Πρωτ. Θεμιστοκλή Μουρτζανού
Η περίοδος της μεγάλης κρίσης την οποία διερχόμαστε κανονικά θα έπρεπε, εκτός από την επιβίωση, να ξυπνά μέσα μας και την αναζήτηση του ποιοι είμαστε και τι αξίζει
να ζητούμε σ’ αυτόν τον κόσμο ως άνθρωποι, αλλά
και ως έθνος. Χρησιμοποιούμε τον όρο «έθνος», παρότι έχει κατασυκοφαντηθεί από όλους εκείνους που θεώρησαν ότι πρέπει να τον καταργήσουμε στο όνομα μιας διεθνιστικής, παγκοσμιοποιημένης προσέγγισης, η οποία δεν λειτούργησε όμως ουσιαστικά ποτέ στα πλαίσια μιας πανανθρώπινης, οικουμενικής προοπτικής, αλλά χρησιμοποιήθηκε από εκείνους που ήθελαν σταδιακά να αφαιρέσουν από τους λαούς την αίσθηση, το δικαίωμα και το προνόμιο της διαφορετικότητας. Όμως το έθνος δεν μπορεί να ταυτίζεται με το κράτος, την πολιτειακή εκείνη υπόσταση, η οποία είναι γέννημα των ιστορικών συνθηκών και που όχι μόνο η γεωγραφική της έκταση ποικίλλει, αλλά και οι θεσμοί και τα πρόσωπα διαμορφώνουν διαφορετικούς τρόπους θέασης για όσους ανήκουν στο κράτος και που δεν είναι απαραίτητο ότι ανήκουν στην ίδια με την επικρατούσα στο κράτος εθνική ταυτότητα.
Ο αγώνας του 1821 αποτέλεσε για μας τους Έλληνες μία ιστορική περίοδο κατά την οποία δεν αναζητήσαμε την εθνική μας συνείδηση, απλούστατα διότι αυτή υπήρχε γεωγραφικά και ιστορικά και πολιτισμικά στη γλώσσα, στην θρησκευτική παράδοση, στην αίσθηση ότι μοιραζόμασταν την κοινή ιστορική καταγωγή, αλλά και στην ετερότητα-διαφορετικότητα σε ό,τι αφορά με τους τότε κατακτητές του γεωγραφικού χώρου ο οποίος περικλείεται στον όρο «Ελλάδα». Ο αγώνας του 1821 αποτέλεσε για μας τους Έλληνες την υποστασιοποίηση σε ελεύθερο κράτος της εθνικής μας συνείδησης. Αποτέλεσε την αποκορύφωση της μεγάλης προσπάθειας για ελευθερία, για να ορίζουμε δηλαδή εμείς οι ίδιοι τους εαυτούς μας όχι μόνο εσωτερικά, αλλά και εξωτερικά. Αυτή ήταν η συνείδηση όλων εκείνων των αγωνιστών, των λογίων, των εκκλησιαστικών ανδρών, των απλών ανθρώπων, των προκρίτων, των εμπόρων, των όσων έδωσαν τον εαυτό τους στην απόπειρα αυτή.
Κύρια χαρακτηριστικά του αγώνα ήταν η πίστη στο Χριστό και η συνέγερση στο όνομα της πατρίδας. Μέσα από αυτόν τον αγώνα βγήκαν και αναδείχθηκαν τα πρόσωπα, τα οποία εξέφρασαν με τα όπλα, την γραφή, τη ζωή και το θάνατο την συλλογική αίσθηση του ανήκειν. Ο αγώνας δεν ξεκίνησε ξαφνικά. Είχε προετοιμαστεί τόσο μέσα από την συνείδηση της ετερότητας προς τους Οθωμανούς που διέσωσε η Εκκλησία με την ενορία και την θεία λειτουργία, αλλά και τα γράμματα που μάθαινε στους καθημερινούς ανθρώπους, όσο και με τις προσπάθειες των λογίων, κυρίως κληρικών, των εμπόρων και των διδάχων, οι οποίοι αγωνιζόντουσαν στα σχολεία τόσο του καθαυτό ιστορικού ελλαδικού χώρου, ο οποίος έφτανε μέχρι τα παράλια της Ιωνίας, όσο και στις κοινότητες του εξωτερικού, να ξυπνήσουν τη δίψα για ελευθερία, αλλά και να κάνουν τους Έλληνες να νιώσουν υπερήφανοι γι’ αυτό που ήταν και ικανοί να οικειωθούν την πρόοδο του κόσμου. Όμως η όποια παιδεία δεν θα μπορούσε να κάνει τους ανθρώπους να δώσουν τη ζωή τους και την ψυχή τους στον αγώνα, εάν δεν ήταν συνδεδεμένοι μ’ αυτό που ονομάζουμε αγάπη για την πατρίδα.
