Αρχιμ. Δανιήλ Ἀεράκης
«Μὴ ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία μηδὲ δειλιάτω», (Ἰωάν. ιδ 27)
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀνησυχοῦσε γιὰ τοὺς χριστιανούς, γιὰ τὰ πνευματικά του παιδιά, μήπως τεντώσουν τὰ αὐτιά τους νὰ δεχτοῦν τὰ ἀπατηλὰ μηνύματα ἐκείνων, ποὺ ἦσαν «κνηθόμενοι τὴν ἀκοὴν» (A΄ Τιμ. δ΄ 3).
Ὁ Χριστὸς τῆς πρώτης καὶ τῆς δευτέρας Παρουσίας εἶναι ὁ Ἥλιος. Αὐτὸν ὅποιος ἀκολουθεῖ, «οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ’ ἔξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς» (Ἰωάν. η΄ 12). Πολλοὶ παρασύρονται στὴν ἐξέτασι τοῦ μελλοντικοῦ ἔκτακτου σημείου, ποὺ ἔχει ποικίλα ὀνόματα, καὶ φυσικὰ δὲν θὰ εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ μία ἀκόμα ἔξαρσις τοῦ κακοῦ.
Πάντα τὸ Φῶς, πάντα καὶ τὸ κακό.
Πάντα ὑπάρχει ἔντασις τοῦ κακοῦ.
Δὲν εἶναι κακὸ νὰ προσέχη κανεὶς τὴν ποικιλώνυμη σατανικότητα. Κακὸ εἶναι ν’ ἀποπροσανατολίζεται. N’ ἀποσύρη τὸ βλέμμα του ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, καὶ νὰ τρομοκρατῆται μὲ κάποιον ἐρχόμενο ἀντίχριστο. «Μὴ τὶς ὑμᾶς ἐξαπατήση κατὰ μηδένα τρόπον» (B΄ Θεσ. β΄ 3).
Κάθε ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας, ποὺ θέλει μάλιστα νὰ παρασύρη στὴν ἄβυσσο τοὺς ἄλλους, εἶναι υἱὸς τῆς ἀπωλείας καὶ ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀντικείμενος καὶ ἀντίχριστος.
Ἂν τὸ πρόσωπο, ποὺ ἄλλοτε λέγεται «ἀντικείμενος», ἄλλοτε «ὑπεραιρόμενος», ἄλλοτε «ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας», ἄλλοτε «υἱὸς τῆς ἀπωλείας», ἄλλοτε «ὁ κατέχων» (ὁ ἀπόστολος Παῦλος δὲν χρησιμοποιεῖ τὴ λέξι «ἀντίχριστος»), εἶναι ἔκτακτο φαινόμενο, αὐτὸ δὲν καταργεῖ τὸ ἄλλο, τὸ ἀπείρως σπουδαιότερο. Ποιό;
Ὅποιος πηγαίνει θεληματικὰ κόντρα στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, γίνεται ἀντικείμενος. Ἂς θυμηθοῦμε γιὰ ποιὸ θέμα σὲ ἄλλη ἐπιστολὴ του ὁ Παῦλος ἀναφέρει τὸ Διάβολο ὡς «ἀντικείμενον». Γιὰ τὸ θέμα τῆς τεκνογονίας. Λέει: «Βούλομαι νεωτέρας γαμεῖν, τεκνογονεῖν, οἰκοδεσποτεῖν, μηδεμίαν ἀφορμὴν διδόναι τῷ ἀντικειμένῳ λοιδορίας χάριν» (A΄ Τιμ. ε΄ 14).
Σήμερα οἱ λεγόμενοι ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ καταπατοῦν ἀσύστολα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν παιδοποιΐα. Μετέρχονται τὰ πονηρότερα μέσα γιὰ ν’ ἀποφύγουν τὴν τεκνογονία. Εἶναι ἤ δὲν εἶναι, κατὰ τὸν Παῦλο «ἀντικείμενοι»;
Ἄν μία φορὰ μᾶς ἐνδιαφέρη, ποιὸς σὲ κάθε ἐποχὴ εἶναι ὁ θρονιασμένος ἀντικείμενος, χίλιες φορὲς ἂς μᾶς ἐνδιαφέρη νὰ μὴ γινώμαστε ἐμεῖς ἀντικείμενοι στὸ Θεό, ἀντίχριστοι.
Ἡ θεοποίησις εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ ἔντονα χαρακτηριστικά τῆς ἐποχῆς μας. Ὅ,τι θρονιάζεται στὶς καρδιὲς τῶν πολλῶν εἶναι «θεὸς» γιὰ τὸν κόσμο.
Κάποτε «ὁ ἀντικείμενος καὶ ὑπεραιρόμενος», ὡς εἴδωλο, στήνεται καὶ μέσα στοὺς δικούς μας ναούς! Ὄχι διότι τοὺς ναοὺς μας καταλαμβάνουν βάρβαροι καὶ τοὺς βεβηλώνουν, ὅπως συνέβη σὲ κράτη δεδηλωμένου ἀθεϊσμοῦ.
Τὸ ἄλλο εἶναι χειρότερο: Μέσα στὸν ὀρθόδοξο Ναὸ στήνεται τὸ εἴδωλο, ὁ «ὑπεραιρόμενος», αὐτὸς ποὺ «κουμαντάρει» ἐγωιστικὰ τὰ πάντα, αὐτὸς ποὺ «φιγουράρει» σὰν παγώνι, αὐτὸς ποὺ ἀπαιτεῖ ὅλοι νὰ τὸν προσκυνοῦν καὶ νὰ σκύβουν τὸ κεφάλι σὲ κάθε ἀνοησία του. «Εἰς τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ ὡς Θεὸν καθίσαι».
