Εἰσήγηση στὴν ἡμερίδα ’’Περί τοῦ Κανονισμοῦ Ἱδρύσεως καὶ Λειτουργίας τῶν Ἱερῶν Ἡσυχαστηρίων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος’’ του Ἀρχιμ. Μεθοδίου Κρητικοῦ Καθηγουμένου Ἱ. Ἡσυχαστηρίου Ἀναστάντος Χριστοῦ Πειραιῶς.
Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012 Διορθόδοξον Κέντρον Ἱ. Μονὴ Πεντέλης.
Μακαριώτατε,
Σεβασμιώτατοι,
Ὁσιώτατοι καθηγούμενοι καὶ καθηγούμεναι
τῶν ἱερῶν Ἡσυχαστηρίων,
Ἐλλογιμώτατοι κύριοι Καθηγηταὶ,
Σεβαστοὶ Πατέρες, Ἀδελφοὶ καὶ Ἀδελφαί,
Ἀφοῦ ζητήσω ταπεινὰ τὶς εὐλογίες καὶ εὐχές σας, καὶ πρὶν εἰσέλθω στὴν παρουσίαση τῆς εἰσηγήσεώς μου, αἰσθάνομαι τὴν ἀνάγκη νὰ εὐχαριστήσω, κατ’ ἀρχὰς τὸν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Ἱερώνυμο, τὴν Ἱερὰ Σύνοδο
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, καθὼς καὶ τὴ συνοδικὴ ἐπιτροπὴ ἐπὶ τοῦ μοναχικοῦ Βίου, ὑπὸ τὴ νηφάλια καὶ διακριτικὴ προεδρεία τοῦ Σεβ. Μητρ. Μονεμβασίας καὶ Σπάρτης κ. Εὐσταθίου, γιὰ τὴν διοργάνωση καὶ σύγκληση τῆς παρούσης Ἡμερίδος.
Εὐχαριστῶ ἐπίσης γιὰ τὴν εὐκαιρία ποὺ μοῦ δίνεται, μὲ ἀφορμὴ τὸ σχέδιο Γενικοῦ Κανονισμοῦ περὶ ἱ. Ἡσυχαστηρίων, νὰ ἐκφράσω, ὄχι ἀπλῶς κάποιες ἀπόψεις, παρατηρήσεις καὶ προτάσεις, ἀλλὰ τὴν πίστη, τὶς ἀγωνίες, τὶς ἀνησυχίες καὶ τὶς ἐλπίδες μας γιὰ τὴν ὀργανικὴ θέση καὶ λειτουργία τῶν ἱ. Ἡσυχαστηρίων ἐντὸς τοῦ σώματος τῆς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Πρὶν ἀπὸ δύο περίπου χρόνια, τὸ Μάρτιο τοῦ 2010, πολλά ἐκ τῶν Ἡσυχαστηρίων ὑποβάλαμε στὴν Ἱ. Σύνοδο τὸ αἴτημα νὰ ἔχουμε μία σχετικὴ ἐνημέρωση, ἐν ὅψει τῆς μελετωμένης καταρτίσεως καὶ ψηφίσεως τοῦ γενικοῦ Κανονισμοῦ περὶ τῶν Ὀρθοδόξων Ἡσυχαστηρίων, σύμφωνα μὲ τὴν ἐξουσιοδότηση τοῦ ἄρθρου 39, παρ. 10 τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Ν.590/77).
Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος, μετὰ ἀπὸ πρόταση τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τοῦ Μοναχικοῦ Βίου, προφανῶς ἀπεδέχθη τὸ αἴτημα αὐτὸ καὶ προέβη στὶς ἀπαιτούμενες ἐνέργειες, τόσο γιὰ τὴν ἐνημέρωση τῶν ἱ. Ἡσυχαστηρίων καὶ τὴν ἀπὸ μέρους τους διατύπωση παρατηρήσεων καὶ προτάσεων, ὅσο καὶ γιὰ τὴ σύγκληση τῆς παρούσης ἡμερίδος, ἡ ὁποία ἔχει σκοπὸ τὴ συζήτηση ἐπὶ τῶν προτάσεων καὶ παρατηρήσεων αὐτῶν.
Πρὶν ὅμως προχωρήσω στὴν παρουσίαση τῶν ἀπόψεων, παρατηρήσεων καὶ προτάσεων, θεωρῶ ἀπαραίτητο, γιὰ τὴν διευκόλυνση τῆς συζητήσεως ποὺ θὰ ἐπακολουθήσει, νὰ ἀναφερθῶ δι’ ὀλίγων, στὴν ἱστορία τῶν ἱ. Ἡσυχαστηρίων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Εἶναι ἀναγκαῖο, νομίζω, νὰ δοθοῦν ἀπαντήσεις σὲ ἐρωτήματα, προβληματισμοὺς, ἴσως καὶ παρεξηγήσεις, σχετικὰ μὲ τὰ ἱ. Ἡσυχαστήρια, τῶν ὁποίων τὸ ζήτημα ἀπέβη, ὡς μὴ ὄφειλε, περίπλοκο καὶ ἀκανθῶδες γιὰ τὴν Ἑκκλησία τῆς Ἐλλάδος.
Συχνὰ ἔχουν διατυπωθεῖ ἀνεπισήμως, ἀλλὰ καὶ ἐπισήμως κρίσεις καὶ ἀμφισβητήσεις περί τῶν ἱ. Ἡσυχαστηρίων. Οἱ ἀμφισβητήσεις αὐτὲς προκαλοῦν, κυρίως σὲ ὃσους ἐγκαταβιοῦμε στὰ ἱ. Ἡσυχαστήρια, σημαντικὰ ἐρωτηματικὰ ἢ ἀκόμη, - ἂς μοῦ ἒπιτραπεῖ νὰ τὸ καταθέσω μὲ πολὺ σεβασμό - καὶ κάποιο παράπονο.
Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρω τὰ ἑξῆς:
1. Ἡ Διαρκὴς Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μὲ ἐγκύκλιο ποὺ ἀπέστειλε πρὸ εἰκοσιπενταετίας ἀκριβῶς πρὸς τοὺς Σεβ. Μητροπολίτες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὑπενθυμίζει ’’προγενεστέραν Συνοδικὴν ἀπόφασιν ἀποτρέπουσαν τὴν ἳδρυσιν καὶ λειτουργίαν Ἱερῶν Ἡσυχαστηρίων, ἢγουν ἰδιωτικῶν Μοναστηρίων, ἐν τῇ δικαιοδοσίᾳ τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὡς θεσμὸν ἀντικείμενον τοῖς Ἱεροῖς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Κανόσι καὶ ταῖς Ἱεραῖς τῆς Μοναστικῆς Πολιτείας Παραδόσεσι’’ .
2. Λίγα ἒτη ἀργότερα, τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 2001, πολιὸς ἱεράρχης, σὲ εἰσήγησή του ἐνώπιον τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μὲ θέμα:’’ Ἡ Ἐκκλησιολογικο-Ἱστορική, Κανονικὴ καὶ Νομική σχέσις Ἐπισκόπου καὶ Μονῶν’’ ἀναφέρει:
« Τὰ Ἡσυχαστήρια εἶναι θεσμὸς ποὺ μπορεῖ νὰ εὓρῃ κανεὶς κάποιες ρίζες του εἰς τὸν ἀναχωρητισμὸν τοῦ ἀρχαίου Μοναχισμοῦ, ἡ ἐμφάνισίς του ὃμως εἰς τὰς ἡμέρας μας ἒχει ὡς αἰτίαν δυτικὴν ἐπίδρασιν καὶ εἶναι ἒκφρασις καὶ προσπάθεια τῶν ἱδρυτῶν των δι’ ἀνεξαρτησίαν καὶ ἀποδέσμευσιν αὐτῶν ἀπό τὴν ἐποπτείαν τοῦ ἐπισκόπου...
...Ἡ ἳδρυσις καὶ ἡ λειτουργία τῶν ἑν Ἑλλάδι Ἡσυχαστηρίων εἶναι μοναχικὸν πρόβλημα, τὸ ὁποῖον ἒχει δημιουργήσει πολλάκις πολλὰ ζητήματα καὶ προστριβὰς μεταξὺ τῶν κατὰ τόπους Ἐπισκόπων καὶ τῶν Διοικήσεων τῶν Ἡσυχαστηρίων, μὲ ἀποτέλεσμα τὸν σκανδαλισμὸν τῶν πιστῶν»
3. Σὲ ἐπίσημη εἰσήγηση πρὸς τὴν Ἱερὰ Σύνοδο «Περί ἱδρύσεως ἢ μὴ Ἡσυχαστηρίων ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ἑλλάδος» ὁ εἰσηγητὴς ἐνημερώνει πὼς τὰ Ἡσυχαστήρια θεωροῦνται μοναστικὰ ἱδρύματα, ἀλλὰ δὲ συνιστοῦν ἀπὸ νομικῆς πλευρᾶς ’’μονάς’’ κατ’ ἀκρίβειαν. Θεωρεῖ πὼς ὀ Κ.Χ./1977 τὰ ἀντιμετώπισε μὲ ρεαλισμό, ὡς δεδομένη κατάσταση (μολονότι ἀντικανονική).
Δὲν θὰ ὰναφέρω περισσότερα στοιχεῖα. Τὰ παραπάνω εἶναι ἀρκετὰ καὶ προέρχονται ἀπὸ πηγὲς ἐπίσημες.
Οἱ κατηγορίες εἶναι σοβαρὲς, καθ’ ὃσον, σύμφωνα πάντοτε μὲ αὐτές, τὰ ἱ. Ἡσυχαστήρια:
1. Εἶναι θεσμὸς «ποὺ ἀντίκειται στοὺς ἱεροὺς Κανόνες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ στὶς ἱερὲς τῆς μοναστικῆς πολιτείας παραδόσεις».
2. Ἀποτελοῦν «μοναχικὸ πρόβλημα, τὸ ὁποῖο ἒχει δημιουργήσει πολλάκις πολλὰ ζητήματα, μὲ ἀποτέλεσμα τὸ σκανδαλισμὸ τῶν πιστῶν».
3. Ἡ ἐμφάνισὶς των στὶς ἡμέρες μας ἒχει ὡς αἲτιον δυτικὴν ἐπίδρασιν.
Ὑποχρεώνομαι νὰ ἀναφερθῶ στὶς παραπάνω ἀπόψεις, διότι δυστυχῶς συνεχίζουν νὰ συζητοῦνται, νὰ ἀναπαράγονται καὶ νὰ θεωροῦνται ὀρθὲς σὲ πολλοὺς ἐκκλησιαστικοὺς κύκλους. Τὸ σοβαρότερο εἶναι ὅτι ἐπηρεάζουν τὴν γνώμη Ἱεραρχῶν, συντηροῦν κλίμα δυσφορίας ἒναντι τῶν ἱ. Ἡσυχαστηρίων ὡς αὐθαιρέτων καὶ ἀσυδότων καὶ προξενοῦν δυσχέρειες στὶς σχέσεις μεταξὺ μερικῶν Ἐπισκόπων καὶ Ἡσυχαστηρίων.
Μὲ ἀνακούφιση διαπιστώνουμε ὅτι ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Γουμενίσσης κ. Δημήτριος, σὲ εἰσήγησή του πρὸς τὴν Ἱερὰ Σύνοδο, τὸν Ἰανουάριο τοῦ 2010, μὲ θέμα «Περὶ τῶν ἱερῶν Ἡσυχαστηρίων», δέχεται καὶ καταθέτει τὶς ἑξῆς σημαντικὲς διευκρινήσεις:
«(Τὰ Ἡσυχαστήρια) εἶναι ’’Μονὲς’’ αὐθύπαρκτες, μὲ νομικὴ ὑπόσταση καὶ αὐτοτέλεια. Κατὰ τὸν τίτλο μόνο συγχέονται μὲ τὰ ’’Ἡσυχαστήρια’’ τῆς Βυζαντινῆς ἐποχῆς, ποὺ ἦταν τόποι ἐφησυχάσεως κατὰ μόνας μελῶν τῆς κυριάρχου Μονῆς καὶ διατελοῦσαν σὲ διοικητικὴ ἐξάρτηση ἀπὸ τὶς Μονές. Σήμερα ἔχουμε οὐσιαστικὰ ’’κοινοβιακὰ μοναστικὰ ἱδρύματα’’ παρόμοια ἐπακριβῶς μὲ τὶς ἄλλες ἱ. Μονὲς στὸ στὸχο καὶ τὶς ἐπαγγελίες, ὅπως ἀναφέραμε, ἀλλὰ μὲ ἰδιαιτερότητες νομικῆς συστάσεως, λειτουργίας καὶ αὐτοτελείας. Δὲν εἶναι ἰδιωτικὲς Μονὲς μὲ τὴν ἰδιοκτησιακὴ ἒννοια τοῦ ὅρου, ἐφ’ ὅσον ἐντάσσονται στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας...
...Γιὰ νὰ μὴ μὰς ξενίζει ἠ ’’ὁρολογία’’, καταλήγω τονίζοντας ὅτι εἶναι ἕνας ὅρος-δάνειο ἀπὸ τὸ παρελθὸν, μὲ πολὺ εὐρύτερη ὅμως σημασία...».
Μὲ βάση τὰ ὅσα δέχεται ὁ Σέβ. Μητροπολίτης Γουμενίσσης καὶ ἐφ’ ὅσον τὰ Ἡσυχαστήρια ἱδρύονται καὶ λειτουργοῦν ὅπως ἀκριβῶς οἱ Ἱ. Κανόνες καὶ οἱ μοναχικὲς παραδόσεις ὁρίζουν, ποῦ ἐντοπίζεται ἡ ἀντικανονικότης τους; Στὸ ὅτι δὲν εἶναι Ν.Π.Δ.Δ.;
Οἱ χαρακτηρισμοὶ Ν.Π.Δ.Δ. γιὰ τὶς ἱ. Μονὲς καὶ Ν.Π.Ι.Δ. γιὰ τὰ ἱ. Ἡσυχαστήρια, μπορεῖ νὰ σημαίνουν ὅτι ὑπάρχει σαφῶς διάκριση μεταξὺ τῶν δύο αὐτῶν τύπων μοναστηρίων, ἀφοροῦν ὅμως μόνο στὶς ἔννομες σχέσεις τῶν μοναστηρίων καὶ ὄχι στὶς σχέσεις τους μὲ τοὺς ἱ. Κανόνες καὶ τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Σῶμα.
Τὰ ἱ. Ἡσυχαστήρια, ὡς Ν.Π.Ι.Δ., καὶ οἱ ἱ. Μονὲς ὡς Ν.Π.Δ.Δ. ἱδρύονται καὶ λειτουργοῦν, ἐξ ἀπόψεως τῶν ἱ. Κανόνων, μὲ τὶς ἴδιες προϋποθέσεις (σύμφωνο γνώμη τοῦ Ἐπισκόπου) καὶ ἐξυπηρετοῦν τὸν ἴδιο σκοπό.
Ἂν ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, εὒλογα τίθεται τὸ ἐρώτημα: ποιὰ ἀνάγκη ὁδήγησε στὴν ἐμφάνιση τοῦ θεσμοῦ τῶν ἱ. Ἡσυχαστηρίων στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος;
Ἀναντίρρητα ἡ μοναχικὴ πολιτεία εἶναι ἰδιάζουσα καὶ οἱ μοναχοὶ ἔχουν τὶς δικές τους ἀσκητικὲς ἐπιδόσεις καὶ ρυθμὸ ζωῆς. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἐμφανίσεώς της, ἡ Ἐκκλησία περιέβαλε μὲ τιμὴ καὶ ἁγάπη τὴ Μοναχικὴ πολιτεία. Ἀνέλαβε ὑπὸ τὴν προστασία της τοὺς μοναχοὺς.
Φρόντισε νὰ ἐξασφαλίσει σὲ αὐτοὺς προϋποθέσεις ἀσφάλειας καὶ ἐλευθερίας ἀπὸ ἐξωτερικὲς ἐπεμβάσεις καὶ παρεμβάσεις, οἱ ὁποῖες μποροῦσαν νὰ ἐπιφέρουν δεσμεύσεις καὶ ἀλλοιώσεις στὴν ἐσωτερικὴ ζωὴ τῶν ἀδελφοτήτων τους.
Ἒτσι, οἱ μοναχοὶ θα μπορουσαν νὰ ἐπιδίδονται στὰ πνευματικά τους ἀγωνίσματα καὶ τὶς διακονίες τοὺς ἀπρόσκοπτα καὶ ἀνενόχλητα κατὰ τὸ δυνατόν.
Τὶς παραπάνω συνθῆκες ἐξασφαλίζει τὸ λεγόμενο «αὐτοδιοίκητο» τῶν ἱερῶν μοναστηρίων.
Ἀρχαία παράδοση ἦταν - καὶ εἶναι - τὸ νὰ διοικεῖται ἑκάστη Μονὴ «ἐλευθέρα καὶ κὰθ’ ἑαυτὴν διεξαγομένη (=αὐτοδιοικούμενη), ἀνεκποίητος καὶ ἀδώρητος», ὅπως γράφει ὁ Κανονολόγος Θεόδωρος Βαλσαμὼν, Πατριάρχης Ἀντιοχείας κατὰ τὸ δωδέκατο αἰῶνα, καταγράφοντας τὴν ἐπικρατοῦσα πρακτική της Ἐκκλησίας, κατὰ τοὺς λεγομένους βυζαντινοὺς χρόνους.
Στὸ Βυζάντιο τὰ Μοναστήρια (μὲ ἐξαίρεση μόνο τὰ λεγόμενα “χαριστικά”, τὰ ὁποῖα περιῆλθαν σὲ φρικτὴ παρακμὴ, λόγῳ τῆς διοικήσεως καὶ διαχειρίσεώς τους ἀπὸ λαϊκούς), ἀπολάμβαναν πολλῆς ἐλευθερίας. Δὲν ἐννοοῦμε τὰ “σταυροπήγια”, τὰ “βασιλικὰ” καὶ τὰ “αὐτοδέσποτα”, τὰ ὁποῖα, μὲ κανονικὴ ἐκκλησιαστικὴ εὐλογία ἀπολάμβαναν ὅλως ἐξαιρετικῶν προνομίων.
Ἐννοοῦμε τὰ κτιτορικά, ποὺ δὲν ἤσαν ὀλίγα καὶ στὰ ὁποῖα γινόταν εὐμενῶς ἀποδεκτὴ ἡ βούληση τῶν κτιτόρων γιὰ τὸν τρόπο διοικήσεως καὶ διαχειρίσεως τους , καθὼς ἐπίσης καὶ τὰ κοινὰ, συνήθη Μοναστήρια. Αὐτὰ τὰ μοναστήρια αὐτοδιοικοῦντο ὅλα, ὑπὸ τὴν ἐποπτεία τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου (τῆς ὁποίας ἐποπτείας ἦταν σαφῆ τὰ ὅρια).
Αὐτὸ τὸ καθεστὼς ἴσχυε καὶ σὲ ὅλη τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, μέχρι τὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγό.
Μετὰ τὴν σύσταση τοῦ νεοελληνικοῦ Κράτους καὶ εἰδικότερα ἀπὸ τὴν περίοδο τῆς Βαυαροκρατίας (1833-1835), οἱ ἱερὲς Μονὲς ὑπήχθησαν στὴν κρατικὴ ἐξουσία καὶ χαρακτηρίστηκαν ὡς Ν.Π.Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.). Ἡ πολιτεία θεώρησε τὰ μοναστήρια κυρίως ὡς ὀργανισμοὺς ποὺ προσφέρουν κοινωνικὲς ὑπηρεσίες, κάτι σὰν τα ὀρφανοτροφεῖα, γηροκομεῖα, οἰκοτροφεῖα. Αὐτὴ ἡ ὑπαγωγὴ τῶν Μονῶν στὰ Νομικὰ Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, ἀλλοίωσε τὰ θεμελιώδη πλαίσια λειτουργίας τους, δηλαδὴ τὸ «ἀνεξάρτητον, αὐτοτελὲς καὶ αὐτοδιοίκητον».
Οἱ παρεμβάσεις καὶ οἱ αὐστηροὶ ἔλεγχοι στὴν διοίκηση καὶ διαχείριση τῶν ἱερῶν Μονῶν ἐπιβλήθηκαν - δυστυχῶς - μὲ τὴ σύμπραξη τῆς τότε Ἐκκλησιαστικῆς Διοικήσεως. Παραθέτω μερικὰ στοιχεῖα:
• Τὸ 1833 περιόρισε τὶς κτηματικὲς ἐνέργειες (δικαιοπραξίες) τῶν Μονῶν.
• Τὸ 1846 ἐπέβαλε ἀπολογισμοὺς καὶ προϋπολογισμοὺς.
• Τὸ 1853 ἐπέβαλε τὴν ἔγκριση ἀδειῶν ἐξόδου καὶ κινήσεως τῶν μοναχῶν.
• Τὸ 1858 ἐπέβαλε τὴν πενταετία τῆς θητείας τοῦ ἡγουμένου.
• Τὸ 1897 ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, δι’ ἐγκυκλίου της δικαιολογεῖ ὡς ἑξῆς τὴν ἐπιβολὴ τῆς παραδόσεως «ἀκριβοῦς ἀπολογισμοῦ ἐσόδων καὶ ἐξόδων»: Ἐπειδὴ «τὰ παρ’ ἡμῖν ὑφιστάμενα μοναστήρια, τὸ παλαιὸν ἐξεπλήρουν τὸν σκοπὸν τῆς συστάσεως αὐτῶν, διότι οἱ ἐν αὐτοῖς μοναχοὶ, ἀφ’ ἑνὸς ἐφρόντιζαν ὑπὲρ τῆς ψυχικῆς αὐτῶν σωτηρίας ... ἀφ’ ἑτέρου δὲ καὶ πολυτρόπως ἐγίνοντο χρήσιμοι τῇ κοινωνίᾳ .... διὰ τῆς φιλοξενίας καὶ παντοδαποῦς ἀγαθοεργίας ... ἀλλ’ ἐν τοῖς καθ’ ἡμᾶς χρόνοις αἱ εὐαγεῖς του Κράτους Μοναὶ (σημείωσις ἡμετ: ὡς Κρατικαὶ ὑπηρεσίαι θεωρούμεναι) δὲν ἀνταποκρίνονται ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ πρὸς τὸν ἀρχικὸν αὐτῶν προορισμὸν» καὶ γι’ αὐτὸ πρέπει, ἐννοεῖται, νὰ ἐλέγχονται οἰκονομικῶς .
(Σαφῶς ὁ οἰκονομικὸς ἔλεγχος δικαιολογεῖται ἐδῶ ὡς συνέπεια παρακμῆς καὶ ὄχι ὡς κανονικὴ συνέπεια).
Ἀκραία ἐκδήλωση αὐτῆς τῆς πολιτειακῆς ἐπεμβάσεως στάθηκε ἡ διάλυση ἑκατοντάδων μονῶν (ἀπὸ τὶς 524 διατηρήθηκαν 146) καὶ ἐν συνεχείᾳ ἡ δήμευση-διαρπαγὴ τῆς περιουσίας τους (Διατάγματα 7ης Ὀκτωβρίου 1833, 9ης Μαρτίου 1834) .
Αὐτὴ ἡ τραγικὴ κατάσταση ὁδήγησε στὴν ὑποβάθμιση καὶ παρακμὴ τῶν μοναστηρίων. Στὴν οὐσία, κατέστησαν τὶς ἱ. Μονὲς ἐξαρτώμενες ὑπηρεσίες, αὐστηρῶς ἐλεγχόμενες, τοὺς μοναχοὺς ὑπαλλήλους καὶ τὸν ἐπίσκοπο σὲ ρόλο διοικητικοῦ οἰκονομικοῦ ἐπόπτου, ὑπόλογου στὸ κράτος καὶ εἰδικότερα στὸ νομάρχη (βλ. Βασιλικὸ Διάταγμα 28ης Ἰουλίου /15ης Σεπτεμβρίου 1858 “Κανονισμὸς περὶ Μοναστηρίων”).
Εἶναι ἐνδεικτικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι στὶς 23 Σεπτεμβρίου τοῦ 1833 ὁ ὑπουργὸς Θρησκευμάτων, σὲ ἐπιτιμητικὴ ἐπιστολή του πρὸς τοὺς συνοδικοὺς Ἀρχιερεῖς, τοὺς χαρακτηρίζει μεταξὺ ἄλλων “ἁπλοὺς δημοσίους λειτουργούς”!
Μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ εὔκολα γίνεται κατανοητὸ το γιατί ἄρχισαν νὰ συγκροτοῦνται ἄτυπες μοναστικὲς ἀδελφότητες ποὺ ἐγκαταβιοῦσαν σὲ ἰδιωτικὰ ἐνδιαιτήματα - Ἡσυχαστήρια.
Διότι ἀκριβῶς εἶχαν ἄτυπη μορφὴ καὶ δὲν ὑπῆρχε περίπτωση παρεμβάσεων, εἴτε κρατικῶν, εἴτε ἐκκλησιαστικῶν, ποὺ θὰ τὰ ὑποχρέωναν νὰ ἐκτρέπονται σὲ σκοποὺς ἄλλους ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἐπέλεξαν οἱ ἱδρυτές τους καὶ κυρίως πέρα ἀπὸ τὴν ἡσυχαστικὴ-μοναστική τους ταυτότητα .
Ἔτσι φθάνουμε στὸν 20ο αἰῶνα.
Εἶναι προφανέστατο σὲ κάθε καλοπροαίρετο ἐρευνητή, ὅτι ἡ ἀνάπτυξη τοῦ θεσμοῦ τῶν Ἱερῶν Ἡσυχαστηρίων ὡς Μονῶν Ἰδιωτικοῦ Δικαίου εἶναι μιὰ κίνηση ἐπιστροφῆς στὰ πλαίσια λειτουργίας τοῦ Μοναχισμοῦ, σύμφωνα πάντοτε πρὸς τοὺς ἱεροὺς κανόνες, τὴν τάξη καὶ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀποφασιστικῆς σημασίας στὸ κίνημα αὐτὸ εἶναι ἡ ἀθόρυβη, ἀλλὰ καὶ σθεναρὴ συμβολὴ τοῦ πνευματοφόρου καὶ θαυματοβρύτου ἁγίου Νεκταρίου, Μητροπολίτου Πενταπόλεως, τὸν ὁποῖο, δὲν θὰ ὑπερβάλλουμε, ἂν τὸν ὀνομάσουμε πνευματικὸ πατέρα καὶ πρωτοστάτη τῶν ἐν Ἑλλάδι ἱ. Ἡσυχαστηρίων.
Τὰ εὔσημα καὶ τὸ κῦρος τῆς ἐκκλησιαστικῆς του συνειδήσεως λίγοι ἔχουν νὰ παρουσιάσουν.
