«Ο Θεός κατά τη διάρκεια της ζωής μας επιτρέπει τους πειρασμούς, τα πάθη και τον πόνο που θα μας βοηθήσουν να εκπληρώσουμε τον προορισμό μας. Τ’ αφήνει σαν σημάδια πλάι στο δρόμο μας, για να Τον ακολουθήσουμε ευκολότερα και στα σταυροδρόμια να επιλέξουμε την καλύτερη κατεύθυνση», έλεγε ο αδελφός μου ο Ευθύμιος.
Ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερός μου, δεν έκρυβε την αγάπη του για μένα κι εγώ τον πίστευα πολύ. Προσπαθούσα μ’ όλη τη ζέση της παιδικής ψυχής μου να δω το έλεος
του Θεού, ακόμα και σ’ εκείνα που ήταν για μένα τιμωρία και απώλεια.
Αλλά αυτό έγινε αργότερα, επειδή έζησα τον πρώτο μεγάλο πόνο. Και ο φόβος έσφιξε την καρδιά μου.
Μέχρι τότε ήμουν ένα συνηθισμένο παιδί. Διαφορετική μ’ έκαναν μόνο οι ιστορίες των γονιών μου για το θαύμα της γέννησής μου, τις οποίες δεν καταλάβαινα εντελώς και ανατρίχιαζα με την ευσεβή πίστη τους.
«Είσαι δώρο!», έλεγε ο πατέρας μου.
«Θα γίνεις βασίλισσα, εκπρόσωπος του Θεού στη γη! Γι’ αυτό γεννήθηκες!» παραμιλούσε η μητέρα σαν να ονειρεύεται.
Η καημένη! Ούτε καν μπορούσε να διανοηθεί πόσο λεπτή ήταν η κλωστή και πόσο γρήγορα θα μπλεκόταν και θα ξήλωνε το υφαντό της φαντασίας της. Πόσο εύκολα θα κατέρρεε το οικοδόμημα της ζωής της, που μετά τη γέννα τής φαινόταν σταθερό και παντοτινό.
Πρώτα πέθανε ο πατέρας. Ξαφνικά.
Κατόπιν αρρώστησα.
Ποτέ δεν ξέχασα εκείνο το βράδυ, που ξεκίνησε όπως όλα τ’ άλλα – με μια σκοτεινή σκιά πάνω στη θάλασσα του Μαρμαρά πίσω από τις πόρτες μας.
«Μάνα άναψε τα κεριά», την παρακάλεσα.
«Όλα τα κεριά είναι αναμμένα», μου απάντησε η μητέρα μου.
«Όμως εγώ δε βλέπω τίποτα».
«Πώς δε βλέπεις; Τι σου συμβαίνει;»
Τι συμβαίνει; Δεν ήξερα. Κοιτούσα μ’ ορθάνοικτα μάτια και μόλις που έβλεπα ένα απαλό σκοτάδι.
Σηκώθηκα. Κατευθύνθηκα προς τη μητέρα μου. Προς την πλευρά απ’ όπου ερχόταν η φωνή της. Παραπατούσα.
«Τι σου συμβαίνει; Πετκάνα, κόρη μου, τι έχεις; Επαναλάμβανε η μητέρα μου. Κι ο φόβος ήδη έκοβε τις λέξεις σαν να τραύλιζε.
«Δε βλέπω… δε βλέπω τα κεριά… ούτε εσένα βλέπω… δε βλέπω τίποτα...», άρχισα να κλαίω.
Στεκόμουν στη μέση του δωματίου, χαμένη σαν σε άγνωστο και ομιχλώδες τοπίο, ενώ το κορμί μου ανατρίχιαζε από εναλλασσόμενες ριπές κρύου.
Αισθάνθηκα τη μητέρα να με πλησιάζει, να κουνάει ελαφρά το χέρι και είδα μικρές αναλαμπές. Πλησίασε το κερί στα μάτια μου.
«Βλέπεις τώρα;», ρώτησε. Θερμοπαρακαλώντας. «Βλέπεις;».
