Η Βάπτιση του Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο λέγεται και Επιφάνεια. Η λέξη Θεοφάνεια προέρχεται από το αποστολικό χωρίο «Θεός εφανερώθη εν σαρκί, εδικαιώθη εν Πνεύματι, ώφθη αγγέλοις, εκηρύχθη εν έθνεσιν, επιστεύθη εν κόσμω, ανελήφθη εν δόξη», και σχετίζεται περισσότερο με την Γέννηση του Χριστού. Η λέξη Επιφάνεια προέρχεται από το αποστολικό χωρίο «επεφάνη η Χάρις του Θεού η σωτήριος πάσιν ανθρώποις» και αναφέρεται περισσότερο στη Βάπτιση του Χριστού, γιατί τότε οι άνθρωποι γνώρισαν την χάρη της Θεότητας. Με την εμφάνιση της Αγίας Τριάδος και την ομολογία του Τιμίου Προδρόμου έχουμε την επίσημη ομολογία ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού είναι ο «είς της Τριάδος», ο οποίος ενανθρώπησε για την σωτηρία του ανθρωπίνου γένους από την αμαρτία τον διάβολο και τον θάνατο.
Είναι γνωστό ότι στην πρώτη Εκκλησία την ίδια μέρα, 6 Ιανουαρίου, γιόρταζαν μαζί την εορτή των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων. Οι γιορτές αυτές χωρίστηκαν κατά τον 4ο αιώνα, οπότε τα Χριστούγεννα μεταφέρθηκαν στις 25 Δεκεμβρίου, την ημέρα που οι Εθνικοί γιόρταζαν τον Θεό Ήλιο και οι χριστιανοί τον νοητό Ήλιο της δικαιοσύνης. Η ημέρα των Θεοφανείων λέγεται όμως και ημέρα των φώτων λόγω του βαπτίσματος, του φωτισμού των κατηχουμένων, και λόγω της φωταψίας.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ερμηνεύοντας την φράση «εν ω ευδόκησα» γράφει πώς το θέλημα του Θεού είναι ένα, αλλά άλλοτε ενεργεί κατ’ ευδοκία, αφού το θέλει ο Θεός και άλλοτε κατά παραχώρηση. Ο Θεός είδε ότι θα γινόταν η πτώση του ανθρώπου, δεν τον έπλασε γι’ αυτήν αλλά τελικά την παραχώρησε, γιατί το θέλησε ο ίδιος ο άνθρωπος. Ο Θεός δεν καταργεί την ελευθερία του ανθρώπου. Έτσι άλλο το κατ’ ευδοκίαν θέλημα του Θεού και άλλο το κατά παραχώρηση. Μ’ αυτό το σκεπτικό η επιβεβαίωση του Πατρός «ούτός εστίν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα» έδειχνε ότι η ενανθρώπηση ήταν το κατ’ ευδοκία θέλημα του Θεού.
Η μαρτυρία του Θεού Πατέρα για τον Υιό του φανερώνει ότι ο Υιός είναι «απαύγασμα της δόξης του Πατρός», αφού κοινή είναι η ουσία και η ενέργεια του Τριαδικού Θεού.
Η εμφάνιση τώρα του Αγίου Πνεύματος «σαν περιστέρι» μας δείχνει ότι το Άγιο Πνεύμα δεν ήταν περιστέρι, αλλά φάνηκε σαν περιστέρι και αυτό λέγεται διότι το Άγιο Πνεύμα δεν είναι κτιστό αλλά άκτιστο όπως και τα άλλα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Το ότι το Άγιο Πνεύμα μαζί με την φωνή του Πατρός κάθισε πάνω στον Χριστό δείχνει το ομοούσιο των προσώπων της Αγίας Τριάδος, καθώς επίσης φανερώνει ότι ο Μεσσίας δεν ήταν ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, αλλά ο Χριστός.