Τὴν ὑπακοὴ καὶ ἀφοσίωσή του στὴν Ἐκκλησία ἀπέδειξε περίτρανα μὲ τὴν ἄρση τοῦ προσωπικοῦ του σταυροῦ. Παρὰ τὴν καταφωρη ἀδικία, τὴν ὁποία ὑπέστη ἀπὸ μέρους ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν, δὲ διαμαρτυρήθηκε, δὲν ἀμφισβήτησε τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς θεσμοὺς, δὲν ἀποστάτησε. Ἴσως αὐτὸ εἶναι τὸ λαμπρότερο μαργαριτάρι στὸ στέφανο τῆς δικαιοσύνης, τὸν ὁποῖο ἐκ Θεοῦ ἔλαβε.
Ἀκολουθώντας μὲ ἀκέραιη συνείδηση τὴν ἐκκλησιαστικὴ κανονικὴ καὶ πατερικὴ παράδοση καὶ τάξη, τῆς ὁποίας, ὄχι μόνο ἐμβριθὴς μελετητής, ἀλλὰ καὶ ζῶσα στηλογραφία ἀνεδείχθη, ζήτησε ἐγγράφως, σταθερά, μὲ ἐπιμονὴ καὶ κατ’ ἐπανάληψη, ἀπὸ τὴν «ἁρμοδίαν ἐκκλησιαστικὴν ἀρχήν», ὅπως γράφει ὁ ἴδιος “τὴν ἔγκρισιν Αὐτῆς πρὸς ἵδρυσιν Παρθενῶνος καὶ ὅπως ἀναγνωρίσῃ αὐτὸν ὡς Ἰδιωτικὴν Μονήν, τελοῦσαν ὑπὸ τὴν προστασίαν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἀθηνῶν ἐξ ἧς ἐξαρτᾶται”.
Ἀρκετὰ ἔτη μετὰ τὴν ὁσιακὴ κοίμησή του καὶ βάσει τῆς ἰδιοχείρου διαθήκης του, στὴν ὁποία διατυπώνει σαφῶς τὴ βούλησή του, ἀνεγνωρίσθη ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Πολιτείας ἡ Μονή του, τῆς Ἁγίας Τριάδος Αἰγίνης, ὡς τὸ πρῶτον “ἡσυχαστήριον εὐσεβῶν γυναικῶν” Ν.Π.Ι.Δ. μὲ τὴν μορφὴ τοῦ ἱδρύματος .
Αὐτὴ ἡ νομικὴ μορφὴ ἱ. Ἡσυχαστηρίου, ποὺ καθιερώθηκε τελικά, ἔχει ἐρείσματα στὴν Ἐκκλ. Παράδοση, ἀφοῦ οἱ ἱερὲς Μονὲς στὸ Βυζάντιο κατατάσσονταν στὰ εὐαγῆ ἱδρύματα καὶ μάλιστα μὲ ἰδιαίτερη νομικὴ προσωπικότητα .
Εἶναι ἐνδεικτικὸ καὶ ἰδιαιτέρως σημαντικὸ τὸ ὅτι καὶ οἱ νεώτεροι γνωστοὶ ὅσιοι γέροντες Πορφύριος Μπαϊρακτάρης, Παΐσιος Ἐζνεπίδης καὶ Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος ἐπέλεξαν σταθερὰ καὶ μετὰ γνώσεως, αὐτὴ τὴ μορφὴ (ΝΠΙΔ) γιὰ τὶς ἱ. Μονὲς, τὶς ὁποῖες ἵδρυσαν.
Ὁ τελευταῖος μάλιστα, μὲ τὴν δαψιλεστατη γνώση τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου καὶ τὸ παροιμιῶδες ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα ποὺ τὸν διέκρινε (“ἀκραιφνέστατο τῆς Ἐκκλησίας κανονολόγο καὶ διαπρύσιο τῆς ἀληθείας κήρυκα” τὸν ὀνόμασε πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν σὲ ἐπιστολὴ του μητροπολίτης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος), σὲ ἐρώτηση κληρικοῦ, πνευματικοῦ του τέκνου, γιατί προτίμησε τὴν ἵδρυση Ἡσυχαστηρίου, ἀντὶ τῆς συνήθους Μονῆς, ἀπάντησε ἐπιγραμματικῶς: «Διότι τὰ Ἡσυχαστήρια εἶναι τὰ πραγματικὰ Μοναστήρια», ἐφ᾿ ὅσον εἰς τὴν νομικὴν των μορφὴν διασφαλίζονται κάλλιον τὰ θεμέλια τῶν ἀνὰ τοὺς αἰῶνας ἀκμασάντων Μοναστηρίων καὶ ἀκολούθως ἡ ἄσκησις ἀπροσκόπτου μοναχικοῦ βίου» .
Γιὰ τὸν ἴδιο προφανῶς λόγο ὁρισμένοι μητροπολίτες, ὄχι ἁπλῶς ἀποδέχθηκαν, ἀλλὰ καὶ ὑπέδειξαν καὶ στήριξαν στὶς ἐπαρχίες τους τὴν ἵδρυση μοναστηρίων μὲ τὴν μορφὴ Ἡσυχαστηρίων (Ν.Π.Ι.Δ.).
Καὶ τὸ σημαντικότερο! Ἡ Ἱ. Σύνοδος, ὡς ὑπεύθυνη ἐκκλησιαστικὴ ἀρχή, δὲ σταμάτησε, σὲ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα ἑνὸς αἰῶνος σχεδόν, καὶ παρὰ τὶς ἐκφραζόμενες ἐπιφυλάξεις καὶ ἀντιρρήσεις, νὰ ἐγκρίνει καὶ ἐπευλογεῖ τὴν ἵδρυση νέων ἱ. Ἡσυχαστηρίων.
Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Γουμενίσσης κ. Δημήτριος, στὴ γνωστὴ περὶ Ἡσυχαστηρίων εἰσήγησή του, δικαιολογεῖ τὴν προτίμηση ἱδρύσεως Ἡσυχαστηρίων ὡς Ν.Π.Ι.Δ, ἀντὶ τῆς ἱδρύσεως ἱ. Μονῶν Ν.Π.Δ.Δ ἀπὸ νέες ἀδελφότητες, ὡς ἀποτέλεσμα, μεταξὺ ἄλλων καὶ τῶν ἑξῆς αἰτίων:
• τῶν παρεμβάσεων τῆς Πολιτείας εἰς τὰ τῆς Ἐκκλησίας (ἀπὸ τοῦ 1833 καὶ ἑξῆς),
• τῆς πρόσφατης κρίσης τοῦ 1987 (μὲ τὸν περίφημο νόμο Τρίτση), ἡ ὁποία ἀπεδείκνυε τὴν ἐμμονὴ τῆς Πολιτείας στὴ λογική του 1833 καὶ ἑξῆς .
• τῆς προκυψάσης νέας ἐξελίξεως μὲ τὸ ΕΤΑΚ ἀναβαθμισμένο σὲ βάρος τῆς ἐπικρατούσης θρησκείας καὶ τῶν Ν.Π.Δ.Δ. (ἃρα καὶ τῶν Μονῶν) .
(Αὐτὰ ἔγραφε ὁ Σεβ. Γουμενίσσης τὸ 2010).
Ὅπως ἀβίαστα ἐξάγεται ἀπὸ τὰ προλεχθέντα, τὰ κανονικῶς καὶ νομίμως ἱδρυθέντα καὶ λειτουργοῦντα ἐντός της δικαιοδοσίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἱερὰ Ἡσυχαστήρια, δὲν εἶναι νεόκοπα μορφώματα δυτικῆς ἢ οἱασδήποτε ἄλλης ἐπιδράσεως, ἀλλὰ ἀποτελοῦν κανονικώτατη μορφὴ ὀρθοδόξων ἱερῶν Μονῶν, χωρὶς τὶς ἀλλοιώσεις καὶ ἐπεμβάσεις ποὺ ἐπιβλήθηκαν στὶς λοιπὲς ἱ. Μονὲς τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τὴ Βαυαροκρατία καὶ μετά.
Μετὰ πολλῆς ἱκανοποιήσεως διαπιστώνουμε, ἰδίως τὸν τελευταῖο καιρὸ, ὅτι ἡ Ἱερὰ Σύνοδος βεβαιώνει τὴν κανονικότητα τῶν ἱ. Ἡσυχαστηρίων καὶ τὴν ὀργανικὴ θέση τους μέσα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ φανερώνει καὶ ἡ φροντίδα γιὰ τὴν ὅσο τὸ δυνατὸν καλύτερη διατύπωση τοῦ γενικοῦ Κανονισμοῦ ποὺ τὰ ἀφορᾷ, μὲ ἀποκορύφωμα τὴν σημερινὴ ἡμερίδα, καθὼς καὶ τὸ ὅτι γιὰ πρώτη φορά, ἀπ’ ὅσο γνωρίζω, ὅρισε ὡς τακτικὸ μέλος τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τοῦ Μοναχικοῦ Βίου, ἡγούμενο ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου.
Μετὰ τὴν ἀναγκαία αὐτὴ ἀναφορὰ στὴν ἱστορία καὶ τὴν κανονικὴ θέση τῶν ἱ. Ἡσυχαστηρίων ἐντός της Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἂς προχωρήσουμε στὸ σχολιασμὸ τῶν σχεδίων τοῦ Νέου Κανονισμοῦ.
Μετὰ ἀπὸ πρόταση τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τοῦ Μοναχικοῦ Βίου, ἡ Διαρκῆς Ἱ. Σύνοδος ἀπέστειλε, κατὰ τὸν μήνα Μάιο τοῦ προηγούμενου ἔτους, 2011 στὰ ἱερὰ Ἡσυχαστήρια τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τὰ προτεινόμενα σχέδια Γενικοῦ Κανονισμοῦ περὶ τῶν ἱ. Ἡσυχαστηρίων:
α) Τὸ ὑπὸ τῆς ὡς ἄνω Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς συνταχθέν, κατόπιν εἰσηγήσεως τοῦ καθηγητοῦ κ. Σ. Κοντογιάννη (ἐφ’ ἑξῆς σχέδιο Α΄).
β) Τὸ ὑπὸ τῆς εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς Νομοτεχνικῆς Ἐπεξεργασίας τοῦ ὡς ἄνω κανονισμοῦ, ὑπὸ τὸν Σέβ. Μητροπολίτην Γουμενίσσης κ. Δημήτριον προταθὲν (ἐφ’ ἑξῆς σχέδιο Β΄),
«προκειμένου ἵνα καταθέσουν ἐγγράφως οἱ Προεστῶτες τῶν ἱ. Ἡσυχαστηρίων τὰς ἀπόψεις των. Αἱ ἀπόψεις αὐται θὰ ἀποτελέσουν θέματα εἰσηγήσεων καὶ συζητήσεων εἰς τὴν ἡμερίδα τῶν Ἱερῶν Ἡσυχαστηρίων, ἡ ὁποία προσεχῶς θὰ πραγματοποιηθεῖ τῇ ἐγκρίσει τῆς Ἱερᾶς Συνόδου (Συνοδ. Ἔγγραφο 2001/2-5-2011)».
Στὴν ἁρμόδια Συνοδικὴ Ἐπιτροπὴ ἐπὶ τοῦ Μοναχικοῦ Βίου διαβιβάστηκαν ἀπαντήσεις ἐκ μέρους 8 ἱερῶν Ἡσυχαστηρίων (ἐπὶ συνόλου 67 ) (Ὑπάρχουν πληροφορίες ὅτι ἀπάντησαν περισσότερα Ἡσυχαστήρια. Οἱ ἀπαντήσεις αὐτὲς ὅμως –ἄγνωστο γιατί- δὲν ἔφθασαν στὴν ἐπιτροπή).
Τὰ σχετικὰ κείμενα, τῶν ὁποίων ἔλαβε γνώση ἡ Ἐπιτροπὴ εἶναι τὰ ἑξῆς:
Α. Οἱ δύο ἀρχικὲς προτάσεις περὶ τοῦ Κανονισμοῦ:
1. Τὸ ὑπὸ τῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τοῦ Μοναχικοῦ Βίου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος προτεινόμενο σχέδιο Κανονισμοῦ περὶ τῶν Ἱερῶν Ἡσυχαστηρίων (σχέδιο Α΄).
2. Τὸ ὑπὸ τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς Νομοτεχνικῆς Ἐπεξεργασίας προτεινόμενο σχέδιο Κανονισμοῦ (σχέδιο Β΄).
Β. Οἱ παρατηρήσεις ποὺ διατυπώθηκαν ὑπὸ τῶν Ἱερῶν Ἡσυχαστηρίων (κατὰ σειρὰ ἡμερομηνίας παραλαβῆς τοῦ κειμένου):
1. Ἱεροῦ Ἠσυχ. Μοναζουσῶν «Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος» (Βασιλικὰ Θεσσαλονίκης)
τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Κασσανδρείας.
2. Ἱεροῦ Ἡσυχ. Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Κουφαλίων
τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Ἐδέσσης-Πέλλης-Ἀλμωπίας.
3. Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου Παναγίας τῶν Βρυούλων
τῆς Ἱ. Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν.
4. Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου «Ἀναστάντος Χριστοῦ»
τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Πειραιῶς
5. Ἱερῶν Ἡσυχαστηρίων (ἀπὸ κοινοῦ):
α) Εὐαγγελιστοὺ Ἰωάννου - Θεολόγου
β) Τιμίου Προδρόμου
γ) Ἁγίου Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκου
δ) Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Ρώσσου
τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Κασσανδρείας.
6. Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου Κεχαριτωμένης Θεοτόκου
τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Ὕδρας, Σπετσῶν καὶ Αἰγίνης
7. Βασιλείου Ε. Νικοπούλου, Ἐπιτίμου Προέδρου τοῦ Ἀρείου Πάγου, “Γνωμοδότηση” (τὴν συνυπέβαλαν μαζὶ μὲ τὰ ὑπομνήματά τους τὰ ἱερὰ Ἡσυχαστήρια τῶν ἱ. Μητροπόλεων Κασσανδρείας καὶ Ἐδέσσης).
Τὰ παραπάνω διαβιβάσθηκαν ἁρμοδίως στὴ Συνοδικὴ ἐπιτροπὴ ἐπὶ τοῦ Μοναχικοῦ Βίου καὶ διανεμήθηκαν στὰ μέλη αὐτῆς.
Γ. Κείμενα, τὰ ὁποῖα κατετέθησαν στὴν ἐπιτροπὴ ἐπὶ τοῦ Μοναχικοῦ Βίου ὑπὸ τῶν συνταξάντων:
1. Παναγ. Μπούμη, Ὁμοτ. Καθηγητοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπ. Ἀθηνῶν, “Ἀρχὲς γιὰ τὴν Ἵδρυση καὶ Λειτουργία Ἡσυχαστηρίων”.
2. Τοῦ αὐτοῦ: “Σχέδιο Κανονισμοῦ περὶ τῶν Ἡσυχαστηρίων”.
3. Σπυρίδωνος Δ. Κοντογιάννη, Ὁμοτ. Καθηγητοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπ. Ἀθηνῶν, Παρατηρήσεις ἐπὶ τοῦ Σχεδίου Κανονισμοῦ “Περὶ τῶν ἐν Ἑλλάδι Ὀρθοδόξων ἱερῶν Ἡσυχαστηρίων” (ἀφοροῦν στὸ β΄ σχέδιο).
Δ. Ἄλλα ἐνδιαφέροντα κείμενα:
1. Γεωργίου Π. Ἀρβανίτη, Προέδρου Ἐφετῶν ἐν συντάξει “Παρατηρήσεις ἐπὶ τῶν Σχεδίων Κανονισμοῦ περὶ ἱερῶν Ἠσυχαστηρίων”.
2. Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου Γενεσίου Θεοτόκου Πανοράματος Θεσσαλονίκης΄.
Οἱ ἀπόψεις καὶ παρατηρήσεις τῶν ἱ. Ἡσυχαστηρίων, μελετήθηκαν ἀπὸ εἰδικὴ ὑποεπιτροπὴ, ποὺ συγκροτήθηκε γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτό, μὲ πρόεδρο τὸ Σεβ. Μητροπολίτη Καστορίας κ.Σεραφεὶμ.
Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ, ὅτι ὁ Σεβασμιώτατος Πρόεδρος, κατὰ τὴν ἔναρξη τῆς συνεδρίας τῆς ὑποεπιτροπῆς, ἐξέφρασε ὡς πρώτη καὶ βασική του θέση τὴν ἄποψη ὅτι πρέπει νὰ γίνουν ἀποδεκτὲς οἱ παρατηρήσεις καὶ νὰ ἱκανοποιηθοῦν ὅλα τὰ αἰτήματα-προτάσεις τῶν ἱερῶν Ἡσυχαστηρίων.
Ὡς βάση τῆς συζητήσεως, σύμφωνα μὲ τὴν κρίσιν τῆς ὑποεπιτροπῆς, παρέμεινε τὸ σχέδιο Α΄, (τὸ ὑπό τῆς Ἐπιτροπῆς ἑπὶ τοῦ Μοναχικοῦ Βίου προτεινόμενο). Οἱ διατάξεις του, διατυπωμένες μὲ σαφῆ, ἀλλὰ καὶ ἁπλούστερο τρόπο, διατηροῦν περισσότερο τὸ χαρακτήρα «πλαισίου» καὶ ἐγείρουν λιγότερες ἀντιρρήσεις καὶ ἐπιφυλάξεις.
Πολλὲς ἀπὸ τὶς ἐπεξηγήσεις ποὺ ἔχουν διατυπωθεῖ στὸ σχέδιο Β εἶναι χρήσιμες, ἄλλες ὅμως ἐγείρουν ἀμφισβητήσεις καὶ προβληματισμούς. Ἀξιόλογα ἐπ’ αὐτοῦ ἐπιχειρήματα καταγράφονται στὰ ὑπομνήματα τῶν ἱ. Ἡσυχαστηρίων, καθὼς καὶ στὶς «Παρατηρήσεις ἐπὶ τοῦ Σχεδίου Κανονισμοῦ» τοῦ Καθηγητοῦ κ. Σπ. Δ. Κοντογιάννη.
Τὰ συμπεράσματα τῆς ὑποεπιτροπῆς παρουσιάσθηκαν καὶ συζητήθηκαν σὲ εἰδικὴ συνεδρία τῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τοῦ Μοναχικοῦ Βίου.
Στὴ συνεδρία αὐτὴ διαμορφώθηκε τὸ «Προτεινόμενον Σχέδιον Κανονισμοῦ περὶ τῶν ἱερῶν Ἡσυχαστηρίων», προκειμένου νὰ συζητηθεῖ στὴν παροῦσα ἡμερίδα.
Παρατηρήσεις καὶ προτάσεις ἐπὶ τοῦ Προτεινομένου Σχεδίου Κανονισμοῦ περὶ ἱ. Ἡσυχαστηρίων.
Α. Ὁ ὑπὸ ψήφιση Κανονισμὸς πρέπει νὰ εἶναι ἐναρμονισμένος:
1. Μὲ τὴ σχετικὴ ἐξουσιοδοτικὴ διάταξη τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου (ἄρθρο 39, παρ. 10), ἡ ὁποία ὁρίζει ὅτι: «Διὰ κανονιστικῶν ἀποφάσεων τῆς Διαρκοῦς Ἱ. Συνόδου, ἐγκρινομένων ὑπὸ τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας καὶ δημοσιευομένων διὰ τῆς ἐφημερίδος τῆς Κυβερνήσεως, θεσπίζονται τὰ πλαίσια λειτουργίας τῶν ἐν τῇ περιοχῇ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος Ὀρθοδόξων Ἡσυχαστηρίων, ἅτινα ἱδρύονται ὡς νομικὰ πρόσωπα ἰδιωτικοῦ δικαίου κατὰ τὰς κειμένας διατάξεις καὶ λειτουργοῦν ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ ἱδρυτικοῦ αὐτῶν κανονισμοῦ».
Ὁ ὑπὸ ἔκδοσιν Κανονισμὸς ὀφείλει ἑπομένως νὰ περιλάβει ρυθμίσεις μέσα στὰ ὅρια καὶ τὶς κατευθύνσεις ποὺ διαγράφει ἡ ἐξουσιοδοτικὴ διάταξη καὶ ὁλόκληρος ὁ νόμος ποὺ τὴν περιέχει, δηλαδή:
• Τὰ Ἡσυχαστήρια εἶναι νομικὰ πρόσωπα ἰδιωτικοῦ δικαίου.
• Τὰ Ἡσυχαστήρια διακρίνονται σαφῶς ἀπὸ τὶς ἱ. Μονὲς Δημοσίου δικαίου.
• Λειτουργοῦν ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ ἱδρυτικοῦ τους κανονισμοῦ (καὶ ὄχι βάσει κρατικῆς νομοθεσίας).
2. Μὲ τοὺς ἰεροὺς Κανόνες καὶ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιαστικὴ Παράδοση, τὰ ὁποῖα διασφαλίζουν «τὸ αὐτοδιοίκητον» τῶν ἐντός τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ σώματος λειτουργούντων Μοναστικῶν Καθιδρυμάτων.
3. Μὲ τὶς διατάξεις τοῦ Συντάγματος καὶ τοὺς Νόμους τοῦ Κράτους, ὥστε νὰ διασφαλισθεῖ ἡ βιωσιμότητα τοῦ Κανονισμοῦ καὶ νὰ μὴν καταπέσει ἢ ἀκυρωθεῖ ὡς ἀντισυνταγματικός .
Β. Ὁ νέος Κανονισμὸς θὰ διέπει τὰ Ἡσυχαστήρια, τὰ ὁποῖα θὰ ἱδρύονται ἀπὸ τῆς ἰσχύος του καὶ ἑξῆς. Ὅσα ἔχουν ἤδη ἱδρυθεῖ κανονικῶς καὶ νομίμως, θὰ ἐξακολουθήσουν νὰ διέπονται ἀπὸ τὴν ἱδρυτική τους πράξη, τὸν ἐγκεκριμένο ἱδρυτικὸ Κανονισμὸ τους (καταστατικὸ) καὶ τὴν ἐγκριτικὴ ἐκκλησιαστικὴ καὶ κρατικὴ πράξη, τὰ ὁποῖα ἑδράζονται:
• Ἐπὶ τῆς ρητῶς ἐκπεφρασμένης καὶ ἀμετάκλητης βουλήσεως τῶν ἱδρυτῶν,
• ἐπὶ τῆς κανονικῶς παρασχεθείσης Ἐκκλησιαστικῆς ἐγκρίσεως καὶ εὐλογίας (ὑπὸ τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου καὶ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου),
• ἐπὶ τοῦ νομίμως ἐκδοθέντος καὶ ἔχοντος στὴ συγκεκριμένη περίπτωση ἰσχὺν νόμου βασιλικοῦ ἢ προεδρικοῦ διατάγματος .
• ἐπὶ τῆς διατάξεως τοῦ Συντάγματος (ἄρθρον 109), τὸ ὁποῖο ὁρίζει τὸ ἀμετάβλητόν της βουλήσεως καὶ τῶν ὅρων διαθήκης ἢ δωρεᾶς ὑπὲρ κοινωφελοῦς σκοποῦ.
Οἱ ὃροι αὐτοὶ κατὰ τὸ Σύνταγμα εἶναι δεσμευτικοὶ καὶ ἑπομένως, οὔτε ἐμμέσως, οὔτε ἀμέσως μποροῦν νὰ τροποποιηθοῦν διὰ κανονιστικῆς πράξεως .
Γ. Ἐπὶ τῶν ἄρθρων τοῦ Προτεινομένου Κανονισμοῦ ἐπισημαίνονται καὶ προτείνονται τὰ ἑξῆς:
Ἄρθρο 1ο
«Τὰ προβλεπόμενα εἰς τὸ ἄρθρον 39 παρ. 10 τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Ν. 590/1977) Ἡσυχαστήρια ἱδρύονται ὡς νομικὰ πρόσωπα ἰδιωτικοῦ δικαίου μὴ κερδοσκοπικοῦ χαρακτῆρος, κατὰ τὰς κειμένας διατάξεις, συνιστοῦν Ἱ. Μονὴν κατὰ τὴν ἔννοιαν τοῦ ἄρθρου 39 παρ. 1 τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου καὶ λειτουργοῦν ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ ἱδρυτικοῦ αὐτῶν Κανονισμοῦ».
Ἐκ μέρους ὁρισμένων ἱ. Ἡσυχαστηρίων, καθὼς καὶ ἐξ ἑνὸς ἀπὸ τὰ μέλη τῆς ἐπιτροπῆς Μοναχικοῦ Βίου ἐκφράσθηκαν ἐπιφυλάξεις σχετικὰ μὲ τὴ διατύπωση, ὅτι τὰ Ἡσυχαστήρια «συνιστοῦν ἱερὰν Μονὴν, κατὰ τὴν ἔννοιαν τοῦ ἄρθρου 39 παρ. 1 τοῦ Κ.Χ.».
Θεωρεῖται ὡς ἐνδεχόμενο ἡ διατύπωση αὐτὴ νὰ προξενήσει σύγχυση μεταξὺ ἱερῶν Μονῶν Δημοσίου Δικαίου καὶ ἱ. Ἡσυχαστηρίων.
Χωρὶς ἀμφισβήτηση ὁ Κ.Χ. διαστέλλει σαφῶς τὶς ἱερὲς Μονὲς (Ν.Π.Δ.Δ.) ἀπὸ τὰ ἱερὰ Ἡσυχαστήρια (Ν.Π.Ι.Δ.). Ἡ διαστολὴ αὐτὴ ἀφορᾷ ὁπωσδήποτε τὴ νομικὴ ὑπόσταση, τὶς κατὰ νόμον σχέσεις καὶ τὰ ὅσα αὐτὰ συνεπάγονται γιὰ τὸν κάθε τύπο μοναστικοῦ καθιδρύματος. Ὁ σκοπὸς ὅμως καὶ τῶν δύο τύπων ὄντως συμπίπτει. Οἱ μοναχοὶ ὅλων τῶν Μοναστηρίων οἱουδήποτε τύπου ἔχουν ἕνα καὶ τὸν αὐτὸ σκοπό, τὴν κατὰ Χριστὸν ζωή, μὲ τὴν τήρηση τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν, τῶν μοναχικῶν ἐπαγγελιῶν καὶ τὴ συμμόρφωση πρὸς τοὺς κανόνες ποὺ διέπουν τὴν Ἀγγελικὴ Πολιτεία, ὅπως τοὺς παρέδωσαν οἱ θεοφόροι Πατέρες .
