Τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Δημητριάδος κ. Ἰγνατίου
Εἶναι Παρασκευή “ὥρα δέ ὡσεί ἕκτη”. Μία ἐλάχιστη στιγμή στήν ἀφανῆ ἔκταση τοῦ ἀπείρου χρόνου. Μία σταγόνα στόν ὠκεανό τῆς αἰωνιότητας. Καί ὅμως ἡ ὥρα ἐκείνη στό φρικτό Γολγοθᾶ ἀποκτᾶ σημασία διαχρονική καί αἰώνια, προσωπική καί πανανθρώπινη.
Κρεμᾶται ἐπί ξύλου ὁ ᾿Ιησοῦς. Συντελεῖται τό μεγαλύτερο ἔγκλημα ὅλων τῶν ἐποχῶν καί μαζί ὁλοκληρώνεται ἡ πιό οὐσιαστική προσφορά τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. ᾿Από τότε κάθε χρόνος τῆς ζωῆς μας πού περνᾶ, κάθε ἡμέρα πού δύει, κάθε ὥρα καί κάθε λεπτό πού φεύγει πίσω μας καί βυθίζεται στό παρελθόν, κάθε χτύπος πού ἀκούγεται στό ρολόι τῆς ζωῆς μας, μετράει καθοριστικά τή στάση μας ἀπέναντι στό μυστήριο ἐκεῖνο πού συγκλόνισε ὅλη τήν κτίση καί ἄλλαξε τήν ἱστορία τοῦ κόσμου.
Χαρακτηριστικός ὁ στίχος ἑνός νέγρικου τραγουδιοῦ, πού μᾶς καλεῖ ὑπεύθυνα σέ αὐτή τήν τοποθέτηση καί κινεῖ τό μόνιμο προβληματισμό μας· «῎Ησαστε ἐκεῖ ὅταν σταύρωσαν τόν Κύριό μου;» ἔτσι μᾶς ρωτάει. Καί ὀφείλουμε νά ἀπαντήσουμε, «ἤμασταν ἐκεῖ» γιατί καί σήμερα «κρεμᾶται ἐπί ξύλου». ῞Ολο τό παρελθόν εἶναι παρόν. Εἶναι σήμερα. Τό «σήμερον» τῆς ᾿Εκκλησίας μας. ῞Ολα τά μεγάλα γεγονότα τοῦ Θείου Πάθους δέ συνέβησαν ἁπλῶς τόν καιρό ἐκεῖνο, ἀλλά ἐξακολουθοῦν καί στή δική μας ἐποχή νά συμβαίνουν, νά παρέχουν τή χάρη τους καί νά πλουτίζουν μέ τή λυτρωτική τους δύναμη τή ζωή μας.
Καί εἴμαστε ἐκεῖ, μπροστά στόν ᾿Εσταυρωμένο ᾿Ιησοῦ, μαζί μέ ἑκατομμύρια ἀνθρώπους ἀπ’ ὅλο τόν κόσμο. Εἴμαστε ἐκεῖ, Μεγάλη Παρασκευή σήμερα, καί ὑψώνουμε μέ δέος τό βλέμμα μας στό Σταυρό ἄφωνοι καί ἐκστατικοί. Συγκλονιστικό τό θέαμα τοῦ ᾿Εσταυρωμένου, ἀπορροφᾶ ὁλόκληρη τήν αἴσθηση, τήν προσοχή καί τή σκέψη μας καί ἴσως δέν ἀφήνει τίποτα ἄλλο ὁλόγυρα νά δοῦμε.
Κι ὅμως πλῆθος προσώπων πλαισιώνουν τή μορφή τοῦ ᾿Ιησοῦ στή σταύρωσή Του. Μορφές πού συγκλονίζουν, εἴτε ἀπό τό μεγαλεῖο τό ἠθικό εἴτε ἀπό κατάπτωση σπαρακτική, πού διδάσκουν ἡ καθεμιά μέ τό δικό της τρόπο. Εἶναι μορφές φωτεινές μά καί σκιερές. Μορφές ἅγιες μά καί ἁμαρτωλές. Φιλικές, ἐχθρικές, ἥμερες, ἐξαγριωμένες. Μορφές ἀνθρώπινες πού ὅλες μαζί, μέ τόν τιμητικό ἤ ἐπαίσχυντο ρόλο πού παίζουν στό Θεῖο Δράμα, εἶναι στενά συνυφασμένες μέ τίς τελευταῖες ὧρες τοῦ μεγάλου ραββί πάνω στή γῆ.
