gerasimos-politis.blogspot.com
Ή ύπερηφάνεια, όπως καί η επιθυμία γιά τά δημιουργήματα,
Διασπά τήν Πρωταρχική Αρμονία, τήν Πρωταρχική Απλότητα.
Κάνει διακρίσεις στή φύση,
Υποτιμώντας ορισμένα πλάσματα.
Όλα τά φυσικά τά μεταχειρίζεται παρά φύση,
Ώστε νά καταστρέφει μέ αυτή τήν κακή χρήση τήν ώραιότητα τής φύσεως.
Όπως αυτός πού έχει έπιθυμία γιά τά δημιουργήματα είναι σκλάβος τών αισθήσεων,
Τό ίδιο καί αυτός πού έχει κενοδοξία.
Γιατί ο άνθρωπος τής έπιθυμίας έλκύεται από τούς άλλους μέ τ' αυτιά καί τά μάτια του,
Ενώ ο άνθρωπος τής κενοδοξίας προσπαθεί νά έλκύσει πάνω του τ' αυτιά καί τά μάτια τών άλλων.
Μέ ο,τι φαίνεται καί άκούγεται, γοητεύει καί έντυπωσιάζει Αυτούς πού κρίνουν τήν άρετή μόνο μέ τίς αισθήσεις τους.
Έτσι, είπε ο Αρχαίος Σοφός:
«Όποιος στέκεται στίς μύτες τών ποδιών δέ στέκεται γερά.
Όποιος κάνει μεγάλες δρασκελιές δέν πάει μακριά.
Όποιος προβάλλει τόν έαυτό του δέν λάμπει.
Όποιος καυχιέται δέν πετυχαίνει.
Όποιος είναι άλαζονικός δέν γίνεται άρχηγός.
Από τήν άποψη τής Όδοΰ αυτά είναι σάν περιττά φαγητά, ή σάν άποβράσματα τής άρετής.
Όποιοι κατέχουν τήν Όδό δέν μένουν σ' αυτά.»
«Τό πιό μαλακό πράγμα στόν κόσμο», είπε ό Αρχαίος Σοφός, «Χτυπά τό πιό σκληρό».
«Τό σκληρό καί τό άλύγιστο είναι σύντροφοι του θανάτου.
Τό τρυφερό καί τό άδύνατο είναι σύντροφοι της ζωής.
Τό άλύγιστο δένδρο εύκολα σπάει.
Γι'αύτό ο,τι είναι σκληρό καί δυνατό θά ριχτεί κάτω Κι ο,τι είναι ευλύγιστο κι' άδύνατο θ' άνέβει ψηλά.»
Άν κάτι λυπηρό συμβεί σέ μιά ταπεινή ψυχή,
Λυγίζει καί έτσι παραμένει άκέραιη.
Αμέσως τά βάζει μέ τόν έαυτό της,
Αμέσως κατηγορεί τόν έαυτό της.
Δέν άρχίζει νά κατηγορεί κάποιον άλλο,
Κι έτσι τό ξεπερνάει.
Χωρίς νά ταραχθεί, χωρίς νά θλιβεί, σέ πλήρη ειρήνη του νου. Δέν έχει λόγο νά οργίζεται, ούτε νά έξοργίζει κανέναν.
Γι'αύτό, είπε ό Αρχαίος Σοφός:
«Απάλυνε τό φως καί άφησε τή σκόνη νά κατακαθίσει.
Αύτό ονομάζεται Πρωταρχική Αρμονία.
Δέν μπορείς νά Τό πλησιάσεις, ούτε ν' άπομακρυνθείς άπ'αύτό. Δέν μπορείς νά Του κάνεις καλό, ούτε νά Τό βλάψεις.
Δέν μπορείς νά Τό κολακέψεις, ούτε νά Τό προσβάλεις.
Γι'αύτό Τό τιμουν ολα τά οντα του κόσμου.»
Ή ταπεινή ψυχή, άφου έχει γίνει ένα μέ τή σκόνη,
Γνωρίζει πόσο δραστικό είναι νά λέει «Συγχώρεσέ με».
Είναι άπό τά πιό δυνατά πράγματα στόν κόσμο,
Γιατί τίποτε δέν είναι πιό ισχυρό άπό τήν ταπείνωση.
«Ή Όδός», είπε ό Αρχαίος Σοφός, «στομώνει τίς κοφτερές της κόψεις, Ξεμπερδεύει τά μπλεγμένα νή ματα,
Απαλύνει τό εκτυφλωτικός της φως,
Συγχωνεύεται μέ τή σκόνη».
Ή αληθινή ταπεινοφροσύνη δέν όρίζεται μέ λόγια. Είναι η στολή της Ιδιας της Πρωταρχικής Ούσίας.
Ή Όδός τού Ούρανού ένεδύθηκε αύτήν.
