Δευτέρα 21 Μαΐου 2012

Ο Εσπερινός της Εορτής των Πολιούχων της Τρίπολης Αγίων Νεομαρτύρων Δημητρίου και Παύλου

Ιερέως Ιωάννου Σουρλίγγα
Με ιδιαίτερη λαμπρότητα τελέστηκε η Ακολουθία του Εσπερινού, εις τιμήν και μνήμην των Πολιούχων της Τριπόλεως, Αγίων Νεομαρτύρων Δημητρίου και Παύλου.

Η 22α Μαΐου, είναι ημέρα ξεχωριστή για την πόλη της Τρίπόλεως, αφού την ημέρα αυτή κάθε χρόνο τιμάται η μνήμη των Πολιούχων της, Αγίων Νεομαρτύρων Δημητρίου και Παύλου, δύο Νεομαρτύρων που μαρτύρησαν για την πίστη στον Χριστό την σκοτενή περίοδο της Τουρκοκρατίας.

Οι εκδηλώσεις προς τιμήν των ως άνω Νεομαρτύρων άρχισαν την Δευτέρα 21η Μαΐου στις 7:30 μ.μ., με την υποδοχή των Αγίων Λειψάνων τους, στο Ιερό Παρεκκλήσιο του Αγιου Οσιομάρτυρος Παύλου, που βρίσκεται στον τόπο μαρτυρίου του Αγίου.

Τα Ιερά Λείψανα μετεφέρθησαν εκεί από την Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου Βαρσών, οπου φυλλάσονται. Επίσης μετεφέρθη εκεί και η Τιμία Κάρα του Αγίου Νεομάρτυρος Δημητρίου, που φυλάσσεται στον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό του Αγίου Βασιλείου Τριπόλεως.

Από το Παρεκκλήσιο του Νεομάρτυρος Παύλου τα Ιερά και χαρυτόβρυτα λείψανα των Αγίων, μετεφέρθησαν εν πομπή στον Ιερό Ναό Προφήτου Ηλιού και Νεομαρτύρων Τριπόλεως, κέντρο των λατρευτικών εκδηλώσεων προς τιμήν των Αγίων. Εκεί τα υπεδέχθησαν ο Σεβ. Μητροπολίτης Μαντινείας και Κυνουρίας κ.κ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ και οι προσκεκλημένοι στην πανήγυρη Άγιοι Αρχιερείς. Τα Ιερά Λείψανα τέθηκαν σε λαϊκό προσκύνημα, στον εορτάζοντα Ιερό Ναό .

Στον Μεγάλο Αρχιερατικό Εσπερινό που αμέσως ακολούθησε, χοροστάτησε ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Διαυλείας κ.κ. ΓΑΒΡΙΗΛ, ο οποίος εκήρυξε τον Θείο Λόγο, συμμετείχαν επίσης ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως κ.κ. ΒΑΡΝΑΒΑΣ, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πατρών κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Σαλώνων κ.κ. ΑΝΤΩΝΙΟΣ και ο Ποιμενάρχης μας, Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μαντινείας και Κυνουρίας κ.κ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ.

Στην Ακολουθία του Εσπερινού, παρέστησαν τιμώντες τους Αγίους, Πανοσιολογιώτατοι Αρχιμανδρίτες, Ιερείς της Ιεράς μας Μητροπόλεως, εκπρόσωποι Ιερών Μητροπόλεων της Ελλαδικής Εκκλησιάς, ενώ έψαλαν θαυμάσια χοροί Ιεροψαλτών της Πόλεως μας.

Ανήμερα θα τελεσθεί στον εορτάζοντα Ιερό Ναό των Νεομαρτύρων και Προφήτου Ηλιού, πολυαρχιερατική Θεία Λειτουργία και το Εσπέρας θα ακολουθήσει Εσπερινός και εν συνεχεία η Λιτάνευση των Λειψάνων και της Αγίας Εικόνος ανά την Πόλη της Τριπόλεως, ως ευλογία και προστασία των χριστιανών μας.




















Ιερέως Ιωάννου Σουρλίγγα
Με ιδιαίτερη λαμπρότητα τελέστηκε η Ακολουθία του Εσπερινού, εις τιμήν και μνήμην των Πολιούχων της Τριπόλεως, Αγίων Νεομαρτύρων Δημητρίου και Παύλου.

Η 22α Μαΐου, είναι ημέρα ξεχωριστή για την πόλη της Τρίπόλεως, αφού την ημέρα αυτή κάθε χρόνο τιμάται η μνήμη των Πολιούχων της, Αγίων Νεομαρτύρων Δημητρίου και Παύλου, δύο Νεομαρτύρων που μαρτύρησαν για την πίστη στον Χριστό την σκοτενή περίοδο της Τουρκοκρατίας.