Είναι γνωστό πως ο Χριστός δεν είχε ανάγκη βαπτίσματος, αφού το βάπτισμα του Ιωάννου οδηγούσε τους ανθρώπους στην συναίσθηση των αμαρτιών τους. Ο Χριστός, γράφει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, δεν βαπτίστηκε επειδή είχε ανάγκη κάθαρσης, «αλλά την εμήν οικειούμενος κάθαρσιν». Ο Χριστός βαπτίστηκε για να συντρίψει τις κεφαλές των δρακόντων στο νερό, επειδή υπήρχε η αντίληψη ότι οι δαίμονες κατοικούν μέσα στο νερό. Γι’ αυτό και παρατηρούμε στην εικόνα της βάπτισης τέρατα μέσα στο νερό που έχουν στραμμένα τα νώτα τους στον Χριστό λόγω του πυρός της θεότητας. Ο Χριστός βαπτίστηκε για να πλύνει την αμαρτία και να θάψει ολόκληρο τον παλαιό Αδάμ μέσα στο νερό.
Πολλές εικόνες της βαπτίσεως σε συνδυασμό και με την υμνογραφία της εορτής παρουσιάζουν τον Χριστό τελείως γυμνό, υποδηλώνοντας έτσι πόσο ο Χριστός ταπείνωσε τον εαυτό του για χάρη των ανθρώπων. Γυμνώθηκε εκείνος για να ντύσει τον άνθρωπο με ένδυμα αφθαρσίας.
Ένα άλλο κύριο πρόσωπο που έλαβε μέρος στην βάπτιση είναι ο βαπτιστής Ιωάννης. Αξιώθηκε από τον θεό να ακούσει την φωνή του Πατρός, να δει τον Λόγο του Θεού και το Πνεύμα του Θεού. Το «καί ιδού ανεώχθησαν αυτώ οι ουρανοί» του ευαγγελιστή Ματθαίου και το «είδε σχιζομένους τους ουρανούς» του ευαγγελιστή Μάρκου δηλώνουν την υπεροχή του άκτιστου έναντι του κτιστού, αλλά και την αποκατάσταση «άνοιγμα» της σχέσης Θεού και ανθρώπων μετά το “κλείσιμο” από την αμαρτία.
Η γιορτή αυτή των Θεοφανείων είναι από τις αρχαιότερες της Εκκλησίας μας και άρχισε το 2ο μετά Χριστόν αιώνα. Αναφέρεται στη φανέρωση της Αγίας Τριάδας κατά τη βάπτιση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό. Το γεγονός της βάπτισης αυτής είναι γνωστή, ιδιαίτερα από το κατά Ματθαίον ευαγγέλιο, στο γ' κεφάλαιο, στους στίχους 13-17. Ο Πρόδρομος Ιωάννης, μετά από θεία διαταγή, άφησε την ερημική ζωή και ήλθε στον Ιορδάνη ποταμό. Εκεί κήρυττε, εξομολογούσε και βάπτιζε. Ενώ έκανε ο Ιωάννης το έργο αυτό, μια μέρα ήλθε σ' αυτόν ο Ιησούς. Το Πνεύμα το Άγιο πληροφόρησε το γιο της Ελισάβετ ποιος ήταν. Ο Ιησούς ζητάει να βαπτισθεί. Έκπληκτοι οι παρευρισκόμενοι βλέπουν τον αυστηροπρόσωπο και επιβλητικό ασκητή και διδάσκαλο να υποχωρεί με ανέκφραστη ευλάβεια και ταπείνωση μπροστά στον Άγνωστο. Στην αρχή αρνείται να Τον βαπτίσει και Του λέει ότι αυτός (ο Ιωάννης) έχει ανάγκη να βαπτισθεί από Εκείνον. Ο Ιησούς τον πείθει να Τον βαπτίσει, διότι έτσι έπρεπε. Και τότε, στα νερά του Ιορδάνη διαδραματίζεται σκηνή μεγαλειώδης και μοναδική. Με μορφή περιστεριού το Πνεύμα το Άγιο έρχεται και κάθεται πάνω στον βαπτιζόμενο Ιησού. Και συγχρόνως, φωνή από τον ουρανό, του Πατέρα Θεού, ακούγεται να λέει: "Ούτος εστίν ο Υιός μου ό αγαπητός, εν ώ ευδόκησα". Έτσι, μ' αυτόν τον τρόπο στη Βάπτιση του Ιησού φανερώθηκε ο Θεός ο τρισυπόστατος, η Τριάδα η Αγία, και γι' αυτό η Εκκλησία μας ονόμασε τη γιορτή αυτή Θεοφάνεια.
