(Ἑβρ. στ´ 13-20)
Ἀδελφοί, τῷ ᾿Αβραὰμ ἐπαγγειλάμενος ὁ Θεός, ἐπεὶ κατ᾿ οὐδενὸς εἶχε μείζονος ὀμόσαι, ὤμοσε καθ᾿ ἑαυτοῦ, λέγων· «῏Η μὴν εὐλογῶν εὐλογήσω σε καὶ πληθύνων πληθυνῶ σε»· καὶ οὕτω μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας.
῎Ανθρωποι μὲν γὰρ κατὰ τοῦ μείζονος ὀμνύουσι, καὶ πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος· ἐν ᾧ περισσότερον βουλόμενος ὁ Θεὸς ἐπιδεῖξαι τοῖς κληρονόμοις
τῆς ἐπαγγελίας τὸ ἀμετάθετον τῆς βουλῆς αὐτοῦ, ἐμεσίτευσεν ὅρκῳ, ἵνα διὰ δύο πραγμάτων ἀμεταθέτων, ἐν οἷς ἀδύνατον ψεύσασθαι Θεόν, ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχωμεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἐλπίδος· ἣν ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν καὶ εἰσερχομένην «εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος», ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν ᾿Ιησοῦς, «κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ» ἀρχιερεὺς γενόμενος «εἰς τὸν αἰῶνα».
῎Ανθρωποι μὲν γὰρ κατὰ τοῦ μείζονος ὀμνύουσι, καὶ πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος· ἐν ᾧ περισσότερον βουλόμενος ὁ Θεὸς ἐπιδεῖξαι τοῖς κληρονόμοις
τῆς ἐπαγγελίας τὸ ἀμετάθετον τῆς βουλῆς αὐτοῦ, ἐμεσίτευσεν ὅρκῳ, ἵνα διὰ δύο πραγμάτων ἀμεταθέτων, ἐν οἷς ἀδύνατον ψεύσασθαι Θεόν, ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχωμεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἐλπίδος· ἣν ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν καὶ εἰσερχομένην «εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος», ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν ᾿Ιησοῦς, «κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ» ἀρχιερεὺς γενόμενος «εἰς τὸν αἰῶνα».
Απόδοση σε απλή γλώσσα
Αδελφοί, ὅταν ὁ Θεὸς ἔδωσε τὴν ὑπόσχεσή του στὸν ᾿Αβραάμ, ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρχε ἀνώτερος γιὰ νὰ ὁρκιστεῖ, ὁρκίστηκε στὸν ἑαυτό του, λέγοντας· Σοῦ ὑπόσχομαι ὅτι θὰ σ’ εὐλογήσω καὶ θὰ σοῦ δώσω πολλοὺς ἀπογόνους. ῎Ετσι πῆρε ὁ ᾿Αβραὰμ τὴν ὑπόσχεση, καὶ μὲ τὴν ὑπομονή του πέτυχε τὴν ἐκπλήρωσή της.
Οἱ ἄνθρωποι ὁρκίζονται σὲ κάποιον ἀνώτερό τους, κι ὁ ὅρκος δίνει γι’ αὐτοὺς τέλος σὲ κάθε ἀμφισβήτηση καὶ ὑποδηλώνει ἐπιβεβαίωση. ῾Ο Θεός, λοιπόν, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ δείξει πιὸ καθαρὰ σ’ αὐτοὺς ποὺ θὰ κληρονομοῦσαν τὰ ὅσα ὑποσχέθηκε ὅτι ἡ ἀπόφασή του ἦταν ἀμετάκλητη, τὴν ἐγγυήθηκε μὲ ὅρκο. Γιὰ δύο λοιπὸν ἀμετακίνητα πράγματα, γιὰ τὰ ὁποῖα εἶναι ἀδύνατο νὰ διαψευστεῖ ὁ Θεός, ἐμεῖς ποὺ καταφύγαμε σ’ αὐτὸν ὀφείλουμε νὰ μείνουμε σταθεροὶ σ’ αὐτὰ ποὺ ἐλπίζουμε. Αὐτή μας ἡ ἐλπίδα μᾶς ἀσφαλίζει καὶ μᾶς βεβαιώνει σὰν ἄγκυρα, καὶ μᾶς ὁδηγεῖ στὰ ἐνδότερα τοῦ καταπετάσματος, ὅπου μπῆκε πρὶν ἀπὸ μᾶς καὶ γιὰ χάρη μας ὁ ᾿Ιησοῦς, ἀρχιερέας γιὰ πάντα ὅπως ὁ Μελχισεδέκ.ντα ὅπως ὁ Μελχισεδέκ.
Αδελφοί, ὅταν ὁ Θεὸς ἔδωσε τὴν ὑπόσχεσή του στὸν ᾿Αβραάμ, ἐπειδὴ δὲν ὑπῆρχε ἀνώτερος γιὰ νὰ ὁρκιστεῖ, ὁρκίστηκε στὸν ἑαυτό του, λέγοντας· Σοῦ ὑπόσχομαι ὅτι θὰ σ’ εὐλογήσω καὶ θὰ σοῦ δώσω πολλοὺς ἀπογόνους. ῎Ετσι πῆρε ὁ ᾿Αβραὰμ τὴν ὑπόσχεση, καὶ μὲ τὴν ὑπομονή του πέτυχε τὴν ἐκπλήρωσή της.
Οἱ ἄνθρωποι ὁρκίζονται σὲ κάποιον ἀνώτερό τους, κι ὁ ὅρκος δίνει γι’ αὐτοὺς τέλος σὲ κάθε ἀμφισβήτηση καὶ ὑποδηλώνει ἐπιβεβαίωση. ῾Ο Θεός, λοιπόν, ἐπειδὴ ἤθελε νὰ δείξει πιὸ καθαρὰ σ’ αὐτοὺς ποὺ θὰ κληρονομοῦσαν τὰ ὅσα ὑποσχέθηκε ὅτι ἡ ἀπόφασή του ἦταν ἀμετάκλητη, τὴν ἐγγυήθηκε μὲ ὅρκο. Γιὰ δύο λοιπὸν ἀμετακίνητα πράγματα, γιὰ τὰ ὁποῖα εἶναι ἀδύνατο νὰ διαψευστεῖ ὁ Θεός, ἐμεῖς ποὺ καταφύγαμε σ’ αὐτὸν ὀφείλουμε νὰ μείνουμε σταθεροὶ σ’ αὐτὰ ποὺ ἐλπίζουμε. Αὐτή μας ἡ ἐλπίδα μᾶς ἀσφαλίζει καὶ μᾶς βεβαιώνει σὰν ἄγκυρα, καὶ μᾶς ὁδηγεῖ στὰ ἐνδότερα τοῦ καταπετάσματος, ὅπου μπῆκε πρὶν ἀπὸ μᾶς καὶ γιὰ χάρη μας ὁ ᾿Ιησοῦς, ἀρχιερέας γιὰ πάντα ὅπως ὁ Μελχισεδέκ.ντα ὅπως ὁ Μελχισεδέκ.