᾿Εκεῖνος πάνω στό Σταυρό μόνος κι ὁλόγυρα θόρυβος πολύς. Κόσμος, ἀλαλαγμοί, φωνές. ᾿Αρχιερεῖς, Φαρισαῖοι, μαθητές ἐπώνυμοι καί ἀνώνυμοι, πιστοί καί ὀλιγόπιστοι γρηγοροῦν καί στρατιῶτες Τόν ὑβρίζουν, Τόν προδίδουν, Τόν ἀρνοῦνται, ἀκολουθοῦν ἤ κρύβονται. Γιά ὅλους ὑπάρχει ἕνας ρόλος, ἕνας λόγος, ἕνα παράπονο ἴσως. ῾Οπωσδήποτε ὅμως μία τοποθέτηση· ἤ στό πλευρό τοῦ ᾿Ιησοῦ ἤ στήν ὁμάδα τῶν ἀνόμων.
Σέ μᾶς, ἄραγε, ποιός ρόλος ταιριάζει; ῾Η δική μας βιωτή σέ ποιά μορφή τοῦ Θείου Δράματος προσομοιάζει; ᾿Ανήκουμε στούς σταυρωτές ἤ στούς φίλους τοῦ Κυρίου μας; Μήπως εἴμαστε κι ἐμεῖς μέρος τοῦ ὄχλου ἐκείνου πού συνωστίζεται στό Γολγοθᾶ; Τοῦ ὄχλου πού ἄγεται καί φέρεται ἀπ’ τούς ἡγέτες του καί σέ ἐλάχιστο χρόνο μεταστρέφει τή λαχτάρα του πρός τόν ᾿Ιησοῦ σέ αἰσχρή ἐπιβουλή, τό «ὡσαννά» σέ «σταυρωθήτω».
Μᾶς κάνει ἐντύπωση ἡ ἀγριότητα τοῦ λαοῦ αὐτοῦ, ὁ παραλογισμός καί ἡ ἀγνωμοσύνη του. ᾿Ανταποδίδει ἀντί τοῦ μάννα, χολή, ἀντί τοῦ ὕδατος, ὄξος στόν εὐεργέτη. Πληρώνει μέ τόν πιό ἀτιμωτικό θάνατο ᾿Εκεῖνον πού ἔδωσε τή ζωή στούς νεκρούς, τό φῶς στούς τυφλούς. ᾿Εκεῖνον πού γιάτρεψε τούς ἀρρώστους, πού ἀγάπησε ὅσο κανείς τούς ἀνθρώπους. Μήπως, ὅμως, ὁ ἄστατος ἐκεῖνος ὄχλος, πού δίκαια κινεῖ τήν ἀγανάκτηση καί τόν ἀποτροπιασμό μας, καθρεπτίζει καί ὅλους ἐμᾶς; Μήπως κι ἐμεῖς, ὡς λαός, ὡς ὀρθόδοξοι ῞Ελληνες, ἀκόμα καί ὡς ῎Εθνος, ἐνῶ ἀπολαύσαμε τίς δωρεές τοῦ Θεοῦ καί γευτήκαμε σέ ὅλη τήν ἱστορική μας διαδρομή, καί μάλιστα σέ στιγμές τραγικές, τίς εὐεργεσίες Του, γρήγορα τίς λησμονήσαμε; Καί τώρα, ὡς ἀγνώμων ᾿Ισραήλ, μήπως φροντίζουμε νά τόν ἀπωθοῦμε ἀπό τή ζωή μας;
Μακάρι τό θεϊκό Του παράπονο «λαός μου τί ἐποίησάς σε καί τί μοί ἀνταπέδωκας;» νά μήν ἀπευθύνεται καί σέ μᾶς.
Μήν, ἄραγε, συγκαταλεγόμαστε στούς ἄρχοντες, τούς γραμματεῖς καί πρεσβυτέρους πού ἐμπαίζουν τόν ᾿Ιησοῦ λέγοντας «κατάβηθι ἀπό τοῦ Σταυροῦ ἵνα πιστεύσωμεν»; ῎Ετσι φέρονται οἱ ἔνοχοι, προκαλοῦν μέ τή θρασύτητά τους. ᾿Ενῶ βλέπουν τά θαυμάσια τοῦ Θεοῦ γύρω τους, ἔχουν τήν ἀπαίτηση κι ἄλλα νά δοῦν μέ τά μάτια τους, νά ἀκούσουν μέ τά αὐτιά τους, νά ψηλαφήσουν μέ τά χέρια τους.