Ὅταν θεοποιοῦνται οἱ τύποι, ὅταν θρησκειοποιῆται ἡ Ἐκκλησία, ὅταν ἐξωθῆται ὁ Χριστὸς στὸ περιθώριο, ὅταν ἁγνοῆται τὸ εὐαγγέλιό Του, τότε δὲν ἔχουμε ἀντίχριστη συμπεριφορά;
Ἀντὶ νὰ δίνουμε, λοιπόν, σημασία στὰ «ἀντικείμενα», ἂς προσέχουμε τὰ κείμενα, τὰ ἱερά, τὰ θεόπνευστα κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Ἀντὶ νὰ φοβώμαστε τὸν ὁποιονδήποτε «ἀντικείμενον», νὰ εἴμαστε ἑνωμένοι μὲ τὸν «κείμενον», «ὃς ἐστιν Ἰησοῦς Χριστὸς» (A΄ Κορ. γ΄ 12).
Καθένας, ποὺ δὲν δέχεται τὸ Χριστὸ ὡς σαρκωμένο Θεό, πολὺ δὲ περισσότερο Τὸν πολεμάει, εἶναι ἀντίχριστος. Ἔτσι λέει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὶς Ἐπιστολές του, ποὺ μόνο σ’ αὐτὲς ἀναφέρεται τὸ ὄνομα «ἀντίχριστος» (οὔτε στὴν δευτέρα πρὸς Θεσσαλονικεῖς οὔτε στὴν Ἀποκάλυψι ἀναφέρεται, ὅσο καὶ ἂν ἐπιμένουν οἱ κατ’ ἐπάγγελμα ἀντιχριστολογοῦντες!). Λέει ὁ Ἰωάννης: «Καὶ νῦν ἀντίχριστοι πολλοὶ γεγόνασιν. Τὶς ἐστιν ὁ ψεύστης, εἰ μὴ ὁ ἀρνούμενος ὅτι Ἰησοῦς οὐκ ἐστιν ὁ Χριστός; Οὗτος ἐστιν ὁ ἀντίχριστος, ὁ ἀρνούμενος τὸν πατέρα καὶ τὸν υἱόν. Πᾶς ὁ ἀρνούμενος τὸν υἱὸν οὐδὲ τὸν πατέρα ἔχει» (A΄ Ἰωάν. β΄ 18-23).
Σημασία δὲν ἔχει ἡ πολυπραγμοσύνη γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ ἀντιχρίστου. Σημασία ἔχουν δυὸ σχετικά.
Τὸ ἕνα: Πάντοτε μισοῦνται καὶ πολεμοῦνται οἱ ἀληθινοὶ χριστιανοί.
Τὸ ἄλλο: Οἱ χριστιανοὶ στηρίζονται ὄχι στὸν ἀντίχριστο, ἀλλὰ στὸ Χριστό.
Δυστυχῶς, πολλοὶ τρομοκρατοῦν τοὺς ὀλιγοψύχους μὲ τὸν «ἀντίχριστο».
Ὁ πιστὸς δὲν πολυπραγμονεῖ γύρω ἀπ’ τὴν ἅπαξ ἀναφορὰ τοῦ Παύλου σ’ ἕνα μυστηριῶδες πρόσωπο σατανικῆς συμπεριφορᾶς καὶ σατανικοῦ ἰμπεριαλισμοῦ, ἀλλ’ ἀσχολεῖται μὲ τὸ αὐτονόητο ἔργο ὅλων τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων ὅλων τῶν αἰώνων.
Ξέρετε πῶς μοιάζουμε;
Μᾶς ἔχουν κυκλώσει πολλὲς φλόγες καὶ ἐνῶ καιγόμαστε, ἐμεῖς δὲν ἀσχολούμαστε μὲ τὸ πῶς θὰ γλυτώσουμε ἀπ’ τὸ στόμα τους ἤ πῶς θὰ τὶς σβήσουμε, ἀλλὰ τρέμουμε μία μόνο φλόγα πού... κάποτε θὰ ἔρθη!
Μεγαλύτερη ἐπιτυχία τοῦ μεγάλου Ἀντιχρίστου, τοῦ Διαβόλου, ἀπὸ αὐτὴν δὲν ὑπάρχει! Καιγόμαστε ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ἀντιχρίστους του, καὶ ἐκεῖνος μᾶς ἔπεισε νὰ μὴ τοὺς φοβώμαστε, ἀλλὰ νὰ τρέμουμε κάποιον πού... θὰ ἔρθη!
Καὶ στὴν κόλασι ἀκόμα οἱ ἀπρόσεκτοι καὶ περίεργοι «χριστιανοὶ» θὰ τσακώνωνται γιὰ τὸ ποιὸς εἶναι τελικὰ καὶ ἂν ἦρθε ἤ δὲν ἦρθε στὴ γῆ ὁ ἀντίχριστος!
Μερικοὶ ἔχουν καταληφθῆ ἀπὸ ἄγχος, ὅτι δὲν θὰ μποροῦν πιὰ νὰ κάνουν τίποτε, ἀφοῦ μάλιστα εἶναι... σίγουρο, ὅτι θὰ προσπαθήσουν νὰ τοὺς σφραγίσουν μὲ κάποιο «χάραγμα» τοῦ ἀντιχρίστου, ὅτι θὰ μεταβληθοῦν αὐτόματα σὲ ἄβουλα νούμερα, σὲ ἀγέλη κάποιου ἀριθμοῦ!
Ἀλλοίμονο!
Τότε, ποῦ πάει τὸ Αἷμα τῆς Καινῆς Διαθήκης;
Ποῦ πάει ἡ παντοδυναμία τοῦ Χριστοῦ;
Ποῦ πάει ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου;
Ποῦ πάει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὰ «πάντα ἰσχύει» (Φιλιπ. δ΄ 13) ὁ πιστός;
Ποῦ πάει ἡ βεβαιότητα, ὅτι θὰ καταλυθῆ τὸ κράτος τοῦ ἀντιχρίστου Διαβόλου τελείως;
Ὁ πιστὸς χριστιανός, ἕνα φοβᾶται: Νὰ μὴ παραδοθῆ στοὺς πειρασμοὺς καὶ θελήση μόνος του νὰ γίνη ἄβουλο νούμερο σκοτεινῶν δυνάμεων. Δὲν φοβᾶται τὴν ὑποδούλωσι τῆς βουλήσεώς του κατὰ τὸν ὁποιονδήποτε μαγικὸ τρόπο. Γιατί κάτι τέτοιο δὲν γίνεται.