Σιωπούσα και ανήμπορη κούνησα το κεφάλι. Σαν να ήθελα να σωπάσει για χρόνια μέχρι να με ξαναρωτήσει. Δυστυχώς, όπως δεν υπήρχε φάρμακο για την αρρώστια μου έτσι δεν υπήρχε φάρμακο και για τον πόνο της. Και ντρεπόταν κάπως που δεν μπορούσε να μ’ ανακουφίσει από τον φόβο που μας κατέλαβε, όπως καμία χαρά δεν το κατάφερε.
Ο φόβος από την απειλή της αβεβαιότητας έγινε ο μοναδικός μας σύντροφος για το μέλλον.
«Ο πόνος κι ο φόβος είναι τα χέρια με τα οποία συχνά ο Θεός μας καθοδηγεί, μέχρι να μάθουμε να Του αφιερωνόμαστε με την καρδιά μας», μου έλεγε ο Ευθύμιος όταν πέθανε ο πατέρας. Το ίδιο μου επανέλαβε όταν αρρώστησα.
Ο καλός μου αδελφός! Ήταν μόνο 19 ετών και ήδη έβλεπε καθαρά τον σκοπό της πορείας του. Στα λόγια που επέλεγε να μου πει, έψαχνε την επιβεβαίωση της πίστης του.
Τα λόγια του τότε έμοιαζαν σε μένα παρηγορητικά. Με τον καιρό, έμαθα πως αυτά απηχούσαν την αλήθεια.
Η αρρώστια άλλαξε την καθημερινότητά μου. Τις σκέψεις μου. Τις ελπίδες της μητέρας για τη ζωή μου. Δεν ήμουν πλέον εκείνο το ευτυχισμένο φλύαρο παιδί που γνώρισε ο πατέρας μου. Έμαθα να είμαι ήρεμη. Μετακινιόμουν σπάνια και προσεκτικά, χλωμή και λίγο μαζεμένη.
Για να μου ελαφρύνουν το φορτίο του χρόνου, για να μου φαίνονται οι μέρες πιο σύντομες και εύκολες, η μητέρα κι ο Ευθύμιος συχνά μ’ άφηναν μόνη. Με πήγαιναν στον κήπο ή στην ακτή της θάλασσας του Μαρμαρά. Συζητούσαν μαζί μου συχνότερα και περισσότερο απ’ ότι όταν ήμουν υγιής. Συζητούσαν διαφορετικά. Μου διάβαζαν. Η μητέρα παραμύθια. Ο Ευθύμιος τους βίους των μαρτύρων για την πίστη του Χριστού. Παραδέχομαι πως οι αφηγήσεις για τις πριγκίπισσες μου φαίνονταν ανιαρές. Στα παραμύθια η βασιλοπούλα συχνά κάθεται αιχμάλωτη στην κορφή του κάστρου, χύνοντας δάκρυα και περιμένει να έρθει ο πρίγκιπας να την ελευθερώσει. Περισσότερο μου άρεσαν οι ιστορίες για τους χριστιανούς μάρτυρες. Για τον Στέφανο, τον Δημήτριο, τον Γεώργιο. Μου θύμιζαν μια ιστορία που κάποτε άκουσα απ’ τον πατέρα. Για εκείνον τον νέο που σκότωσε τον δράκο, για το πώς ξερίζωσε την καρδιά του και για το πώς μέσα της ήταν κρυμμένα επτά κλουβιά και βρήκε το φυλακισμένο πουλί. Κι εκείνος ο νέος και οι ακόλουθοι του Χριστού ήξεραν τι έψαχναν. Γι’ αυτό μαρτυρούσαν. Παρακολούθησα με τα μάτια του πνεύματός μου όλα τα βήματα του δρόμου τους και είδα κι εκείνες τις εικόνες που δεν υπήρχαν στα βιβλία.
«Βλέπεις πόσο λάμπει η ημέρα;» με ρώτησε ο Ευθύμιος. Εκείνο το «βλέπεις» δεν είχε κανένα πόνο. Επειδή ήξερε ότι εγώ βλέπω με τον τρόπο μου. Ότι μέσα από τον πόνο έβλεπα κάθε κομματάκι του εαυτού μου.