Κατέβηκε από τό ύψος Του,
Καί σκέπασε τή δόξα Του καί τή μεγαλοσύνη Του μέ ταπεινοφροσύνη, Γιά νά μήν καταφλεχθεί η κτίση βλέποντας τήν πύρινη φύση Του.
Ή κτίση δέν μπορούσε ν' αντικρύσει άμεσα τό Άκτιστο Φως Του.
Ούτε μπορούσε ν' ακούσει τή βροντερή φωνή Του.
Γι' αύτό κατέβηκε όχι σάν σεισμός,
Όχι σάν πύρ, όχι σάν φωνή φοβερή,
Αλλά, όπως είπε ό Αρχαίος Προφήτης:
«Ώς ύετός επί πόκον
Καί ώσεί σταγών η στάζουσα επί τήν γήν.»
Καλύπτοντας τήν μεγαλωσύνη Του μέ τό καταπέτασμα τής σαρκός, Μιλώντας μας μέ τό σώμα
Τό όποίο κατασκεύασε γιά τόν έαυτό Του μέσα στή μήτρα τής Παρθένου.
«Ή ταπεινοφροσύνη», είπε ό Αρχαίος Σοφός, «είναι η βάση τού ανώτατου,
Καί τό χαμηλό είναι η βάση τού ύψηλού. Γι'αύτό ό σοφός φοράει τραχιά ρούχα,
Αλλά έχει στόν κόρφο του ίχάδι.»
Όποιος φοράει τό τραχύ ένδυμα τής ταπεινοφροσύνης,
Όμοιάζει μέ τήν Όδό πού τό φόρεσε πρίν από μάς,
Όταν, ένδυόμενος τό τραχύ σώμα τής ποταπότητάς μας,
Ή Δημιουργία αντίκρυσε τό ύψος Του.
Καί τελικά έλαβε τό ίχάδι της:
«Τή θέαση τού Δημιουργού της.»
«Γι ατί η θάλασσα είναι ό βασιλιάς των έκατό ρεμάτων;» ρωτούσε ό Αρχαίος Σοφός;
«Γιατί βρίσκεται χαμηλότερα άπό αύτά,
Γι'αύτό είναι ό βασιλιάς των έκατό ρεμάτων».
Ό Κύριος τού Σύ μπαντος,
Γιά νά μάς δείξει πως νά βαδίζουμε τήν όδό της ταπεινοφροσύνης, Φόρεσε τό λέντιο,
Καί, σκύβοντας πιό χαμηλά άπό τούς μαθητές του,
Έπλυνε τά πόδια τους. «Μάθετε όχι άπό άγγελο», είπε,
«Όχι άπό άνθρωπο, όχι άπό βιβλίο,
Αλλά άπό μένα.
Δηλαδή άπό τήν ένοίκησή μου,
Από τή λάμψη καί τη δράση μου μέσα σας.
«Γιατί είμαι πράος καί ταπεινός στήν καρδιά,
Καί στό λογισμό καί στό φρόνημα,
Καί θά βρείτε άνάπαυση άπό τούς πολέμους,
Καί άνακούφιση άπό τούς λογισμούς στίς ψυχές σας.»
Γιατί όπως άκριβως μέ τήν ύψηλοφροσύνη διασκορπίζεται η ψυχή καί μέ τή φαντασία περιπλανάται σέ όλη τήν κτίση,
Έτσι καί μέ τήν ταπείνωση μαζεύεται,
Οί λογισμοί καταλαγιάζουν καί συγκεντρώνεται στόν έαυτό της.
Έτσι η ταπεινή ψυχή θέλει νά μπεί καί νά παραμείνει στήν ησυχία,
Ν' άφήσει έντελως τίς προηγούμενες σκέψεις της καί τήν ένέργεια των αισθήσεων,
Νά γίνει σάν κάτι πού δέν ύπάρχει στή δημιουργία,
Κάτι πού δέν έχει ύπάρξει στόν κόσμο,
Κάτι έντελως άγνωστο,
Ακόμα καί σ'αύτήν τήν ίδια, άκόμα καί στίς αισθήσεις της.
Έτσι κρυμμένη, παραμένει μέ τόν Κύριο τού σύμπαντος, Πλησιάζει πρός Αύτόν, πρός τήν άπέραντη Θάλασσα της Ούσίας,
Τόν βασιλιά των έκατό ρεμάτων.
Ό Αρχαίος Σοφός, πού ακολουθούσε τήν Όδό, είπε:
«Ό σοφός κρατά τήν τσέτουλα τού πιστωτή Αλλά δέ ζητάει τήν οφειλή.
Όποιος έχει αρετή κρατα τήν τσέτουλα.
Όποιος δέν έχει αρετή φροντίζει νά είσπράξει.» Καί η Όδός, όταν ενσαρκώθηκε, είπε:
«Σ'οποιον σού ζητάει κάτι δίνε το,
Κι άπ'οποιον σού παίρνει ο,τι σού ανήκει μή ζητάς νά σού τό έπιστρέψει.
