Η επιτυχία των μαθητικών εορτών οι οποίες μέχρι τώρα έχουν στηριχθεί στο βιβλίο της γνωστής Καθηγήτριας κας Μερόπης Σπυροπούλου, δίνει την καλύτερη εξήγηση γιατί ένα τόσο εξειδικευμένο βιβλίο κυκλοφορεί σε Γ´ έκδοση!
Η αναφορά στις σελίδες του βιβλίου των εκδόσεων ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ σε γραπτές μαρτυρίες από την Εποποιΐα του 1940-41 προβάλει στην σημερινή εποχή της γενικότερης κρίσης τις επιτυχίες των προγόνων μας οι οποίοι εστηρίζοντο σε ιδανικά και οράματα, των προγόνων μας οι οποίοι έστειλαν
τότε την μεγάλη ελληνική πρόταση πολιτισμού προς την ανθρωπότητα.
Τις σελίδες του βιβλίου κοσμούν τα εξαίρετα κλασσικά έργα του μεγάλου μας ζωγράφου Αλ. Αλεξανδράκη.
Παραθέτουμε στη συνέχεια απόσπασμα κειμένου της Ιωάννας Τσάτσου «Ο ΑΔΕΛΦΟΣ ΜΟΥ ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ» το οποίο περιέχεται στο βιλίο.
«...῾Ο οὐρανός μαύριζε, χαμήλωνε. ῎Αλαλοι κοιτάζαμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον. ῾Η ἐρήμωση τοῦ πολέμου ταξίδευε πρός τό Νότο. Τί θ’ ἀπογίνει μέ τήν ῾Ελλάδα;
Στίς 28 τοῦ ᾿Οχτώβρη τοῦ 40, τά χαράματα, ὁ Γιῶργος ἀνέβηκε στό σπίτι μας. ᾿Εκείνη τήν ὥρα μόλις γύριζε ἀπό τό ῾Υπουργεῖο του.
Δέν εἶχα ὕπνο. Περίμενα τό χειρότερο. Γιά νά ἠρεμήσω καθόμουνα στό δωμάτιο τῶν παιδιῶν μου καί ἄκουα τήν ρυθμική ἀναπνοή τους.
῎Εσκυψε στά μικρά κρεβάτια τους μιά στιγμή. Προχωρήσαμε ἔξω. Μέ κοίταξε βουρκωμένος·
- ῎Εχουμε πόλεμο. Μόνο ὁ Θεός.
Τό πρωί ἦρθε στήν ἐκκλησία καί στάθηκε πλάϊ μου σιωπηλός μπρός στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ.
Οὔτε ἀναμονή, οὔτε ἑτοιμασία. Μιά μαζεμένη θλίψη, μά πάλι μιά ἐλπίδα...».
Ένα ακόμη κείμενο του τραυματία τότε Χ. Σταματόπουλου, που καταγράφεται στο βιβλίο της Μερόπης Σπυροπούλου «ΣΤΗΝ ΕΠΟΠΟΙΪΑ ΤΟΥ 1940-41 ΜΕ ΠΙΣΤΗ» των εκδόσεων ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ.
«...Κατά τήν πορεία τοῦ ἀγῶνα, μετά τήν κατάληψη τῆς Κορυτσᾶς, λόγω φοβερῶν καιρικῶν συνθηκῶν καί ἐλλείψεως στοιχειώδους ἀνεφοδιασμοῦ, βρεθήκαμε σέ ἀπελπιστική θέση κι ἄρχισαν νά κλονίζονται σοβαρά, στρατιῶτες καί ἀξιωματικοί [...].
Τότε ἔσωσε τήν κατάστασι ὁ παπάς τοῦ Συντάγματός μας, ἕνας ἀρχιμανδρίτης, καλή του ὥρα. Σ’ ὅλες τίς κακουχίες καί τίς πορεῖες μας, ἦταν στό πλευρό μας, ὁ μόνος πού δέν λύγισε ποτέ, πού ποτέ δέν ἔχασε τό θάρρος του. ῎Αν πολεμήσαμε σάν λιοντάρια, τό χρωστούσαμε σ’ αὐτόν. Εἴχαμε γίνει ὅλοι μας γκρινιάρηδες καί μαλώναμε μέ τό τίποτα. Κι αὐτός ἀκούραστος μᾶς μόνοιαζε. ῾Ο διοικητής ὅσες φορές ἔβλεπε πώς τά λόγια του πήγαιναν χαμένα, φώναζε τόν παπούλη γιά νά βάλη τά πράγματα στή θέση τους. Τό ἴδιο ἔκανε καί μέ τούς λιπόψυχους. Τούς ἔστελνε ὅλους σ’ αὐτόν.