Οι εκδηλώσεις προς τιμήν των ως άνω Νεομαρτύρων άρχισαν την Δευτέρα 21η Μαΐου στις 7:30 μ.μ., με την υποδοχή των Αγίων Λειψάνων τους, στο Ιερό Παρεκκλήσιο του Αγιου Οσιομάρτυρος Παύλου, που βρίσκεται στον τόπο μαρτυρίου του Αγίου.

Τα Ιερά Λείψανα μετεφέρθησαν εκεί από την Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου Βαρσών, οπου φυλλάσονται. Επίσης μετεφέρθη εκεί και η Τιμία Κάρα του Αγίου Νεομάρτυρος Δημητρίου, που φυλάσσεται στον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό του Αγίου Βασιλείου Τριπόλεως.

Από το Παρεκκλήσιο του Νεομάρτυρος Παύλου τα Ιερά και χαρυτόβρυτα λείψανα των Αγίων, μετεφέρθησαν εν πομπή στον Ιερό Ναό Προφήτου Ηλιού και Νεομαρτύρων Τριπόλεως, κέντρο των λατρευτικών εκδηλώσεων προς τιμήν των Αγίων. Εκεί τα υπεδέχθησαν ο Σεβ. Μητροπολίτης Μαντινείας και Κυνουρίας κ.κ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ και οι προσκεκλημένοι στην πανήγυρη Άγιοι Αρχιερείς. Τα Ιερά Λείψανα τέθηκαν σε λαϊκό προσκύνημα, στον εορτάζοντα Ιερό Ναό .

Στον Μεγάλο Αρχιερατικό Εσπερινό που αμέσως ακολούθησε, χοροστάτησε ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Διαυλείας κ.κ. ΓΑΒΡΙΗΛ, ο οποίος εκήρυξε τον Θείο Λόγο, συμμετείχαν επίσης ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως κ.κ. ΒΑΡΝΑΒΑΣ, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πατρών κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ, ο Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Σαλώνων κ.κ. ΑΝΤΩΝΙΟΣ και ο Ποιμενάρχης μας, Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μαντινείας και Κυνουρίας κ.κ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ.

Στην Ακολουθία του Εσπερινού, παρέστησαν τιμώντες τους Αγίους, Πανοσιολογιώτατοι Αρχιμανδρίτες, Ιερείς της Ιεράς μας Μητροπόλεως, εκπρόσωποι Ιερών Μητροπόλεων της Ελλαδικής Εκκλησιάς, ενώ έψαλαν θαυμάσια χοροί Ιεροψαλτών της Πόλεως μας.

Ανήμερα θα τελεσθεί στον εορτάζοντα Ιερό Ναό των Νεομαρτύρων και Προφήτου Ηλιού, πολυαρχιερατική Θεία Λειτουργία και το Εσπέρας θα ακολουθήσει Εσπερινός και εν συνεχεία η Λιτάνευση των Λειψάνων και της Αγίας Εικόνος ανά την Πόλη της Τριπόλεως, ως ευλογία και προστασία των χριστιανών μας.


ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΝΔΟΞΟΥ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΤΟΥ ΕΝ ΤΡΙΠΟΛΕΙ ΜΑΡΤΥΡΗΣΑΝΤΟΣ
Ὁ ἅγιος τοῦ Χριστοῦ Νεομάρτυς Δημήτριος, ὁ μαρτυρήσας ἐν τῇ πόλει τῆς Τριπόλεως ἐν ἔτει 1803, ἦτο ἀπό μίαν κώμην τῆς Τριφυλλίας τῆς Πελοποννήσου, ἡ ὁποία πρότερον ὀνομάζετο Λιγούδιστα, σήμερον δέ καλεῖται Χώρα, ζήσας εἰς καιρούς χαλεπούς, ἐν οἷς τό εὐσεβές ἡμῶν Γένος ἐστέναζεν ὑπό δουλείαν ἀλλοπίστων καί βαρβάρων κατακτητῶν. Ἐγεννήθη ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς μέν, ἀλλ' ἀσήμους καί δυστυχεῖς καί πτωχούς. Διό εἰς μικράν ἡλικίαν ἦλθε εἰς τήν περίφημον ταύτην πόλιν τῆς Τριπόλεως καί προσεκολήθη εἰς ἕνα Τοῦρκον κάτοικον τῆς πόλεως, ὀνόματι Βελήν, μπαρ-μπέρην τό ἐπάγγελμα, ἐργαζόμενος εἰς τό κουρεῖον αὐτοῦ, ἵνα ἐξασφαλίζῃ τά πρός τό ζῆν, μή φανταζόμενος τόν κίνδυνον, ὅπου ἔμελλε νά ὑποστῇ ὑπό τῶν ἐχθρῶν τῆς πίστεως.