Νά κάνετε τό καλό καί νά δανείζετε, χωρίς νά περιμένετε νά πάρετε πίσω τίποτε.»
Ή Όδός, όταν ενσαρκώθηκε,
Έδωσε τή ζωή Του γι' αύτούς πού Αύτός τούς είχε δώσει ζωή.
Ωστόσο δέν ζήτησε τήν οφειλή.
Μήν τόν πείτε δίκαιο.
Γιατί ή εύθραυστη φύση μας δέν θά άντεχε Άν απαιτούσε δίκαιη ανταπόδοση. Μάλλον, πείτε Τον έλεήμονα,
Γιατί ήρθε γιά νά αποδώσει έλεος αντί γιά δικαιοσύνη,
Γιατί πάντα είμαστε ύπόχρεοι.
Υπάρχει ένας Πιστωτής γι' αύτούς πού είναι δεμένοι μέ χρέη. Υπάρχει ένας Θεραπευτής γι' αύτούς πού σκοντάφτουν,
Γι'αύτούς πού έχουν μωλωπίσει τήν άπλότητα τής πρωταρχικής τους φύσης.
Υπάρχει ένας Πιστωτής καί ένας Θεραπευτής:
Πού ζήτησε μέχρι καί να δειχθεί έλεος στούς δολοφόνους του,
Πού συγχώρησε μέχρι καί όταν κρεμάστηκε έπί Ξύλου.
«Ή Πνοή του Ουρανού», Λέει, «είναι επάνω μου. Γιά νά αναγγείλω τά καλά νέα στούς φτωχούς, Γιά νά θεραπεύσω τίς συντριμμένες καρδιές,
Γιά νά δώσω άφεση στούς αιχμαλώτους,
Γιά νά ελευθερώσω τούς συντριμμένους.»
«Χάρη στήν Όδό», είπε ό Αρχαίος Σοφός,
«Ό αμαρτωλός συγχωρείται.»
Όταν κάποιος άγαπά, χωρίς νά περιμένει τίποτε,
Έχει τή δύναμη νά συγχωρέσει τόν καθένα γιά ό,τι κάνει.
Γι' αύτό η Όδός, πού είναι η τέλεια άγάπη, καί άγαπάει τέλεια,
Καί πού άπό άγάπη ήρθε στή γη,
Ήρθε μέ τή δύναμη νά συγχωρήσει όλα τά εγκλήματα σέ όλους. Αύτό ήταν τό δώρο πού προσέφερε.
Αλλά μπορεί νά τό λάβει μόνο όποιος καί ό ίδιος άγαπα,
Καί έτσι συγχωρεί.
Γιατί όταν κάποιος άγαπα, χωρίς νά περιμένει τίποτε γιά άντάλλαγμα,
Όχι μόνο θά συγχωρήσει τά πάντα - Αλλά καί θά του συγχωρεθοΰν τά πάντα.
Σέ όσους άγαποΰν πολύ, είπε η Όδός,
Πολλά θά συγχωρεθοΰν.
Αλλά σέ όσους άγαποΰν λίγο,
Λίγα θά συγχωρεθοΰν.
Αύτή είναι η Όδός τοΰ Ούρανοΰ.
Τό πνεΰμα της συγχώρεσης είναι τό πνεΰ μα της Όδοΰ.
Ή καρδιά όποιου άκολουθεί τήν Όδό διακρίνεται άπό τή δύναμή της νά συγχωρεί.
Αλλά η καρδιά δέν μπορεί νά φτάσει στήν τέλεια συγχώρεση Μέχρις ότου η Άκτιστη Πνοή μπεί μέσα της Μέ τήν τέλεια άγάπη
Πού είχε προαιώνια μέ τό Νοΰ καί τό Λόγο.
Όταν κάποιος κατηγορεί τούς άλλους, ύπάρχει διαμάχη.
Όταν κάποιος βρίσκει τά δικά του λάθη, ύπάρχει ειρήνη.
Όταν κάποιος απαιτεί αποζημίωση γιά ένα έγκλημα, ύπάρχει διαμάχη.
Όταν κάποιος συγχωρεί, ύπάρχει ειρήνη.
Όταν η Όδός ένσαρκώθηκε, πήρε έπάνω Του τήν κατηγορία Καί συγχώρεσε τούς πάντας, ακόμα καί τούς δολοφόνους του.
Γι'αύτό ήρθε φέρνοντας ειρήνη.
Ωστόσο αυτή ή μή-διαμάχη, αντιμάχεται τή διαμάχη αυτού τού κόσμου:
Γι'αύτό ήρθε, φέρνοντας τήν ειρήνη Του μέ σπαθί.
«Οι ένάρετοι», είπε ο Αρχαίος Σοφός, «δέν λογομαχούν.