Δέν ξέρω τί τούς ἔλεγε. ῞Ενα ξέρω· πώς ἔπειτα μετανοιωμένοι γύριζαν στά τμήματά τους. Τί νά σᾶς πῶ; ῾Η ἀλήθεια, ἀλήθεια. Μᾶς ἔδιναν φτερά τά λόγια του καί πολεμάγαμε πιό ἀντρειωμένα. Ξεχνούσαμε λίγο τήν πεῖνα καί τό κρύο.
Πιό πολύ κουράγιο μᾶς ἔδιναν οἱ λειτουργίες. Δέν πέρναγε Κυριακή ἤ μεγάλη γιορτή χωρίς νά λειτουργήση [...]
...Αὐτό πού θά σᾶς πῶ τώρα ἔγινε τήν πρώτη Κυριακή τοῦ Δεκέμβρη... Ξημερώνοντας λοιπόν ἡ Κυριακή μᾶς βρῆκε νά κατεβαίνουμε μιά πλαγιά, ποὔχαμε φτάσει ἀπό τήν προηγούμενη μέρα. ῞Ολο τό Σάββατο ὁ παπούλης ξομολογοῦσε καί μᾶς εἶπε, ὅσοι ἤθελαν, μποροῦσαν νά κοινωνήσουν τήν ἄλλη μέρα. Τό Σύνταγμά μας θἄμπαινε σέ καινούργιες μάχες. Σάν ξημέρωσε, τό χιόνι εἶχε πάψει νά πέφτη.
Μερικοί στρατιῶτες εἶχαν στολίσει μέ ἐλάτια κι ἀγριορύκια, ποὖχαν κόψει ἀπ’ ἕνα χωριό, τό μέρος πού θἄμπαινε ἡ ῞Αγια Τράπεζα. Τό μάτι κουραζόταν νά βλέπη αὐτήν τήν ἀτέλειωτη λευκότητα.
῾Ο διοικητής, οἱ ἀξιωματικοί καί στρατιῶτες, ὅλοι συγκεντρωθήκαμε ὅσο μπορούσαμε, ὁ ἕνας πιό κοντά στόν ἄλλο. Τά ψαλσίματα ἀντιλαλοῦσαν στά γύρω ὑψώματα. Εἶχε προχωρήσει ἡ λειτουργία ἀρκετά, ὅταν ἀκούσαμε ξαφνικά τόν βόμβο πολλῶν ἀεροπλάνων καί φάνηκαν σέ λίγο στό βάθος καμμιά πενηνταριά. Δεκαεπτά ἀπ’ τά δεξιά μας, εἴκοσι ἀπό πίσω μας, δώδεκα κατ’ εὐθεῖαν ἐπάνω μας. Ξαπλωθήκαμε ὅλοι ἀμέσως, σάν νἄμασταν ἕνας ἄνθρωπος, μέσα στό χιόνι. Οἱ ἀναπνοές μας σταμάτησαν. ῎Ελεγες πώς σταμάτησαν κι οἱ καρδιές μας. ῾Η λειτουργία φυσικά διακόπηκε. ῎Εσβησαν ἀπότομα τά ψαλσίματα. ῎Εσβησε καί τό θυμιατό. Οἱ βόμβες ὤργωναν γύρω μας τό παχύ στρῶμα τοῦ χιονιοῦ.
Σφύριζαν καί βογγοῦσαν ἀπό πάνω μας σάν μανιασμένα τεράστια φίδια τοῦ οὐρανοῦ καί ἔσκαζαν μέ τόν συνηθισμένο φοβερό τους κρότο πού ξεκούφαινε. Φαίνεται πώς μᾶς εἶχαν καταλάβει, γιατί πρώτη φορά ἐπέμεναν τόσο πολύ νά ξεφορτώσουν συγκεντρωμένες τίς βόμβες.
Ξαφνικά ἕνα τρομερό βουητό, σάν νά σηκώθηκε ἀπότομα δυνατός ἀγέρας, σίφουνας σωστός, μᾶς ἔκανε ὅλους ν’ ἀνατριχιάσουμε, καθώς ἤμασταν χωμένοι στό χιόνι. Μιά τεράστια βόμβα στρίγγλιασε πάνω ἀπ’ τά κεφάλια μας καί σφηνώθηκε μέσα στό χιόνι μπροστά, μά ἀκριβῶς μπροστά στήν ἅγια Τράπεζα, χωρίς νά σκάση. ῎Αν ἔσκαζε, θά μᾶς ἔκανε κομμάτια.
