
Τήν ἡρωικότερη ἀποστολική μορφή τῆς πρώτης χριστιανικῆς περιόδου, τόν μοναδικό διδάσκαλο καί τόν σπουδαιότερο παιδαγωγό τῆς Οἰκουμένης, τόν ἐκκλησιαστικό
ἀγωνιστή καί φυτουργό τῆς Ἐκκλησίας, τόν κατ’ ἐξοχήν Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν καί Ἀπόστολο τῆς Πατρίδας μας, τόν ἅγιο Παῦλο, τίμησε ὁ ἱερός κλῆρος καί ὁ πιστός λαός τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας.
Τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς τῶν Ἁγίων ἐνδόξων καί πανευφήμων καί Πρωτοκορυφαίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου, Πέμπτη 28 Ἰουνίου, τελέσθηκε στόν αὔλειο χῶρο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ ἁγίου Γεωργίου στό Ξηροτάγαρο Παλαιοῦ Φαλήρου ὁ καθιερωμένος Πανηγυρικός Ἑσπερινός, χοροστατοῦντος τοῦ Σεβασμιωτάτου Ποιμενάρχου μας, Μητροπολίτου Νέας Σμύρνης κ. Συμεών.
Πλήθη πιστῶν χριστιανῶν εἶχαν προσέλθει ἀπό νωρίς τό ἀπόγευμα πρός τιμήν τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Παύλου καί ἰδιαίτερα γιά νά τιμήσουν τόν ἱδρυτή τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ὁποῖος, ἐρχόμενος ἀπό τή Βέροια στήν Ἀθήνα, ἀποβιβάστηκε στόν τόπο αὐτό τοῦ Παλαιοῦ Φαλήρου.
Τήν πανηγηρική ὁμιλία κατά τόν Ἑσπερινό ἐξεφώνησε ὁ Πανοσιολογιώτατος Ἀρχιμανδρίτης π. Βασίλειος Γιαννάκας, Προϊστάμενος τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίας Κυριακῆς Παλαιοῦ Φαλήρου. Ὁ ὁμιλητής ἑστίασε τήν ὁμιλία του στό παύλειο λόγιο «Χάριτι δέ Θεοῦ εἰμι ὅ εἰμι», τονίζοντας τή σημασία τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ καί τή σπουδαιότητά της τόσο στή ζωή τοῦ μεγάλου Ἀποστόλου τῆς Ἑλλάδας καί τῆς Οἰκουμένης, ὅσο καί στή ζωή τοῦ κάθε πιστοῦ.
Στό τέλος τοῦ Πανηγυρικοῦ Ἑσπερινοῦ ὁ Σεβασμιώτατος Ποιμενάρχης μας κ. Συμεών τόνισε στήν προσλαλιά του ὅτι ἡ ἐδῶ παρουσία μας ἀποτελεῖ ἔκφραση εὐχαριστίας καί εὐγνωμοσύνης πρός τούς ἀγῶνες τοῦ Ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν, τοῦ Ἀποστόλου τῆς Ἑλλάδας· καί εὐχήθηκε σέ ὅλους ὅπως τό «Εὐαγγέλιο τῆς χάριτος», πού ὁ ἴδιος κήρυξε, νά φλογίζει γιά πάντα τίς ὑπάρξεις μας καί νά ἀποτελεῖ φωτεινό ὁδοδείκτη καί στή δική μας ζωή.