Αύτοί πού λογομαχούν δέν είναι ένάρετοι.»
Σημάδι ένάρετης καί συμπονετικής ψυχής είναι η άφεση κάθε οφειλής. Σημάδι μοχθηρού πνεύματος είναι τά πικρά λόγια πρός κάποιον πού έχει πέσει.
Μιά ψυχή ένάρετη, μιά ψυχή πού έχει κατέβει χαμηλά, κάτω στήν Κοιλάδα,
Στή διαρρηγμένη άκεραιότητα τής ταπεινοφροσύνης,
Δέν ξέρει νά έχθρεύεται.
Δίνει άφεση μέχρι τέλους, συγχωρεί μέχρι τέλους.
Δέν άπαιτεί τήν οφειλή, δέν ζητάει άποζημίωση,
Αλλά κρίνει μόνο τόν έαυτό της
Ψάχνοντας πάντα άσταμάτητα γιά τό κρίμα μέσα της.
Σάν τήν Όδό, τήν ψυχή τού Όποίου άκολουθεί,
Θά συγχωρήσει καί θά δώσει άφεση σέ όλους,
Ακόμα καί στό βασανιστή της.
Μέσα στόν μυστικό τόπο τής καρδιάς, ζητάει έλεος,
Καί τό λαμβάνει, άπό τήν Πηγή τού έλέους.
Καί άπό κεί, άπό τόν μυστικό τόπο,
Ακτινοβολεί τό έλεος πρός όλα τά πλάσματα.
Ή καρδιά πού έχει συγχωρήσει Δέν θυμάται τίς προσβολές.
Μένουν μόνο στή σοφίτα, στή μνήμη Χωρίς τή συμμετοχή τής καρδιάς.
Είναι λοιπόν άναγκαίο νά διακρίνουμε αυτά τά δύο:
Τήν καρδιά καί τή λογική.
Άν η καρδιά έχει συγχωρήσει, δέν θά θυμάται ποτέ,
Γιατί δέν έχει μνήμη.
Τό μυαλό μπορεί νά θυμάται,
Αλλά η καρδιά θά διαμαρτυρηθεί καί θά άναγκάσει τό μυαλό νά συγχωρέσει.
Όταν έχετε κατεβεί κάτω στήν κοιλάδα μαζί Του,
Καί μαζί Του έχετε ύψωθεί έπί ξύλου,
Όταν τά δάκρυα του χαρμόσυνου, λυτρωτικού πόνου κατακλύζουν τά μάτια σας
Καί γεύεστε τή γλυκύτητα καί τήν τέλεια έλευθερία του νά πεθαίνεις ώς πρός αύτή τή ζωή,
Τότε δέν αίσθάνεσθε πιά θυμό η οργή,
Καί ξέρετε τί σημαίνει νά συγχωρείτε τούς πάντες καί τά πάντα.
Τότε βλέπετε πως Εκείνος, οταν Τόν κάρφωσαν έπί ξύλου,
Μπόρεσε νά συγχωρέσει όποιονδήποτε έχει ζήσει ή πρόκειται νά ζήσει άνά τούς αιώνες.
Εξακολουθείτε νά βλέπετε τούς άνθρώπους γύρω σας,
Καί έξακολουθείτε νά βλέπετε τίς άδυναμίες τους καί τίς άποτυχίες τους.
Αλλά τώρα νιώθετε γι' αυτούς συμπόνοια,
Σάν νά ήταν μικρά παιδιά.
Καί νιώθετε καί σείς σάν παιδί.
Κατά μιά έννοια, τίποτε δέν έχει άλλάξει:
Τό καλό μέσα σας παραμένει,
Τό κακό μέσα σας παραμένει.
Αλλά τώρα ξέρετε,
Ξέρετε οτι δέν ύπάρχει τίποτε άνώτερο, ώραιότερο καί βαθύτερο άπό τόν Σταυρό.
Τώρα ξέρετε τί σημαίνει οτι έχυσε τό αιμα Του γιά σάς μέσα σέ άγωνία καί πόνο,
Πού άκόμα καί Αύτός φοβόταν καί λυπόταν νά ύποστεί.
Καί οταν στό δείπνο πρίν τήν τελική Του άγωνία
Σάς ζητάει νά πιείτε τό αιμα Του καί νά φάτε τό σώμα Του
«Είς άφεσιν άμαρτιών»,
Είστε καί σείς έτοιμοι νά παραδώσετε τό σώμα σας καί νά χύσετε τό αιμα σας,
Είστε καί σείς έτοιμοι νά συγχωρήσετε,
Ώστε νά μπορέσετε νά έχετε μερίδιο σέ αύτό πού Αύτός είναι, Στήν ύπέρτατη, απελευθερωτική αγάπη Του,
Μιά αγάπη πού είναι πόνος,
Αλλά πόνος πού είναι ειρήνη.