Θά σκότωνε ποιός ξέρει πόσους ἀπό μᾶς, καθώς ἤμασταν μαζεμένοι ὁ ἕνας κοντά στόν ἄλλο. Αὐτή ἦταν καί ἡ τελευταία βόμβα πού ἔρριξαν. Θά νόμισαν πώς μᾶς ἔκαναν σμπαράλια καί σηκώθηκαν κι ἔφυγαν... Πήραμε μιά βαθειά ἀνάσα ὅλοι μαζῆ, πού ἀκούστηκε σάν ἀναστεναγμός. Σηκώσαμε σιγά τά κεφάλια μας περιμένοντας ν’ ἀντικρύσουμε νεκρούς καί τραυματίες. Νά δοῦμε τό χιόνι κοκκινισμένο ἀπό αἷμα συντρόφων μας, κορμιά λιωμένα καί σκορπισμένα ἀπό τίς βόμβες πού ἔσκασαν.
῾Ο καθένας μας δέν πίστευε πώς κι ὁ ἴδιος ἦταν γερός. Κουνούσαμε τά χέρια καί τά ποδάρια μας γιά νά νοιώσουμε ἄν ἦταν κολλημένα στό κορμί μας. Δέν εἴχαμε τό θάρρος νά σηκωθοῦμε ἀκόμα ἐντελῶς ὄρθιοι. ῎Εβλεπες ἕνα γύρω νά ξεφυτρώνουν σάν μανιτάρια μονάχα κεφάλια κι ἄκουγες ἐρωτήματα γεμᾶτα ἀπορία·
- Ζῆς ὡρέ Θανάση; Ζῆς Σταμάτη, καί σύ ζῆς; Εἶσαι καλά; ῾Ολόκληρος; Καί σύ, Δημητρό;
῾Ο ἕνας δέν μποροῦσε νά πιστέψη γιά τόν ἄλλον πώς ζοῦσε. Πρῶτος σηκώθηκε ὁ ἱερέας. Τόν εἴδαμε πώς ὕψωσε τά χέρια του στόν οὐρανό κι ἔκανε τόν σταυρό του. Κύτταξε γύρω του ἐρευνητικά καί φώναξε δυνατά·
- Σηκωθῆτε ὅλοι νά εὐχαριστήσουμε τόν Θεό. Ζοῦμε ὅλοι. Δόξα στόν Θεό...».
Η αναφορά στις σελίδες του βιβλίου των εκδόσεων ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ σε γραπτές μαρτυρίες από την Εποποιΐα του 1940-41 προβάλει στην σημερινή εποχή της γενικότερης κρίσης τις επιτυχίες των προγόνων μας οι οποίοι εστηρίζοντο σε ιδανικά και οράματα, των προγόνων μας οι οποίοι έστειλαν
τότε την μεγάλη ελληνική πρόταση πολιτισμού προς την ανθρωπότητα.
Τις σελίδες του βιβλίου κοσμούν τα εξαίρετα κλασσικά έργα του μεγάλου μας ζωγράφου Αλ. Αλεξανδράκη.
Παραθέτουμε στη συνέχεια απόσπασμα κειμένου της Ιωάννας Τσάτσου «Ο ΑΔΕΛΦΟΣ ΜΟΥ ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ» το οποίο περιέχεται στο βιλίο.
«...῾Ο οὐρανός μαύριζε, χαμήλωνε. ῎Αλαλοι κοιτάζαμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον. ῾Η ἐρήμωση τοῦ πολέμου ταξίδευε πρός τό Νότο. Τί θ’ ἀπογίνει μέ τήν ῾Ελλάδα;
Στίς 28 τοῦ ᾿Οχτώβρη τοῦ 40, τά χαράματα, ὁ Γιῶργος ἀνέβηκε στό σπίτι μας. ᾿Εκείνη τήν ὥρα μόλις γύριζε ἀπό τό ῾Υπουργεῖο του.
Δέν εἶχα ὕπνο. Περίμενα τό χειρότερο. Γιά νά ἠρεμήσω καθόμουνα στό δωμάτιο τῶν παιδιῶν μου καί ἄκουα τήν ρυθμική ἀναπνοή τους.
῎Εσκυψε στά μικρά κρεβάτια τους μιά στιγμή. Προχωρήσαμε ἔξω. Μέ κοίταξε βουρκωμένος·
- ῎Εχουμε πόλεμο. Μόνο ὁ Θεός.