Μήπως ὅμως κι ἐμεῖς προκαλοῦμε τόν Παντοδύναμο μέ τήν ἀσέβεια καί τήν ἀλαζονεία μας; Μέ τήν ἐπιπολαιότητα καί τήν ἐλλιπῆ ἐπιστημοσύνη μας; ῎Η μήπως σάν τόν ῾Εκατόνταρχο περιμένουμε νά δοῦμε τό θαῦμα, νά σείεται ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ, γιά νά πιστέψουμε; ῾Ο ᾿Ιησοῦς ἐπαινοῦσε τούς μή ἰδόντες καί πιστεύοντες, ὅπως τούτη τήν ὥρα τόν εὐγνώμονα ληστή. Αὐτόν πού μπορεῖ νά μήν εἶδε νεκρούς νά ἀνασταίνονται, λεπρούς νά καθαρίζονται, παραλύτους νά περιπατοῦν. Αὐτόν πού ἐνῶ βλέπει τόν ᾿Ιησοῦ ματωμένο ἀπ’ τά καρφιά καί τό ἀγκάθινο στεφάνι, νά τόν ἐμπαίζουν λαός καί ἄρχοντες, ἐν τούτοις, πιστεύει στήν ἀθωότητα καί τή θεότητά του καί κερδίζει πρῶτος αὐτός ἀπ’ ὅλους τόν Παράδεισο.
Μήπως, ἄραγε, μοιάζουμε στούς στρατιῶτες, πού ἴσως παρά τή θέλησή τους ἐπιτελοῦν τό ἀνίερο ἔργο τῆς Σταύρωσης; Μήπως κι ἐμεῖς βιώνουμε μία ἐναγώνια πάλη στήν ψυχή μας, ἕνα βασανιστικό διχασμό μέσα μας; Μήπως ἐνῶ θέλουμε τό σωστό, τελικά, ἀκολουθοῦμε τό λάθος;
Μήπως κάθε φορά πού συλλαμβάνουμε τόν ἑαυτό μας ἔνοχο κάποιας ἀδικίας ἤ παρανομίας, συκοφαντίας καί ἀνειλικρίνειας, δέν κάνουμε τίποτε ἄλλο παρά νά ἐπαναλαμβάνουμε ἐνεργητικά τό ἔγκλημα τοῦ Γολγοθᾶ;
Εἶναι σά νά ἐγκαταλείπουμε τό Χριστό μόνο μέσα στήν ἄφατη ὀδύνη Του, στόν ἀπαραμύθητο πόνο Του, ἀνάμεσα στούς κακούργους πού βλασφημοῦν, στούς στρατιῶτες πού Τόν βασανίζουν.
Βέβαια ὁ ᾿Ιησοῦς δέν ἔχει ἀνάγκη συμπαράστασης στίς ὧρες τῆς ἀγωνίας Του. ᾿Εκτιμᾶ, ὅμως, βαθύτατα καί ἀμείβει ἐκείνους πού μένουν παρεστῶτες στό Σταυρό, πιστοί μέχρι τέλους. ῞Οπως ὁ ᾿Ιωάννης, ὁ μόνος ἀπ’ τήν ὁμάδα τῶν δώδεκα μαθητῶν πού δέν δειλιάζει μπροστά στόν κίνδυνο, δέν πτοεῖται ἀπ’ τήν ἀγέλη τοῦ ὀργισμένου ὄχλου, ἀλλά ἀνεβαίνει στό Γολγοθᾶ καί συμμετέχει ὁλόψυχα στό πάθος τοῦ Χριστοῦ. ῞Οταν οἱ ἄλλοι μαθητές ἀπομακρυσμένοι, δειλά-δειλά φροντίζουν γιά τήν ἀτομική τους σωτηρία, μόνο ὁ ᾿Ιωάννης δίπλα στή μαρτυρική μορφή τῆς Θεοτόκου παραστέκεται στόν ᾿Εσταυρωμένο ᾿Ιησοῦ γιά νά μοιραστεῖ τήν ἀπέραντη ὀδύνη Του. Στάση λεπτή, γενναία, συμπαθητική. ῎Αραγε, εἴμαστε ἐμεῖς σέ θέση νά τήν ἐνστερνιστοῦμε;
Στίς δύσκολες ὧρες συμπορευόμαστε μέ τό Χριστό στό μαρτύριό Του, συμπάσχουμε ἤ μήπως κάθε φορά πού χλευάζεται καί πονᾶ Τόν ἐγκαταλείπουμε; Εἶναι ἀλήθεια ὅτι συνηθίζουμε νά ἀγαπᾶμε τό Χριστό τῆς δόξας καί τῆς αἰωνιότητας καί λησμονοῦμε ὅτι πρέπει νά ἀγαπήσουμε καί τό Χριστό τοῦ πάθους καί τῆς ὀδύνης. ῎Ισως γιατί αὐθόρμητα οἱ ἄνθρωποι ἀγκαλιάζουμε πάντα τά εὔκολα καί τά εὐχάριστα. ῞Ομως σέ στιγμές τραγικές καί δύσκολες ἤ σκοτεινές κρίνεται τῆς ἀγάπης μας ἡ ποιότητα.