Μιά ειρήνη «ύπερέχουσα πάντα νούν».
Διασπά τήν Πρωταρχική Αρμονία, τήν Πρωταρχική Απλότητα.
Κάνει διακρίσεις στή φύση,
Υποτιμώντας ορισμένα πλάσματα.
Όλα τά φυσικά τά μεταχειρίζεται παρά φύση,
Ώστε νά καταστρέφει μέ αυτή τήν κακή χρήση τήν ώραιότητα τής φύσεως.
Όπως αυτός πού έχει έπιθυμία γιά τά δημιουργήματα είναι σκλάβος τών αισθήσεων,
Τό ίδιο καί αυτός πού έχει κενοδοξία.
Γιατί ο άνθρωπος τής έπιθυμίας έλκύεται από τούς άλλους μέ τ' αυτιά καί τά μάτια του,
Ενώ ο άνθρωπος τής κενοδοξίας προσπαθεί νά έλκύσει πάνω του τ' αυτιά καί τά μάτια τών άλλων.
Μέ ο,τι φαίνεται καί άκούγεται, γοητεύει καί έντυπωσιάζει Αυτούς πού κρίνουν τήν άρετή μόνο μέ τίς αισθήσεις τους.
Έτσι, είπε ο Αρχαίος Σοφός:
«Όποιος στέκεται στίς μύτες τών ποδιών δέ στέκεται γερά.
Όποιος κάνει μεγάλες δρασκελιές δέν πάει μακριά.
Όποιος προβάλλει τόν έαυτό του δέν λάμπει.
Όποιος καυχιέται δέν πετυχαίνει.
Όποιος είναι άλαζονικός δέν γίνεται άρχηγός.
Από τήν άποψη τής Όδοΰ αυτά είναι σάν περιττά φαγητά, ή σάν άποβράσματα τής άρετής.
Όποιοι κατέχουν τήν Όδό δέν μένουν σ' αυτά.»
«Τό πιό μαλακό πράγμα στόν κόσμο», είπε ό Αρχαίος Σοφός, «Χτυπά τό πιό σκληρό».
«Τό σκληρό καί τό άλύγιστο είναι σύντροφοι του θανάτου.
Τό τρυφερό καί τό άδύνατο είναι σύντροφοι της ζωής.
Τό άλύγιστο δένδρο εύκολα σπάει.
Γι'αύτό ο,τι είναι σκληρό καί δυνατό θά ριχτεί κάτω Κι ο,τι είναι ευλύγιστο κι' άδύνατο θ' άνέβει ψηλά.»
Άν κάτι λυπηρό συμβεί σέ μιά ταπεινή ψυχή,
Λυγίζει καί έτσι παραμένει άκέραιη.
Αμέσως τά βάζει μέ τόν έαυτό της,
Αμέσως κατηγορεί τόν έαυτό της.
Δέν άρχίζει νά κατηγορεί κάποιον άλλο,
Κι έτσι τό ξεπερνάει.
Χωρίς νά ταραχθεί, χωρίς νά θλιβεί, σέ πλήρη ειρήνη του νου. Δέν έχει λόγο νά οργίζεται, ούτε νά έξοργίζει κανέναν.
Γι'αύτό, είπε ό Αρχαίος Σοφός:
«Απάλυνε τό φως καί άφησε τή σκόνη νά κατακαθίσει.
Αύτό ονομάζεται Πρωταρχική Αρμονία.
Δέν μπορείς νά Τό πλησιάσεις, ούτε ν' άπομακρυνθείς άπ'αύτό. Δέν μπορείς νά Του κάνεις καλό, ούτε νά Τό βλάψεις.
Δέν μπορείς νά Τό κολακέψεις, ούτε νά Τό προσβάλεις.
Γι'αύτό Τό τιμουν ολα τά οντα του κόσμου.»
Ή ταπεινή ψυχή, άφου έχει γίνει ένα μέ τή σκόνη,
Γνωρίζει πόσο δραστικό είναι νά λέει «Συγχώρεσέ με».
Είναι άπό τά πιό δυνατά πράγματα στόν κόσμο,
Γιατί τίποτε δέν είναι πιό ισχυρό άπό τήν ταπείνωση.
«Ή Όδός», είπε ό Αρχαίος Σοφός, «στομώνει τίς κοφτερές της κόψεις, Ξεμπερδεύει τά μπλεγμένα νή ματα,
Απαλύνει τό εκτυφλωτικός της φως,
Συγχωνεύεται μέ τή σκόνη».
Ή αληθινή ταπεινοφροσύνη δέν όρίζεται μέ λόγια. Είναι η στολή της Ιδιας της Πρωταρχικής Ούσίας.
Ή Όδός τού Ούρανού ένεδύθηκε αύτήν.