Τό πρωί ἦρθε στήν ἐκκλησία καί στάθηκε πλάϊ μου σιωπηλός μπρός στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ.
Οὔτε ἀναμονή, οὔτε ἑτοιμασία. Μιά μαζεμένη θλίψη, μά πάλι μιά ἐλπίδα...».
Ένα ακόμη κείμενο του τραυματία τότε Χ. Σταματόπουλου, που καταγράφεται στο βιβλίο της Μερόπης Σπυροπούλου «ΣΤΗΝ ΕΠΟΠΟΙΪΑ ΤΟΥ 1940-41 ΜΕ ΠΙΣΤΗ» των εκδόσεων ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ.
«...Κατά τήν πορεία τοῦ ἀγῶνα, μετά τήν κατάληψη τῆς Κορυτσᾶς, λόγω φοβερῶν καιρικῶν συνθηκῶν καί ἐλλείψεως στοιχειώδους ἀνεφοδιασμοῦ, βρεθήκαμε σέ ἀπελπιστική θέση κι ἄρχισαν νά κλονίζονται σοβαρά, στρατιῶτες καί ἀξιωματικοί [...].
Τότε ἔσωσε τήν κατάστασι ὁ παπάς τοῦ Συντάγματός μας, ἕνας ἀρχιμανδρίτης, καλή του ὥρα. Σ’ ὅλες τίς κακουχίες καί τίς πορεῖες μας, ἦταν στό πλευρό μας, ὁ μόνος πού δέν λύγισε ποτέ, πού ποτέ δέν ἔχασε τό θάρρος του. ῎Αν πολεμήσαμε σάν λιοντάρια, τό χρωστούσαμε σ’ αὐτόν. Εἴχαμε γίνει ὅλοι μας γκρινιάρηδες καί μαλώναμε μέ τό τίποτα. Κι αὐτός ἀκούραστος μᾶς μόνοιαζε. ῾Ο διοικητής ὅσες φορές ἔβλεπε πώς τά λόγια του πήγαιναν χαμένα, φώναζε τόν παπούλη γιά νά βάλη τά πράγματα στή θέση τους. Τό ἴδιο ἔκανε καί μέ τούς λιπόψυχους. Τούς ἔστελνε ὅλους σ’ αὐτόν.
Δέν ξέρω τί τούς ἔλεγε. ῞Ενα ξέρω· πώς ἔπειτα μετανοιωμένοι γύριζαν στά τμήματά τους. Τί νά σᾶς πῶ; ῾Η ἀλήθεια, ἀλήθεια. Μᾶς ἔδιναν φτερά τά λόγια του καί πολεμάγαμε πιό ἀντρειωμένα. Ξεχνούσαμε λίγο τήν πεῖνα καί τό κρύο.
Πιό πολύ κουράγιο μᾶς ἔδιναν οἱ λειτουργίες. Δέν πέρναγε Κυριακή ἤ μεγάλη γιορτή χωρίς νά λειτουργήση [...]
...Αὐτό πού θά σᾶς πῶ τώρα ἔγινε τήν πρώτη Κυριακή τοῦ Δεκέμβρη... Ξημερώνοντας λοιπόν ἡ Κυριακή μᾶς βρῆκε νά κατεβαίνουμε μιά πλαγιά, ποὔχαμε φτάσει ἀπό τήν προηγούμενη μέρα. ῞Ολο τό Σάββατο ὁ παπούλης ξομολογοῦσε καί μᾶς εἶπε, ὅσοι ἤθελαν, μποροῦσαν νά κοινωνήσουν τήν ἄλλη μέρα. Τό Σύνταγμά μας θἄμπαινε σέ καινούργιες μάχες. Σάν ξημέρωσε, τό χιόνι εἶχε πάψει νά πέφτη.
Μερικοί στρατιῶτες εἶχαν στολίσει μέ ἐλάτια κι ἀγριορύκια, ποὖχαν κόψει ἀπ’ ἕνα χωριό, τό μέρος πού θἄμπαινε ἡ ῞Αγια Τράπεζα. Τό μάτι κουραζόταν νά βλέπη αὐτήν τήν ἀτέλειωτη λευκότητα.