Παρακολουθούσα το άγγιγμα των αχτίδων του ηλίου στο δέρμα μου και το αναγνώριζα. Από το είδος της ζέστης ήξερα αν ο ουρανός είναι καθαρός και διαυγής ή βαρύς απ’ τα σύννεφα. Και μέσα από την ομίχλη της τύφλωσης έβλεπα αυτόν τον ουρανό και τη θάλασσα κάτω απ’ αυτόν, καθώς και το αθώο παιχνίδι των γλάρων.
«Κοίτα πως γέρνει το δέντρο», μου έλεγε ο Ευθύμιος. Κι εγώ το έβλεπα. Αφουγκραζόμουν τον άνεμο στα μαλλιά μου και στο φόρεμά μου. Παρακολουθούσα προς τα πού κινείται και μετρούσα τη δύναμή του. Θυμόμουν την όψη του κήπου μας και πού είναι φυτεμένο το κάθε δέντρο και ποιός άνεμος κτυπά ποιο δέντρο. Μα και στον περίπατο και στη συζήτηση, ακουμπισμένη στον Ευθύμιο, ήξερα ακριβώς αν το τελευταίο κυπαρίσσι μας βυθιζόταν στον ουρανό ή αν κουνούσε απαλά τα κλαριά του. Μερικές φορές, στην αρχή, στο σκοτάδι της κουβέρτας μου και των ματιών μου, διαισθανόμουν τα πλούσια χρώματα των λουλουδιών, την πολύχρωμη θορυβώδη γιορτή, τις δεντροστοιχίες με τα φρούτα, τα υφαντά που έφθασαν απ’ την ανατολή, καθώς και τις εικόνες στις εκκλησιές. Διαισθανόμουν στον ουρανό τη βροχή των αστεριών, που έλαμπαν σαν πετράδια τα ξάστερα βράδια και τον ήλιο να δύει ενώνοντας με κόκκινο χρώμα ουρανό και θάλασσα.
«Ο κόσμος είναι το θαύμα του Θεού, κι όψη Του το έλεός Του», σκεφτόμουν. Και επαναλάμβανα αυτή τη σκέψη σαν προσευχή.
Εκείνα τα βράδια, αν και για καιρό έμειναν άγνωστα και κρυμμένα, γεννήθηκε η επιθυμία μου για Εκείνον τον απέραντο, που δημιούργησε αυτό το πανέμορφο θαύμα. Και αυτόν τον πολύχρωμο κόσμο και εμάς τους ανθρώπους και τα μάτια μας που βλέπουν. Γεννήθηκε η επιθυμία μέσα μου να γίνω αληθινό κομμάτι της τελειότητας της διανοίας Του.
Έτσι η αρρώστια μου μ’ έφερε κοντά στον Θεό. Από τον ίδιο δρόμο μ’ οδήγησε στην εκκλησία. Στην προσευχή. Αν και φαινόταν πως η μητέρα επέλεξε το δρόμο μας, όμως η αρρώστια μου ήταν εκείνη που μας οδήγησε και τις δύο.
Θλιβερό θέαμα αποτελούσαμε η μητέρα μου κι εγώ: μια γερασμένη γυναίκα, μ’ ανήμπορο σώμα στηριγμένη στο αδύνατο χέρι της ψηλής, τυφλής κοπέλας, που είχε κλειστή την καρδιά στο σκοτάδι των ματιών της.
Πηγαίναμε σε ιερούς θεραπευτικούς τόπους και στα προσκυνήματα. Προσκυνήσαμε ιερά λείψανα και θαυματουργές πηγές. Επισκεφθήκαμε ναούς. Ζητούσαμε σωτηρία. Ή τουλάχιστον παρηγοριά.
