Τα τέσσερα κεριά έλιωναν αργά…
Ο χώρος ήταν τόσο ήσυχος, που μπορούσε να
ακουστεί η συζήτησή τους…
Το πρώτο έλεγε:
«Εγώ είμαι
η Ειρήνη! Μα οι άνθρωποι δεν καταφέρνουν να με διατηρήσουν.
Πιστεύω ότι δεν μου
μένει άλλο από το να συνεχίσω να σβήνω.»
Κι έτσι αφέθηκε σιγά – σιγά να σβήσει
ολοκληρωτικά…
Το δεύτερο είπε:
«Εγώ είμαι
η Πίστη! Δυστυχώς δεν χρειάζομαι πουθενά. Οι άνθρωποι δεν θέλουν να ξέρουν για
μένα, κι έτσι δεν έχει νόημα να παραμένω αναμμένο…»
Μόλις ολοκλήρωσε τα λόγια του, ένα ελαφρύ
αεράκι φύσηξε πάνω του και το έσβησε…
Πολύ λυπημένο το τρίτο κερί, με τη σειρά του
είπε:
« Εγώ είμαι
η Αγάπη! Δεν έχω τη δύναμη να συνεχίσω να παραμένω αναμμένο. Οι άνθρωποι δεν
μου δίνουν σημασία και δεν αντιλαμβάνονται το πόσο σημαντικό είμαι. Έπαψαν πια
να αγαπούν…»
Και χωρίς να περιμένει άλλο, το κερί αφέθηκε
να σβήσει…
Ξαφνικά… ένα παιδάκι μπήκε στο δωμάτιο και
είδε τα τρία κεριά σβηστά. Φοβισμένο από το μισοσκόταδο, είπε:
«Μα τι
κάνετε! Πρέπει να παραμείνετε αναμμένα. Εγώ φοβάμαι το σκοτάδι!»
Και ξέσπασε σε δάκρυα…
Τότε ένα τέταρτο κερί είπε με συμπόνια:
«Μη
φοβάσαι, καλό μου παιδί, μην κλαις! Όσο θα είμαι εγώ αναμμένο, θα μπορούμε
πάντα να ξανανάψουμε τα άλλα τρία κεριά… Εγώ είμαι η ελπίδα!»
Με μάτια λαμπερά και γεμάτα δάκρυα, το παιδάκι
πήρε το κερί της ελπίδας και ξανάναψε όλα τα άλλα.
Ας μην σβήσει ποτέ η ελπίδα μες τις καρδιές
μας!