Δὲν ταράζεται ἀπὸ τὸ σύνδρομο τῆς θρησκευτικῆς τρομοκρατίας, ποὺ ἔχει καταλάβει ἀστήρικτους καὶ ἀνόητους. Στηριγμένος ὁ πιστὸς σὲ ὅσα ἡ Γραφὴ βεβαιώνει, κάπως ἔτσι ἀντιστέκεται:
―Φύγετε τῆς ἐσχατομανίας τὰ παιδιά, ποὺ θέλετε νὰ μὲ τρομάξτε μὲ τὸν ἐρχομό τοῦ... ἀντιχρίστου! Ἐγὼ ἔχω τὸ δικό μου Κύριο, τὸ Χριστό μου, ποὺ ἦρθε. Καὶ Τὸν περιμένω νὰ ξανάρθη γιὰ νὰ πάρη ἀκόμα πιὸ κοντὰ Του ὅλους τοὺς εὐσεβεῖς. «Ὁ Κύριος ἐγγύς»!
Τὶς σκιὲς δὲν τὶς φοβᾶμαι! Μήτε τὰ «μορμολύκια» καὶ τὰ φαντασιοκοπήματα. Ζῶ στὸ φῶς τῆς ἀλήθειας. Ἀνήκω στὸ στρατὸ τοῦ Ἰησοῦ, στὴν Ἐκκλησία τῆς χαρᾶς καὶ τῆς ἐλευθερίας.
* * *
Μὲ ἀφορμὴ κάποια καινούργια «ταυτότητα», ποὺ ἔχει χαρακτηριστῆ «κάρτα τοῦ πολίτη» μερικοὶ ταράζονται. Μιλᾶνε γιὰ τὸ «χάραγμα» κάποιου θηρίου, ποὺ τὸ ἔχουν βαφτίσει «ἀντίχριστο»!
Τὸ ὅτι ἡ λέξις «ἀντίχριστος» δὲν ὑπάρχει στὴν Ἀποκάλυψι εἶναι πασίγωστο. Τὸ ὅτι γιὰ πολλοὺς ἀντίχριστους μιλάει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὴν πρώτη του Ἐπιστολὴ (β΄ 18-23), καὶ αὐτὸ εἶναι πασίγνωστο. Ὅπως ἐπίσης πασίγνωστο καὶ αὐτονόητο εἶναι, ὅτι ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Κυρίου μέχρι τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου ἦρθαν, ἔρχονται καὶ θὰ ἔρχωνται μυριάδες ἀντίχριστοι, ὅλοι ὅσοι ἀρνοῦνται τὸ Χριστὸ ὡς Σωτήρα, ὅσοι πολεμοῦν τὸ Χριστὸ καὶ τοὺς χριστιανούς, ὅσοι ἀσεβοῦν στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἐκεῖνο, ποὺ δὲν ἔχουν προσέξει πολλοὶ εἶναι τὰ ἅγια χαράγματα. Μιλᾶνε μόνο γιὰ τὸ ἕνα χάραγμα τοῦ θηρίου, καὶ καμμιὰ μνεία δὲν κάνουν γιὰ τὰ πολλὰ σφραγίσματα τοῦ Θεοῦ στοὺς πιστούς. Ἂς ἀναφέρουμε μερικά:
«Καὶ ἐρρέθη ταῖς ἐξουσίαις (τῶν ἀκρίδων), Ἵνα μὴ ἀδικήσωσι τὸν χόρτον τῆς γῆς οὐδὲ πᾶν χλωρόν, οὐδὲ πᾶν δένδρον, εἰ τοὺς ἀνθρώπους οἵτινες οὐκ ἔχουσι τὴν σφραγίδα τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῶν μετώπων αὐτῶν» (Ἀποκ. θ΄ 4). Δηλαδή: Εἶπαν στὶς ἀκρίδες νὰ μὴ βλάψουν τὸ χορτάρι τῆς γῆς οὔτε κανένα χλωρό, οὔτε κανένα δέντρο, παρὰ μόνο νὰ βλάψουν ἀνθρώπους, ποὺ δὲν ἔχουν τὴν σφραγίδα τοῦ Θεοῦ στὰ μέτωπά τους!
Ἔχουν οἱ χριστιανοὶ καμμιὰ σφραγίδα στὸ μέτωπο; Κανένα χάραγμα; Ὄχι. Ἄρα δὲν εἶναι χριστιανοί; Εἶναι, ἀφοῦ τὸ χάραγμα εἶναι συμβολικὸ καὶ ἀόρατο.
Ἔχουμε καμμιὰ σφραγίδα στὸ μέτωπο; Ἄρα δὲν εἴμαστε χριστιανοί! Καὶ ὅμως εἴμαστε. Εἶχαν καμμιὰ σφαγίδα στὸ μέτωπό τους οἱ ἅγιοι μάρτυρες; Ὄχι. Ἄρα δὲν ἦσαν χριστιανοί! Ἀσφαλῶς ἦσαν. Εἶχαν τὸ σφράγισμα καὶ τὸ χάραγμα, ἀλλ’ ἀόρατο!
Γιατί, λοιπόν, τὸ εὐλογημένο σφράγισμα καὶ χάραγμα, γιὰ τὸ ὁποῖο μιλάει ὁ Ἰωάννης στὴν Ἀποκάλυψι καὶ στὰ ζ, θ, καὶ ιδ κεφάλαια, εἶναι συμβολικὰ καὶ ἀόρατα, καὶ μόνο τὸ σφράγισμα τοῦ θηρίου (Ἀποκ. ιγ΄ 16) θὰ εἶναι ὁρατὸ καὶ πραγματικό; Ἐξηγῆστε οἱ ταράζοντες τὸν κόσμο, γιατί;
Μόνο στὸν ἐγκέφαλο πλανεμένων καὶ ἀκραίων προτεσταντῶν τῆς Ἀμερικῆς μπορεῖ νὰ ἀναζητηθῆ ἐξήγησις. Τὸ πῶς τώρα ἀπὸ κεῖ ἦρθε ἐδῶ, αὐτὸ εἶναι ἕνα ἄλλο μυστήριο, ἑπτασφράγιστο, ἤ μᾶλλον μία ἐπιτυχία τοῦ ἀντιχρίστου, τοῦ Διαβόλου.
