Κώστας Ζουρδός
Ζούμε σε μια εποχή όπου το αίτημα των διαφωτιστών να απομακρύνουν τελεσίδικα το Θεό από το πεδίο της ανθρώπινης ιστορίας εφαρμόζετε βήμα- βήμα και μεθοδικά μέχρι την τελειωτική ολοκλήρωση του. Η προσπάθεια της υπαγωγής της θρησκευτικής ζωής στην ιδιωτική σφαίρα του ανθρώπου είναι ορατή και απειλείτε και από θεσμική κατοχύρωση. Όλοι εκείνοι οι εκσυγχρονιστές, οι φιλελεύθεροι, και οι προοδευτικοί ξεχνούν ή δεν θέλουν να αναγνωρίσουν ότι η κατάργηση της δουλείας, η ισότητα, η κοινωνική δικαιοσύνη, η φιλανθρωπία, η ελεημοσύνη, τα θεμέλια της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, το κράτος πρόνοιας, ο εθελοντισμός, η ανεκτικότητα και ο σεβασμός στο διαφορετικό ήρθαν στην Ευρώπη χάρη στον Χριστιανισμό. Και ενώ στην γενική κρίση ( θεσμών, αξιών, οικονομική, κοινωνική ) που βιώνει η ελληνική κοινωνία , που είναι ουσιαστικά κρίση του φιλελεύθερου ατομικισμού, επιδιώκεται μια προσπάθεια απομόνωσης και εξαφάνισης και του τελευταίου συλλογικού θεσμού αγάπης, ισότητας και ελευθερίας που είναι η Εκκλησία στην αληθινή και πραγματική φανέρωση της.
Ζώντας σ’ αυτό το σύγχρονο στάδιο του δυτικού πολιτισμού που ονομάζεται μετανεωτερικός, δηλαδή την συστηματική αμφισβήτηση της πραγματικότητας και την χαλαρή σύντηξη πραγματικότητας και φαντασιώσεων, αληθούς και ψεύδους. Η μετανεωτερικότητα ως νέα στάση ζωής και θεωρίας προσπάθησε να ξεπεράσει τα κληροδοτήματα της νεωτερικής εποχής που βασίζονται στον ορθολογισμό, στον φετιχισμό επιστήμης και τεχνολογίας, στην γραμμική αντίληψη περί ιστορικής προόδου, στην θεώρηση της αμεταβλητότητας της φύσης και της πραγματικότητας. Η μετανεωτερικότητα έχει κάποια κεντρικά κοσμοθεωρητικά χαρακτηριστικά. Κατά πρώτων, η μετανεωτερικότητα απορρίπτει πλήρως την πεποίθηση ότι υπάρχει μία και μόνο αλήθεια, αλλά απορρίπτει και την ίδια την έννοια της αμετάβλητης πραγματικότητας, κινείτε σε μια ρευστότητα για τα πάντα και απορρίπτει όλες τις αρχές που για κάθε εποχή ήταν δεσμευτικές. Οι μετανεωτεριστές πιστεύουν πως αυτή η μία αλήθεια-ιδεολογία ήταν η πηγή για όλες τις συγκρούσεις του 20ου αιώνα, για τους πολέμους, τις επαναστάσεις, τις φυλετικές διακρίσεις, την αποικιοκρατία. Και αυτό γιατί η κάθε πλευρά προσπαθούσε να επιβάλει την δική της αλήθεια-ιδεολογία στους αντιπάλους της. Ένα δεύτερο στοιχείο της μετανεωτερικότητας είναι η απόρριψη καθολικής ισχύος κοσμοθεωριών, οικουμενικών ιδεολογιών, ως αντίποδα την αναζήτηση της απόλαυσης στο «τώρα» για ταχύτατες και συνεχόμενες εμπειρίες, για βιώματα και συναισθήματα. Αυτά τα παραπάνω έχουν ως συνέπεια ένα τρίτο στοιχείο που χαρακτηρίζει την μετανεωτερικότητα που είναι η αδιαφορία για την ιστορία ως διαχρονική εικόνα της κοινωνικής και πολιτιστικής πραγμάτωσης. Οι μετανεωτεριστές υποπτεύονται την ιστορία ενώ ενδιαφέρονται για τις ατομικές ιστορίες-αφηγήσεις των ανθρώπων που τις περνούν ως αληθινές και ας έρχονται από τον κόσμο του φανταστικού. Ανάγουν τα πάντα στην ατομική εμπειρία, συναίσθημα και φαντασία του ανθρώπου στον ατομικό του χρόνο. Και ένα τελευταίο στοιχείο της μετανεωτερικότητας (χωρίς να είναι πραγματικά το τελευταίο ή να εξαντλούνται σε όσα έχω απαριθμήσει) είναι η συνεχής εναλλαγή κοινωνικών προσωπείων και ρόλων.
