Του Πρωτ. Γεωργίου Δορμπαράκη
Η Κυριακή της Ορθοδοξίας δεν αντιμετωπίζεται από την Εκκλησία μας σαν μία απλή Κυριακή. Η όλη τελετουργία της ημέρας δείχνει την ιδιαιτερότητά της, αφού στην ουσία προβάλλει όλα εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν περιεχόμενα της πίστεως και της ζωής της Εκκλησίας. Το Συνοδικό μάλιστα της Ορθοδοξίας έρχεται να επιβεβαιώσει την πεποίθηση της Εκκλησίας ότι η ίδια
βρίσκεται στον κόσμο όχι σαν ένας κλώνος στο δέντρο του Χριστιανισμού, όπως πιστεύουν διάφοροι αιρετικοί, αλλά σαν το ίδιο το δέντρο, η προέκταση κατ’ αλήθειαν του Κυρίου, «ο Χριστός παρατεινόμενος εις τους αιώνας» κατά τη γνωστή έκφραση του αγίου Αυγουστίνου.
βρίσκεται στον κόσμο όχι σαν ένας κλώνος στο δέντρο του Χριστιανισμού, όπως πιστεύουν διάφοροι αιρετικοί, αλλά σαν το ίδιο το δέντρο, η προέκταση κατ’ αλήθειαν του Κυρίου, «ο Χριστός παρατεινόμενος εις τους αιώνας» κατά τη γνωστή έκφραση του αγίου Αυγουστίνου.
«Οι Προφήται ως είδον, οι Απόστολοι ως εδίδαξαν, η Εκκλησία ως παρέλαβεν, οι Διδάσκαλοι ως εδογμάτισαν, η Οικουμένη ως συμπεφώνηκεν, η χάρις ως έλαμψεν…ο Χριστός ως εβράβευσεν∙ ούτω φρονούμεν, ούτω λαλούμεν, ούτω κηρύσσομεν Χριστόν τον αληθινόν Θεόν ημών…». «Αύτη η πίστις των Αποστόλων, αύτη η πίστις των Πατέρων, αύτη η πίστις των Ορθοδόξων, αύτη η πίστις την Οικουμένην εστήριξεν».
Με άλλα λόγια η Εκκλησία μας διαλαλεί ότι αν θέλει κανείς να έχει ορθή σχέση με τον Χριστό, αν θέλει να Τον δει ανόθευτα και γνήσια, πρέπει να ενταχτεί στο σώμα της, να γίνει μέλος της, να βαπτιστεί ορθόδοξος Χριστιανός. Διότι αυτή είναι η μόνη Εκκλησία που συνέχιζε και συνεχίζει να ζει και να βλέπει τα πράγματα σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του Χριστού και των Αποστόλων. Σ’ έναν κόσμο που προβάλλει πολλούς παραμορφωτικούς φακούς, που και μέσα στον Χριστιανισμό παρουσιάζονται φαινόμενα πολλαπλής απόκλισης, η Ορθόδοξη Εκκλησία μάς τοποθετεί άμεσα και σε ευθεία γραμμή προς την Αποκάλυψη του Χριστού. Καλύτερα: ο ίδιος ο Χριστός κρατάει ανοιχτή την αληθινή εικόνα Του και την παρουσία Του στον κόσμο μέσα από το ζωντανό σώμα Του, την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Δεν είναι μισαλλόδοξες κορώνες τα παραπάνω. Δεν έχουν να κάνουν με φανατισμούς και υπερηφάνιες αδιάκριτες. Είναι φωνή ευθύνης και συναίσθησης του βάρους αποστολής από εκείνους που τάχτηκαν να φυλάγουν Θερμοπύλες της πίστεως. Είναι η φωνή των Πατέρων μας και των Αγίων μας, που έδωσαν και το αίμα τους για να διαφυλαχτεί ανόθευτη η Παράδοση του Χριστού και των Αποστόλων. Είναι το «ουκ ένι
εν άλλω ουδενί η σωτηρία» (Πρ. Απ. 4, 12) των Αποστόλων, όταν μιλούσαν για τον Ιησού Χριστό. Οι μισαλλοδοξίες και οι φανατισμοί είναι ανέξοδη υπόθεση. Εξαντλούνται σε φωνασκίες ή το ακόμη χειρότερο σε βιαιότητες που καλλιεργούν τα πάθη του ανθρώπου και στρέφονται κατά του συνανθρώπου. Ο αγώνας όμως για την ορθόδοξη πίστη αποτελεί αγώνα που προϋποθέτει τον θάνατο του ίδιου του ορθόδοξου για να ζήσει ο κόσμος. Συμπεριφέρεται δηλαδή ο ορθόδοξος στον αγώνα του σαν τον ίδιο τον Χριστό. Όπως Εκείνος ήλθε για να φέρει τη ζωή μέσα όμως από τον θάνατό Του, κατά τον ίδιο τρόπο και ο γνήσιος πιστός Του: πεθαίνει ο ίδιος προς χάρη του άλλου!