Εἰς τό κουρεῖον, λοιπόν, τοῦτο, ἐπειδή ἦτο πολύ νέος τήν ἡλικίαν, ὑποκύψας δέ καί εἰς τάς ἀπειλάς καί ὑποσχέσεις τοῦ Τούρκου Βελῆ, ἠρνήθη τόν Κύριον καί Θεόν ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, τόν ποιητήν καίΣωτῆρα τοῦ σύμπαντος κόσμου, ἐγκατέλειψε τήν εὐσεβῆ πίστιν τῶν Ὀρθοδόξων καί ἐτούρκευσεν κατά τό κοινῶς λεγόμενον, ἐνδυθείς ἐνδύματα ὀθωμανικά, φέρων εἰς τήν κεφαλήν του σαρίκιον, ζῶν ἀσεβῶς,ἀπολαμβάνων κοσμικήν δόξαν καί τιμήν, γευόμενος πλοῦτον ὑλικῶν ἀγαθῶν, τιμώμενος μεγάλως ὑπό τῶν κατακτητῶν καί ἐμπνέων τόν φόβον εἰς τούς ὁμοεθνεῖς του Χριστιανούς.

Ὅμως, ὁ ἀγαθός καί φιλάνθρωπος Θεός ἡμῶν, ὁ ὁποῖος θέλει «πάντας ἀνθρώπουςσωθῆναικαί εἰςἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν», ἐνέσπειρε ἀ-γαθούς λογισμούς εἰς τήν καρδίαν τοῦ νεαροῦ Δημητρίου, ὁ ὁποῖοςμετ' ὁλίγον ἤρχισενά μετανοῇ μυστικῶς διά τό ἁμάρτημά του καί νά προσεύχεται θερμῶς καί μετά δακρύων εἰς τόν Θεόν, ἵνα λυτρωθῇ ἐκ τῆς σατανικῆς παγίδος, εἰς τήν ὁποίαν ἐνέπεσεν.

Ὁδηγούμενος, ὅθεν, ὑπό τῆς Θείας Χάριτος, ἀνεχώρησε κρυφίως ἀ-πό τήν πόλιν τῆς Τριπόλεως διά τούς Μύλους τῆς Ἀργολίδος, ὅπου ἐπεβιβάσθῃ εἰς πλοῖον μέ προορισμόν τήν Μικράν Ἀσίαν, ἐλθών ἀρχικῶς εἰς Σμύρνην καί ἐν συνεχείᾳ εἰς Μαγνησίαν καί εἰς Κυδωνίας τῆς ὡς ἄνω περιοχῆς. Ἐκεῖ, ἀπορρίψας τά ὀθωμανικά ἐνδύματα καί διάγων πλέον ὡς Χριστιανός, ἀνεζήτησε πρῶτον Πνευματικόν ἁρμόδιον διά νά ἐξομολογηθῇ τήν πτῶσιν του καί διά νά λάβῃ συμβουλάς καί ὁδηγίας διά τό ἐπίλοιπον τοῦ βίου του. Ὅθεν, ἐπεσκέφθη πνευματικούς περιφήμους τῆς περιοχῆς ἐκείνης, ἀφοῦ δέ ἐξομολογήθῃ μετά ταπεινώσεως καί συντριβῆς καρδίας, λαβών ἐξ αὐτῶν τό μέν τήν ἄφεσιν τῶν ἁμαρτιῶν, τό δέ τάς πολυτίμους συμβουλάς καί ἁγίας εὐχάς των, ἔζη τόν καθ' ἡμέραν βίον του ἐν μετανοίᾳ, νηστεύων αὐστηρῶς καί προσευχόμενος ἀδειαλείπτως, κλαίων καί ὁδυρό-μενος, καί διά πολλῶν δακρύων καί στεναγμῶν ἐξιλεούμενος τόν Θεόν καί ζητῶν ἐξ Αὐτοῦ τήν συγγνώμην καί τό ἔλεος.