Κι ἄν γιά τόν ᾿Ιωάννη τό μαρτύριο τοῦ Κυρίου ἔγινε τρανή μαρτυρία τῆς φλογερῆς του ἀγάπης γιά ᾿Εκεῖνον, γιά μᾶς ὅλες οἱ περιστάσεις τῆς ζωῆς, μᾶς δίνουν μία παρόμοια εὐκαιρία νά κατορθώσουμε μέσα ἀπό τό καμίνι τῆς προσωπικῆς μας θλίψης νά μείνουμε πιστοί μέχρι τέλους σέ ᾿Εκεῖνον, πού ὑπέρ ἡμῶν σταυρώθηκε. Νά ἀποδείξουμε ὅτι τά συναισθήματα τῆς ἀγάπης, τῆς κατάνυξης καί τῆς συντριβῆς πού μᾶς κατακλύζουν σήμερα κάτω ἀπό τή μεγαλειώδη σκιά τοῦ Σταυροῦ Του, δέν εἶναι ἐπιφανειακά καί ἐπιπόλαια, ἀλλά πηγαῖα καί γνήσια θεμελιωμένα σέ βαθιά ὡριμότητα καί πνευματική καλλιέργεια.
Μεγάλη Παρασκευή σήμερα, ἡ πιό τραγική ὥρα τῆς ἀνθρωπότητας. Κι ἐμεῖς μπροστά στόν ᾿Εσταυρωμένο, πού δέν ἔπαψε ποτέ νά μᾶς ἀγαπᾶ κι ἄς Τόν ἔχουμε πολλές φορές προδώσει. Πολλά μᾶς βαραίνουν, περισσότερα μᾶς κουράζουν, μᾶς ἀποθαρρύνουν καί μᾶς ἀποπροσανατολίζουν. ῾Ωστόσο, εἴμαστε κάτω ἀπό τόν Σταυρό παραστάτες καί μάρτυρες τοῦ Θείου Πάθους. ῎Ας προσέξουμε, ὅμως, τούτη τήν ἔσχατη ὥρα, τήν κρίσιμη. Καλούμαστε νά πάρουμε θέση εἴτε μέ τόν ὄχλο, εἴτε μέ τόν ᾿Ηγαπημένο. Εἴτε στήν ἀπόλυτη μοναξιά, εἴτε στήν τέλεια κοινωνία μαζί Του. Εἴτε στήν ὁριστική ρήξη, εἴτε στήν ἀτελεύτητη δόξα Του.
῎Ας μή βραδύνουμε νά ἀποφασίσουμε. ῎Ας μή διστάσουμε νά ἀναφωνήσουμε “ἰδού Κύριε”, εἴμαστε μαζί Σου, νιώθουμε τή σταυρική Σου ἀγάπη νά μᾶς ἀγκαλιάζει, νά σταλάζει δροσιά στή ματωμένη καρδιά μας, νά ζωογονεῖ τήν ὕπαρξή μας, νά νοηματοδοτεῖ τή ζωή μας. Νιώθουμε τήν παρηγοριά τῆς θεϊκῆς Σου παρουσίας νά ξαστερώνει τόν οὐρανό τῆς ψυχῆς μας.
Ταπεινά Σοῦ ἀντιπροσφέρουμε τό μύρο τῆς φτωχῆς μας ἀγάπης, τό καθαρό δάκρυ τῆς συντριβῆς μας, τή σταθερή ὑπόσχεσή μας. Κύριε, δέν θά σέ ἐγκαταλείψουμε ποτέ. “Μνήσθητι καί ἡμῶν ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου”. Κι ἄς ἔχει ὁ καθένας μας τή βεβαιότητα ὅτι θά ἔρθει καί γιά κεῖνον, γιά ὅλους μας ἡ εὐλογημένη ὥρα πού θά ἀκούσουμε ἀπό τό ἴδιο τό ἀψευδές στόμα τοῦ Κυρίου μας τή γλυκιά καί παρήγορη φωνή, «᾿Αμήν λέγω σύ. Σήμερον μετ’ ἐμοῦ ἔσει ἐν τῷ παραδείσῳ».