Εἶναι ἐπίσης ἐκτὸς κάθε ἀμφισβητήσεως τὸ ὅτι ἡ πρόθεση καὶ βούληση τῶν ἱδρυτῶν τῶν ἱ. Ἡσυχαστηρίων ἦταν (καὶ εἶναι) νὰ συστήσουν ἱ. Μονές, σύμφωνα μὲ τὴν ἀπὸ αἰώνων μοναστικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, καθὼς οἱ ἱ. Κανόνες ὁρίζουν. Αὐτὸ φαίνεται ξεκάθαρα στὰ σχετικὰ κείμενα τῶν ἁγ. Νεκταρίου, ἀρχιμ. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, γέροντος Παϊσίου κ.ἂ.
Εἶναι ὅμως ἐπίσης σαφέστατη καὶ ρητῶς ἐκπεφρασμένη ἡ βούλησὴ τους νὰ διασφαλίσουν τὴ διοικητικὴ καὶ διαχειριστικὴ αὐτοτέλεια τῶν μονῶν αὐτῶν (τὸ αὐτοτελές, αὐτοδιοίκητον καὶ ἀνεξάρτητον). Αὐτὴν τὴν αὐτοτέλεια, τὴν ὁποία ὅπως δείξαμε στὸ α´ μέρος τῆς εἰσηγήσεώς μας, ἀπολάμβαναν ὅλες οἱ Ἱ. Μονὲς, μέχρις ὅτου ἄρχισαν οἱ παρεμβάσεις τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους ἀπὸ τοῦ ἔτους 1833 καὶ ἑξῆς.
Οἱ παρεμβάσεις αὐτὲς περιόρισαν στὸ ἐλάχιστο τὴν αὐτοτέλεια αὐτή, κάποτε μάλιστα καὶ τὴν κατέλυσαν.
Ἤδη σύμφωνα μὲ τὸν Κ.Χ. οἱ ἱερὲς Μονὲς εἶναι Νομικὰ Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (ἄρθρο 1,4), γιὰ τὰ ὀποῖα μεταξὺ ἄλλων ἰσχύουν καὶ τὰ ἑξῆς:
α) μποροῦν νὰ ἱδρυθοῦν, συγχωνευθοῦν, ἀκόμη καὶ νὰ διαλυθοῦν μὲ προεδρικὸ διάταγμα ποὺ ἐκδίδεται μετὰ σύμφωνον γνώμην τοῦ ἐπιχωρίου ἀρχιερέως καὶ ἔγκρισιν τῆς Δ.Ι.Σ, προτάσει τοῦ Ὑπουργοῦ Ἐθνικῆς Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων (ἄρθρο 39, πάρ. 3). (Κανένας λόγος δὲν γίνεται γιὰ τὴν θέση τῶν ἐγκαταβιούντων σὲ αὐτὰ μοναχῶν σὲ περίπτωση π.χ. συγχωνεύσεως ἢ διαλύσεως).
β) Ἐὰν ἡ ἀδελφότητα μειωθεῖ κάτω τῶν 5 ἐγκαταβιούντων ἀδελφῶν, ὁ ἡγούμενος καὶ τὰ μέλη τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου ὁρίζονται ὑπὸ τοῦ ἐπιχωρίου ἀρχιερέως (ἄρθρο 39, πάρ. 3).
γ) «Οἱ ἀποφάσεις τῶν μοναστικῶν συμβουλίων εἶναι προπαρασκευαστικοῦ χαρακτήρα καὶ ἔχουν ἰσχὺ μόνον, ἐφόσον ἐπικυρωθοῦν ἀπὸ τὴν ἀνωτέρα ἐκκλησιαστικὴ ἀρχή» .
Μετὰ τὶς διατυπώσεις αὐτὲς γίνονται φανεροί οἱ λόγοι γιὰ τοὺς «ὁποίους ἡ νομικὴ διασφάλιση τοῦ κανονικοῦ «αὐτοδιοίκητου» τῶν ἱ. Ἡσυχαστηρίων καθίσταται ἐφικτὴ σύμφωνα μὲ τοὺς ἰσχύοντες στὸ Ἑλληνικὸ Κράτος νόμους, μόνο διὰ τῆς ἱδρύσεως καὶ λειτουργίας αὐτῶν ὡς Νομικῶν Προσώπων Ἰδιωτικοῦ Δικαίου, μὲ τὸν ἀποσαφηνιστικὸ χαρακτηρισμὸ ὡς αὐτοτελῶν, αὐτοδιοικήτων καὶ ἀνεξαρτήτων.
Δὲν πρέπει ὅμως νὰ μᾶς διαφεύγει ὅτι, πέρα ἀπὸ τοὺς νόμους, οἱ ἐγκαταβιοῦντες στὰ ἱ. Ἡσυχαστήρια ἐπιθυμοῦν καὶ ἐπιλέγουν ἐν πλήρει συνειδήσει τὴν κανονική τους ἐξάρτηση ἀπὸ τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Σῶμα, ζητοῦν καὶ λαμβάνουν τὸ μοναχικὸ σχῆμα κατὰ τὰ μοναχικὰ θέσμια, ἐξαιτοῦνται καὶ θέλουν τὴν κανονικὴ εὐλογία, καθὼς καὶ τὴν πνευματικὴ ἐποπτεία καὶ προστασία τοῦ ἐπισκόπου , γι’ αὐτὸ καὶ αὐτοβούλως καὶ ἐλευθέρως ὑπάγονται σὲ αὐτὸν «μὴ ἐκ τινος ἀνάγκης ἢ βίας».
Ἡ μοναχικὴ παράδοση καὶ οἱ ἱ. Κανόνες δὲν ἀναγνωρίζουν μοναχικὴ ἰδιότητα ἐκτὸς μοναστηρίου, μὲ ὅ,τι αὐτὸ σημαίνει κατὰ αὐτοὺς, (ἂς θυμηθοῦμε τὴν ὑπόσχεση ποὺ δώσαμε ὡς μοναχοὶ κατὰ τὴν ἀκολουθία τῆς κουρᾶς, ὅταν ἀπαντήσαμε στὸ ἐρώτημα «Παραμένεις ἐν τῷ Μοναστηρίῳ καὶ τῇ ἀσκήσει, ἕως ἐσχάτης σου ἀναπνοῆς;»).
Θρησκευτικὲς καὶ ὀρθόδοξες κατὰ πάντα ἑνώσεις μποροῦν νὰ ἱδρύονται καὶ νὰ αὐτοτιτλοφοροῦνται ὅπως θέλουν, ὄχι ὅμως μὲ μοναχικὴ τάξη καὶ μοναχικὸ σχῆμα, τὰ ὁποῖα προϋποθέτουν εἰδικὴ ἐκκλησιαστικὴ διαδικασία.
Ὁ ὅρος Ἡσυχαστήριον, καθιερώθηκε, ὄχι γιὰ νὰ σημάνει κάτι καινούριο, διαφορετικὸ ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ ἡ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση ὀνομάζει μονή, ἀλλὰ, γιὰ νὰ ἐκφράσει τὴ νομικὴ ἔννοια «Ἱ. Μονὴ Ἰδιωτικοῦ Δικαίου». Στὸν ἰσχύοντα κανονισμὸ «Περὶ τῶν ἐν Ἑλλάδι Ὀρθοδόξων Μονῶν καὶ Ἡσυχαστηρίων» (39/12-6-1972), στὸ ἄρθρο 5 ἀναγράφεται: «Ἱ. Μοναὶ Ἱδιωτικοῦ Δικαίου (Ἡσυχαστήρια)». Κατὰ τοῦτο, ὠς πρὸς τὴ νομικὴ του ὑπόσταση, διακρίνεται τὸ Ἡσυχαστήριο (Ἰδιωτικοῦ Δικαίου) ἀπὸ τὶς ἱ. Μονὲς (Δημοσίου Δικαίου).
Ἐὰν ὡστόσο ὑπάρχουν ἐπιχειρήματα γιὰ ἐνδεχόμενη σύγχυση στὶς κατὰ νόμον σχέσεις κι ἐφ᾿ ὅσον ἡ φράση: «...συνιστοῦν ἱερὰν Μονὴν κατὰ τὴν ἔννοιαν τοῦ ἄρθρου 39 παρ. 1 τοῦ Κ.Χ.» σημαίνει κάτι, αὐστηρῶς καθορισμένο γιὰ τὸ Νόμο, θὰ μποροῦσε νὰ ἀντικατασταθεῖ ἡ φράση αὐτή, μὲ τὴ φράση: «...καὶ συνιστοῦν Ἱ. Μονὴν (ἢ ...συνιστοῦν Μοναστήριον ) κατὰ τὰ ὁριζόμενα ὑπὸ τῶν Ἱερῶν Κανόνων».
Στὸ τέλος τοῦ ἄρθρου εἶναι ἀπαραίτητο νὰ προστεθεῖ τὸ ὁριζόμενο ὑπὸ τοῦ Κ.Χ. «...καὶ λειτουργοῦν, (ἐννοεῖται “ἓκαστον”), ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ ἱδρυτικοῦ αὐτῶν Κανονισμοῦ».
Ἄρθρο 2ο
«Τὰ Ἡσυχαστήρια ἱδρύονται μετὰ σύμφωνον γνώμην τοῦ ἐπιχωρίου Ἀρχιερέως καὶ τελοῦν ὑπὸ τὴν πνευματικὴν αὐτοῦ προστασίαν».
Σὲ ὅλα σχεδὸν τὰ ὑπομνήματα τῶν ἱ. Ἡσυχαστηρίων ὑπάρχει ἡ παρατήρηση ὅτι ἡ ἀνωτέρω διατύπωση εἶναι προτιμότερη ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄλλη, ὡς ἀπολύτως σαφής καὶ παραπέμπουσα στὸ δ´ Κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου:
Ἀπὸ νομικὴ ἄποψη ἡ διάταξη αὐτὴ ἐλέγχεται ὡς προσκρούουσα στὸ ἄρθρο 12 παρ. 1 τοῦ Συντάγματος, τὸ ὁποῖο ὁρίζει ὅτι δὲν ἐπιτρέπεται ἡ διὰ νόμου ἐξάρτηση τῆς ἀσκήσεως τοῦ δικαιώματος τῆς συστάσεως ἑνώσεων καὶ μὴ κερδοσκοπικοῦ χαρακτήρα σωματείων ἀπὸ προηγούμενη ἄδεια», ὅποτε ὁ Κανονισμὸς ἐκτίθεται σὲ κίνδυνο ἀντισυνταγματικότητος .
Ἐφ’ ὃσον ὅμως οἱ ἱδρύοντες Ἡσυχαστήριο ἐπιλέγουν τὴ σύσταση «μοναστηρίου», σύμφωνα μὲ ὅσα ἀναφέραμε στὸν σχολιασμὸ τοῦ προηγούμενου ἄρθρου (1), ἡ σύμφωνος γνώμη τοῦ ἐπισκόπου εἶναι θεμελιῶδες στοιχεῖο οἱασδήποτε μορφῆς μοναστικοῦ καθιδρύματος, τὸ ὁποῖο ἐντάσσεται κανονικῶς στὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα καὶ οἱ ἐγκαταβιοῦντες σὲ αὐτὸ λαμβάνουν τὸ μοναχικὸ σχῆμα.
Ἑπομένως, ἡ ἐν λόγῳ διάταξη ἰσχύει μόνο γιὰ ἐκείνους ποὺ ἐλευθέρως καὶ ἑκουσίως ἐπιλέγουν νὰ ὑπαχθοῦν στὴν πνευματικὴ δικαιοδοσία τοῦ ἐπιχωρίου ἀρχιερέως, τοῦ ὁποίου τὴν ἄδεια ζητοῦν .
Ἡ διάταξη αὐτὴ δὲν ἐμποδίζει ὁποιουσδήποτε ἄλλους νὰ συνιστοῦν θρησκευτικὲς ἑνώσεις, χωρὶς νὰ δεσμεύονται (ἢ νὰ αὐτοδεσμεύονται) ἀπὸ ὅσα ἡ ἐκκλησιαστικὴ – μοναχικὴ τάξη ὁρίζει.
Ἄρθρο 3ο
«Σκοπὸς τῶν Ἡσυχαστηρίων εἶναι ἡ ἐν κοινοβιακῇ πολιτείᾳ ἀδιάλειπτος τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ δοξολογία, ἡ διὰ λειτουργικῶν καὶ κατ' ἰδίαν προσευχῶν, διὰ συνεχοῦς κατὰ Θεὸν ἀσκήσεως καὶ ἐν ἁγίαις διακονίαις νέκρωσις τῶν παθῶν τῶν ἐν αὐτοῖς ἐνασκούμενων καὶ ἡ ὑπ' αὐτῶν τελεία βίωσις τῆς κατὰ Θεὸν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ μυστικῆς ζωῆς, ὁδηγούσης εἰς ψυχικὴν αὐτῶν σωτηρίαν καὶ θέωσιν».
Παραμένει ὡς ἔχει, δὲ διατυπώθηκαν παρατηρήσεις.
Ἄρθρο 4ο
«Ἡ ὀργάνωσις καὶ προαγωγὴ τοῦ πνευματικοῦ βίου τῶν Ἡσυχαστηρίων καὶ ἡ διοίκησις αὐτῶν καθορίζονται διὰ τοῦ ἱδρυτικοῦ Κανονισμοῦ, συμφώνως πρὸς τοὺς ἱεροὺς κανόνας, τὰς μοναστικάς παραδόσεις καὶ τοὺς νόμους τοῦ Κράτους. Ὁ Ἱδρυτικὸς Κανονισμὸς διαλαμβάνει ὑποχρεωτικῶς περὶ τῆς ἐπωνυμίας τοῦ Ἡσυχαστηρίου, τῆς ἕδρας, τοῦ σκοποῦ, τῆς διοικήσεως, τῶν μελῶν, τῆς διαλύσεως καὶ τῆς τύχης τῆς περιουσίας αὐτῶν».
Ἀπὸ μέρους ὁρισμένων Ἡσυχαστηρίων ἐκφράζεται ἡ γνώμη ὃτι πρέπει νὰ ἀντικατασταθεῖ ὁ ὅρος ἐπωνυμία μὲ τὸν ὄρο ὀνομασία, ὡς πλέον κατάλληλος γιὰ τὰ Ἡσυχαστήρια καὶ ἐν γένει τὶς ἱ. Μονές.
Ἂν ὑπάρχει σοβαρὸς λόγος γι’ αὐτὴ τὴν ἀλλαγὴ, ἂς εἰπωθεῖ κατὰ τὴν συζήτηση ποὺ θὰ ἐπακολουθήσει.
Πάντως ἡ ἔννοια τῆς ἐπωνυμίας συναντᾶται στὴν παράδοση σὲ σχέση μὲ τὰ ἱερὰ Μοναστήρια: π.χ. στὸ βίο τοῦ ἁγ. Γερασίμου τοῦ ἐν Κεφαλληνίᾳ διαβάζουμε: «..Μετὰ δὲ ταῦτα ᾠκοδόμησε ὁ Ὅσιος καὶ κελλία διάφορα καὶ περίφραγμα εἰς αὐτά, καὶ Μοναστήριον τέλειον κατέστησεν, ἐπωνόμασε δὲ τοῦτο «Νέαν Ἰερουσαλήμ» .
Ἄρθρο 5ο
«Ὁ ἱδρυτικὸς κανονισμὸς καὶ αἱ τροποποιήσεις αὐτοῦ ὑποβάλλονται εἰς τὸν οἰκεῖον Μητροπολίτην, πρὸς βεβαίωσιν ὅτι τυγχάνουν σύμφωνοι πρὸς τοὺς ἱεροὺς κανόνας, τὰς μοναστικάς παραδόσεις καὶ τοὺς νόμους τοῦ κράτους. Ἐν διαφωνίᾳ, αὕτη ἐπιλύεται παρὰ τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, μετὰ γνώμην τῆς ἁρμοδίας ἐπὶ τοῦ Μοναχικοῦ Βίου Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς.
Ὁ ἐγκριθεὶς Ἱδρυτικὸς Κανονισμός, διαπεμπόμενος ὑπὸ τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου, δημοσιεύεται διὰ τοῦ ἐπισήμου δελτίου «ΕΚΚΛΗΣΙΑ» πρὸς ἐνημέρωσιν».
Ἡ διάταξη τοῦ σχεδίου Β΄ «ἐν διαφωνίᾳ αὓτη ἐπιλύεται παρὰ τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου (ἀντὶ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας)...» κρίθηκε ὡς πρακτικῶς προτιμότερη. Καθὼς καὶ ἡ τελευταία διάταξη:
«Ὁ ἐγκριθεὶς Ἱδρυτικὸς Κανονισμὸς, διαπεμπόμενος ὑπὸ τοῦ οἰκείου μητροπολίτου, δημοσιεύεται διὰ τοῦ ἐπισήμου δελτίου «Ἐκκλησία» πρὸς ἐνημέρωσιν.
Ἄρθρο 6ο
«Ὁ Μητροπολίτης ἀσκεῖ ἐπὶ τῶν Ἡσυχαστήριων τῆς ἐπαρχίας αὐτοῦ τὴν κατὰ τοὺς ἱεροὺς κανόνας πνευματικὴν ἐποπτείαν διὰ τὴν κανονικὴν μνημόνευσιν τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ ἐν ταῖς Ἱεραῖς Ἀκολουθίαις, τὴν χειροθεσίαν τοῦ ἡγουμένου, τὴν ἔγκρισιν τῆς κουρᾶς τῶν μοναχῶν, τὴν ἀνάκρισιν τῶν κανονικῶν παραπτωμάτων, τὴν μέριμνα διὰ τὴν κατὰ τοὺς ἱεροὺς κανόνας λειτουργίαν τοῦ Ἡσυχαστηρίου καὶ τὸν ἔλεγχον τῆς νομιμότητος τῆς οἰκονομικῆς διαχειρίσεως αὐτοῦ, διὰ τῆς ἐγκρίσεως τοῦ προϋπολογισμοῦ καὶ ἀπολογισμοῦ».
Στὸ ἄρθρο αὐτὸ γίνεται ἡ ἀπαραίτητη ἀναφορὰ στὰ κανονικὰ δικαιώματα τοῦ οἰκείου μητροπολίτου. Ὅσα ἀναγράφονται ἐδῶ, προβλέπονται σαφῶς ὑπὸ τῶν ἱερῶν Κανόνων καὶ ἐν γένει τῆς Παραδόσεως, ἐκτός της τελευταίας διατυπώσεως περὶ ἐλέγχου τῆς νομιμότητος τῆς οἰκονομικῆς διαχειρίσεως.
Πρόκειται οὐσιαστικὰ γιὰ τὴ σοβαρότερη ἀλλαγὴ στὶς ρυθμίσεις ποὺ προτείνονται ἀπὸ τὸ σχέδιο τοῦ νέου κανονισμοῦ.
Σὲ ὅλα τὰ ἀποσταλέντα ὑπὸ τῶν ἱ. Ἡσυχαστηρίων κείμενα ἀπόψεων, διατυπώνονται σοβαρὲς ἐπιφυλάξεις ὡς πρὸς τὴ διάταξη αὐτὴ, ἡ ὁποία, ὡς βεβαιώνουν ἔγκριτοι κανονολόγοι, δὲν προβλέπεται ὑπὸ τῶν ἱερῶν Κανόνων, οὔτε μαρτυρεῖται στὴν παράδοση τοῦ μοναχισμοῦ.
Γράφει σχετικῶς ὁ π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος:
Οὔτε αἱ κρατικαί, ἀλλ’ οὔτε αἱ ἐκκλησιαστικαὶ ἀρχαὶ δὲν ἀνεμειγνύοντο εἰς τὴν διοίκησιν καὶ τὴν διαχείρισιν τῶν οἰκονομικῶν τῶν Μοναστηρίων. Ἁπλῶς ἐπετήρουν καὶ ἐπώπτευον. Ὁ κανονολόγος Θεόδωρος Βαλσαμών, Πατριάρχης Ἀντιοχείας, λέγει ἑρμηνεύων τὸν Α´ Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, ὁ ὁποῖος ἀπαιτεῖ ἄδειαν τοῦ ἐπιχωρίου Ἐπισκόπου διὰ τὴν ἵδρυσιν Μοναστηρίου: «...οὐκ ἐνεδόθη (ὑπὸ τοῦ Κανόνος) τῷ Ἐπισκόπῳ κατεξουσιάζειν τοῦ Μοναστηρίου, ὡς δεσποτικῶς (=κυριαρχικῶς, ἰδιοκτησιακῶς) διαφέροντος (=ἀνήκοντος) τῇ ἐκκλησίᾳ αὐτοῦ (δηλαδή, ὡς ἐὰν ἀπετέλει ἰδιοκτησίαν τῆς Ἐπισκοπῆς του)• ἀλλ’ ἔχειν μόνα δίκαια (=δικαιώματα) ἐπισκοπικὰ ἐπ’ αὐτῶ. Εἰσὶ δὲ ταῦτα: ἀνάκρισις τῶν ψυχικῶν σφαλμάτων, ἐπιτήρησις τῶν διοικούντων αὐτῷ, (σήμ. ἡμετέρα: ἐπιτήρησις, ἐποπτεία• ὄχι ἀναμείξεις καὶ παρεμβάσεις εἰς τὰ τῆς διοικήσεώς του), ἀναφορὰ τοῦ ὀνόματος τούτου καὶ σφραγὶς (=χειροθεσία, εὐλογία) ἡγουμένου. Συντηρηθήσεται οὖν ἡ Μονὴ ἐλευθέρα καὶ καθ’ ἑαυτὴν διεξαγομένη (=αὐτοδιοικουμένη), ἀνεκποίητος καὶ ἀδώρητος. Ὁ δὲ κατὰ χώραν Ἀρχιερεὺς ἕξει ἐπ’ αὐτῇ μόνα τὰ ρηθέντα ἐπισκοπικὰ δίκαια».
Ἀπευθυνόμενος μάλιστα ὁ ἴδιος ὁ π. Ἐπιφάνιος πρὸς τὸ μακαριστὸ Μητροπολίτη Ὕδρας κ. Ἱερόθεο, ὅταν τοῦ ἔστειλε πρὸς ἔγκριση τὸν Ἱδρυτικὸ κανονισμὸ τοῦ Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου Κεχαριτωμένης Θεοτόκου, δήλωσε: «Σεβασμιώτατε, τὴν εὐχή σας. Σᾶς ἀποστέλλω τὸν Ἱδρυτικὸν Κανονισμόν. Ἔστιψα ὅλη τὴν Ἐκκλησιαστικὴ γραμματεία. Ὅσον ἀφορᾶ εἰς τὴν δικαιοδοσίαν τοῦ Ἐπισκόπου περιέλαβα ὅ,τι ἀκριβῶς προβλέπουν οἱ Ἱεροὶ Κανόνες. Τίποτε ὀλιγώτερον. Τίποτε περισσότερον.»
Ἐννοεῖται ὅτι στὰ δικαιώματα τοῦ Ἐπισκόπου δὲν περιλαμβανόταν διάταξη περὶ οἰκονομικοὺ ἐλέγχου.
(τὴν ἀπάντηση τοῦ σεπτοῦ Ἱεράρχου θὰ τὴ παραθέσω στὸ τέλος τῆς ὁμιλίας μου).
Ἐπίσης, ὁ Καθηγητὴς κ. Βλάσιος Φειδᾶς, σὲ γνωμοδότησή του «Περὶ τῶν ὁρίων ἐποπτείας τοῦ Ἐπισκόπου στὶς ἱερὲς Μονές», γράφει:
«Ὁ ὅρος πνευματικὴ ἐποπτεία περιορίζει τὴν εὐχέρεια παρεμβάσεων τοῦ ἐπιχωρίου ἐπισκόπου στὴν ἐσωτερικὴ λειτουργία τῆς Μονῆς, μόνο σὲ περιπτώσεις ἐπιβεβαιωμένων ἀντικανονικῶν πράξεων τῶν μοναχῶν ἢ παρεκκλίσεων στὴν νομιμότητα τῆς οἰκονομικῆς διαχειρίσεως τῆς περιουσίας τῆς Μονῆς» (Περιοδικὸ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, Ἰούλιος 2002, σὲλ 513).
Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς ἀναφέρει καὶ ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Κεφαλληνίας κ. Σπυρίδων, στὴ γνωστὴ εἰσήγησή του ἐνώπιον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μὲ θέμα «Ἡγούμενοι καὶ Μοναὶ εἰς τὴν σχέσιν των μὲ τὸν ἐπιχώριον Ἐπίσκοπον».
Ἀφοῦ ἀναφέρει ὅτι «πάντοτε εἶναι δυναταὶ σκόπιμοι ἢ ἐκ λάθους παρερμηνεῖαι τοῦ κρισιμωτάτου ὄρου “πνευματικὴ ἐποπτεία”», συνεχίζοντας γράφει: «Περιορίζεται οὕτω, κάθε ἀντικανονικὴ ἐπέμβασις τοῦ ἐπιχωρίου Ἐπισκόπου εἰς τὴν ἐσωτερικὴν λειτουργίαν τῆς Μονῆς, ἐκτὸς περιπτώσεων βεβαίως ἀντικανονικοτήτων ἐκ μέρους τῶν μοναχῶν ἢ παρεκκλίσεων εἰς τὴν διαχείρισιν τῆς περιουσίας τῆς Μονῆς» .
Παλαιόθεν ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία προσέφερε σὲ ἱερὲς Μονὲς (ἐξαιρέτως μάλιστα στὰ Σταυροπήγια, τὶς κτιτορικὲς Μονὲς τοῦ Βυζαντίου, θὰ προσέθετα καὶ στὰ ἱ. Ἡσυχαστήρια τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος) τὴ ζωτικῆς σημασίας γιὰ τὴν ἀνάπτυξη καὶ ἐπιβίωση τῶν μοναστικῶν ἀδελφοτήτων σχετικὴ διοικητικὴ αὐτονομία. Τὴν ἔδωσε προφανῶς, προκειμένου νὰ διασφαλίσει τὰ ἱερὰ αὐτὰ Καθιδρύματα ἀπὸ αὐθαίρετες ἢ καθ’ ὑπέρβασιν ἁρμοδιότητος παρεμβάσεις τῆς διοικήσεως (κοσμικῶν, κάποτε ὅμως καὶ ἐκκλησιαστικῶν ἀρχόντων).
Γι’ αὐτοὺς ἐπίσης τοὺς λόγους, πολλοὶ κτίτορες ἱερῶν Μονῶν μὲ ἀκραιφνὲς ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα καὶ ἀναγνωρισμένη ἁγιότητα βίου, ὅπως ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ ἐν τῷ Ἄθῳ, ὁ ἅγιος Γεράσιμος ὁ ἐν Κεφαλληνίᾳ, ὁ ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως, ἀλλὰ καὶ οἱ σύγχρονοι ὅσιοι γέροντες Πορφύριος, Παΐσιος, καὶ Ἐπιφάνιος ζήτησαν μὲ σταθερὴ βούληση καὶ ἔλαβαν ἀπὸ τὶς ἐκκλησιαστικὲς ἀρχὲς τὸ εὐεργέτημα αὐτό.