Ἀλλ' ἡ πρός τόν Θεόν ἀγάπη, ἡ ὁποία ὀλίγον κατ' ὀλίγον κατέκαιε τήν καρδίαν τοῦ Δημητρίου, ἔγινε σύν τῷ χρόνῳ πῦρ μέγα καί ἄσβεστον, ὥστε ἀπεφάσισε νά μαρτυρήσῃ διά τόν Χριστόν, ἵνα ἐξαλείψῃ τήν πτῶσιν του μέ τήν ὁμολογίαν καί τό μαρτύριον. Ὅθεν, ἀφοῦ διέμεινε χρόνον ἱκανόν εἰς Μικράν Ἀσίαν,ἀνεχώρησε καί ἦλθε εἰς τήν περίφημον νῆσον τῆς Χίου, ὅπου ἐφησύχαζεν τήν ἐποχήν ἐκείνην μέγας Διδάσκαλος τῆς Ἐκ-κλησίας, ὁ ἐν Ἁγίοις πατήρ ἡμῶν Μακάριος Ἐπίσκοπος Κορίνθου ὁ Νοταρᾶς. Εἰς τόνἅγιον τοῦτον καί ἰσαπόστολον Ἐπίσκοπον προσῆλθε ὁ Δημήτριος, καί, μετά συντετριμμένης καρδίας,ἐξομολογήθη τάς ἁμαρτίας του, ἐφανέρωσε τήν πτῶσιν του καί ἀπεκάλυψε τόν ἔνθεον πόθον του νά ἔλθῃ εἰς τόν τόπον τῆς ἀρνήσεως καί νά μαρτυρήσῃ διά τόν Χριστόν. Ὁ δέ ἅγιος ἐκεῖνος Ἀρχιερεύς, πρῶτονἐπεχείρησε νά ἐμποδίσῃ αὐτόν ἀπό τό μαρτύριον, ἀναλογιζόμενος τό μέγεθος τοῦ ἐγχειρήματος καί τόνεαρόν τῆς ἡλικίας τοῦ Δημητρίου. Βλέπων δέ τό ἀμετάθετον τῆς γνώμης καί τόν σταθερόν τῆς πίστεως αὐτοῦ, ἐμακάρισε τόν θεοφιλέστατον σκοπόν του καί, ἀφοῦ τόν ἐνουθέτησε μέ πολλάς συμβουλάς, κατεφίλησεν αὐτόν καί τόν ἐ-ξαπέστειλε διά τό μαρτύριον.

Οὔτω, ὁ Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ, συνοδευόμενος ἀπό πολυτίμους ἀρ-χιερατικάς εὐχάς, ἀνεχώρησε ἀπό τήν Χίον καί, κατευθυνόμενος πρός τήν Τρίπολιν, ἦλθεν πρῶτον εἰς τό Ἄργος τῆς Πελοποννήσου, ὅπου ἐφιλοξενή-θη δι' ὀλίγας ἡμέρας εἰς τήν οἰκίαν κάποιου εὐλαβοῦς Χριστιανοῦ. Ἀφοῦ δέ ἐπέρασεν ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Ἑβδομάς τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου, ἡ πανευφρόσυνος Ἑορτή τοῦ Πάσχα καί ἡ Ἑβδομάς τῆς Διακαινησίμου, ἀνεχώρησε ἀπό ἐκεῖ καί ἔφθασε εἰς τήν Ἱεράν Μονήν τῆς Γοργοϋπηκόου, τήν ἐν Νεστάνῃ τῆς Μαντινείας εὑρισκομένην, ὅπου ἐξομολογήθη καί πάλιν καί διῆλθε ὅλην τήν νύκτα ἄϋπνος καί προσευχόμενος μετά δακρύων.

