Μᾶρκος μέ τό ἔλεος καί τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ Μητροπολίτης Χίου, Ψαρῶν καί Οἰνουσσῶν πρός τόν Ἱερό Κλῆρο καί τόν εὐσεβῆ λαό τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Χίου, Ψαρῶν καί Οἰνουσσῶν
«Τώρα κατάκλειστες καρδιές γοργοπετοῦν κοντά σου
ν´ ἀνοίξουν μές τίς εὐωδιές καί μές τ᾽ ἀρώματά σου.
Στρατούς λεβέντικης γενιᾶς μ᾽ ἀνθούς τούς ρένεις λεμονιᾶς
βασανισμένη χώρα.
Κι ἀπό τόν Ἅγιο σου Μηνᾶ ὅπου τό σήμαντρο χτυπᾶ
τῆς λευτεριᾶς τήν ὥρα».
Σήμερα, ἡμέρα κατά τήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἡ Τροφός καί Κιβωτός τῆς Ἑλλάδος, γιορτάζει «τούς γενναίους ὁπλίτας τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ… Μηνᾶν τόν Μέγαν Ἀθλητήν καί Θεῖον Βίκτωρα ὁμοῦ σύν Βικεντίῳ τῷ πάνυ», ἡ Χίος, «τό ὡραῖο νησί πού λέγοντας μονάχα τ᾽ ὄνομά της μᾶς περεχοῦν τ᾽ ἀνθόνερα καί τά ροδόσταμά της», γιορτάζει τήν ἐλευθερία της, τό πολυερικό αὐτό νόημα γύρω ἀπό τό ὁποῖο γίνονται οἱ συζητήσεις τῆς ἀνθρωπότητος καί στό ὁποῖο αἰώνια τείνουν νά φτάσουν.
Γιορτάζει ἡ Χίος!
Ἡ Χίος, ἔμπνευση καί διδασκαλεῖον τῶν Ὁμηρικῶν ἐπῶν.
Ἡ Χίος, ἰσχυρή καί ἔνδοξη στήν ναυμαχία τῆς Λάδης ἔναντι στόν Ἀσιατικό Δεσποτισμό.
Ἡ Χίος, πληγωμένη στήν πρώτη σφαγή της τό 493 π.Χ. ἀπό τούς Πέρσες.
Ἡ Χίος, ἰσότιμο μέλος τῆς Α´ καί Β´ Ἀθηναϊκῆς Συμμαχίας στήν προάσπιση δημοκρατικῶν ἀξιῶν.
Ἡ Χίος, ναυτοκράτειρα σύμμαχος, μετά τή μάχη στήν Ἰσσό, τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου στήν οἰκουμενική του πορεία.
Ἡ Χίος, προασπιστής τῆς ἑνότητος τῶν ἑλληνικῶν πόλεων στήν ἐποχή τῶν Διαδόχων, γιά νά ἀποκρούσουν τό «ἐκ δυσμῶν νέφος».
Ἡ Χίος, «ἐλευθέρα πόλις», κατά τόν Πλίνιο, στά Ρωμαϊκά χρόνια.
Ἡ Χίος, λαβωμένη ἀπό τήν δεύτερη σφαγή τῆς ἱστορίας της τό 86 π.Χ. ἀπό τόν Μιθριδάτη τόν Εὐπάτορα.
Ἡ Χίος, εὐλογημένη ἀπό τήν διέλευση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καταντικρύ τῶν παραλίων της.
Ἡ Χίος, ἁγιασμένη ἀπό τά αἵματα τοῦ Πρωτομάρτυρος Ἁγίου Ἰσιδώρου καί τήν ἀτέρμονη χορεία τῶν Μαρτύρων, τῶν Ὁσίων καί τῶν Πατέρων της.
Ἡ Χίος, προεξάρχουσα τῶν ἀστυγειτόνων της, στούς Βυζαντινούς αἰῶνες ἐπί Ἱεροκλέους καί Πορφυρογεννήτου.
Ἡ Χίος, ἀπόρθητο κάστρο καί αἰώνιο θησαυροφυλάκιο τῆς αὐτοκρατορικῆς Νέας Μονῆς.
Ἡ Χίος, ἀρχόντισσα στούς χρόνους τῆς Γενουατοκρατίας.
Ἡ Χίος, πονεμένη στούς χρόνους τῆς Τουρκοκρατίας.
Ἡ Χίος, μάρτυς ἱερή στήν καταστροφή τοῦ 1822, ὅταν «τά γιασεμιά κοκκίνησαν στόν χρόνο τῆς σφαγῆς της, πίνοντας αἷμα ἀντί νερό στήν ἁγιασμένη γῆ της».