Κατέβηκε από τό ύψος Του,
Καί σκέπασε τή δόξα Του καί τή μεγαλοσύνη Του μέ ταπεινοφροσύνη, Γιά νά μήν καταφλεχθεί η κτίση βλέποντας τήν πύρινη φύση Του.
Ή κτίση δέν μπορούσε ν' αντικρύσει άμεσα τό Άκτιστο Φως Του.
Ούτε μπορούσε ν' ακούσει τή βροντερή φωνή Του.
Γι' αύτό κατέβηκε όχι σάν σεισμός,
Όχι σάν πύρ, όχι σάν φωνή φοβερή,
Αλλά, όπως είπε ό Αρχαίος Προφήτης:
«Ώς ύετός επί πόκον
Καί ώσεί σταγών η στάζουσα επί τήν γήν.»
Καλύπτοντας τήν μεγαλωσύνη Του μέ τό καταπέτασμα τής σαρκός, Μιλώντας μας μέ τό σώμα
Τό όποίο κατασκεύασε γιά τόν έαυτό Του μέσα στή μήτρα τής Παρθένου.
«Ή ταπεινοφροσύνη», είπε ό Αρχαίος Σοφός, «είναι η βάση τού ανώτατου,
Καί τό χαμηλό είναι η βάση τού ύψηλού. Γι'αύτό ό σοφός φοράει τραχιά ρούχα,
Αλλά έχει στόν κόρφο του ίχάδι.»
Όποιος φοράει τό τραχύ ένδυμα τής ταπεινοφροσύνης,
Όμοιάζει μέ τήν Όδό πού τό φόρεσε πρίν από μάς,
Όταν, ένδυόμενος τό τραχύ σώμα τής ποταπότητάς μας,
Ή Δημιουργία αντίκρυσε τό ύψος Του.
Καί τελικά έλαβε τό ίχάδι της:
«Τή θέαση τού Δημιουργού της.»
«Γι ατί η θάλασσα είναι ό βασιλιάς των έκατό ρεμάτων;» ρωτούσε ό Αρχαίος Σοφός;
«Γιατί βρίσκεται χαμηλότερα άπό αύτά,
Γι'αύτό είναι ό βασιλιάς των έκατό ρεμάτων».
Ό Κύριος τού Σύ μπαντος,
Γιά νά μάς δείξει πως νά βαδίζουμε τήν όδό της ταπεινοφροσύνης, Φόρεσε τό λέντιο,
Καί, σκύβοντας πιό χαμηλά άπό τούς μαθητές του,
Έπλυνε τά πόδια τους. «Μάθετε όχι άπό άγγελο», είπε,
«Όχι άπό άνθρωπο, όχι άπό βιβλίο,
Αλλά άπό μένα.
Δηλαδή άπό τήν ένοίκησή μου,
Από τή λάμψη καί τη δράση μου μέσα σας.
«Γιατί είμαι πράος καί ταπεινός στήν καρδιά,
Καί στό λογισμό καί στό φρόνημα,
Καί θά βρείτε άνάπαυση άπό τούς πολέμους,
Καί άνακούφιση άπό τούς λογισμούς στίς ψυχές σας.»
Γιατί όπως άκριβως μέ τήν ύψηλοφροσύνη διασκορπίζεται η ψυχή καί μέ τή φαντασία περιπλανάται σέ όλη τήν κτίση,
Έτσι καί μέ τήν ταπείνωση μαζεύεται,
Οί λογισμοί καταλαγιάζουν καί συγκεντρώνεται στόν έαυτό της.
Έτσι η ταπεινή ψυχή θέλει νά μπεί καί νά παραμείνει στήν ησυχία,
Ν' άφήσει έντελως τίς προηγούμενες σκέψεις της καί τήν ένέργεια των αισθήσεων,
Νά γίνει σάν κάτι πού δέν ύπάρχει στή δημιουργία,
Κάτι πού δέν έχει ύπάρξει στόν κόσμο,
Κάτι έντελως άγνωστο,
Ακόμα καί σ'αύτήν τήν ίδια, άκόμα καί στίς αισθήσεις της.
Έτσι κρυμμένη, παραμένει μέ τόν Κύριο τού σύμπαντος, Πλησιάζει πρός Αύτόν, πρός τήν άπέραντη Θάλασσα της Ούσίας,
Τόν βασιλιά των έκατό ρεμάτων.
Ό Αρχαίος Σοφός, πού ακολουθούσε τήν Όδό, είπε:
«Ό σοφός κρατά τήν τσέτουλα τού πιστωτή Αλλά δέ ζητάει τήν οφειλή.
Όποιος έχει αρετή κρατα τήν τσέτουλα.
Όποιος δέν έχει αρετή φροντίζει νά είσπράξει.» Καί η Όδός, όταν ενσαρκώθηκε, είπε:
«Σ'οποιον σού ζητάει κάτι δίνε το,
Κι άπ'οποιον σού παίρνει ο,τι σού ανήκει μή ζητάς νά σού τό έπιστρέψει.
