Ἀφροσύνη καί ὑλοφροσύνη, ἀδελφοί μου, εἶναι τά γνωρίσματα, πού χαρακτηρίζουν τόν πλούσιο τῆς σημερινῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς. Ἕνα τραγικό λάθος στό πρόγραμμα τῆς ζωῆς του, ἦταν ἀρκετό, γιά νά τοῦ στοιχίσῃ τήν ἀποτυχία του. Αὐτός εἶναι ὁ λόγος, πού καλεῖται ἀπό τόν Θεόν «ἄφρων», ἀπερίσκεπτος, ἀνόητος. Ποιά ὅμως εἶναι ἡ ἀφροσύνη τοῦ πλουσίου καί ποιά ἡ ὑλοφροσύνη του;
Α΄. Ὁ Θεός, στοργικός Πατέρας καί Προνοητής ἠθέλησε νά δώσῃ πρωτοφανῆ εὐφορίαν, ἐκείνη τή χρονιά, στά κτήματα τοῦ πλουσίου. Τόση μεγάλη, πού κατά τίς προβλέψεις τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ, ἀπεκλείετο ἡ συγκομιδή τῶν καρπῶν μέσα στίς ὑπάρχουσες ἀποθῆκες. Καί ἀπ’ αὐτή τή διαπίστωση γεννήθηκε μέσα στό μυαλό του ἡ ἀπορία: «Τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τούς καρπούς μου;». Εἶναι τό ἐρώτημα, πού βασανίζει τή σκέψη καί τυραννεῖ τήν καρδιά τοῦ πλουσίου πλεονέκτη. Ἔτσι, ἀφοῦ ταλαιπώρησε τό μυαλό του μέρες ὁλόκληρες, ἀφοῦ ἔχασε τόν ὕπνο του νύκτες ἀρκετές, βρῆκε ἤ νόμισε πώς βρῆκε τή λύση: «Καθελῶ μου τάς ἀποθήκας καί μείζονας οἰκοδομήσω, καί συνάξω ἐκεῖ πάντα τά γενήματά μου καί τά ἀγαθά μου». Μά ποῦ εὑρίσκεται ἡ ἀφροσύνη τοῦ πλουσίου; θά μποροῦσε νά ἐρωτήσῃ κανείς. Καθένας, στή θέση του, τό ἴδιο δέ θά ἔκανε; Καί ὅμως! ὁ πλούσιος ἀπεδείχθη ἄφρων γιά τούς ἑξῆς λόγους:
α) Ἀγνόησε τόν Θεόν. Ἐλησμόνησε τήν βασικήν ἀλήθειαν, ὅτι δέν ἦταν ἰδιοκτήτης, ἀλλά οἰκονόμος καί διαχειριστής τῆς περιουσίας, πού τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός. Γι’αὐτό καί ξέχασε, πώς Ἐκεῖνος εἶναι πάντοτε «ὁ διδούς υἱετούς καί καιρούς καρποφόρους» (Πρ. ιδ΄ 17).
β) Ἐλησμόνησε τήν ψυχή. Ἐφρόντισε γιά τήν καλοπέραση τοῦ σώματος σάν νά ἐπρόκειτο νά ζήσῃ χίλια χρόνια. ὅμως «οὐχί ἡ ψυχή πλεῖον ἐστί τῆς τροφῆς;» (Ματθ. στ΄25).
γ) Ἀδιαφόρησε, ἀδικαιολόγητα, γιά τόν πόνο καί τή δυστυχία τῶν συνανθρώπων του. «Πλήν τά ἐνόντα δότε ἐλεημοσύνην» (Λουκ. ια΄41) φωνάζει ὁ Κύριος. ὅλα αὐτά ὅμως ἦσαν γιά τόν πλούσιο ἕνας ἄλλος ἄγνωστος καί ἀσυμπαθής κόσμος.