Κρεμᾶται ἐπί ξύλου ὁ ᾿Ιησοῦς. Συντελεῖται τό μεγαλύτερο ἔγκλημα ὅλων τῶν ἐποχῶν καί μαζί ὁλοκληρώνεται ἡ πιό οὐσιαστική προσφορά τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. ᾿Από τότε κάθε χρόνος τῆς ζωῆς μας πού περνᾶ, κάθε ἡμέρα πού δύει, κάθε ὥρα καί κάθε λεπτό πού φεύγει πίσω μας καί βυθίζεται στό παρελθόν, κάθε χτύπος πού ἀκούγεται στό ρολόι τῆς ζωῆς μας, μετράει καθοριστικά τή στάση μας ἀπέναντι στό μυστήριο ἐκεῖνο πού συγκλόνισε ὅλη τήν κτίση καί ἄλλαξε τήν ἱστορία τοῦ κόσμου.
Χαρακτηριστικός ὁ στίχος ἑνός νέγρικου τραγουδιοῦ, πού μᾶς καλεῖ ὑπεύθυνα σέ αὐτή τήν τοποθέτηση καί κινεῖ τό μόνιμο προβληματισμό μας· «῎Ησαστε ἐκεῖ ὅταν σταύρωσαν τόν Κύριό μου;» ἔτσι μᾶς ρωτάει. Καί ὀφείλουμε νά ἀπαντήσουμε, «ἤμασταν ἐκεῖ» γιατί καί σήμερα «κρεμᾶται ἐπί ξύλου». ῞Ολο τό παρελθόν εἶναι παρόν. Εἶναι σήμερα. Τό «σήμερον» τῆς ᾿Εκκλησίας μας. ῞Ολα τά μεγάλα γεγονότα τοῦ Θείου Πάθους δέ συνέβησαν ἁπλῶς τόν καιρό ἐκεῖνο, ἀλλά ἐξακολουθοῦν καί στή δική μας ἐποχή νά συμβαίνουν, νά παρέχουν τή χάρη τους καί νά πλουτίζουν μέ τή λυτρωτική τους δύναμη τή ζωή μας.
Καί εἴμαστε ἐκεῖ, μπροστά στόν ᾿Εσταυρωμένο ᾿Ιησοῦ, μαζί μέ ἑκατομμύρια ἀνθρώπους ἀπ’ ὅλο τόν κόσμο. Εἴμαστε ἐκεῖ, Μεγάλη Παρασκευή σήμερα, καί ὑψώνουμε μέ δέος τό βλέμμα μας στό Σταυρό ἄφωνοι καί ἐκστατικοί. Συγκλονιστικό τό θέαμα τοῦ ᾿Εσταυρωμένου, ἀπορροφᾶ ὁλόκληρη τήν αἴσθηση, τήν προσοχή καί τή σκέψη μας καί ἴσως δέν ἀφήνει τίποτα ἄλλο ὁλόγυρα νά δοῦμε.
Κι ὅμως πλῆθος προσώπων πλαισιώνουν τή μορφή τοῦ ᾿Ιησοῦ στή σταύρωσή Του. Μορφές πού συγκλονίζουν, εἴτε ἀπό τό μεγαλεῖο τό ἠθικό εἴτε ἀπό κατάπτωση σπαρακτική, πού διδάσκουν ἡ καθεμιά μέ τό δικό της τρόπο. Εἶναι μορφές φωτεινές μά καί σκιερές. Μορφές ἅγιες μά καί ἁμαρτωλές. Φιλικές, ἐχθρικές, ἥμερες, ἐξαγριωμένες. Μορφές ἀνθρώπινες πού ὅλες μαζί, μέ τόν τιμητικό ἤ ἐπαίσχυντο ρόλο πού παίζουν στό Θεῖο Δράμα, εἶναι στενά συνυφασμένες μέ τίς τελευταῖες ὧρες τοῦ μεγάλου ραββί πάνω στή γῆ.
