Με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, έγινε η γέννηση και η συγκρότηση της Εκκλησίας, ως Σώματος Χριστού, μέσα στον κόσμο. Την ημέρα αυτή, η δοξασμένη ανθρώπινη φύση του Ιησού Χριστού κατέστη, εν Αγίω Πνεύματι, ο τόπος συνάξεως και ενώσεως των πιστών με Αυτόν, αλλά και μεταξύ τους.
Για το Πανάγιο Πνεύμα και την Εκκλησία, αλλά και για τη σπουδαιότητα του γεγονότος της Πεντηκοστής, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ορθά εάν δεν έχουμε υπόψη μας τα κεφάλαια της «Θεολογίας» και της «Οικονομίας». Τους δύο αυτούς θεμελιώδεις περιεκτικούς θεολογικούς όρους καθιέρωσε ο Μέγας Αθανάσιος, για να διευκρινίσει και να αποσαφηνίσει τα θεολογικά πράγματα, σε μία εποχή που αν και οι προ αυτού Πατέρες της Εκκλησίας μετείχαν στην αυτή Χάρη του Αγίου Πνεύματος, είχαν την ίδια Πίστη και το αυτό ήθος, εντούτοις δεν κρίθηκε σκόπιμο να περιγράψουν με κάθε λεπτομέρεια, ακρίβεια και σαφήνεια την αγιοπνευματική τους εμπειρία, γιατί δεν υπήχε ανάλογη πρόκληση από κάποια αίρεση. Όταν όμως φάνηκε το πρωτοπαλλλίκαρο των αιρετικών, ο Άρειος, ο οποίος, εκ των έσω, επιχείρησε να νοθέψει την πραγματικότητα, τότε η Εκκλησία απάντησε καθώς πρέπει, και με τον στόμα του Μεγάλου Αθανασίου. Μεταξύ των άλλων, λοιπόν, έγινε και ο ορθόδοξος προσδιορισμός του περιεχομένου των βασικότατων θεολογικών όρων «Θεολογία» και «Οικονομία».
Όταν αναφερόμαστε στο κεφάλαιο της Θεολογίας κάνουμε λόγο για τον εν Τριάδι Θεό και ειδικότερα για τις ενδοτριαδικές σχέσεις των Τριών Υποστάσεων (Προσώπων) του Θεού. Εξ αποκαλύψεως, η Εκκλησία γνωρίζει έναν άκτιστο Θεό, ο οποίος είναι τρισυπόστατος. Η φύση των τριών Υποστάσεων της Θεότητας είναι μία και κοινή, γι’αυτό μεταξύ τους δεν υπάρχει καμία διαφορά παρά μονό ότι ο Πατέρας γεννά -εκ της ουσίας- τον Υιό και εκπορεύει -εκ της ουσίας- το Άγιο Πνεύμα ή ότι ο Υιός γεννάται και το Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα. Με άλλα λόγια ο Πατέρας είναι η πηγή και η αιτία των Υποστάσεων του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αυτό όμως δεν σημαίνει υπεροχή κάποιου ή κατωτερότητα άλλου. Ο Άγιος Επιφάνιος, για να κάνει περισσότερο κατανοητή αυτή τη σχέση προβάλλει το παράδειγμα της πηγής και του νερού. Δεν νοείται πηγή χωρίς νερό και νερό χωρίς πηγή. Το Πανάγιο Πνεύμα είναι Πρόσωπο «ομοούσιο» του Πατέρα και του Υιού. Επίσης, λόγω της μίας κοινής άκτιστης ουσίας οι τρεις Υποστάσεις της Θεότητας έχουν μία κοινή άκτιστη ενέργεια, γι’αυτό μεταξύ τους δεν υπάρχει αντικείμενο και υποκείμενο ενέργειας, δηλαδή "ενεργών" και "ενεργηθέν". Πρέπει δε, να σημειωθεί ότι η ύπαρξη και οι σχέσεις των τριών Υποστάσεων της Θεότητας δεν καθορίζονται και δεν εξαρτώνται από την ύπαρξη ή μη του κόσμου.