Χωρίς να μακρηγορήσουμε άλλο, όταν ο άνθρωπος αποδεχθεί τις σειρήνες της μετανεωτερικότητας ( μερικές φορές όχι συνειδητά) φτάνει σε μια νέα εκδοχή από-οντολογικοποίηση του προσώπου. Το μετανεωτερικό πνεύμα που θέλει να σβήσει όλες τις σταθερές πνευματικές αλήθειες για χάρη των αληθειών της ενθαδικότητας, έχει ως αποτέλεσμα την σύγχυση των ορίων ανάμεσα στο αληθινό και το ψευδές και την εγκαθίδρυση στη θέση της αλήθειας, την φαινομενικότητα της. Αυτή η φαινομενικότητα της αλήθειας δημιουργεί στην καρδιά του ανθρώπου έναν βαθύτατο ιδεαλιστικό διχασμό. Το πνευματικό χωρίζετε από το υλικό, το αισθητό από το νοητό, η ιστορία από το νόημα, το πρόσωπο από τη φύση, η αγάπη από τον έρωτα. Η συνέπεια αυτού του εσωτερικού διχασμού είναι ο ηθικισμός.
Αυτός ο ηθικισμός ό οποίος έχει εισχωρήσει στην Εκκλησία αλλά και στο κράτος (εμφανίζετε στο κράτος, ο ηθικισμός, ως αμφισβήτηση του προσώπου, ενώ στους ευσεβιστικούς κύκλους ως αποϊεροποίηση του προσώπου), έχει δημιουργήσει στον χριστιανό ένα οξύ αδιέξοδο. Από την μια διάφοροι εκκλησιαστικοί κύκλοι προάγουν έναν ηθικισμό που στοχεύει στον ηθικό και κοινωνικό διασυρμό του αντιφρονούντα που μπορεί να είναι ο αλλόθρησκος, ο ομόδοξος που δεν συμμορφώνεται, ο διαφορετικός που δεν αλλάζει. Από την άλλη υπάρχει το κράτος το οποίο προσπαθεί να ποινικοποίηση τη διαφωνία. Έχουμε λοιπόν μεσσιανικές απειλές με ευσεβιστικό ζήλο από την μια και κρατική ποινικοποίηση της διαφωνίας από την άλλη, δύο τάσεις που προσπαθούν για τον εαυτό τους να δημιουργήσουν μια δύναμη ολοκληρωτισμού.