Ἡ Χίος, δοκιμασμένη ἀπό τό σεισμό τοῦ 1881, ὅταν «τά χελιδόνια πέρασαν χωρίς νά σταματήσουν, μή ξέροντας στό χαλασμό ποῦ τίς φωλιές νά χτίσουν».
Ἡ Χίος, τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, τῶν μαστιχοφόρων σχοίνων, τοῦ διεθνοῦς ἐμπορίου, ἡ πρύτανις τῆς παγκόσμιας ναυτοσύνης.
Αὐτή ἡ εὐλογημένη νῆσος αἰῶνες περίμενε τή στιγμή!
Οἱ αἰῶνες διαδέχοντο ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Τά ἔτη βυθιζόταν στό πέλαγος τοῦ αἰωνίου. Οἱ γενεές διάβαιναν γιά νά τίς διαδεχθοῦν ἄλλες. Χρόνια ἀγωνίας καί ἀναμονῆς κύλησαν, Ἑλληνικές γενεές ἔρχονταν καί παρέρχονταν, χωρίς νά ἀναφανεῖ στόν ὁρίζοντα τό ἐλπιδοφόρο λυκαυγές τῆς προσεγγίζουσας ἀνατολῆς, τῆς πραγματοποιήσεως τοῦ Ἐθνικοῦ ὀνείρου, τοῦ ἱεροῦ ἐκείνου πόθου. Γενεές ἀλύτρωτων ἀδελφῶν μας κατῆλθαν «ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆς» χωρίς να αἰσθανθοῦν τήν γλυκύτητα τῆς Ἐλευθερίας.
Ἀλλά ἦλθε ἡ ποθητή ὥρα!
«Νά ἡ Αὐγή πού πρόσμενες μαρτυρικό νησί
Ἄνοιξε τήν τρανή ἀγκαλιά νά τήν σφιχταγκαλιάσεις
καί πιές ἀπό τῆς λευτεριᾶς τ᾽ὁλόγλυκο κρασί
καί πιέ καί πιέ καί μέθυσε καί πιέ γιά νά ξεχάσεις
τοῦ Καραλῆ τ᾽ἀπαίσια καί μαῦρα ἐκείνα χρόνια
πού σ᾽ἔρριξαν μές σέ διπλή σκλαβιά καί καταφρόνια.
Μά μές τήν μέθη τήν πολλή, ὦ, μή ξεχνᾶς, θυμήσου
τόν Ψαριανό Πυρπολητή, τόν Θεῖο ἐκδικητή σου».
Τά γεγονότα τῆς ἀπελευθερώσεως προκάλεσαν στίς καρδιές τῶν κατοίκων αἰσθήματα, τά ὁποῖα ὁ Ἰωάννης Στ. Γλύκας διατυπώνει «ἐν πλήρει ἀγαλλιάσει» στή σελίδα 238 τοῦ Κώδικα τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Γεωργίου Βροντάδου. «Δέν εἶναι ὄνειρο! Καί ὅμως δέν ὀνειρευόμεθα. Ἀλλ᾽ εὑρισκόμεθα εἰς τήν πραγματικότητα ἐκπληρώσεως ὀνείρου, τό ὁποῖον αἰωνίως ἐβαυκάλιζε τάς σκέψεις μας καί, ὡς ἐν ὀνείρω, ἔτι ἀτενίζομεν ἀφ᾽ ἑνός τάς ριπάς τῆς κυανολεύκου καί ἀφ᾽ ἑτέρου τάς Ἑλληνοπρεπεῖς ὁπλοφόρους μορφάς αἵτινες εὐγενεῖς καί ὑπερήφανοι, ἀπέβησαν, διά νά μᾶς δώσουν τό ποθητόν δῶρον τῆς ἐλευθερίας, οἰονεί ἐκδίκησιν ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ πρός τούς δολοφόνους, τούς ἀπαγχονίσαντας τούς ἐπιλέκτους καί πατέρας μας, ἐκεῖ ἐπί τῶν αἰωνοβίων τοῦ Βουνακίου πλατάνων. Καί ἤδη ἀπό σήμερον… ἀπό τῶν ὑψηλῶν τῶν Ἐκκλησιῶν κωδωνοστασίων, ἔτι δέ καί ἀπ᾽ αὐτῶν τῶν ἰδιωτικῶν μας οἰκιῶν, κυματίζει ἡ κυανόλευκος».