Σ’ αυτόν τον αγώνα αναμείχθηκαν και οι Ξένες Δυνάμεις. Στην προσπάθειά τους να διαφυλάξουν τα δικά τους συμφέροντα σε μια περιοχή όπου αυτά αλληλοσυγκρούονταν και με έναν μεγάλο ασθενή στο προσκήνιο της Ιστορίας που ήταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία, η Αγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία αποδύθηκαν σε έναν πρωτοφανή ανταγωνισμό για να εξάψουν τα πάθη των Ελλήνων, οι οποίοι υπήρξαν στιγμές και μάλιστα πολλές, στις οποίες ξέχασαν ότι ήταν η πατρίδα το διακύβευμα του αγώνα και παραδόθηκαν στην δίψα για εξουσία. Γίνονταν άγγελοι και διάβολοι συνάμα, κατά την έκφραση του Γεωργίου Καραϊσκάκη. Η έκβαση του Αγώνα είναι γνωστή σε όλους. Όμως ο Αγώνας έγινε θρύλος και εθνική ιστορία, γιατί τελικά, ακόμη και με μεγάλα τιμήματα, κατόρθωσε να γεννήσει έστω και μια περιορισμένη γεωγραφικά κρατική οντότητα, ελεύθερη από τους πρώην δυνάστες, όχι όμως και από τους νέους πάτρωνες, οι οποίοι άμεσα και έμμεσα θα συνεχίσουν να παρεμβαίνουν, όπως και στον υπόλοιπο κόσμο, αξιοποιώντας τις φιλοδοξίες και την δίψα μας για εξουσία, αλλά και ενίοτε τον ρεαλισμό και την ανάγκη μας να ανήκουμε και στους εαυτούς μας και στον υπόλοιπο κόσμο που ονομάζεται «κυρίως Ευρώπη».
Μετά από μία εποχή αμφισβητήσεων της ελληνικότητάς μας (Φαλμεράγιερ) και αγώνων για την ολοκλήρωση της επανάστασης με την απελευθέρωση και άλλων εδαφών, μετά από περιπέτειες, πολέμους και τραγωδίες (Μικρασιατική καταστροφή, κατοχή, εμφύλιος, πολιτικά πάθη, δικτατορία, διχοτόμηση της Κύπρου), το ερώτημα της ταυτότητας αναφύεται και πάλι έντονο στις ημέρες μας. Τώρα που ξαναβλέπουμε την καταδυνάστευση μας από ξένες δυνάμεις, τώρα που διαπιστώσαμε την αυτοκαταστροφική μας παράδοση σε έναν πολιτισμό, σε έναν τρόπο ζωής, ο οποίος έκανε ό,τι μπορούσε όχι μόνο για να εκμαυλίσει τις συνειδήσεις μας, αλλά και συνεχίζει να αγωνίζεται να ταυτίσει με το μύθο, δηλαδή το ψεύτικο και το υπερβολικό, την Ιστορία μας, προκειμένου να απεμπολήσουμε σε βάθος χρόνου την ετερότητά μας στο όνομα της επιβίωσης, αλλά και στο όνομα της προσαρμογής στην όποια παγκοσμιοποίηση, πολυπολιτισμικότητα, διεθνισμό, εμείς οφείλουμε να ξαναδούμε ποιοι είμαστε και ποια είναι εκείνα τα οποία αξίζει να αγωνιζόμαστε γι’ αυτά. Έχουμε βάσεις για να στηριχτούμε. Είναι εκείνες που μας κράτησαν ελεύθερους εντός μας τα δύσκολα χρόνια. Η Εκκλησία, η πίστη, η γλώσσα, το τραγούδι, το ανυπόταχτο του χαρακτήρα μας, η δίψα για δημιουργία, το ατομικό μας εγώ που δεν δέχεται να περιθωριοποιείται και να υποτάσσεται, αλλά και η αίσθηση του ανήκειν. Αρκεί να γνωρίζουμε την Ιστορία μας. Και να την μετουσιώσουμε σε δρόμο και τρόπο μοιράσματος, φιλότιμου, κόπου, εργατικότητας, σύνδεσης με το χώμα και τη φύση και αγάπης για την πατρίδα. Αλλάζοντας δηλαδή πορεία και στεκόμενοι κριτικά έναντι των προτεραιοτήτων του κόσμου και ζητώντας από τους ταγούς μας να συναγωνιστούν ώστε να επανα-ορίσουμε τα ουσιώδη. Επειδή όμως οι καιροί δεν περιμένουν, εμείς καλούμαστε μέσα από την παιδεία, το σχολείο, την ενορία, την προσωπική μας καλλιέργεια, την εργασία μας, το σπίτι μας, να ξαναγίνουμε άνθρωποι που προσφέρουν, που μοιράζονται, που χαίρονται να ανήκουν στην πατρίδα. Η πατρίδα είμαστε εμείς. Πρέπει να πάψουμε να περιμένουμε από τους άλλους, ιδίως τους ταγούς μας, οι οποίοι μας οδήγησαν σε μία νέα σκλαβιά, σε μία κατάσταση ανελευθερίας στο όνομα της επιβίωσης και της πρόσκτησης των αγαθών του καταναλωτικού πολιτισμού. Είναι στο χέρι μας να αναδείξουμε τις αξίες μας, να στερεωθούμε σ’ αυτό που είναι η παράδοσή μας, όχι προσκολλημένοι φανατικά και κανονιστικά στο γράμμα της, αλλά δημιουργικά, με γνώμονα το πνεύμα της.