Νά κάνετε τό καλό καί νά δανείζετε, χωρίς νά περιμένετε νά πάρετε πίσω τίποτε.»
Ή Όδός, όταν ενσαρκώθηκε,
Έδωσε τή ζωή Του γι' αύτούς πού Αύτός τούς είχε δώσει ζωή.
Ωστόσο δέν ζήτησε τήν οφειλή.
Μήν τόν πείτε δίκαιο.
Γιατί ή εύθραυστη φύση μας δέν θά άντεχε Άν απαιτούσε δίκαιη ανταπόδοση. Μάλλον, πείτε Τον έλεήμονα,
Γιατί ήρθε γιά νά αποδώσει έλεος αντί γιά δικαιοσύνη,
Γιατί πάντα είμαστε ύπόχρεοι.
Υπάρχει ένας Πιστωτής γι' αύτούς πού είναι δεμένοι μέ χρέη. Υπάρχει ένας Θεραπευτής γι' αύτούς πού σκοντάφτουν,
Γι'αύτούς πού έχουν μωλωπίσει τήν άπλότητα τής πρωταρχικής τους φύσης.
Υπάρχει ένας Πιστωτής καί ένας Θεραπευτής:
Πού ζήτησε μέχρι καί να δειχθεί έλεος στούς δολοφόνους του,
Πού συγχώρησε μέχρι καί όταν κρεμάστηκε έπί Ξύλου.
«Ή Πνοή του Ουρανού», Λέει, «είναι επάνω μου. Γιά νά αναγγείλω τά καλά νέα στούς φτωχούς, Γιά νά θεραπεύσω τίς συντριμμένες καρδιές,
Γιά νά δώσω άφεση στούς αιχμαλώτους,
Γιά νά ελευθερώσω τούς συντριμμένους.»
«Χάρη στήν Όδό», είπε ό Αρχαίος Σοφός,
«Ό αμαρτωλός συγχωρείται.»
Όταν κάποιος άγαπά, χωρίς νά περιμένει τίποτε,
Έχει τή δύναμη νά συγχωρέσει τόν καθένα γιά ό,τι κάνει.
Γι' αύτό η Όδός, πού είναι η τέλεια άγάπη, καί άγαπάει τέλεια,
Καί πού άπό άγάπη ήρθε στή γη,
Ήρθε μέ τή δύναμη νά συγχωρήσει όλα τά εγκλήματα σέ όλους. Αύτό ήταν τό δώρο πού προσέφερε.
Αλλά μπορεί νά τό λάβει μόνο όποιος καί ό ίδιος άγαπα,
Καί έτσι συγχωρεί.
Γιατί όταν κάποιος άγαπα, χωρίς νά περιμένει τίποτε γιά άντάλλαγμα,
Όχι μόνο θά συγχωρήσει τά πάντα - Αλλά καί θά του συγχωρεθοΰν τά πάντα.
Σέ όσους άγαποΰν πολύ, είπε η Όδός,
Πολλά θά συγχωρεθοΰν.
Αλλά σέ όσους άγαποΰν λίγο,
Λίγα θά συγχωρεθοΰν.
Αύτή είναι η Όδός τοΰ Ούρανοΰ.
Τό πνεΰμα της συγχώρεσης είναι τό πνεΰ μα της Όδοΰ.
Ή καρδιά όποιου άκολουθεί τήν Όδό διακρίνεται άπό τή δύναμή της νά συγχωρεί.
Αλλά η καρδιά δέν μπορεί νά φτάσει στήν τέλεια συγχώρεση Μέχρις ότου η Άκτιστη Πνοή μπεί μέσα της Μέ τήν τέλεια άγάπη
Πού είχε προαιώνια μέ τό Νοΰ καί τό Λόγο.
Όταν κάποιος κατηγορεί τούς άλλους, ύπάρχει διαμάχη.
Όταν κάποιος βρίσκει τά δικά του λάθη, ύπάρχει ειρήνη.
Όταν κάποιος απαιτεί αποζημίωση γιά ένα έγκλημα, ύπάρχει διαμάχη.
Όταν κάποιος συγχωρεί, ύπάρχει ειρήνη.
Όταν η Όδός ένσαρκώθηκε, πήρε έπάνω Του τήν κατηγορία Καί συγχώρεσε τούς πάντας, ακόμα καί τούς δολοφόνους του.
Γι'αύτό ήρθε φέρνοντας ειρήνη.
Ωστόσο αυτή ή μή-διαμάχη, αντιμάχεται τή διαμάχη αυτού τού κόσμου:
Γι'αύτό ήρθε, φέρνοντας τήν ειρήνη Του μέ σπαθί.
«Οι ένάρετοι», είπε ο Αρχαίος Σοφός, «δέν λογομαχούν.
Αύτοί πού λογομαχούν δέν είναι ένάρετοι.»
