Μέσα στὴν ἥρεμη Αὐγουστιάτικη νύχτα, μὲ τὴν ποικιλία τῶν ἀρωμάτων ἀπό πεῦκο, γιασεμί, νυχτολούλουδο καὶ βασιλικὸ νὰ τὴ στολίζουν, σιμὰ στὴ θάλασσα μὲ τὸ ἀβίαστο ρυθμικό της
ἀνάσασμα, ποὺ τὸ ἀφήνει νὰ ξαποστάσει πάνω στὰ λαλαρίδια τῆς ἀκρογιαλιᾶς, κι αὐτή ἡ θερινὴ ἀναπόληση.
ἀνάσασμα, ποὺ τὸ ἀφήνει νὰ ξαποστάσει πάνω στὰ λαλαρίδια τῆς ἀκρογιαλιᾶς, κι αὐτή ἡ θερινὴ ἀναπόληση.
Αὔγουστος πιά, μὲ τὶς ὅποιες ἐντάσεις καὶ δραστηριότητες τοῦ θέρους νὰ κορυφώνονται, καθὼς οἱ ἄνθρωποι σ ̓ἀυτὸν τὸν μῆνα ἐναποθέτουν τὶς ἐλπίδες τους: βλέπεις, μήνας τῆς ἄδειας καὶ τῶν διακοπῶν εἶναι ὁ Αὔγουστος. Ἔτσι, οἱ λιγες αὐτὲς μέρες τῶν διακοπῶν τροφοδοτοῦν τὸ εἶναι, τὸ ὑψώνουν στὴ θέση ποὺ ὁ Δημιουργὸς τὸ ἔταξε, ἀφοῦ ἡ στεγνὴ καὶ ἀδυσώπητη καθημερινότητα τὸ σφαλίζει τὸν ὑπόλοιπο καιρὸ σὲ τάφους ἀνήλιαγους καὶ ὑγρούς.
Τὸ μεγάλο, λοιπόν, μυστήριο τοῦ Αὐγούστου ἀναμφίβολα εἶναι αὐτὸ ποὺ μὲ περίσια σοφία ὁ λαὸς ἐφράζει καὶ ἐμπειρικὰ τὸ ζεῖ, τό, «Αὔγουστε καλέ μου μῆνα νἄσουν δυὸ φορὲς τὸ χρόνο». Κι ἔχει μεγάλη σημασία ἐτούτη ἡ ρήση, γιατὶ στὸν Αὔγουστο ὐπάρχει ἡ ποικιλία τῶν ἀγαθῶν, μὲ τὴν πληθώρα τῶν καρπῶν, ἀλλὰ καὶ τὴν κορύφωση τῆς ὁμορφιᾶς τῆς φύσης, ποὺ στολίζεται μὲ τόσα καὶ τόσα θαυμαστὰ καὶ ἐξαίσια, ἀκόμα καὶ τὴ νύχτα ὅπου τὸ φεγγαρι φωτίζει τὰ γύρω σὰ νἄναι μέρα... [1]
Ὡστόσο πίσω ἀπ ̓ ὅλ ̓ αὐτὰ τὰ αἰσιόδοξα καὶ θαυμάσια, ὑπάρχει καὶ ἕνα ἄλλο στοιχεῖο, ποὺ λιγοστοὶ ἀπὸ τοὺς διαθεριστὲς, καὶ μάλιστα ἀπὸ τοὺς νέους, ἀντιλαμβάνονται. Κι εἶναι τοῦτο τὸ αἴνιγμα τοῦ Αὐγούστου τὸ βασικὂ ἐκεῖνο στοιχεῖο ποὺ ἑρμηνεύει τὸ μεγάλο γεγονὸς τοῦ μήνα αὐτοῦ: ἐκεῖνο τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Γιατὶ τὸ ἐρώτημα ἀπό μόνο του ἀνεβαίνει μέσα μας, ὅπως τὰ δάκρυα τῆν ὥρα τῆς νοσταλγιας ἤ τῆς συγκίνησης. Ἀλήθεια, μέσα σὲ τοῦτο τὸ θεϊκὸ τὸ φῶς τοῦ καλοκαιριοῦ μὲ πόση ἱεροπρέπεια πανηγυρίζουμε...