Και σ’ αυτόν τον δρόμο στράφηκε είναι αναγκαία και πάλι η αφύπνιση της Εκκλησίας. Ας μην αρκεστούμε στο ότι κάνουμε το καθήκον μας επειδή λειτουργούμε φιλάνθρωπα ή επειδή έχουμε καταφέρει να ευαισθητοποιήσουμε ικανή μερίδα ανθρώπων να λειτουργήσουν με αλληλεγγύη. Η προσφορά αληθινής παιδείας, η καλλιέργεια ανθρώπων ικανών να λειτουργούν με γνώμονα την δοτικότητα κάθε μορφής, αλλά και η σύσφιγξη του συν- ανήκειν σε ενοριακές κοινότητες –οικογένειες αποτελούν τη ρίζα για να ξαναβρούμε υγιή πίστη που δεν θα αφίσταται και του πατριωτισμού. Ας μην ξεχνούμε ότι αν και επιζητούμε την μέλλουσαν πόλιν, εντούτοις η πορεία για τη Βασιλεία του Θεού ξεκινά από το σήμερα, από την ιστορία, από τον νυν αιώνα. Καιρός του ποιήσαι.
να ζητούμε σ’ αυτόν τον κόσμο ως άνθρωποι, αλλά
και ως έθνος. Χρησιμοποιούμε τον όρο «έθνος», παρότι έχει κατασυκοφαντηθεί από όλους εκείνους που θεώρησαν ότι πρέπει να τον καταργήσουμε στο όνομα μιας διεθνιστικής, παγκοσμιοποιημένης προσέγγισης, η οποία δεν λειτούργησε όμως ουσιαστικά ποτέ στα πλαίσια μιας πανανθρώπινης, οικουμενικής προοπτικής, αλλά χρησιμοποιήθηκε από εκείνους που ήθελαν σταδιακά να αφαιρέσουν από τους λαούς την αίσθηση, το δικαίωμα και το προνόμιο της διαφορετικότητας. Όμως το έθνος δεν μπορεί να ταυτίζεται με το κράτος, την πολιτειακή εκείνη υπόσταση, η οποία είναι γέννημα των ιστορικών συνθηκών και που όχι μόνο η γεωγραφική της έκταση ποικίλλει, αλλά και οι θεσμοί και τα πρόσωπα διαμορφώνουν διαφορετικούς τρόπους θέασης για όσους ανήκουν στο κράτος και που δεν είναι απαραίτητο ότι ανήκουν στην ίδια με την επικρατούσα στο κράτος εθνική ταυτότητα.
Ο αγώνας του 1821 αποτέλεσε για μας τους Έλληνες μία ιστορική περίοδο κατά την οποία δεν αναζητήσαμε την εθνική μας συνείδηση, απλούστατα διότι αυτή υπήρχε γεωγραφικά και ιστορικά και πολιτισμικά στη γλώσσα, στην θρησκευτική παράδοση, στην αίσθηση ότι μοιραζόμασταν την κοινή ιστορική καταγωγή, αλλά και στην ετερότητα-διαφορετικότητα σε ό,τι αφορά με τους τότε κατακτητές του γεωγραφικού χώρου ο οποίος περικλείεται στον όρο «Ελλάδα». Ο αγώνας του 1821 αποτέλεσε για μας τους Έλληνες την υποστασιοποίηση σε ελεύθερο κράτος της εθνικής μας συνείδησης. Αποτέλεσε την αποκορύφωση της μεγάλης προσπάθειας για ελευθερία, για να ορίζουμε δηλαδή εμείς οι ίδιοι τους εαυτούς μας όχι μόνο εσωτερικά, αλλά και εξωτερικά. Αυτή ήταν η συνείδηση όλων εκείνων των αγωνιστών, των λογίων, των εκκλησιαστικών ανδρών, των απλών ανθρώπων, των προκρίτων, των εμπόρων, των όσων έδωσαν τον εαυτό τους στην απόπειρα αυτή.