Τὶς διὰ νόμου ἐπιβαλλόμενες διοικητικὲς καὶ διαχειριστικὲς ἐξαρτήσεις, ἐλέγχους καὶ παρεμβάσεις συχνὰ ἐπικαλέστηκαν, ἐκμεταλλεύτηκαν καὶ ἀξιοποίησαν πρὸς ὄφελος ὑπόπτων σκοπιμοτήτων ἡγεσίες καὶ κυβερνήσεις, ποὺ ἐποφθαλμιοῦσαν τὴν ἐκκλησιαστικὴ διοίκηση καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ περιουσία.
Ἀπὸ νομικῆς ἀπόψεως, ἡ ἐν λόγῳ διάταξη ἀναιρεῖ τὸ χαρακτηρισμὸ τῶν ἱ. Ἡσυχαστηρίων ὡς αὐτοτελῶν, αὐτοδιοικήτων καὶ ἀνεξαρτήτων , (ἔστω καὶ ἂν περιορίζεται στὸν ἔλεγχο καὶ τὴν ἔγκριση τοῦ οἰκονομικοῦ προϋπολογισμοῦ καὶ ἀπολογισμοῦ, ὅπως διευκρινίστηκε στὴν σύσκεψη τῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τοῦ Μοναχικοῦ Βίου.) Δὲν εἶναι, ἄλλωστε, δύσκολο, ὁ ἔλεγχος νομιμότητος νὰ διολισθήσει σὲ ἔλεγχο σκοπιμότητος.
Ἡ κανονικότης καὶ νομιμότης τῆς διοικήσεως καὶ τοῦ τρόπου διαχειρίσεως τῶν ἱ. Ἡσυχαστηρίων ἐλέγχεται σχολαστικῶς καὶ ἐφ’ ἅπαξ, κατὰ τὴν ἵδρυσή τους καὶ κύρωση τοῦ ἱδρυτικοῦ τους κανονισμοῦ καὶ μάλιστα ὑπὸ τριῶν ἀρχῶν, α) τοῦ Μητροπολίτου, β) τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καὶ γ) τῶν ἁρμοδίων ὑπουργείων, προκειμένου νὰ ἐκδοθεῖ τὸ σχετικὸ βασιλικὸ ἢ προεδρικὸ διάταγμα.
Ἑπομένως, ὀφείλω νὰ μεταφέρω θερμὴ παράκληση ἐκ μέρους τῶν ἱερῶν Ἡσυχαστηρίων, πρὸς διαφύλαξη καὶ διάσωση τοῦ «αὐτοδιοικήτου» αὐτῶν, τὸ ὁποῖο δὲν ἅρπαξαν αὐθαιρέτως, ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία τοὺς τὸ παραχώρησε καὶ παραχωρεῖ ὡς εὐεργέτημα, ὅπως ἡ προσθήκη στὶς ἁρμοδιότητες τοῦ Ἐπισκόπου τοῦ ἐλέγχου τῆς νομιμότητος τῆς οἰκονομικῆς διαχειρίσεως τῶν Ἡσυχαστηρίων, παραληφθεῖ ὡς περιττὴ. ᾿
Αρκεῖ ἡ ἀναφορὰ τοῦ δικαιώματος τοῦ Ἐπισκόπου γιὰ τὴν «ἀνάκρισιν τῶν κανονικῶν παραπτωμάτων καὶ τὴν μέριμναν διὰ τὴν κατὰ τοὺς ἱεροὺς κανόνας λειτουργίαν τοῦ Ἡσυχαστηρίου». Ἡ παραβατικὴ συμπεριφορὰ σὲ σχέση μὲ τὴν οἰκονομικὴ διαχείριση μπορεῖ νὰ ἐλεγχθεῖ βάσει τῆς διατάξεως αὐτῆς (περὶ ἀνακρίσεως παραπτωμάτων).
Ἑπομένως, ἡ κανονικὴ ροὴ τῶν διαχειριστικῶν πράξεων δὲν εἶναι ἐφικτὸ νὰ ὑπόκειται σὲ προληπτικὸ ἢ τακτικὸ ἔλεγχο, ἐφ’ ὅσον αὐτὸ συνιστᾶ ἀναίρεση τοῦ χαρακτηρισμοῦ τῶν Ἡσυχαστηρίων «ὡς ἀνεξαρτήτων, αὐτοτελῶν καὶ αὐτοδιοικουμένων» στὰ ἐσωτερικά τους ζητήματα καὶ θέτει ὑπὸ ἀμφισβήτηση τὴ συνταγματικότητα τοῦ παρόντος Κανονισμοῦ.
Ἄρθρο 7ο
«Μέλος (δόκιμον καὶ τακτικὸν) Ἡσυχαστηρίου δύναται νὰ γίνῃ οἱοσδήποτε ὀρθόδοξος χριστιανός, ἀνεξαρτήτως ἰθαγένειας, ἐφ' ὅσον πληροῖ τὰς ὁριζομένας ἐν τῷ Ἱδρυτικῷ Κανονισμῷ προϋποθέσεις εἰσόδου. Δὲν ἐπιτρέπεται ἡ σύστασις Ἡσυχαστηρίων λαϊκῶν ἢ μικτῶν».
Ὁρίζει ποιὸς καὶ πῶς δύναται νὰ γίνει μέλος Ἡσυχαστηρίου. Διευκρινίζεται ὅτι στὴν ἔννοια «Ἡσυχαστήριον λαϊκῶν ἢ μικτὸν» δὲν περιλαμβάνονται οἱ δόκιμοι μοναχοί. Ἡσυχαστήριο λαϊκῶν σημαίνει μὴ ἐχόντων βούληση καὶ πρόθεση νὰ λάβουν τὸ μοναχικὸ σχῆμα, ἐνῶ «μικτὸ» θεωρεῖται ἐκεῖνο ὅπου συνυπάρχουν ἄνδρες καὶ γυναῖκες.
Ἄρθρο 8ο
«Διὰ τὴν ἵδρυσιν Ἡσυχαστηρίου ἀπαιτοῦνται δύο τουλάχιστον μέλη».
Στὸ ἄρθρο αὐτὸ ὁρίζεται ἕνας ἐλάχιστος ἀριθμὸς ἀπαιτουμένων γιὰ τὴν ἵδρυση Ἡσυχαστηρίου μελῶν.
Θέτει ἐλάχιστο ὅριο. Ἂν ὁ τύπος τοῦ νομικοῦ προσώπου, τὸ ὁποῖο θὰ ἐπιλεγεῖ γιὰ τὸ ὑπὸ ἵδρυση συγκεκριμένο Ἡσυχαστήριο, ἀπαιτεῖ περισσότερα μέλη, ἀσφαλῶς θὰ ἰσχύσει ὁ τύπος τοῦ νόμου.
Ἄρθρο 9ο
«Οἱ ἐν τοῖς Ἡσυχαστηρίοις διαβιοῦντες ἀκολουθοῦν τὸ κοινοβιακὸν πολίτευμα τοῦ μοναχισμοῦ».
Παραμένει ὡς ἔχει. Δὲ διατυπώθηκαν παρατηρήσεις.
Ἄρθρο 10ο
«Τὰ περὶ τῆς κουρᾶς τῶν ὑποψηφίων μοναχῶν τῶν Ἡσυχαστηρίων καὶ τῶν μοναχικῶν ὑποσχέσεων αὐτῶν ῥυθμίζονται ὑπὸ τῶν ἱερῶν κανόνων καὶ τῶν μοναστικῶν παραδόσεων, ἐν συνδυασμῷ μὲ τὰ εἰδικοτερον ὁριζόμενα ἐν τῷ Ἱδρυτικῷ Κανονισμῷ».
Ἀναφέρεται στὰ τῆς κουρᾶς τῶν μοναχῶν. Ἡ μνεία τῶν νόμων τοῦ Κράτους, κατὰ τὴ γνώμη τῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τοῦ Μοναχικοῦ Βίου, διεγράφη. Ἡ ἐκπλήρωση τῶν μοναχικῶν ὑποσχέσεων δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιβληθεῖ διὰ νόμου.
Ἄρθρο 11ο
«Οἱ μοναχοὶ τῶν Ἡσυχαστηρίων διάγουν ἐν ἀκτημοσύνῃ καὶ ἐπὶ τῶν περιουσιακῶν σχέσεων αὐτῶν ἐφαρμόζονται οἱ ἰσχύοντες ἱεροὶ κανόνες (Στ΄ τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου), ἐν συνδυασμῷ μὲ τὰ εἰδικότερον ὁριζόμενα ἐν τῷ Ἱδρυτικῷ Κανονισμῷ».
Ἀναφέρεται στὴν ἀκτημοσύνη τῶν μοναχῶν. Καὶ ἐδῶ ἡ μνεία τῶν νόμων διεγράφη, ὅπως καὶ στὸ προηγούμενο ἄρθρο καὶ γιὰ τὸν ἴδιο λόγο.
Ἄρθρο 12ο
«Ἕκαστον Ἡσυχαστήριον διοικεῖται ὑπὸ τοῦ Ἡγουμένου καὶ τοῦ Ἡγουμενοσυμβουλίου (Γεροντίας) αὐτοῦ κατὰ τὰ εἰδικότερον ὁριζόμενα ἐν τῷ Ἱδρυτικῷ Κανονισμῷ. Ὁ Ἡγούμενος ἐκλέγεται ὑπὸ τῆς ἀδελφότητος καὶ εἶναι ἰσόβιος, ὑπὸ τὴν ἐπιφύλαξιν τῶν διατάξεων τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ τῶν εἰδικότερον ὁριζομένων ἐν τῷ Ἱδρυτικῷ Κανονισμῷ. Τὸ ἡγουμενοσυμβούλιον ὡσαύτως ἐκλέγεται ὑπὸ τῆς ἀδελφότητος, δι’ ὁρισμένον ὅμως χρόνον».
Ἐπανέρχεται στὸ θέμα τῆς διοικήσεως τῶν Ἡσυχαστηρίων καὶ συμπίπτει ἐν μέρει μὲ τὸ ἄρθρο 4.
Ὁρισμένα ἐκ τῶν Ἡσυχαστηρίων ἔχουν τὴ γνώμη, τὸ θέμα τῆς θητείας τοῦ Ἡγουμενοσυμβουλίου (ἰσόβια ἢ περιορισμένου χρόνου) νὰ ρυθμίζεται ἀπὸ τὸν ἱδρυτικὸ κανονισμὸ ἑκάστου Ἡσυχαστηρίου, ὡς καθαρὰ ἐσωτερικὸ ζήτημα, ὥστε νὰ ἐξασφαλίζεται ἡ ἀπρόσκοπτη καὶ ὁμαλὴ λειτουργία του .
Ἄρθρο 13ο
«Ἡ Ἀδελφότης τοῦ Ἡσυχαστηρίου ἐπιλέγει ἐλευθέρως τὸν Πνευματικὸν αὐτῆς, κατὰ τὰ εἰδικότερον ὁριζόμενα ἐν τῷ Ἱδρυτικῷ Κανονισμῷ. Ὁ Πνευματικός, ἀναλαμβάνων τὴν διακονίαν του, αἰτεῖται πρὸς τοῦτο τὴν εὐλογίαν τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου.
Αἱ λειτουργικαὶ ἀνάγκαι τῶν Ἡσυχαστηρίων ἐξασφαλίζονται τῇ μερίμνῃ τοῦ οἰκείου Ἀρχιερέως, εἰς μὲν τὰ ἀνδρῷα διὰ τῶν ἐν αὐτοῖς ἐγκαταβιούντων κληρικῶν, εἰς πᾶσαν δὲ ἄλλην περίπτωσιν διὰ τῆς ἀποστολῆς κληρικῶν παρὰ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, λαμβανομένων ὑπ' ὄψιν τῶν προτάσεων τῆς διοικήσεως τῶν Ἱ. Ἡσυχαστηρίων».
Τὸ ἄρθρο διαμορφώθηκε σύμφωνα μὲ τὶς παρατηρήσεις τῶν Ἱ. Ἡσυχαστηρίων.
Ἄρθρο 14ο
«Τὰ περὶ τῶν πόρων τῶν Ἱ. Ἡσυχαστηρίων, τῶν προϋποθέσεων διαλύσεως καὶ τῆς τύχης τῆς περιουσίας αὐτῶν ρυθμίζονται ὑπὸ τοῦ Ἱδρυτικοῦ Κανονισμοῦ, ἀποκλειομένης τῆς διανομῆς τῆς περιουσίας μεταξὺ τῶν μελῶν τῆς Ἀδελφότητος.
Τὰ Ἡσυχαστήρια κέκτηνται τὸ δικαίωμα ἱδρύσεως καὶ λειτουργίας μετοχίων, συμφώνως πρὸς τάς κειμένας διατάξεις».
Ἐλήφθησαν ὑπ’ ὅψιν οἱ παρατηρήσεις τῶν Ἱ. Ἡσυχαστηρίων καὶ προτιμᾶται ἡ σαφὴς διατύπωση τοῦ σχεδίου Α΄.
Ἄρθρο 15ο
«Ἡ ἰσχὺς τοῦ παρόντος Κανονισμοῦ ἄρχεται ἀπὸ τῆς δημοσιεύσεως αὐτοῦ εἰς τὴν Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως».
Προτείνεται νὰ συμπληρωθεῖ ἡ ἑξῆς διάταξη:
«Ὁ παρὼν κανονισμὸς, ὅσον ἀφορᾷ τὰς νέας αὐτοῦ ρυθμίσεις, θὰ διέπῃ τὰ ὑπὸ τὴν ἰσχὺν του ἱδρυθησόμενα Ἡσυχαστήρια. Ὅσα ἔχουν ἤδη ἱδρυθεῖ θὰ ἑξακολουθήσουν νὰ διέπονται ἀπὸ τὴν ἱδρυτικήν των πρᾶξιν, τὸν ἐγκεκριμένον ὀργανισμὸν των (καταστατικὸ) καὶ τὴν ἐγκριτικὴν ἐκκλησιαστικὴν καὶ κρατικὴν πρᾶξιν (ἀπόφασιν Ἱ. Συνόδου καὶ Βασιλικὸν ἢ Προεδρικὸν Διάταγμα)».
Μακαριώτατε πάτερ,
Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
Σεβαστοὶ Γέροντες καὶ Γερόντισσες,
Ἐλλογιμώτατοι,
Ἀγαπητοὶ πατέρες, ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφὲς,
Ἤδη, μὲ τὴν παρουσίαση τῶν παρατηρήσεων καὶ προτάσεων ἐπὶ τῶν Σχεδίων Γενικοῦ κανονισμοῦ ἐπὶ τῶν Ἱερῶν Ἡσυχαστηρίων φθάνω στὸ τέλος τῆς εἰσηγήσεώς μου.
Προσεύχομαι ταπεινὰ καὶ ἐλπίζω, μὲ τὴν εὐδοκία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν πατρικὴ ἀγάπη τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου μας καὶ τῶν Σεβασμιωτάτων Ἀρχιερέων, ποὺ συγκροτοῦν τὴν Ἱ. Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τὸ χρονῖσαν ζήτημα τοῦ θεσμοῦ τῶν Ἱ. Ἡσυχαστηρίων νὰ φθάσει στὴν καλύτερη δυνατὴ ρύθμιση καὶ διευθέτησή του.
Νὰ συνεχισθεῖ ἐπ’ εὐλογίαις, χωρὶς δυσφορίες, ὑποψίες καὶ ἐπιφυλάξεις, ἀπρόσκοπτα καὶ κατὰ Θεὸν ἐποικοδομητικὰ ἡ λειτουργία τῶν ἤδη ὑφισταμένων, ἀλλὰ καὶ ἡ ἵδρυση νέων ἱ. Ἡσυχαστηρίων, πρὸς σωτηρία ψυχῶν καὶ δόξαν Θεοῦ.
Οἱ μοναχοὶ τῶν ἱ. Ἡσυχαστηρίων, ὅπως καὶ τῶν λοιπῶν ἱ. Μονῶν σεβόμαστε καὶ ἀγαποῦμε τὴν Κανονικὴ τάξη καὶ τὴν Ἐκκλησιαστικὴ παράδοση. Ἐπιθυμοῦμε εἰλικρινὰ καὶ ἔχουμε ἀνάγκη νὰ βλέπουμε κοντά μας τὸν Ἐπίσκοπό μας, νὰ μᾶς διδάσκει, νὰ μᾶς στηρίζει, νὰ μᾶς καθοδηγεῖ, νὰ μᾶς παρηγορεῖ καὶ νὰ μᾶς ἐλέγχει. Τὸν θέλουμε ὅμως ὡς εὐαγγελικὸ ποιμένα καὶ ὡς πατέρα πνευματικὸ καὶ ὄχι ὡς διοικητικὸ προϊστάμενο .
Οἱ κανόνες καὶ οἱ κανονισμοὶ θεσπίζονται, γιὰ νὰ προαγάγουν καὶ ὄχι νὰ φαλκιδεύουν τὴν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία καὶ τὴν ἀγάπη. Γιὰ νὰ προστατεύουν καὶ νὰ προφυλάσσουν ἀπὸ παρεκκλίσεις καὶ ὑπερβάσεις.
Ὅταν ὁ Ἐπίσκοπος ἀσκεῖ πραγματικὰ καὶ οὐσιαστικὰ τὴν πατρική του πρόνοια καὶ ἐποπτεία ἐπὶ τῶν μοναχῶν, ὅπως ἔχει δικαίωμα, ἀλλὰ καὶ ὑποχρέωση, αὐτὴ καὶ μόνη ἀρκεῖ γιὰ νὰ ἀποτρέψει παρεκτροπὲς καὶ ἀτασθαλίες. Ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ χάρη καὶ ἐξουσία ποὺ ἔχει βάσει τῶν ἱ. Κανόνων εἶναι ἀνὰ πάσα στιγμὴ σὲ θέση νὰ καταστείλει κάθε παραβίαση καὶ παρεκτροπὴ ἀπὸ τὰ κεκανονισμένα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία καθόρισε σαφῶς καὶ διασφάλισε τὰ κανονικὰ δικαιώματα τοῦ Ἐπισκόπου ἐπί τῶν ἱ. Μοναστηρίων καὶ τῶν μοναχῶν.
Εἶναι ὅμως ἐνδεχόμενο οἱ φέροντες τὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα, ὅπως καὶ κάθε ἀξίωμα, νὰ εἰσέλθουν κάποτε στὸν πειρασμὸ τῆς συγχύσεως πνευματικῆς ἐξουσίας καὶ κοσμικῆς ἐξουσίας. Νὰ ἐκλάβουν τὴν ὑπακοὴ ὡς πειθαρχία καὶ τὴν πρόνοια καὶ ἐποπτεία ὡς κυριαρχία καὶ ἐπιβολὴ. Αὐτὸ ἀκριβῶς θέλησε νὰ προλάβει ὁ Κύριος, μὲ ἐκεῖνο τὸ ὑπέροχο «ὑμεῖς δὲ οὐχ οὕτως» (Ματθ. 20, 26, Λουκ 22, 26). Γι’ αὐτὲς ἀκριβῶς τὶς περιπτώσεις, ποὺ εὐχόμαστε νὰ εἶναι σπάνιες, ἡ Ἐκκλησία ὡς Μητέρα, ποὺ ξέρει καλὰ τὰ παιδιὰ της φρόντισε καὶ φροντίζει νὰ διασφαλίσει τὴν ἀναγκαία ἐσωτερικὴ αὐτοτέλεια τῶν ἱ. Μοναστηρίων.
Ὅπως μπορεῖ νὰ διαπιστώσει κάθε καλοπροαίρετος παρατηρητὴς, σπανιώτατα τὰ ἱερὰ Ἡσυχαστήρια προκάλεσαν προβλήματα στὶς ἐκκλησιαστικὲς Ἀρχὲς ἢ σκανδάλισαν πιστούς. Ἄν τὰ τελευταία χρόνια ὑπῆρξαν ζητήματα σχετιζόμενα μὲ τὶς τάξεις τῶν μοναχῶν ποὺ ἀπασχόλησαν τὴν ἐκκλησιαστικὴ διοίκηση καὶ γενικότερα τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα, δὲν ἔχουν ὡς ἐπίκεντρο ἱερὰ Ἡσυχαστήρια.
Ἀντιθέτως, τὰ ἱερὰ Ἡσυχαστήρια πορεύονται μὲ ἡσυχία καὶ σεμνότητα καὶ προσφέρουν πνευματικὴ ἀνάπαυση καὶ ἀναψυχὴ, τόσο σὲ λαϊκοὺς ἀδελφοὺς, ὅσο καὶ σὲ κληρικούς, ἀκόμη καὶ σὲ Ἐπισκόπους.
Ἐξ ὅσων γνωρίζω, τὰ πλεῖστα τῶν ἱερῶν Ἡσυχαστηρίων ἀπολαμβάνουν τιμῆς, φροντίδος καὶ ἐμπιστοσύνης ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους τους, τὴν ὁποία καὶ ἀνταποδίδουν εὐγνωμόνως μὲ τὴν ὑπακοή, τὸ σεβασμὸ, τὴν ἀγάπη καὶ τὴν κατὰ δύναμη συμπαράστασή τους στὰ ἔργα τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας.
Πρὸς ἐπιβεβαίωση τῶν ἀνωτέρω καὶ ἀντὶ ἄλλου ἑπιλόγου, μὲ εὐλάβεια καὶ συγκίνηση θὰ ἀναγνώσω τὴν ἀπάντηση, τὴν ὁποία ἔστειλε γραπτῶς ὁ ἀοίδιμος Μητροπολίτης Ὕδρας, Σπετσῶν καὶ Αἰγίνης κυρὸς Ἱερόθεος πρὸς τὸν μακαριστὸ π. Ἐπιφάνιο Θεοδωρόπουλο, ὅταν ἐνέκρινε καὶ ἐπευλόγησε τὸν Ἱδρυτικὸ κανονισμὸ τοῦ Ἱ. Ἡσυχαστηρίου Κεχαριτωμένης Θεοτόκου Τροιζηνίας:
«Ἀποδεχόμεθα ὑπτίαις χερσὶ καὶ ἐγκρίνομεν ὁλοθύμως τὸν ὑποβληθέντα Ὀργανισμὸν (Καταστατικόν) τοῦ καθ’ Ὑμᾶς Ἡσυχαστηρίου. Θεωροῦμεν τοῦτον ὡς εὐλογητὴν ἀπαρχὴν «ἄλλης βιοτῆς» διὰ τὴν ἀνδρῷαν Μοναστικὴν Πολιτείαν ἐν τῇ καθ’ ἡμᾶς Ἐκκλησίᾳ, δυνάμενον θετικῶς νὰ συμβάλῃ διὰ τῆς κατ’ ἀλήθειαν τριαυγοῦς ἀσκήσεως ἐν τῇ ὑπακοῇ, τῇ παρθενίᾳ καὶ ἀκτημοσύνῃ, ὡς ἐν αὐτῷ ὁρίζεται, ἀλλὰ καὶ διὰ τῆς παρεχομένης τῇ Ἀδελφότητι δι’ αὐτοῦ κανονικῆς αὐτοτελείας, συμφώνου οὔσης πρὸς τὰς παλαιφάτους Πατερικὰς φωνὰς, εἰς τὴν ἀνόρθωσιν τῆς σκηνῆς τοῦ Δαυὶδ τῆς πεπτωκυίας, τοῦ ἀνδρώου τ.ἔ. Μοναχισμοῦ».
Εὐχηθεῖτε Μακαριώτατε, Σεβασμιώτατοι, ἀγαπητοὶ πατέρες ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφὲς καὶ ἡ παροῦσα ἡμερίδα νὰ συμβάλλει, χάριτι Θεοῦ, στὸν ἅγιο αὐτὸ σκοπὸ τῆς στηρίξεως καὶ προαγωγῆς τῆς μοναχικῆς πολιτείας στὴν Ἐκκλησία τῆς Πατρίδος μας.
Βιβλιογραφία – Βοηθήματα
* Σεβ. Μητροπολίτου Ἠλείας Γερμανοῦ: ’’Ἡ Ἐκκλησιολογικὴ-Ἱστορική, Κανονικὴ καὶ Νομικὴ σχέσις Ἐπισκόπου καὶ Μονῶν’’. Εἰσήγησις εἰς τὴν Ἱεραρχίαν Ὀκτωβρίου 2001.
* Σεβ. Μητροπολίτου Γουμενίσσης, Ἀξιουπόλεως καὶ Πολυκάστρου Δημητρίου: ’’Εἰσήγηση περὶ τῶν Ἱερῶν Ἡσυχαστηρίων’’. Στὴν Ἱ.Σύνοδο Ε.Ε. Γουμένισσα - Ἀθήνα, Ἰανουάριος 2010.
* Ἰ. Μ. Κονιδάρη: Νομικὴ Θεώρηση τῶν Μοναστηριακῶν Τυπικῶν. Ἀθήνα 1984.
* Ἀρχιμ. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου: Θέματα Κανονικὰ καὶ Ἐκκλησιολογικὰ. Ἀθήνα 1987.
* Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἒθνους, τόμος ΙΓ΄. Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν.
* Ἀρχιμ. Τίτου Ματθαιάκη: ’’Ὁ Ὃσιος Νεκτάριος Κεφαλᾶς. Μητροπολίτης Πενταπόλεως (1846 – 1920). Ἀθῆναι 1955.
* Μαρίας Τατάγια: ’’Τὸ Νομικὸ Καθεστὼς τῶν Ἡσυχαστηρίων στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος’’. Ἀθήνα – Θεσσαλονίκη 2005.
* Ἀρχιμ. Κων/νου Ραμιώτη: ’’Ἡ Ἐκκλησία μέσα στὴν Ἑλληνικὴ Πολιτεία’’. Ἀθήνα 1977.
* Γεωργίου Κων/νου Ἀποστολάκη: Βασικαὶ Διατάξεις Ἐκκλησιαστικοῦ-Κανονικοῦ Δικαίου καὶ Νομολογία. Ἡράκλειο Κρήτης 2006.
* Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ, Καθηγουμένου Ἱ.Μονῆς Σίμωνος Πέτρας, Σφραγὶς Γνησία. Ὁρμύλια 1995.