Πόσο φτωχά εἶναι τά δικά μας λόγια μπροστά στήν πλούσια πράξη τῶν ἡρώων τοῦ 1912. Δέν ξέρω τί θά ἔχανε ἡ πράξη τῆς Ἐλευθερίας χωρίς τήν προΰπαρξη τῆς ἔννοιάς της. Ἀλλά ἡ ἔννοια τῆς Ἐλευθερίας χωρίς τήν κύρωση τῆς πράξεως θά ἔχανε ὅλη τήν οὐσία!
Ἡ ζωή δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά μία συνεχής νίκη κατά τοῦ θανάτου. Ἐμεῖς πού σήμερα ζοῦμε ἐλεύθεροι, κάθε στιγμή πού περνᾶ κατανικοῦμε τό θάνατο. Ἐκεῖνοι, ὅμως, πού θυσιάστηκαν τότε γιά τήν ἐλευθερία μας, καθυπόταξαν σέ μία μόνο στιγμή καί τή ζωή καί τό θάνατο.
Ἐμεῖς ἐξακολουθούμε νά ζοῦμε, γιά νά παραδοθοῦμε μία μέρα στό θάνατο μέ σιωπηλή ὑποταγή. Ἐκεῖνοι ἔπαψαν νά ζοῦν, ἀλλά, περιφρονήσαντες τό θάνατο, παραδόθηκαν, μέ φωνακτή κλήση, ἀπ᾽ εὐθείας στήν Ἀθανασία. Δέν ἔφυγαν ἀπό τή ζωή! Ἀπό τό θάνατο ἔφυγαν.
Ἀλησμόνητοι μᾶς εἶναι καί πολύτιμοι. Καί πῶς μποροῦμε νά τούς λησμονήσουμε; Θά ᾽ταν σάν νά λησμονούσαμε τούς ἰδίους τούς ἑαυτούς μας! Μόνον ἐνθυμούμενοι δοξαστικά τό μεγάλο παρελθόν τῆς θυσίας τους, μποροῦμε να συνειδητοποιήσουμε εὐφρόσυνα τό πρόσκαιρο παρόν τῆς παρουσίας μας, νά προσατενίσουμε αἰσιόδοξα τό ἀτέρμον μέλλον τῆς φυλῆς μας.
Ἀλησμόνητοι μᾶς εἶναι καί πολύτιμοι. Καί πῶς μποροῦμε νά μήν τούς τιμήσουμε; Θά ᾽ταν σάν νά ἀτιμάζαμε τούς ἑαυτούς μας! Μόνον τιμῶντας τό ἔνδοξο μεγαλεῖο τῆς ὁλοκληρωτικῆς τους προσφορᾶς, μποροῦμε νά συναισθανθοῦμε ἀκέραια τό προαιώνιο Ἐθνικό μας χρέος, νά ἀξιοποιήσουμε δημιουργικά τό σύγχρονο ἐνεργητικό τοῦ Ἐθνικοῦ μας κεφαλαίου.
Πρέπει νά εἴμαστε ὑπερήφανοι, ὄχι τόσο γιατί ἐκεῖνοι εἶναι πρόγονοι δικοί μας, ὅσο γιατί ἐμεῖς προερχόμαστε ἀπό ᾽κείνους.
Ἡ ζωή δέν μπορεῖ νά κυβερνήσει τούς τάφους. Οἱ τάφοι, ὅμως, μποροῦν νά κυβερνήσουν τή ζωή. Τό ἀντιστύλι τῆς ἐπιβιώσεως δέν στηρίζεται στό σαλευόμενο ἔδαφος τῆς ζωῆς. Στηρίζεται στό ἀσάλευτο ἔδαφος τῶν τάφων. Τά ἄνθη καί οἱ καρποί τῆς ὕλης φυτρώνουν ἀπό τόν τάφο τοῦ σπόρου. Τά ἄνθη καί οἱ καρποί τῆς ἰδέας φυτρώνουν ἀπό τόν τάφο τοῦ Ἥρωα.
Ποῦ νά κρύβεται ἄραγε τό παλλάδιο τοῦ Ἐθνικοῦ μας προορισμοῦ; Σκύψτε, κι ἄν δέν τό βρεῖτε στά λίκνα τῶν ἐπιγόνων, γονατίστε στά μνήματα τῶν προγόνων. Ἐκεῖ, χωρίς ἄλλο, θά τό βρεῖτε! Ἀσπαστῆτε τα!
«Ἀπ᾽ τά κόκκαλα βγαλμένη τῶν Ἑλλήνων τά ἱερά».