Είναι γνωστό ότι στην πρώτη Εκκλησία την ίδια μέρα, 6 Ιανουαρίου, γιόρταζαν μαζί την εορτή των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων. Οι γιορτές αυτές χωρίστηκαν κατά τον 4ο αιώνα, οπότε τα Χριστούγεννα μεταφέρθηκαν στις 25 Δεκεμβρίου, την ημέρα που οι Εθνικοί γιόρταζαν τον Θεό Ήλιο και οι χριστιανοί τον νοητό Ήλιο της δικαιοσύνης. Η ημέρα των Θεοφανείων λέγεται όμως και ημέρα των φώτων λόγω του βαπτίσματος, του φωτισμού των κατηχουμένων, και λόγω της φωταψίας.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ερμηνεύοντας την φράση «εν ω ευδόκησα» γράφει πώς το θέλημα του Θεού είναι ένα, αλλά άλλοτε ενεργεί κατ’ ευδοκία, αφού το θέλει ο Θεός και άλλοτε κατά παραχώρηση. Ο Θεός είδε ότι θα γινόταν η πτώση του ανθρώπου, δεν τον έπλασε γι’ αυτήν αλλά τελικά την παραχώρησε, γιατί το θέλησε ο ίδιος ο άνθρωπος. Ο Θεός δεν καταργεί την ελευθερία του ανθρώπου. Έτσι άλλο το κατ’ ευδοκίαν θέλημα του Θεού και άλλο το κατά παραχώρηση. Μ’ αυτό το σκεπτικό η επιβεβαίωση του Πατρός «ούτός εστίν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα» έδειχνε ότι η ενανθρώπηση ήταν το κατ’ ευδοκία θέλημα του Θεού.
Η μαρτυρία του Θεού Πατέρα για τον Υιό του φανερώνει ότι ο Υιός είναι «απαύγασμα της δόξης του Πατρός», αφού κοινή είναι η ουσία και η ενέργεια του Τριαδικού Θεού.
Η εμφάνιση τώρα του Αγίου Πνεύματος «σαν περιστέρι» μας δείχνει ότι το Άγιο Πνεύμα δεν ήταν περιστέρι, αλλά φάνηκε σαν περιστέρι και αυτό λέγεται διότι το Άγιο Πνεύμα δεν είναι κτιστό αλλά άκτιστο όπως και τα άλλα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Το ότι το Άγιο Πνεύμα μαζί με την φωνή του Πατρός κάθισε πάνω στον Χριστό δείχνει το ομοούσιο των προσώπων της Αγίας Τριάδος, καθώς επίσης φανερώνει ότι ο Μεσσίας δεν ήταν ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, αλλά ο Χριστός.
Είναι γνωστό πως ο Χριστός δεν είχε ανάγκη βαπτίσματος, αφού το βάπτισμα του Ιωάννου οδηγούσε τους ανθρώπους στην συναίσθηση των αμαρτιών τους. Ο Χριστός, γράφει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, δεν βαπτίστηκε επειδή είχε ανάγκη κάθαρσης, «αλλά την εμήν οικειούμενος κάθαρσιν». Ο Χριστός βαπτίστηκε για να συντρίψει τις κεφαλές των δρακόντων στο νερό, επειδή υπήρχε η αντίληψη ότι οι δαίμονες κατοικούν μέσα στο νερό. Γι’ αυτό και παρατηρούμε στην εικόνα της βάπτισης τέρατα μέσα στο νερό που έχουν στραμμένα τα νώτα τους στον Χριστό λόγω του πυρός της θεότητας. Ο Χριστός βαπτίστηκε για να πλύνει την αμαρτία και να θάψει ολόκληρο τον παλαιό Αδάμ μέσα στο νερό.