Μὲ τὸ εἰσιτήριο τοῦ οὐρανοπολίτη ἀσχολοῦνται οἱ ἅγιοι. Δὲν εἴμαστε τῆς γῆς αὐτῆς πολίτες. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Οὐκ εἶ πολίτης, ἀλλ’ ὁδίτης εἶ καὶ ὁδοιπόρος. Μὴ εἴπῃς· Ἔχω τῆνδε τὴν πόλιν, καὶ ἔχω τῆνδε. Οὐκ ἔχει οὐδεὶς πόλιν. Ἡ πόλις ἄνω ἐστι» (E.Π.E. 33, 120). Μετάφρασις: Δὲν εἶσαι πολίτης, ἀλλὰ διαβάτης καὶ ὁδοιπόρος. Μὴν πῆς, ἔχω αὐτὴ τὴν πόλι ἤ ἔχω τὴν ἄλλην. Κανένας δὲν ἔχει πόλι, μόνιμη κατοικία. Ἡ πόλις μας εἶναι πάνω.
Οἱ χριστιανοὶ εἶναι:
Οὐρανοδρόμοι. Πορεύονται πρὸς τὸν οὐρανό, περπατώντας στὴ γῆ. «Οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Ἑβρ. ιγ΄ 14).
Οὐρανοπολίτες. «Τὰ ἄνω φρονοῦμεν, οὐ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς» (Κολοσ. γ 2).
Οὐρανοδεῖκτες. Δείχνουμε στοὺς πεζοπόρους καὶ ταλαιπώρους τοῦ κόσμου, πὼς τὸ «πολίτευμα ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλιπ. γ 2).
Περπατᾶμε μὲ σκοπὸ καὶ στόχο τὸν οὐρανό: «Κατὰ σκοπὸν διώκω ἐπὶ τὸ βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως» (Φιλιπ. γ 14). Περπατᾶμε μὲ διπλὴ σφραγίδα στὸ μέτωπο.
Ἡ μία εἶναι ἡ δική μας: Ἡ ὁμολογία. Ἡ ἄλλη τοῦ Χριστοῦ. Ἡ χάρις. Ναί, δέχομαι τὸ χάραγμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἔχουμε καὶ ἄλλο ἅγιο σφράγισμα στὴν Ἀποκάλυψι. Δόθηκε ἐντολὴ στοὺς τέσσερις ἀγγέλους: «Μὴ ἀδικήσητε τὴν γῆν μήτε τὴν θάλασσαν μήτε τὰ δένδρα, ἄχρις οὗ σφραγίσωμεν τοὺς δούλους τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἐπὶ τῶν μετώπων αὐτῶν. Καὶ ἤκουσα τὸν ἀριθμὸν τῶν ἐσφραγισμένων· Ἑκατὸν τεσσαράκοντα τέσσαρες χιλιάδες ἐσφραγισμένοι ἐκ πάσης φυλῆς υἱῶν Ἰσραήλ....» (Ἀποκ. ζ΄ 2).
Οἱ δοῦλοι τοῦ Θεοῦ ἔχουν χάραγμα στὸ μέτωπο; Ὄχι. Καὶ ὅμως εἶναι χριστιανοί. Βέβαια παρακαλοῦν: «Μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν».
Σὲ τί διαφέρει ὁ πειρασμὸς ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἐξωτερικὴ ἐπέμβασι ἄλλου; Στὸν πειρασμὸ ἐνδίδει ἡ ἐλευθερία μας. Στὴν ἄλλη ἐπέμβασι ἤ ἐπιρροὴ δὲν λειτουργεῖ ἡ ἐλευθερία. Μὲ μαγικὸ τρόπο οὔτε κακὸ οὔτε καλὸ μποροῦν νὰ μᾶς κάνουν.
Βέβαια λογαριάζουμε τοὺς ἀντίχριστους, τὶς ἀντίχριστες, τὰ ἀντίχριστα. Ὅσοι καὶ ὅσα μᾶς σερβίρουν τὴ διαφθορὰ καὶ τὴν διαστροφὴ τῆς ἀλήθειας.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος προσπαθοῦσε νὰ χαραχτῆ στὶς καρδιὲς ὅλων «Ἰησοῦς Χριστὸς ἐσταυρωμένος» (Γαλ. γ΄ 1). Πῶς Τὸν χάραζε; Μὲ τὴν ἀόρατη χαρακτικὴ τέχνη. Μὲ τὸ χρωστήρα τοῦ λόγου του.
Οἱ χριστιανοὶ δὲν φοβόμαστε τὸν ἕναν ἀριθμό, ἔστω καὶ ἂν αὐτὸς εἶναι 666 ἤ 777 ἤ 888! Τὰ ἀναρίθμητα ἁμαρτήματά μας φοβόμαστε.
Οἱ χριστιανοὶ δὲν φοβόμαστε τὸν ἀντικείμενον. Στηριζόμαστε στὸν κείμενον, «ὃς ἐστιν Ἰησοῦς Χριστὸς» (A΄ Κορ. γ΄ 12). Οἱ χριστιανοὶ δὲν δίνουν σημασία στὰ «ἀντικείμενα». Προσέχουμε τὰ κείμενα, τὰ ἱερά, τὰ θεόπνευστα κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Οἱ χριστιανοὶ ἕνα χάραγμα ποθοῦν. Νὰ γραφτῆ τὸ ὄνομά τους στὸν κατάλογο τοῦ οὐρανοῦ (Λουκ. ι΄ 20).