Κύρια χαρακτηριστικά του αγώνα ήταν η πίστη στο Χριστό και η συνέγερση στο όνομα της πατρίδας. Μέσα από αυτόν τον αγώνα βγήκαν και αναδείχθηκαν τα πρόσωπα, τα οποία εξέφρασαν με τα όπλα, την γραφή, τη ζωή και το θάνατο την συλλογική αίσθηση του ανήκειν. Ο αγώνας δεν ξεκίνησε ξαφνικά. Είχε προετοιμαστεί τόσο μέσα από την συνείδηση της ετερότητας προς τους Οθωμανούς που διέσωσε η Εκκλησία με την ενορία και την θεία λειτουργία, αλλά και τα γράμματα που μάθαινε στους καθημερινούς ανθρώπους, όσο και με τις προσπάθειες των λογίων, κυρίως κληρικών, των εμπόρων και των διδάχων, οι οποίοι αγωνιζόντουσαν στα σχολεία τόσο του καθαυτό ιστορικού ελλαδικού χώρου, ο οποίος έφτανε μέχρι τα παράλια της Ιωνίας, όσο και στις κοινότητες του εξωτερικού, να ξυπνήσουν τη δίψα για ελευθερία, αλλά και να κάνουν τους Έλληνες να νιώσουν υπερήφανοι γι’ αυτό που ήταν και ικανοί να οικειωθούν την πρόοδο του κόσμου. Όμως η όποια παιδεία δεν θα μπορούσε να κάνει τους ανθρώπους να δώσουν τη ζωή τους και την ψυχή τους στον αγώνα, εάν δεν ήταν συνδεδεμένοι μ’ αυτό που ονομάζουμε αγάπη για την πατρίδα.
Σ’ αυτόν τον αγώνα αναμείχθηκαν και οι Ξένες Δυνάμεις. Στην προσπάθειά τους να διαφυλάξουν τα δικά τους συμφέροντα σε μια περιοχή όπου αυτά αλληλοσυγκρούονταν και με έναν μεγάλο ασθενή στο προσκήνιο της Ιστορίας που ήταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία, η Αγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία αποδύθηκαν σε έναν πρωτοφανή ανταγωνισμό για να εξάψουν τα πάθη των Ελλήνων, οι οποίοι υπήρξαν στιγμές και μάλιστα πολλές, στις οποίες ξέχασαν ότι ήταν η πατρίδα το διακύβευμα του αγώνα και παραδόθηκαν στην δίψα για εξουσία. Γίνονταν άγγελοι και διάβολοι συνάμα, κατά την έκφραση του Γεωργίου Καραϊσκάκη. Η έκβαση του Αγώνα είναι γνωστή σε όλους. Όμως ο Αγώνας έγινε θρύλος και εθνική ιστορία, γιατί τελικά, ακόμη και με μεγάλα τιμήματα, κατόρθωσε να γεννήσει έστω και μια περιορισμένη γεωγραφικά κρατική οντότητα, ελεύθερη από τους πρώην δυνάστες, όχι όμως και από τους νέους πάτρωνες, οι οποίοι άμεσα και έμμεσα θα συνεχίσουν να παρεμβαίνουν, όπως και στον υπόλοιπο κόσμο, αξιοποιώντας τις φιλοδοξίες και την δίψα μας για εξουσία, αλλά και ενίοτε τον ρεαλισμό και την ανάγκη μας να ανήκουμε και στους εαυτούς μας και στον υπόλοιπο κόσμο που ονομάζεται «κυρίως Ευρώπη».