᾿Εκεῖνος πάνω στό Σταυρό μόνος κι ὁλόγυρα θόρυβος πολύς. Κόσμος, ἀλαλαγμοί, φωνές. ᾿Αρχιερεῖς, Φαρισαῖοι, μαθητές ἐπώνυμοι καί ἀνώνυμοι, πιστοί καί ὀλιγόπιστοι γρηγοροῦν καί στρατιῶτες Τόν ὑβρίζουν, Τόν προδίδουν, Τόν ἀρνοῦνται, ἀκολουθοῦν ἤ κρύβονται. Γιά ὅλους ὑπάρχει ἕνας ρόλος, ἕνας λόγος, ἕνα παράπονο ἴσως. ῾Οπωσδήποτε ὅμως μία τοποθέτηση· ἤ στό πλευρό τοῦ ᾿Ιησοῦ ἤ στήν ὁμάδα τῶν ἀνόμων.
Σέ μᾶς, ἄραγε, ποιός ρόλος ταιριάζει; ῾Η δική μας βιωτή σέ ποιά μορφή τοῦ Θείου Δράματος προσομοιάζει; ᾿Ανήκουμε στούς σταυρωτές ἤ στούς φίλους τοῦ Κυρίου μας; Μήπως εἴμαστε κι ἐμεῖς μέρος τοῦ ὄχλου ἐκείνου πού συνωστίζεται στό Γολγοθᾶ; Τοῦ ὄχλου πού ἄγεται καί φέρεται ἀπ’ τούς ἡγέτες του καί σέ ἐλάχιστο χρόνο μεταστρέφει τή λαχτάρα του πρός τόν ᾿Ιησοῦ σέ αἰσχρή ἐπιβουλή, τό «ὡσαννά» σέ «σταυρωθήτω».
Μᾶς κάνει ἐντύπωση ἡ ἀγριότητα τοῦ λαοῦ αὐτοῦ, ὁ παραλογισμός καί ἡ ἀγνωμοσύνη του. ᾿Ανταποδίδει ἀντί τοῦ μάννα, χολή, ἀντί τοῦ ὕδατος, ὄξος στόν εὐεργέτη. Πληρώνει μέ τόν πιό ἀτιμωτικό θάνατο ᾿Εκεῖνον πού ἔδωσε τή ζωή στούς νεκρούς, τό φῶς στούς τυφλούς. ᾿Εκεῖνον πού γιάτρεψε τούς ἀρρώστους, πού ἀγάπησε ὅσο κανείς τούς ἀνθρώπους. Μήπως, ὅμως, ὁ ἄστατος ἐκεῖνος ὄχλος, πού δίκαια κινεῖ τήν ἀγανάκτηση καί τόν ἀποτροπιασμό μας, καθρεπτίζει καί ὅλους ἐμᾶς; Μήπως κι ἐμεῖς, ὡς λαός, ὡς ὀρθόδοξοι ῞Ελληνες, ἀκόμα καί ὡς ῎Εθνος, ἐνῶ ἀπολαύσαμε τίς δωρεές τοῦ Θεοῦ καί γευτήκαμε σέ ὅλη τήν ἱστορική μας διαδρομή, καί μάλιστα σέ στιγμές τραγικές, τίς εὐεργεσίες Του, γρήγορα τίς λησμονήσαμε; Καί τώρα, ὡς ἀγνώμων ᾿Ισραήλ, μήπως φροντίζουμε νά τόν ἀπωθοῦμε ἀπό τή ζωή μας;
Μακάρι τό θεϊκό Του παράπονο «λαός μου τί ἐποίησάς σε καί τί μοί ἀνταπέδωκας;» νά μήν ἀπευθύνεται καί σέ μᾶς.
Μήν, ἄραγε, συγκαταλεγόμαστε στούς ἄρχοντες, τούς γραμματεῖς καί πρεσβυτέρους πού ἐμπαίζουν τόν ᾿Ιησοῦ λέγοντας «κατάβηθι ἀπό τοῦ Σταυροῦ ἵνα πιστεύσωμεν»; ῎Ετσι φέρονται οἱ ἔνοχοι, προκαλοῦν μέ τή θρασύτητά τους. ᾿Ενῶ βλέπουν τά θαυμάσια τοῦ Θεοῦ γύρω τους, ἔχουν τήν ἀπαίτηση κι ἄλλα νά δοῦν μέ τά μάτια τους, νά ἀκούσουν μέ τά αὐτιά τους, νά ψηλαφήσουν μέ τά χέρια τους.
