῖ τόν πλοῦτο γιά τόν ἑαυτό του μόνον ὀνομάζεται ἀπό τόν Μ. Βασίλειο πλεονέκτης καί κλέφτης: «Ποιός εἶναι ὁ πλεονέκτης; Αὐτός πού δέν ἐμμένει στήν αὐτάρκεια. Ποιός εἶναι ὁ ἀποστερητής; Αὐτός πού ἀφαιρεῖ τά ἀγαθά τοῦ ἄλλου. ᾿Εσύ θεωρεῖς ὅτι δέν εἶσαι πλεονέκτης καί ἀποστερητής, ὅταν τά ἀγαθά πού ἔλαβες τά κατακρατᾶς μόνο γιά τόν ἑαυτό σου;». ῾Η πλεονεξία καί ἡ ἀπληστία παρομοιάζονται μέ τήν εἰδωλολατρία· ὅπως ὁ εἰδωλολάτρης θυσιάζει στό βωμό ζῶα, ἔτσι καί ὁ πλεονέκτης καί ἄπληστος θυσιάζει στό βωμό τοῦ πάθους του τούς συνανθρώπους του.
῾Η θεώρηση τοῦ πλούτου, ὡς ἀγαπητικοῦ λειτουργήματος γιά τήν ὑπέρβαση τῶν ὑλικῶν ἀναγκῶν ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ὁδηγεῖ στό κοινωνικό φαινόμενο τοῦ ὑπερκερασμοῦ τοῦ οἰκονομικοῦ χάσματος μεταξύ πλουσίων καί φτωχῶν καί σφυρηλατεῖ τήν ἑνότητα τοῦ λαοῦ, ἰδιαίτερα σέ κρίσιμες περιόδους. ῎Ετσι, κατά τούς Τρεῖς ῾Ιεράρχες, τό βάρος πέφτει ὄχι στήν κατοχή ἤ τήν ἔλλειψη τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, ἀλλά στήν ἀγάπη, ἡ ὁποία ἐκφράζεται μέ τόν δοτικό τρόπο τῆς δίκαιης κατανομῆς τους. Στήν πραγματικότητα πλούσιος δέν εἶναι αὐτός πού ἔχει, ἀλλ’ αὐτός πού προσφέρει πολλά· καί φτωχός δέν εἶναι αὐτός πού ἔχει λίγα, ἀλλ᾿ αὐτός πού ἀρκεῖται στά λίγα καί δέχεται μέ ταπείνωση καί εὐγνωμοσύνη τίς προσφορές τοῦ πλουσίου· «αἱ προαιρέσεις καί τούς πλουτοῦντας καί τούς πενομένους ἐργάζονται» ἀναφέρει ὁ Χρυσόστομος.
Οἱ τρεῖς Πατέρες οὐδέποτε δέχθηκαν ὅτι ἡ φτώχεια ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν κακία· μόνο ἡ προσωπική ἀσθένεια, λέγουν, μπορεῖ νά ὁδηγήσει στήν κακία. ῾Ομως, χωρίς νά παραβλέπουν τούς πόνους καί τή δυστυχία τῶν φτωχῶν, θεωροῦν τή φτώχεια ὡς ἀληθινό σχο-λεῖο ἀρετῆς, πού μπορεῖ νά ὁδηγήσει στόν Θεό, τόν μέν φτωχό διά τῆς ὑπομονῆς τόν δέ πλούσιο διά τῆς ἐλεημοσύνης.
῾Η ἐλεημοσύνη χαρακτηρίζεται ὡς ἀρετή, ὡς τέχνη, ὡς μυστήριο, καί συγκρίνεται μέ τό μαρτύριο καί τό ἐξαγιαστικό ὕδωρ τοῦ βαπτίσματος. ῾Ως ἔργα ἐλεημοσύνης ἀπαριθμοῦνται ἡ διατροφή, ἡ ἔνδυση, ἡ φιλοξενία, ἡ ἄφεση τῶν τόκων καί ἡ πνευματική μέριμνα. Προϋπόθεση τῶν ἔργων ἐλεημοσύνης εἶναι ἡ ἀγάπη καί κατά συνέ-πεια δέν πρέπει νά τροφοδοτεῖται ἀπό ἀδικία, δέν πρέπει νά συνο-δεύεται ἀπό δυσαρέσκεια οὔτε νά γίνεται γιά τό θεαθῆναι ἤ μέ αἰσθήματα περιφρόνησης.
῾Η σωστή ἐλεημοσύνη γίνεται τό μέσον κοινωνίας καί ἐξωμοι-ώσεως μέ τόν Θεό, γιατί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός ταύτισε τόν ἑαυτόν Του μέ τόν φτωχό· «ἐπείνασα καί ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καί ἐπο-τίσατέ με... γυμνός καί περιεβάλετέ με...» (Ματ. 25, 35-36). ῾Ο ἱερός Χρυσόστομος λέγει σχετικά «καί γάρ μέγα ἐστίν ἀγαθόν (ἡ ἐλεη-μοσύνη)...καί αὐτῷ τῷ Θεῷ κατά δύναμιν ἡμᾶς ἐξομοιοῖ κατορθού-μενον».