Στο χώρο της «Οικονομίας», δηλαδή της σχέσης του εν Τριάδι Θεού με τον κόσμο, οι Πατέρες λένε ότι ο Θεός δημιούργησε «εκ του μη όντος» το σύμπαν, κατά το θεοπρεπές σχήμα «εκ του Πατρός διά του Υιού εν Αγίω Πνεύματι». Το ιερό αυτό σχήμα, με το οποίο ο Θεός ενεργεί στον κόσμο, φαίνεται στην Αγία Γραφή σε πολλές περιπτώσεις. Για παράδειγμα, όταν ο Θεός είπε στο Μωυσή να συνάξει εβδομήντα άνδρες και μαζί να πάνε στη Σκηνή του Μαρτυρίου, του υποσχέθηκε ότι: «Καὶ καταβήσομαι καὶ λαλήσω ἐκεῖ μετά σου καὶ ἀφελῶ ἀπὸ τοῦ Πνεύματος τοῦ ἐπὶ σοῖ καὶ ἐπιθήσω ἐπ’ αὐτούς». Έτσι, «κατέβη Κύριος ἐν νεφέλῃ», αναφέρει η Γραφή (αρ. ια’, 16). Λοιπόν, το περιστατικό αυτό περιγράφει ότι η Χάρη δόθηκε δια του Κυρίου (Υιού) εν Αγίω Πνεύματι.
Ο κόσμος, λοιπόν, προέρχεται εκ του μη όντος, γιατί είναι αποτέλεσμα της άκτιστης ενέργειας -και όχι της ουσίας- του Θεού και ως προϊόν της θείας αυτής ενέργειας έχει αρχή, γι’ αυτό και λέγεται κτιστός. Κατά συνέπεια ο κόσμος ρέπει προς το μην ον, που σημαίνει ότι η ύπαρξη, αλλά και η πρόοδός του, εξαρτώνται από τη μετοχή του σε αυτή την άκτιστη θεία ενέργεια. Ειδικά στην περίπτωση του ανθρώπου ο εξαγιασμός και η θέωσή του προϋπόθεταν –και προϋποθέτουν- την ελεύθερη και αβίαστη συνέργιά του με το Θεό, προς επίτευξη του σκοπού αυτού. Ο άνθρωπος, όμως, δεν θέλησε, γι' αυτό αμαύρωσε το «κατ’ εικόνα», συμπαρασύροντας και τον υπόλοιπο κόσμο στη φθορά και το θάνατο. Επειδή δε η πτώση δεν ήταν παράβαση ενός κώδικα ηθικής συμπεριφοράς, αλλά οντολογικό γεγονός, που τραυμάτισε και επηρέασε τον όλο άνθρωπο οργανικά, ανέλαβε ο ίδιος ο Θεός την ανόρθωσή του. Ο Υιός και Λόγος του Θεού Πατέρα, λοιπόν, γινόμενος άνθρωπος ενώθηκε με ολόκληρη την ανθρώπινη φύση στη θεανδρική προσωπικότητα του Ιησού Χριστού, ώστε να λυτρώσει και να σώσει τον άνθρωπο, αλλά και τον κόσμο του. Όπως, λοιπόν, τα πάντα στην ιστορία γίνονται κατά το θεοπρεπές σχήμα «εκ του Πατρός διά του Υιού εν Αγίω Πνεύματι», έτσι και η ενανθρώπηση του Κυρίου έγινε εκ Πνεύματος Αγίου. «Σκοπός και τέλος της ενσάρκου οικονομίας τού Χριστού ήταν νά λάβουν το Άγιο Πνεύμα οι πιστοί», αναφέρει ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος.
Έχοντας ως βάση τα παραπάνω μπορούμε να προχωρήσουμε στη μελέτη του γεγονότος της Πεντηκοστής και σε ό,τι αφορά στο έργο του Αγίου Πνεύματος μέσα στον κόσμο. Κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, λοιπόν, η Εκκλησία εορτάζει «Πνεύματος επιδημίαν, και προθεσμίαν επαγγελίας, και ελπίδος συμπλήρωσιν» (α’ στιχηρό Εσπερινού Πεντηκοστής). Δηλαδή, η εν κόσμω επιδημία του Παναγίου Πνεύματος σχετίζεται με κάποια υπόσχεση, που έδωσε ο Χριστός και την εκπλήρωση της οποίας ανέμεναν τόσο η Κυρία Θεοτόκος και οι Απόστολοι, όσο και ο ευρύτερος κύκλος των 70 Αποστόλων.