Σεβασμιώτατοι,
Ὁσιώτατοι καθηγούμενοι καὶ καθηγούμεναι
τῶν ἱερῶν Ἡσυχαστηρίων,
Ἐλλογιμώτατοι κύριοι Καθηγηταὶ,
Σεβαστοὶ Πατέρες, Ἀδελφοὶ καὶ Ἀδελφαί,
Ἀφοῦ ζητήσω ταπεινὰ τὶς εὐλογίες καὶ εὐχές σας, καὶ πρὶν εἰσέλθω στὴν παρουσίαση τῆς εἰσηγήσεώς μου, αἰσθάνομαι τὴν ἀνάγκη νὰ εὐχαριστήσω, κατ’ ἀρχὰς τὸν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος κ.κ. Ἱερώνυμο, τὴν Ἱερὰ Σύνοδο
τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, καθὼς καὶ τὴ συνοδικὴ ἐπιτροπὴ ἐπὶ τοῦ μοναχικοῦ Βίου, ὑπὸ τὴ νηφάλια καὶ διακριτικὴ προεδρεία τοῦ Σεβ. Μητρ. Μονεμβασίας καὶ Σπάρτης κ. Εὐσταθίου, γιὰ τὴν διοργάνωση καὶ σύγκληση τῆς παρούσης Ἡμερίδος.
Εὐχαριστῶ ἐπίσης γιὰ τὴν εὐκαιρία ποὺ μοῦ δίνεται, μὲ ἀφορμὴ τὸ σχέδιο Γενικοῦ Κανονισμοῦ περὶ ἱ. Ἡσυχαστηρίων, νὰ ἐκφράσω, ὄχι ἀπλῶς κάποιες ἀπόψεις, παρατηρήσεις καὶ προτάσεις, ἀλλὰ τὴν πίστη, τὶς ἀγωνίες, τὶς ἀνησυχίες καὶ τὶς ἐλπίδες μας γιὰ τὴν ὀργανικὴ θέση καὶ λειτουργία τῶν ἱ. Ἡσυχαστηρίων ἐντὸς τοῦ σώματος τῆς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Πρὶν ἀπὸ δύο περίπου χρόνια, τὸ Μάρτιο τοῦ 2010, πολλά ἐκ τῶν Ἡσυχαστηρίων ὑποβάλαμε στὴν Ἱ. Σύνοδο τὸ αἴτημα νὰ ἔχουμε μία σχετικὴ ἐνημέρωση, ἐν ὅψει τῆς μελετωμένης καταρτίσεως καὶ ψηφίσεως τοῦ γενικοῦ Κανονισμοῦ περὶ τῶν Ὀρθοδόξων Ἡσυχαστηρίων, σύμφωνα μὲ τὴν ἐξουσιοδότηση τοῦ ἄρθρου 39, παρ. 10 τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Ν.590/77).
Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος, μετὰ ἀπὸ πρόταση τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τοῦ Μοναχικοῦ Βίου, προφανῶς ἀπεδέχθη τὸ αἴτημα αὐτὸ καὶ προέβη στὶς ἀπαιτούμενες ἐνέργειες, τόσο γιὰ τὴν ἐνημέρωση τῶν ἱ. Ἡσυχαστηρίων καὶ τὴν ἀπὸ μέρους τους διατύπωση παρατηρήσεων καὶ προτάσεων, ὅσο καὶ γιὰ τὴ σύγκληση τῆς παρούσης ἡμερίδος, ἡ ὁποία ἔχει σκοπὸ τὴ συζήτηση ἐπὶ τῶν προτάσεων καὶ παρατηρήσεων αὐτῶν.
Πρὶν ὅμως προχωρήσω στὴν παρουσίαση τῶν ἀπόψεων, παρατηρήσεων καὶ προτάσεων, θεωρῶ ἀπαραίτητο, γιὰ τὴν διευκόλυνση τῆς συζητήσεως ποὺ θὰ ἐπακολουθήσει, νὰ ἀναφερθῶ δι’ ὀλίγων, στὴν ἱστορία τῶν ἱ. Ἡσυχαστηρίων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Εἶναι ἀναγκαῖο, νομίζω, νὰ δοθοῦν ἀπαντήσεις σὲ ἐρωτήματα, προβληματισμοὺς, ἴσως καὶ παρεξηγήσεις, σχετικὰ μὲ τὰ ἱ. Ἡσυχαστήρια, τῶν ὁποίων τὸ ζήτημα ἀπέβη, ὡς μὴ ὄφειλε, περίπλοκο καὶ ἀκανθῶδες γιὰ τὴν Ἑκκλησία τῆς Ἐλλάδος.
Συχνὰ ἔχουν διατυπωθεῖ ἀνεπισήμως, ἀλλὰ καὶ ἐπισήμως κρίσεις καὶ ἀμφισβητήσεις περί τῶν ἱ. Ἡσυχαστηρίων. Οἱ ἀμφισβητήσεις αὐτὲς προκαλοῦν, κυρίως σὲ ὃσους ἐγκαταβιοῦμε στὰ ἱ. Ἡσυχαστήρια, σημαντικὰ ἐρωτηματικὰ ἢ ἀκόμη, - ἂς μοῦ ἒπιτραπεῖ νὰ τὸ καταθέσω μὲ πολὺ σεβασμό - καὶ κάποιο παράπονο.
Ἐνδεικτικὰ ἀναφέρω τὰ ἑξῆς:
1. Ἡ Διαρκὴς Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μὲ ἐγκύκλιο ποὺ ἀπέστειλε πρὸ εἰκοσιπενταετίας ἀκριβῶς πρὸς τοὺς Σεβ. Μητροπολίτες τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὑπενθυμίζει ’’προγενεστέραν Συνοδικὴν ἀπόφασιν ἀποτρέπουσαν τὴν ἳδρυσιν καὶ λειτουργίαν Ἱερῶν Ἡσυχαστηρίων, ἢγουν ἰδιωτικῶν Μοναστηρίων, ἐν τῇ δικαιοδοσίᾳ τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὡς θεσμὸν ἀντικείμενον τοῖς Ἱεροῖς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας Κανόσι καὶ ταῖς Ἱεραῖς τῆς Μοναστικῆς Πολιτείας Παραδόσεσι’’ .
2. Λίγα ἒτη ἀργότερα, τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 2001, πολιὸς ἱεράρχης, σὲ εἰσήγησή του ἐνώπιον τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μὲ θέμα:’’ Ἡ Ἐκκλησιολογικο-Ἱστορική, Κανονικὴ καὶ Νομική σχέσις Ἐπισκόπου καὶ Μονῶν’’ ἀναφέρει:
« Τὰ Ἡσυχαστήρια εἶναι θεσμὸς ποὺ μπορεῖ νὰ εὓρῃ κανεὶς κάποιες ρίζες του εἰς τὸν ἀναχωρητισμὸν τοῦ ἀρχαίου Μοναχισμοῦ, ἡ ἐμφάνισίς του ὃμως εἰς τὰς ἡμέρας μας ἒχει ὡς αἰτίαν δυτικὴν ἐπίδρασιν καὶ εἶναι ἒκφρασις καὶ προσπάθεια τῶν ἱδρυτῶν των δι’ ἀνεξαρτησίαν καὶ ἀποδέσμευσιν αὐτῶν ἀπό τὴν ἐποπτείαν τοῦ ἐπισκόπου...
...Ἡ ἳδρυσις καὶ ἡ λειτουργία τῶν ἑν Ἑλλάδι Ἡσυχαστηρίων εἶναι μοναχικὸν πρόβλημα, τὸ ὁποῖον ἒχει δημιουργήσει πολλάκις πολλὰ ζητήματα καὶ προστριβὰς μεταξὺ τῶν κατὰ τόπους Ἐπισκόπων καὶ τῶν Διοικήσεων τῶν Ἡσυχαστηρίων, μὲ ἀποτέλεσμα τὸν σκανδαλισμὸν τῶν πιστῶν»
3. Σὲ ἐπίσημη εἰσήγηση πρὸς τὴν Ἱερὰ Σύνοδο «Περί ἱδρύσεως ἢ μὴ Ἡσυχαστηρίων ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τῆς Ἑλλάδος» ὁ εἰσηγητὴς ἐνημερώνει πὼς τὰ Ἡσυχαστήρια θεωροῦνται μοναστικὰ ἱδρύματα, ἀλλὰ δὲ συνιστοῦν ἀπὸ νομικῆς πλευρᾶς ’’μονάς’’ κατ’ ἀκρίβειαν. Θεωρεῖ πὼς ὀ Κ.Χ./1977 τὰ ἀντιμετώπισε μὲ ρεαλισμό, ὡς δεδομένη κατάσταση (μολονότι ἀντικανονική).
Δὲν θὰ ὰναφέρω περισσότερα στοιχεῖα. Τὰ παραπάνω εἶναι ἀρκετὰ καὶ προέρχονται ἀπὸ πηγὲς ἐπίσημες.
Οἱ κατηγορίες εἶναι σοβαρὲς, καθ’ ὃσον, σύμφωνα πάντοτε μὲ αὐτές, τὰ ἱ. Ἡσυχαστήρια:
1. Εἶναι θεσμὸς «ποὺ ἀντίκειται στοὺς ἱεροὺς Κανόνες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ στὶς ἱερὲς τῆς μοναστικῆς πολιτείας παραδόσεις».
2. Ἀποτελοῦν «μοναχικὸ πρόβλημα, τὸ ὁποῖο ἒχει δημιουργήσει πολλάκις πολλὰ ζητήματα, μὲ ἀποτέλεσμα τὸ σκανδαλισμὸ τῶν πιστῶν».
3. Ἡ ἐμφάνισὶς των στὶς ἡμέρες μας ἒχει ὡς αἲτιον δυτικὴν ἐπίδρασιν.
Ὑποχρεώνομαι νὰ ἀναφερθῶ στὶς παραπάνω ἀπόψεις, διότι δυστυχῶς συνεχίζουν νὰ συζητοῦνται, νὰ ἀναπαράγονται καὶ νὰ θεωροῦνται ὀρθὲς σὲ πολλοὺς ἐκκλησιαστικοὺς κύκλους. Τὸ σοβαρότερο εἶναι ὅτι ἐπηρεάζουν τὴν γνώμη Ἱεραρχῶν, συντηροῦν κλίμα δυσφορίας ἒναντι τῶν ἱ. Ἡσυχαστηρίων ὡς αὐθαιρέτων καὶ ἀσυδότων καὶ προξενοῦν δυσχέρειες στὶς σχέσεις μεταξὺ μερικῶν Ἐπισκόπων καὶ Ἡσυχαστηρίων.
Μὲ ἀνακούφιση διαπιστώνουμε ὅτι ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Γουμενίσσης κ. Δημήτριος, σὲ εἰσήγησή του πρὸς τὴν Ἱερὰ Σύνοδο, τὸν Ἰανουάριο τοῦ 2010, μὲ θέμα «Περὶ τῶν ἱερῶν Ἡσυχαστηρίων», δέχεται καὶ καταθέτει τὶς ἑξῆς σημαντικὲς διευκρινήσεις:
«(Τὰ Ἡσυχαστήρια) εἶναι ’’Μονὲς’’ αὐθύπαρκτες, μὲ νομικὴ ὑπόσταση καὶ αὐτοτέλεια. Κατὰ τὸν τίτλο μόνο συγχέονται μὲ τὰ ’’Ἡσυχαστήρια’’ τῆς Βυζαντινῆς ἐποχῆς, ποὺ ἦταν τόποι ἐφησυχάσεως κατὰ μόνας μελῶν τῆς κυριάρχου Μονῆς καὶ διατελοῦσαν σὲ διοικητικὴ ἐξάρτηση ἀπὸ τὶς Μονές. Σήμερα ἔχουμε οὐσιαστικὰ ’’κοινοβιακὰ μοναστικὰ ἱδρύματα’’ παρόμοια ἐπακριβῶς μὲ τὶς ἄλλες ἱ. Μονὲς στὸ στὸχο καὶ τὶς ἐπαγγελίες, ὅπως ἀναφέραμε, ἀλλὰ μὲ ἰδιαιτερότητες νομικῆς συστάσεως, λειτουργίας καὶ αὐτοτελείας. Δὲν εἶναι ἰδιωτικὲς Μονὲς μὲ τὴν ἰδιοκτησιακὴ ἒννοια τοῦ ὅρου, ἐφ’ ὅσον ἐντάσσονται στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας...
...Γιὰ νὰ μὴ μὰς ξενίζει ἠ ’’ὁρολογία’’, καταλήγω τονίζοντας ὅτι εἶναι ἕνας ὅρος-δάνειο ἀπὸ τὸ παρελθὸν, μὲ πολὺ εὐρύτερη ὅμως σημασία...».
Μὲ βάση τὰ ὅσα δέχεται ὁ Σέβ. Μητροπολίτης Γουμενίσσης καὶ ἐφ’ ὅσον τὰ Ἡσυχαστήρια ἱδρύονται καὶ λειτουργοῦν ὅπως ἀκριβῶς οἱ Ἱ. Κανόνες καὶ οἱ μοναχικὲς παραδόσεις ὁρίζουν, ποῦ ἐντοπίζεται ἡ ἀντικανονικότης τους; Στὸ ὅτι δὲν εἶναι Ν.Π.Δ.Δ.;
Οἱ χαρακτηρισμοὶ Ν.Π.Δ.Δ. γιὰ τὶς ἱ. Μονὲς καὶ Ν.Π.Ι.Δ. γιὰ τὰ ἱ. Ἡσυχαστήρια, μπορεῖ νὰ σημαίνουν ὅτι ὑπάρχει σαφῶς διάκριση μεταξὺ τῶν δύο αὐτῶν τύπων μοναστηρίων, ἀφοροῦν ὅμως μόνο στὶς ἔννομες σχέσεις τῶν μοναστηρίων καὶ ὄχι στὶς σχέσεις τους μὲ τοὺς ἱ. Κανόνες καὶ τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Σῶμα.
Τὰ ἱ. Ἡσυχαστήρια, ὡς Ν.Π.Ι.Δ., καὶ οἱ ἱ. Μονὲς ὡς Ν.Π.Δ.Δ. ἱδρύονται καὶ λειτουργοῦν, ἐξ ἀπόψεως τῶν ἱ. Κανόνων, μὲ τὶς ἴδιες προϋποθέσεις (σύμφωνο γνώμη τοῦ Ἐπισκόπου) καὶ ἐξυπηρετοῦν τὸν ἴδιο σκοπό.
Ἂν ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, εὒλογα τίθεται τὸ ἐρώτημα: ποιὰ ἀνάγκη ὁδήγησε στὴν ἐμφάνιση τοῦ θεσμοῦ τῶν ἱ. Ἡσυχαστηρίων στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος;
Ἀναντίρρητα ἡ μοναχικὴ πολιτεία εἶναι ἰδιάζουσα καὶ οἱ μοναχοὶ ἔχουν τὶς δικές τους ἀσκητικὲς ἐπιδόσεις καὶ ρυθμὸ ζωῆς. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῆς ἐμφανίσεώς της, ἡ Ἐκκλησία περιέβαλε μὲ τιμὴ καὶ ἁγάπη τὴ Μοναχικὴ πολιτεία. Ἀνέλαβε ὑπὸ τὴν προστασία της τοὺς μοναχοὺς.
Φρόντισε νὰ ἐξασφαλίσει σὲ αὐτοὺς προϋποθέσεις ἀσφάλειας καὶ ἐλευθερίας ἀπὸ ἐξωτερικὲς ἐπεμβάσεις καὶ παρεμβάσεις, οἱ ὁποῖες μποροῦσαν νὰ ἐπιφέρουν δεσμεύσεις καὶ ἀλλοιώσεις στὴν ἐσωτερικὴ ζωὴ τῶν ἀδελφοτήτων τους.
Ἒτσι, οἱ μοναχοὶ θα μπορουσαν νὰ ἐπιδίδονται στὰ πνευματικά τους ἀγωνίσματα καὶ τὶς διακονίες τοὺς ἀπρόσκοπτα καὶ ἀνενόχλητα κατὰ τὸ δυνατόν.
Τὶς παραπάνω συνθῆκες ἐξασφαλίζει τὸ λεγόμενο «αὐτοδιοίκητο» τῶν ἱερῶν μοναστηρίων.
Ἀρχαία παράδοση ἦταν - καὶ εἶναι - τὸ νὰ διοικεῖται ἑκάστη Μονὴ «ἐλευθέρα καὶ κὰθ’ ἑαυτὴν διεξαγομένη (=αὐτοδιοικούμενη), ἀνεκποίητος καὶ ἀδώρητος», ὅπως γράφει ὁ Κανονολόγος Θεόδωρος Βαλσαμὼν, Πατριάρχης Ἀντιοχείας κατὰ τὸ δωδέκατο αἰῶνα, καταγράφοντας τὴν ἐπικρατοῦσα πρακτική της Ἐκκλησίας, κατὰ τοὺς λεγομένους βυζαντινοὺς χρόνους.
Στὸ Βυζάντιο τὰ Μοναστήρια (μὲ ἐξαίρεση μόνο τὰ λεγόμενα “χαριστικά”, τὰ ὁποῖα περιῆλθαν σὲ φρικτὴ παρακμὴ, λόγῳ τῆς διοικήσεως καὶ διαχειρίσεώς τους ἀπὸ λαϊκούς), ἀπολάμβαναν πολλῆς ἐλευθερίας. Δὲν ἐννοοῦμε τὰ “σταυροπήγια”, τὰ “βασιλικὰ” καὶ τὰ “αὐτοδέσποτα”, τὰ ὁποῖα, μὲ κανονικὴ ἐκκλησιαστικὴ εὐλογία ἀπολάμβαναν ὅλως ἐξαιρετικῶν προνομίων.
Ἐννοοῦμε τὰ κτιτορικά, ποὺ δὲν ἤσαν ὀλίγα καὶ στὰ ὁποῖα γινόταν εὐμενῶς ἀποδεκτὴ ἡ βούληση τῶν κτιτόρων γιὰ τὸν τρόπο διοικήσεως καὶ διαχειρίσεως τους , καθὼς ἐπίσης καὶ τὰ κοινὰ, συνήθη Μοναστήρια. Αὐτὰ τὰ μοναστήρια αὐτοδιοικοῦντο ὅλα, ὑπὸ τὴν ἐποπτεία τοῦ οἰκείου ἐπισκόπου (τῆς ὁποίας ἐποπτείας ἦταν σαφῆ τὰ ὅρια).
Αὐτὸ τὸ καθεστὼς ἴσχυε καὶ σὲ ὅλη τὴν περίοδο τῆς Τουρκοκρατίας, μέχρι τὴν ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὸν τουρκικὸ ζυγό.
Μετὰ τὴν σύσταση τοῦ νεοελληνικοῦ Κράτους καὶ εἰδικότερα ἀπὸ τὴν περίοδο τῆς Βαυαροκρατίας (1833-1835), οἱ ἱερὲς Μονὲς ὑπήχθησαν στὴν κρατικὴ ἐξουσία καὶ χαρακτηρίστηκαν ὡς Ν.Π.Δημοσίου Δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ.). Ἡ πολιτεία θεώρησε τὰ μοναστήρια κυρίως ὡς ὀργανισμοὺς ποὺ προσφέρουν κοινωνικὲς ὑπηρεσίες, κάτι σὰν τα ὀρφανοτροφεῖα, γηροκομεῖα, οἰκοτροφεῖα. Αὐτὴ ἡ ὑπαγωγὴ τῶν Μονῶν στὰ Νομικὰ Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, ἀλλοίωσε τὰ θεμελιώδη πλαίσια λειτουργίας τους, δηλαδὴ τὸ «ἀνεξάρτητον, αὐτοτελὲς καὶ αὐτοδιοίκητον».
Οἱ παρεμβάσεις καὶ οἱ αὐστηροὶ ἔλεγχοι στὴν διοίκηση καὶ διαχείριση τῶν ἱερῶν Μονῶν ἐπιβλήθηκαν - δυστυχῶς - μὲ τὴ σύμπραξη τῆς τότε Ἐκκλησιαστικῆς Διοικήσεως. Παραθέτω μερικὰ στοιχεῖα:
• Τὸ 1833 περιόρισε τὶς κτηματικὲς ἐνέργειες (δικαιοπραξίες) τῶν Μονῶν.
• Τὸ 1846 ἐπέβαλε ἀπολογισμοὺς καὶ προϋπολογισμοὺς.
• Τὸ 1853 ἐπέβαλε τὴν ἔγκριση ἀδειῶν ἐξόδου καὶ κινήσεως τῶν μοναχῶν.
• Τὸ 1858 ἐπέβαλε τὴν πενταετία τῆς θητείας τοῦ ἡγουμένου.
• Τὸ 1897 ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, δι’ ἐγκυκλίου της δικαιολογεῖ ὡς ἑξῆς τὴν ἐπιβολὴ τῆς παραδόσεως «ἀκριβοῦς ἀπολογισμοῦ ἐσόδων καὶ ἐξόδων»: Ἐπειδὴ «τὰ παρ’ ἡμῖν ὑφιστάμενα μοναστήρια, τὸ παλαιὸν ἐξεπλήρουν τὸν σκοπὸν τῆς συστάσεως αὐτῶν, διότι οἱ ἐν αὐτοῖς μοναχοὶ, ἀφ’ ἑνὸς ἐφρόντιζαν ὑπὲρ τῆς ψυχικῆς αὐτῶν σωτηρίας ... ἀφ’ ἑτέρου δὲ καὶ πολυτρόπως ἐγίνοντο χρήσιμοι τῇ κοινωνίᾳ .... διὰ τῆς φιλοξενίας καὶ παντοδαποῦς ἀγαθοεργίας ... ἀλλ’ ἐν τοῖς καθ’ ἡμᾶς χρόνοις αἱ εὐαγεῖς του Κράτους Μοναὶ (σημείωσις ἡμετ: ὡς Κρατικαὶ ὑπηρεσίαι θεωρούμεναι) δὲν ἀνταποκρίνονται ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ πρὸς τὸν ἀρχικὸν αὐτῶν προορισμὸν» καὶ γι’ αὐτὸ πρέπει, ἐννοεῖται, νὰ ἐλέγχονται οἰκονομικῶς .
(Σαφῶς ὁ οἰκονομικὸς ἔλεγχος δικαιολογεῖται ἐδῶ ὡς συνέπεια παρακμῆς καὶ ὄχι ὡς κανονικὴ συνέπεια).
Ἀκραία ἐκδήλωση αὐτῆς τῆς πολιτειακῆς ἐπεμβάσεως στάθηκε ἡ διάλυση ἑκατοντάδων μονῶν (ἀπὸ τὶς 524 διατηρήθηκαν 146) καὶ ἐν συνεχείᾳ ἡ δήμευση-διαρπαγὴ τῆς περιουσίας τους (Διατάγματα 7ης Ὀκτωβρίου 1833, 9ης Μαρτίου 1834) .
Αὐτὴ ἡ τραγικὴ κατάσταση ὁδήγησε στὴν ὑποβάθμιση καὶ παρακμὴ τῶν μοναστηρίων. Στὴν οὐσία, κατέστησαν τὶς ἱ. Μονὲς ἐξαρτώμενες ὑπηρεσίες, αὐστηρῶς ἐλεγχόμενες, τοὺς μοναχοὺς ὑπαλλήλους καὶ τὸν ἐπίσκοπο σὲ ρόλο διοικητικοῦ οἰκονομικοῦ ἐπόπτου, ὑπόλογου στὸ κράτος καὶ εἰδικότερα στὸ νομάρχη (βλ. Βασιλικὸ Διάταγμα 28ης Ἰουλίου /15ης Σεπτεμβρίου 1858 “Κανονισμὸς περὶ Μοναστηρίων”).
Εἶναι ἐνδεικτικὸ τὸ γεγονὸς ὅτι στὶς 23 Σεπτεμβρίου τοῦ 1833 ὁ ὑπουργὸς Θρησκευμάτων, σὲ ἐπιτιμητικὴ ἐπιστολή του πρὸς τοὺς συνοδικοὺς Ἀρχιερεῖς, τοὺς χαρακτηρίζει μεταξὺ ἄλλων “ἁπλοὺς δημοσίους λειτουργούς”!
Μετὰ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ εὔκολα γίνεται κατανοητὸ το γιατί ἄρχισαν νὰ συγκροτοῦνται ἄτυπες μοναστικὲς ἀδελφότητες ποὺ ἐγκαταβιοῦσαν σὲ ἰδιωτικὰ ἐνδιαιτήματα - Ἡσυχαστήρια.
Διότι ἀκριβῶς εἶχαν ἄτυπη μορφὴ καὶ δὲν ὑπῆρχε περίπτωση παρεμβάσεων, εἴτε κρατικῶν, εἴτε ἐκκλησιαστικῶν, ποὺ θὰ τὰ ὑποχρέωναν νὰ ἐκτρέπονται σὲ σκοποὺς ἄλλους ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἐπέλεξαν οἱ ἱδρυτές τους καὶ κυρίως πέρα ἀπὸ τὴν ἡσυχαστικὴ-μοναστική τους ταυτότητα .
Ἔτσι φθάνουμε στὸν 20ο αἰῶνα.
Εἶναι προφανέστατο σὲ κάθε καλοπροαίρετο ἐρευνητή, ὅτι ἡ ἀνάπτυξη τοῦ θεσμοῦ τῶν Ἱερῶν Ἡσυχαστηρίων ὡς Μονῶν Ἰδιωτικοῦ Δικαίου εἶναι μιὰ κίνηση ἐπιστροφῆς στὰ πλαίσια λειτουργίας τοῦ Μοναχισμοῦ, σύμφωνα πάντοτε πρὸς τοὺς ἱεροὺς κανόνες, τὴν τάξη καὶ τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀποφασιστικῆς σημασίας στὸ κίνημα αὐτὸ εἶναι ἡ ἀθόρυβη, ἀλλὰ καὶ σθεναρὴ συμβολὴ τοῦ πνευματοφόρου καὶ θαυματοβρύτου ἁγίου Νεκταρίου, Μητροπολίτου Πενταπόλεως, τὸν ὁποῖο, δὲν θὰ ὑπερβάλλουμε, ἂν τὸν ὀνομάσουμε πνευματικὸ πατέρα καὶ πρωτοστάτη τῶν ἐν Ἑλλάδι ἱ. Ἡσυχαστηρίων.
Τὰ εὔσημα καὶ τὸ κῦρος τῆς ἐκκλησιαστικῆς του συνειδήσεως λίγοι ἔχουν νὰ παρουσιάσουν.
Τὴν ὑπακοὴ καὶ ἀφοσίωσή του στὴν Ἐκκλησία ἀπέδειξε περίτρανα μὲ τὴν ἄρση τοῦ προσωπικοῦ του σταυροῦ. Παρὰ τὴν καταφωρη ἀδικία, τὴν ὁποία ὑπέστη ἀπὸ μέρους ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν, δὲ διαμαρτυρήθηκε, δὲν ἀμφισβήτησε τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς θεσμοὺς, δὲν ἀποστάτησε. Ἴσως αὐτὸ εἶναι τὸ λαμπρότερο μαργαριτάρι στὸ στέφανο τῆς δικαιοσύνης, τὸν ὁποῖο ἐκ Θεοῦ ἔλαβε.