«Χάριτι Θεοῦ εἰμι ὃ εἰμι»
Σεβασμιότατε, σεβαστοὶ πατέρες, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί
Τιμᾶ σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας τοὺς δύο πρωτεργάτες της, τοὺς ἀποστόλους Πέτρο καὶ Παῦλο. Ὅλοι οἱ ἀπόστολοι ἐργάστηκαν στὴν οἰκοδομὴ τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλὰ ὅπως σὲ κάθε οἰκοδομὴ ὑπάρχουν καὶ οἱ πρωτομάστορες, ποὺ σηκώνουν τὸ μεγαλύτερο βάρος τῆς ἀνοικοδόμησης, ἔτσι καὶ στὴν Ἐκκλησία πρωτομάστορες εἶναι οἱ δύο πρωτοκορυφαῖοι ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Παῦλος. Καὶ ἡ Ἐκκλησία «τοὺς διηρημένους τοῖς σώμασι καὶ ἡνωμένους τῷ πνεύματι» τοὺς ἐορτάζει μαζί, γιὰ νὰ τονίσει τὴν ἀγάπη καὶ ἑνότητα ποὺ εἶχαν. Τοὺς τιμᾶ ἰδιαίτερα «τὸν μέν, ὡς τῶν Ἀποστόλων προεξάρχοντα, τὸν δέ, ὡς ὑπὲρ τοὺς ἄλλους κοπιάσαντα» ὅπως ἀκούσαμε στοὺς ὕμνους (στιχηρὸ ἑσπερινοῦ).
Πράγματι ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἔγινε ὁ ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν καὶ ἐργάστηκε περισσότερο ἀπ’ ὅλους. Εἶναι αὐτὸς ποὺ περιόδευσε σὲ ὅλο τὸν τότε γνωστὸ κόσμο κηρύσσοντας τὸν Χριστό. Ὅλοι ἀποροῦν πῶς ἕνας ἄνθρωπος μπόρεσε νὰ πάει σὲ τόσα μέρη, μὲ τὰ ἐλάχιστα μέσα ἐκείνης τῆς ἐποχῆς, νὰ ἱδρύσει τόσες Ἐκκλησίες μέσα σὲ τόσες δυσκολίες καὶ διωγμούς. Εἶχε τὸ μυστικό του ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Κι αὐτὸ τὸ μυστικὸ εἶναι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ διαλαλεῖ: «Χάριτι Θεοῦ εἰμι ὃ εἰμι»!
Τί εἶναι ὅμως ἡ χάρις; Εἶναι τὸ μεγαλύτερο δῶρο τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Εἶναι ἡ δύναμις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ ἐνεργεῖ στὸ ἐσωτερικὸ κάθε ἀνθρώπου καὶ τὸν καθοδηγεῖ στὴ σωτηρία. Τίποτα δὲν παρέλειψε νὰ κάνει ἡ χωρὶς ὅρια ἀγάπη τοῦ Θεοῦ: Μᾶς πρόσφερε τὸ ἀπολυτρωτικό του ἔργο, τὴν ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ θυσία τοῦ Υἱοῦ, τὴν ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καθοδηγούμενη Ἐκκλησία του, τὰ μυστήρια ὡς πηγὲς τῆς χάριτός Του. Ὅλα τὰ ἔθεσε πλουσιοπάροχα στὴ διάθεσή μας γιατὶ «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθήναι». Προσφέρει τὴν χάρη του δωρεὰν σὲ ὅλους χωρὶς διακρίσεις καὶ χωρὶς προϋποθέσεις.
Αὐτὴ τὴν χάρη τὴν λάβαμε καὶ μεῖς κατὰ τὴν Βάπτισή μας. Αὐτὴ ἀνακαίνισε τὸ «κατ’ εἰκόνα» καὶ μᾶς καθάρισε ἀπὸ κάθε ἁμαρτία καὶ ἔκτοτε περιμένει τὴν συνειδητὴ συγκατάθεση καὶ συνεργασία μας γιὰ νὰ ἐργαστεῖ τὸ «καθ’ ὁμοίωσιν», δηλαδὴ τὴν πνευματική μας προκοπὴ καὶ πρόοδο, τὸν ἐξαγιασμό μας καὶ τὴν θέωση.