Αυτό που χρειάζεται η Εκκλησία στις μέρες μας είναι μια νέα «σάρκωση» του Ευαγγελίου. Δεν χρειάζονται μεσσιανικές απειλές, κραυγές, καλλιέργεια φόβου και υπερβολικός ευσεβιστικός ζήλος. Αυτό είναι το εύκολο πλαίσιο μιας μίζερης ιεραποστολικότητας. Αυτό που πρέπει να δώσει η Εκκλησία είναι μια νέα «σάρκωση» του Ευαγγελίου και αυτό απαιτεί πολύ κόπο και θυσία. Γιατί πρέπει κλήρος και πιστοί, να βγουν στους δρόμους, να συναντήσουν τον συνάνθρωπό τους και να του μιλήσουν για το Ευαγγέλιο χωρίς να χρησιμοποιήσουν λέξεις. Με τη ζωή τους, με την αγάπη τους, με την πίστη τους, με την ελευθερία τους. Μια νέα «σάρκωση» του Ευαγγελίου προϋποθέτει στο εσωτερικό της Ορθοδοξίας να επουλώσουμε τις πληγές μας, και αυτό δεν μπορεί να γίνει αν δεν αποφασίσουμε να συναντηθούμε, να συζητήσουμε, να διαφωνήσουμε, να αγαπηθούμε ακόμα και όταν φύγουμε από τον διάλογο με αντίθετες τελικά απόψεις… Το τολμάμε;
Ζώντας σ’ αυτό το σύγχρονο στάδιο του δυτικού πολιτισμού που ονομάζεται μετανεωτερικός, δηλαδή την συστηματική αμφισβήτηση της πραγματικότητας και την χαλαρή σύντηξη πραγματικότητας και φαντασιώσεων, αληθούς και ψεύδους. Η μετανεωτερικότητα ως νέα στάση ζωής και θεωρίας προσπάθησε να ξεπεράσει τα κληροδοτήματα της νεωτερικής εποχής που βασίζονται στον ορθολογισμό, στον φετιχισμό επιστήμης και τεχνολογίας, στην γραμμική αντίληψη περί ιστορικής προόδου, στην θεώρηση της αμεταβλητότητας της φύσης και της πραγματικότητας. Η μετανεωτερικότητα έχει κάποια κεντρικά κοσμοθεωρητικά χαρακτηριστικά. Κατά πρώτων, η μετανεωτερικότητα απορρίπτει πλήρως την πεποίθηση ότι υπάρχει μία και μόνο αλήθεια, αλλά απορρίπτει και την ίδια την έννοια της αμετάβλητης πραγματικότητας, κινείτε σε μια ρευστότητα για τα πάντα και απορρίπτει όλες τις αρχές που για κάθε εποχή ήταν δεσμευτικές. Οι μετανεωτεριστές πιστεύουν πως αυτή η μία αλήθεια-ιδεολογία ήταν η πηγή για όλες τις συγκρούσεις του 20ου αιώνα, για τους πολέμους, τις επαναστάσεις, τις φυλετικές διακρίσεις, την αποικιοκρατία. Και αυτό γιατί η κάθε πλευρά προσπαθούσε να επιβάλει την δική της αλήθεια-ιδεολογία στους αντιπάλους της. Ένα δεύτερο στοιχείο της μετανεωτερικότητας είναι η απόρριψη καθολικής ισχύος κοσμοθεωριών, οικουμενικών ιδεολογιών, ως αντίποδα την αναζήτηση της απόλαυσης στο «τώρα» για ταχύτατες και συνεχόμενες εμπειρίες, για βιώματα και συναισθήματα. Αυτά τα παραπάνω έχουν ως συνέπεια ένα τρίτο στοιχείο που χαρακτηρίζει την μετανεωτερικότητα που είναι η αδιαφορία για την ιστορία ως διαχρονική εικόνα της κοινωνικής και πολιτιστικής πραγμάτωσης. Οι μετανεωτεριστές υποπτεύονται την ιστορία ενώ ενδιαφέρονται για τις ατομικές ιστορίες-αφηγήσεις των ανθρώπων που τις περνούν ως αληθινές και ας έρχονται από τον κόσμο του φανταστικού. Ανάγουν τα πάντα στην ατομική εμπειρία, συναίσθημα και φαντασία του ανθρώπου στον ατομικό του χρόνο. Και ένα τελευταίο στοιχείο της μετανεωτερικότητας (χωρίς να είναι πραγματικά το τελευταίο ή να εξαντλούνται σε όσα έχω απαριθμήσει) είναι η συνεχής εναλλαγή κοινωνικών προσωπείων και ρόλων.