Ἀκολουθώντας μὲ ἀκέραιη συνείδηση τὴν ἐκκλησιαστικὴ κανονικὴ καὶ πατερικὴ παράδοση καὶ τάξη, τῆς ὁποίας, ὄχι μόνο ἐμβριθὴς μελετητής, ἀλλὰ καὶ ζῶσα στηλογραφία ἀνεδείχθη, ζήτησε ἐγγράφως, σταθερά, μὲ ἐπιμονὴ καὶ κατ’ ἐπανάληψη, ἀπὸ τὴν «ἁρμοδίαν ἐκκλησιαστικὴν ἀρχήν», ὅπως γράφει ὁ ἴδιος “τὴν ἔγκρισιν Αὐτῆς πρὸς ἵδρυσιν Παρθενῶνος καὶ ὅπως ἀναγνωρίσῃ αὐτὸν ὡς Ἰδιωτικὴν Μονήν, τελοῦσαν ὑπὸ τὴν προστασίαν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἀθηνῶν ἐξ ἧς ἐξαρτᾶται”.
Ἀρκετὰ ἔτη μετὰ τὴν ὁσιακὴ κοίμησή του καὶ βάσει τῆς ἰδιοχείρου διαθήκης του, στὴν ὁποία διατυπώνει σαφῶς τὴ βούλησή του, ἀνεγνωρίσθη ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Πολιτείας ἡ Μονή του, τῆς Ἁγίας Τριάδος Αἰγίνης, ὡς τὸ πρῶτον “ἡσυχαστήριον εὐσεβῶν γυναικῶν” Ν.Π.Ι.Δ. μὲ τὴν μορφὴ τοῦ ἱδρύματος .
Αὐτὴ ἡ νομικὴ μορφὴ ἱ. Ἡσυχαστηρίου, ποὺ καθιερώθηκε τελικά, ἔχει ἐρείσματα στὴν Ἐκκλ. Παράδοση, ἀφοῦ οἱ ἱερὲς Μονὲς στὸ Βυζάντιο κατατάσσονταν στὰ εὐαγῆ ἱδρύματα καὶ μάλιστα μὲ ἰδιαίτερη νομικὴ προσωπικότητα .
Εἶναι ἐνδεικτικὸ καὶ ἰδιαιτέρως σημαντικὸ τὸ ὅτι καὶ οἱ νεώτεροι γνωστοὶ ὅσιοι γέροντες Πορφύριος Μπαϊρακτάρης, Παΐσιος Ἐζνεπίδης καὶ Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος ἐπέλεξαν σταθερὰ καὶ μετὰ γνώσεως, αὐτὴ τὴ μορφὴ (ΝΠΙΔ) γιὰ τὶς ἱ. Μονὲς, τὶς ὁποῖες ἵδρυσαν.
Ὁ τελευταῖος μάλιστα, μὲ τὴν δαψιλεστατη γνώση τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου καὶ τὸ παροιμιῶδες ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα ποὺ τὸν διέκρινε (“ἀκραιφνέστατο τῆς Ἐκκλησίας κανονολόγο καὶ διαπρύσιο τῆς ἀληθείας κήρυκα” τὸν ὀνόμασε πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν σὲ ἐπιστολὴ του μητροπολίτης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος), σὲ ἐρώτηση κληρικοῦ, πνευματικοῦ του τέκνου, γιατί προτίμησε τὴν ἵδρυση Ἡσυχαστηρίου, ἀντὶ τῆς συνήθους Μονῆς, ἀπάντησε ἐπιγραμματικῶς: «Διότι τὰ Ἡσυχαστήρια εἶναι τὰ πραγματικὰ Μοναστήρια», ἐφ᾿ ὅσον εἰς τὴν νομικὴν των μορφὴν διασφαλίζονται κάλλιον τὰ θεμέλια τῶν ἀνὰ τοὺς αἰῶνας ἀκμασάντων Μοναστηρίων καὶ ἀκολούθως ἡ ἄσκησις ἀπροσκόπτου μοναχικοῦ βίου» .
Γιὰ τὸν ἴδιο προφανῶς λόγο ὁρισμένοι μητροπολίτες, ὄχι ἁπλῶς ἀποδέχθηκαν, ἀλλὰ καὶ ὑπέδειξαν καὶ στήριξαν στὶς ἐπαρχίες τους τὴν ἵδρυση μοναστηρίων μὲ τὴν μορφὴ Ἡσυχαστηρίων (Ν.Π.Ι.Δ.).
Καὶ τὸ σημαντικότερο! Ἡ Ἱ. Σύνοδος, ὡς ὑπεύθυνη ἐκκλησιαστικὴ ἀρχή, δὲ σταμάτησε, σὲ ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα ἑνὸς αἰῶνος σχεδόν, καὶ παρὰ τὶς ἐκφραζόμενες ἐπιφυλάξεις καὶ ἀντιρρήσεις, νὰ ἐγκρίνει καὶ ἐπευλογεῖ τὴν ἵδρυση νέων ἱ. Ἡσυχαστηρίων.
Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Γουμενίσσης κ. Δημήτριος, στὴ γνωστὴ περὶ Ἡσυχαστηρίων εἰσήγησή του, δικαιολογεῖ τὴν προτίμηση ἱδρύσεως Ἡσυχαστηρίων ὡς Ν.Π.Ι.Δ, ἀντὶ τῆς ἱδρύσεως ἱ. Μονῶν Ν.Π.Δ.Δ ἀπὸ νέες ἀδελφότητες, ὡς ἀποτέλεσμα, μεταξὺ ἄλλων καὶ τῶν ἑξῆς αἰτίων:
• τῶν παρεμβάσεων τῆς Πολιτείας εἰς τὰ τῆς Ἐκκλησίας (ἀπὸ τοῦ 1833 καὶ ἑξῆς),
• τῆς πρόσφατης κρίσης τοῦ 1987 (μὲ τὸν περίφημο νόμο Τρίτση), ἡ ὁποία ἀπεδείκνυε τὴν ἐμμονὴ τῆς Πολιτείας στὴ λογική του 1833 καὶ ἑξῆς .
• τῆς προκυψάσης νέας ἐξελίξεως μὲ τὸ ΕΤΑΚ ἀναβαθμισμένο σὲ βάρος τῆς ἐπικρατούσης θρησκείας καὶ τῶν Ν.Π.Δ.Δ. (ἃρα καὶ τῶν Μονῶν) .
(Αὐτὰ ἔγραφε ὁ Σεβ. Γουμενίσσης τὸ 2010).
Ὅπως ἀβίαστα ἐξάγεται ἀπὸ τὰ προλεχθέντα, τὰ κανονικῶς καὶ νομίμως ἱδρυθέντα καὶ λειτουργοῦντα ἐντός της δικαιοδοσίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἱερὰ Ἡσυχαστήρια, δὲν εἶναι νεόκοπα μορφώματα δυτικῆς ἢ οἱασδήποτε ἄλλης ἐπιδράσεως, ἀλλὰ ἀποτελοῦν κανονικώτατη μορφὴ ὀρθοδόξων ἱερῶν Μονῶν, χωρὶς τὶς ἀλλοιώσεις καὶ ἐπεμβάσεις ποὺ ἐπιβλήθηκαν στὶς λοιπὲς ἱ. Μονὲς τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τὴ Βαυαροκρατία καὶ μετά.
Μετὰ πολλῆς ἱκανοποιήσεως διαπιστώνουμε, ἰδίως τὸν τελευταῖο καιρὸ, ὅτι ἡ Ἱερὰ Σύνοδος βεβαιώνει τὴν κανονικότητα τῶν ἱ. Ἡσυχαστηρίων καὶ τὴν ὀργανικὴ θέση τους μέσα στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ φανερώνει καὶ ἡ φροντίδα γιὰ τὴν ὅσο τὸ δυνατὸν καλύτερη διατύπωση τοῦ γενικοῦ Κανονισμοῦ ποὺ τὰ ἀφορᾷ, μὲ ἀποκορύφωμα τὴν σημερινὴ ἡμερίδα, καθὼς καὶ τὸ ὅτι γιὰ πρώτη φορά, ἀπ’ ὅσο γνωρίζω, ὅρισε ὡς τακτικὸ μέλος τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τοῦ Μοναχικοῦ Βίου, ἡγούμενο ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου.
Μετὰ τὴν ἀναγκαία αὐτὴ ἀναφορὰ στὴν ἱστορία καὶ τὴν κανονικὴ θέση τῶν ἱ. Ἡσυχαστηρίων ἐντός της Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἂς προχωρήσουμε στὸ σχολιασμὸ τῶν σχεδίων τοῦ Νέου Κανονισμοῦ.
Μετὰ ἀπὸ πρόταση τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τοῦ Μοναχικοῦ Βίου, ἡ Διαρκῆς Ἱ. Σύνοδος ἀπέστειλε, κατὰ τὸν μήνα Μάιο τοῦ προηγούμενου ἔτους, 2011 στὰ ἱερὰ Ἡσυχαστήρια τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τὰ προτεινόμενα σχέδια Γενικοῦ Κανονισμοῦ περὶ τῶν ἱ. Ἡσυχαστηρίων:
α) Τὸ ὑπὸ τῆς ὡς ἄνω Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς συνταχθέν, κατόπιν εἰσηγήσεως τοῦ καθηγητοῦ κ. Σ. Κοντογιάννη (ἐφ’ ἑξῆς σχέδιο Α΄).
β) Τὸ ὑπὸ τῆς εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς Νομοτεχνικῆς Ἐπεξεργασίας τοῦ ὡς ἄνω κανονισμοῦ, ὑπὸ τὸν Σέβ. Μητροπολίτην Γουμενίσσης κ. Δημήτριον προταθὲν (ἐφ’ ἑξῆς σχέδιο Β΄),
«προκειμένου ἵνα καταθέσουν ἐγγράφως οἱ Προεστῶτες τῶν ἱ. Ἡσυχαστηρίων τὰς ἀπόψεις των. Αἱ ἀπόψεις αὐται θὰ ἀποτελέσουν θέματα εἰσηγήσεων καὶ συζητήσεων εἰς τὴν ἡμερίδα τῶν Ἱερῶν Ἡσυχαστηρίων, ἡ ὁποία προσεχῶς θὰ πραγματοποιηθεῖ τῇ ἐγκρίσει τῆς Ἱερᾶς Συνόδου (Συνοδ. Ἔγγραφο 2001/2-5-2011)».
Στὴν ἁρμόδια Συνοδικὴ Ἐπιτροπὴ ἐπὶ τοῦ Μοναχικοῦ Βίου διαβιβάστηκαν ἀπαντήσεις ἐκ μέρους 8 ἱερῶν Ἡσυχαστηρίων (ἐπὶ συνόλου 67 ) (Ὑπάρχουν πληροφορίες ὅτι ἀπάντησαν περισσότερα Ἡσυχαστήρια. Οἱ ἀπαντήσεις αὐτὲς ὅμως –ἄγνωστο γιατί- δὲν ἔφθασαν στὴν ἐπιτροπή).
Τὰ σχετικὰ κείμενα, τῶν ὁποίων ἔλαβε γνώση ἡ Ἐπιτροπὴ εἶναι τὰ ἑξῆς:
Α. Οἱ δύο ἀρχικὲς προτάσεις περὶ τοῦ Κανονισμοῦ:
1. Τὸ ὑπὸ τῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τοῦ Μοναχικοῦ Βίου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος προτεινόμενο σχέδιο Κανονισμοῦ περὶ τῶν Ἱερῶν Ἡσυχαστηρίων (σχέδιο Α΄).
2. Τὸ ὑπὸ τῆς Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς Νομοτεχνικῆς Ἐπεξεργασίας προτεινόμενο σχέδιο Κανονισμοῦ (σχέδιο Β΄).
Β. Οἱ παρατηρήσεις ποὺ διατυπώθηκαν ὑπὸ τῶν Ἱερῶν Ἡσυχαστηρίων (κατὰ σειρὰ ἡμερομηνίας παραλαβῆς τοῦ κειμένου):
1. Ἱεροῦ Ἠσυχ. Μοναζουσῶν «Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης ὁ Θεολόγος» (Βασιλικὰ Θεσσαλονίκης)
τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Κασσανδρείας.
2. Ἱεροῦ Ἡσυχ. Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ Κουφαλίων
τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Ἐδέσσης-Πέλλης-Ἀλμωπίας.
3. Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου Παναγίας τῶν Βρυούλων
τῆς Ἱ. Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν.
4. Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου «Ἀναστάντος Χριστοῦ»
τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Πειραιῶς
5. Ἱερῶν Ἡσυχαστηρίων (ἀπὸ κοινοῦ):
α) Εὐαγγελιστοὺ Ἰωάννου - Θεολόγου
β) Τιμίου Προδρόμου
γ) Ἁγίου Ἀρσενίου τοῦ Καππαδόκου
δ) Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Ρώσσου
τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Κασσανδρείας.
6. Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου Κεχαριτωμένης Θεοτόκου
τῆς Ἱ. Μητροπόλεως Ὕδρας, Σπετσῶν καὶ Αἰγίνης
7. Βασιλείου Ε. Νικοπούλου, Ἐπιτίμου Προέδρου τοῦ Ἀρείου Πάγου, “Γνωμοδότηση” (τὴν συνυπέβαλαν μαζὶ μὲ τὰ ὑπομνήματά τους τὰ ἱερὰ Ἡσυχαστήρια τῶν ἱ. Μητροπόλεων Κασσανδρείας καὶ Ἐδέσσης).
Τὰ παραπάνω διαβιβάσθηκαν ἁρμοδίως στὴ Συνοδικὴ ἐπιτροπὴ ἐπὶ τοῦ Μοναχικοῦ Βίου καὶ διανεμήθηκαν στὰ μέλη αὐτῆς.
Γ. Κείμενα, τὰ ὁποῖα κατετέθησαν στὴν ἐπιτροπὴ ἐπὶ τοῦ Μοναχικοῦ Βίου ὑπὸ τῶν συνταξάντων:
1. Παναγ. Μπούμη, Ὁμοτ. Καθηγητοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπ. Ἀθηνῶν, “Ἀρχὲς γιὰ τὴν Ἵδρυση καὶ Λειτουργία Ἡσυχαστηρίων”.
2. Τοῦ αὐτοῦ: “Σχέδιο Κανονισμοῦ περὶ τῶν Ἡσυχαστηρίων”.
3. Σπυρίδωνος Δ. Κοντογιάννη, Ὁμοτ. Καθηγητοῦ τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Πανεπ. Ἀθηνῶν, Παρατηρήσεις ἐπὶ τοῦ Σχεδίου Κανονισμοῦ “Περὶ τῶν ἐν Ἑλλάδι Ὀρθοδόξων ἱερῶν Ἡσυχαστηρίων” (ἀφοροῦν στὸ β΄ σχέδιο).
Δ. Ἄλλα ἐνδιαφέροντα κείμενα:
1. Γεωργίου Π. Ἀρβανίτη, Προέδρου Ἐφετῶν ἐν συντάξει “Παρατηρήσεις ἐπὶ τῶν Σχεδίων Κανονισμοῦ περὶ ἱερῶν Ἠσυχαστηρίων”.
2. Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου Γενεσίου Θεοτόκου Πανοράματος Θεσσαλονίκης΄.
Οἱ ἀπόψεις καὶ παρατηρήσεις τῶν ἱ. Ἡσυχαστηρίων, μελετήθηκαν ἀπὸ εἰδικὴ ὑποεπιτροπὴ, ποὺ συγκροτήθηκε γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτό, μὲ πρόεδρο τὸ Σεβ. Μητροπολίτη Καστορίας κ.Σεραφεὶμ.
Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ, ὅτι ὁ Σεβασμιώτατος Πρόεδρος, κατὰ τὴν ἔναρξη τῆς συνεδρίας τῆς ὑποεπιτροπῆς, ἐξέφρασε ὡς πρώτη καὶ βασική του θέση τὴν ἄποψη ὅτι πρέπει νὰ γίνουν ἀποδεκτὲς οἱ παρατηρήσεις καὶ νὰ ἱκανοποιηθοῦν ὅλα τὰ αἰτήματα-προτάσεις τῶν ἱερῶν Ἡσυχαστηρίων.
Ὡς βάση τῆς συζητήσεως, σύμφωνα μὲ τὴν κρίσιν τῆς ὑποεπιτροπῆς, παρέμεινε τὸ σχέδιο Α΄, (τὸ ὑπό τῆς Ἐπιτροπῆς ἑπὶ τοῦ Μοναχικοῦ Βίου προτεινόμενο). Οἱ διατάξεις του, διατυπωμένες μὲ σαφῆ, ἀλλὰ καὶ ἁπλούστερο τρόπο, διατηροῦν περισσότερο τὸ χαρακτήρα «πλαισίου» καὶ ἐγείρουν λιγότερες ἀντιρρήσεις καὶ ἐπιφυλάξεις.
Πολλὲς ἀπὸ τὶς ἐπεξηγήσεις ποὺ ἔχουν διατυπωθεῖ στὸ σχέδιο Β εἶναι χρήσιμες, ἄλλες ὅμως ἐγείρουν ἀμφισβητήσεις καὶ προβληματισμούς. Ἀξιόλογα ἐπ’ αὐτοῦ ἐπιχειρήματα καταγράφονται στὰ ὑπομνήματα τῶν ἱ. Ἡσυχαστηρίων, καθὼς καὶ στὶς «Παρατηρήσεις ἐπὶ τοῦ Σχεδίου Κανονισμοῦ» τοῦ Καθηγητοῦ κ. Σπ. Δ. Κοντογιάννη.
Τὰ συμπεράσματα τῆς ὑποεπιτροπῆς παρουσιάσθηκαν καὶ συζητήθηκαν σὲ εἰδικὴ συνεδρία τῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τοῦ Μοναχικοῦ Βίου.
Στὴ συνεδρία αὐτὴ διαμορφώθηκε τὸ «Προτεινόμενον Σχέδιον Κανονισμοῦ περὶ τῶν ἱερῶν Ἡσυχαστηρίων», προκειμένου νὰ συζητηθεῖ στὴν παροῦσα ἡμερίδα.
Παρατηρήσεις καὶ προτάσεις ἐπὶ τοῦ Προτεινομένου Σχεδίου Κανονισμοῦ περὶ ἱ. Ἡσυχαστηρίων.
Α. Ὁ ὑπὸ ψήφιση Κανονισμὸς πρέπει νὰ εἶναι ἐναρμονισμένος:
1. Μὲ τὴ σχετικὴ ἐξουσιοδοτικὴ διάταξη τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου (ἄρθρο 39, παρ. 10), ἡ ὁποία ὁρίζει ὅτι: «Διὰ κανονιστικῶν ἀποφάσεων τῆς Διαρκοῦς Ἱ. Συνόδου, ἐγκρινομένων ὑπὸ τῆς Ἱ. Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας καὶ δημοσιευομένων διὰ τῆς ἐφημερίδος τῆς Κυβερνήσεως, θεσπίζονται τὰ πλαίσια λειτουργίας τῶν ἐν τῇ περιοχῇ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος Ὀρθοδόξων Ἡσυχαστηρίων, ἅτινα ἱδρύονται ὡς νομικὰ πρόσωπα ἰδιωτικοῦ δικαίου κατὰ τὰς κειμένας διατάξεις καὶ λειτουργοῦν ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ ἱδρυτικοῦ αὐτῶν κανονισμοῦ».
Ὁ ὑπὸ ἔκδοσιν Κανονισμὸς ὀφείλει ἑπομένως νὰ περιλάβει ρυθμίσεις μέσα στὰ ὅρια καὶ τὶς κατευθύνσεις ποὺ διαγράφει ἡ ἐξουσιοδοτικὴ διάταξη καὶ ὁλόκληρος ὁ νόμος ποὺ τὴν περιέχει, δηλαδή:
• Τὰ Ἡσυχαστήρια εἶναι νομικὰ πρόσωπα ἰδιωτικοῦ δικαίου.
• Τὰ Ἡσυχαστήρια διακρίνονται σαφῶς ἀπὸ τὶς ἱ. Μονὲς Δημοσίου δικαίου.
• Λειτουργοῦν ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ ἱδρυτικοῦ τους κανονισμοῦ (καὶ ὄχι βάσει κρατικῆς νομοθεσίας).
2. Μὲ τοὺς ἰεροὺς Κανόνες καὶ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησιαστικὴ Παράδοση, τὰ ὁποῖα διασφαλίζουν «τὸ αὐτοδιοίκητον» τῶν ἐντός τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ σώματος λειτουργούντων Μοναστικῶν Καθιδρυμάτων.
3. Μὲ τὶς διατάξεις τοῦ Συντάγματος καὶ τοὺς Νόμους τοῦ Κράτους, ὥστε νὰ διασφαλισθεῖ ἡ βιωσιμότητα τοῦ Κανονισμοῦ καὶ νὰ μὴν καταπέσει ἢ ἀκυρωθεῖ ὡς ἀντισυνταγματικός .
Β. Ὁ νέος Κανονισμὸς θὰ διέπει τὰ Ἡσυχαστήρια, τὰ ὁποῖα θὰ ἱδρύονται ἀπὸ τῆς ἰσχύος του καὶ ἑξῆς. Ὅσα ἔχουν ἤδη ἱδρυθεῖ κανονικῶς καὶ νομίμως, θὰ ἐξακολουθήσουν νὰ διέπονται ἀπὸ τὴν ἱδρυτική τους πράξη, τὸν ἐγκεκριμένο ἱδρυτικὸ Κανονισμὸ τους (καταστατικὸ) καὶ τὴν ἐγκριτικὴ ἐκκλησιαστικὴ καὶ κρατικὴ πράξη, τὰ ὁποῖα ἑδράζονται:
• Ἐπὶ τῆς ρητῶς ἐκπεφρασμένης καὶ ἀμετάκλητης βουλήσεως τῶν ἱδρυτῶν,
• ἐπὶ τῆς κανονικῶς παρασχεθείσης Ἐκκλησιαστικῆς ἐγκρίσεως καὶ εὐλογίας (ὑπὸ τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου καὶ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου),
• ἐπὶ τοῦ νομίμως ἐκδοθέντος καὶ ἔχοντος στὴ συγκεκριμένη περίπτωση ἰσχὺν νόμου βασιλικοῦ ἢ προεδρικοῦ διατάγματος .
• ἐπὶ τῆς διατάξεως τοῦ Συντάγματος (ἄρθρον 109), τὸ ὁποῖο ὁρίζει τὸ ἀμετάβλητόν της βουλήσεως καὶ τῶν ὅρων διαθήκης ἢ δωρεᾶς ὑπὲρ κοινωφελοῦς σκοποῦ.
Οἱ ὃροι αὐτοὶ κατὰ τὸ Σύνταγμα εἶναι δεσμευτικοὶ καὶ ἑπομένως, οὔτε ἐμμέσως, οὔτε ἀμέσως μποροῦν νὰ τροποποιηθοῦν διὰ κανονιστικῆς πράξεως .
Γ. Ἐπὶ τῶν ἄρθρων τοῦ Προτεινομένου Κανονισμοῦ ἐπισημαίνονται καὶ προτείνονται τὰ ἑξῆς:
Ἄρθρο 1ο
«Τὰ προβλεπόμενα εἰς τὸ ἄρθρον 39 παρ. 10 τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Ν. 590/1977) Ἡσυχαστήρια ἱδρύονται ὡς νομικὰ πρόσωπα ἰδιωτικοῦ δικαίου μὴ κερδοσκοπικοῦ χαρακτῆρος, κατὰ τὰς κειμένας διατάξεις, συνιστοῦν Ἱ. Μονὴν κατὰ τὴν ἔννοιαν τοῦ ἄρθρου 39 παρ. 1 τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου καὶ λειτουργοῦν ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ ἱδρυτικοῦ αὐτῶν Κανονισμοῦ».
Ἐκ μέρους ὁρισμένων ἱ. Ἡσυχαστηρίων, καθὼς καὶ ἐξ ἑνὸς ἀπὸ τὰ μέλη τῆς ἐπιτροπῆς Μοναχικοῦ Βίου ἐκφράσθηκαν ἐπιφυλάξεις σχετικὰ μὲ τὴ διατύπωση, ὅτι τὰ Ἡσυχαστήρια «συνιστοῦν ἱερὰν Μονὴν, κατὰ τὴν ἔννοιαν τοῦ ἄρθρου 39 παρ. 1 τοῦ Κ.Χ.».
Θεωρεῖται ὡς ἐνδεχόμενο ἡ διατύπωση αὐτὴ νὰ προξενήσει σύγχυση μεταξὺ ἱερῶν Μονῶν Δημοσίου Δικαίου καὶ ἱ. Ἡσυχαστηρίων.
Χωρὶς ἀμφισβήτηση ὁ Κ.Χ. διαστέλλει σαφῶς τὶς ἱερὲς Μονὲς (Ν.Π.Δ.Δ.) ἀπὸ τὰ ἱερὰ Ἡσυχαστήρια (Ν.Π.Ι.Δ.). Ἡ διαστολὴ αὐτὴ ἀφορᾷ ὁπωσδήποτε τὴ νομικὴ ὑπόσταση, τὶς κατὰ νόμον σχέσεις καὶ τὰ ὅσα αὐτὰ συνεπάγονται γιὰ τὸν κάθε τύπο μοναστικοῦ καθιδρύματος. Ὁ σκοπὸς ὅμως καὶ τῶν δύο τύπων ὄντως συμπίπτει. Οἱ μοναχοὶ ὅλων τῶν Μοναστηρίων οἱουδήποτε τύπου ἔχουν ἕνα καὶ τὸν αὐτὸ σκοπό, τὴν κατὰ Χριστὸν ζωή, μὲ τὴν τήρηση τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν, τῶν μοναχικῶν ἐπαγγελιῶν καὶ τὴ συμμόρφωση πρὸς τοὺς κανόνες ποὺ διέπουν τὴν Ἀγγελικὴ Πολιτεία, ὅπως τοὺς παρέδωσαν οἱ θεοφόροι Πατέρες .
Εἶναι ἐπίσης ἐκτὸς κάθε ἀμφισβητήσεως τὸ ὅτι ἡ πρόθεση καὶ βούληση τῶν ἱδρυτῶν τῶν ἱ. Ἡσυχαστηρίων ἦταν (καὶ εἶναι) νὰ συστήσουν ἱ. Μονές, σύμφωνα μὲ τὴν ἀπὸ αἰώνων μοναστικὴ καὶ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, καθὼς οἱ ἱ. Κανόνες ὁρίζουν. Αὐτὸ φαίνεται ξεκάθαρα στὰ σχετικὰ κείμενα τῶν ἁγ. Νεκταρίου, ἀρχιμ. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου, γέροντος Παϊσίου κ.ἂ.