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀνησυχοῦσε γιὰ τοὺς χριστιανούς, γιὰ τὰ πνευματικά του παιδιά, μήπως τεντώσουν τὰ αὐτιά τους νὰ δεχτοῦν τὰ ἀπατηλὰ μηνύματα ἐκείνων, ποὺ ἦσαν «κνηθόμενοι τὴν ἀκοὴν» (A΄ Τιμ. δ΄ 3).
Ὁ Χριστὸς τῆς πρώτης καὶ τῆς δευτέρας Παρουσίας εἶναι ὁ Ἥλιος. Αὐτὸν ὅποιος ἀκολουθεῖ, «οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ’ ἔξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς» (Ἰωάν. η΄ 12). Πολλοὶ παρασύρονται στὴν ἐξέτασι τοῦ μελλοντικοῦ ἔκτακτου σημείου, ποὺ ἔχει ποικίλα ὀνόματα, καὶ φυσικὰ δὲν θὰ εἶναι τίποτε ἄλλο, παρὰ μία ἀκόμα ἔξαρσις τοῦ κακοῦ.
Πάντα τὸ Φῶς, πάντα καὶ τὸ κακό.
Πάντα ὑπάρχει ἔντασις τοῦ κακοῦ.
Δὲν εἶναι κακὸ νὰ προσέχη κανεὶς τὴν ποικιλώνυμη σατανικότητα. Κακὸ εἶναι ν’ ἀποπροσανατολίζεται. N’ ἀποσύρη τὸ βλέμμα του ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, καὶ νὰ τρομοκρατῆται μὲ κάποιον ἐρχόμενο ἀντίχριστο. «Μὴ τὶς ὑμᾶς ἐξαπατήση κατὰ μηδένα τρόπον» (B΄ Θεσ. β΄ 3).
Κάθε ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας, ποὺ θέλει μάλιστα νὰ παρασύρη στὴν ἄβυσσο τοὺς ἄλλους, εἶναι υἱὸς τῆς ἀπωλείας καὶ ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας καὶ ἀντικείμενος καὶ ἀντίχριστος.
Ἂν τὸ πρόσωπο, ποὺ ἄλλοτε λέγεται «ἀντικείμενος», ἄλλοτε «ὑπεραιρόμενος», ἄλλοτε «ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας», ἄλλοτε «υἱὸς τῆς ἀπωλείας», ἄλλοτε «ὁ κατέχων» (ὁ ἀπόστολος Παῦλος δὲν χρησιμοποιεῖ τὴ λέξι «ἀντίχριστος»), εἶναι ἔκτακτο φαινόμενο, αὐτὸ δὲν καταργεῖ τὸ ἄλλο, τὸ ἀπείρως σπουδαιότερο. Ποιό;
Ὅποιος πηγαίνει θεληματικὰ κόντρα στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, γίνεται ἀντικείμενος. Ἂς θυμηθοῦμε γιὰ ποιὸ θέμα σὲ ἄλλη ἐπιστολὴ του ὁ Παῦλος ἀναφέρει τὸ Διάβολο ὡς «ἀντικείμενον». Γιὰ τὸ θέμα τῆς τεκνογονίας. Λέει: «Βούλομαι νεωτέρας γαμεῖν, τεκνογονεῖν, οἰκοδεσποτεῖν, μηδεμίαν ἀφορμὴν διδόναι τῷ ἀντικειμένῳ λοιδορίας χάριν» (A΄ Τιμ. ε΄ 14).
Σήμερα οἱ λεγόμενοι ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ καταπατοῦν ἀσύστολα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν παιδοποιΐα. Μετέρχονται τὰ πονηρότερα μέσα γιὰ ν’ ἀποφύγουν τὴν τεκνογονία. Εἶναι ἤ δὲν εἶναι, κατὰ τὸν Παῦλο «ἀντικείμενοι»;
Ἄν μία φορὰ μᾶς ἐνδιαφέρη, ποιὸς σὲ κάθε ἐποχὴ εἶναι ὁ θρονιασμένος ἀντικείμενος, χίλιες φορὲς ἂς μᾶς ἐνδιαφέρη νὰ μὴ γινώμαστε ἐμεῖς ἀντικείμενοι στὸ Θεό, ἀντίχριστοι.
Ἡ θεοποίησις εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ ἔντονα χαρακτηριστικά τῆς ἐποχῆς μας. Ὅ,τι θρονιάζεται στὶς καρδιὲς τῶν πολλῶν εἶναι «θεὸς» γιὰ τὸν κόσμο.
Κάποτε «ὁ ἀντικείμενος καὶ ὑπεραιρόμενος», ὡς εἴδωλο, στήνεται καὶ μέσα στοὺς δικούς μας ναούς! Ὄχι διότι τοὺς ναοὺς μας καταλαμβάνουν βάρβαροι καὶ τοὺς βεβηλώνουν, ὅπως συνέβη σὲ κράτη δεδηλωμένου ἀθεϊσμοῦ.
Τὸ ἄλλο εἶναι χειρότερο: Μέσα στὸν ὀρθόδοξο Ναὸ στήνεται τὸ εἴδωλο, ὁ «ὑπεραιρόμενος», αὐτὸς ποὺ «κουμαντάρει» ἐγωιστικὰ τὰ πάντα, αὐτὸς ποὺ «φιγουράρει» σὰν παγώνι, αὐτὸς ποὺ ἀπαιτεῖ ὅλοι νὰ τὸν προσκυνοῦν καὶ νὰ σκύβουν τὸ κεφάλι σὲ κάθε ἀνοησία του. «Εἰς τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ ὡς Θεὸν καθίσαι».