Μετά τη Θεία Λειτουργία παραμέναμε με τις ώρες για προσευχή, οι δυό μας στον ναό από τον οποίο είχαν φύγει όλοι, μόνες μπροστά στο ιερό. Μέναμε γονατιστές μέχρι που μας ερχόταν σκοτοδίνη και παγώναμε από τους πόνους στην πλάτη και τα γόνατα. Η μητέρα προσευχόταν με αναφιλητά, με κλειστές τις παλάμες σηκωμένες προς Εκείνον από τον οποίο περίμενε έλεος. Εγώ τη συνόδευα με καυτά δάκρυα. Παρακαλούσα να ξαναδώ. Τίποτα από όσα είναι στο χέρι του Κυρίου για μένα να μη μείνει κρυφό. Δεν ήξερα τι προσεύχομαι. Ούτε που υποψιαζόμουν ότι η όραση δεν είναι μόνο μια.
«Άραγε έτσι εγκάρδια προσεύχονται μόνο οι μητέρες των άρρωστων παιδιών; Μήπως είμαστε λειψοί και δυστυχισμένοι από εκείνους που το παρόν τους είναι βάσανο και το μέλλον τους απειλή;» αναρωτιόμουν. «Ή προσεύχονται και άλλοι; Για κάτι άλλο; Ίσως για εκείνη την ειρήνη που καμιά φορά γεμίζει την καρδιά μου, όταν μέσα από το ερέθισμα του σκότους των ματιών μου διακρίνεται η μορφή της Μητέρας του Σωτήρα μας;»
..................................................
Να είσαι εξίσου ευγνώμων για όλα όσα σου δίνει ο Θεός. Είτε σε πονούν είτε σε κάνουν να χαίρεσαι», μου έλεγε ο Ευθύμιος.
Καθόταν πλάι στο μαξιλάρι μου και μου χάιδευε τα μαλλιά και τα υγρά μάγουλα.
Στο διπλανό δωμάτιο η μητέρα γονάτιζε μπροστά στον Εσταυρωμένο και σταύρωνε τα αδύναμα χέρια της. Που και πού ακουγόντουσαν τα βαριά αναφιλητά της σαν να πνίγεται.
Η μητέρα κι εγώ πήραμε έναν ακόμα κοινό πόνο: ο Ευθύμιος έφυγε. Στην Βασιλεύουσα. Για να μείνει στην αδελφότητα της μονής Στουδίου.
«Γιατί Ευθύμιε;», τον ρώτησα.
Κρατούσα με τα δυο μου χέρια την τρυφερή και ζεστή παλάμη του. Υγρή από το άγγιγμα των δικών μου δυστυχισμένων χεριών.
«Γιατί φεύγεις;».
«Ο Θεός ξέρει. Μου έδειξε το δρόμο κι εγώ πρέπει να τον ακολουθήσω», μου είπε ο αδελφός μου. Πεπεισμένος ότι άκουσε την εντολή του Θεού, ακριβώς όπως ακούει εμένα.
«Γιατί φεύγεις Ευθύμιε;» ρώτησα. Από καιρό και η μητέρα κι εγώ υποψιαζόμασταν ότι έτσι θα γίνει. Την επιθυμία του να εγκαταλείψει την εγκόσμια ζωή τη διάβαζα στα λόγια του και τα μάτια του. Την έβρισκα στην καθημερινότητά του. Την άκουγα στις προσευχές του. Την ανακάλυπτα στις αφηγήσεις του, που με μάθαιναν υπομονή. Ήξερα: μόνο η αρρώστια μου τον κρατά στο σπίτι μας. Γι’ αυτό η ανάρρωσή μου ήταν διπλή χαρά. Επιτέλους ήταν λεύτερος! Μπορούσε να φύγει και να μην κουβαλά το βάρος της ενοχής. Και βιάστηκε. Για το σκοπό που από καιρό γνώριζε ως δικό του!
Δεν πρόλαβα να χαρώ τη θαυματουργή θεραπεία μου. Ούτε να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου για αυτό το απέραντο έλεος.
«Ο Θεός μου χάρισε την καθαρή όραση, αλλά μου πήρε τον Ευθύμιο», σκέφτηκα, κι η καρδιά μου τινάχθηκε σαν να την έσφιγγε κάποιο μεταλλικό, ανελέητο χέρι. Και την ψυχή μου κυρίευσε παγωμένη ερημιά.