Τό πρωΐ εἰς τήν Θείαν Λειτουργίαν ἐκοινώνησε τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου. Ἀναχωρήσας δέ ἐκ τῆς Μονῆς, ἔφθασε εἰς τήν πό-λιν τῆς Τριπόλεως τήν 13ην τοῦ μηνός Ἀπριλίου, ἡμέρα Δευτέρα τῆς τοῦ Θωμᾶ ἑβδομάδος, καί ἐπῆγε κατ' εὐθείαν εἰς τήν οἰκίαν ἑνός γνωστοῦ του Χριστιανοῦ, ὅπου ἐχαιρέτισε τούς ἐκεῖ εὑρισκομένους μέ τό «Χριστός ἀ-νέστη», τόν σωτήριον χαιρετισμόν τῶν Χριστιανῶν. Ἐκεῖνοι, ἀφοῦ διεπίστωσαν ποῖος εἶναι καί ποῖον σκοπόν ἔχει, ἐφοβήθησαν μεγάλως. Τό βράδυ τῆς ἰδίας ἡμέρας συνήντησε τινάς τῶν Ἱερέων καί τινάς τῶν εὐλαβεστέρων λαϊκῶν τῆς πόλεως, οἱ ὁποῖοι προσεπάθησαν νά τόν ἀποτρέψουν ἀπό τό μαρτύριον, ὁ δέ Ἅγιος μέ μεγάλην ταπείνωσιν διελέγετο καί ἐνουθέτη αὐτούς καταλλήλως. Τό πρωΐ τῆς ἑπομένης, ἐξελθών τῆς πολιτείας, ἐπῆγε εἰς τήν Ἐκκλησίαν τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρός ἡμῶν Νικολάου, τήν εὑρισκομένην ἔξωθεν τῆς Τριπόλεως, ὅπου ἐξομολογήθη μετά δακρύων εἰς ἕνα εὐλαβῆ Ἱερέα, ὀνομαζόμενον Ἀντώνιον καί, μετά πολλῆς κατανύξεως, ἐκοινώνησε τῶν ἀχράντων Μυστηρίων τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ἀφοῦ δέ ἔλαβε δύναμιν ἀπό τήν Μετάληψιν τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου, εἰσῆλθεἀμέσως εἰς τήν πόλιν καί περιῆλθε δύο φοράς τήν ἀγοράν διά νά γνωρισθῆ. Μή ἀναγνωρισθείς ὅμως ἀπόοὐδένα, ἐπῆγε εἰς τό ἐργαστήριον τοῦ Βελῆ - μπαρμπέρη καί ἐχαιρέτησε τούς ἐκεῖ εὑρισκομένους μέ τό«Χριστός ἀνέστη». Ἐρωτηθείς δέ ἀπό αὐτούς ποῖος εἶναι, ἀπεκρίθη ὅτι «ἐγώ εἶμαι ὁ Δημήτριος, ὁ ὁποῖος μέσα εἰς τό κατηραμένον τοῦτο κουρεῖον ἠρνήθην τόν Χριστόν μου, τόν ἀληθινόν Θεόν, καί τώρα ἦλθα πάλιν ἐδῶ διά νά Τόν ὁμολογήσω». Ἀκούσαντες δέ ταῦτα οἱ ἐκεῖ εὑρισκόμενοι Χριστιανοί ἀνεχώρησανἀμέσως φοβηθέντες, ἕνα δέ Τουρκό-πουλον, γνώριμον εἰς τόν Μάρτυρα, εἶπε πρός αὐτόν: «Δέν λυπᾶσαι τήν ζωήν σου; Τί εἶναι αὐτά πού λέγεις; Ἄν τό ἀκούσουν αὐτό οἱ Τοῦρκοι, θά σέ θανατώσουν ἀμέσως». Ὁ δέΜάρτυς τοῦ ἀπεκρίθη: «Ἐγώ δι' αὐτόν τόν σκοπόν ἦλθα ἐδῶ, διά νά χύσω τό αἷμα μου καί διά νά ἀποπλύνω μέ αὐτό τό σφάλμα τό ὁποῖον ἔκαμα». Τό Τουρκόπουλον τότε τοῦ λέγει: «Ἀφοῦ ἔ-χεις τέτοιαν ἀπόφασιν, ἔλα μέσα εἰς τήν αὐλήν νά σέ κόψω ἐγώ μέ τό ξυ-ράφι». Ὁ δέ ἀοίδιμος μέ μεγάλην χαράν ἔτρεξε εἰς τήν αὐλήν καί ἥπλωσε τόν τράχηλόν του λέγων: «Κόψε με ἄν θέλῃς, καί θά μοῦ κάμῃς μεγάλην χάριν». Τό Τουρκόπουλον ἐδειλίασεν μέ αὐτό ὅπου εἶδεν καί ἀνεχώρησε ἔξω, ὁ δέ Μάρτυς, ἐξελθών καί αὐτός, ἐκάθητοἔξω τοῦ ἐργαστηρίου. Ἐν τῷ μεταξύ, κατέφθασεν καί ὁ ἐπάρατος Βελής, ἐπιχειρῶν μέ διάφορα μέσα νάδιαφθείρῃ τόν Μάρτυρα, ἐκεῖνος δέ ἀπεκρίνετο συνεχῶς καί ἔλεγεν: «Εἶμαι Χριστιανός».