Μία ἐπίσης μεγάλη ἀνθρώπινη ἀνάγκη πού διαπιστώνουν οἱ τρεῖς ῾Ιεράρχες εἶναι ἡ ἐπικράτηση τῆς δικαιοσύνης, ἡ ὁποία διά τῶν κανόνων τοῦ δικαίου ρυθμίζει τήν ἁρμονική συμβίωση τῶν μελῶν τῆς κοινωνίας. Πηγή τοῦ δικαίου εἶναι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος, ὅπως ἀνα-φέρει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, «ἐξ ἀρχῆς πλάττων τόν ἄνθρωπον, νό-μον αὐτῷ φυσικόν ἐγκατέθηκε». ῾Ο φυσικός αὐτός νόμος εἶναι ἡ δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου νά διακρίνει τό καλό ἀπό τό κακό· εἶναι ἡ συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία «αὐτοδίδακτον ἐποίησε τήν γνῶσιν τῶν καλῶν καί τῶν οὐ τοιούτων (κακῶν)» καί καθοδηγεῖ τόν ἄνθρωπο πῶς νά συμπεριφέρεται στόν Θεό, στόν ἑαυτό του καί στό συνάνθρωπό του· δηλαδή τό κέντρο τοῦ φυσικοῦ νόμου, πού ταυτοχρόνως ἀποτελεῖ καί ἐντολή Θεοῦ, εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο καί τῶν ἀνθρώπων πρός τόν Θεό καί μεταξύ τους. ᾿Εξάλλου ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐκδηλώθηκε μέ τή δημιουργία τοῦ ὑλικοῦ καί πνευματικοῦ κόσμου, τόν ὁποῖο ὁ Θεός συντηρεῖ καί κυβερνᾶ μέ βάση νόμους τούς ὁποίους ἔθεσε ἡ θεία βούληση. ῾Ο ἱερός Χυσόστομος ἀναφέρει σχετικά: «βουλῇ Θεοῦ πάντα εἴκει καί παραχωρεῖ. Αὕτη γάρ ἐστιν ἡ τῆς φύσεως δημιουργός καί πρός τό αὐτῇ δοκοῦν πάντα τά ὄντα μεταρρυθμίζουσα». Μάλιστα τό φυσικό αὐτό νόμο τόν ὀνομάζει καί ἐντολές Θεοῦ: «Καί γάρ ἐντολαί εἰσι αἱ τῆς κτίσεως, ἅς διατηρεῖ πᾶσα ἡ κτίσις... ᾿Εντολαί εἰσιν αἱ τῇ φύσει δοθεῖσαι ἐξ ἀρχῆς, ὅτε τόν ἄνθρωπον ἔπλαττε... ῞Οταν γάρ ἔθνη, τά μή νόμον ἔχοντα, φύσει τά τοῦ νόμου ποιῇ, οὗτοι νόμον μή ἔχοντες, ἑαυτοῖς εἰσι νόμος».
῞Ομως ἡ διά τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό, πού τόν ὁδήγησε σέ μιά «νεκρά ζωή», κατά τήν ἀντινομική πατερική ἔκφραση, καί πού σημαίνει μιά ἁ-πλῶς βιολογική καί ὄχι πνευματική ζωή, εἶχε, μεταξύ τῶν ἄλλων συνεπειῶν, καί τήν ἀπώλεια τῆς ἱκανότητας νά ἀναγνωρίζει πλήρως ὁ ἄνθρωπος τίς θεῖες ἐντολές πού ἐνυπῆρχαν στό φυσικό νόμο, ὁ ὁποῖος βέβαια δέν χάθηκε, ἀλλά συνέχισε νά λειτουργεῖ καί μετά τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου. ῾Επομένως ὑπῆρξε ἀνάγκη νά δοθεῖ καί γραπτῶς ὁ νόμος, ὅπως παραχωρήθηκε διά τοῦ Μωϋσέως, γιά νά διευκολυνθεῖ ἡ ἀναγνώριση τοῦ φυσικοῦ νόμου ἐκ μέρους τοῦ ἀνθρώπου· τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὁποῖος μέ τήν πτώση του δέν καταστρά-φηκε ὁλοσχερῶς, δέν ἔχασε τήν παρουσία τῆς θείας εἰκόνος, ὅσο κι ἄν αὐτή ἀμαυρώθηκε καί συνεπῶς, ὑποβοηθούμενος ὁ ἄνθρωπος ἀπό τό γραπτό νόμο, μποροῦσε νά ἐπανεύρει τόν ἐντός του φυσικό νόμο καί νά ἀναγνωρίσει τή θεία φιλανθρωπία, ἀφοῦ περιεχόμενο τοῦ νόμου εἶναι ἡ ἀγαθότητα. ῾Η εὐεργεσία τῆς παραχώρησης τοῦ γραπτοῦ νόμου πρός τήν ἀνθρωπότητα ὁλοκληρώθηκε μέ τόν Εὐαγγελικό νόμο, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ τήν τέλεια νομοθεσία πού δόθηκε ἀπό τόν Θεάνθρωπο Κύριο. Καί οἱ τρεῖς αὐτοί νόμοι, δήλαδή ὁ ἄγραφος φυσικός νόμος, ὁ νόμος τοῦ Μωϋσέως καί ὁ Εὐαγγελικός νόμος, στήν πραγματικότητα εἶναι ἕνας καί ἑνιαῖος, πού, κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, «ἔχει τό ἐξαίρετον, τό ἀθάνατον, τό διηνεκές» καί ὁδηγεῖ στόν Νομοθέτη· «τέλος γάρ νόμου Χριστός εἰς δικαιο-σύνην» (Ρωμ. 10,4), λέγει ὁ ᾿Απόστολος Παῦλος.