Μήπως ὅμως κι ἐμεῖς προκαλοῦμε τόν Παντοδύναμο μέ τήν ἀσέβεια καί τήν ἀλαζονεία μας; Μέ τήν ἐπιπολαιότητα καί τήν ἐλλιπῆ ἐπιστημοσύνη μας; ῎Η μήπως σάν τόν ῾Εκατόνταρχο περιμένουμε νά δοῦμε τό θαῦμα, νά σείεται ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ, γιά νά πιστέψουμε; ῾Ο ᾿Ιησοῦς ἐπαινοῦσε τούς μή ἰδόντες καί πιστεύοντες, ὅπως τούτη τήν ὥρα τόν εὐγνώμονα ληστή. Αὐτόν πού μπορεῖ νά μήν εἶδε νεκρούς νά ἀνασταίνονται, λεπρούς νά καθαρίζονται, παραλύτους νά περιπατοῦν. Αὐτόν πού ἐνῶ βλέπει τόν ᾿Ιησοῦ ματωμένο ἀπ’ τά καρφιά καί τό ἀγκάθινο στεφάνι, νά τόν ἐμπαίζουν λαός καί ἄρχοντες, ἐν τούτοις, πιστεύει στήν ἀθωότητα καί τή θεότητά του καί κερδίζει πρῶτος αὐτός ἀπ’ ὅλους τόν Παράδεισο.
Μήπως, ἄραγε, μοιάζουμε στούς στρατιῶτες, πού ἴσως παρά τή θέλησή τους ἐπιτελοῦν τό ἀνίερο ἔργο τῆς Σταύρωσης; Μήπως κι ἐμεῖς βιώνουμε μία ἐναγώνια πάλη στήν ψυχή μας, ἕνα βασανιστικό διχασμό μέσα μας; Μήπως ἐνῶ θέλουμε τό σωστό, τελικά, ἀκολουθοῦμε τό λάθος;
Μήπως κάθε φορά πού συλλαμβάνουμε τόν ἑαυτό μας ἔνοχο κάποιας ἀδικίας ἤ παρανομίας, συκοφαντίας καί ἀνειλικρίνειας, δέν κάνουμε τίποτε ἄλλο παρά νά ἐπαναλαμβάνουμε ἐνεργητικά τό ἔγκλημα τοῦ Γολγοθᾶ;
Εἶναι σά νά ἐγκαταλείπουμε τό Χριστό μόνο μέσα στήν ἄφατη ὀδύνη Του, στόν ἀπαραμύθητο πόνο Του, ἀνάμεσα στούς κακούργους πού βλασφημοῦν, στούς στρατιῶτες πού Τόν βασανίζουν.
Βέβαια ὁ ᾿Ιησοῦς δέν ἔχει ἀνάγκη συμπαράστασης στίς ὧρες τῆς ἀγωνίας Του. ᾿Εκτιμᾶ, ὅμως, βαθύτατα καί ἀμείβει ἐκείνους πού μένουν παρεστῶτες στό Σταυρό, πιστοί μέχρι τέλους. ῞Οπως ὁ ᾿Ιωάννης, ὁ μόνος ἀπ’ τήν ὁμάδα τῶν δώδεκα μαθητῶν πού δέν δειλιάζει μπροστά στόν κίνδυνο, δέν πτοεῖται ἀπ’ τήν ἀγέλη τοῦ ὀργισμένου ὄχλου, ἀλλά ἀνεβαίνει στό Γολγοθᾶ καί συμμετέχει ὁλόψυχα στό πάθος τοῦ Χριστοῦ. ῞Οταν οἱ ἄλλοι μαθητές ἀπομακρυσμένοι, δειλά-δειλά φροντίζουν γιά τήν ἀτομική τους σωτηρία, μόνο ὁ ᾿Ιωάννης δίπλα στή μαρτυρική μορφή τῆς Θεοτόκου παραστέκεται στόν ᾿Εσταυρωμένο ᾿Ιησοῦ γιά νά μοιραστεῖ τήν ἀπέραντη ὀδύνη Του. Στάση λεπτή, γενναία, συμπαθητική. ῎Αραγε, εἴμαστε ἐμεῖς σέ θέση νά τήν ἐνστερνιστοῦμε;
Στίς δύσκολες ὧρες συμπορευόμαστε μέ τό Χριστό στό μαρτύριό Του, συμπάσχουμε ἤ μήπως κάθε φορά πού χλευάζεται καί πονᾶ Τόν ἐγκαταλείπουμε; Εἶναι ἀλήθεια ὅτι συνηθίζουμε νά ἀγαπᾶμε τό Χριστό τῆς δόξας καί τῆς αἰωνιότητας καί λησμονοῦμε ὅτι πρέπει νά ἀγαπήσουμε καί τό Χριστό τοῦ πάθους καί τῆς ὀδύνης. ῎Ισως γιατί αὐθόρμητα οἱ ἄνθρωποι ἀγκαλιάζουμε πάντα τά εὔκολα καί τά εὐχάριστα. ῞Ομως σέ στιγμές τραγικές καί δύσκολες ἤ σκοτεινές κρίνεται τῆς ἀγάπης μας ἡ ποιότητα.