Είναι αυτονόητο έτσι ο ορθόδοξος δεν είναι ο απλά ορθοδοξολογών. Όποιος πιστεύει ότι η ορθοδοξία είναι θέμα ορθών και μόνο λόγων είναι πλανεμένος στο έπακρο. Ο Κύριος διαβεβαίωσε ότι «ου
πας ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν των Ουρανών, αλλ’ ο ποιών το θέλημα του πέμψαντός με Πατρός» (Ματθ. 7, 21). Έτσι ο ορθόδοξος είναι εκείνος που ζει την ορθή πίστη∙ που τηρεί το θέλημα του Ουράνια Πατέρα. Δηλαδή εκείνος που και πιστεύει στον Χριστό, αλλά και αγαπά τον συνάνθρωπό του. Διότι αυτήν την εντολή μας έδωσε ο Κύριος: «Αύτη εστίν η εντολή Αυτού, ίνα πιστεύσωμεν τω ονόματι του Υιού Αυτού (Ιησού Χριστού) και αγαπώμεν αλλήλους» (Α΄Ιωάν. 3, 23).
Δεν πρέπει να λησμονούμε άλλωστε αυτό που επανειλημμένως επισημαίνει ο λόγος του Θεού: μία ορθοδοξολογία χωρίς την εμψύχωσή της από την ίδια τη ζωή, πέρα από υποκρισία, συνιστά μνήμη προσωρινή. Σιγά σιγά εκφυλίζεται μέχρις ότου χαθεί παντελώς! Ο άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος με εποπτικό τρόπο γράφει: «Όποιος ακούει τον λόγο του Θεού και δεν τον εφαρμόζει, αυτός μοιάζει με άνθρωπο που βλέπει τον εαυτό του μέσα σ’ έναν καθρέφτη∙ τον βλέπει και φεύγοντας ξεχνάει αμέσως πώς ήταν» (1, 23-24).
Ίσως όμως θέσει κανείς εκ του αντιθέτου το λογικό επιχείρημα: δεν υπάρχει περίπτωση να ζήσει κανείς ορθόδοξα χωρίς να είναι ορθόδοξος; Να ζήσει δηλαδή την αγάπη χωρίς να πιστεύει στον Χριστό; Η απάντηση, όσο κι αν φαίνεται απόλυτη, είναι αρνητική. Κανείς δεν μπορεί να αγαπήσει, να πράξει δηλαδή ορθά, χωρίς την ανάλογη πίστη. Διότι η αγάπη για την οποία μιλάει ο Χριστός είναι η αγάπη που έδειξε και έζησε Εκείνος. Όχι μία αγάπη που αποτελεί απλό συναίσθημα και αγκαλιάζει μόνο τους δικούς μας ανθρώπους, αλλά μία αγάπη που κινείται και στον χώρο των εχθρών και αντικειμένων μας∙ μία αγάπη που γίνεται τεράστια αγκαλιά για όλον τον κόσμο. «Αύτη εστίν η εντολή η εμή, ίνα αγαπάτε αλλήλους, καθώς ηγάπησα υμάς. Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού» (Ιωάν. 15, 13).