Η υπόσχεση αυτή δόθηκε από τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, κατά την Αρχιερατική προσευχή του στο Όρος των Ελαιών, το βράδυ που επρόκειτο να συλληφθεί, όπου, μεταξύ άλλων, είπε τα εξής: «πορεύομαι ἑτοιμάσαι τόπον ὑμῖν· καὶ ἐὰν πορευθῶ καὶ ἑτοιμάσω ὑμῖν τόπον, πάλιν ἔρχομαι καὶ παραλήψομαι ὑμᾶς πρὸς ἐμαυτόν, ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγὼ, καὶ ὑμεῖς ἦτε. καὶ ὅπου ἐγὼ ὑπάγω οἴδατε, καὶ τὴν ὁδόν οἴδατε.... καὶ ἐγὼ ἐρωτήσω τὸν Πατέρα καὶ ἄλλον παράκλητον δώσει ὑμῖν, ἵνα μένει μεθ' ὑμῶν εἰς τὸν αἰῶνα, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὃ ὁ κόσμος οὐ δύναται λαβεῖν, ὅτι οὐ θεωρεῖ αὐτὸ οὐδὲ γινώσκει αὐτὸ· ὑμεῖς δὲ γινώσκετε αὐτό, ὅτι παρ' ὑμῖν μένει καὶ ἐν ὑμῖν ἔσται. Οὐκ ἀφήσω ὑμᾶς ὀρφανούς· ἔρχομαι πρὸς ὑμᾶς.... ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ γνώσεσθε ὑμεῖς ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ πατρί μου καὶ ὑμεῖς ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν ὑμῖν.... Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν παρ' ὑμῖν μένων· ὁ δὲ παράκλητος, τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν.... ὑπάγω καὶ ἔρχομαι πρὸς ὑμᾶς· .... ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ παράκλητος ὃν ἐγὼ πέμψω ὑμῖν παρὰ τοῦ πατρός, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὃ παρὰ τοῦ πατρὸς ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περὶ ἐμοῦ·.... συμφέρει ὑμῖν ἵνα ἐγὼ ἀπέλθω. ἐὰν γὰρ μὴ ἀπέλθω, ὁ παράκλητος οὐκ ἐλεύσεται πρὸς ὑμᾶς· ἐὰν δὲ πορευθῶ, πέμψω αὐτὸν πρὸς ὑμᾶς· καὶ ἐλθὼν ἐκεῖνος ἐλέγξει τὸν κόσμον περὶ ἁμαρτίας καὶ περὶ δικαιοσύνης καὶ περὶ κρίσεως.... Ἔτι πολλὰ ἔχω λέγειν ὑμῖν, ἀλλ' οὐ δύνασθε βαστάζειν ἄρτι. ὅταν δὲ ἔλθῃ ἐκεῖνος, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πάσαν τὴν ἀλήθειαν· .... ἐκεῖνος ἐμὲ δοξάσει, ὅτι ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται καὶ ἀναγγελεῖ ὑμῖν. πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμά ἐστι· διὰ τοῦτο εἶπον ὅτι ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται καὶ ἀναγγελεῖ ὑμῖν. μικρὸν καὶ οὐκέτι θεωρεῖτέ με, καὶ πάλιν μικρὸν καὶ ὄψεσθέ με, ὅτι ἐγὼ ὑπάγω πρὸς τὸν πατέρα. Εἶπον οὖν ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ πρὸς ἀλλήλους· Τί ἐστι τοῦτο ὃ λέγει ἡμῖν, μικρὸν καὶ οὐ θεωρεῖτέ με, καὶ πάλιν μικρὸν καὶ ὄψεσθέ με, καί ὅτι ἐγὼ ὑπάγω πρὸς τὸν πατέρα; ἔλεγον οὖν· Τοῦτο τί ἐστιν ὃ λέγει τὸ μικρόν; οὐκ οἴδαμε τί λαλεῖ. ἔγνω οὖν ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἤθελον αὐτὸν ἐρωτᾶν, καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Περὶ τούτου ζητεῖτε μετ' ἀλλήλων ὅτι εἶπον, μικρὸν καὶ οὐ θεωρεῖτέ με καὶ πάλιν μικρὸν καὶ ὄψεσθέ με; ... πάλιν δὲ ὄψομαι ὑμᾶς καὶ χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία, καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ' ὑμῶν. καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ἐμὲ οὐκ ἐρωτήσετε οὐδέν· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὅσα ἄν αἰτήσητε τὸν πατέρα ἐν τῷ ὀνόματί μου, δώσει ὑμῖν» (Ιω. 14-17). Έτσι ο Ιησούς Χριστός αποκάλυψε στους μαθητές του την επιδημία του Αγίου Πνεύματος και του έργου Του.