Σημάδι ένάρετης καί συμπονετικής ψυχής είναι η άφεση κάθε οφειλής. Σημάδι μοχθηρού πνεύματος είναι τά πικρά λόγια πρός κάποιον πού έχει πέσει.
Μιά ψυχή ένάρετη, μιά ψυχή πού έχει κατέβει χαμηλά, κάτω στήν Κοιλάδα,
Στή διαρρηγμένη άκεραιότητα τής ταπεινοφροσύνης,
Δέν ξέρει νά έχθρεύεται.
Δίνει άφεση μέχρι τέλους, συγχωρεί μέχρι τέλους.
Δέν άπαιτεί τήν οφειλή, δέν ζητάει άποζημίωση,
Αλλά κρίνει μόνο τόν έαυτό της
Ψάχνοντας πάντα άσταμάτητα γιά τό κρίμα μέσα της.
Σάν τήν Όδό, τήν ψυχή τού Όποίου άκολουθεί,
Θά συγχωρήσει καί θά δώσει άφεση σέ όλους,
Ακόμα καί στό βασανιστή της.
Μέσα στόν μυστικό τόπο τής καρδιάς, ζητάει έλεος,
Καί τό λαμβάνει, άπό τήν Πηγή τού έλέους.
Καί άπό κεί, άπό τόν μυστικό τόπο,
Ακτινοβολεί τό έλεος πρός όλα τά πλάσματα.
Ή καρδιά πού έχει συγχωρήσει Δέν θυμάται τίς προσβολές.
Μένουν μόνο στή σοφίτα, στή μνήμη Χωρίς τή συμμετοχή τής καρδιάς.
Είναι λοιπόν άναγκαίο νά διακρίνουμε αυτά τά δύο:
Τήν καρδιά καί τή λογική.
Άν η καρδιά έχει συγχωρήσει, δέν θά θυμάται ποτέ,
Γιατί δέν έχει μνήμη.
Τό μυαλό μπορεί νά θυμάται,
Αλλά η καρδιά θά διαμαρτυρηθεί καί θά άναγκάσει τό μυαλό νά συγχωρέσει.
Όταν έχετε κατεβεί κάτω στήν κοιλάδα μαζί Του,
Καί μαζί Του έχετε ύψωθεί έπί ξύλου,
Όταν τά δάκρυα του χαρμόσυνου, λυτρωτικού πόνου κατακλύζουν τά μάτια σας
Καί γεύεστε τή γλυκύτητα καί τήν τέλεια έλευθερία του νά πεθαίνεις ώς πρός αύτή τή ζωή,
Τότε δέν αίσθάνεσθε πιά θυμό η οργή,
Καί ξέρετε τί σημαίνει νά συγχωρείτε τούς πάντες καί τά πάντα.
Τότε βλέπετε πως Εκείνος, οταν Τόν κάρφωσαν έπί ξύλου,
Μπόρεσε νά συγχωρέσει όποιονδήποτε έχει ζήσει ή πρόκειται νά ζήσει άνά τούς αιώνες.
Εξακολουθείτε νά βλέπετε τούς άνθρώπους γύρω σας,
Καί έξακολουθείτε νά βλέπετε τίς άδυναμίες τους καί τίς άποτυχίες τους.
Αλλά τώρα νιώθετε γι' αυτούς συμπόνοια,
Σάν νά ήταν μικρά παιδιά.
Καί νιώθετε καί σείς σάν παιδί.
Κατά μιά έννοια, τίποτε δέν έχει άλλάξει:
Τό καλό μέσα σας παραμένει,
Τό κακό μέσα σας παραμένει.
Αλλά τώρα ξέρετε,
Ξέρετε οτι δέν ύπάρχει τίποτε άνώτερο, ώραιότερο καί βαθύτερο άπό τόν Σταυρό.
Τώρα ξέρετε τί σημαίνει οτι έχυσε τό αιμα Του γιά σάς μέσα σέ άγωνία καί πόνο,
Πού άκόμα καί Αύτός φοβόταν καί λυπόταν νά ύποστεί.
Καί οταν στό δείπνο πρίν τήν τελική Του άγωνία
Σάς ζητάει νά πιείτε τό αιμα Του καί νά φάτε τό σώμα Του
«Είς άφεσιν άμαρτιών»,
Είστε καί σείς έτοιμοι νά παραδώσετε τό σώμα σας καί νά χύσετε τό αιμα σας,
Είστε καί σείς έτοιμοι νά συγχωρήσετε,
Ώστε νά μπορέσετε νά έχετε μερίδιο σέ αύτό πού Αύτός είναι, Στήν ύπέρτατη, απελευθερωτική αγάπη Του,
Μιά αγάπη πού είναι πόνος,
Αλλά πόνος πού είναι ειρήνη.
Μιά ειρήνη «ύπερέχουσα πάντα νούν».