῾Ο διοικητής, οἱ ἀξιωματικοί καί στρατιῶτες, ὅλοι συγκεντρωθήκαμε ὅσο μπορούσαμε, ὁ ἕνας πιό κοντά στόν ἄλλο. Τά ψαλσίματα ἀντιλαλοῦσαν στά γύρω ὑψώματα. Εἶχε προχωρήσει ἡ λειτουργία ἀρκετά, ὅταν ἀκούσαμε ξαφνικά τόν βόμβο πολλῶν ἀεροπλάνων καί φάνηκαν σέ λίγο στό βάθος καμμιά πενηνταριά. Δεκαεπτά ἀπ’ τά δεξιά μας, εἴκοσι ἀπό πίσω μας, δώδεκα κατ’ εὐθεῖαν ἐπάνω μας. Ξαπλωθήκαμε ὅλοι ἀμέσως, σάν νἄμασταν ἕνας ἄνθρωπος, μέσα στό χιόνι. Οἱ ἀναπνοές μας σταμάτησαν. ῎Ελεγες πώς σταμάτησαν κι οἱ καρδιές μας. ῾Η λειτουργία φυσικά διακόπηκε. ῎Εσβησαν ἀπότομα τά ψαλσίματα. ῎Εσβησε καί τό θυμιατό. Οἱ βόμβες ὤργωναν γύρω μας τό παχύ στρῶμα τοῦ χιονιοῦ.
Σφύριζαν καί βογγοῦσαν ἀπό πάνω μας σάν μανιασμένα τεράστια φίδια τοῦ οὐρανοῦ καί ἔσκαζαν μέ τόν συνηθισμένο φοβερό τους κρότο πού ξεκούφαινε. Φαίνεται πώς μᾶς εἶχαν καταλάβει, γιατί πρώτη φορά ἐπέμεναν τόσο πολύ νά ξεφορτώσουν συγκεντρωμένες τίς βόμβες.
Ξαφνικά ἕνα τρομερό βουητό, σάν νά σηκώθηκε ἀπότομα δυνατός ἀγέρας, σίφουνας σωστός, μᾶς ἔκανε ὅλους ν’ ἀνατριχιάσουμε, καθώς ἤμασταν χωμένοι στό χιόνι. Μιά τεράστια βόμβα στρίγγλιασε πάνω ἀπ’ τά κεφάλια μας καί σφηνώθηκε μέσα στό χιόνι μπροστά, μά ἀκριβῶς μπροστά στήν ἅγια Τράπεζα, χωρίς νά σκάση. ῎Αν ἔσκαζε, θά μᾶς ἔκανε κομμάτια.
Θά σκότωνε ποιός ξέρει πόσους ἀπό μᾶς, καθώς ἤμασταν μαζεμένοι ὁ ἕνας κοντά στόν ἄλλο. Αὐτή ἦταν καί ἡ τελευταία βόμβα πού ἔρριξαν. Θά νόμισαν πώς μᾶς ἔκαναν σμπαράλια καί σηκώθηκαν κι ἔφυγαν... Πήραμε μιά βαθειά ἀνάσα ὅλοι μαζῆ, πού ἀκούστηκε σάν ἀναστεναγμός. Σηκώσαμε σιγά τά κεφάλια μας περιμένοντας ν’ ἀντικρύσουμε νεκρούς καί τραυματίες. Νά δοῦμε τό χιόνι κοκκινισμένο ἀπό αἷμα συντρόφων μας, κορμιά λιωμένα καί σκορπισμένα ἀπό τίς βόμβες πού ἔσκασαν.
῾Ο καθένας μας δέν πίστευε πώς κι ὁ ἴδιος ἦταν γερός. Κουνούσαμε τά χέρια καί τά ποδάρια μας γιά νά νοιώσουμε ἄν ἦταν κολλημένα στό κορμί μας. Δέν εἴχαμε τό θάρρος νά σηκωθοῦμε ἀκόμα ἐντελῶς ὄρθιοι. ῎Εβλεπες ἕνα γύρω νά ξεφυτρώνουν σάν μανιτάρια μονάχα κεφάλια κι ἄκουγες ἐρωτήματα γεμᾶτα ἀπορία·
- Ζῆς ὡρέ Θανάση; Ζῆς Σταμάτη, καί σύ ζῆς; Εἶσαι καλά; ῾Ολόκληρος; Καί σύ, Δημητρό;
῾Ο ἕνας δέν μποροῦσε νά πιστέψη γιά τόν ἄλλον πώς ζοῦσε. Πρῶτος σηκώθηκε ὁ ἱερέας. Τόν εἴδαμε πώς ὕψωσε τά χέρια του στόν οὐρανό κι ἔκανε τόν σταυρό του. Κύτταξε γύρω του ἐρευνητικά καί φώναξε δυνατά·
- Σηκωθῆτε ὅλοι νά εὐχαριστήσουμε τόν Θεό. Ζοῦμε ὅλοι. Δόξα στόν Θεό...».