Β΄. Τή ζωή τοῦ πλουσίου κυβερνοῦσε ὁ ὑλισμός καί μάλιστα στή χειρότερή του μορφή. Ἀκούσαμε ποιό ἦταν τό πρόγραμμά του; «Ψυχή...ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου». Μ’ αὐτές τίς τέσσερεις λέξεις φανερώνεται ὅλο του τό πιστεύω καί διαγράφεται, ὡς τίς λεπτομέρειες σχεδόν, ὅλη ἡ ζωή του. Ἀναπαύου! Ἔχεις ἐξασφαλίσει τά πάντα. Ἀρκετά μόχθησες. Τώρα ἀναπαύου. Τά ἀγαθά, πού συσσώρευσες, εἶναι πολλά καί σίγουρα. Δέν ἔχεις πλέον ἀνάγκη. «Ἔχεις πολλά ἀγαθά κείμενα εἰς ἔτη πολλά». Ἄς φωνάζει ἡ Ἁγία Γραφή: «Ἴθι πρός τόν μύρμηκα, ὦ ὀκνηρέ, καί ζήλωσον...καί γενοῦ ἐκείνου σοφώτερος»(Παρ. στ΄ 6). Δέν βαρυέσαι! Φάγε! Αὐτός εἶναι ὁ σκοπός τῆς ζωῆς. Ζῆς, γιά νά τρῶς! Δέν τρῶς, γιά νά ζῇς. Ὅμως «οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος...»(Ματθ. δ΄ 4). Ταλαίπωρε πλούσιε! Πίε! Αὐτό, δυστυχῶς, ἦταν τό κέντρον τῆς φροντίδας του. Καθαρός ἐπικούριος. «Φάγωμεν καί πίωμεν ۠ αὔριον γάρ ἀποθνήσκομεν». Εὐφραίνου! Ἀλλά ποιά εὐφροσύνη μπορεῖ νά σοῦ δώσῃ, ἀνόητε ἄνθρωπε, τό φαγητό καί τό ποτό, ὅταν μένουν ἀνικανοποίητες οἱ βαθύτερες ἀνάγκες τῆς ψυχῆς σου; Καί ἔπειτα; Ὅλα τελειώνουν ἐδῶ; Νά, ὅμως, πού τή νύχτα ἐκείνη, κατά τήν ὁποία νόμισες πώς ἔλυσες τό πρόβλημά σου, ἀκούεται κατηγορηματικά καί ἀμετάκλητα ἡ ἀπόφαση τοῦ Αἰωνίου «τήν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ». Ἄφρον, τήν μαύρη αὐτή ψυχή, πού σκέφθηκε σάν νά ἦταν δούλη στούς δαίμονες, τώρα αὐτοί οἱ δαίμονες σοῦ τήν ζητοῦν. Ἦλθεν ἡ ὥρα σου. Ἑτοιμάσου νά φύγῃς. Καί ἡ εἰρωνεία: Αὐτά ὅλα πού ἑτοίμασες σέ ποιόν θά τά ἀφήσης;».
Ἀδελφοί μου! Τό συμπέρασμα ἀπ’ ὅλην αὐτή τήν ἱστορία βγαίνει ἀβίαστα καί εὔκολα. Ἄλλωστε τό διετύπωσεν ὁ Κύριός μας τόσο καθαρά:«Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ καί μή εἰς Θεόν πλουτῶν». Αὐτά παθαίνει ὅποιος θησαυρίζει ἐδῶ κάτω στή γῆ, μόνο γιά τόν ἑαυτό του, χωρίς νά χρησιμοποιῇ τά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ γιά τό καλό τῶν ἄλλων ἀνθρώπων καί γιά τόν πλουτισμό τῆς ψυχῆς του. Ἄς μή φθάσωμε ποτέ σ’αὐτό τό κατάντημα. Γένοιτο!
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Χίου
Α΄. Ὁ Θεός, στοργικός Πατέρας καί Προνοητής ἠθέλησε νά δώσῃ πρωτοφανῆ εὐφορίαν, ἐκείνη τή χρονιά, στά κτήματα τοῦ πλουσίου. Τόση μεγάλη, πού κατά τίς προβλέψεις τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ, ἀπεκλείετο ἡ συγκομιδή τῶν καρπῶν μέσα στίς ὑπάρχουσες ἀποθῆκες. Καί ἀπ’ αὐτή τή διαπίστωση γεννήθηκε μέσα στό μυαλό του ἡ ἀπορία: «Τί ποιήσω, ὅτι οὐκ ἔχω ποῦ συνάξω τούς καρπούς μου;». Εἶναι τό ἐρώτημα, πού βασανίζει τή σκέψη καί τυραννεῖ τήν καρδιά τοῦ πλουσίου πλεονέκτη. Ἔτσι, ἀφοῦ ταλαιπώρησε τό μυαλό του μέρες ὁλόκληρες, ἀφοῦ ἔχασε τόν ὕπνο του νύκτες ἀρκετές, βρῆκε ἤ νόμισε πώς βρῆκε τή λύση: «Καθελῶ μου τάς ἀποθήκας καί μείζονας οἰκοδομήσω, καί συνάξω ἐκεῖ πάντα τά γενήματά μου καί τά ἀγαθά μου». Μά ποῦ εὑρίσκεται ἡ ἀφροσύνη τοῦ πλουσίου; θά μποροῦσε νά ἐρωτήσῃ κανείς. Καθένας, στή θέση του, τό ἴδιο δέ θά ἔκανε; Καί ὅμως! ὁ πλούσιος ἀπεδείχθη ἄφρων γιά τούς ἑξῆς λόγους:
α) Ἀγνόησε τόν Θεόν. Ἐλησμόνησε τήν βασικήν ἀλήθειαν, ὅτι δέν ἦταν ἰδιοκτήτης, ἀλλά οἰκονόμος καί διαχειριστής τῆς περιουσίας, πού τοῦ ἐμπιστεύθηκε ὁ Θεός. Γι’αὐτό καί ξέχασε, πώς Ἐκεῖνος εἶναι πάντοτε «ὁ διδούς υἱετούς καί καιρούς καρποφόρους» (Πρ. ιδ΄ 17).