«Άραγε δεν μπορεί να προσφέρει κάτι στον άνθρωπο, χωρίς να του πάρει κάτι άλλο;» αναρωτήθηκα. Και ρώτησα και τον Ευθύμιο.
«Πρέπει να μάθεις να δέχεσαι με την ίδια χαρά ό,τι σου δίνει ο Θεός», μου απάντησε...
Ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερός μου, δεν έκρυβε την αγάπη του για μένα κι εγώ τον πίστευα πολύ. Προσπαθούσα μ’ όλη τη ζέση της παιδικής ψυχής μου να δω το έλεος
του Θεού, ακόμα και σ’ εκείνα που ήταν για μένα τιμωρία και απώλεια.
Αλλά αυτό έγινε αργότερα, επειδή έζησα τον πρώτο μεγάλο πόνο. Και ο φόβος έσφιξε την καρδιά μου.
Μέχρι τότε ήμουν ένα συνηθισμένο παιδί. Διαφορετική μ’ έκαναν μόνο οι ιστορίες των γονιών μου για το θαύμα της γέννησής μου, τις οποίες δεν καταλάβαινα εντελώς και ανατρίχιαζα με την ευσεβή πίστη τους.
«Είσαι δώρο!», έλεγε ο πατέρας μου.
«Θα γίνεις βασίλισσα, εκπρόσωπος του Θεού στη γη! Γι’ αυτό γεννήθηκες!» παραμιλούσε η μητέρα σαν να ονειρεύεται.
Η καημένη! Ούτε καν μπορούσε να διανοηθεί πόσο λεπτή ήταν η κλωστή και πόσο γρήγορα θα μπλεκόταν και θα ξήλωνε το υφαντό της φαντασίας της. Πόσο εύκολα θα κατέρρεε το οικοδόμημα της ζωής της, που μετά τη γέννα τής φαινόταν σταθερό και παντοτινό.
Πρώτα πέθανε ο πατέρας. Ξαφνικά.
Κατόπιν αρρώστησα.
Ποτέ δεν ξέχασα εκείνο το βράδυ, που ξεκίνησε όπως όλα τ’ άλλα – με μια σκοτεινή σκιά πάνω στη θάλασσα του Μαρμαρά πίσω από τις πόρτες μας.
«Μάνα άναψε τα κεριά», την παρακάλεσα.
«Όλα τα κεριά είναι αναμμένα», μου απάντησε η μητέρα μου.
«Όμως εγώ δε βλέπω τίποτα».
«Πώς δε βλέπεις; Τι σου συμβαίνει;»
Τι συμβαίνει; Δεν ήξερα. Κοιτούσα μ’ ορθάνοικτα μάτια και μόλις που έβλεπα ένα απαλό σκοτάδι.
Σηκώθηκα. Κατευθύνθηκα προς τη μητέρα μου. Προς την πλευρά απ’ όπου ερχόταν η φωνή της. Παραπατούσα.
«Τι σου συμβαίνει; Πετκάνα, κόρη μου, τι έχεις; Επαναλάμβανε η μητέρα μου. Κι ο φόβος ήδη έκοβε τις λέξεις σαν να τραύλιζε.
«Δε βλέπω… δε βλέπω τα κεριά… ούτε εσένα βλέπω… δε βλέπω τίποτα...», άρχισα να κλαίω.
Στεκόμουν στη μέση του δωματίου, χαμένη σαν σε άγνωστο και ομιχλώδες τοπίο, ενώ το κορμί μου ανατρίχιαζε από εναλλασσόμενες ριπές κρύου.
Αισθάνθηκα τη μητέρα να με πλησιάζει, να κουνάει ελαφρά το χέρι και είδα μικρές αναλαμπές. Πλησίασε το κερί στα μάτια μου.
«Βλέπεις τώρα;», ρώτησε. Θερμοπαρακαλώντας. «Βλέπεις;».
Σιωπούσα και ανήμπορη κούνησα το κεφάλι. Σαν να ήθελα να σωπάσει για χρόνια μέχρι να με ξαναρωτήσει. Δυστυχώς, όπως δεν υπήρχε φάρμακο για την αρρώστια μου έτσι δεν υπήρχε φάρμακο και για τον πόνο της. Και ντρεπόταν κάπως που δεν μπορούσε να μ’ ανακουφίσει από τον φόβο που μας κατέλαβε, όπως καμία χαρά δεν το κατάφερε.