Χωρίς να μακρηγορήσουμε άλλο, όταν ο άνθρωπος αποδεχθεί τις σειρήνες της μετανεωτερικότητας ( μερικές φορές όχι συνειδητά) φτάνει σε μια νέα εκδοχή από-οντολογικοποίηση του προσώπου. Το μετανεωτερικό πνεύμα που θέλει να σβήσει όλες τις σταθερές πνευματικές αλήθειες για χάρη των αληθειών της ενθαδικότητας, έχει ως αποτέλεσμα την σύγχυση των ορίων ανάμεσα στο αληθινό και το ψευδές και την εγκαθίδρυση στη θέση της αλήθειας, την φαινομενικότητα της. Αυτή η φαινομενικότητα της αλήθειας δημιουργεί στην καρδιά του ανθρώπου έναν βαθύτατο ιδεαλιστικό διχασμό. Το πνευματικό χωρίζετε από το υλικό, το αισθητό από το νοητό, η ιστορία από το νόημα, το πρόσωπο από τη φύση, η αγάπη από τον έρωτα. Η συνέπεια αυτού του εσωτερικού διχασμού είναι ο ηθικισμός.
Αυτός ο ηθικισμός ό οποίος έχει εισχωρήσει στην Εκκλησία αλλά και στο κράτος (εμφανίζετε στο κράτος, ο ηθικισμός, ως αμφισβήτηση του προσώπου, ενώ στους ευσεβιστικούς κύκλους ως αποϊεροποίηση του προσώπου), έχει δημιουργήσει στον χριστιανό ένα οξύ αδιέξοδο. Από την μια διάφοροι εκκλησιαστικοί κύκλοι προάγουν έναν ηθικισμό που στοχεύει στον ηθικό και κοινωνικό διασυρμό του αντιφρονούντα που μπορεί να είναι ο αλλόθρησκος, ο ομόδοξος που δεν συμμορφώνεται, ο διαφορετικός που δεν αλλάζει. Από την άλλη υπάρχει το κράτος το οποίο προσπαθεί να ποινικοποίηση τη διαφωνία. Έχουμε λοιπόν μεσσιανικές απειλές με ευσεβιστικό ζήλο από την μια και κρατική ποινικοποίηση της διαφωνίας από την άλλη, δύο τάσεις που προσπαθούν για τον εαυτό τους να δημιουργήσουν μια δύναμη ολοκληρωτισμού.
Αυτό που χρειάζεται η Εκκλησία στις μέρες μας είναι μια νέα «σάρκωση» του Ευαγγελίου. Δεν χρειάζονται μεσσιανικές απειλές, κραυγές, καλλιέργεια φόβου και υπερβολικός ευσεβιστικός ζήλος. Αυτό είναι το εύκολο πλαίσιο μιας μίζερης ιεραποστολικότητας. Αυτό που πρέπει να δώσει η Εκκλησία είναι μια νέα «σάρκωση» του Ευαγγελίου και αυτό απαιτεί πολύ κόπο και θυσία. Γιατί πρέπει κλήρος και πιστοί, να βγουν στους δρόμους, να συναντήσουν τον συνάνθρωπό τους και να του μιλήσουν για το Ευαγγέλιο χωρίς να χρησιμοποιήσουν λέξεις. Με τη ζωή τους, με την αγάπη τους, με την πίστη τους, με την ελευθερία τους. Μια νέα «σάρκωση» του Ευαγγελίου προϋποθέτει στο εσωτερικό της Ορθοδοξίας να επουλώσουμε τις πληγές μας, και αυτό δεν μπορεί να γίνει αν δεν αποφασίσουμε να συναντηθούμε, να συζητήσουμε, να διαφωνήσουμε, να αγαπηθούμε ακόμα και όταν φύγουμε από τον διάλογο με αντίθετες τελικά απόψεις… Το τολμάμε;