Εἶναι ὅμως ἐπίσης σαφέστατη καὶ ρητῶς ἐκπεφρασμένη ἡ βούλησὴ τους νὰ διασφαλίσουν τὴ διοικητικὴ καὶ διαχειριστικὴ αὐτοτέλεια τῶν μονῶν αὐτῶν (τὸ αὐτοτελές, αὐτοδιοίκητον καὶ ἀνεξάρτητον). Αὐτὴν τὴν αὐτοτέλεια, τὴν ὁποία ὅπως δείξαμε στὸ α´ μέρος τῆς εἰσηγήσεώς μας, ἀπολάμβαναν ὅλες οἱ Ἱ. Μονὲς, μέχρις ὅτου ἄρχισαν οἱ παρεμβάσεις τοῦ Ἑλληνικοῦ Κράτους ἀπὸ τοῦ ἔτους 1833 καὶ ἑξῆς.
Οἱ παρεμβάσεις αὐτὲς περιόρισαν στὸ ἐλάχιστο τὴν αὐτοτέλεια αὐτή, κάποτε μάλιστα καὶ τὴν κατέλυσαν.
Ἤδη σύμφωνα μὲ τὸν Κ.Χ. οἱ ἱερὲς Μονὲς εἶναι Νομικὰ Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (ἄρθρο 1,4), γιὰ τὰ ὀποῖα μεταξὺ ἄλλων ἰσχύουν καὶ τὰ ἑξῆς:
α) μποροῦν νὰ ἱδρυθοῦν, συγχωνευθοῦν, ἀκόμη καὶ νὰ διαλυθοῦν μὲ προεδρικὸ διάταγμα ποὺ ἐκδίδεται μετὰ σύμφωνον γνώμην τοῦ ἐπιχωρίου ἀρχιερέως καὶ ἔγκρισιν τῆς Δ.Ι.Σ, προτάσει τοῦ Ὑπουργοῦ Ἐθνικῆς Παιδείας καὶ Θρησκευμάτων (ἄρθρο 39, πάρ. 3). (Κανένας λόγος δὲν γίνεται γιὰ τὴν θέση τῶν ἐγκαταβιούντων σὲ αὐτὰ μοναχῶν σὲ περίπτωση π.χ. συγχωνεύσεως ἢ διαλύσεως).
β) Ἐὰν ἡ ἀδελφότητα μειωθεῖ κάτω τῶν 5 ἐγκαταβιούντων ἀδελφῶν, ὁ ἡγούμενος καὶ τὰ μέλη τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου ὁρίζονται ὑπὸ τοῦ ἐπιχωρίου ἀρχιερέως (ἄρθρο 39, πάρ. 3).
γ) «Οἱ ἀποφάσεις τῶν μοναστικῶν συμβουλίων εἶναι προπαρασκευαστικοῦ χαρακτήρα καὶ ἔχουν ἰσχὺ μόνον, ἐφόσον ἐπικυρωθοῦν ἀπὸ τὴν ἀνωτέρα ἐκκλησιαστικὴ ἀρχή» .
Μετὰ τὶς διατυπώσεις αὐτὲς γίνονται φανεροί οἱ λόγοι γιὰ τοὺς «ὁποίους ἡ νομικὴ διασφάλιση τοῦ κανονικοῦ «αὐτοδιοίκητου» τῶν ἱ. Ἡσυχαστηρίων καθίσταται ἐφικτὴ σύμφωνα μὲ τοὺς ἰσχύοντες στὸ Ἑλληνικὸ Κράτος νόμους, μόνο διὰ τῆς ἱδρύσεως καὶ λειτουργίας αὐτῶν ὡς Νομικῶν Προσώπων Ἰδιωτικοῦ Δικαίου, μὲ τὸν ἀποσαφηνιστικὸ χαρακτηρισμὸ ὡς αὐτοτελῶν, αὐτοδιοικήτων καὶ ἀνεξαρτήτων.
Δὲν πρέπει ὅμως νὰ μᾶς διαφεύγει ὅτι, πέρα ἀπὸ τοὺς νόμους, οἱ ἐγκαταβιοῦντες στὰ ἱ. Ἡσυχαστήρια ἐπιθυμοῦν καὶ ἐπιλέγουν ἐν πλήρει συνειδήσει τὴν κανονική τους ἐξάρτηση ἀπὸ τὸ Ἐκκλησιαστικὸ Σῶμα, ζητοῦν καὶ λαμβάνουν τὸ μοναχικὸ σχῆμα κατὰ τὰ μοναχικὰ θέσμια, ἐξαιτοῦνται καὶ θέλουν τὴν κανονικὴ εὐλογία, καθὼς καὶ τὴν πνευματικὴ ἐποπτεία καὶ προστασία τοῦ ἐπισκόπου , γι’ αὐτὸ καὶ αὐτοβούλως καὶ ἐλευθέρως ὑπάγονται σὲ αὐτὸν «μὴ ἐκ τινος ἀνάγκης ἢ βίας».
Ἡ μοναχικὴ παράδοση καὶ οἱ ἱ. Κανόνες δὲν ἀναγνωρίζουν μοναχικὴ ἰδιότητα ἐκτὸς μοναστηρίου, μὲ ὅ,τι αὐτὸ σημαίνει κατὰ αὐτοὺς, (ἂς θυμηθοῦμε τὴν ὑπόσχεση ποὺ δώσαμε ὡς μοναχοὶ κατὰ τὴν ἀκολουθία τῆς κουρᾶς, ὅταν ἀπαντήσαμε στὸ ἐρώτημα «Παραμένεις ἐν τῷ Μοναστηρίῳ καὶ τῇ ἀσκήσει, ἕως ἐσχάτης σου ἀναπνοῆς;»).
Θρησκευτικὲς καὶ ὀρθόδοξες κατὰ πάντα ἑνώσεις μποροῦν νὰ ἱδρύονται καὶ νὰ αὐτοτιτλοφοροῦνται ὅπως θέλουν, ὄχι ὅμως μὲ μοναχικὴ τάξη καὶ μοναχικὸ σχῆμα, τὰ ὁποῖα προϋποθέτουν εἰδικὴ ἐκκλησιαστικὴ διαδικασία.
Ὁ ὅρος Ἡσυχαστήριον, καθιερώθηκε, ὄχι γιὰ νὰ σημάνει κάτι καινούριο, διαφορετικὸ ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ ἡ ἐκκλησιαστικὴ παράδοση ὀνομάζει μονή, ἀλλὰ, γιὰ νὰ ἐκφράσει τὴ νομικὴ ἔννοια «Ἱ. Μονὴ Ἰδιωτικοῦ Δικαίου». Στὸν ἰσχύοντα κανονισμὸ «Περὶ τῶν ἐν Ἑλλάδι Ὀρθοδόξων Μονῶν καὶ Ἡσυχαστηρίων» (39/12-6-1972), στὸ ἄρθρο 5 ἀναγράφεται: «Ἱ. Μοναὶ Ἱδιωτικοῦ Δικαίου (Ἡσυχαστήρια)». Κατὰ τοῦτο, ὠς πρὸς τὴ νομικὴ του ὑπόσταση, διακρίνεται τὸ Ἡσυχαστήριο (Ἰδιωτικοῦ Δικαίου) ἀπὸ τὶς ἱ. Μονὲς (Δημοσίου Δικαίου).
Ἐὰν ὡστόσο ὑπάρχουν ἐπιχειρήματα γιὰ ἐνδεχόμενη σύγχυση στὶς κατὰ νόμον σχέσεις κι ἐφ᾿ ὅσον ἡ φράση: «...συνιστοῦν ἱερὰν Μονὴν κατὰ τὴν ἔννοιαν τοῦ ἄρθρου 39 παρ. 1 τοῦ Κ.Χ.» σημαίνει κάτι, αὐστηρῶς καθορισμένο γιὰ τὸ Νόμο, θὰ μποροῦσε νὰ ἀντικατασταθεῖ ἡ φράση αὐτή, μὲ τὴ φράση: «...καὶ συνιστοῦν Ἱ. Μονὴν (ἢ ...συνιστοῦν Μοναστήριον ) κατὰ τὰ ὁριζόμενα ὑπὸ τῶν Ἱερῶν Κανόνων».
Στὸ τέλος τοῦ ἄρθρου εἶναι ἀπαραίτητο νὰ προστεθεῖ τὸ ὁριζόμενο ὑπὸ τοῦ Κ.Χ. «...καὶ λειτουργοῦν, (ἐννοεῖται “ἓκαστον”), ἐπὶ τῇ βάσει τοῦ ἱδρυτικοῦ αὐτῶν Κανονισμοῦ».
Ἄρθρο 2ο
«Τὰ Ἡσυχαστήρια ἱδρύονται μετὰ σύμφωνον γνώμην τοῦ ἐπιχωρίου Ἀρχιερέως καὶ τελοῦν ὑπὸ τὴν πνευματικὴν αὐτοῦ προστασίαν».
Σὲ ὅλα σχεδὸν τὰ ὑπομνήματα τῶν ἱ. Ἡσυχαστηρίων ὑπάρχει ἡ παρατήρηση ὅτι ἡ ἀνωτέρω διατύπωση εἶναι προτιμότερη ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἄλλη, ὡς ἀπολύτως σαφής καὶ παραπέμπουσα στὸ δ´ Κανόνα τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου:
Ἀπὸ νομικὴ ἄποψη ἡ διάταξη αὐτὴ ἐλέγχεται ὡς προσκρούουσα στὸ ἄρθρο 12 παρ. 1 τοῦ Συντάγματος, τὸ ὁποῖο ὁρίζει ὅτι δὲν ἐπιτρέπεται ἡ διὰ νόμου ἐξάρτηση τῆς ἀσκήσεως τοῦ δικαιώματος τῆς συστάσεως ἑνώσεων καὶ μὴ κερδοσκοπικοῦ χαρακτήρα σωματείων ἀπὸ προηγούμενη ἄδεια», ὅποτε ὁ Κανονισμὸς ἐκτίθεται σὲ κίνδυνο ἀντισυνταγματικότητος .
Ἐφ’ ὃσον ὅμως οἱ ἱδρύοντες Ἡσυχαστήριο ἐπιλέγουν τὴ σύσταση «μοναστηρίου», σύμφωνα μὲ ὅσα ἀναφέραμε στὸν σχολιασμὸ τοῦ προηγούμενου ἄρθρου (1), ἡ σύμφωνος γνώμη τοῦ ἐπισκόπου εἶναι θεμελιῶδες στοιχεῖο οἱασδήποτε μορφῆς μοναστικοῦ καθιδρύματος, τὸ ὁποῖο ἐντάσσεται κανονικῶς στὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα καὶ οἱ ἐγκαταβιοῦντες σὲ αὐτὸ λαμβάνουν τὸ μοναχικὸ σχῆμα.
Ἑπομένως, ἡ ἐν λόγῳ διάταξη ἰσχύει μόνο γιὰ ἐκείνους ποὺ ἐλευθέρως καὶ ἑκουσίως ἐπιλέγουν νὰ ὑπαχθοῦν στὴν πνευματικὴ δικαιοδοσία τοῦ ἐπιχωρίου ἀρχιερέως, τοῦ ὁποίου τὴν ἄδεια ζητοῦν .
Ἡ διάταξη αὐτὴ δὲν ἐμποδίζει ὁποιουσδήποτε ἄλλους νὰ συνιστοῦν θρησκευτικὲς ἑνώσεις, χωρὶς νὰ δεσμεύονται (ἢ νὰ αὐτοδεσμεύονται) ἀπὸ ὅσα ἡ ἐκκλησιαστικὴ – μοναχικὴ τάξη ὁρίζει.
Ἄρθρο 3ο
«Σκοπὸς τῶν Ἡσυχαστηρίων εἶναι ἡ ἐν κοινοβιακῇ πολιτείᾳ ἀδιάλειπτος τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ δοξολογία, ἡ διὰ λειτουργικῶν καὶ κατ' ἰδίαν προσευχῶν, διὰ συνεχοῦς κατὰ Θεὸν ἀσκήσεως καὶ ἐν ἁγίαις διακονίαις νέκρωσις τῶν παθῶν τῶν ἐν αὐτοῖς ἐνασκούμενων καὶ ἡ ὑπ' αὐτῶν τελεία βίωσις τῆς κατὰ Θεὸν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ μυστικῆς ζωῆς, ὁδηγούσης εἰς ψυχικὴν αὐτῶν σωτηρίαν καὶ θέωσιν».
Παραμένει ὡς ἔχει, δὲ διατυπώθηκαν παρατηρήσεις.
Ἄρθρο 4ο
«Ἡ ὀργάνωσις καὶ προαγωγὴ τοῦ πνευματικοῦ βίου τῶν Ἡσυχαστηρίων καὶ ἡ διοίκησις αὐτῶν καθορίζονται διὰ τοῦ ἱδρυτικοῦ Κανονισμοῦ, συμφώνως πρὸς τοὺς ἱεροὺς κανόνας, τὰς μοναστικάς παραδόσεις καὶ τοὺς νόμους τοῦ Κράτους. Ὁ Ἱδρυτικὸς Κανονισμὸς διαλαμβάνει ὑποχρεωτικῶς περὶ τῆς ἐπωνυμίας τοῦ Ἡσυχαστηρίου, τῆς ἕδρας, τοῦ σκοποῦ, τῆς διοικήσεως, τῶν μελῶν, τῆς διαλύσεως καὶ τῆς τύχης τῆς περιουσίας αὐτῶν».
Ἀπὸ μέρους ὁρισμένων Ἡσυχαστηρίων ἐκφράζεται ἡ γνώμη ὃτι πρέπει νὰ ἀντικατασταθεῖ ὁ ὅρος ἐπωνυμία μὲ τὸν ὄρο ὀνομασία, ὡς πλέον κατάλληλος γιὰ τὰ Ἡσυχαστήρια καὶ ἐν γένει τὶς ἱ. Μονές.
Ἂν ὑπάρχει σοβαρὸς λόγος γι’ αὐτὴ τὴν ἀλλαγὴ, ἂς εἰπωθεῖ κατὰ τὴν συζήτηση ποὺ θὰ ἐπακολουθήσει.
Πάντως ἡ ἔννοια τῆς ἐπωνυμίας συναντᾶται στὴν παράδοση σὲ σχέση μὲ τὰ ἱερὰ Μοναστήρια: π.χ. στὸ βίο τοῦ ἁγ. Γερασίμου τοῦ ἐν Κεφαλληνίᾳ διαβάζουμε: «..Μετὰ δὲ ταῦτα ᾠκοδόμησε ὁ Ὅσιος καὶ κελλία διάφορα καὶ περίφραγμα εἰς αὐτά, καὶ Μοναστήριον τέλειον κατέστησεν, ἐπωνόμασε δὲ τοῦτο «Νέαν Ἰερουσαλήμ» .
Ἄρθρο 5ο
«Ὁ ἱδρυτικὸς κανονισμὸς καὶ αἱ τροποποιήσεις αὐτοῦ ὑποβάλλονται εἰς τὸν οἰκεῖον Μητροπολίτην, πρὸς βεβαίωσιν ὅτι τυγχάνουν σύμφωνοι πρὸς τοὺς ἱεροὺς κανόνας, τὰς μοναστικάς παραδόσεις καὶ τοὺς νόμους τοῦ κράτους. Ἐν διαφωνίᾳ, αὕτη ἐπιλύεται παρὰ τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου, μετὰ γνώμην τῆς ἁρμοδίας ἐπὶ τοῦ Μοναχικοῦ Βίου Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς.
Ὁ ἐγκριθεὶς Ἱδρυτικὸς Κανονισμός, διαπεμπόμενος ὑπὸ τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου, δημοσιεύεται διὰ τοῦ ἐπισήμου δελτίου «ΕΚΚΛΗΣΙΑ» πρὸς ἐνημέρωσιν».
Ἡ διάταξη τοῦ σχεδίου Β΄ «ἐν διαφωνίᾳ αὓτη ἐπιλύεται παρὰ τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου (ἀντὶ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας)...» κρίθηκε ὡς πρακτικῶς προτιμότερη. Καθὼς καὶ ἡ τελευταία διάταξη:
«Ὁ ἐγκριθεὶς Ἱδρυτικὸς Κανονισμὸς, διαπεμπόμενος ὑπὸ τοῦ οἰκείου μητροπολίτου, δημοσιεύεται διὰ τοῦ ἐπισήμου δελτίου «Ἐκκλησία» πρὸς ἐνημέρωσιν.
Ἄρθρο 6ο
«Ὁ Μητροπολίτης ἀσκεῖ ἐπὶ τῶν Ἡσυχαστήριων τῆς ἐπαρχίας αὐτοῦ τὴν κατὰ τοὺς ἱεροὺς κανόνας πνευματικὴν ἐποπτείαν διὰ τὴν κανονικὴν μνημόνευσιν τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ ἐν ταῖς Ἱεραῖς Ἀκολουθίαις, τὴν χειροθεσίαν τοῦ ἡγουμένου, τὴν ἔγκρισιν τῆς κουρᾶς τῶν μοναχῶν, τὴν ἀνάκρισιν τῶν κανονικῶν παραπτωμάτων, τὴν μέριμνα διὰ τὴν κατὰ τοὺς ἱεροὺς κανόνας λειτουργίαν τοῦ Ἡσυχαστηρίου καὶ τὸν ἔλεγχον τῆς νομιμότητος τῆς οἰκονομικῆς διαχειρίσεως αὐτοῦ, διὰ τῆς ἐγκρίσεως τοῦ προϋπολογισμοῦ καὶ ἀπολογισμοῦ».
Στὸ ἄρθρο αὐτὸ γίνεται ἡ ἀπαραίτητη ἀναφορὰ στὰ κανονικὰ δικαιώματα τοῦ οἰκείου μητροπολίτου. Ὅσα ἀναγράφονται ἐδῶ, προβλέπονται σαφῶς ὑπὸ τῶν ἱερῶν Κανόνων καὶ ἐν γένει τῆς Παραδόσεως, ἐκτός της τελευταίας διατυπώσεως περὶ ἐλέγχου τῆς νομιμότητος τῆς οἰκονομικῆς διαχειρίσεως.
Πρόκειται οὐσιαστικὰ γιὰ τὴ σοβαρότερη ἀλλαγὴ στὶς ρυθμίσεις ποὺ προτείνονται ἀπὸ τὸ σχέδιο τοῦ νέου κανονισμοῦ.
Σὲ ὅλα τὰ ἀποσταλέντα ὑπὸ τῶν ἱ. Ἡσυχαστηρίων κείμενα ἀπόψεων, διατυπώνονται σοβαρὲς ἐπιφυλάξεις ὡς πρὸς τὴ διάταξη αὐτὴ, ἡ ὁποία, ὡς βεβαιώνουν ἔγκριτοι κανονολόγοι, δὲν προβλέπεται ὑπὸ τῶν ἱερῶν Κανόνων, οὔτε μαρτυρεῖται στὴν παράδοση τοῦ μοναχισμοῦ.
Γράφει σχετικῶς ὁ π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος:
Οὔτε αἱ κρατικαί, ἀλλ’ οὔτε αἱ ἐκκλησιαστικαὶ ἀρχαὶ δὲν ἀνεμειγνύοντο εἰς τὴν διοίκησιν καὶ τὴν διαχείρισιν τῶν οἰκονομικῶν τῶν Μοναστηρίων. Ἁπλῶς ἐπετήρουν καὶ ἐπώπτευον. Ὁ κανονολόγος Θεόδωρος Βαλσαμών, Πατριάρχης Ἀντιοχείας, λέγει ἑρμηνεύων τὸν Α´ Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, ὁ ὁποῖος ἀπαιτεῖ ἄδειαν τοῦ ἐπιχωρίου Ἐπισκόπου διὰ τὴν ἵδρυσιν Μοναστηρίου: «...οὐκ ἐνεδόθη (ὑπὸ τοῦ Κανόνος) τῷ Ἐπισκόπῳ κατεξουσιάζειν τοῦ Μοναστηρίου, ὡς δεσποτικῶς (=κυριαρχικῶς, ἰδιοκτησιακῶς) διαφέροντος (=ἀνήκοντος) τῇ ἐκκλησίᾳ αὐτοῦ (δηλαδή, ὡς ἐὰν ἀπετέλει ἰδιοκτησίαν τῆς Ἐπισκοπῆς του)• ἀλλ’ ἔχειν μόνα δίκαια (=δικαιώματα) ἐπισκοπικὰ ἐπ’ αὐτῶ. Εἰσὶ δὲ ταῦτα: ἀνάκρισις τῶν ψυχικῶν σφαλμάτων, ἐπιτήρησις τῶν διοικούντων αὐτῷ, (σήμ. ἡμετέρα: ἐπιτήρησις, ἐποπτεία• ὄχι ἀναμείξεις καὶ παρεμβάσεις εἰς τὰ τῆς διοικήσεώς του), ἀναφορὰ τοῦ ὀνόματος τούτου καὶ σφραγὶς (=χειροθεσία, εὐλογία) ἡγουμένου. Συντηρηθήσεται οὖν ἡ Μονὴ ἐλευθέρα καὶ καθ’ ἑαυτὴν διεξαγομένη (=αὐτοδιοικουμένη), ἀνεκποίητος καὶ ἀδώρητος. Ὁ δὲ κατὰ χώραν Ἀρχιερεὺς ἕξει ἐπ’ αὐτῇ μόνα τὰ ρηθέντα ἐπισκοπικὰ δίκαια».
Ἀπευθυνόμενος μάλιστα ὁ ἴδιος ὁ π. Ἐπιφάνιος πρὸς τὸ μακαριστὸ Μητροπολίτη Ὕδρας κ. Ἱερόθεο, ὅταν τοῦ ἔστειλε πρὸς ἔγκριση τὸν Ἱδρυτικὸ κανονισμὸ τοῦ Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου Κεχαριτωμένης Θεοτόκου, δήλωσε: «Σεβασμιώτατε, τὴν εὐχή σας. Σᾶς ἀποστέλλω τὸν Ἱδρυτικὸν Κανονισμόν. Ἔστιψα ὅλη τὴν Ἐκκλησιαστικὴ γραμματεία. Ὅσον ἀφορᾶ εἰς τὴν δικαιοδοσίαν τοῦ Ἐπισκόπου περιέλαβα ὅ,τι ἀκριβῶς προβλέπουν οἱ Ἱεροὶ Κανόνες. Τίποτε ὀλιγώτερον. Τίποτε περισσότερον.»
Ἐννοεῖται ὅτι στὰ δικαιώματα τοῦ Ἐπισκόπου δὲν περιλαμβανόταν διάταξη περὶ οἰκονομικοὺ ἐλέγχου.
(τὴν ἀπάντηση τοῦ σεπτοῦ Ἱεράρχου θὰ τὴ παραθέσω στὸ τέλος τῆς ὁμιλίας μου).
Ἐπίσης, ὁ Καθηγητὴς κ. Βλάσιος Φειδᾶς, σὲ γνωμοδότησή του «Περὶ τῶν ὁρίων ἐποπτείας τοῦ Ἐπισκόπου στὶς ἱερὲς Μονές», γράφει:
«Ὁ ὅρος πνευματικὴ ἐποπτεία περιορίζει τὴν εὐχέρεια παρεμβάσεων τοῦ ἐπιχωρίου ἐπισκόπου στὴν ἐσωτερικὴ λειτουργία τῆς Μονῆς, μόνο σὲ περιπτώσεις ἐπιβεβαιωμένων ἀντικανονικῶν πράξεων τῶν μοναχῶν ἢ παρεκκλίσεων στὴν νομιμότητα τῆς οἰκονομικῆς διαχειρίσεως τῆς περιουσίας τῆς Μονῆς» (Περιοδικὸ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, Ἰούλιος 2002, σὲλ 513).
Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς ἀναφέρει καὶ ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Κεφαλληνίας κ. Σπυρίδων, στὴ γνωστὴ εἰσήγησή του ἐνώπιον τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, μὲ θέμα «Ἡγούμενοι καὶ Μοναὶ εἰς τὴν σχέσιν των μὲ τὸν ἐπιχώριον Ἐπίσκοπον».
Ἀφοῦ ἀναφέρει ὅτι «πάντοτε εἶναι δυναταὶ σκόπιμοι ἢ ἐκ λάθους παρερμηνεῖαι τοῦ κρισιμωτάτου ὄρου “πνευματικὴ ἐποπτεία”», συνεχίζοντας γράφει: «Περιορίζεται οὕτω, κάθε ἀντικανονικὴ ἐπέμβασις τοῦ ἐπιχωρίου Ἐπισκόπου εἰς τὴν ἐσωτερικὴν λειτουργίαν τῆς Μονῆς, ἐκτὸς περιπτώσεων βεβαίως ἀντικανονικοτήτων ἐκ μέρους τῶν μοναχῶν ἢ παρεκκλίσεων εἰς τὴν διαχείρισιν τῆς περιουσίας τῆς Μονῆς» .
Παλαιόθεν ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία προσέφερε σὲ ἱερὲς Μονὲς (ἐξαιρέτως μάλιστα στὰ Σταυροπήγια, τὶς κτιτορικὲς Μονὲς τοῦ Βυζαντίου, θὰ προσέθετα καὶ στὰ ἱ. Ἡσυχαστήρια τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος) τὴ ζωτικῆς σημασίας γιὰ τὴν ἀνάπτυξη καὶ ἐπιβίωση τῶν μοναστικῶν ἀδελφοτήτων σχετικὴ διοικητικὴ αὐτονομία. Τὴν ἔδωσε προφανῶς, προκειμένου νὰ διασφαλίσει τὰ ἱερὰ αὐτὰ Καθιδρύματα ἀπὸ αὐθαίρετες ἢ καθ’ ὑπέρβασιν ἁρμοδιότητος παρεμβάσεις τῆς διοικήσεως (κοσμικῶν, κάποτε ὅμως καὶ ἐκκλησιαστικῶν ἀρχόντων).
Γι’ αὐτοὺς ἐπίσης τοὺς λόγους, πολλοὶ κτίτορες ἱερῶν Μονῶν μὲ ἀκραιφνὲς ἐκκλησιαστικὸ φρόνημα καὶ ἀναγνωρισμένη ἁγιότητα βίου, ὅπως ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ ἐν τῷ Ἄθῳ, ὁ ἅγιος Γεράσιμος ὁ ἐν Κεφαλληνίᾳ, ὁ ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως, ἀλλὰ καὶ οἱ σύγχρονοι ὅσιοι γέροντες Πορφύριος, Παΐσιος, καὶ Ἐπιφάνιος ζήτησαν μὲ σταθερὴ βούληση καὶ ἔλαβαν ἀπὸ τὶς ἐκκλησιαστικὲς ἀρχὲς τὸ εὐεργέτημα αὐτό.