Ο φόβος από την απειλή της αβεβαιότητας έγινε ο μοναδικός μας σύντροφος για το μέλλον.
«Ο πόνος κι ο φόβος είναι τα χέρια με τα οποία συχνά ο Θεός μας καθοδηγεί, μέχρι να μάθουμε να Του αφιερωνόμαστε με την καρδιά μας», μου έλεγε ο Ευθύμιος όταν πέθανε ο πατέρας. Το ίδιο μου επανέλαβε όταν αρρώστησα.
Ο καλός μου αδελφός! Ήταν μόνο 19 ετών και ήδη έβλεπε καθαρά τον σκοπό της πορείας του. Στα λόγια που επέλεγε να μου πει, έψαχνε την επιβεβαίωση της πίστης του.
Τα λόγια του τότε έμοιαζαν σε μένα παρηγορητικά. Με τον καιρό, έμαθα πως αυτά απηχούσαν την αλήθεια.
Η αρρώστια άλλαξε την καθημερινότητά μου. Τις σκέψεις μου. Τις ελπίδες της μητέρας για τη ζωή μου. Δεν ήμουν πλέον εκείνο το ευτυχισμένο φλύαρο παιδί που γνώρισε ο πατέρας μου. Έμαθα να είμαι ήρεμη. Μετακινιόμουν σπάνια και προσεκτικά, χλωμή και λίγο μαζεμένη.
Για να μου ελαφρύνουν το φορτίο του χρόνου, για να μου φαίνονται οι μέρες πιο σύντομες και εύκολες, η μητέρα κι ο Ευθύμιος συχνά μ’ άφηναν μόνη. Με πήγαιναν στον κήπο ή στην ακτή της θάλασσας του Μαρμαρά. Συζητούσαν μαζί μου συχνότερα και περισσότερο απ’ ότι όταν ήμουν υγιής. Συζητούσαν διαφορετικά. Μου διάβαζαν. Η μητέρα παραμύθια. Ο Ευθύμιος τους βίους των μαρτύρων για την πίστη του Χριστού. Παραδέχομαι πως οι αφηγήσεις για τις πριγκίπισσες μου φαίνονταν ανιαρές. Στα παραμύθια η βασιλοπούλα συχνά κάθεται αιχμάλωτη στην κορφή του κάστρου, χύνοντας δάκρυα και περιμένει να έρθει ο πρίγκιπας να την ελευθερώσει. Περισσότερο μου άρεσαν οι ιστορίες για τους χριστιανούς μάρτυρες. Για τον Στέφανο, τον Δημήτριο, τον Γεώργιο. Μου θύμιζαν μια ιστορία που κάποτε άκουσα απ’ τον πατέρα. Για εκείνον τον νέο που σκότωσε τον δράκο, για το πώς ξερίζωσε την καρδιά του και για το πώς μέσα της ήταν κρυμμένα επτά κλουβιά και βρήκε το φυλακισμένο πουλί. Κι εκείνος ο νέος και οι ακόλουθοι του Χριστού ήξεραν τι έψαχναν. Γι’ αυτό μαρτυρούσαν. Παρακολούθησα με τα μάτια του πνεύματός μου όλα τα βήματα του δρόμου τους και είδα κι εκείνες τις εικόνες που δεν υπήρχαν στα βιβλία.
«Βλέπεις πόσο λάμπει η ημέρα;» με ρώτησε ο Ευθύμιος. Εκείνο το «βλέπεις» δεν είχε κανένα πόνο. Επειδή ήξερε ότι εγώ βλέπω με τον τρόπο μου. Ότι μέσα από τον πόνο έβλεπα κάθε κομματάκι του εαυτού μου.
Παρακολουθούσα το άγγιγμα των αχτίδων του ηλίου στο δέρμα μου και το αναγνώριζα. Από το είδος της ζέστης ήξερα αν ο ουρανός είναι καθαρός και διαυγής ή βαρύς απ’ τα σύννεφα. Και μέσα από την ομίχλη της τύφλωσης έβλεπα αυτόν τον ουρανό και τη θάλασσα κάτω απ’ αυτόν, καθώς και το αθώο παιχνίδι των γλάρων.