Εὐτυχισμένοι οἱ Λαοί πού τά ὀστᾶ τῶν προγόνων τους φωσφορίζουν Ἐλευθερία!
Εὐτυχισμένο τό Ἑλληνικό Ἔθνος, πού δέν ἔπαψε νά σπέρνει τήν πατρική του γῆ μέ ὀστᾶ Ἡρώων καί Μαρτύρων τῆς Ἐλευθερίας! Ὅσο κι ἄν κοσμοῦν τό σύγχρονο Ἐθνικό μας στίβο μεγιστάνες τοῦ πνεύματος καί τοῦ πλούτου, τό μεγαλύτερο σημερινό - καί παντοτινό - μας κόσμημα εἶναι οἱ τάφοι τῶν ἡρωϊκῶν νεκρῶν τῆς Ἐλευθερίας.
Τό ἠθικό μας δέν ἀντλεῖται ἀπό τίς ἀνεξερεύνητες πηγές τοῦ μέλλοντος. Ἀντλεῖται ἀπό τά σφραγισμένα φρέατα τοῦ παρελθόντος. Στερεώνει βαθειά στά ἔγκατα τῆς Χιακῆς γῆς τό ἀπρόσβλητο κοντάρι, πού πάνω του μπορεῖ νά ἐπαίρεται καί νά κυματίζει περήφανα, χωρίς κανένα κίνδυνο ὑποστολῆς, ἡ Ἀρχοντική σημαία τοῦ Ἰδανικοῦ, τό Αὐτοκρατορικό λάβαρο τῆς Ἐλευθερίας.
Ἀκοῦστε τό μεγαλόπρεπο παλμό τῆς σημαίας μας. Ἀντηχεῖ σάν πολεμική ἐπῳδός. Εἶναι μαζί καί οἰωνός εἰρήνης. Καί χρησμός μελλοντικός εἶναι!
Ἄς ὑμνολογεῖ ἡ ἐπῳδός τούς ἔνδοξους νεκρούς τῆς Χιακῆς Ἐλευθερίας.
Ἄς ἐμψυχώνει ὁ οἰωνός τή δική μας δημιουργική δραστηριότητα.
Ἄς σκορπίζει τήν εὐλογία του ὁ χρησμός ὁ καλός στίς νεώτερες γενεές τῶν Ἑλλήνων, ἐμπνέοντας σ᾽αὐτούς ρωμαλέα, ἐθνική αὐτοπεποίθηση.
Σήμερα, ἕνα φῶς πού πιφαύσκευται ἀπό τίς βουνοκορφές τῆς Χίου καί φρυκτωρεῖται ἀπ᾽τά ἀκρογιάλια της, μᾶς δίνει τή δύναμη, τήν τόλμη, νά διακηρύξουμε ὅτι σέ χρόνους καί καιρούς πού τά καυσαέρια ἑνός ψευδοπολιτισμοῦ παρακμῆς μολύνουν τόν καθαρό ἀέρα τῶν ἰδανικῶν μας, πού τά νέφη τοῦ ὀρθολογισμοῦ καί τῆς ὑλόφρονης σκέψης καλύπτουν τίς ἀχτῖνες τῶν ἀρετῶν τοῦ γένους μας, πού μειοψηφίες ἀνόων καῖνε ἀνεμπόδιστα τήν Ἑλληνική Σημαία στό κέντρο τῆς πρωτεύουσας τοῦ Ἐλεύθερου Ἐλληνικοῦ Κράτους, ἐμεῖς ΝΑΙ, θά ἐξακολουθοῦμε νά ριγοῦμε ἀπό συγκίνηση καί ΝΑΙ θά συνεχίζουμε νά δακρύζουμε ἀπό ὑπερηφάνεια κάθε φορά πού τό «ἱερό πανί τό γαλανό καί τ᾽ ἄσπρο», πού σάν σήμερα ὑψώθηκε «στήν κορυφή τῆς Ἐκκλησιᾶς τ᾽ Ἁγιοῦ Μηνᾶ… νά κυματίζει», μέ τό Σταυρό τοῦ Χριστοῦ μας ψηλά θά ἀναρτύεται στόν ἱστό τῆς τιμῆς καί τῆς αἰωνιότητος, σαλπίζοντας σέ «συμμάχους», σέ «ἑταίρους» καί ἐχθρούς.
«Ἐπακούσατε ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς, ὅτι Μεθ´ ἡμῶν ὁ Θεός».