Πόσο τραγικὴ εἶναι ἡ ἱστορικὴ ἐξέλιξη τῆς Δυτικῆς Χριστιανοσύνης ἀπ’ τὴν λανθασμένη κατανόηση τοῦ κορυφαίου αὐτοῦ ζητήματος. Οἱ μὲν Παπικοί, ὑπερτονίζοντας τὸν ρόλο τοῦ ἀνθρώπινου παράγοντα, ἔφτασαν στὴν ἀκρότητα νὰ κάνουν λόγο γιὰ ἱκανοποίηση τῆς Θείας Δικαιοσύνης καὶ γιὰ ἐξαγορὰ τῆς σωτηρίας μὲ τὰ ἔργα μας καὶ τὶς ἀξιομισθίες τῶν ἁγίων (προσφέρω καλὰ ἔργα καὶ ἀγοράζω σωτηρία). Οἱ δὲ Προτεστάντες, ὑπερτονίζοντας σὲ ἀντίθεση τὸν ρόλο τῆς Θείας Χάρης, ἔφτασαν στὴν ἄλλη ἀκρότητα τοῦ ἀπόλυτου προορισμοῦ, σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο οἱ ἄνθρωποι εἶναι προορισμένοι ἄλλοι νὰ σωθοῦν καὶ ἄλλοι νὰ χαθοῦν, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν προσωπική τους ἐπιλογή. Καὶ δυστυχώς εἴμαστε καὶ μεῖς ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὶς ἀντιλήψεις αὐτές. Ὅμως ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας ἦταν καὶ εἶναι ἁπλὴ καὶ ξεκάθαρη καὶ ἀναλοίωτη στὸ πέρασμα τῶν χρόνων.
Πράγματι ὁ ἄνθρωπος καμιὰ πρόοδο δὲν μπορεῖ νὰ πετύχει μόνος του. Κάθε προσπάθειά του εἶναι μάταιη χωρὶς τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ. «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθαι ποιεῖν οὐδέν», χωρὶς ἐμένα δὲν μπορεῖτε νὰ κάνετε τίποτε, εἶπε ὁ Κύριος. Ἀλλὰ κι ὁ Θεὸς τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ ἐργαστεῖ γιὰ τὴν σωτηρία μας ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν συγκατατεθεῖ καὶ δὲν συνεργαστεῖ. Σ’ αὐτὴ τὴ συνεργασία βρίσκεται τὸ ἀνεξιχνίαστο μυστήριο τῆς χάρης. Χωρὶς τὴν ἀνθρώπινη συνέργεια ἡ Χάρις μένει ἄκαρπη. Κι αὐτὸ γιατὶ δὲν ἔχουν ὅλοι τὴν διάθεση νὰ ἀποδεχτοῦν γιὰ τὸν ἑαυτό τους τὴν δωρεὰ τῆς σωτηρίας ποὺ προσφέρει ὁ Θεὸς. Ὑπάρχουν κι ἐκείνοι ποὺ τὴν ἀπωθοῦν καὶ τὴν ἀπορρίπτουν. Καὶ σ’ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις κανένα ἀποτέλεσμα δὲν μπορεῖ νὰ φέρει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ γιατὶ σέβεται καὶ δὲν καταργεῖ τὴν ἐλευθερία ποὺ μᾶς χάρισε.
Ἔτσι εἶναι. Δὲν ἀρκεῖ νὰ ἔχω μπροστά μου ἕνα πλουσιοπάροχα στρωμένο τραπέζι. Ἂν δὲν ἀπλώσω τὸ χέρι μου θὰ παραμείνω νηστικός. Δὲν ἀρκεῖ νὰ ἀνατείλει τὸ πρωὶ ὁ ἥλιος, εἶναι ἀνάγκη ν’ ἀνοίξω κι ἐγὼ τὰ παράθυρά μου, διαφορετικὰ θὰ παραμείνω στὸ σκοτάδι. Δὲν ἀρκεῖ νὰ φυσάει ὁ ἄνεμος. Γιὰ νὰ ταξιδέψει τὸ καΐκι μου εἶναι ἀνάγκη νὰ ξεδιπλώσω τὰ πανιά. Ἄνοιξε ὁ Θεὸς μιὰ πηγὴ μὲ τὸ ἄφθονο καὶ δροσερὸ νερὸ τῆς χάρης του. Ὅμως πρέπει καὶ γὼ νὰ πλησιάσω καὶ νὰ πάρω νὰ πιῶ. Πόσο; Ὅσο τὸ δοχεῖο ποὺ θὰ κρατῶ: Θὰ πλησιάσω μὲ φλυντζάνι, μὲ ποτήρι, μὲ κανάτα ἢ μὲ δεξαμενή; Τόσο θὰ πάρω! Θὰ ἀνοίξω μιὰ χαραμάδα; Μιὰ ἀχτίδα θὰ μπεῖ. Θὰ ἀνοίξω ὅλο τὸ παράθυρο, ὅλα τὰ παράθυρα, θὰ φωτιστεῖ ὅλο τὸ σπίτι.