Μετά από μία εποχή αμφισβητήσεων της ελληνικότητάς μας (Φαλμεράγιερ) και αγώνων για την ολοκλήρωση της επανάστασης με την απελευθέρωση και άλλων εδαφών, μετά από περιπέτειες, πολέμους και τραγωδίες (Μικρασιατική καταστροφή, κατοχή, εμφύλιος, πολιτικά πάθη, δικτατορία, διχοτόμηση της Κύπρου), το ερώτημα της ταυτότητας αναφύεται και πάλι έντονο στις ημέρες μας. Τώρα που ξαναβλέπουμε την καταδυνάστευση μας από ξένες δυνάμεις, τώρα που διαπιστώσαμε την αυτοκαταστροφική μας παράδοση σε έναν πολιτισμό, σε έναν τρόπο ζωής, ο οποίος έκανε ό,τι μπορούσε όχι μόνο για να εκμαυλίσει τις συνειδήσεις μας, αλλά και συνεχίζει να αγωνίζεται να ταυτίσει με το μύθο, δηλαδή το ψεύτικο και το υπερβολικό, την Ιστορία μας, προκειμένου να απεμπολήσουμε σε βάθος χρόνου την ετερότητά μας στο όνομα της επιβίωσης, αλλά και στο όνομα της προσαρμογής στην όποια παγκοσμιοποίηση, πολυπολιτισμικότητα, διεθνισμό, εμείς οφείλουμε να ξαναδούμε ποιοι είμαστε και ποια είναι εκείνα τα οποία αξίζει να αγωνιζόμαστε γι’ αυτά. Έχουμε βάσεις για να στηριχτούμε. Είναι εκείνες που μας κράτησαν ελεύθερους εντός μας τα δύσκολα χρόνια. Η Εκκλησία, η πίστη, η γλώσσα, το τραγούδι, το ανυπόταχτο του χαρακτήρα μας, η δίψα για δημιουργία, το ατομικό μας εγώ που δεν δέχεται να περιθωριοποιείται και να υποτάσσεται, αλλά και η αίσθηση του ανήκειν. Αρκεί να γνωρίζουμε την Ιστορία μας. Και να την μετουσιώσουμε σε δρόμο και τρόπο μοιράσματος, φιλότιμου, κόπου, εργατικότητας, σύνδεσης με το χώμα και τη φύση και αγάπης για την πατρίδα. Αλλάζοντας δηλαδή πορεία και στεκόμενοι κριτικά έναντι των προτεραιοτήτων του κόσμου και ζητώντας από τους ταγούς μας να συναγωνιστούν ώστε να επανα-ορίσουμε τα ουσιώδη. Επειδή όμως οι καιροί δεν περιμένουν, εμείς καλούμαστε μέσα από την παιδεία, το σχολείο, την ενορία, την προσωπική μας καλλιέργεια, την εργασία μας, το σπίτι μας, να ξαναγίνουμε άνθρωποι που προσφέρουν, που μοιράζονται, που χαίρονται να ανήκουν στην πατρίδα. Η πατρίδα είμαστε εμείς. Πρέπει να πάψουμε να περιμένουμε από τους άλλους, ιδίως τους ταγούς μας, οι οποίοι μας οδήγησαν σε μία νέα σκλαβιά, σε μία κατάσταση ανελευθερίας στο όνομα της επιβίωσης και της πρόσκτησης των αγαθών του καταναλωτικού πολιτισμού. Είναι στο χέρι μας να αναδείξουμε τις αξίες μας, να στερεωθούμε σ’ αυτό που είναι η παράδοσή μας, όχι προσκολλημένοι φανατικά και κανονιστικά στο γράμμα της, αλλά δημιουργικά, με γνώμονα το πνεύμα της.
Και σ’ αυτόν τον δρόμο στράφηκε είναι αναγκαία και πάλι η αφύπνιση της Εκκλησίας. Ας μην αρκεστούμε στο ότι κάνουμε το καθήκον μας επειδή λειτουργούμε φιλάνθρωπα ή επειδή έχουμε καταφέρει να ευαισθητοποιήσουμε ικανή μερίδα ανθρώπων να λειτουργήσουν με αλληλεγγύη. Η προσφορά αληθινής παιδείας, η καλλιέργεια ανθρώπων ικανών να λειτουργούν με γνώμονα την δοτικότητα κάθε μορφής, αλλά και η σύσφιγξη του συν- ανήκειν σε ενοριακές κοινότητες –οικογένειες αποτελούν τη ρίζα για να ξαναβρούμε υγιή πίστη που δεν θα αφίσταται και του πατριωτισμού. Ας μην ξεχνούμε ότι αν και επιζητούμε την μέλλουσαν πόλιν, εντούτοις η πορεία για τη Βασιλεία του Θεού ξεκινά από το σήμερα, από την ιστορία, από τον νυν αιώνα. Καιρός του ποιήσαι.