Μέ πατρικές εὐχές
Ὁ Μητροπολίτης
+ Ὁ Χίου, Ψαρῶν καί Οἰνουσσῶν Μᾶρκος
«Τώρα κατάκλειστες καρδιές γοργοπετοῦν κοντά σου
ν´ ἀνοίξουν μές τίς εὐωδιές καί μές τ᾽ ἀρώματά σου.
Στρατούς λεβέντικης γενιᾶς μ᾽ ἀνθούς τούς ρένεις λεμονιᾶς
βασανισμένη χώρα.
Κι ἀπό τόν Ἅγιο σου Μηνᾶ ὅπου τό σήμαντρο χτυπᾶ
τῆς λευτεριᾶς τήν ὥρα».
Σήμερα, ἡμέρα κατά τήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἡ Τροφός καί Κιβωτός τῆς Ἑλλάδος, γιορτάζει «τούς γενναίους ὁπλίτας τῆς Ἐκκλησίας Χριστοῦ… Μηνᾶν τόν Μέγαν Ἀθλητήν καί Θεῖον Βίκτωρα ὁμοῦ σύν Βικεντίῳ τῷ πάνυ», ἡ Χίος, «τό ὡραῖο νησί πού λέγοντας μονάχα τ᾽ ὄνομά της μᾶς περεχοῦν τ᾽ ἀνθόνερα καί τά ροδόσταμά της», γιορτάζει τήν ἐλευθερία της, τό πολυερικό αὐτό νόημα γύρω ἀπό τό ὁποῖο γίνονται οἱ συζητήσεις τῆς ἀνθρωπότητος καί στό ὁποῖο αἰώνια τείνουν νά φτάσουν.
Γιορτάζει ἡ Χίος!
Ἡ Χίος, ἔμπνευση καί διδασκαλεῖον τῶν Ὁμηρικῶν ἐπῶν.
Ἡ Χίος, ἰσχυρή καί ἔνδοξη στήν ναυμαχία τῆς Λάδης ἔναντι στόν Ἀσιατικό Δεσποτισμό.
Ἡ Χίος, πληγωμένη στήν πρώτη σφαγή της τό 493 π.Χ. ἀπό τούς Πέρσες.
Ἡ Χίος, ἰσότιμο μέλος τῆς Α´ καί Β´ Ἀθηναϊκῆς Συμμαχίας στήν προάσπιση δημοκρατικῶν ἀξιῶν.
Ἡ Χίος, ναυτοκράτειρα σύμμαχος, μετά τή μάχη στήν Ἰσσό, τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου στήν οἰκουμενική του πορεία.
Ἡ Χίος, προασπιστής τῆς ἑνότητος τῶν ἑλληνικῶν πόλεων στήν ἐποχή τῶν Διαδόχων, γιά νά ἀποκρούσουν τό «ἐκ δυσμῶν νέφος».
Ἡ Χίος, «ἐλευθέρα πόλις», κατά τόν Πλίνιο, στά Ρωμαϊκά χρόνια.
Ἡ Χίος, λαβωμένη ἀπό τήν δεύτερη σφαγή τῆς ἱστορίας της τό 86 π.Χ. ἀπό τόν Μιθριδάτη τόν Εὐπάτορα.
Ἡ Χίος, εὐλογημένη ἀπό τήν διέλευση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καταντικρύ τῶν παραλίων της.
Ἡ Χίος, ἁγιασμένη ἀπό τά αἵματα τοῦ Πρωτομάρτυρος Ἁγίου Ἰσιδώρου καί τήν ἀτέρμονη χορεία τῶν Μαρτύρων, τῶν Ὁσίων καί τῶν Πατέρων της.
Ἡ Χίος, προεξάρχουσα τῶν ἀστυγειτόνων της, στούς Βυζαντινούς αἰῶνες ἐπί Ἱεροκλέους καί Πορφυρογεννήτου.
Ἡ Χίος, ἀπόρθητο κάστρο καί αἰώνιο θησαυροφυλάκιο τῆς αὐτοκρατορικῆς Νέας Μονῆς.
Ἡ Χίος, ἀρχόντισσα στούς χρόνους τῆς Γενουατοκρατίας.
Ἡ Χίος, πονεμένη στούς χρόνους τῆς Τουρκοκρατίας.
Ἡ Χίος, μάρτυς ἱερή στήν καταστροφή τοῦ 1822, ὅταν «τά γιασεμιά κοκκίνησαν στόν χρόνο τῆς σφαγῆς της, πίνοντας αἷμα ἀντί νερό στήν ἁγιασμένη γῆ της».