Κι αὐτὸ ἔγινε φανερὸ στὴ ζωὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου που ἀνταποκρίθηκε στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ μὲ τρόπο μοναδικό.
Α) Ἄφησε νὰ ἐπιδράσει πάνω του ἡ χάρις καὶ νὰ τὸν μεταβάλει. Λέει μὲ θαυμασμὸ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «τί τούτου παραδοξότερον γένοιτ’ ἂν; Ὁ λύκος ἐγένετο ποιμήν· ὁ τὸ αἷμα τῶν προβάτων ἐκπίνων, οὐ διέλιπε τὸ αἷμα ἑαυτοῦ ἐκχέων ὑπὲρ τῆς τῶν προβάτων σωτηρίας» (Ε.Π.Ε. 36, 554). Τί πιὸ παράδοξο ἀπ’ αὐτό; Ἦταν λύκος καὶ ἔγινε ὄχι ἁπλῶς πρόβατο, ἀλλὰ ποιμένας τῆς Ἐκκλησίας. Ἀπὸ διώκτης ἔγινε ἀπόστολος. Στὴ δική μας ζωὴ εἶναι φανερὴ «αὔτη ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ ὑψίστου»; Ἐμεῖς ἀφήνουμε νὰ μᾶς μεταμορφώνει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ποὺ πήραμε στὸ βάπτισμα; Ἢ μήπως οἱ ἐπιλογές μας τὴν ἀπομακρύνουν καὶ τὴν ἀπενεργοποιοῦν; Προοδεύουμε πνευματικὰ στὶς ἀρετὲς καὶ τὴν καλοσύνη;
Β) Ἀναγνώριζε μὲ ταπείνωση τὸν ρόλο τῆς χάρης στὴ ζωή του. Τί μὲ κοιτάτε καὶ θαυμάζετε, ἔλεγε. «Χάριτι Θεοῦ εἰμι ὃ εἰμι· καὶ ἡ χάρις αὐτοῦ ἡ εἰς ἐμὲ οὐ κενὴ ἐγενήθη, ἀλλὰ περισσοτέρως αὐτῶν πάντων ἐκοπίασα, οὐκ ἐγὼ δέ, ἀλλ’ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σὺν ἐμοί» (Α’ Κορ. 15, 10). Ὅ,τι καλὸ βλέπετε πάνω μου, ὅ,τι καλὸ εἶμαι καὶ ὅ,τι κακὸ δὲν εἶμαι, τὸ ὁφείλω στὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἡ χάρις ποὺ μοῦ ἔδωσε ὁ Κύριος δὲν ἔμεινε ἄκαρπη καὶ χωρὶς ἀποτέλεσμα, ἀλλὰ κόπιασα περισσότερο ἀπ’ ὅλους τοὺς ἄλλους. Ἐμεῖς, ὅταν πετυχαίνουμε κάτι στὴ ζωή μας, σὲ ποιὸν ἀποδίδουμε τὴν ἐπιτυχία; Πόσο κομπάζουμε;
Γ) Ἡ χάρις ἔγινε τὸ κήρυγμά του. Ἔγινε ὁ κήρυκας τῆς χάριτος: «ἐμοὶ δὲ τῷ ἐλαχιστοτάτῳ πάντων τῶν ἁγίων ἐδόθη ἡ χάρις αὕτη, ἐν τοῖς ἔθνεσιν εὐαγγελίσασθαι τὸν ἀνεξιχνίαστον πλοῦτον τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφεσ. 3, 8). Γυρίζει σὲ ὅλο τὸν κόσμο καὶ διαλαλεῖ τὸ μεγάλο δῶρο ποὺ τοῦ ἔκανε ὁ Θεός. Ἐμεῖς κηρύττουμε τὶς μεγάλες δωρεὲς ποὺ ὁ Κύριος ἔκανε σὲ μᾶς; Μιλᾶμε στοὺς ἄλλους γιὰ τὶς εὐλογίες ποὺ μᾶς χάρισε. Εἶναι ἡ ζωή μας καὶ τὰ λόγια μας ἕνα κήρυγμα;