Ὅταν θεοποιοῦνται οἱ τύποι, ὅταν θρησκειοποιῆται ἡ Ἐκκλησία, ὅταν ἐξωθῆται ὁ Χριστὸς στὸ περιθώριο, ὅταν ἁγνοῆται τὸ εὐαγγέλιό Του, τότε δὲν ἔχουμε ἀντίχριστη συμπεριφορά;
Ἀντὶ νὰ δίνουμε, λοιπόν, σημασία στὰ «ἀντικείμενα», ἂς προσέχουμε τὰ κείμενα, τὰ ἱερά, τὰ θεόπνευστα κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Ἀντὶ νὰ φοβώμαστε τὸν ὁποιονδήποτε «ἀντικείμενον», νὰ εἴμαστε ἑνωμένοι μὲ τὸν «κείμενον», «ὃς ἐστιν Ἰησοῦς Χριστὸς» (A΄ Κορ. γ΄ 12).
Καθένας, ποὺ δὲν δέχεται τὸ Χριστὸ ὡς σαρκωμένο Θεό, πολὺ δὲ περισσότερο Τὸν πολεμάει, εἶναι ἀντίχριστος. Ἔτσι λέει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὶς Ἐπιστολές του, ποὺ μόνο σ’ αὐτὲς ἀναφέρεται τὸ ὄνομα «ἀντίχριστος» (οὔτε στὴν δευτέρα πρὸς Θεσσαλονικεῖς οὔτε στὴν Ἀποκάλυψι ἀναφέρεται, ὅσο καὶ ἂν ἐπιμένουν οἱ κατ’ ἐπάγγελμα ἀντιχριστολογοῦντες!). Λέει ὁ Ἰωάννης: «Καὶ νῦν ἀντίχριστοι πολλοὶ γεγόνασιν. Τὶς ἐστιν ὁ ψεύστης, εἰ μὴ ὁ ἀρνούμενος ὅτι Ἰησοῦς οὐκ ἐστιν ὁ Χριστός; Οὗτος ἐστιν ὁ ἀντίχριστος, ὁ ἀρνούμενος τὸν πατέρα καὶ τὸν υἱόν. Πᾶς ὁ ἀρνούμενος τὸν υἱὸν οὐδὲ τὸν πατέρα ἔχει» (A΄ Ἰωάν. β΄ 18-23).
Σημασία δὲν ἔχει ἡ πολυπραγμοσύνη γύρω ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ ἀντιχρίστου. Σημασία ἔχουν δυὸ σχετικά.
Τὸ ἕνα: Πάντοτε μισοῦνται καὶ πολεμοῦνται οἱ ἀληθινοὶ χριστιανοί.
Τὸ ἄλλο: Οἱ χριστιανοὶ στηρίζονται ὄχι στὸν ἀντίχριστο, ἀλλὰ στὸ Χριστό.
Δυστυχῶς, πολλοὶ τρομοκρατοῦν τοὺς ὀλιγοψύχους μὲ τὸν «ἀντίχριστο».
Ὁ πιστὸς δὲν πολυπραγμονεῖ γύρω ἀπ’ τὴν ἅπαξ ἀναφορὰ τοῦ Παύλου σ’ ἕνα μυστηριῶδες πρόσωπο σατανικῆς συμπεριφορᾶς καὶ σατανικοῦ ἰμπεριαλισμοῦ, ἀλλ’ ἀσχολεῖται μὲ τὸ αὐτονόητο ἔργο ὅλων τῶν σκοτεινῶν δυνάμεων ὅλων τῶν αἰώνων.
Ξέρετε πῶς μοιάζουμε;
Μᾶς ἔχουν κυκλώσει πολλὲς φλόγες καὶ ἐνῶ καιγόμαστε, ἐμεῖς δὲν ἀσχολούμαστε μὲ τὸ πῶς θὰ γλυτώσουμε ἀπ’ τὸ στόμα τους ἤ πῶς θὰ τὶς σβήσουμε, ἀλλὰ τρέμουμε μία μόνο φλόγα πού... κάποτε θὰ ἔρθη!
Μεγαλύτερη ἐπιτυχία τοῦ μεγάλου Ἀντιχρίστου, τοῦ Διαβόλου, ἀπὸ αὐτὴν δὲν ὑπάρχει! Καιγόμαστε ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ἀντιχρίστους του, καὶ ἐκεῖνος μᾶς ἔπεισε νὰ μὴ τοὺς φοβώμαστε, ἀλλὰ νὰ τρέμουμε κάποιον πού... θὰ ἔρθη!
Καὶ στὴν κόλασι ἀκόμα οἱ ἀπρόσεκτοι καὶ περίεργοι «χριστιανοὶ» θὰ τσακώνωνται γιὰ τὸ ποιὸς εἶναι τελικὰ καὶ ἂν ἦρθε ἤ δὲν ἦρθε στὴ γῆ ὁ ἀντίχριστος!
Μερικοὶ ἔχουν καταληφθῆ ἀπὸ ἄγχος, ὅτι δὲν θὰ μποροῦν πιὰ νὰ κάνουν τίποτε, ἀφοῦ μάλιστα εἶναι... σίγουρο, ὅτι θὰ προσπαθήσουν νὰ τοὺς σφραγίσουν μὲ κάποιο «χάραγμα» τοῦ ἀντιχρίστου, ὅτι θὰ μεταβληθοῦν αὐτόματα σὲ ἄβουλα νούμερα, σὲ ἀγέλη κάποιου ἀριθμοῦ!
Ἀλλοίμονο!
Τότε, ποῦ πάει τὸ Αἷμα τῆς Καινῆς Διαθήκης;
Ποῦ πάει ἡ παντοδυναμία τοῦ Χριστοῦ;
Ποῦ πάει ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου;
Ποῦ πάει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὰ «πάντα ἰσχύει» (Φιλιπ. δ΄ 13) ὁ πιστός;
Ποῦ πάει ἡ βεβαιότητα, ὅτι θὰ καταλυθῆ τὸ κράτος τοῦ ἀντιχρίστου Διαβόλου τελείως;
Ὁ πιστὸς χριστιανός, ἕνα φοβᾶται: Νὰ μὴ παραδοθῆ στοὺς πειρασμοὺς καὶ θελήση μόνος του νὰ γίνη ἄβουλο νούμερο σκοτεινῶν δυνάμεων. Δὲν φοβᾶται τὴν ὑποδούλωσι τῆς βουλήσεώς του κατὰ τὸν ὁποιονδήποτε μαγικὸ τρόπο. Γιατί κάτι τέτοιο δὲν γίνεται.