Ἡ Χίος, δοκιμασμένη ἀπό τό σεισμό τοῦ 1881, ὅταν «τά χελιδόνια πέρασαν χωρίς νά σταματήσουν, μή ξέροντας στό χαλασμό ποῦ τίς φωλιές νά χτίσουν».
Ἡ Χίος, τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, τῶν μαστιχοφόρων σχοίνων, τοῦ διεθνοῦς ἐμπορίου, ἡ πρύτανις τῆς παγκόσμιας ναυτοσύνης.
Αὐτή ἡ εὐλογημένη νῆσος αἰῶνες περίμενε τή στιγμή!
Οἱ αἰῶνες διαδέχοντο ὁ ἕνας τόν ἄλλο. Τά ἔτη βυθιζόταν στό πέλαγος τοῦ αἰωνίου. Οἱ γενεές διάβαιναν γιά νά τίς διαδεχθοῦν ἄλλες. Χρόνια ἀγωνίας καί ἀναμονῆς κύλησαν, Ἑλληνικές γενεές ἔρχονταν καί παρέρχονταν, χωρίς νά ἀναφανεῖ στόν ὁρίζοντα τό ἐλπιδοφόρο λυκαυγές τῆς προσεγγίζουσας ἀνατολῆς, τῆς πραγματοποιήσεως τοῦ Ἐθνικοῦ ὀνείρου, τοῦ ἱεροῦ ἐκείνου πόθου. Γενεές ἀλύτρωτων ἀδελφῶν μας κατῆλθαν «ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆς» χωρίς να αἰσθανθοῦν τήν γλυκύτητα τῆς Ἐλευθερίας.
Ἀλλά ἦλθε ἡ ποθητή ὥρα!
«Νά ἡ Αὐγή πού πρόσμενες μαρτυρικό νησί
Ἄνοιξε τήν τρανή ἀγκαλιά νά τήν σφιχταγκαλιάσεις
καί πιές ἀπό τῆς λευτεριᾶς τ᾽ὁλόγλυκο κρασί
καί πιέ καί πιέ καί μέθυσε καί πιέ γιά νά ξεχάσεις
τοῦ Καραλῆ τ᾽ἀπαίσια καί μαῦρα ἐκείνα χρόνια
πού σ᾽ἔρριξαν μές σέ διπλή σκλαβιά καί καταφρόνια.
Μά μές τήν μέθη τήν πολλή, ὦ, μή ξεχνᾶς, θυμήσου
τόν Ψαριανό Πυρπολητή, τόν Θεῖο ἐκδικητή σου».
Τά γεγονότα τῆς ἀπελευθερώσεως προκάλεσαν στίς καρδιές τῶν κατοίκων αἰσθήματα, τά ὁποῖα ὁ Ἰωάννης Στ. Γλύκας διατυπώνει «ἐν πλήρει ἀγαλλιάσει» στή σελίδα 238 τοῦ Κώδικα τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Γεωργίου Βροντάδου. «Δέν εἶναι ὄνειρο! Καί ὅμως δέν ὀνειρευόμεθα. Ἀλλ᾽ εὑρισκόμεθα εἰς τήν πραγματικότητα ἐκπληρώσεως ὀνείρου, τό ὁποῖον αἰωνίως ἐβαυκάλιζε τάς σκέψεις μας καί, ὡς ἐν ὀνείρω, ἔτι ἀτενίζομεν ἀφ᾽ ἑνός τάς ριπάς τῆς κυανολεύκου καί ἀφ᾽ ἑτέρου τάς Ἑλληνοπρεπεῖς ὁπλοφόρους μορφάς αἵτινες εὐγενεῖς καί ὑπερήφανοι, ἀπέβησαν, διά νά μᾶς δώσουν τό ποθητόν δῶρον τῆς ἐλευθερίας, οἰονεί ἐκδίκησιν ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ πρός τούς δολοφόνους, τούς ἀπαγχονίσαντας τούς ἐπιλέκτους καί πατέρας μας, ἐκεῖ ἐπί τῶν αἰωνοβίων τοῦ Βουνακίου πλατάνων. Καί ἤδη ἀπό σήμερον… ἀπό τῶν ὑψηλῶν τῶν Ἐκκλησιῶν κωδωνοστασίων, ἔτι δέ καί ἀπ᾽ αὐτῶν τῶν ἰδιωτικῶν μας οἰκιῶν, κυματίζει ἡ κυανόλευκος».