῞Ολα αὐτά μᾶς ὁδηγοῦν στή διαπίστωση ὅτι ὁ νόμος ἀποκα-λύπτει τήν ἀμετάθετη βουλή τοῦ Θεοῦ νά προνοεῖ γιά τόν ἄνθρωπο καί νά καθορίζει φιλανθρώπως τή ζωή του, καί γι’ αὐτό ὁ θεῖος νό-μος δέν δόθηκε στόν ἄνθρωπο σάν κάποια ἐξωτερική ἰδιότητα, ἀλλά τέθηκε κατά τή δημιουργία ὡς ὀργανικό στοιχεῖο τῆς φύσεώς του, ἡ ὁποία ἐξεικόνιζε τό θεῖον. Ὡς ἐκ τούτου ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ ἐκ-φράζει τή θεία δικαιοσύνη καί σημαίνει τό δίκαιο τρόπο μέ τόν ὁποῖο ὁ Θεός χάρισε στά πλάσματά του τά δώρα Του, καί συνεπῶς κανείς δέν μπορεῖ νά ἀμφισβητήσει τή θεόσδοτη ἰσότητα, τιμή καί σεβασμό πρός τά ἀνθρώπινα ὄντα. ῾Ο Μ. Βασίλειος ἀναφέρει χαρακτηριστικά ὅτι ὁ Θεός ἀπό ἀγάπη «κοινήν δίδωσι πᾶσι τοῦ φωτός τήν μετουσίαν... Διά τοῦτο προσήκει τήν μέν ἀγάπη ἴσην καί ὁμοίαν παρά πάντων τοῖς πᾶσιν εἶναι, τήν δέ τιμήν ἑκάστῳ κατά τό πρέπον γίνεσθαι».
῾Η δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, εἴτε ἐκλαμβάνεται ὡς φυσική δικαιο-σύνη εἴτε ὡς εὐαγγελική, δηλώνει κατάσταση, τρόπο ὑπάρξεως τοῦ ἐν Χριστῷ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτό ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ἀναφερόμενος στόν ὄρο δίκαιος, λέγει ὅτι εἶναι συνώνυμος τῆς ἀρετῆς· «διά ταύτης τῆς προσηγορίας τήν καθόλου ἀρετήν ταύτην ἐμφαίνει». ῎Ετσι ἡ θεία δικαιοσύνη καθορίζει τή σχέση τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί τῶν ἀνθρώπων μεταξύ τους· καί ἡ σχέση αὐτή ὡς τέλεια κοινωνία ἐξασφαλίζεται στήν ᾿Εκκλησία τοῦ Θεοῦ. Συνεπῶς ἡ ᾿Εκ-κλησία εἶναι μία κοινωνία δικαίου, ἡ ὁποία θεμελιωμένη στή θεία νομοθεσία ζεῖ καί ἐκφράζει τήν ἀγάπη, τήν ἀγαθότητα, τήν ἀλήθει-α, τήν εἰρήνη καί γενικῶς κάθε εἴδους θεανθρώπινης ἀρετῆς· καί ὁ Θεάνθρωπος Κύριος δέν εἶναι μόνον ὁ Λυτρωτής τοῦ κόσμου, ἀλλά καί ὁ Νομοθέτης (Christus redemptor et legislator).
῾Η θεία νομοθεσία ἀναμφίβολα ἐπιδρᾶ καί στούς ἀνθρώπι-νους νόμους, οἱ ὁποῖοι θεσπίζονται γιά νά ρυθμίσουν τήν κοινωνική συμβίωση. ῾Ο ἱερός Χρυσόστομος εἶναι σαφής· «ἀπό τούτου (τοῦ φυσικοῦ νόμου) καί νόμους ἔθηκαν (οἱ ἄνθρωποι)» ἐπισημαίνοντας παράληλα ὅτι ὁ ἀνθρώπινος νόμος εἶναι ἀτελής: «Ἔστι γάρ καί ἀνθρώπων δικαιοσύνη... ἀλλ’ εὐτελής καί οὐκ ἔχουσα τό τέλειον καί ἀπηρτισμένον καί ἐξ ἀνθρωπίνων συγκειμένη λογισμῶν». Οἱ ἀνθρώ-πινοι ὅμως λογισμοί, ὑποκινούμενοι ἐνίοτε ἀπό τά πάθη καί τίς ἀνθρώπινες ἀδυναμίες, δέν ἀποδίδουν «νόμον δικαίου ἀλλ’ ἔννομον ἀδικίαν». ῾Η ἱστορία τοῦ δικαίου ἔχει ἀποδείξει τή σημαντική ἐπίδραση τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας στό ρωμαϊκό καί βυζαντινό δίκαιο· ἡ ἰσότητα, ἡ ἐλευθερία καί ἡ δικαιοσύνη πού ἐξ ἀρχῆς διακή-ρυξε ὁ Χριστιανισμός ἄλλαξε τό περιεχόμενο τῆς ἀνθρώπινης νομο-θεσίας καί τό κατέστησε φιλανθρωπότερο, καίτοι κάποιοι νομικοί ὑπό τήν ἐπίδραση ἀντιχριστιανικῶν