Επίσης, λίγο πριν από την Ανάληψή του, τους υπενθύμισε: «καὶ συναλιζόμενος παρήγγειλεν αὐτοῖς ἀπὸ Ἱεροσολύμων μὴ χωρίζεσθαι, ἀλλὰ περιμένειν τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρὸς ἣν ἠκούσατέ μου· ὅτι Ἰωάννης μὲν ἐβάπτισεν ὕδατι, ὑμεῖς δὲ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι ἁγίῳ οὐ μετὰ πολλὰς ταύτας ἡμέρας. οἱ μὲν οὖν συνελθόντες ἐπηρώτων αὐτὸν λέγοντες· Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ ἀποκαθιστάνεις τὴν βασιλείαν τῷ Ἰσραήλ; εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· Οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἢ καιροὺς οὓς ὁ πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ, ἀλλὰ λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐφ' ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθέ μου μάρτυρες ἔν τε Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς». (Πράξ. 1, 4 - 8). Ο παραπάνω περιεκτικός και ιδιαίτερα αποκαλυπτικός λόγος του Κυρίου αναφέρεται στην επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, το Οποίο κατά ένα μυστήριο τρόπο γέννησε και συγκρότησε -και συνεχίζει να το πράττει- την Εκκλησία μέσα στον κόσμο ως Σώμα Χριστού. Κατανοούμε, λοιπόν, γιατί η επιδημία Του είναι σπουδαιότατο γεγονός.
Είναι δε πολύ δύσκολο επιχείρημα να αναφερθεί κανείς στο Πρόσωπο και το έργο του Αγίου Πνεύματος με βεβαιότητα, εάν ο ίδιος δεν εμφορείται από Αυτό. Επειδή όμως οι Απόστολοι και οι Πατέρες της Εκκλησίας είχαν την απαιτούμενη θεία εμπειρία δανειζόμαστε από αυτούς τα δικά τους ασφαλή ρήματα. Ο υμνωδός, λοιπόν, αναφέρει ότι αυτός ο Βασιλιάς και Παράκλητος «βρύει προφητείας, ιερέας τελειοί, αγραμμάτους σοφίαν εδίδαξεν, αλιείς θεολόγους ανέδειξεν, όλον συγκροτεί τόν θεσμόν τής Εκκλησίας» (γ’ στιχηρό του Εσπερινού της Πεντηκοστής). Αυτός μάς παρηγορεί και Αυτός «συναντιλαμβάνεται τῇ ἀσθενείᾳ ἡμῶν• τὸ γὰρ τί προσευξώμεθα καθὸ δεῖ οὐκ οἴδαμεν ἀλλὰ αὐτὸ τὸ πνεῦμα ὑπερεντυγχάνει στεναγμοῖς ἀλαλήτοις» μέσα μας, μαρτυρεί ο Απόστολος Παύλος (Ρωμ. 8,26). Δεν υπάρχει δωρεά στον κόσμο, που να μην την έδωσε ο Παράκλητος, σημειώνει ο Μέγας Βασίλειος. Επίσης, κατά τον Άγιο Κύριλλο Ιεροσολύμων, το Πανάγιο Πνεύμα είναι «δοτικόν και παρεκτικόν πάντων των εν τη Εκκλησία πνευματικών χαρισμάτων», το Οποίο, όπως αναφέρει το Συναξάρι της εορτής Του, «ἁγιάζει, ἀφορίζει, νεοποιεῖ, ἀποστέλλει, σοφίζει, χρίει Προφήτας• ἁπλῶς εἰπεῖν ἅπαντα, αὐτεξούσιον ὄν, παντοδύναμον, ἀγαθόν, εὐθές, ἡγεμονικόν. Δι’ αὐτοῦ πάσα σοφία, ζωή, κίνησις...δι’ αὐτοῦ τὰ ἔθνη πάντα πρὸς θεογνωσίαν ἐχειραγωγήθησαν καὶ πάσα νόσος καὶ πάσα μαλακία ἐξώρισται».
Ας αναφωνήσουμε, λοιπόν, μαζί με τον υμνωδό• «Βασιλεῦ οὐράνιε, Παράκλητε, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁ πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν, ὁ θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν καὶ ζωῆς χορηγός• ἐλθέ, καὶ σκήνωσον ἐν ὑμῖν, καὶ καθάρισον ἡμᾶς ἀπὸ πάσης κηλῖδος, καὶ σῶσον ἀγαθὲ τάς ψυχάς ἡμῶν», ώστε όχι να μάθουμε απλώς για τον ταπεινό Παράκλητο, αλλά να τον γνωρίσουμε πραγματικά.