Πόσο φτωχά εἶναι τά δικά μας λόγια μπροστά στήν πλούσια πράξη τῶν ἡρώων τοῦ 1912. Δέν ξέρω τί θά ἔχανε ἡ πράξη τῆς Ἐλευθερίας χωρίς τήν προΰπαρξη τῆς ἔννοιάς της. Ἀλλά ἡ ἔννοια τῆς Ἐλευθερίας χωρίς τήν κύρωση τῆς πράξεως θά ἔχανε ὅλη τήν οὐσία!
Ἡ ζωή δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά μία συνεχής νίκη κατά τοῦ θανάτου. Ἐμεῖς πού σήμερα ζοῦμε ἐλεύθεροι, κάθε στιγμή πού περνᾶ κατανικοῦμε τό θάνατο. Ἐκεῖνοι, ὅμως, πού θυσιάστηκαν τότε γιά τήν ἐλευθερία μας, καθυπόταξαν σέ μία μόνο στιγμή καί τή ζωή καί τό θάνατο.
Ἐμεῖς ἐξακολουθούμε νά ζοῦμε, γιά νά παραδοθοῦμε μία μέρα στό θάνατο μέ σιωπηλή ὑποταγή. Ἐκεῖνοι ἔπαψαν νά ζοῦν, ἀλλά, περιφρονήσαντες τό θάνατο, παραδόθηκαν, μέ φωνακτή κλήση, ἀπ᾽ εὐθείας στήν Ἀθανασία. Δέν ἔφυγαν ἀπό τή ζωή! Ἀπό τό θάνατο ἔφυγαν.
Ἀλησμόνητοι μᾶς εἶναι καί πολύτιμοι. Καί πῶς μποροῦμε νά τούς λησμονήσουμε; Θά ᾽ταν σάν νά λησμονούσαμε τούς ἰδίους τούς ἑαυτούς μας! Μόνον ἐνθυμούμενοι δοξαστικά τό μεγάλο παρελθόν τῆς θυσίας τους, μποροῦμε να συνειδητοποιήσουμε εὐφρόσυνα τό πρόσκαιρο παρόν τῆς παρουσίας μας, νά προσατενίσουμε αἰσιόδοξα τό ἀτέρμον μέλλον τῆς φυλῆς μας.
Ἀλησμόνητοι μᾶς εἶναι καί πολύτιμοι. Καί πῶς μποροῦμε νά μήν τούς τιμήσουμε; Θά ᾽ταν σάν νά ἀτιμάζαμε τούς ἑαυτούς μας! Μόνον τιμῶντας τό ἔνδοξο μεγαλεῖο τῆς ὁλοκληρωτικῆς τους προσφορᾶς, μποροῦμε νά συναισθανθοῦμε ἀκέραια τό προαιώνιο Ἐθνικό μας χρέος, νά ἀξιοποιήσουμε δημιουργικά τό σύγχρονο ἐνεργητικό τοῦ Ἐθνικοῦ μας κεφαλαίου.
Πρέπει νά εἴμαστε ὑπερήφανοι, ὄχι τόσο γιατί ἐκεῖνοι εἶναι πρόγονοι δικοί μας, ὅσο γιατί ἐμεῖς προερχόμαστε ἀπό ᾽κείνους.
Ἡ ζωή δέν μπορεῖ νά κυβερνήσει τούς τάφους. Οἱ τάφοι, ὅμως, μποροῦν νά κυβερνήσουν τή ζωή. Τό ἀντιστύλι τῆς ἐπιβιώσεως δέν στηρίζεται στό σαλευόμενο ἔδαφος τῆς ζωῆς. Στηρίζεται στό ἀσάλευτο ἔδαφος τῶν τάφων. Τά ἄνθη καί οἱ καρποί τῆς ὕλης φυτρώνουν ἀπό τόν τάφο τοῦ σπόρου. Τά ἄνθη καί οἱ καρποί τῆς ἰδέας φυτρώνουν ἀπό τόν τάφο τοῦ Ἥρωα.
Ποῦ νά κρύβεται ἄραγε τό παλλάδιο τοῦ Ἐθνικοῦ μας προορισμοῦ; Σκύψτε, κι ἄν δέν τό βρεῖτε στά λίκνα τῶν ἐπιγόνων, γονατίστε στά μνήματα τῶν προγόνων. Ἐκεῖ, χωρίς ἄλλο, θά τό βρεῖτε! Ἀσπαστῆτε τα!
«Ἀπ᾽ τά κόκκαλα βγαλμένη τῶν Ἑλλήνων τά ἱερά».
Εὐτυχισμένοι οἱ Λαοί πού τά ὀστᾶ τῶν προγόνων τους φωσφορίζουν Ἐλευθερία!