«Κοίτα πως γέρνει το δέντρο», μου έλεγε ο Ευθύμιος. Κι εγώ το έβλεπα. Αφουγκραζόμουν τον άνεμο στα μαλλιά μου και στο φόρεμά μου. Παρακολουθούσα προς τα πού κινείται και μετρούσα τη δύναμή του. Θυμόμουν την όψη του κήπου μας και πού είναι φυτεμένο το κάθε δέντρο και ποιός άνεμος κτυπά ποιο δέντρο. Μα και στον περίπατο και στη συζήτηση, ακουμπισμένη στον Ευθύμιο, ήξερα ακριβώς αν το τελευταίο κυπαρίσσι μας βυθιζόταν στον ουρανό ή αν κουνούσε απαλά τα κλαριά του. Μερικές φορές, στην αρχή, στο σκοτάδι της κουβέρτας μου και των ματιών μου, διαισθανόμουν τα πλούσια χρώματα των λουλουδιών, την πολύχρωμη θορυβώδη γιορτή, τις δεντροστοιχίες με τα φρούτα, τα υφαντά που έφθασαν απ’ την ανατολή, καθώς και τις εικόνες στις εκκλησιές. Διαισθανόμουν στον ουρανό τη βροχή των αστεριών, που έλαμπαν σαν πετράδια τα ξάστερα βράδια και τον ήλιο να δύει ενώνοντας με κόκκινο χρώμα ουρανό και θάλασσα.
«Ο κόσμος είναι το θαύμα του Θεού, κι όψη Του το έλεός Του», σκεφτόμουν. Και επαναλάμβανα αυτή τη σκέψη σαν προσευχή.
Εκείνα τα βράδια, αν και για καιρό έμειναν άγνωστα και κρυμμένα, γεννήθηκε η επιθυμία μου για Εκείνον τον απέραντο, που δημιούργησε αυτό το πανέμορφο θαύμα. Και αυτόν τον πολύχρωμο κόσμο και εμάς τους ανθρώπους και τα μάτια μας που βλέπουν. Γεννήθηκε η επιθυμία μέσα μου να γίνω αληθινό κομμάτι της τελειότητας της διανοίας Του.
Έτσι η αρρώστια μου μ’ έφερε κοντά στον Θεό. Από τον ίδιο δρόμο μ’ οδήγησε στην εκκλησία. Στην προσευχή. Αν και φαινόταν πως η μητέρα επέλεξε το δρόμο μας, όμως η αρρώστια μου ήταν εκείνη που μας οδήγησε και τις δύο.
Θλιβερό θέαμα αποτελούσαμε η μητέρα μου κι εγώ: μια γερασμένη γυναίκα, μ’ ανήμπορο σώμα στηριγμένη στο αδύνατο χέρι της ψηλής, τυφλής κοπέλας, που είχε κλειστή την καρδιά στο σκοτάδι των ματιών της.
Πηγαίναμε σε ιερούς θεραπευτικούς τόπους και στα προσκυνήματα. Προσκυνήσαμε ιερά λείψανα και θαυματουργές πηγές. Επισκεφθήκαμε ναούς. Ζητούσαμε σωτηρία. Ή τουλάχιστον παρηγοριά.
Μετά τη Θεία Λειτουργία παραμέναμε με τις ώρες για προσευχή, οι δυό μας στον ναό από τον οποίο είχαν φύγει όλοι, μόνες μπροστά στο ιερό. Μέναμε γονατιστές μέχρι που μας ερχόταν σκοτοδίνη και παγώναμε από τους πόνους στην πλάτη και τα γόνατα. Η μητέρα προσευχόταν με αναφιλητά, με κλειστές τις παλάμες σηκωμένες προς Εκείνον από τον οποίο περίμενε έλεος. Εγώ τη συνόδευα με καυτά δάκρυα. Παρακαλούσα να ξαναδώ. Τίποτα από όσα είναι στο χέρι του Κυρίου για μένα να μη μείνει κρυφό. Δεν ήξερα τι προσεύχομαι. Ούτε που υποψιαζόμουν ότι η όραση δεν είναι μόνο μια.