Δ) Ἐπίσης ἡ ζωὴ τοῦ ἀποστόλου δὲν ἦταν εὔκολη. Εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει πολλοὺς κινδύνους καὶ δυσκολίες. Καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα τὸν ταλαιπωροῦσε μιὰ βαριὰ ἀσθένεια. Παρακάλεσε τὸν Κύριο νὰ τὸν ἀπαλλάξει ἀπὸ αὐτὴν κι ὁ Κύριος τοῦ ἀπάντησε: Παῦλε, «ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται» (Β’ Κορ. 12, 9). Ἐμεῖς πῶς ἀντιμετωπίζουμε τὰ ἀδιέξοδα, τὶς δυσκολίες, τὸν πόνο, τὴν ἀσθένεια, τὴν θλίψη;
Ε) Τέλος ἡ χάρις εἶναι ἡ κληρονομιὰ ποὺ ἀφήνει στοὺς συνεργάτες, τοὺς συνεχιστὲς τοῦ ἔργου καὶ ὅλους ἐμᾶς τοὺς πιστούς. Γράφει στὸν μαθητή του Τιμόθεο: Μὴν στηρίζεσαι σὲ μένα, στὴν παρουσία μου καὶ τὶς συμβουλές μου, ἀλλὰ «ἐνδυναμοῦ ἐν τῇ χάριτι τῇ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Β’ Τιμ. 2, 1). Ὅταν μᾶς καλοῦν κάποιοι νὰ τοὺς συμπαρασταθοῦμε τί τοὺς λέμε; Μήπως τοὺς κουράζουμε μὲ τὴν φλυαρία μας, τὰ χωρὶς νόημα καὶ περιεχόμενο παρηγορητικὰ λόγια μας; Στρέψαμε ποτὲ τὸ βλέμμα τους στὴν δύναμη ποὺ μποροῦν νὰ ἀντλήσουν ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Χριστοῦ;
Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, «ἐπεφάνη ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις» (Τιτ. 2, 11). Φανερώθηκε, ἀποκαλήφθηκε, προσφέρθηκε. Ἔχουμε κερδίσει τὸ πρῶτο λαχεῖο! Ἂς μὴ φανοῦμε ἀδιάφοροι. Ἂς εξαργυρώσουμε τὴν ἐπιταγὴ μὲ τὸν μεγάλο θησαυρό. Ἂς ἀνοίξουμε τὰ παράθυρα τῆς καρδιᾶς μας στὸ φῶς τῆς Χάρης. Ἂς ξεδιπλώσουμε τὰ πανιὰ τῆς ὕπαρξῆς μας στὴν λεπτὴ αὔρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ θὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Καὶ σεῖς Σεβασμιώτατε, εὐχηθεῖτε, ὅπως τὸ εὔχεστε πάντα ὅταν ἱερουργεῖτε «ἡ χάρις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς καὶ ἡ κοινωνία τοῦ
Ἁγίου Πνεύματος» νὰ εἶναι μὲ ὅλους μας (Β’ Κορ. 13, 13).