Δὲν ταράζεται ἀπὸ τὸ σύνδρομο τῆς θρησκευτικῆς τρομοκρατίας, ποὺ ἔχει καταλάβει ἀστήρικτους καὶ ἀνόητους. Στηριγμένος ὁ πιστὸς σὲ ὅσα ἡ Γραφὴ βεβαιώνει, κάπως ἔτσι ἀντιστέκεται:
―Φύγετε τῆς ἐσχατομανίας τὰ παιδιά, ποὺ θέλετε νὰ μὲ τρομάξτε μὲ τὸν ἐρχομό τοῦ... ἀντιχρίστου! Ἐγὼ ἔχω τὸ δικό μου Κύριο, τὸ Χριστό μου, ποὺ ἦρθε. Καὶ Τὸν περιμένω νὰ ξανάρθη γιὰ νὰ πάρη ἀκόμα πιὸ κοντὰ Του ὅλους τοὺς εὐσεβεῖς. «Ὁ Κύριος ἐγγύς»!
Τὶς σκιὲς δὲν τὶς φοβᾶμαι! Μήτε τὰ «μορμολύκια» καὶ τὰ φαντασιοκοπήματα. Ζῶ στὸ φῶς τῆς ἀλήθειας. Ἀνήκω στὸ στρατὸ τοῦ Ἰησοῦ, στὴν Ἐκκλησία τῆς χαρᾶς καὶ τῆς ἐλευθερίας.
* * *
Μὲ ἀφορμὴ κάποια καινούργια «ταυτότητα», ποὺ ἔχει χαρακτηριστῆ «κάρτα τοῦ πολίτη» μερικοὶ ταράζονται. Μιλᾶνε γιὰ τὸ «χάραγμα» κάποιου θηρίου, ποὺ τὸ ἔχουν βαφτίσει «ἀντίχριστο»!
Τὸ ὅτι ἡ λέξις «ἀντίχριστος» δὲν ὑπάρχει στὴν Ἀποκάλυψι εἶναι πασίγωστο. Τὸ ὅτι γιὰ πολλοὺς ἀντίχριστους μιλάει ὁ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης στὴν πρώτη του Ἐπιστολὴ (β΄ 18-23), καὶ αὐτὸ εἶναι πασίγνωστο. Ὅπως ἐπίσης πασίγνωστο καὶ αὐτονόητο εἶναι, ὅτι ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Κυρίου μέχρι τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου ἦρθαν, ἔρχονται καὶ θὰ ἔρχωνται μυριάδες ἀντίχριστοι, ὅλοι ὅσοι ἀρνοῦνται τὸ Χριστὸ ὡς Σωτήρα, ὅσοι πολεμοῦν τὸ Χριστὸ καὶ τοὺς χριστιανούς, ὅσοι ἀσεβοῦν στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἐκεῖνο, ποὺ δὲν ἔχουν προσέξει πολλοὶ εἶναι τὰ ἅγια χαράγματα. Μιλᾶνε μόνο γιὰ τὸ ἕνα χάραγμα τοῦ θηρίου, καὶ καμμιὰ μνεία δὲν κάνουν γιὰ τὰ πολλὰ σφραγίσματα τοῦ Θεοῦ στοὺς πιστούς. Ἂς ἀναφέρουμε μερικά:
«Καὶ ἐρρέθη ταῖς ἐξουσίαις (τῶν ἀκρίδων), Ἵνα μὴ ἀδικήσωσι τὸν χόρτον τῆς γῆς οὐδὲ πᾶν χλωρόν, οὐδὲ πᾶν δένδρον, εἰ τοὺς ἀνθρώπους οἵτινες οὐκ ἔχουσι τὴν σφραγίδα τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τῶν μετώπων αὐτῶν» (Ἀποκ. θ΄ 4). Δηλαδή: Εἶπαν στὶς ἀκρίδες νὰ μὴ βλάψουν τὸ χορτάρι τῆς γῆς οὔτε κανένα χλωρό, οὔτε κανένα δέντρο, παρὰ μόνο νὰ βλάψουν ἀνθρώπους, ποὺ δὲν ἔχουν τὴν σφραγίδα τοῦ Θεοῦ στὰ μέτωπά τους!
Ἔχουν οἱ χριστιανοὶ καμμιὰ σφραγίδα στὸ μέτωπο; Κανένα χάραγμα; Ὄχι. Ἄρα δὲν εἶναι χριστιανοί; Εἶναι, ἀφοῦ τὸ χάραγμα εἶναι συμβολικὸ καὶ ἀόρατο.
Ἔχουμε καμμιὰ σφραγίδα στὸ μέτωπο; Ἄρα δὲν εἴμαστε χριστιανοί! Καὶ ὅμως εἴμαστε. Εἶχαν καμμιὰ σφαγίδα στὸ μέτωπό τους οἱ ἅγιοι μάρτυρες; Ὄχι. Ἄρα δὲν ἦσαν χριστιανοί! Ἀσφαλῶς ἦσαν. Εἶχαν τὸ σφράγισμα καὶ τὸ χάραγμα, ἀλλ’ ἀόρατο!
Γιατί, λοιπόν, τὸ εὐλογημένο σφράγισμα καὶ χάραγμα, γιὰ τὸ ὁποῖο μιλάει ὁ Ἰωάννης στὴν Ἀποκάλυψι καὶ στὰ ζ, θ, καὶ ιδ κεφάλαια, εἶναι συμβολικὰ καὶ ἀόρατα, καὶ μόνο τὸ σφράγισμα τοῦ θηρίου (Ἀποκ. ιγ΄ 16) θὰ εἶναι ὁρατὸ καὶ πραγματικό; Ἐξηγῆστε οἱ ταράζοντες τὸν κόσμο, γιατί;
Μόνο στὸν ἐγκέφαλο πλανεμένων καὶ ἀκραίων προτεσταντῶν τῆς Ἀμερικῆς μπορεῖ νὰ ἀναζητηθῆ ἐξήγησις. Τὸ πῶς τώρα ἀπὸ κεῖ ἦρθε ἐδῶ, αὐτὸ εἶναι ἕνα ἄλλο μυστήριο, ἑπτασφράγιστο, ἤ μᾶλλον μία ἐπιτυχία τοῦ ἀντιχρίστου, τοῦ Διαβόλου.