Ποιος μπορεί να φτάσει στο σημείο αγάπης και προς τον εχθρό; Η ανθρώπινη φύση δεν φτάνει μέχρις εκεί. Τα καλά αποθέματά της εξαντλούνται πολύ γρήγορα. Το ανθρώπινο συναίσθημα δεν μπορεί να υπερνικήσει την αδικία και την πονηρία ενός εχθρού μας. Απαιτείται η υπέρ φύσιν ενέργεια: η χάρη του ίδιου του Χριστού, για να ικανώσει τον άνθρωπο να δει και μέσα ακόμη από την κακία του πλησίον, την εικόνα του Θεού, τον ίδιο τον Χριστό. Ποια μάτια πέρα από τα μάτια της πίστεως σ’ Εκείνον, μπορούν να δουν έτσι; Ποια καρδιά μπορεί να αγαπήσει με την ανιδιοτέλεια του Χριστού, παρά η καρδιά που φέρει τον Χριστό και έχει τη χάρη Του ενεργούσα μέσα της λόγω του αγίου βαπτίσματος;
Έτσι ο ισχυρισμός ότι και ο εκτός της Εκκλησίας άνθρωπος μπορεί να αγαπά σαν τον Χριστό είναι πλάνη και ουτοπία. Το αντίθετο μάλιστα. Ο τονισμός της αγάπης και προς τον εχθρό χαρακτηρίζεται από τον μη πιστό, το λιγότερο, ως αφέλεια και αθεράπευτος ρομαντισμός. Προσβάλλει κατ’ αυτόν το αίσθημα της ανθρώπινης δικαιοσύνης, γι’ αυτό και απορρίπτεται ασυζητητί. Ώστε μόνον ο ορθόδοξος πιστός, που ζει και αναπνέει τον αέρα της Ορθόδοξης Εκκλησίας μπορεί να αγαπά με τον τρόπο του Χριστού. Μόνον ο ορθά πιστεύων είναι και ο ορθά πράττων.
Με τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι ο αγώνας για την αλήθεια της πίστεως τελικώς αποτελεί αγώνα για την αλήθεια του ίδιου του ανθρώπου: να διακρατηθεί το αληθινό του πρόσωπο∙ να μπορεί ο άνθρωπος να αγαπά. Μένω στην Ορθόδοξη Εκκλησία σημαίνει μένω στον Χριστό και μένω στον Χριστό σημαίνει μπορώ να αγαπώ: απλά και αληθινά, όλον τον κόσμο, όπου γης, χωρίς όρια και φραγμούς. Αυτό ακριβώς έκαναν όλοι οι άγιοί μας. Αγάπησαν τον Χριστό και έδειξαν την αληθινή αγάπη και προς τον άνθρωπο. Γι’ αυτό και όταν μιλάμε για την Ορθόδοξη Εκκλησία δεν πρέπει το μυαλό και η σκέψη μας να πηγαίνει σε κάποιους ίσως κληρικούς ή σε κάποιους λαϊκούς που μπορεί να μη στέκουν σωστά στην πίστη. Η σκέψη μας πρέπει να πηγαίνει στους αγίους μας. Οι άγιοί μας είναι τα όρια της ορθοδοξίας μας, γιατί σ’ αυτούς φανερώνεται ο ίδιος ο Χριστός μας. Αυτοί αποτελούν την προέκτασή Του στον κόσμο, όπως το έχει διατυπώσει και ο μέγας απόστολος Παύλος, ο αγιώτερος πάντων για πολλούς: «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. 2, 20).
Στην πραγματικότητα οι άγιοι δείχνουν τι σημαίνει αποκατάσταση των εικόνων – ό,τι εορτάζουμε ιστορικά την Κυριακή της Ορθοδοξίας. Αποκατέστησαν με τη χάρη του Θεού την εικόνα Εκείνου μέσα τους, γι’ αυτό και τιμώντας αυτούς τον Χριστό στην πραγματικότητα τιμούμε και δοξάζουμε. «…Τον μεν (Χριστόν) ως
Θεόν και Δεσπότην προσκυνούντες και σέβοντες, τους δε (αγίους) δια τον κοινόν
Δεσπότην, ως αυτού γνησίους θεράποντας τιμώντες, και την κατά σχέσιν προσκύνησιν απονέμονες» κατά τη διατύπωση και πάλι του Συνοδικού της Ορθοδοξίας.
Η εορτή της Ορθοδοξίας δεν είναι εορτή για θριαμβολογίες. Αν μείνουμε στις δάφνες του παρελθόντος δεν θα κάνουμε τίποτε άλλο από το να μιμούμαστε τους Ιουδαίους στην παρακμασμένη περίοδό τους, όταν καυχώνταν και υπερηφανεύονταν για τα παλαιά μεγαλεία τους. Η αποτίμηση του ίδιου του Κυρίου μας στην περίπτωση αυτή είναι δεδομένη και για εμάς: «Ουκ οίδα υμάς» (Ματθ. 25, 12). Δεν σας γνωρίζω. Η εορτή πρέπει να μας προκαλεί σε σκληρή αυτοκριτική και σε απόφαση μέχρι θανάτου να ζήσουμε όπως ο Χριστός και οι Άγιοι. Αν δεν την δούμε έτσι, ίσως καλύτερα να μην αναφερόμαστε σ’ αυτήν, γιατί το μόνο που κάνουμε τότε είναι να σωρεύουμε περισσότερη οργή για εμάς εν τη ημέρα της κρίσεως.