Τὶς διὰ νόμου ἐπιβαλλόμενες διοικητικὲς καὶ διαχειριστικὲς ἐξαρτήσεις, ἐλέγχους καὶ παρεμβάσεις συχνὰ ἐπικαλέστηκαν, ἐκμεταλλεύτηκαν καὶ ἀξιοποίησαν πρὸς ὄφελος ὑπόπτων σκοπιμοτήτων ἡγεσίες καὶ κυβερνήσεις, ποὺ ἐποφθαλμιοῦσαν τὴν ἐκκλησιαστικὴ διοίκηση καὶ τὴν ἐκκλησιαστικὴ περιουσία.
Ἀπὸ νομικῆς ἀπόψεως, ἡ ἐν λόγῳ διάταξη ἀναιρεῖ τὸ χαρακτηρισμὸ τῶν ἱ. Ἡσυχαστηρίων ὡς αὐτοτελῶν, αὐτοδιοικήτων καὶ ἀνεξαρτήτων , (ἔστω καὶ ἂν περιορίζεται στὸν ἔλεγχο καὶ τὴν ἔγκριση τοῦ οἰκονομικοῦ προϋπολογισμοῦ καὶ ἀπολογισμοῦ, ὅπως διευκρινίστηκε στὴν σύσκεψη τῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τοῦ Μοναχικοῦ Βίου.) Δὲν εἶναι, ἄλλωστε, δύσκολο, ὁ ἔλεγχος νομιμότητος νὰ διολισθήσει σὲ ἔλεγχο σκοπιμότητος.
Ἡ κανονικότης καὶ νομιμότης τῆς διοικήσεως καὶ τοῦ τρόπου διαχειρίσεως τῶν ἱ. Ἡσυχαστηρίων ἐλέγχεται σχολαστικῶς καὶ ἐφ’ ἅπαξ, κατὰ τὴν ἵδρυσή τους καὶ κύρωση τοῦ ἱδρυτικοῦ τους κανονισμοῦ καὶ μάλιστα ὑπὸ τριῶν ἀρχῶν, α) τοῦ Μητροπολίτου, β) τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καὶ γ) τῶν ἁρμοδίων ὑπουργείων, προκειμένου νὰ ἐκδοθεῖ τὸ σχετικὸ βασιλικὸ ἢ προεδρικὸ διάταγμα.
Ἑπομένως, ὀφείλω νὰ μεταφέρω θερμὴ παράκληση ἐκ μέρους τῶν ἱερῶν Ἡσυχαστηρίων, πρὸς διαφύλαξη καὶ διάσωση τοῦ «αὐτοδιοικήτου» αὐτῶν, τὸ ὁποῖο δὲν ἅρπαξαν αὐθαιρέτως, ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία τοὺς τὸ παραχώρησε καὶ παραχωρεῖ ὡς εὐεργέτημα, ὅπως ἡ προσθήκη στὶς ἁρμοδιότητες τοῦ Ἐπισκόπου τοῦ ἐλέγχου τῆς νομιμότητος τῆς οἰκονομικῆς διαχειρίσεως τῶν Ἡσυχαστηρίων, παραληφθεῖ ὡς περιττὴ. ᾿
Αρκεῖ ἡ ἀναφορὰ τοῦ δικαιώματος τοῦ Ἐπισκόπου γιὰ τὴν «ἀνάκρισιν τῶν κανονικῶν παραπτωμάτων καὶ τὴν μέριμναν διὰ τὴν κατὰ τοὺς ἱεροὺς κανόνας λειτουργίαν τοῦ Ἡσυχαστηρίου». Ἡ παραβατικὴ συμπεριφορὰ σὲ σχέση μὲ τὴν οἰκονομικὴ διαχείριση μπορεῖ νὰ ἐλεγχθεῖ βάσει τῆς διατάξεως αὐτῆς (περὶ ἀνακρίσεως παραπτωμάτων).
Ἑπομένως, ἡ κανονικὴ ροὴ τῶν διαχειριστικῶν πράξεων δὲν εἶναι ἐφικτὸ νὰ ὑπόκειται σὲ προληπτικὸ ἢ τακτικὸ ἔλεγχο, ἐφ’ ὅσον αὐτὸ συνιστᾶ ἀναίρεση τοῦ χαρακτηρισμοῦ τῶν Ἡσυχαστηρίων «ὡς ἀνεξαρτήτων, αὐτοτελῶν καὶ αὐτοδιοικουμένων» στὰ ἐσωτερικά τους ζητήματα καὶ θέτει ὑπὸ ἀμφισβήτηση τὴ συνταγματικότητα τοῦ παρόντος Κανονισμοῦ.
Ἄρθρο 7ο
«Μέλος (δόκιμον καὶ τακτικὸν) Ἡσυχαστηρίου δύναται νὰ γίνῃ οἱοσδήποτε ὀρθόδοξος χριστιανός, ἀνεξαρτήτως ἰθαγένειας, ἐφ' ὅσον πληροῖ τὰς ὁριζομένας ἐν τῷ Ἱδρυτικῷ Κανονισμῷ προϋποθέσεις εἰσόδου. Δὲν ἐπιτρέπεται ἡ σύστασις Ἡσυχαστηρίων λαϊκῶν ἢ μικτῶν».
Ὁρίζει ποιὸς καὶ πῶς δύναται νὰ γίνει μέλος Ἡσυχαστηρίου. Διευκρινίζεται ὅτι στὴν ἔννοια «Ἡσυχαστήριον λαϊκῶν ἢ μικτὸν» δὲν περιλαμβάνονται οἱ δόκιμοι μοναχοί. Ἡσυχαστήριο λαϊκῶν σημαίνει μὴ ἐχόντων βούληση καὶ πρόθεση νὰ λάβουν τὸ μοναχικὸ σχῆμα, ἐνῶ «μικτὸ» θεωρεῖται ἐκεῖνο ὅπου συνυπάρχουν ἄνδρες καὶ γυναῖκες.
Ἄρθρο 8ο
«Διὰ τὴν ἵδρυσιν Ἡσυχαστηρίου ἀπαιτοῦνται δύο τουλάχιστον μέλη».
Στὸ ἄρθρο αὐτὸ ὁρίζεται ἕνας ἐλάχιστος ἀριθμὸς ἀπαιτουμένων γιὰ τὴν ἵδρυση Ἡσυχαστηρίου μελῶν.
Θέτει ἐλάχιστο ὅριο. Ἂν ὁ τύπος τοῦ νομικοῦ προσώπου, τὸ ὁποῖο θὰ ἐπιλεγεῖ γιὰ τὸ ὑπὸ ἵδρυση συγκεκριμένο Ἡσυχαστήριο, ἀπαιτεῖ περισσότερα μέλη, ἀσφαλῶς θὰ ἰσχύσει ὁ τύπος τοῦ νόμου.
Ἄρθρο 9ο
«Οἱ ἐν τοῖς Ἡσυχαστηρίοις διαβιοῦντες ἀκολουθοῦν τὸ κοινοβιακὸν πολίτευμα τοῦ μοναχισμοῦ».
Παραμένει ὡς ἔχει. Δὲ διατυπώθηκαν παρατηρήσεις.
Ἄρθρο 10ο
«Τὰ περὶ τῆς κουρᾶς τῶν ὑποψηφίων μοναχῶν τῶν Ἡσυχαστηρίων καὶ τῶν μοναχικῶν ὑποσχέσεων αὐτῶν ῥυθμίζονται ὑπὸ τῶν ἱερῶν κανόνων καὶ τῶν μοναστικῶν παραδόσεων, ἐν συνδυασμῷ μὲ τὰ εἰδικοτερον ὁριζόμενα ἐν τῷ Ἱδρυτικῷ Κανονισμῷ».
Ἀναφέρεται στὰ τῆς κουρᾶς τῶν μοναχῶν. Ἡ μνεία τῶν νόμων τοῦ Κράτους, κατὰ τὴ γνώμη τῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τοῦ Μοναχικοῦ Βίου, διεγράφη. Ἡ ἐκπλήρωση τῶν μοναχικῶν ὑποσχέσεων δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιβληθεῖ διὰ νόμου.
Ἄρθρο 11ο
«Οἱ μοναχοὶ τῶν Ἡσυχαστηρίων διάγουν ἐν ἀκτημοσύνῃ καὶ ἐπὶ τῶν περιουσιακῶν σχέσεων αὐτῶν ἐφαρμόζονται οἱ ἰσχύοντες ἱεροὶ κανόνες (Στ΄ τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου), ἐν συνδυασμῷ μὲ τὰ εἰδικότερον ὁριζόμενα ἐν τῷ Ἱδρυτικῷ Κανονισμῷ».
Ἀναφέρεται στὴν ἀκτημοσύνη τῶν μοναχῶν. Καὶ ἐδῶ ἡ μνεία τῶν νόμων διεγράφη, ὅπως καὶ στὸ προηγούμενο ἄρθρο καὶ γιὰ τὸν ἴδιο λόγο.
Ἄρθρο 12ο
«Ἕκαστον Ἡσυχαστήριον διοικεῖται ὑπὸ τοῦ Ἡγουμένου καὶ τοῦ Ἡγουμενοσυμβουλίου (Γεροντίας) αὐτοῦ κατὰ τὰ εἰδικότερον ὁριζόμενα ἐν τῷ Ἱδρυτικῷ Κανονισμῷ. Ὁ Ἡγούμενος ἐκλέγεται ὑπὸ τῆς ἀδελφότητος καὶ εἶναι ἰσόβιος, ὑπὸ τὴν ἐπιφύλαξιν τῶν διατάξεων τῶν Ἱερῶν Κανόνων καὶ τῶν εἰδικότερον ὁριζομένων ἐν τῷ Ἱδρυτικῷ Κανονισμῷ. Τὸ ἡγουμενοσυμβούλιον ὡσαύτως ἐκλέγεται ὑπὸ τῆς ἀδελφότητος, δι’ ὁρισμένον ὅμως χρόνον».
Ἐπανέρχεται στὸ θέμα τῆς διοικήσεως τῶν Ἡσυχαστηρίων καὶ συμπίπτει ἐν μέρει μὲ τὸ ἄρθρο 4.
Ὁρισμένα ἐκ τῶν Ἡσυχαστηρίων ἔχουν τὴ γνώμη, τὸ θέμα τῆς θητείας τοῦ Ἡγουμενοσυμβουλίου (ἰσόβια ἢ περιορισμένου χρόνου) νὰ ρυθμίζεται ἀπὸ τὸν ἱδρυτικὸ κανονισμὸ ἑκάστου Ἡσυχαστηρίου, ὡς καθαρὰ ἐσωτερικὸ ζήτημα, ὥστε νὰ ἐξασφαλίζεται ἡ ἀπρόσκοπτη καὶ ὁμαλὴ λειτουργία του .
Ἄρθρο 13ο
«Ἡ Ἀδελφότης τοῦ Ἡσυχαστηρίου ἐπιλέγει ἐλευθέρως τὸν Πνευματικὸν αὐτῆς, κατὰ τὰ εἰδικότερον ὁριζόμενα ἐν τῷ Ἱδρυτικῷ Κανονισμῷ. Ὁ Πνευματικός, ἀναλαμβάνων τὴν διακονίαν του, αἰτεῖται πρὸς τοῦτο τὴν εὐλογίαν τοῦ οἰκείου Μητροπολίτου.
Αἱ λειτουργικαὶ ἀνάγκαι τῶν Ἡσυχαστηρίων ἐξασφαλίζονται τῇ μερίμνῃ τοῦ οἰκείου Ἀρχιερέως, εἰς μὲν τὰ ἀνδρῷα διὰ τῶν ἐν αὐτοῖς ἐγκαταβιούντων κληρικῶν, εἰς πᾶσαν δὲ ἄλλην περίπτωσιν διὰ τῆς ἀποστολῆς κληρικῶν παρὰ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως, λαμβανομένων ὑπ' ὄψιν τῶν προτάσεων τῆς διοικήσεως τῶν Ἱ. Ἡσυχαστηρίων».
Τὸ ἄρθρο διαμορφώθηκε σύμφωνα μὲ τὶς παρατηρήσεις τῶν Ἱ. Ἡσυχαστηρίων.
Ἄρθρο 14ο
«Τὰ περὶ τῶν πόρων τῶν Ἱ. Ἡσυχαστηρίων, τῶν προϋποθέσεων διαλύσεως καὶ τῆς τύχης τῆς περιουσίας αὐτῶν ρυθμίζονται ὑπὸ τοῦ Ἱδρυτικοῦ Κανονισμοῦ, ἀποκλειομένης τῆς διανομῆς τῆς περιουσίας μεταξὺ τῶν μελῶν τῆς Ἀδελφότητος.
Τὰ Ἡσυχαστήρια κέκτηνται τὸ δικαίωμα ἱδρύσεως καὶ λειτουργίας μετοχίων, συμφώνως πρὸς τάς κειμένας διατάξεις».
Ἐλήφθησαν ὑπ’ ὅψιν οἱ παρατηρήσεις τῶν Ἱ. Ἡσυχαστηρίων καὶ προτιμᾶται ἡ σαφὴς διατύπωση τοῦ σχεδίου Α΄.
Ἄρθρο 15ο
«Ἡ ἰσχὺς τοῦ παρόντος Κανονισμοῦ ἄρχεται ἀπὸ τῆς δημοσιεύσεως αὐτοῦ εἰς τὴν Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως».
Προτείνεται νὰ συμπληρωθεῖ ἡ ἑξῆς διάταξη:
«Ὁ παρὼν κανονισμὸς, ὅσον ἀφορᾷ τὰς νέας αὐτοῦ ρυθμίσεις, θὰ διέπῃ τὰ ὑπὸ τὴν ἰσχὺν του ἱδρυθησόμενα Ἡσυχαστήρια. Ὅσα ἔχουν ἤδη ἱδρυθεῖ θὰ ἑξακολουθήσουν νὰ διέπονται ἀπὸ τὴν ἱδρυτικήν των πρᾶξιν, τὸν ἐγκεκριμένον ὀργανισμὸν των (καταστατικὸ) καὶ τὴν ἐγκριτικὴν ἐκκλησιαστικὴν καὶ κρατικὴν πρᾶξιν (ἀπόφασιν Ἱ. Συνόδου καὶ Βασιλικὸν ἢ Προεδρικὸν Διάταγμα)».
Μακαριώτατε πάτερ,
Σεβασμιώτατοι ἅγιοι Ἀρχιερεῖς,
Σεβαστοὶ Γέροντες καὶ Γερόντισσες,
Ἐλλογιμώτατοι,
Ἀγαπητοὶ πατέρες, ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφὲς,
Ἤδη, μὲ τὴν παρουσίαση τῶν παρατηρήσεων καὶ προτάσεων ἐπὶ τῶν Σχεδίων Γενικοῦ κανονισμοῦ ἐπὶ τῶν Ἱερῶν Ἡσυχαστηρίων φθάνω στὸ τέλος τῆς εἰσηγήσεώς μου.
Προσεύχομαι ταπεινὰ καὶ ἐλπίζω, μὲ τὴν εὐδοκία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν πατρικὴ ἀγάπη τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου μας καὶ τῶν Σεβασμιωτάτων Ἀρχιερέων, ποὺ συγκροτοῦν τὴν Ἱ. Σύνοδο τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τὸ χρονῖσαν ζήτημα τοῦ θεσμοῦ τῶν Ἱ. Ἡσυχαστηρίων νὰ φθάσει στὴν καλύτερη δυνατὴ ρύθμιση καὶ διευθέτησή του.
Νὰ συνεχισθεῖ ἐπ’ εὐλογίαις, χωρὶς δυσφορίες, ὑποψίες καὶ ἐπιφυλάξεις, ἀπρόσκοπτα καὶ κατὰ Θεὸν ἐποικοδομητικὰ ἡ λειτουργία τῶν ἤδη ὑφισταμένων, ἀλλὰ καὶ ἡ ἵδρυση νέων ἱ. Ἡσυχαστηρίων, πρὸς σωτηρία ψυχῶν καὶ δόξαν Θεοῦ.
Οἱ μοναχοὶ τῶν ἱ. Ἡσυχαστηρίων, ὅπως καὶ τῶν λοιπῶν ἱ. Μονῶν σεβόμαστε καὶ ἀγαποῦμε τὴν Κανονικὴ τάξη καὶ τὴν Ἐκκλησιαστικὴ παράδοση. Ἐπιθυμοῦμε εἰλικρινὰ καὶ ἔχουμε ἀνάγκη νὰ βλέπουμε κοντά μας τὸν Ἐπίσκοπό μας, νὰ μᾶς διδάσκει, νὰ μᾶς στηρίζει, νὰ μᾶς καθοδηγεῖ, νὰ μᾶς παρηγορεῖ καὶ νὰ μᾶς ἐλέγχει. Τὸν θέλουμε ὅμως ὡς εὐαγγελικὸ ποιμένα καὶ ὡς πατέρα πνευματικὸ καὶ ὄχι ὡς διοικητικὸ προϊστάμενο .
Οἱ κανόνες καὶ οἱ κανονισμοὶ θεσπίζονται, γιὰ νὰ προαγάγουν καὶ ὄχι νὰ φαλκιδεύουν τὴν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία καὶ τὴν ἀγάπη. Γιὰ νὰ προστατεύουν καὶ νὰ προφυλάσσουν ἀπὸ παρεκκλίσεις καὶ ὑπερβάσεις.
Ὅταν ὁ Ἐπίσκοπος ἀσκεῖ πραγματικὰ καὶ οὐσιαστικὰ τὴν πατρική του πρόνοια καὶ ἐποπτεία ἐπὶ τῶν μοναχῶν, ὅπως ἔχει δικαίωμα, ἀλλὰ καὶ ὑποχρέωση, αὐτὴ καὶ μόνη ἀρκεῖ γιὰ νὰ ἀποτρέψει παρεκτροπὲς καὶ ἀτασθαλίες. Ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ χάρη καὶ ἐξουσία ποὺ ἔχει βάσει τῶν ἱ. Κανόνων εἶναι ἀνὰ πάσα στιγμὴ σὲ θέση νὰ καταστείλει κάθε παραβίαση καὶ παρεκτροπὴ ἀπὸ τὰ κεκανονισμένα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία καθόρισε σαφῶς καὶ διασφάλισε τὰ κανονικὰ δικαιώματα τοῦ Ἐπισκόπου ἐπί τῶν ἱ. Μοναστηρίων καὶ τῶν μοναχῶν.
Εἶναι ὅμως ἐνδεχόμενο οἱ φέροντες τὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα, ὅπως καὶ κάθε ἀξίωμα, νὰ εἰσέλθουν κάποτε στὸν πειρασμὸ τῆς συγχύσεως πνευματικῆς ἐξουσίας καὶ κοσμικῆς ἐξουσίας. Νὰ ἐκλάβουν τὴν ὑπακοὴ ὡς πειθαρχία καὶ τὴν πρόνοια καὶ ἐποπτεία ὡς κυριαρχία καὶ ἐπιβολὴ. Αὐτὸ ἀκριβῶς θέλησε νὰ προλάβει ὁ Κύριος, μὲ ἐκεῖνο τὸ ὑπέροχο «ὑμεῖς δὲ οὐχ οὕτως» (Ματθ. 20, 26, Λουκ 22, 26). Γι’ αὐτὲς ἀκριβῶς τὶς περιπτώσεις, ποὺ εὐχόμαστε νὰ εἶναι σπάνιες, ἡ Ἐκκλησία ὡς Μητέρα, ποὺ ξέρει καλὰ τὰ παιδιὰ της φρόντισε καὶ φροντίζει νὰ διασφαλίσει τὴν ἀναγκαία ἐσωτερικὴ αὐτοτέλεια τῶν ἱ. Μοναστηρίων.
Ὅπως μπορεῖ νὰ διαπιστώσει κάθε καλοπροαίρετος παρατηρητὴς, σπανιώτατα τὰ ἱερὰ Ἡσυχαστήρια προκάλεσαν προβλήματα στὶς ἐκκλησιαστικὲς Ἀρχὲς ἢ σκανδάλισαν πιστούς. Ἄν τὰ τελευταία χρόνια ὑπῆρξαν ζητήματα σχετιζόμενα μὲ τὶς τάξεις τῶν μοναχῶν ποὺ ἀπασχόλησαν τὴν ἐκκλησιαστικὴ διοίκηση καὶ γενικότερα τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα, δὲν ἔχουν ὡς ἐπίκεντρο ἱερὰ Ἡσυχαστήρια.
Ἀντιθέτως, τὰ ἱερὰ Ἡσυχαστήρια πορεύονται μὲ ἡσυχία καὶ σεμνότητα καὶ προσφέρουν πνευματικὴ ἀνάπαυση καὶ ἀναψυχὴ, τόσο σὲ λαϊκοὺς ἀδελφοὺς, ὅσο καὶ σὲ κληρικούς, ἀκόμη καὶ σὲ Ἐπισκόπους.
Ἐξ ὅσων γνωρίζω, τὰ πλεῖστα τῶν ἱερῶν Ἡσυχαστηρίων ἀπολαμβάνουν τιμῆς, φροντίδος καὶ ἐμπιστοσύνης ἀπὸ τοὺς ἐπισκόπους τους, τὴν ὁποία καὶ ἀνταποδίδουν εὐγνωμόνως μὲ τὴν ὑπακοή, τὸ σεβασμὸ, τὴν ἀγάπη καὶ τὴν κατὰ δύναμη συμπαράστασή τους στὰ ἔργα τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας.
Πρὸς ἐπιβεβαίωση τῶν ἀνωτέρω καὶ ἀντὶ ἄλλου ἑπιλόγου, μὲ εὐλάβεια καὶ συγκίνηση θὰ ἀναγνώσω τὴν ἀπάντηση, τὴν ὁποία ἔστειλε γραπτῶς ὁ ἀοίδιμος Μητροπολίτης Ὕδρας, Σπετσῶν καὶ Αἰγίνης κυρὸς Ἱερόθεος πρὸς τὸν μακαριστὸ π. Ἐπιφάνιο Θεοδωρόπουλο, ὅταν ἐνέκρινε καὶ ἐπευλόγησε τὸν Ἱδρυτικὸ κανονισμὸ τοῦ Ἱ. Ἡσυχαστηρίου Κεχαριτωμένης Θεοτόκου Τροιζηνίας:
«Ἀποδεχόμεθα ὑπτίαις χερσὶ καὶ ἐγκρίνομεν ὁλοθύμως τὸν ὑποβληθέντα Ὀργανισμὸν (Καταστατικόν) τοῦ καθ’ Ὑμᾶς Ἡσυχαστηρίου. Θεωροῦμεν τοῦτον ὡς εὐλογητὴν ἀπαρχὴν «ἄλλης βιοτῆς» διὰ τὴν ἀνδρῷαν Μοναστικὴν Πολιτείαν ἐν τῇ καθ’ ἡμᾶς Ἐκκλησίᾳ, δυνάμενον θετικῶς νὰ συμβάλῃ διὰ τῆς κατ’ ἀλήθειαν τριαυγοῦς ἀσκήσεως ἐν τῇ ὑπακοῇ, τῇ παρθενίᾳ καὶ ἀκτημοσύνῃ, ὡς ἐν αὐτῷ ὁρίζεται, ἀλλὰ καὶ διὰ τῆς παρεχομένης τῇ Ἀδελφότητι δι’ αὐτοῦ κανονικῆς αὐτοτελείας, συμφώνου οὔσης πρὸς τὰς παλαιφάτους Πατερικὰς φωνὰς, εἰς τὴν ἀνόρθωσιν τῆς σκηνῆς τοῦ Δαυὶδ τῆς πεπτωκυίας, τοῦ ἀνδρώου τ.ἔ. Μοναχισμοῦ».
Εὐχηθεῖτε Μακαριώτατε, Σεβασμιώτατοι, ἀγαπητοὶ πατέρες ἀδελφοὶ καὶ ἀδελφὲς καὶ ἡ παροῦσα ἡμερίδα νὰ συμβάλλει, χάριτι Θεοῦ, στὸν ἅγιο αὐτὸ σκοπὸ τῆς στηρίξεως καὶ προαγωγῆς τῆς μοναχικῆς πολιτείας στὴν Ἐκκλησία τῆς Πατρίδος μας.
Βιβλιογραφία – Βοηθήματα
* Σεβ. Μητροπολίτου Ἠλείας Γερμανοῦ: ’’Ἡ Ἐκκλησιολογικὴ-Ἱστορική, Κανονικὴ καὶ Νομικὴ σχέσις Ἐπισκόπου καὶ Μονῶν’’. Εἰσήγησις εἰς τὴν Ἱεραρχίαν Ὀκτωβρίου 2001.
* Σεβ. Μητροπολίτου Γουμενίσσης, Ἀξιουπόλεως καὶ Πολυκάστρου Δημητρίου: ’’Εἰσήγηση περὶ τῶν Ἱερῶν Ἡσυχαστηρίων’’. Στὴν Ἱ.Σύνοδο Ε.Ε. Γουμένισσα - Ἀθήνα, Ἰανουάριος 2010.
* Ἰ. Μ. Κονιδάρη: Νομικὴ Θεώρηση τῶν Μοναστηριακῶν Τυπικῶν. Ἀθήνα 1984.
* Ἀρχιμ. Ἐπιφανίου Θεοδωροπούλου: Θέματα Κανονικὰ καὶ Ἐκκλησιολογικὰ. Ἀθήνα 1987.
* Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἒθνους, τόμος ΙΓ΄. Ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν.
* Ἀρχιμ. Τίτου Ματθαιάκη: ’’Ὁ Ὃσιος Νεκτάριος Κεφαλᾶς. Μητροπολίτης Πενταπόλεως (1846 – 1920). Ἀθῆναι 1955.
* Μαρίας Τατάγια: ’’Τὸ Νομικὸ Καθεστὼς τῶν Ἡσυχαστηρίων στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος’’. Ἀθήνα – Θεσσαλονίκη 2005.
* Ἀρχιμ. Κων/νου Ραμιώτη: ’’Ἡ Ἐκκλησία μέσα στὴν Ἑλληνικὴ Πολιτεία’’. Ἀθήνα 1977.
* Γεωργίου Κων/νου Ἀποστολάκη: Βασικαὶ Διατάξεις Ἐκκλησιαστικοῦ-Κανονικοῦ Δικαίου καὶ Νομολογία. Ἡράκλειο Κρήτης 2006.
* Ἀρχιμ. Αἰμιλιανοῦ, Καθηγουμένου Ἱ.Μονῆς Σίμωνος Πέτρας, Σφραγὶς Γνησία. Ὁρμύλια 1995.
Ἐπιμέλεια κειμένου
Ἀναβάσεις - http://anavaseis.blogspot.com