Μὲ τὸ εἰσιτήριο τοῦ οὐρανοπολίτη ἀσχολοῦνται οἱ ἅγιοι. Δὲν εἴμαστε τῆς γῆς αὐτῆς πολίτες. Λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: «Οὐκ εἶ πολίτης, ἀλλ’ ὁδίτης εἶ καὶ ὁδοιπόρος. Μὴ εἴπῃς· Ἔχω τῆνδε τὴν πόλιν, καὶ ἔχω τῆνδε. Οὐκ ἔχει οὐδεὶς πόλιν. Ἡ πόλις ἄνω ἐστι» (E.Π.E. 33, 120). Μετάφρασις: Δὲν εἶσαι πολίτης, ἀλλὰ διαβάτης καὶ ὁδοιπόρος. Μὴν πῆς, ἔχω αὐτὴ τὴν πόλι ἤ ἔχω τὴν ἄλλην. Κανένας δὲν ἔχει πόλι, μόνιμη κατοικία. Ἡ πόλις μας εἶναι πάνω.
Οἱ χριστιανοὶ εἶναι:
Οὐρανοδρόμοι. Πορεύονται πρὸς τὸν οὐρανό, περπατώντας στὴ γῆ. «Οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Ἑβρ. ιγ΄ 14).
Οὐρανοπολίτες. «Τὰ ἄνω φρονοῦμεν, οὐ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς» (Κολοσ. γ 2).
Οὐρανοδεῖκτες. Δείχνουμε στοὺς πεζοπόρους καὶ ταλαιπώρους τοῦ κόσμου, πὼς τὸ «πολίτευμα ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλιπ. γ 2).
Περπατᾶμε μὲ σκοπὸ καὶ στόχο τὸν οὐρανό: «Κατὰ σκοπὸν διώκω ἐπὶ τὸ βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως» (Φιλιπ. γ 14). Περπατᾶμε μὲ διπλὴ σφραγίδα στὸ μέτωπο.
Ἡ μία εἶναι ἡ δική μας: Ἡ ὁμολογία. Ἡ ἄλλη τοῦ Χριστοῦ. Ἡ χάρις. Ναί, δέχομαι τὸ χάραγμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἔχουμε καὶ ἄλλο ἅγιο σφράγισμα στὴν Ἀποκάλυψι. Δόθηκε ἐντολὴ στοὺς τέσσερις ἀγγέλους: «Μὴ ἀδικήσητε τὴν γῆν μήτε τὴν θάλασσαν μήτε τὰ δένδρα, ἄχρις οὗ σφραγίσωμεν τοὺς δούλους τοῦ Θεοῦ ἡμῶν ἐπὶ τῶν μετώπων αὐτῶν. Καὶ ἤκουσα τὸν ἀριθμὸν τῶν ἐσφραγισμένων· Ἑκατὸν τεσσαράκοντα τέσσαρες χιλιάδες ἐσφραγισμένοι ἐκ πάσης φυλῆς υἱῶν Ἰσραήλ....» (Ἀποκ. ζ΄ 2).
Οἱ δοῦλοι τοῦ Θεοῦ ἔχουν χάραγμα στὸ μέτωπο; Ὄχι. Καὶ ὅμως εἶναι χριστιανοί. Βέβαια παρακαλοῦν: «Μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν».
Σὲ τί διαφέρει ὁ πειρασμὸς ἀπὸ ὁποιαδήποτε ἐξωτερικὴ ἐπέμβασι ἄλλου; Στὸν πειρασμὸ ἐνδίδει ἡ ἐλευθερία μας. Στὴν ἄλλη ἐπέμβασι ἤ ἐπιρροὴ δὲν λειτουργεῖ ἡ ἐλευθερία. Μὲ μαγικὸ τρόπο οὔτε κακὸ οὔτε καλὸ μποροῦν νὰ μᾶς κάνουν.
Βέβαια λογαριάζουμε τοὺς ἀντίχριστους, τὶς ἀντίχριστες, τὰ ἀντίχριστα. Ὅσοι καὶ ὅσα μᾶς σερβίρουν τὴ διαφθορὰ καὶ τὴν διαστροφὴ τῆς ἀλήθειας.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος προσπαθοῦσε νὰ χαραχτῆ στὶς καρδιὲς ὅλων «Ἰησοῦς Χριστὸς ἐσταυρωμένος» (Γαλ. γ΄ 1). Πῶς Τὸν χάραζε; Μὲ τὴν ἀόρατη χαρακτικὴ τέχνη. Μὲ τὸ χρωστήρα τοῦ λόγου του.
Οἱ χριστιανοὶ δὲν φοβόμαστε τὸν ἕναν ἀριθμό, ἔστω καὶ ἂν αὐτὸς εἶναι 666 ἤ 777 ἤ 888! Τὰ ἀναρίθμητα ἁμαρτήματά μας φοβόμαστε.
Οἱ χριστιανοὶ δὲν φοβόμαστε τὸν ἀντικείμενον. Στηριζόμαστε στὸν κείμενον, «ὃς ἐστιν Ἰησοῦς Χριστὸς» (A΄ Κορ. γ΄ 12). Οἱ χριστιανοὶ δὲν δίνουν σημασία στὰ «ἀντικείμενα». Προσέχουμε τὰ κείμενα, τὰ ἱερά, τὰ θεόπνευστα κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
Οἱ χριστιανοὶ ἕνα χάραγμα ποθοῦν. Νὰ γραφτῆ τὸ ὄνομά τους στὸν κατάλογο τοῦ οὐρανοῦ (Λουκ. ι΄ 20).