Καὶ πανηγυρίζουμε ἕνα θάνατο, κι ὄχι τυχαῖο. Τὸ θάνατο τῆς Μάνας μας τῆς Παναγιᾶς. Γιατὶ ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ἔτσι τὴ νοιώθουμε, μ ̓ αὐτὸν τὸν τρόπο βιώνουμε τὴν παρουσία Της, τὴν ἀκοίμητη συντροφιά Της καὶ τὴ βεβαιότητα τῆς μεσιτείας Της. Καὶ κάθε Αὔγουστο συναζόμαστε στὶς ἐκκλησιὲς καὶ πανηγυρίζουμε τὸ θάνατό Της, τὴν Κοίμησή Της, γιατὶ μέσα στὸ Ἑλληνικὸ τὸ καλοκαίρι καταλαβαίνουμε πολὺ καλὰ αὐτὸ ποὺ ψάλλουμε μὲ τὸ ἔνδυμα τῆς χαρμολύπης νὰ στολίζει τὰ λόγια μας : «Ἐν τῇ Κοιμήσει τὸν κόσμον οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε». Κι εἶναι ἀλήθεια αὐτό. Γιὰ ὅσους πιστεύουν τὴν ἀδιακοπη παρουσία Της, ὅπως οἱ πρόγονοί μας, ποὺ ἄφησαν τὰ ἴχνη τῆς ἐμπιστοσύνης τους στὴ Μητρική Της συνδρομή, μὲ τὰ πάλευκα ἐκκλησάκια ποὺ στολίζουν τὴν χωνεμένη στὸ θερινὸ τὸ φῶς Ἑλληνικὴ γῆ. Ἐκεῖ ποὺ ἀγρυπνοῦν οἱ ψυχὲς τῶν κτιτόρων, τῶν ἱερέων, τῶν πανηγυριστῶν, αἰῶνες τώρα καὶ τέλος δὲν ἔχει ἡ παρουσία τους-λαμπάδα ἀναμμένη στὴ Χάρη Της. Κι Ἐκείνη, «Πεποικιλμένῃ τῇ θεία δόξῃ» ἀφουγκρἀζεται τὶς κουβέντες ποὺ κάνουν ὅσοι στέκουν στὸ στασίδι τῆς ὀδύνης καὶ τῆς ὑπομονῆς, καὶ ξεκουκίζουν τὸ κομποσκοίνι τῶν θλίψεων τοῦ βίου, ποὺ, «ὥσπερ μέλισσαι κηρίῳ», τοὺς κυκλώνουν. Κι εἶναι ἡ κουβέντα τους δυὸ λέξεις ὅλες κι ὅλες : «προφθάσασα, σῶσον με, Παναγία μου».
Γιὰ νὰ λυθεῖ, λοιπόν, τὸ αἴνιγμα τοῦ Αὐγούστου καὶ νὰ μπορεέσι κάποιος νὰ εἰσοδεύσει μέσα του ἕνας τρόπος ὑπάρχει: νὰ σταθεῖ σιμὰ στοὺς Πατέρες του καὶ νὰ πεῖ αὐτὸ ποὺ σὲ λίγο θ ̓ ἀκουστεῖ καὶ θὰ ξαναβαφτίσει τὶς ψυχές μας στὸ πανευλόγητο νάμα τῆς Μητρικῆς Της στοργῆς: «Ἡ μετὰ τόκον Παρθένος, καὶ μετὰ θάνατον ζῶσα, σώζοις ἀεί, Θεοτόκε, τὴν κληρονομίαν σου».. Καὶ μήπως δὲν εἶναι ἔτσι ; π. Κων. Ν. Καλλιανός