Ἐνῶ δέ συνέβαινον αὐτά, διεσπάρη ὁ λόγος ὅτι ἕνας Ρωμηός, ὁ ὁποῖος εἶχε πρότερον τουρκεύσει,ἦλθε τώρα καί λέγει ὅτι εἶναι πάλιν Χρι-στιανός. Οἱ Ἀγαρηνοί ἐταράχθησαν. Ἕνας δέ ἐξ αὐτῶν σκληροτράχηλος ἦλθε καί ἥρπασε τόν Ἅγιον, διά νά τόν ὁδηγήσῃ εἰς τόν Ἡγεμόνα ἵνα δι-κασθῇ. Εἰς τόν δρόμον ἔμβασε αὐτόν εἰς ἕνα ἐργαστήριον χριστιανικόν καί ἠρεύνα τά ἐνδύματα αὐτοῦ, μήπως ἔχει χρήματα διά νά τοῦ τά πάρῃ. Βλέ-πων τοῦτο ὁ Χριστιανός οἰκοκύρης τοῦ ἐργαστηρίου, παρεκάλει τόν Ἀγαρηνόν νάτοῦ δώσῃ χρήματα καί νά ἐλευθερώσῃ τόν Ἅγιον, ἀλλ' ὁ Μάρτυς εἶπε πρός αὐτόν: «Σέ εὐχαριστῶ ἀδελφέμου, ἀλλά κράτησε τά χρήματά σου, διότι ἐγώ ἦλθα ἐδῶ δι' αὐτόν τόν σκοπόν, διά νά χύσω τό αἷμα μου». Οὕτω, ὁ θηριόγνωμος ἐκεῖνος τόν ἥρπασε πάλιν καί τόν ἔφερεν εἰς τόν ἐπί-τροπον τοῦ Ἠγεμόνος - Πασᾶ, ὁὁποῖος, πρῶτον μέ κολακείας καί ταξίμα-τα πολλά, ἔπειτα καί μέ ἀπειλάς κολαστηρίων φρικτῶν, ἐπεχείρει νά ὑπο-σκελίσῃ τόν Μάρτυρα καί νά τόν φέρῃ πάλιν εἰς τήν ψευδῆ θρησκείαν τῶν Ὀθωμανῶν. Ἀλλάματαίως ἠγωνίζετο, διότι ὁ Μάρτυς ἄλλο δέν ἔλεγε, ἄλλο δέν ἀπεκρίνετο, εἰμή ὅτι εἶναι Χριστιανός, ὅτι λατρεύει τόν Ἑσταυ-ρωμένον ὡς Θεόν ἀληθινόν, καί ὅτι εἶναι χαρά του νά πάθῃ διά τήν πίστιν του. Βλέπων, τέλος, τό ἀμετάθετον τῆς γνώμης του, τόν ἀπέστειλε μέ ἀνθρώπους του εἰς τόν Καδήν, τόν δικαστήν τῆς μιαρᾶς θρησκείας τῶν Ὀθωμανῶν, διά νά τόν ἐξετάσῃ καί αὐτόςκαί νά τό παρακινήσῃ νά ἀλλάξῃ γνώμην.

Εἰς τόν δρόμον ὅπου ἐπήγαιναν τόν γενναῖον οἱ ἀσεβεῖς, ἕνας ἀπό αὐτούς ἐβάσταζε τόν Μάρτυρα ἀπότό δεξιόν χέρι μέ δύναμιν, ὥστε νά μήν ἡμπορῇ νά κάμῃ τό σημεῖον τοῦ τιμίου καί ζωοποιοῦ Σταυροῦ. Ὅθεν,ὁ Μάρτυς τοῦ λέγει μέ αὐστηρότητα: «Ἐγώ ἦλθα ἐδῶ ἀπό μόνος μου. Τί φοβεῖσθε καί μέ κρατεῖτε; Δέν φεύγω. Ἐν ὀνόματι τοῦ Κυρίου μου Ἰησοῦ, μήτε 'σύ, μήτε κανείς ἄλλος νά μέ ἐμποδίσῃ εἰς αὐτήν τήνὁδοιπορίαν μου». Καί, ὤ τοῦ θαύματος! ἀμέσως τόν ἄφησε καί ἔκαμε ἐλευθέρως τόν Σταυρόν του,ὑποψιθυρίζων προσευχάς καί δεήσεις. Διεδόθη δέ ὁ λόγος καί εἰς τούς Χριστιανούς ὅτι ἕνας ἀδελφός παρησιάζεται διά τήν ὁμολογίαν τῆς ἁγίας πίστεως τοῦ Χριστοῦ. Ὅθεν, ἄλλοι εἰς τά καταστήματά των καίἄλλοι εἰς τάς οἰκίας των, μπροστά εἰς τάς ἁγίας εἰκόνας, μέ θερμότατα δάκρυα παρε-κάλουν τόν Κύριον νάἐνδυναμώσῃ τόν Μάρτυρα τοῦ ὀνόματός του.

Ὁ δέ Μάρτυς, ἀφοῦ ἔφτασε εἰς τόν Καδήν, καί ἐρωτήθη μέ ἡμερό-τητα καί κολακείαν ποῖος εἶναι, καίδιατί νά ἀφήσῃ τήν πίστιν τῶν Ὀθωμανῶν, ὅπου, δῆθεν, εἶναι ἁγία καί ἔνδοξος, δέν ἠθέλησε νά ἀποκριθῇεἰς τήν τουρκικήν διάλεκτον, ἀλλά κύπτων τήν κεφαλήν του μέ τεπείνωσιν ἔλεγεν εἰς τήν ἑλληνικήν, ὅτι«Ἐγώ ἤμουν καί εἶμαι Χριστιανός. Ἀπατήθηκα ἀπό τήν ἀνοησίαν μου, ἐγνώρισα τό σφάλμα μου καίπροσκυνῶ τόν Ἐσταυρωμένον, ὡς Θεόν μου ἀληθινόν». Τά ὁποῖα, ἀκούσας ὁ Καδής καί μή ἠξεύρων τίλέγει, ἡρώτησε τούς γύρω Ἀγαρηνούς. Ἕνας δέ ἐξ αὐτῶν ἀπε-κρίθη: «Ἀφέντη, αὐτός λέγει ὅτι Τοῦρκος ἦτο καί Τοῦρκος εἶναι», τά ὁ-ποῖα μή ὑποφέρων ὁ Μάρτυς νά ἀκούῃ, ἐφώναξε μέ φωνήν μεγάλην εἰς τήν τουρκικήν: «Κριτά, αὐτός λέγει ψέματα. Ἐγώ Χριστιανός ἐγεννήθην, Χριστιανός ἤμουν καί Χριστιανός ἔχω νά ἀποθάνω. Προσκυνῶ Πατέρα, Υἱόν καί Ἅγιον Πνεῦμα, Τριάδα ὁμοούσιον καί ἀχώριστον». Ὁ κριτής, θαυμά-σας διά τήν πολλήν αὐτοῦ γεναιότητα καί ἀπελπισθείς, τόν ἐξαπέστειλεν εἰς τόν Ἡγεμόνα - Πασᾶ. Δέν ἔδωσε, ὅμως, ἱλάμι ἀποφασιστικόν τοῦ θανάτου του, ἀλλά παρήγγειλε, μετά τήν ἐρώτησιν τοῦἩγεμόνος, νά τόν φυλα-κίσουν, ἵσως καί μεταμεληθῇ, εἴτε ἀπό τάς κολακείας, εἴτε ἀπό τάς ἀπειλάς.