καί ὑλιστικῶν θεωριῶν ἰσχυρίζονται τό ἀντίθετο. Πολλές εἶναι οἱ μέλετες πού ἔχουν ἀποδείξει ὅτι ἡ ἐπίδραση τοῦ Χριστιανισμοῦ καί μάλιστα τοῦ κανονικοῦ δικαίου τῆς ᾿Εκκλησίας στό ἐμπράγματο, στό ποινικό καί οἰκογενειακό δίκαιο εἶναι γεγονός ἀναμφισβήτητο. ῎Αλλωστε ἡ ἱστορία τοῦ βυζαντινοῦ δικαίου εἶναι ἀδιάψευστος μάρτυρας. Θά ἀναφέρουμε ἐλάχιστα παραδείγματα γιά τοῦ λόγου τό ἀσφαλές. ῾Ο Μέγας Κων-σταντῖνος τό 321 μέ εἰδικό διάταγμα καταδίκασε τή δουλεία καί διακήρυξε τήν ἀνθρώπινη ἰσότητα καί ἐλευθερία, πού δίδαξε ὁ Κύριος. Στήν ἰουστινιάνειο κωδικοποίση εἶναι σαφέστατο τό ἐγχείρημα τοῦ ᾿Ιουστινιανοῦ νά ἐμφυσήσει στό ρωμαϊκό δίκαιο «τή ζωοποιό πνοή τῆς χριστιανικῆς ζωῆς». ῾Η νομοθεσία γιά τό διαζύγιο μέ τήν εἰσαγωγή τῶν ποινῶν διαζυγίου γιά τήν ἀδικαιολόγητη διά-λυση τῆς ἔγγαμης συμβίωσης, ἀπέβλεπε στή διατήρηση τῆς οἰκο-γενειακῆς συνοχῆς, σύμφωνα μέ τήν εὐαγελική ἐπιταγή. Σήμερα ὅσοι ὑπερασπίζονται τέτοιες ἀπόψεις θεωροῦνται ἀναχρονιστικοί καί πολέμιοι τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας. Στά μέσα τοῦ περασμένου αἰώνα ὁ διαπρεπής καθηγητής τοῦ διεθνοῦς δικαίου στό Πανεπι-στήμιο τοῦ Λονδίνου Smith ἔγραφε ὅτι «τό διεθνές δίκαιο δέν θά μπορέσει νά ζήσει παρά μόνο στή χριστιανική βάση πού τοῦ ἔδωσε τή γένεση».
Παρά τήν ἐπίδραση τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας στό κοσμι-κό δίκαιο, καί δι’ αὐτοῦ στήν κοινωνική ζωή τῶν ἀνθρώπων, ἡ ᾿Εκ-κλησία πάντοτε πίστευε ὅτι ὡς θεανθρώπινος ὀργανισμός, ὡς σῶμα Χριστοῦ, μετέχει στό νῦν καί στό ἐπέκεινα, στό ὁρατό καί στό ἀό-ρατο, στό κτιστό καί στό ἄκτιστο, καί ὡς ἐκ τούτου ἡ ἐπιδίωξή της εἶναι πρωτίστως ἡ πνευματική πρόοδος καί ἡ σωτηρία τῶν πιστῶν, ἀλλά συγχρόνως καί ἡ μέριμνά της γιά τά κοινωνικά προβλήματά τους, ἀφοῦ τά μέλη της καί τά μέλη τῆς πολιτείας εἶναι οἱ ἴδιοι ἄνθρωποι. Οἱ Τρεῖς ῾Ιεράρχες ἀναγνωρίζοντας τόν αὐτοτελή καί κυ-ρίαρχο χαρατήρα τόσο τῆς ᾿Εκκλησίας ὅσο καί τῆς πολιτείας καί ἀποφεύγοντας νά ἀναμειγνύονται στά ἐσωτερικά τῆς πολιτείας, δέν ἔπαυαν νά πιστεύουν στή συνύπαρξη, τήν συνεργασία καί ἀλληλο-βοήθεια. ῎Ετσι ἐπιδίωκαν συνεργασία καί συμφωνία μέ τήν πολι-τεία γιά τά βιωτικά θέματα πού ἀπασχολοῦν τούς ἀνθρώπους στόν παρόντα κόσμο. Στό πλαίσιο αὐτῆς τῆς συνεπικουρίας καί συμπα-ραστάσεως οἱ Τρεῖς ῾Ιεράρχες, καίτοι οὐδέποτε παραγνώρισαν ὅτι ἡ ὑλική πρόοδος καί εὐημερία τῶν ἀνθρώπων ἀποτελεῖ κατ’ ἐξοχήν μέριμνα τῆς πολιτείας, προσέφεραν μεγάλες ὑπηρεσίας στό λαό τοῦ Θεοῦ, τόσο μέ τό φιλανθρωπικό τους ἔργο (βλ. τήν ἵδρυση καί λει-τουργία ἀπό τόν Μ. Βασίλειο κέντρου φροντίδας τῶν φτωχῶν καί ἀρρώστων) ὅσο καί μέ τήν κοινωνική τους διδασκαλία, ἡ ὁποία ἀπέβλεπε στήν ἀντιμετώπιση τῶν κοινωνικῶν προβλημάτων καί στήν ἐπιδίωξη κοινωνικῆς ἰσορροπίας μεταξύ «τοῦ κατά κόσμον ζῆν» καί «τοῦ ἐν Θεῷ ζῆν».