Παναγιώτης Θεοδώρου, Θεολόγος
churchofcyprus.org.cy
Για το Πανάγιο Πνεύμα και την Εκκλησία, αλλά και για τη σπουδαιότητα του γεγονότος της Πεντηκοστής, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε ορθά εάν δεν έχουμε υπόψη μας τα κεφάλαια της «Θεολογίας» και της «Οικονομίας». Τους δύο αυτούς θεμελιώδεις περιεκτικούς θεολογικούς όρους καθιέρωσε ο Μέγας Αθανάσιος, για να διευκρινίσει και να αποσαφηνίσει τα θεολογικά πράγματα, σε μία εποχή που αν και οι προ αυτού Πατέρες της Εκκλησίας μετείχαν στην αυτή Χάρη του Αγίου Πνεύματος, είχαν την ίδια Πίστη και το αυτό ήθος, εντούτοις δεν κρίθηκε σκόπιμο να περιγράψουν με κάθε λεπτομέρεια, ακρίβεια και σαφήνεια την αγιοπνευματική τους εμπειρία, γιατί δεν υπήχε ανάλογη πρόκληση από κάποια αίρεση. Όταν όμως φάνηκε το πρωτοπαλλλίκαρο των αιρετικών, ο Άρειος, ο οποίος, εκ των έσω, επιχείρησε να νοθέψει την πραγματικότητα, τότε η Εκκλησία απάντησε καθώς πρέπει, και με τον στόμα του Μεγάλου Αθανασίου. Μεταξύ των άλλων, λοιπόν, έγινε και ο ορθόδοξος προσδιορισμός του περιεχομένου των βασικότατων θεολογικών όρων «Θεολογία» και «Οικονομία».
Όταν αναφερόμαστε στο κεφάλαιο της Θεολογίας κάνουμε λόγο για τον εν Τριάδι Θεό και ειδικότερα για τις ενδοτριαδικές σχέσεις των Τριών Υποστάσεων (Προσώπων) του Θεού. Εξ αποκαλύψεως, η Εκκλησία γνωρίζει έναν άκτιστο Θεό, ο οποίος είναι τρισυπόστατος. Η φύση των τριών Υποστάσεων της Θεότητας είναι μία και κοινή, γι’αυτό μεταξύ τους δεν υπάρχει καμία διαφορά παρά μονό ότι ο Πατέρας γεννά -εκ της ουσίας- τον Υιό και εκπορεύει -εκ της ουσίας- το Άγιο Πνεύμα ή ότι ο Υιός γεννάται και το Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα. Με άλλα λόγια ο Πατέρας είναι η πηγή και η αιτία των Υποστάσεων του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Αυτό όμως δεν σημαίνει υπεροχή κάποιου ή κατωτερότητα άλλου. Ο Άγιος Επιφάνιος, για να κάνει περισσότερο κατανοητή αυτή τη σχέση προβάλλει το παράδειγμα της πηγής και του νερού. Δεν νοείται πηγή χωρίς νερό και νερό χωρίς πηγή. Το Πανάγιο Πνεύμα είναι Πρόσωπο «ομοούσιο» του Πατέρα και του Υιού. Επίσης, λόγω της μίας κοινής άκτιστης ουσίας οι τρεις Υποστάσεις της Θεότητας έχουν μία κοινή άκτιστη ενέργεια, γι’αυτό μεταξύ τους δεν υπάρχει αντικείμενο και υποκείμενο ενέργειας, δηλαδή "ενεργών" και "ενεργηθέν". Πρέπει δε, να σημειωθεί ότι η ύπαρξη και οι σχέσεις των τριών Υποστάσεων της Θεότητας δεν καθορίζονται και δεν εξαρτώνται από την ύπαρξη ή μη του κόσμου.
Στο χώρο της «Οικονομίας», δηλαδή της σχέσης του εν Τριάδι Θεού με τον κόσμο, οι Πατέρες λένε ότι ο Θεός δημιούργησε «εκ του μη όντος» το σύμπαν, κατά το θεοπρεπές σχήμα «εκ του Πατρός διά του Υιού εν Αγίω Πνεύματι». Το ιερό αυτό σχήμα, με το οποίο ο Θεός ενεργεί στον κόσμο, φαίνεται στην Αγία Γραφή σε πολλές περιπτώσεις. Για παράδειγμα, όταν ο Θεός είπε στο Μωυσή να συνάξει εβδομήντα άνδρες και μαζί να πάνε στη Σκηνή του Μαρτυρίου, του υποσχέθηκε ότι: «Καὶ καταβήσομαι καὶ λαλήσω ἐκεῖ μετά σου καὶ ἀφελῶ ἀπὸ τοῦ Πνεύματος τοῦ ἐπὶ σοῖ καὶ ἐπιθήσω ἐπ’ αὐτούς». Έτσι, «κατέβη Κύριος ἐν νεφέλῃ», αναφέρει η Γραφή (αρ. ια’, 16). Λοιπόν, το περιστατικό αυτό περιγράφει ότι η Χάρη δόθηκε δια του Κυρίου (Υιού) εν Αγίω Πνεύματι.