β) Ἐλησμόνησε τήν ψυχή. Ἐφρόντισε γιά τήν καλοπέραση τοῦ σώματος σάν νά ἐπρόκειτο νά ζήσῃ χίλια χρόνια. ὅμως «οὐχί ἡ ψυχή πλεῖον ἐστί τῆς τροφῆς;» (Ματθ. στ΄25).
γ) Ἀδιαφόρησε, ἀδικαιολόγητα, γιά τόν πόνο καί τή δυστυχία τῶν συνανθρώπων του. «Πλήν τά ἐνόντα δότε ἐλεημοσύνην» (Λουκ. ια΄41) φωνάζει ὁ Κύριος. ὅλα αὐτά ὅμως ἦσαν γιά τόν πλούσιο ἕνας ἄλλος ἄγνωστος καί ἀσυμπαθής κόσμος.
Β΄. Τή ζωή τοῦ πλουσίου κυβερνοῦσε ὁ ὑλισμός καί μάλιστα στή χειρότερή του μορφή. Ἀκούσαμε ποιό ἦταν τό πρόγραμμά του; «Ψυχή...ἀναπαύου, φάγε, πίε, εὐφραίνου». Μ’ αὐτές τίς τέσσερεις λέξεις φανερώνεται ὅλο του τό πιστεύω καί διαγράφεται, ὡς τίς λεπτομέρειες σχεδόν, ὅλη ἡ ζωή του. Ἀναπαύου! Ἔχεις ἐξασφαλίσει τά πάντα. Ἀρκετά μόχθησες. Τώρα ἀναπαύου. Τά ἀγαθά, πού συσσώρευσες, εἶναι πολλά καί σίγουρα. Δέν ἔχεις πλέον ἀνάγκη. «Ἔχεις πολλά ἀγαθά κείμενα εἰς ἔτη πολλά». Ἄς φωνάζει ἡ Ἁγία Γραφή: «Ἴθι πρός τόν μύρμηκα, ὦ ὀκνηρέ, καί ζήλωσον...καί γενοῦ ἐκείνου σοφώτερος»(Παρ. στ΄ 6). Δέν βαρυέσαι! Φάγε! Αὐτός εἶναι ὁ σκοπός τῆς ζωῆς. Ζῆς, γιά νά τρῶς! Δέν τρῶς, γιά νά ζῇς. Ὅμως «οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος...»(Ματθ. δ΄ 4). Ταλαίπωρε πλούσιε! Πίε! Αὐτό, δυστυχῶς, ἦταν τό κέντρον τῆς φροντίδας του. Καθαρός ἐπικούριος. «Φάγωμεν καί πίωμεν ۠ αὔριον γάρ ἀποθνήσκομεν». Εὐφραίνου! Ἀλλά ποιά εὐφροσύνη μπορεῖ νά σοῦ δώσῃ, ἀνόητε ἄνθρωπε, τό φαγητό καί τό ποτό, ὅταν μένουν ἀνικανοποίητες οἱ βαθύτερες ἀνάγκες τῆς ψυχῆς σου; Καί ἔπειτα; Ὅλα τελειώνουν ἐδῶ; Νά, ὅμως, πού τή νύχτα ἐκείνη, κατά τήν ὁποία νόμισες πώς ἔλυσες τό πρόβλημά σου, ἀκούεται κατηγορηματικά καί ἀμετάκλητα ἡ ἀπόφαση τοῦ Αἰωνίου «τήν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπό σοῦ». Ἄφρον, τήν μαύρη αὐτή ψυχή, πού σκέφθηκε σάν νά ἦταν δούλη στούς δαίμονες, τώρα αὐτοί οἱ δαίμονες σοῦ τήν ζητοῦν. Ἦλθεν ἡ ὥρα σου. Ἑτοιμάσου νά φύγῃς. Καί ἡ εἰρωνεία: Αὐτά ὅλα πού ἑτοίμασες σέ ποιόν θά τά ἀφήσης;».
Ἀδελφοί μου! Τό συμπέρασμα ἀπ’ ὅλην αὐτή τήν ἱστορία βγαίνει ἀβίαστα καί εὔκολα. Ἄλλωστε τό διετύπωσεν ὁ Κύριός μας τόσο καθαρά:«Οὕτως ὁ θησαυρίζων ἑαυτῷ καί μή εἰς Θεόν πλουτῶν». Αὐτά παθαίνει ὅποιος θησαυρίζει ἐδῶ κάτω στή γῆ, μόνο γιά τόν ἑαυτό του, χωρίς νά χρησιμοποιῇ τά ἀγαθά τοῦ Θεοῦ γιά τό καλό τῶν ἄλλων ἀνθρώπων καί γιά τόν πλουτισμό τῆς ψυχῆς του. Ἄς μή φθάσωμε ποτέ σ’αὐτό τό κατάντημα. Γένοιτο!
Ἐκ τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Χίου