Χάριν αὐτῆς τῆς ἰσορροπίας οἱ τρεῖς ῾Ιεράρχες ἀσχολήθηκαν καί μέ τό «κατά κόσμον ζῆν» τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς τους, καί ἐπειδή οἱ ἄνθρωποι ἔχουν λίγο ἤ πολύ τά ἴδια προβλήματα, ἀσχέτως πρός τήν ἐποχή στήν ὁποία ζοῦν, τό μήνυμά τους εἶναι πανανθρώ-πινο. ῾Η ὕπαρξη ἀνθρώπινων κανόνων δικαίου προϋποθέτει καί τήν ὕπαρξη ἀνθρώπινης ἐξουσίας, ἡ ὁποία νομοθετεῖ καί ἀπονέμει τό δίκαιον. ῾Η χριστιανική διδασκαλία, ὅπως δέχεται τήν ἀνθρώπινη νομοθεσία (ἡ ὁποία, σύμφωνα μέ ὅσα προαναφέραμε, πρέπει νά στηρίζεται στή θεία καί νά εἶναι διάκονος τοῦ ἀγαθοῦ) ἔτσι δέχε-ται καί τήν κοσμική ἐξουσία, ἡ ὁποία προέρχεται ἀπό τόν Θεό. Οἱ Τρεῖς ῾Ιεράρχες ἀκολουθώντας τή διδασκαλία τῆς Κ. Διαθήκης καί μάλιστα τήν Παύλειο διδασκαλία, δέχονται ὅτι «οὐ γάρ ἔστιν ἐξουσία, εἰ μή ἀπό Θεοῦ· αἱ δέ οὖσαι ἐξουσίαι ὑπό Θεοῦ τεταγμέναι εἰσίν»· καί ὡς ἐκ τούτου οἱ Χριστιανοί ὀφείλουν νά σέβονται καί νά ὑποτάσσονται στήν κοσμική ἐξουσία, ἐφ’ ὅσον ἔχει θεία προέλευση, διότι, ὅπως συμπληρώνουν, «ὁ ἀντιτασσόμενος τῇ ἐξουσίᾳ, τῇ τοῦ Θεοῦ διαταγῇ ἀνθέστηκε». Αὐτό ὅμως δέν σημαίνει ὅτι ὁ φορέας τῆς ἐξουσίας μπορεῖ νά τήν ἀσκεῖ ἀνεύθυνα καί ἀνεξέλγκτα. Εἶναι πολύ χαρακτηριστικό ὅτι οἱ Τρεῖς ῾Ιεράρχες δέν ταυτίζουν τά πρό-σωπα τῶν ἀρχόντων μέ τόν θεσμό τῆς κρατικῆς ἐξουσίας, ἀλλά κά-νουν σαφέστατη διάκριση. ῾Ο ἱερός Χρυσόστομος ἐρωτᾶ ἐπί τοῦ προκειμένου «Τί λέγεις; πᾶς οὖν ἄρχων ὑπό τοῦ Θεοῦ κεχειροτόνηται;» καί ἀπαντᾶ «Οὐ τοῦτο λέγω, οὐδέ γάρ περί τῶν καθ’ ἕκαστον ἀρχόντων ὁ λόγος μου νῦν, ἀλλά περί αὐτοῦ τοῦ πράγματος (ἐν. τόν θεσμό τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας). Τό γάρ ἀρχάς εἶναι, καί τούς μέν ἄρχειν, τούς δέ ἄρχεσθαι, καί μηδέ ἁπλῶς καί ἀνέδην ἅπαντα φέρεσθαι... τῆς τοῦ Θεοῦ σοφίας ἔργον εἶναί φημι». ῾Επομένως, ἡ κοσμική ἐξουσία ὡς θεσμός εἶναι θεόσδοτος, καί κατά συνέπεια ἀπαιτεῖται πειθαρχία σ’ αὐτήν «διά τόν Κύριον» (Α΄ Πετρ. 2,13)· οἱ κοσμικοί ὅμως ἄνθρωποι πού ἐκτελοῦν τήν ἐξουσία καί ἀπονέμουν τό δίκαιο, εἶναι ἐκλεγμένοι διά τῆς ἐλεύθερης ἀνθρώπινης βουλήσεως, καί, σέ ὁρισμένες περιπτώσεις, κατά παραχώρηση τῆς θεία βουλήσεως. ῾Ο Μ. Βασίλειος ἀναφέρει σαναφῶς ὅτι «Κύριος καθιστᾷ βασιλεῖς καί μεθιστᾶ», λόγους πού θά μποροῦσε κανείς νά ἐκλάβει ὡς ἀντιτιθέμενους πρός τούς λόγους τοῦ Χρυσοστόμου, ὁ ὁποῖος, ὅπως εἴπαμε, θεωροῦσε ὅτι ὁ ἄρχων «οὐκ ὑπό τοῦ Θεοῦ κε-χειροτόνηται». ῎Αν ἐξετάσουμε ὅμως προσεκτικά τά κείμενα τῶν δύο ἀνδρῶν θά δοῦμε ὅτι στήν οὐσία δέν ὑπάρχει διαφορά. ῾Ο Μ. Βασίλειος λέγοντας ὅτι ὁ Κύριος καθιστᾶ τούς ἄρχοντας ἐννοεῖ, ὅπως διευκρινίζει στή συνέχεια, ὄχι «τό κεχειροτονεῖσθαι», ἀλλά «τήν θείαν χάριν» καί «τήν θείαν χειραγωγίαν», οἱ ὁποῖες τόν βο-ηθοῦν γιά νά καταστεῖ ἀγαθός ἄρχοντας καί ἄξιος τῆς ἐν Χριστῷ σωτηρίας.