Ο κόσμος, λοιπόν, προέρχεται εκ του μη όντος, γιατί είναι αποτέλεσμα της άκτιστης ενέργειας -και όχι της ουσίας- του Θεού και ως προϊόν της θείας αυτής ενέργειας έχει αρχή, γι’ αυτό και λέγεται κτιστός. Κατά συνέπεια ο κόσμος ρέπει προς το μην ον, που σημαίνει ότι η ύπαρξη, αλλά και η πρόοδός του, εξαρτώνται από τη μετοχή του σε αυτή την άκτιστη θεία ενέργεια. Ειδικά στην περίπτωση του ανθρώπου ο εξαγιασμός και η θέωσή του προϋπόθεταν –και προϋποθέτουν- την ελεύθερη και αβίαστη συνέργιά του με το Θεό, προς επίτευξη του σκοπού αυτού. Ο άνθρωπος, όμως, δεν θέλησε, γι' αυτό αμαύρωσε το «κατ’ εικόνα», συμπαρασύροντας και τον υπόλοιπο κόσμο στη φθορά και το θάνατο. Επειδή δε η πτώση δεν ήταν παράβαση ενός κώδικα ηθικής συμπεριφοράς, αλλά οντολογικό γεγονός, που τραυμάτισε και επηρέασε τον όλο άνθρωπο οργανικά, ανέλαβε ο ίδιος ο Θεός την ανόρθωσή του. Ο Υιός και Λόγος του Θεού Πατέρα, λοιπόν, γινόμενος άνθρωπος ενώθηκε με ολόκληρη την ανθρώπινη φύση στη θεανδρική προσωπικότητα του Ιησού Χριστού, ώστε να λυτρώσει και να σώσει τον άνθρωπο, αλλά και τον κόσμο του. Όπως, λοιπόν, τα πάντα στην ιστορία γίνονται κατά το θεοπρεπές σχήμα «εκ του Πατρός διά του Υιού εν Αγίω Πνεύματι», έτσι και η ενανθρώπηση του Κυρίου έγινε εκ Πνεύματος Αγίου. «Σκοπός και τέλος της ενσάρκου οικονομίας τού Χριστού ήταν νά λάβουν το Άγιο Πνεύμα οι πιστοί», αναφέρει ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος.
Έχοντας ως βάση τα παραπάνω μπορούμε να προχωρήσουμε στη μελέτη του γεγονότος της Πεντηκοστής και σε ό,τι αφορά στο έργο του Αγίου Πνεύματος μέσα στον κόσμο. Κατά την ημέρα της Πεντηκοστής, λοιπόν, η Εκκλησία εορτάζει «Πνεύματος επιδημίαν, και προθεσμίαν επαγγελίας, και ελπίδος συμπλήρωσιν» (α’ στιχηρό Εσπερινού Πεντηκοστής). Δηλαδή, η εν κόσμω επιδημία του Παναγίου Πνεύματος σχετίζεται με κάποια υπόσχεση, που έδωσε ο Χριστός και την εκπλήρωση της οποίας ανέμεναν τόσο η Κυρία Θεοτόκος και οι Απόστολοι, όσο και ο ευρύτερος κύκλος των 70 Αποστόλων.