Πολλές εικόνες της βαπτίσεως σε συνδυασμό και με την υμνογραφία της εορτής παρουσιάζουν τον Χριστό τελείως γυμνό, υποδηλώνοντας έτσι πόσο ο Χριστός ταπείνωσε τον εαυτό του για χάρη των ανθρώπων. Γυμνώθηκε εκείνος για να ντύσει τον άνθρωπο με ένδυμα αφθαρσίας.
Ένα άλλο κύριο πρόσωπο που έλαβε μέρος στην βάπτιση είναι ο βαπτιστής Ιωάννης. Αξιώθηκε από τον θεό να ακούσει την φωνή του Πατρός, να δει τον Λόγο του Θεού και το Πνεύμα του Θεού. Το «καί ιδού ανεώχθησαν αυτώ οι ουρανοί» του ευαγγελιστή Ματθαίου και το «είδε σχιζομένους τους ουρανούς» του ευαγγελιστή Μάρκου δηλώνουν την υπεροχή του άκτιστου έναντι του κτιστού, αλλά και την αποκατάσταση «άνοιγμα» της σχέσης Θεού και ανθρώπων μετά το “κλείσιμο” από την αμαρτία.
Η γιορτή αυτή των Θεοφανείων είναι από τις αρχαιότερες της Εκκλησίας μας και άρχισε το 2ο μετά Χριστόν αιώνα. Αναφέρεται στη φανέρωση της Αγίας Τριάδας κατά τη βάπτιση του Κυρίου μας Ιησού Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό. Το γεγονός της βάπτισης αυτής είναι γνωστή, ιδιαίτερα από το κατά Ματθαίον ευαγγέλιο, στο γ' κεφάλαιο, στους στίχους 13-17. Ο Πρόδρομος Ιωάννης, μετά από θεία διαταγή, άφησε την ερημική ζωή και ήλθε στον Ιορδάνη ποταμό. Εκεί κήρυττε, εξομολογούσε και βάπτιζε. Ενώ έκανε ο Ιωάννης το έργο αυτό, μια μέρα ήλθε σ' αυτόν ο Ιησούς. Το Πνεύμα το Άγιο πληροφόρησε το γιο της Ελισάβετ ποιος ήταν. Ο Ιησούς ζητάει να βαπτισθεί. Έκπληκτοι οι παρευρισκόμενοι βλέπουν τον αυστηροπρόσωπο και επιβλητικό ασκητή και διδάσκαλο να υποχωρεί με ανέκφραστη ευλάβεια και ταπείνωση μπροστά στον Άγνωστο. Στην αρχή αρνείται να Τον βαπτίσει και Του λέει ότι αυτός (ο Ιωάννης) έχει ανάγκη να βαπτισθεί από Εκείνον. Ο Ιησούς τον πείθει να Τον βαπτίσει, διότι έτσι έπρεπε. Και τότε, στα νερά του Ιορδάνη διαδραματίζεται σκηνή μεγαλειώδης και μοναδική. Με μορφή περιστεριού το Πνεύμα το Άγιο έρχεται και κάθεται πάνω στον βαπτιζόμενο Ιησού. Και συγχρόνως, φωνή από τον ουρανό, του Πατέρα Θεού, ακούγεται να λέει: "Ούτος εστίν ο Υιός μου ό αγαπητός, εν ώ ευδόκησα". Έτσι, μ' αυτόν τον τρόπο στη Βάπτιση του Ιησού φανερώθηκε ο Θεός ο τρισυπόστατος, η Τριάδα η Αγία, και γι' αυτό η Εκκλησία μας ονόμασε τη γιορτή αυτή Θεοφάνεια.
Πηγή εδώ