Συνεπῶς κάθε ἄρχοντας πρέπει νά θεωρεῖ τήν ἄσκηση τῆς ἐξουσίας του ὡς θεία ἀποστολή στόν κόσμο. ῾Ο Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀναφέρει ὅτι οἱ ἄρχοντες «Χριστῷ συνάρχουσι, Χριστῷ συνδι-οικοῦσι». ῾Ο ἄρχοντας, συνεχίζει, πρέπει νά ἔχει συνείδηση ὅτι, ὄντας ὁ ἴδιος εἰκόνα Θεοῦ, κυβερνᾶ ἐπί τῆς γῆς ὅμοιες εἰκόνες Θεοῦ καί γι’ αὐτό εἶναι ὑποχρεωμένος, σεβόμενος τό ἀρχέτυπο, δηλαδή τόν Θεό, νά μή γίνεται κοσμοκράτορας καί τύραννος, ἀλλά φιλάνθρωπος, ὅπως ὁ Θεός, «βοηθός ἀρετῆς καί ἀνταγωνιστής κακίας». Συνεπῶς ἄρχοντες καί ἀρχόμενοι εἶναι ἰσότιμοι μεταξύ τους ὡς πλάσματα τοῦ ἰδίου δημιουργοῦ Θεοῦ καί «ἐκ τοῦ αὐτοῦ χοός» προερχόμενοι.
Εἶναι πολύ σημαντική, κατά τή γνώμη μου, καί ἰδιαίτερα διδακτική γιά τήν ἐποχή μας, ἡ ἄποψη τῶν Τριῶν ῾Ιεραρχῶν ὅτι οἱ ἄρχοντες ὀφείλουν νά γνωρίζουν ὅτι πρωτίστως πρέπει νά εἶναι διδάσκαλοι καί παιδαγωγοί τοῦ λαοῦ, νά ἐφαρμόζουν αὐτοί πρῶτα τούς νόμους καί τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, γιατί, ὅπως χαρακτηριστικά ἀναφέρουν, «ἄρχοντες ἀρχόντων εἰσίν οἱ νόμοι» καί τό παραδειγμά τους πρέπει νά ἐμπνέει τό λαό στό ἀγαθό, καί ὄχι νά τόν παρασύρει στό κακό. Συνεπῶς ἡ δύναμη τῆς ἐξουσίας τῶν ἀρχόντων δέν εἶναι δική τους, ἀλλά χάρισμα Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ ὑπέρτατη αὐθεντία, γι’ αὐτό ὁ Μ. Βασίλειος ὀνομάζει τούς ἄρχοντες «ἐκδίκους τῶν δι-καιωμάτων τοῦ Θεοῦ», ἐφαρμοστές τοῦ φυσικοῦ καί ἠθικοῦ νόμου.
῾Η θεία προέλευση λοιπόν καί ὁ προορισμός τῆς ἐξουσίας ὑπαγορεύουν, ὅπως ἀναφέραμε, τήν ὑπακοή, τήν ὑποταγή καί νομι-μοφροσύνη τῶν ἀρχομένων στούς ἄρχοντες. ῾Ο Γρηγόριος ὁ Θεολό-γος θεωρεῖ τήν ὑποταγή καί νομιμοφροσύνη τῶν πολιτῶν ὡς ἕνα «τῶν ἡμετέρων νόμων, τῶν διατεταγμένων τῷ Πνεύματι» καί γι’ αὐτό τήν παρομοιάζει μέ τήν ὑποταγή τῆς ᾿Εκκλησίας στόν Χριστό. ῾Η ὑποταγή αὐτή δέν δεσμεύει τήν ἐλευθερία τοῦ ἐν Χριστῷ ἀνθρώ-που, οὔτε πρέπει νά γίνεται ἀπό φόβο, γιατί ἡ κοσμική ἐξουσία, ὅπως βέβαια τήν ἐννοοῦν οἱ τρεῖς μεγάλοι Πατέρες, ἀναφέρεται ἐμ-μέσως στόν Θεό καί ὁδηγεῖ σ’ Αὐτόν.