Βγαίνοντας ἀπό ἐκεῖ ὁ Μάρτυς, ἔβγαλε τό κάλυμμα τῆς κεφαλῆς του διά νά προσεύχεται ἀσκεπής.Ἦλθε, λοιπόν, ἐνώπιον τοῦ Ἡγεμόνος, ὅπου ἦσαν καί πολλοί Ἀγαρηνοί, ὁ ὁποῖος τόν ἐρώτησε διά ποίαν αἰτίαν ἀφήνει τήν πίστιν τους, καί μετά ἀπό πολλάς ἐρωτήσεις τοῦ ἔταξεν ἄλογα χρυσοχάλινα, ἱμάτια πολύτιμα, φλουρία καί χρήματα πολλά, διά τά ὁποῖα ἄλλο δέν ἔλεγεν ὁ μακάριος, παρά μόνον «Χριστιανός εἶμαι. Λατρεύω τόν Ἐσταυρωμένον ὡς Θεόν ἀληθινόν καί ἀναθεματίζω τήν πλάνην σας». Ὅθεν ὁ Ἡγεμών, βλέπων τό ἀμετάθετον τῆς γνώμης του, δέν ἀνέβαλε τόν καιρόν, ἀλλά παρευθύς ἐπρόσταξεν νάἀποκεφαλισθῇ.

Αὐτήν τήν ἀπόφασιν ὅταν ἤκουσε ὁ τρισόλβιος, ἐπληρώθη χαρᾶς μεγάλης, καί ἔτρεχε διά νά φθάσῃεἰς τόν τόπον τοῦ μαρτυρίου μίαν ὥραν ἀρχίτερα, ζητῶν καί δίδων συγνώμην εἰς τούς Χριστιανούς. Καί ἦτο θαῦμα νά βλέπῃ κάθε ἕνας! Οὔτε ἐφοβήθη, οὔτε ἐδειλίασεν, οὔτε ἡ ὄψις του ἐχά-λασεν, ἀλλά ἔτρεχεν μετάχαρᾶς ὡς ἡ διψῶσα ἔλαφος «ἐπί τάς πηγάς τῶν ὑδάτων»!

Ὅταν δέ ἔφθασεν εἰς τό μέσον τῆς ἀγορᾶς, ἀνύψωσε τήν μαρτυρι-κήν του κεφαλήν εἰς τόν οὐρανόν, καί ἐβόησε: «Δόξα σοι, Χριστέ μου Ἐ-σταυρωμένε, ὅπου μέ ἀξίωσες τόν ἁμαρτωλόν καί ἀνάξιον νά φθάσω εἰς αὐτήν τήν μακαρίαν ὥραν καί νά χύσω τό αἷμα μου διά τό σωτήριον ὄνομά σου». Ἐλθόντες δέ εἰς τόψαροπάζαρον, τόν ἐγονάτισαν καί τόν παρα-κινοῦσαν νά λυπηθῇ τήν ζωήν του καί νά δεχθῇ πάλιν τήν πίστιν τους. Ἀλλ' ὁ Μάρτυς ἐπαρακινοῦσε τόν δήμιον νά κάνῃ τήν ὑπηρεσίαν του μίαν ὥραν ἀρχίτερα, καί,ἐνῶ ἔσκυψε τήν κεφαλήν του, πολλοί τῶν Ἀγαρηνῶν ἐθαύμαζον λέγοντες, ὅτι «οὐδέποτε εἴδαμε εἰςἄνθρωπον τόσην ἀνδρείαν καί γεναιότητα».