Η υπόσχεση αυτή δόθηκε από τον Κύριό μας Ιησού Χριστό, κατά την Αρχιερατική προσευχή του στο Όρος των Ελαιών, το βράδυ που επρόκειτο να συλληφθεί, όπου, μεταξύ άλλων, είπε τα εξής: «πορεύομαι ἑτοιμάσαι τόπον ὑμῖν· καὶ ἐὰν πορευθῶ καὶ ἑτοιμάσω ὑμῖν τόπον, πάλιν ἔρχομαι καὶ παραλήψομαι ὑμᾶς πρὸς ἐμαυτόν, ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγὼ, καὶ ὑμεῖς ἦτε. καὶ ὅπου ἐγὼ ὑπάγω οἴδατε, καὶ τὴν ὁδόν οἴδατε.... καὶ ἐγὼ ἐρωτήσω τὸν Πατέρα καὶ ἄλλον παράκλητον δώσει ὑμῖν, ἵνα μένει μεθ' ὑμῶν εἰς τὸν αἰῶνα, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὃ ὁ κόσμος οὐ δύναται λαβεῖν, ὅτι οὐ θεωρεῖ αὐτὸ οὐδὲ γινώσκει αὐτὸ· ὑμεῖς δὲ γινώσκετε αὐτό, ὅτι παρ' ὑμῖν μένει καὶ ἐν ὑμῖν ἔσται. Οὐκ ἀφήσω ὑμᾶς ὀρφανούς· ἔρχομαι πρὸς ὑμᾶς.... ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ γνώσεσθε ὑμεῖς ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ πατρί μου καὶ ὑμεῖς ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν ὑμῖν.... Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν παρ' ὑμῖν μένων· ὁ δὲ παράκλητος, τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν.... ὑπάγω καὶ ἔρχομαι πρὸς ὑμᾶς· .... ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ παράκλητος ὃν ἐγὼ πέμψω ὑμῖν παρὰ τοῦ πατρός, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὃ παρὰ τοῦ πατρὸς ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περὶ ἐμοῦ·.... συμφέρει ὑμῖν ἵνα ἐγὼ ἀπέλθω. ἐὰν γὰρ μὴ ἀπέλθω, ὁ παράκλητος οὐκ ἐλεύσεται πρὸς ὑμᾶς· ἐὰν δὲ πορευθῶ, πέμψω αὐτὸν πρὸς ὑμᾶς· καὶ ἐλθὼν ἐκεῖνος ἐλέγξει τὸν κόσμον περὶ ἁμαρτίας καὶ περὶ δικαιοσύνης καὶ περὶ κρίσεως.... Ἔτι πολλὰ ἔχω λέγειν ὑμῖν, ἀλλ' οὐ δύνασθε βαστάζειν ἄρτι. ὅταν δὲ ἔλθῃ ἐκεῖνος, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πάσαν τὴν ἀλήθειαν· .... ἐκεῖνος ἐμὲ δοξάσει, ὅτι ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται καὶ ἀναγγελεῖ ὑμῖν. πάντα ὅσα ἔχει ὁ πατὴρ ἐμά ἐστι· διὰ τοῦτο εἶπον ὅτι ἐκ τοῦ ἐμοῦ λήψεται καὶ ἀναγγελεῖ ὑμῖν. μικρὸν καὶ οὐκέτι θεωρεῖτέ με, καὶ πάλιν μικρὸν καὶ ὄψεσθέ με, ὅτι ἐγὼ ὑπάγω πρὸς τὸν πατέρα. Εἶπον οὖν ἐκ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ πρὸς ἀλλήλους· Τί ἐστι τοῦτο ὃ λέγει ἡμῖν, μικρὸν καὶ οὐ θεωρεῖτέ με, καὶ πάλιν μικρὸν καὶ ὄψεσθέ με, καί ὅτι ἐγὼ ὑπάγω πρὸς τὸν πατέρα; ἔλεγον οὖν· Τοῦτο τί ἐστιν ὃ λέγει τὸ μικρόν; οὐκ οἴδαμε τί λαλεῖ. ἔγνω οὖν ὁ Ἰησοῦς ὅτι ἤθελον αὐτὸν ἐρωτᾶν, καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Περὶ τούτου ζητεῖτε μετ' ἀλλήλων ὅτι εἶπον, μικρὸν καὶ οὐ θεωρεῖτέ με καὶ πάλιν μικρὸν καὶ ὄψεσθέ με; ... πάλιν δὲ ὄψομαι ὑμᾶς καὶ χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία, καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ' ὑμῶν. καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ ἐμὲ οὐκ ἐρωτήσετε οὐδέν· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὅσα ἄν αἰτήσητε τὸν πατέρα ἐν τῷ ὀνόματί μου, δώσει ὑμῖν» (Ιω. 14-17). Έτσι ο Ιησούς Χριστός αποκάλυψε στους μαθητές του την επιδημία του Αγίου Πνεύματος και του έργου Του.