Συνεπῶς ἡ ὑποταγή στούς ἄρχοντες ἐπιβάλλεται· μέ τήν προϋπόθεση ὅμως ὅτι ἡ ἐξουσία τους δέν ἐμποδίζει τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Μ. Βασίλειος, δέν παρακάμπτει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ μέ ἀντίθετη πρός αὐτό νομοθεσία, οὔτε καταφρονεῖ τό λαό τοῦ Θεοῦ, γιά τό καλό καί τήν πρόοδο τοῦ ὁποίου μεριμνᾶ ὁ ἴδιος ὁ Θεός μέ τό θεῖο νόμο Του. Σέ μιά τέτοια περίπτωση, ἡ ὑποχρέωση τῆς ὑπακοῆς δέν ἰσχύει, γιατί θά ἀποτελοῦσε ὑποταγή καί ἐφαρμο-γή τοῦ νόμου τοῦ κρατοῦντος ἄρχοντα και ὄχι τοῦ κτίσαντος Θεοῦ, θά σήμαινε συνεργία πρός τό κακό καί πρός «τά τήν εὐσέβειαν παραβλάπτοντα», κατά τόν Θεολόγο Γρηγόριο, καί ἄρα περιφρόνηση τῆς θείας ἐξουσίας καί ἀνύψωση τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας σέ θέση Θεοῦ, πού ἰσοδυναμεῖ μέ ὕβριν κατά τοῦ Θεοῦ. Οἱ Τρεῖς ῾Ιεράρχες ὡς πρός αὐτό εἶναι σαφεῖς καί συνιστοῦν τό γραφικό «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἤ ἀνθρώποις». ῾Ο ἱερός Χρυσόστομος περιγράφει μέ θαυμάσιες εἰκόνες, πού λόγω ἔλλειψης χρόνου δέν θά ἀναφέρω, τήν ἀντίθεο καί ἀπάνθρωπη θέληση τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας, πού ἐνίοτε μεταβάλλεται σέ καταπίεση, σέ καταναγκασμό καί τυραννία. Ἄλλωστε εἶναι γνωστή ἡ στάση ἤ μᾶλλον ἡ ἀντίσταση κατά τῆς κρατικῆς ἐξουσίας τόσο τοῦ Χρυσοστόμου ὅσο καί τοῦ Βασιλείου. Εἶναι χαρακτηριστικοί καί ἀξίζει νά μημονευθοῦν οἱ λόγοι τοῦ Μ. Βασιλείου, πού δηλώνουν τήν ἀνένδοτη ἀντίστασή του πρός τήν κρατική ἐξουσία: «τἆλλα μέν ἐπιεικεῖς ἡμεῖς καί παντός ἄλλου τα-πεινότεροι· οὗ δέΘεός τό κινδυνευόμενον καί προκείμενον, τἆλλα περιφρονοῦντες, πρός Αὐτόν μόνον βλέπομεν· πῦρ δέ καί ξίφος καί θῆρες καί οἱ τάς σάρκας τέμνοντες ὄνυχες, τρυφή μᾶλλον ἡμῖν εἰσιν ἤ κατάπληξις».
᾿Εδῶ τίθεται τό ἐρώτημα: Οἱ Τρεῖς ῾Ιεράρχες μᾶς προτρέπουν σέ ἀντίσταση κατά τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας; ῾Η ἀπάντηση, μετά τίς προϋποθέσεις πού ἀναφέραμε, εἶναι ναί. ῾Η ἀντίσταση ὄχι μόνο ἐπι-τρέπεται ἀλλά ἐνίοτε ἀποτελεῖ καί ἱερό καθῆκον. ᾿Ας ἀναρωτηθοῦ-με ἄν ὁ Θεάνθρωπος Κύριος, ὁ ῾Οποῖος ἔχυσε τό αἷμα Του γιά τόν ἄνθρωπο, θέλει ὁ λαός του νά ἀδικεῖται, νά εὐτελίζεται, νά ἐξαπα-τᾶται, νά βιάζεται, νά ἐκβιάζεται, νά πάσχει, νά ὁδηγεῖται στήν φτώχεια, στήν ἐξαθλίωση, στήν ἀναξιοπρέπεια καί ἀπαξία καί νά ποδηγετεῖται, διά τοῦ παραδείγματος τῶν ἀρχόντων, ἄλλοτε ἀμέσως καί ἄλλοτε ἐμμέσως, στήν πονηρία, στήν ὑποκρισία, στήν ἀθεΐα, στό κακό καί μάλιστα στή διαστροφή τῆς προβολῆς τοῦ κα-κοῦ ὡς ἀγαθοῦ καί τοῦ ἀγαθοῦ ὡς κακοῦ. Σήμερα πολλοί ἔχουν μιλήσει καί γράψει γιά «χριστιανική ἀναρχία» καί πολλοί ἔχουν τοποθετηθεῖ θετικά ἤ ἀρνητικά σέ μιά τέτοια ἄποψη. Κατά τήν τα-πεινή μου γνώμη, ὁ ὅρος χριστιανική ἀναρχία μπορεῖ νά γίνει δεκτός μόνο μέ τήν ἔννοια τῆς ἀντίστασης κατά τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας, ὅπως τήν προσδιορίζουν οἱ τρεῖς τιμώμενοι σήμερα ῾Ιεράρχες, δηλαδή ἀντίσταση πού ἔχει σαφή προορισμό τή συμμόρφωση πρός τή βούληση τοῦ Θεοῦ καί τήν ἁρμονική συμβίωση καί ὁμόνοια τῶν ἀνθρώπων, διά τῆς ἐλεύθερης ἀποδοχή τοῦ θείου νόμου. Μέ ἄλλα λόγια, ἀντίστατη ἔναντι τῆς θρασύτητας τῆς ἐξουσίας, πού νομο-θετεῖ γιά νά ἀκυρώσει τή λειτουργία τῶν εὐαγγελικῶν ἀρχῶν στή ζωή τῶν ἀνθρώπων· ἀντίσταση ἔναντι ὁποιασδήποτε διάταξης ἡ ὁποία θίγει τό ἀνθρώπινο πρόσωπο καί ἰδιαίτερα τόν ἀδύναμο ἄνθρωπο πού δέν μπορεῖ νά προστατεύσει τόν ἑαυτό του· ἀντίσταση μέ τήν ἔννοια τῆς ἔννομης προστασίας τοῦ ἀδικουμένου διά τῆς καταφυγῆς στήν προστασία τοῦ Θεοῦ μέσω τοῦ θείου νόμου· ἀντί-σταση μέ τήν ἔννοια τοῦ νά μή γονατίζει ὁ ἄνθρωπος σ’ ὅσους τόν καταδιώκουν, ἀλλά μόνο στόν ἀληθινό Θεό, ὁ ῾Οποῖος ἀναμφίβολα θέλει τό καλό του και σέβεται τήν ἐλευθερία του. Βεβαίως δέν πρέ-πει νά παρεξηγήσουμε τόν ὄρο ἀντίσταση· οἱ Πατέρες, ὅπως εἴδαμε, δέν τόν χρησιμοποιοῦν μέ τήν ἔννοια τῆς ἄλογης καί θυμικῆς καταστροφικῆς ἀντίδρασης πρός κάθε τί τό ἐξουσιαστικό, ἀλλ’ ὡς μέθε-ξη στήν ἐλεύθερη ἀποδοχή τῆς θείας βουλήσεως. Σέ τελευταία ἀνά-λυση, κατά τόν Μ. Βασίλειο, τό μεῖζον ζητούμενο εἶναι τό ἀμύ-νεσθαι ὑπέρ εὐσεβείας καί σωφροσύνης.