Εὐτυχισμένο τό Ἑλληνικό Ἔθνος, πού δέν ἔπαψε νά σπέρνει τήν πατρική του γῆ μέ ὀστᾶ Ἡρώων καί Μαρτύρων τῆς Ἐλευθερίας! Ὅσο κι ἄν κοσμοῦν τό σύγχρονο Ἐθνικό μας στίβο μεγιστάνες τοῦ πνεύματος καί τοῦ πλούτου, τό μεγαλύτερο σημερινό - καί παντοτινό - μας κόσμημα εἶναι οἱ τάφοι τῶν ἡρωϊκῶν νεκρῶν τῆς Ἐλευθερίας.
Τό ἠθικό μας δέν ἀντλεῖται ἀπό τίς ἀνεξερεύνητες πηγές τοῦ μέλλοντος. Ἀντλεῖται ἀπό τά σφραγισμένα φρέατα τοῦ παρελθόντος. Στερεώνει βαθειά στά ἔγκατα τῆς Χιακῆς γῆς τό ἀπρόσβλητο κοντάρι, πού πάνω του μπορεῖ νά ἐπαίρεται καί νά κυματίζει περήφανα, χωρίς κανένα κίνδυνο ὑποστολῆς, ἡ Ἀρχοντική σημαία τοῦ Ἰδανικοῦ, τό Αὐτοκρατορικό λάβαρο τῆς Ἐλευθερίας.
Ἀκοῦστε τό μεγαλόπρεπο παλμό τῆς σημαίας μας. Ἀντηχεῖ σάν πολεμική ἐπῳδός. Εἶναι μαζί καί οἰωνός εἰρήνης. Καί χρησμός μελλοντικός εἶναι!
Ἄς ὑμνολογεῖ ἡ ἐπῳδός τούς ἔνδοξους νεκρούς τῆς Χιακῆς Ἐλευθερίας.
Ἄς ἐμψυχώνει ὁ οἰωνός τή δική μας δημιουργική δραστηριότητα.
Ἄς σκορπίζει τήν εὐλογία του ὁ χρησμός ὁ καλός στίς νεώτερες γενεές τῶν Ἑλλήνων, ἐμπνέοντας σ᾽αὐτούς ρωμαλέα, ἐθνική αὐτοπεποίθηση.
Σήμερα, ἕνα φῶς πού πιφαύσκευται ἀπό τίς βουνοκορφές τῆς Χίου καί φρυκτωρεῖται ἀπ᾽τά ἀκρογιάλια της, μᾶς δίνει τή δύναμη, τήν τόλμη, νά διακηρύξουμε ὅτι σέ χρόνους καί καιρούς πού τά καυσαέρια ἑνός ψευδοπολιτισμοῦ παρακμῆς μολύνουν τόν καθαρό ἀέρα τῶν ἰδανικῶν μας, πού τά νέφη τοῦ ὀρθολογισμοῦ καί τῆς ὑλόφρονης σκέψης καλύπτουν τίς ἀχτῖνες τῶν ἀρετῶν τοῦ γένους μας, πού μειοψηφίες ἀνόων καῖνε ἀνεμπόδιστα τήν Ἑλληνική Σημαία στό κέντρο τῆς πρωτεύουσας τοῦ Ἐλεύθερου Ἐλληνικοῦ Κράτους, ἐμεῖς ΝΑΙ, θά ἐξακολουθοῦμε νά ριγοῦμε ἀπό συγκίνηση καί ΝΑΙ θά συνεχίζουμε νά δακρύζουμε ἀπό ὑπερηφάνεια κάθε φορά πού τό «ἱερό πανί τό γαλανό καί τ᾽ ἄσπρο», πού σάν σήμερα ὑψώθηκε «στήν κορυφή τῆς Ἐκκλησιᾶς τ᾽ Ἁγιοῦ Μηνᾶ… νά κυματίζει», μέ τό Σταυρό τοῦ Χριστοῦ μας ψηλά θά ἀναρτύεται στόν ἱστό τῆς τιμῆς καί τῆς αἰωνιότητος, σαλπίζοντας σέ «συμμάχους», σέ «ἑταίρους» καί ἐχθρούς.
«Ἐπακούσατε ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς, ὅτι Μεθ´ ἡμῶν ὁ Θεός».
Μέ πατρικές εὐχές
Ὁ Μητροπολίτης
+ Ὁ Χίου, Ψαρῶν καί Οἰνουσσῶν Μᾶρκος