Επίσης, λίγο πριν από την Ανάληψή του, τους υπενθύμισε: «καὶ συναλιζόμενος παρήγγειλεν αὐτοῖς ἀπὸ Ἱεροσολύμων μὴ χωρίζεσθαι, ἀλλὰ περιμένειν τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρὸς ἣν ἠκούσατέ μου· ὅτι Ἰωάννης μὲν ἐβάπτισεν ὕδατι, ὑμεῖς δὲ βαπτισθήσεσθε ἐν Πνεύματι ἁγίῳ οὐ μετὰ πολλὰς ταύτας ἡμέρας. οἱ μὲν οὖν συνελθόντες ἐπηρώτων αὐτὸν λέγοντες· Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ ἀποκαθιστάνεις τὴν βασιλείαν τῷ Ἰσραήλ; εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· Οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἢ καιροὺς οὓς ὁ πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ, ἀλλὰ λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐφ' ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθέ μου μάρτυρες ἔν τε Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς». (Πράξ. 1, 4 - 8). Ο παραπάνω περιεκτικός και ιδιαίτερα αποκαλυπτικός λόγος του Κυρίου αναφέρεται στην επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, το Οποίο κατά ένα μυστήριο τρόπο γέννησε και συγκρότησε -και συνεχίζει να το πράττει- την Εκκλησία μέσα στον κόσμο ως Σώμα Χριστού. Κατανοούμε, λοιπόν, γιατί η επιδημία Του είναι σπουδαιότατο γεγονός.
Είναι δε πολύ δύσκολο επιχείρημα να αναφερθεί κανείς στο Πρόσωπο και το έργο του Αγίου Πνεύματος με βεβαιότητα, εάν ο ίδιος δεν εμφορείται από Αυτό. Επειδή όμως οι Απόστολοι και οι Πατέρες της Εκκλησίας είχαν την απαιτούμενη θεία εμπειρία δανειζόμαστε από αυτούς τα δικά τους ασφαλή ρήματα. Ο υμνωδός, λοιπόν, αναφέρει ότι αυτός ο Βασιλιάς και Παράκλητος «βρύει προφητείας, ιερέας τελειοί, αγραμμάτους σοφίαν εδίδαξεν, αλιείς θεολόγους ανέδειξεν, όλον συγκροτεί τόν θεσμόν τής Εκκλησίας» (γ’ στιχηρό του Εσπερινού της Πεντηκοστής). Αυτός μάς παρηγορεί και Αυτός «συναντιλαμβάνεται τῇ ἀσθενείᾳ ἡμῶν• τὸ γὰρ τί προσευξώμεθα καθὸ δεῖ οὐκ οἴδαμεν ἀλλὰ αὐτὸ τὸ πνεῦμα ὑπερεντυγχάνει στεναγμοῖς ἀλαλήτοις» μέσα μας, μαρτυρεί ο Απόστολος Παύλος (Ρωμ. 8,26). Δεν υπάρχει δωρεά στον κόσμο, που να μην την έδωσε ο Παράκλητος, σημειώνει ο Μέγας Βασίλειος. Επίσης, κατά τον Άγιο Κύριλλο Ιεροσολύμων, το Πανάγιο Πνεύμα είναι «δοτικόν και παρεκτικόν πάντων των εν τη Εκκλησία πνευματικών χαρισμάτων», το Οποίο, όπως αναφέρει το Συναξάρι της εορτής Του, «ἁγιάζει, ἀφορίζει, νεοποιεῖ, ἀποστέλλει, σοφίζει, χρίει Προφήτας• ἁπλῶς εἰπεῖν ἅπαντα, αὐτεξούσιον ὄν, παντοδύναμον, ἀγαθόν, εὐθές, ἡγεμονικόν. Δι’ αὐτοῦ πάσα σοφία, ζωή, κίνησις...δι’ αὐτοῦ τὰ ἔθνη πάντα πρὸς θεογνωσίαν ἐχειραγωγήθησαν καὶ πάσα νόσος καὶ πάσα μαλακία ἐξώρισται».
Ας αναφωνήσουμε, λοιπόν, μαζί με τον υμνωδό• «Βασιλεῦ οὐράνιε, Παράκλητε, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁ πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν, ὁ θησαυρὸς τῶν ἀγαθῶν καὶ ζωῆς χορηγός• ἐλθέ, καὶ σκήνωσον ἐν ὑμῖν, καὶ καθάρισον ἡμᾶς ἀπὸ πάσης κηλῖδος, καὶ σῶσον ἀγαθὲ τάς ψυχάς ἡμῶν», ώστε όχι να μάθουμε απλώς για τον ταπεινό Παράκλητο, αλλά να τον γνωρίσουμε πραγματικά.
Παναγιώτης Θεοδώρου, Θεολόγος
churchofcyprus.org.cy