Ὁ δήμιος μέ τρία κτυπήματα ἀπέτεμε τήν ἁγίαν του κεφαλήν. Καί ἐνῶ ἦτο γονατισμένος πρός τήν Δύσιν, ἔπεσε ἡ ἁγία καφαλή κατά τρόπον θαυμαστόν καί παράδοξον πρός τήν Ἀνατολήν, καί ἐβαπτίσθηὅλον τό μαρτυρικόν του σῶμα ἀπό τούς ρύακας τοῦ θείου αἵματος.

Τά δέ πλήθη τῶν εὐσεβῶν Χριστιανῶν, ὅπου συνήχθησαν εἰς τήν παράδοξον ταύτην θεωρίαν,ἀποβάλλοντες κάθε φόβον, ἔτρεξαν, ἀπό ἄμετρον εὐλάβειαν κινούμενοι, καί συνθλιβόμενοι ἥρπαζον ἀπό τότίμιον αἷμα του, ἀπό τό ὑποκάμισόν του, ἀπό τά ἐνδύματά του καί ἀπό τάς τρίχας του τεμάχια πρόςἁγιασμόν, μέ τά ὁποῖα χριόμενοι πολλοί ἀσθενεῖς ἰατρεύθησαν καί δαιμονιζόμενοι ἐθεραπεύθησαν, καθώς εἶδον καί ἐβεβαίωσαν πολ-λοί αὐτόπται εὐσεβεῖς Χριστιανοί. Κατά τήν ὥραν ἐκείνην ἐξεχύθη ἐκ τοῦ τιμίου σώματός του ἄρρητος εὐωδία, τήν ὁποίαν ἠσθάνθησαν καί αὐτοί οἱ Ἀγαρηνοί καί, ὁλίγον μετά τήνἀποτομήν, ἄνοιξαν οἱ ὀφθαλμοί τῆς τιμίας κεφαλῆς, ἐνῶ ἦσαν κεκλεισμένοι, καί ἐφαίνετο ὡς ζῶσα, προκαλοῦσα εἰς τούς βλέποντας τόν θαυμασμόν καί τήν ἔκπληξιν.

Ἦτο δέ ἡ ἡμέρα τοῦ μαρτυρίου τοῦ Ἁγίου ἡ 14η τοῦ μηνός Ἀπριλίου τοῦ ἔτους 1803, ἡμέρα Τρίτη τῆς τοῦ Θωμᾶ ἑβδομάδος, καί ὁ τόπος τοῦ μαρτυρίου ἡ ἀγορά τῆς Τριπόλεως, ὅπου σήμερον ἔχει ἀνεγερθῇ ΝαόςἹερός πρός τιμήν τοῦ Νεομάρτυρος.

Τό ἱερόν αὐτοῦ λείψανον ἔλαβον μετά ἀπό τρεῖς ἡμέρας εὐσεβεῖς Χριστιανοί, μέ πολλάς δυσκολίας, καί ἐκήδευσαν μετ' εὐλαβείας εἰς τήν Ἱεράν καί σεβασμίαν Μονήν τῶν Βαρσῶν. Τήν δέ τιμίαν κάραν τοῦἉγίου ἥρπασε κρυφίως ὁ ἀνωτέρω μνημονευθείς εὐλαβής Ἱερεύς Ἀντώνιος, ὅστις καί διέσωσεν αὐτήν. Καίἦτο αὕτη τόσον λαμπρά, τόσον ὡραία, τόσον λευ-κοκόκκινος ἐφαίνετο, ὥστε ὅσοι τήν ἔβλεπον ἔλεγον ὅτιὁμοιάζει μέ κεφαλήν ἀνθρώπου, ὅπου ἐβγαίνει τήν ὥραν ἐκείνην ἀπό τό λουτρόν.

Διαφυλάσσεται δέ ἡ τιμία κάρα τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Δημητρίου εἰς τήν πόλιν ταύτην τῆς Τριπόλεως καί εἰς τόν πάνσεπτον Μητρο-πολιτικόν Ἱερόν Ναόν τοῦ ἐν Ἁγίοις πατρός ἡμῶν Βασιλείου τοῦ Μεγάλου μέχρι τῆς σήμερον, ἐπιτελοῦσα σημεῖα θαυμαστά καί ἀναδίδουσα ἄρρητον θείαν εὐωδίαν, προσκυνουμένη καί τιμωμένη ὑπό τῶν εὐλαβῶν Χριστιανῶν, πρός ἁγιασμόν αὐτῶν καί εἰς τιμήν καί δόξαν τοῦ δοξάσαντος τόν Μάρτυρα Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὧ πρέπει πᾶσα δόξα, τιμή καί προσκύνησις πάντοτε νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.





Διασκευή

Ἱερέως Σωτηρίου Ὀ. Ἀθανασούλια
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...