«Άραγε έτσι εγκάρδια προσεύχονται μόνο οι μητέρες των άρρωστων παιδιών; Μήπως είμαστε λειψοί και δυστυχισμένοι από εκείνους που το παρόν τους είναι βάσανο και το μέλλον τους απειλή;» αναρωτιόμουν. «Ή προσεύχονται και άλλοι; Για κάτι άλλο; Ίσως για εκείνη την ειρήνη που καμιά φορά γεμίζει την καρδιά μου, όταν μέσα από το ερέθισμα του σκότους των ματιών μου διακρίνεται η μορφή της Μητέρας του Σωτήρα μας;»
..................................................
Να είσαι εξίσου ευγνώμων για όλα όσα σου δίνει ο Θεός. Είτε σε πονούν είτε σε κάνουν να χαίρεσαι», μου έλεγε ο Ευθύμιος.
Καθόταν πλάι στο μαξιλάρι μου και μου χάιδευε τα μαλλιά και τα υγρά μάγουλα.
Στο διπλανό δωμάτιο η μητέρα γονάτιζε μπροστά στον Εσταυρωμένο και σταύρωνε τα αδύναμα χέρια της. Που και πού ακουγόντουσαν τα βαριά αναφιλητά της σαν να πνίγεται.
Η μητέρα κι εγώ πήραμε έναν ακόμα κοινό πόνο: ο Ευθύμιος έφυγε. Στην Βασιλεύουσα. Για να μείνει στην αδελφότητα της μονής Στουδίου.
«Γιατί Ευθύμιε;», τον ρώτησα.
Κρατούσα με τα δυο μου χέρια την τρυφερή και ζεστή παλάμη του. Υγρή από το άγγιγμα των δικών μου δυστυχισμένων χεριών.
«Γιατί φεύγεις;».
«Ο Θεός ξέρει. Μου έδειξε το δρόμο κι εγώ πρέπει να τον ακολουθήσω», μου είπε ο αδελφός μου. Πεπεισμένος ότι άκουσε την εντολή του Θεού, ακριβώς όπως ακούει εμένα.
«Γιατί φεύγεις Ευθύμιε;» ρώτησα. Από καιρό και η μητέρα κι εγώ υποψιαζόμασταν ότι έτσι θα γίνει. Την επιθυμία του να εγκαταλείψει την εγκόσμια ζωή τη διάβαζα στα λόγια του και τα μάτια του. Την έβρισκα στην καθημερινότητά του. Την άκουγα στις προσευχές του. Την ανακάλυπτα στις αφηγήσεις του, που με μάθαιναν υπομονή. Ήξερα: μόνο η αρρώστια μου τον κρατά στο σπίτι μας. Γι’ αυτό η ανάρρωσή μου ήταν διπλή χαρά. Επιτέλους ήταν λεύτερος! Μπορούσε να φύγει και να μην κουβαλά το βάρος της ενοχής. Και βιάστηκε. Για το σκοπό που από καιρό γνώριζε ως δικό του!
Δεν πρόλαβα να χαρώ τη θαυματουργή θεραπεία μου. Ούτε να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου για αυτό το απέραντο έλεος.
«Ο Θεός μου χάρισε την καθαρή όραση, αλλά μου πήρε τον Ευθύμιο», σκέφτηκα, κι η καρδιά μου τινάχθηκε σαν να την έσφιγγε κάποιο μεταλλικό, ανελέητο χέρι. Και την ψυχή μου κυρίευσε παγωμένη ερημιά.
«Άραγε δεν μπορεί να προσφέρει κάτι στον άνθρωπο, χωρίς να του πάρει κάτι άλλο;» αναρωτήθηκα. Και ρώτησα και τον Ευθύμιο.
«Πρέπει να μάθεις να δέχεσαι με την ίδια χαρά ό,τι σου δίνει ο Θεός», μου απάντησε...