Οἱ Τρεῖς ῾Ιεράρχες καίτοι σοφοί ἦσαν βαθύτατα ταπεινοί ἄν-θρωποι, ἀλλά γίνονταν λέοντες ὅταν ἡ ἀδικία ἔπαιρνε θεσμική μορφή καί ἡ φιλανθρωπία μεταβαλλόταν σέ ὕπουλη οἰκονομική δικτα-τορία. Μπροστά σ’ αὐτή τήν θαρραλέα στάση τους ὠχριᾶ ἡ σημερι-νή ἐπιστημονική καί πολιτική ἀνάδυση τῆς λεγόμενης πολιτικῆς θεολογίας. ᾿Από τά κείμενα τῶν τριῶν Πατέρων ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ὁ λόγος τους ἀποτελεῖ τό μόνο ἑνοποιητικό καί μή ψευδεπί-γραφο στοιχεῖο ἑνός ἀληθινοῦ καί δίκαιου τρόπου διακυβέρνησης, γιά τήν ἐλευθερία καί ἁρμονική διαβίωση τῶν ἀνθρώπων. Τό κοινό εὐρωπαϊκό δίκαιο, γιά τό ὁποῖο σήμερα γίνεται πολύς λόγος, θά ἔχει πραγματική ἀξία καί πανανθρώπινη σημασία ἄν στηριχθεῖ στό δικαιϊκό κονσένσους τῶν Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας, δηλαδή στή συμφωνία τοῦ πατερικοῦ φρονήματος.
Τό θέμα τῆς παρούσας ὁμιλίας εἶναι ἀνεξάντλητο. Μέ ὅσα ἤδη ἀνέφερα, ἐπεδίωξα νά ἐκθέσω μερικές μόνο πτυχές ἀπό τήν κοινωνική διδασκαλία τῶν Τριῶν ῾Ιεραρχῶν, πού τόσο θεοπρεπῶς περιγράφει «τό κατά κόσμον ζῆν» καί «τό ἐν Θεῷ ζῆν». Τά κείμενα τῶν τριῶν μεγάλων Πατέρων εἶναι κείμενα φιλανθρωπίας, πού ἔχουν στόχο ὄχι μόνο νά παρηγορήσουν καί νά ἀνακουφίσουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τίς θλίψεις, ἀλλά κυρίως νά τόν καλέσουν σέ ἐγρή-γορση καί σέ ἀγωνιστικότητα, ὥστε νά ἀντιστέκεται σέ ὅ,τι ἀντιτίθεται στό νόμο τοῦ Θεοῦ, σέ ὅ,τι ἀντιτίθεται στήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία καί ἀξιοπρέπεια, οἱ ὁποῖες εἶναι θεόσδοτες δωρεές. ῞Οσον ἀφορᾶ ἐμᾶς τούς νεοέλληνες δέν πρέπει νά ὑποκύψουμε σέ ἀπειλές καί ἐκβιαστικά διλήμματα πού ἔχουν σκοπό νά μᾶς ἰσοπεδώσουν, νά μεταβάλλουν τό ἱερό πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου σέ ἄμορφη μάζα πού χάνει τή δύναμη τῆς ἀντιστάσεως καί γίνεται πειθήνιο ὄργανο τῆς κρατικῆς ἐξουσίας. ῾Η ἀντίστασή μας στή ψυχική ἐξαθλίωση πού μᾶς ἐπιβάλλουν καί ὁδηγεῖ στήν ὑποταγή, εἶναι, σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τῶν Τριῶν ῾Ιεραρχῶν, καθῆκον ὅλων μας, γιά νά ζήσουμε ἐδῶ στόν κόσμο θεοπρεπῶς καί ἀξιοπρεπῶς καί νά ὁδηγηθοῦμε ἀπό τό φθαρτό στόν ἄφθαρτο βίο τῆς αἰώνιας ζωῆς.