Κι ἄν γιά τόν ᾿Ιωάννη τό μαρτύριο τοῦ Κυρίου ἔγινε τρανή μαρτυρία τῆς φλογερῆς του ἀγάπης γιά ᾿Εκεῖνον, γιά μᾶς ὅλες οἱ περιστάσεις τῆς ζωῆς, μᾶς δίνουν μία παρόμοια εὐκαιρία νά κατορθώσουμε μέσα ἀπό τό καμίνι τῆς προσωπικῆς μας θλίψης νά μείνουμε πιστοί μέχρι τέλους σέ ᾿Εκεῖνον, πού ὑπέρ ἡμῶν σταυρώθηκε. Νά ἀποδείξουμε ὅτι τά συναισθήματα τῆς ἀγάπης, τῆς κατάνυξης καί τῆς συντριβῆς πού μᾶς κατακλύζουν σήμερα κάτω ἀπό τή μεγαλειώδη σκιά τοῦ Σταυροῦ Του, δέν εἶναι ἐπιφανειακά καί ἐπιπόλαια, ἀλλά πηγαῖα καί γνήσια θεμελιωμένα σέ βαθιά ὡριμότητα καί πνευματική καλλιέργεια.
Μεγάλη Παρασκευή σήμερα, ἡ πιό τραγική ὥρα τῆς ἀνθρωπότητας. Κι ἐμεῖς μπροστά στόν ᾿Εσταυρωμένο, πού δέν ἔπαψε ποτέ νά μᾶς ἀγαπᾶ κι ἄς Τόν ἔχουμε πολλές φορές προδώσει. Πολλά μᾶς βαραίνουν, περισσότερα μᾶς κουράζουν, μᾶς ἀποθαρρύνουν καί μᾶς ἀποπροσανατολίζουν. ῾Ωστόσο, εἴμαστε κάτω ἀπό τόν Σταυρό παραστάτες καί μάρτυρες τοῦ Θείου Πάθους. ῎Ας προσέξουμε, ὅμως, τούτη τήν ἔσχατη ὥρα, τήν κρίσιμη. Καλούμαστε νά πάρουμε θέση εἴτε μέ τόν ὄχλο, εἴτε μέ τόν ᾿Ηγαπημένο. Εἴτε στήν ἀπόλυτη μοναξιά, εἴτε στήν τέλεια κοινωνία μαζί Του. Εἴτε στήν ὁριστική ρήξη, εἴτε στήν ἀτελεύτητη δόξα Του.
῎Ας μή βραδύνουμε νά ἀποφασίσουμε. ῎Ας μή διστάσουμε νά ἀναφωνήσουμε “ἰδού Κύριε”, εἴμαστε μαζί Σου, νιώθουμε τή σταυρική Σου ἀγάπη νά μᾶς ἀγκαλιάζει, νά σταλάζει δροσιά στή ματωμένη καρδιά μας, νά ζωογονεῖ τήν ὕπαρξή μας, νά νοηματοδοτεῖ τή ζωή μας. Νιώθουμε τήν παρηγοριά τῆς θεϊκῆς Σου παρουσίας νά ξαστερώνει τόν οὐρανό τῆς ψυχῆς μας.
Ταπεινά Σοῦ ἀντιπροσφέρουμε τό μύρο τῆς φτωχῆς μας ἀγάπης, τό καθαρό δάκρυ τῆς συντριβῆς μας, τή σταθερή ὑπόσχεσή μας. Κύριε, δέν θά σέ ἐγκαταλείψουμε ποτέ. “Μνήσθητι καί ἡμῶν ἐν τῇ Βασιλείᾳ Σου”. Κι ἄς ἔχει ὁ καθένας μας τή βεβαιότητα ὅτι θά ἔρθει καί γιά κεῖνον, γιά ὅλους μας ἡ εὐλογημένη ὥρα πού θά ἀκούσουμε ἀπό τό ἴδιο τό ἀψευδές στόμα τοῦ Κυρίου μας τή γλυκιά καί παρήγορη φωνή, «᾿Αμήν λέγω σύ. Σήμερον μετ’ ἐμοῦ ἔσει ἐν τῷ παραδείσῳ».
Από το βιβλίο «Ὁ Χριστός πού σταυρώνουμε» τῶν ἐκδόσεων ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